επαγγελματίας που εξασκεί την ιατρική From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο θεραπευτής, ιατρός ή γιατρός είναι επαγγελματίας υγείας που εξασκεί την ιατρική, η οποία σχετίζεται με την προαγωγή, τη διατήρηση και την επαναφορά της ανθρώπινης υγείας μέσω της μελέτης, της διάγνωσης και της θεραπείας των ασθενειών, των τραυματισμών και άλλων φυσικών και πνευματικών διαταραχών. Οι Ιατροί μπορεί να επικεντρώνουν την πρακτική τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενειών, τύπων ασθενών, ή μεθόδους θεραπείας - οπότε είναι γνωστοί ως ιατροί με ειδικότητα σε συγκεκριμένο αντικείμενο - ή να έχουν την ευθύνη για τη προώθηση της συνεχιζόμενης και περιεκτικής ιατρικής φροντίδας σε μεμονωμένα άτομα, οικογένειες και κοινότητες - οπότε αποκαλούνται γενικοί ιατροί.[1] Η εξάσκηση της ιατρικής απαιτεί κατάλληλη γνώση ακαδημαϊκών μαθημάτων (όπως η ανατομία και η φυσιολογία) καθώς και των ασθενειών και των θεραπειών τους - της επιστήμης της ιατρικής - και επαρκή γνώση της εφαρμοσμένης ιατρικής - δηλαδή της τέχνης και των δεξιοτήτων της ιατρικής. Και ο ρόλος αλλά και η έννοια του θεραπευτή διαφέρουν από μέρος σε μέρος. Οι ικανότητες και άλλες παράμετροι ποικίλουν, αλλά υπάρχουν και κάποια κοινά στοιχεία, όπως η ιατρική ηθική, που απαιτεί οι θεραπευτές να δείχνουν αφοσίωση, συμπόνοια και καλοσύνη προς τους ασθενείς τους.
Παγκοσμίως ο όρος θεραπευτής/ιατρός/γιατρός αναφέρεται στον ειδικό της εσωτερικής παθολογίας ή σε κάποια από τις πολλές υποειδικότητές της (κυρίως σε αντίθεση με έναν ειδικό στη χειρουργική). Αυτή η σημασία του θεραπευτή/ιατρού αποπνέει μια αίσθηση εμπειρογνωμοσύνης στη θεραπεία με φάρμακα και θεραπευτικές πρακτικές, σε αντίθεση με τις διαδικασίες που ακολουθούν οι χειρούργοι.[3]
Ο όρος αυτός ισχύει για τουλάχιστον εννιακόσια χρόνια στην Αγγλική: οι θεραπευτές/ιατροί και οι χειρουργοί κάποτε ήταν μέλη ξεχωριστών επαγγελμάτων και παραδοσιακά θεωρούνταν ανταγωνιστές. Η τρίτη έκδοση του Συνοπτικότερου Αγγλικού Λεξικού της Οξφόρδης, αναφέρει ένα απόσπασμα της Μέσης Αγγλικής ήδη από το 1400, το οποίο δείχνει αυτή την αντίθεση: "Ο Lord, whi is it so greet difference betwixe a cirugian and a physician." [4]
Ο Ερρίκος Η΄ χορήγησε ένα καταστατικό στο Royal College of Physicians του Λονδίνου το 1518. Δεν ήταν πριν από το 1540 που χορήγησε ένα χωριστό καταστατικό στην Company of Barber/Surgeons (πρόγονος του Royal College of Surgeons. Τον ίδιο χρόνο η αγγλική μοναρχία εγκαθίδρυσε την Έδρα του Καθηγητή Φυσικής Κατάστασης στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.[5] Νεότερα πανεπιστήμια πιθανόν να περιέγραφαν έναν τέτοιο ακαδημαϊκό ως καθηγητή της εσωτερικής παθολογίας. Ως εκ τούτου, τον 16ο αιώνα, η ειδικότητα της φυσικής κατάστασης σήμαινε χονδρικά αυτό που κάνει σήμερα η εσωτερική παθολογία.
