Λουκάνικο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το λουκάνικο είναι τρόφιμο από χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας με καρυκεύματα σε σχήμα κυλινδρικό.
Τα περισσότερα λουκάνικα περιβάλλονται με ένα περίβλημα για να κρατήσουν το σχήμα τους. Αυτό το περίβλημα είναι φυσικό (έντερο ζώου) ή συνθετικό. Μερικές φορές το περίβλημα αφαιρείται πριν την κατανάλωση.
Τα λουκάνικα διατηρούνται με πάστωμα, κάπνισμα ή αποξήρανση.
Η παρασκευή λουκάνικων είναι ένας από τους αρχαιότερους τρόπους διατήρησης κρέατος.
οι Προϊστορικοί άνθρωποι έφτιαξαν τα πρώτα λουκάνικα γεμίζοντας στομάχια ή έντερα ζώων με ψητό κρέας.[1]
Ο Όμηρος αναφέρει στην Οδύσσεια ένα είδος λουκάνικου αίματος, ο ποιητής Επίχαρμος έγραψε μια κωμωδία με τίτλο ορύα (λουκάνικο), και στην κωμωδία του Αριστοφάνη Ιππής ένας από τους κύριους χαρακτήρες είναι ο Αγοράκριτος ο οποίος είναι πωλητής λουκάνικων. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα λουκάνικα ήταν διαδεδομένα ανάμεσα στους Αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους και πιθανότατα στις διάφορες φυλές που καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης.[1]
Τα καλύτερα λουκάνικα στην αρχαία Ιταλία παρασκευάζονταν στη Λευκανία - ή Λουκανία - (σημερινή Βασιλικάτα). Αυτό το λουκάνικο ονομάζονταν Λουκανίκα και από εκεί προέρχεται η σύγχρονη ελληνική ονομασία για το λουκάνικο.
Κατά τη βασιλεία του Νέρωνα τα λουκάνικα συνδέονταν με τη γιορτή της Λουπερκάλια.
Τον 10 αιώνα μ.Χ. ο αυτοκράτορας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Λέων ΣΤ΄ απαγόρευσε την παραγωγή λουκάνικων αίματος μετά από περιπτώσεις τροφικής δηλητηρίασης.
Η αγγλική λέξη Sausage προέρχεται από τη Λατινική λέξη salsus που σημαίνει αλατισμένο.[2]
Παραδοσιακά τα λουκάνικα περιβάλλονται με έντερο ή στομάχι ζώου. Στα σύγχρονα βιομηχανικώς παρασκευασμένα λουκάνικα το φυσικό περίβλημα αντικαθίσταται με Κολλαγόνο, Κυτταρίνη ακόμα και με συνθετικά υλικά όπως πλαστικό. Κάποια λουκάνικα όπως η Μορταδέλα δεν έχουν περίβλημα.
Το κύριο συστατικό των λουκάνικων είναι κρέας που έχει μετατραπεί σε κιμά. Το κρέας αυτό μπορεί ναι είναι χοιρινό, βοδινό ή μοσχαρίσιο. Το κρέας που χρησιμοποιείται για παραγωγή λουκάνικων συνήθως έχει υψηλό ποσοστό σε λίπος. Σε πολλά λουκάνικα προστίθεται ψωμί στη γέμιση σαν πληρωτικό υλικό για να βοηθήσει το λουκάνικο να κρατήσει το σχήμα του στο μαγείρεμα. Αυτό δεν συνηθίζεται στα ελληνικά λουκάνικα.
Κάθε λαός έχει τις δικές του παραδοσιακές συνταγές για λουκάνικα και χρησιμοποιεί κρέατα και αρωματικά ιθαγενή στην περιοχή του.
Το Μέργκεζ είναι ένα κόκκινο πικάντικο λουκάνικο από το Μαρόκο, την Τυνησία και την Αλγερία. Είναι επίσης δημοφιλές στη Γαλλία, το Ισραήλ και στο γερμανικό κρατίδιο Σάαρλαντ όπου τρώγεται ψημένο στα κάρβουνα. Το Μέργκεζ φτιάχνεται με Αρνίσιο, βοδινό ή μείγμα αυτών των δύο κρεάτων. Αρωματίζεται με μία μεγάλη ποικιλία μπαχαρικών όπως σουμάκι, πάπρικα, πιπέρι καγιέν ή χαρίσα, μία πάστα από πιπεριά τσίλι που του δίνει κόκκινο χρώμα. Το περίβλημα του είναι κυρίως αρνίσιο έντερο. Παραδοσιακά τρώγεται φρέσκο, ψημένο στα κάρβουνα με κουσκούς ή σε σάντουιτς. Λιγότερα συχνά αποξηραίνεται.
Στη Νότια Αφρική τα παραδοσιακά λουκάνικα λέγονται Μπόερβορς δηλαδή λουκάνικο του αγρότη. Φτιάχνεται με βοδινό, κυνήγι ή με μείγμα από αρνίσιο και χοιρινό κρέας με μεγάλη περιεκτικότητα σε λίπος. Αρωματίζεται με κόλιανδρο και ξύδι. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του μπόερβορς είναι ο χοντροκομμένος κιμάς και το πολύ μακρύ σχήμα του. Τρώγεται ψημένο στα κάρβουνα.
Ένα άλλο νοτιοαφρικάνικο λουκάνικο είναι το Ντρόεβορς δηλαδή αποξηραμένο λουκάνικο. Είναι παρόμοιο με το Μπόερβορς με τη διαφορά ότι έχει αποξηρανθεί.
Μία τοπική παραλλαγή του Χοτ ντογκ είναι το βορς ρολλ ή μπόερβορς ρολλ. Είναι ένα ψωμάκι για χοτ ντογκ με μπόερβορς μέσα, συνήθως έχει κέτσαπ και ψιλοκομμένο Κρεμμύδι.
Το 1999 φτιάχτηκε στη Νότια Αφρική ένα μπόερβορς με μήκος 4,5 χλμ!
Το Λαπ Τσόνγκ είναι ένα παραδοσιακό Κινέζικο αποξηραμένο λουκάνικο από χοιρινό κρέας. Έχει γεύση σαν πεππερόνι αλλά είναι πολύ πιο γλυκό. Στη Νοτιοδυτική Κίνα τα λουκάνικα αρωματίζονται με αλάτι, κόκκινο πιπέρι και άγριο πιπέρι. Το λαπ τσόνγκ διατηρείται με αποξήρανση ή κάπνισμα.
Η Ιαπωνία παραδοσιακά δεν είναι γνωστή για την παρασκευή λουκάνικων από μοσχαρίσιο ή χοιρινό κρέας. Αλλά οι Ιάπωνες καταναλώνουν ένα τρόφιμο που βάση το ψάρι που λέγεται Καμαμπόκο το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος λουκάνικου. Το καμαμπόκο φτιάχνεται από μια παστή πάστα από αλεσμένα ψάρια που λέγεται Σουρίμι. Έχει μακρύ κυλινδρικό σχήμα και το εξωτερικό συνήθως βάφεται ροζ. Κόβεται σε φέτες και τρώγεται με σούπες, σαλάτες και με άλλα τρόφιμα ως συνοδευτικό. Πρόσφατα άρχισε να πωλείται σε σούπερ μάρκετ στην Ιαπωνία συσκευασμένο καμαμπόκο που τρώγεται σαν σνακ.
Ένα παραδοσιακό Κορεάτικο λουκάνικο αίματος είναι το Σουντέ. Είναι δημοφιλές πρόχειρο φαγητό και φτιάχνεται με βράσιμο χοιρινών ή μοσχαρίσιων εντέρων γεμιστά με διάφορα συστατικά. Η πιο κοινή παραλλαγή είναι γεμιστά έντερα με αίμα χοίρου, ζυμαρικά, καρότο και κριθάρι. Πολλές φορές προστίθεται και καλαμάρι ή μπακαλιάρος στη γέμιση. Τρώγεται σκέτο με αλάτι ή με βραστά λαχανικά.
Στις Φιλιππίνες υπάρχουν πολλά είδη λουκάνικων που λέγονται λονγκανίσα. Η συνταγή των λονγκανίσας διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, για παράδειγμα η λονγκανίσα από το Βιγκάν έχει πολύ σκόρδο και δεν είναι γλυκιά ενώ η λονγκανίσα από το Λουκμπάν έχει πολύ ρίγανη και έχει χοντρά κομμάτια λίπους. Οι περισσότερες λονγκανίσας καπνίζονται και πωλούνται φρέσκες. Υπάρχουν πάρα πολλές διαφορετικές συνταγές για λονγκανίσα.