Σήμερα, ένας ειδικός θεραπευτής/ιατρός στις ΗΠΑ μπορεί να περιγραφεί ως ειδικός εσωτερικής παθολογίας. Άλλος ένας όρος ο «ειδικός νοσοκομειακός ιατρός» εισήχθη το 1996,[6] για να περιγράψει τους Αμερικάνους ειδικούς στην εσωτερική παθολογία, οι οποίοι εργάζονται εκτενώς ή αποκλειστικά σε νοσοκομεία. Τέτοιοι «νοσοκομειακοί ιατροί» σήμερα αποτελούν το 19% όλων των Αμερικανών γενικών ιατρών της εσωτερικής παθολογίας,[7] οι οποίοι συχνά αποκαλούνται γενικοί ιατροί στις χώρες της Κοινοπολιτείας.
Αυτή η γνήσια χρήση του όρου, όπως διακρίνεται από τη χειρουργική, είναι κοινή στις περισσότερες χώρες του κόσμου συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου και των άλλων χωρών της Κοινοπολιτείας (δηλαδή στην Αυστραλία, το Μπανγκλαντές, την Ινδία, τη Νέα Ζηλανδία, το Πακιστάν, τη Νότια Αφρική, τη Σρι Λάνκα, τη Ζιμπάμπουε), καθώς επίσης και σε μέρη με ποικιλομορφία, όπως η Βραζιλία, το Χονγκ Κονγκ, η Ινδονησία, η Ιαπωνία, η Ιρλανδία και η Ταϊβάν. Σε τέτοια μέρη, είναι διαδεδομένοι οι πιο γενικοί αγγλικοί όροι όπως ''ιατρός'' και "ιατρικός θεραπευτής", περιγράφοντας με αυτούς κάθε ειδικότητα θεραπευτή (τον οποίο ένας Αμερικάνος πιθανότατα θα αποκαλούσε ιατρό με την ευρεία έννοια).[8] Στις χώρες της Κοινοπολιτείας, ειδικοί παιδίατροι και γηρίατροι επίσης περιγράφονται ως ειδικοί ιατροί, οι οποίοι έχουν εξειδικευτεί στην ηλικία του ασθενούς παρά στο οργανικό σύστημα.
Θεραπευτής/Ιατρός και Χειρούργος
Σε όλο τον κόσμο ο συνδετικός όρος ''Ιατρός και Χειρουργός χρησιμοποιείται για να περιγράψει είτε έναν γενικό ιατρό ή κάθε ιατρό που ασκεί το επάγγελμα της ιατρικής, ανεξαρτήτως ειδικότητας.[9][10] Αυτή η χρήση ακόμη δείχνει την αυθεντική σημασία του ιατρού και διατηρεί την παλιά διαφοροποίηση ανάμεσα στον ιατρό που εξασκεί την ειδικότητα της φυσικής κατάστασης και σε έναν χειρούργο. Ο όρος ίσως χρησιμοποιήθηκε από τα κρατικά ιατρικά συμβούλια των ΗΠΑ και από αντίστοιχους φορείς στις επαρχίες του Καναδά, για να περιγράψει κάθε γενικό ιατρό.
Στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα ο όρος θεραπευτής/ιατρός χρησιμοποιείται με δύο βασικούς τρόπους, με σχετικά ευρείες και στενές σημασίες αντίστοιχα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της ιστορίας και συχνά μας μπερδεύει. Αυτές οι σημασίες και οι ποικιλομορφίες εξηγούνται παρακάτω.
Στις ΗΠΑ και στον Καναδά, ο όρος θεραπευτής/ιατρός περιγράφει όλους τους επαγγελματίες που ασκούν το ιατρικό επάγγελμα και διαθέτουν ένα επαγγελματικό πτυχίο ιατρικής. Ο Αμερικάνικος Ιατρικός Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1847 καθώς επίσης και η Αμερικανική Οστεοπαθητική Ένωση που ιδρύθηκε το 1897, και οι δύο χρησιμοποιούν επί του παρόντος τον όρο θεραπευτή/ιατρό για να περιγράψουν τα μέλη τους. Ωστόσο, το Αμερικανικό Κολέγιο Ιατρών, που ιδρύθηκε το 1915, δεν το κάνει: χρησιμοποιεί τον τίτλο του θεραπευτή/ιατρού με την αρχική του έννοια.