Η Ταϊλανδέζικη κουζίνα περιλαμβάνει πάρα πολλές συνάνταγες για λουκάνικα. Κάθε περιοχή της Ταϊλάνδης έχει τη δική της σπεσιαλιτέ.
Από τη βόρεια Ταϊλάνδη προέρχεται το Σάι ούα, ένα χοιρινό λουκάνικο αρωματισμένο με κάρυ και φρέσκα βότανα.[3] Ένα λουκάνικο από τη Βορειοανατολική Ταϊλάνδη είναι το σάι κρόκ ισάν ένα λουκάνικο που έχει υποστεί ζύμωση και έχει μια χαρακτηριστική υπόξινη γεύση.[4]
Στην Ταϊλάνδη τα λουκάνικα τρώγονται συνήθως με ρύζι, φρέσκα λαχανικά και πάστα από τσίλι ή ολόκληρες πιπεριές τσίλι. Επίσης δημοφιλές συνοδευτικό είναι και η σαλάτα από πράσινη παπάγια.
Στην Τουρκία το λουκάνικο λέγεται σοσίς και φτιάχνεται από βοδινό κρέας.
Ένα είδος λουκάνικου που φτιάχνεται στην Τουρκία αλλά και σε γειτονικές βαλκανικές χώρες όπως η Ελλάδα είναι το σουτζούκι.
Το σουτζούκι είναι ένα βοδινό λουκάνικο που έχει υποστεί ζύμωση. Αρωματίζεται με σκόρδο και πιπέρι και το περίβλημα του είναι σκληρό και συνήθως δεν τρώγεται. Καλύτερο σουτζούκι θεωρείται το καπνιστό. Η γεύση του είναι καυτερή, αλμυρή και λίγο ωμή, παρόμοια με αυτή του πεπερόνι. Κάποιες ποικιλίες είναι εξαιρετικά καυτερές και λιπαρές. Μαγειρεύεται με διάφορους τρόπους αλλά ο πιο δημοφιλής είναι το ψήσιμο στα κάρβουνα.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία τα λουκάνικα είναι ένα πολύ δημοφιλές τρόφιμο και μέρος εθνικού διαιτολογίου και του λαϊκού πολιτισμού.
Τα βρετανικά και τα ιρλανδικά λουκάνικα φτιάχνονται από χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας μαζί με μια μεγάλη ποικιλία από βότανα, μπαχαρικά και δημητριακά. Πολλές συνταγές είναι ιστορικά συνδεδεμένες με τις περιοχές από όπου κατάγονται. Συνήθως στη γέμιση προστίθεται φρυγανιά και μαγειρεύονται με τηγάνισμα ή ψήσιμο. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 470 είδη λουκάνικων στη Μεγάλη Βρετανία.[5] Τα λουκάνικα είναι μέρος του παραδοσιακού αγγλικού πρωινού.
Το εθνικό πιάτο της Σκωτίας είναι το Χάγκις αν και δεν θεωρείται λουκάνικο. Ένα δημοφιλές τρόφιμο πρωινού στη Σκωτία είναι το τετράγωνο λουκάνικο το οποίο τρώγεται μέσα σε ψωμάκι. Το τετράγωνο λουκάνικο είναι ένα μεγάλο λουκάνικό τετράγωνου σχήματος χωρίς περίβλημα. Το τετράγωνο λουκάνικο αρωματίζεται κυρίως με πιπέρι και σπάνια τρώγεται εκτός Σκωτίας. Άλλο ένα σκοτσέζικο λουκάνικό είναι ή μαύρη πουτίγκα, ένα λουκάνικο αίματος.
Στη Βουλγαρία φτιάχνεται το Λουκάνκα (Луканка) ένα πικάντικο λουκάνικο παρόμοιο με το σουτζούκι αλλά με περισσότερα αρωματικά.
Το Κούλεν είναι ένα καυτερό λουκάνικο που φτιάχνεται στην Κροατία και στη Σερβία όπου έχει κατοχυρωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης. Το κρέας είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και στη γεύση είναι πικάντικο. Η κόκκινη πάπρικα του δίνει άρωμα και χρώμα. Επίσης προστίθεται και σκόρδο. Το παραδοσιακό κούλεν δεν περιέχει πιπέρι επειδή η καυτερή γεύση προέρχεται από την πάπρικα.
Τα Φινλανδικά λουκάνικα λέγονται μακκάρα και είναι παρόμοια στην εμφάνιση με τα γερμανικά ή Πολωνικά λουκάνικα αλλά έχουν εντελώς διαφορετική γεύση και υφή.
Τα μακκάρα έχουν πολύ λίγα μπαχαρικά και τρώγονται με μουστάρδα, κέτσαπ ή άλλες σάλτσες χωρίς ψωμί. Τα μακκάρα ψήνονται στα κάρβουνα, βράζονται στον ατμό ή ψήνονται σε καυτές πέτρες σάουνας.
Το σίσκονμακκάρα (χοιρινό λουκάνικο) είναι ένα λουκάνικο που τρώγεται βραστό σε σούπες. Το μούσταμακκάρα (μαύρο λουκάνικο) είναι ένα λουκάνικο αίματος παρόμοιο με τη σκωτσέζικη μαύρη πουτίγκα και είναι η σπεσιαλιτέ του Τάμπερε. Συνήθως τρώγεται με μαρμελάδα από κόκκινα μύρτιλλα. Άλλο φινλανδικό λουκάνικο είναι το ρυνιμακκάρα (λουκάνικο με πλιγούρι) είναι ένα λουκάνικο χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά με πλιγούρι στη γέμιση. Επίσης υπάρχει και το κέστομακκάρα ένα λιπαρό λουκάνικο τουρσί. Παλιότερα το κέστομακκάρα φτιάχνονταν με κρέας αλόγου αλλά τώρα πια αυτή η συνήθεια εγκαταλείφθηκε λόγο του μεγάλου κόστους. Στη Φινλανδία επίσης φτιάχνονται και λουκάνικα με κυνήγι όπως κρέας ελαφιού, άλκης και ταράνδου. Ακόμα υπάρχει και το Ιόχιμακάρα, ένα λουκάνικο από σολομό.
Το πιο δημοφιλές Γαλλικό λουκάνικο είναι το σοσισόν, ένα αποξηραμένο παστό λουκάνικο. Το σοσισόν είναι από χοιρινό κρέας που αρωματίζεται με κρασί. Υπάρχουν πάρα πολλές παραλλαγές σε όλη τη Γαλλία και το Βέλγιο, μερικές περιέχουν ασυνήθιστα συστατικά όπως ξηρούς καρπούς και φρούτα.
Το πιο γνωστό γερμανικό λουκάνικο είναι το λουκάνικο Φρανκφούρτης, ένα χοιρινό λουκάνικο το οποίο καταναλώνεται ευρέως σε ολόκληρο τον κόσμο και είναι κύριο συστατικό του δημοφιλούς χοτ ντογκ. Παρόμοιο είναι το μπράτβουρστ, ένα χοιρινό ή βοδινό λουκάνικο που τρώγεται ψητό ή τηγανητό πολύ συχνά στη Γερμανία. Ένα δημοφιλές γερμανικό φαστ φουντ είναι το κάρυβουρστ, είναι λουκάνικο Φρανκφούρτης με σάλτσα κάρυ.
Τα παραδοσιακά ελληνικά λουκάνικα φτιάχνονται από χοιρινό κρέας και αρωματίζονται με φλούδα πορτοκαλιού, μάραθο και πολλά άλλα αποξηραμένα βότανα. Μερικές φορές καπνίζονται πάνω από αρωματικά ξύλα. Μερικά ελληνικά λουκάνικα αρωματίζονται με λαχανικά, κυρίως πράσο. Στην επαρχεία Αρχαίας Ολυμπίας συναντάμε χοιρινά λουκάνικα καρυκευμένα που περιέχουν κρασί, ενθυκεύουνται σε φυσικό χοιρινό έντερο και αφού τσιγαριστούν σε χοιρινό λίπος παστώνονται μαζί με χοιρινό κρέας μέσα σε λίπος χοιρινό. Επίσης στην περιοχή του Πύργου Ηλείας συναντάμε μια παραδοσιακή συνταγή από χοιρινό κρέας σε πολύ λεπτό πρόβειο έντερο που κυρίως ψήνονται. Τα ελληνικά λουκάνικα μπαίνουν σε διάφορα πιάτα ή σερβίρονται σαν μεζές.