Ένας ιατρός εκπαιδευμένος στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει είτε ένα πτυχίο Ιατρού Φαρμάκων, και χρησιμοποιεί τα αρχικά "M.D." ή έχει πτυχίο Ιατρού Οστεοπαθητικής Ιατρικής και χρησιμοποιεί τα αρχικά "D.O." Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους στην ιατρική σχολή, τόσο ο Ιατρός Φαρμάκων (MD) όσο και ο Ιατρός της Οστεοπαθητικής Ιατρικής (DO), με τα διπλώματά τους, έχουν τα ίδια δικαιώματα εξάσκησης στις ειδικότητες και τις υποειδικότητες της ιατρικής. Οι ιατρικές σχολές της οστεοπαθητικής στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναλυτικό πρόγραμμα πολύ παρόμοιο με τις ιατρικές σχολές MD με την προσθήκη της οστεοπαθητικής επεμβατικής ιατρικής, η οποία επικεντρώνεται στην πρόσθετη εκπαίδευση στο μυοσκελετικό σύστημα.[11]
Όλοι οι φορείς πιστοποίησης απαιτούν τώρα οι ιατροί να αποδεικνύουν τις γνώσεις τους, μέσω εξέτασης, συνεχίζοντας την κυριότητα του πυρήνα γνώσεων και δεξιοτήτων για μια επιλεγμένη ειδικότητα. Η επαναπιστοποίηση ποικίλλει ανάλογα με τη συγκεκριμένη ειδικότητα μεταξύ κάθε επτά και κάθε δέκα χρόνια.
Οι απόφοιτοι των οστεοπαθητικών ιατρικών σχολών των Ηνωμένων Πολιτειών (Οστεοπαθητικοί) δεν πρέπει να συγχέονται με τους οστεοπαθολόγους, οι οποίοι είναι εκπαιδευμένοι στα Ευρωπαϊκά και τα κράτη της Κοινοπολιτείας. Οι Οστεοπαθολόγοι (ο όρος χρησιμοποιείται για τους μη εκπαιδευμένους επαγγελματίες που ασκούν την επεμβατική οστεοπαθητική) δεν είναι ιατροί. Η εκπαίδευσή τους είναι παρόμοια με τη φυσική θεραπεία και δεν έχουν άδεια να συνταγογραφούν φάρμακα ή να εκτελούν χειρουργικές επεμβάσεις.[12][13]
Επίσης, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Αμερικανική Ιατρική Ένωση Ποδιατρικής (ΑΡΜΑ) ορίζει τους ποδίατρους σαν ιατρούς και χειρούργους που εμπίπτουν στο τμήμα χειρουργικής στα νοσοκομεία.[14] Μπορούν να εκπαιδεύονται με το πτυχίο του Ιατρού Ποδιατρικής Ιατρικής (DPM).[15] Αυτός ο τίτλος σπουδών είναι επίσης διαθέσιμος σε ένα Καναδικό πανεπιστήμιο, με την ονομασία Université du Québec à Trois-Rivières. Οι μαθητές τυπικά απαιτείται να ολοκληρώσουν μία πρακτική άσκηση στην Νέα Υόρκη πριν την απόκτηση του επαγγελματικού τίτλου σπουδών τους.
Πολλές χώρες στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχουν το πρόβλημα της έλλειψης ιατρών.[16] Η έλλειψη ιατρών μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη εξάπλωση ασθενειών, όπως η επιδημία του ιού Έμπολα στη Δυτική Αφρική. Το 2015, η Ένωση των Αμερικάνικων Κολεγίων Ιατρικής προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ θα αντιμετωπίσουν μία έλλειψη ιατρών γύρω στους 90.000 μέχρι το 2025.[17]
Στο δυτικό πολιτισμό και κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων, η ιατρική βασίζεται όλο και περισσότερο στον επιστημονικό αναγωγισμό και τον υλισμό. Αυτό το ύφος της ιατρικής είναι πλέον κυρίαρχο σε όλο τον βιομηχανοποιημένο κόσμο, και συχνά αποκαλείται βιοϊατρική από ιατρικούς ανθρωπολόγους.[18] Η Βιοϊατρική ''διαμορφώνει το ανθρώπινο σώμα και την ασθένεια σε ένα πολιτισμικά διακριτικό μοτίβο",[19]και είναι μια κοσμοθεωρία που έγινε γνωστή από τους φοιτητές της ιατρικής. Μέσα σε αυτή την παράδοση, το ιατρικό μοντέλο είναι ένας όρος για το πλήρες «σύνολο διαδικασιών, στο οποίο εκπαιδεύονται όλοι οι γιατροί" (RD Laing, 1972),[20] συμπεριλαμβανομένων των διανοητικών συμπεριφορών. Μία ιδιαίτερα σαφής έκφραση αυτής της θεώρησης του κόσμου, σήμερα κυρίαρχη μεταξύ των συμβατικών γιατρών, είναι η τεκμηριωμένη ιατρική. Στο πλαίσιο της συμβατικής ιατρικής, οι περισσότεροι γιατροί εξακολουθούν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις αρχαίες παραδόσεις τους:
Το κριτικό πνεύμα και την επιφυλακτική στάση της αποκοπής της ιατρικής από τα δεσμά της ιεροσύνης και της κάστας. Δεύτερον, την αντίληψη της ιατρικής ως μια τέχνη που βασίζεται στην ακριβή παρατήρηση, και ως επιστήμη, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιστήμης του ανθρώπου και της φύσης. Τρίτον, τα υψηλά ηθικά ιδεώδη, που εκφράζονται στα πιο "αξιομνημόνευτα των ανθρωπίνων εγγράφων" (Gomperz), τον όρκο του Ιπποκράτη και τέταρτον, τη σύλληψη και την υλοποίηση της ιατρικής ως το επάγγελμα του καλλιεργημένου τζέντλεμαν.- Sir William Osler, Chauvanism in Medicine (1902) [20]
Σε αυτή την παράδοση του δυτικού κόσμου, οι ιατροί θεωρούνται μέλη ενός γνωστικού επαγγέλματος, και απολαμβάνουν υψηλή κοινωνική θέση, συχνά σε συνδυασμό με τις προσδοκίες για υψηλό και σταθερό εισόδημα και εργασιακή ασφάλεια. Ωστόσο, όσοι ασκούν το επάγγελμα της ιατρικής, συχνά έχουν πολύωρο και ανελαστικό ωράριο εργασίας, με βάρδιες σε ακατάλληλες ώρες. Η υψηλή κοινωνική τους θέση προκύπτει εν μέρει από τις εκτεταμένες εκπαιδευτικές απαιτήσεις που έχουν, αλλά και λόγω των ιδιαίτερων ηθικών και νομικών καθηκόντων του επαγγέλματός τους. Ο όρος που χρησιμοποιείται παραδοσιακά από τους ιατρούς για να περιγράψει ένα άτομο που αναζητά τη βοήθειά τους είναι η λέξη ασθενής (αν και κάποιος που επισκέπτεται έναν ιατρό για έλεγχο ρουτίνας, μπορεί επίσης να περιγραφεί με αυτόν τον όρο). Αυτή η λέξη ''ασθενής'' είναι μια αρχαία υπενθύμιση του ιατρικού καθήκοντος, καθώς αρχικά σήμαινε «αυτός που υποφέρει». Το αγγλικό ουσιαστικό προέρχεται από τη λατινική λέξη patiens, τη μετοχή ενεστώτα του αποθετικού ρήματος, patior, που σημαίνει «πάσχω», και μοιάζει με το ελληνικό απαρέμφατο, το «πάσχειν» και το συγγενές ουσιαστικό του «πάθος» .[21][22]
Οι ιατροί με την αρχική, στενή έννοια του όρου (ειδικευμένοι ιατροί ή παθολόγοι, βλέπε παραπάνω) είναι συνήθως μέλη ή συνεργάτες επαγγελματικών οργανώσεων, όπως το Αμερικανικό Κολέγιο Ιατρών ή το Royal College of Physicians στο Ηνωμένο Βασίλειο, και μια τέτοια συμμετοχή που δεν κερδίζεται εύκολα, από μόνη της εξηγεί την κοινωνική τους θέση.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ενώ η σύγχρονη βιοϊατρική έχει αποστασιοποιηθεί από τις αρχαίες ρίζες της στη θρησκεία και τη μαγεία, πολλές μορφές της παραδοσιακής ιατρικής[23] και της εναλλακτικής ιατρικής συνεχίζουν να ασπάζονται το βιταλισμό σε διάφορες μορφές: «Εφ 'όσον η ζωή είχε τις δικές της μυστικές ιδιότητες, ήταν δυνατόν να έχει επιστήμες και φάρμακα βασισμένα σε αυτές τις ιδιότητες» (Grossinger 1980).[24] Το Αμερικανικό Εθνικό Κέντρο για τη Συμπληρωματική και την Εναλλακτική Ιατρική (NCCAM) κατατάσσει τις θεραπείες CAM σε πέντε κατηγορίες ή τομείς που είναι οι εξής:[25] εναλλακτικά ιατρικά συστήματα, ή πλήρη συστήματα θεραπείας και πρακτικής, παρεμβάσεις νου-σώματος, ή τεχνικές που έχουν σχεδιαστεί για να διευκολύνουν την επίδραση του νου στις σωματικές λειτουργίες και στα συμπτώματα, συστήματα βιολογικώς δομημένα που περιλαμβάνουν τη βοτανολογία και επεμβατικές μεθόδους βασισμένες στο σώμα, όπως η χειροπρακτική και η θεραπεία με μασάζ.
Κατά την εξέταση αυτών των εναλλακτικών παραδόσεων που διαφέρουν από τη βιοϊατρική (βλέπε παραπάνω), οι ανθρωπολόγοι τονίζουν ότι όλοι οι τρόποι σκέψης σχετικά με την υγεία και την ασθένεια έχουν σημαντικό πολιτιστικό περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένης της δυτικής συμβατικής ιατρικής.[26][27][28][29]
Η Αγιουρβέδα, η ιατρική μέθοδος Ουνάνι και η ομοιοπαθητική είναι δημοφιλή είδη της εναλλακτικής ιατρικής. Περιλαμβάνονται στο εθνικό σύστημα φαρμάκων σε χώρες όπως η Ινδία. Σε γενικές γραμμές, οι επαγγελματίες της ιατρικής σε αυτές τις χώρες αναφέρονται ως Ved, Χακίμ και ομοιοπαθητικός ιατρός / ομοιοπαθητικός / ομοιοπαθητικός θεραπευτής, αντίστοιχα.
Ορισμένοι σχολιαστές έχουν υποστηρίξει ότι οι ιατροί έχουν καθήκον να λειτουργούν ως πρότυπα για το ευρύ κοινό σε θέματα υγείας, για παράδειγμα, με το να μην καπνίζουν.[30] Πράγματι, στις περισσότερες δυτικές χώρες σχετικά λίγοι ιατροί καπνίζουν, και οι επαγγελματικές τους γνώσεις φαίνεται να έχουν ευεργετική επίδραση στην υγεία και τον τρόπο ζωής τους.
Σύμφωνα με μια μελέτη σε άνδρες ιατρούς,[31] το προσδόκιμο ζωής των ιατρών είναι ελαφρώς υψηλότερο (73,0 χρόνια για τους λευκούς και 68,7 για τους έγχρωμους) από ότι στους δικηγόρους ή σε πολλούς άλλους επαγγελματίες υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Οι αιτίες θανάτου είναι λιγότερο πιθανές σε ιατρούς απ' ό,τι στο γενικό πληθυσμό και περιλαμβάνουν πάθηση του αναπνευστικού (συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας, πνευμονοκονίαση, COPD, με εξαίρεση το εμφύσημα και τη χρόνια απόφραξη των άλλων αεραγωγών), οι θάνατοι που σχετίζονται με το αλκοόλ, ορθοσιγμοειδείς και πρωκτικοί καρκίνοι, και βακτηριακές ασθένειες.[32]
Οι ιατροί είναι έμπειροι στην έκθεση σε επαγγελματικούς κινδύνους, και υπάρχει ένα πολύ γνωστό ρητό ότι «οι γιατροί είναι οι χειρότεροι ασθενείς».[33] Οι αιτίες θανάτου που φαίνονται να είναι υψηλότερες στον πληθυσμό των ιατρών περιλαμβάνουν αυτοκτονίες και αυτοτραυματισμό, αίτια που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, τα τροχαία ατυχήματα, και την αγγειοεγκεφαλική και ισχαιμική καρδιακή νόσο.[34]
Η ιατρική εκπαίδευση και οι οδοί σταδιοδρομίας για τους γιατρούς ποικίλουν ανά τον κόσμο.
Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, τα προγράμματα για την είσοδο στην ιατρική εκπαίδευση είναι μαθήματα επιπέδου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα οποία διδάσκονται σε μία ιατρική σχολή που συνδέεται με ένα πανεπιστήμιο. Ανάλογα με τη δικαιοδοσία και το πανεπιστήμιο, η είσοδος μπορεί να ακολουθήσει κατευθείαν από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή προϋποθέτει προπτυχιακή εκπαίδευση.