Στα ουγγρικά δεν υπάρχει συλλογική λέξη για το "λουκάνικο", τα παστά και καπνιστά λουκάνικα λέγονται Κόλμπας και τα βραστά λουκάνικα λέγονται χούρκα. Τα πιο δημοφιλή βραστά λουκάνικα στην Ουγγαρία είναι το λουκάνικο με συκώτι και ρύζι (μάγιας χούρκα) και το λουκάνικο αίματος (Βίρες Χούρκα). Στο πρώτο το κύριο συστατικό είναι συκώτι ανακατεμένο με ρύζι. Στο δεύτερο το αίμα ανακατεύεται με ρύζι ή κομμάτια ψωμιού. Τα ουγγρικά λουκάνικα καρυκεύονται με αλάτι, πιπέρι και ματζουράνα.
Στα Ιταλικά τα λουκάνικα λέγονται salsiccia (σαλσίτσα) ή luganega (ή luganiga/luganica) και φτιάχνονται από χοιρινό κρέας ή μείγμα χοιρινού με μοσχαρίσιο. Στη νότια Ιταλία τα λουκάνικα αρωματίζονται κυρίως με μάραθο και τσίλι ενώ στη βόρεια με μαύρο πιπέρι και σκόρδο. Το πιο γνωστό Ιταλικό λουκάνικο είναι το πεπερόνι, το οποίο είναι πολύ καυτερό και χρησιμοποιείται πολύ συχνά ως υλικό πίτσας.
Τα μαλτέζικα λουκάνικα φτιάχνονται με χοιρινό κρέας, θαλασσινό αλάτι, μαύρο πιπέρι, σπόρους κόλιανδρου και μαϊντανό. Είναι κοντά και λεπτά στο σχήμα και τρώγονται ψητά, βραστά, τηγανητά, ακόμα και ωμά όταν είναι φρέσκα.
Η Ολλανδική κουζίνα κάνει συχνή χρήση λουκάνικων στα παραδοσιακά πιάτα της. Παρ 'όλα αυτά οι Ολλανδοί έχουν ορισμένες ποικιλίες λουκάνικων όπως το ρούκβορστ (καπνιστό λουκάνικο) και το σλάγκερβορστ (λουκάνικο του χασάπη) η οποίες βρίσκονται κυρίως σε εξειδικευμένα κρεοπωλεία όπου φτιάχνονται χειροποίητα και αρωματίζονται σύμφωνα με παραδοσιακές οικογενειακές συνταγές. Άλλο κοινό ολλανδικό λουκάνικο είναι το ρούντερβόρστ (μοσχαρίσιο λουκάνικο) και το ντρόγκεβορστ (ξερό λουκάνικο). Τα ολλανδικά λουκάνικα έχουν πολλές ομοιότητες με τα Νοτιοαφρικάνικα λουκάνικα όπως το μπόερβορς.
Τα Σκανδιναβικά λουκάνικα φτιάχνονται από 60%-80% πολύ λεπτά αλεσμένο χοιρινό κιμά και καρυκεύονται ελαφρός με πιπέρι, μοσχοκάρυδο, μπαχάρι και σπανιότερα σινάπι, κρεμμύδι και ζάχαρη. Συνήθως προστίθεται, νερό, λαρδί ή άμυλο πατάτας για επιπλέον όγκο. Στη νότια Νορβηγία τα λουκάνικο τυλίγονται με λέφσε, ένα είδος πίτας από πατάτα. Στη Δανία το χοτ ντογκ είναι πολύ δημοφιλές και καντίνες όπου πωλούν λουκάνικα βρίσκονται παντού. Το Σουηδικό φαλουκόρβ είναι ένα χοντρό λουκάνικο στου όπου στο περιτύλιγμα του προστίθεται κόκκινη βαφή (συνήθως καρμίνη) όπου του δίνει ένα λαμπερό κόκκινο χρώμα. Συνήθως ψήνεται στον φούρνο καλυμμένο με μουστάρδα ή κόβεται σε φέτες και τηγανίζεται. Στα περισσότερα σουηδικά λουκάνικα προστίθεται πουρές πατάτας ή πουρές ρουταμπάγκας στη γέμιση. Στην Ισλανδία φτιάχνονται λουκάνικα από αρνίσιο κρέας όπου τους δίνει μια ξεχωριστή γεύση. Λουκάνικα από κρέας αλόγου και ελαφιού είναι παραδοσιακά ισλανδικά τρόφιμα αν και τελευταία η δημοτικότητα τους μειώνεται. Επίσης στην Ισλανδία φτιάχνονται λουκάνικα αίματος και λουκάνικα με συκώτι.