Ο πρώτος τρόπος διαρκεί συνήθως πέντε ή έξι χρόνια για να ολοκληρωθεί. Τα προγράμματα που απαιτούν προηγούμενη προπτυχιακή εκπαίδευση (συνήθως ένα πτυχίο τριών ή τεσσάρων ετών, συχνά στην επιστήμη) διαρκούν συνήθως τέσσερα ή πέντε χρόνια. Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση για την απόκτηση ενός βασικού πτυχίου ιατρικής μπορεί τυπικά να διαρκέσει 5-8 χρόνια, ανάλογα με τη νομοθεσία και το πανεπιστήμιο.
Μετά την ολοκλήρωση της κατάρτισης, οι πρόσφατα απόφοιτοι ιατροί είναι συχνά υποχρεωμένοι να πραγματοποιούν για ένα διάστημα επιβλεπόμενη πρακτική άσκηση πριν από την πλήρη κατοχύρωσή τους, συνήθως για ένα ή δύο χρόνια. Αυτό μπορεί να αναφέρεται ως «πρακτική», όπως τα "βασικά" χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή ως "υπό όρους εγγραφή". Ορισμένες νομοθεσίες συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, απαιτούν διαμονή κατά την πρακτική άσκηση.
Οι ιατροί κατέχουν πτυχίο ιατρικής ανάλογο με το πανεπιστήμιο από το οποίο αποφοίτησαν. Αυτό το πτυχίο δίνει στον ιατρό τις δυνατότητες να γίνει διπλωματούχος ή να είναι κατοχυρωμένος σύμφωνα με τους νόμους της συγκεκριμένης χώρας, και μερικές φορές διαφόρων χωρών, να υπόκειται σε απαιτήσεις για πρακτική άσκηση ή για την υπό όρους καταχώρηση.
Ειδικοί στην Εσωτερική Παθολογία
Η εκπαίδευση ειδικότητας αρχίζει αμέσως μετά την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου κατάρτισης, ή ακόμα και πριν. Σε άλλες νομοθεσίες, οι εκπαιδευόμενοι ιατροί πρέπει να αναλάβουν γενικού περιεχομένου εκπαίδευση για ένα ή περισσότερα χρόνια πριν από την έναρξη της εξειδίκευσης. Ως εκ τούτου, ανάλογα με τη νομοθεσία, ένας ειδικός ιατρός (παθολόγος) συχνά δεν αναγνωρίζεται ως ειδικός, μέχρι δώδεκα ή περισσότερα χρόνια μετά την έναρξη της βασικής ιατρικής εκπαίδευσης - πέντε έως οκτώ έτη στο πανεπιστήμιο για την απόκτηση μιας βασικής ιατρικής εκπαίδευσης, και άλλα εννιά χρόνια και περισσότερο για να αποκτήσει τον τίτλο του ειδικού.
Στις περισσότερες χώρες, οι ιατροί (με την όποια έννοια της λέξης) χρειάζονται την άδεια της κυβέρνησης για να κάνουν άσκηση. Η εν λόγω άδεια έχει σκοπό να προωθήσει τη δημόσια ασφάλεια, και συχνά την προστασία του δημόσιου τομέα, καθώς η ιατρική περίθαλψη συνήθως επιχορηγείται από τις εθνικές κυβερνήσεις.
Σε ορισμένες χώρες (π.χ. Σιγκαπούρη), είναι κοινό για τους ιατρούς να διογκώνουν τα προσόντα τους με τον τίτλο "Δόκτωρ" στην αλληλογραφία ή στις κάρτες τους, ακόμη και αν τα προσόντα τους περιορίζονται στο βασικό (π.χ. επίπεδο προπτυχιακό) πτυχίο. Σε άλλες χώρες (π.χ. Γερμανία), μόνο οι ιατροί που κατέχουν ακαδημαϊκό διδακτορικό τίτλο μπορούν να αυτοαποκαλούνται ιατροί.
Μεταξύ των αγγλόφωνων χωρών, η διαδικασία αυτή είναι γνωστή είτε ως παροχή άδειας εξασκήσεως επαγγέλματος όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, ή ως εγγραφή ιατρού στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας και στην Ιρλανδία. Συνώνυμα που χρησιμοποιούνται αλλού είναι η λέξη colegiación στην Ισπανία, Ishi menkyo στην Ιαπωνία, autorisasjon στη Νορβηγία, Approbation στη Γερμανία, και "άδεια εργασίας" στην Ελλάδα. Στη Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, οι ιατροί πολίτες θα πρέπει να είναι μέλη του Τάγματος των Ιατρών για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος.
Σε ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, το επάγγελμα αυτορυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό, με την κυβέρνηση να επιβεβαιώνει τη ρύθμιση του εποπτικού σωματείου του. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ίσως το Ιατρικό Συμβούλιο της Μεγάλης Βρετανίας. Γενικά σε όλες τις χώρες, οι ρυθμιστικές αρχές θα ανακαλέσουν την άδεια άσκησης επαγγέλματος σε περιπτώσεις κατάχρησης ή σοβαρού παραπτώματος.
Στις μεγάλες αγγλόφωνες ομοσπονδίες (Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδάς, Αυστραλία), η αδειοδότηση ή η καταχώρηση των ιατρών γίνεται σε κρατικό ή επαρχιακό επίπεδο ή εθνικά, όπως στη Νέα Ζηλανδία. Οι Αυστραλιανές πολιτείες έχουν συνήθως ένα «Ιατρικό Συμβούλιο», το οποίο έχει πλέον αντικατασταθεί από την Αυστραλιανή Ρυθμιστική Αρχή Επαγγελματιών Υγείας (AHPRA) στις περισσότερες πολιτείες, ενώ οι καναδικές επαρχίες έχουν συνήθως ένα «Κολέγιο Ιατρών και Χειρουργών." Όλες οι αμερικανικές πολιτείες έχουν μια υπηρεσία που συνήθως ονομάζεται «Ιατρικό Συμβούλιο», αν και υπάρχουν εναλλακτικά ονόματα, όπως «Συμβούλιο της Ιατρικής", "Συμβούλιο Ιατρικών Εξεταστών», «Επιτροπή Ιατρικών Αδειών", "Συμβούλιο Θεραπευτικών Τεχνών" ή κάποια άλλη παραλλαγή.[35] Μετά την αποφοίτησή τους από την πρώτη επαγγελματική σχολή, οι ιατροί οι οποίοι επιθυμούν να κάνουν πρακτική άσκηση στις ΗΠΑ δίνουν συνήθως τυποποιημένες εξετάσεις, όπως η USMLE για τους MDs (ιατρούς) και τους DOS (Οστεοπαθητικούς) ή η Comlex-ΗΠΑ για τους Οστεοπαθητικούς, η οποία δεν είναι διαθέσιμη στους ιατρούς, (αν και οι περισσότεροι Οστεοπαθητικοί στις ΗΠΑ δίνουν επίσης τις εξετάσεις USMLE και λαμβάνουν την ίδια εκπαίδευση ειδικότητας όπως οι ιατροί.
Οι περισσότερες χώρες έχουν κάποια μέθοδο που αναγνωρίζει επίσημα τα προσόντα του ειδικευόμενου σε όλους τους κλάδους της ιατρικής, συμπεριλαμβανομένης της εσωτερικής παθολογίας. Μερικές φορές, αυτό έχει ως στόχο να προωθήσει τη δημόσια ασφάλεια με τον περιορισμό της χρήσης επικίνδυνων θεραπειών. Άλλοι λόγοι για τον έλεγχο των ειδικευόμενων μπορεί να είναι η τυποποίηση της αναγνώρισης για τη νοσοκομειακή απασχόληση και ο περιορισμός εκείνων που δίνουν στους ειδικευόμενους το δικαίωμα να λαμβάνουν υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές για εξειδικευμένες υπηρεσίες.
Το θέμα των ιατρικών λαθών, η κατάχρηση των φαρμάκων, καθώς και άλλα θέματα στην ιατρική επαγγελματική συμπεριφορά έλαβαν ιδιαίτερη προσοχή σε όλο τον κόσμο,[36] ιδίως μετά από μια επικριτική έκθεση του 2000,[37] η οποία «αναμφισβήτητα εκτόξευσε» το κίνημα ασφάλειας του ασθενούς.[38] Στις ΗΠΑ, το 2006 υπήρξαν λίγες οργανώσεις που έλεγξαν συστηματικά τις επιδόσεις. Στις ΗΠΑ μόνο το Τμήμα Υποθέσεων Βετεράνων πραγματοποιεί τυχαία δοκιμές φαρμάκων σε αντίθεση με τις πρακτικές δοκιμής φαρμάκων για άλλα επαγγέλματα που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο κοινό συμφέρον.Οι επιτροπές αδειοδότησης στον κρατικό μηχανισμό των ΗΠΑ βασίζουν τη διατήρηση της επάρκειας στη συνεχή εκπαίδευση.[39] Με την αξιοποίηση της Εθνικής Τράπεζας Ιατρικών Δεδομένων, της Ομοσπονδίας Κρατικής Ιατρικής Επιτροπής Πειθαρχικής Αναφοράς, και της Αμερικάνικης Ιατρικής Ένωσης Θεραπευτών, τα 67 κρατικά συμβούλια ιατρικής (Ιατρών /Οστεοπαθητικών) συνεχώς αυτοαξιολογούν οποιεσδήποτε Δυσμενείς / Πειθαρχικές Δράσεις έχουν ληφθεί για κάποιον επαγγελματία ιατρό, έτσι ώστε τα άλλα Διοικητικά Συμβούλια Ιατρικής στα οποία ο θεράπων ιατρός κατέχει ή έχει κάνει αίτηση για άδεια ασκήσεως της ιατρικής, να ειδοποιηθούν κατάλληλα, έτσι ώστε να αναλαμβάνεται διορθωτική, αμοιβαία δράση κατά του παράνομου ιατρού.[40] Στην Ευρώπη, από το 2009 τα συστήματα υγείας διοικούνται σύμφωνα με διάφορες εθνικές νομοθεσίες, και μπορεί επίσης να ποικίλλουν ανάλογα με τις περιφερειακές διαφορές ομοίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες.[41]
Οι χειροπράκτες χρησιμοποιούν τον τίτλο του ιατρού/θεραπευτή σε ορισμένες χώρες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσοι ασκούν το επάγγελμα της ιατρικής μαζί με έναν ιατρό της Χειροπρακτικής (DC) έχουν προστεθεί στον κατάλογο των αναγνωρισμένων θεραπευτών από την Κοινή Επιτροπή για τη διαπίστευση των οργανώσεων υγειονομικής περίθαλψης.[42] Αυτή η αλλαγή δεν επηρεάζει ή αλλάζει την άδεια ή το πεδίο εφαρμογής της περίθαλψης που μπορεί να προσφέρει οποιοσδήποτε επαγγελματίας της υγείας.[43] Μερικές ιατρικές οργανώσεις έχουν κατακρίνει την προσθήκη της χειροπρακτικής στον ορισμό του ιατρού.[44]
Στην Ελβετία, οι φοιτητές από το 2008 έχουν τη δυνατότητα να σπουδάσουν στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης κερδίζοντας ένα πτυχίο Ιατρικής (με επίκεντρο την χειροπρακτική) και ένα μεταπτυχιακό στη Χειροπρακτική Ιατρική.[45][46][47] Παρακολουθώντας την ιατρική σχολή, γίνονται «ιατροί» με πιο παραδοσιακή έννοια του όρου. Οι Ελβετοί χειροπράκτες αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις με παρόμοιο τρόπο με τους διεθνείς ομολόγους τους, ενώ απολαμβάνουν ένα μεγαλύτερο αριθμό ιατρικών γνωματεύσεων ειδικότητας.[48]
Οι Νοσηλευτές θεραπευτές στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι προηγμένοι νοσηλευτές ως προς την πρακτική άσκηση που κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, όπως ένας Γιατρός της Νοσηλευτικής Πρακτικής.[49] Στον Καναδά, οι νοσηλευτές έχουν συνήθως ένα μεταπτυχιακό τίτλο νοσηλευτικής, καθώς επίσης και ουσιαστική εμπειρία που έχουν αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια. Οι Νοσηλευτές μπορεί να εργάζονται σε παρεμφερείς τομείς, όπως οι ιατροί, με έμφαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Η νοσηλευτική επιστήμη είναι βέβαια ανεξάρτητη επιστήμη από την ιατρική και οι νοσηλευτές είναι εκπαιδευμένοι στη νοσηλευτική θεωρία και πρακτική, αντί για την καθαρή και εφαρμοσμένη ιατρική πρακτική. Το πεδίο εφαρμογής της πρακτικής για έναν ασκούμενο νοσηλευτή στις Ηνωμένες Πολιτείες ορίζεται από τα συμβούλια ελέγχου της νοσηλευτικής, σε αντίθεση με διοικητικά συμβούλια της ιατρικής που ελέγχουν τους ιατρούς.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.