Από τον 14ο αιώνα ή Πολωνία διακρίνεται στην παραγωγή λουκάνικων. Τα Πολωνικά λουκάνικα (κιελμπάσα) βρίσκονται σε μια μεγάλη ποικιλία γεύσεων και σχημάτων. Στην Πολωνία τα λουκάνικα φτιάχνονται από χοιρινό και σπανιότερα από μοσχαρίσιο κρέας. Τα λουκάνικα με χαμηλό ποσοστό σε κρέας και προσθήκες όπως πρωτεΐνη σόγιας ή πατατάλευρο θεωρούνται κακής ποιότητος. Εξαιτίας των κλιματικών συνθηκών τα λουκάνικα στην Πολωνία διατηρούνται με κάπνισμα και όχι με αποξήρανση όπως στις μεσογειακές χώρες.
Τα Πορτογαλικά λουκάνικα όπως το εμπουτσίντο και το Λινγκουίτσα φτιάχνονται κυρίως από χοιρινό κρέας και αρωματίζονται με αρωματικά βότανα και μπαχαρικά (κόκκινο πιπέρι, πάπρικα, σκόρδο, δεντρολίβανο, θυμάρι, Πιπερόριζα, γαρίφαλο, μοσχοκάρυδο).
Στην Ισπανία υπάρχουν πολλές ποικιλίες λουκάνικων. Φτιάχνονται με χοιρινό κρέας και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τα κόκκινα και τα λευκά λουκάνικα, ανάλογα με τα μπαχαρικά που χρησιμοποιούνται. Τα κόκκινα λουκάνικα περιέχουν καπνιστή πάπρικα και τρώγονται τηγανιτά· επίσης περιέχουν και άλλα αρωματικά όπως σκόρδο, πιπέρι και θυμάρι. Ένα δημοφιλές ισπανικό κόκκινο λουκάνικο είναι το τσορίθο. Τα λευκά λουκάνικα με τη σειρά τους δεν περιέχουν πάπρικα και τρώγονται βραστά σε κρασί και σπανιότερα σε νερό. Επίσης υπάρχει και η μορθίλλια, ένα λουκάνικο αίματος με ρύζι, σκόρδο και πάπρικα.
Όπως και στις περισσότερες ισπανόφωνες χώρες έτσι και στο Μεξικό το πιο δημοφιλές λουκάνικο είναι το τσορίθο. Στο Μεξικό το τσορίθο τρώγεται με αυγά, μέσα σε σάντουιτς, μπουρίτος και τάκος. Επίσης στο Μεξικό τρώγονται και τα λινγκουίτσα και λονγκανίζα.
Στην Αργεντινή και στην Ουρουγουάη καταναλώνεται μεγάλος αριθμός λουκάνικων. Λουκάνικα ισπανικής προέλευσης όπως τσορίθο και μορθίλλια ψήνονται με την παραδοσιακή τεχνική του ασάντο. Άλλα λουκάνικα που τρώγονται στην Αργεντινή είναι το σαλσίτσα Αργκεντίνα και το παριέλλα το οποίο είναι παρόμοιο με το τσορίθο αλλά πιο λεπτό.[6]
Λουκάνικα Φρανκφούρτης τρώγονται σαν ορεκτικό ή μέσα σε χοτ ντογκ μαζί με μια μεγάλη ποικιλία από παραδοσιακές σάλτσες.
Επίσης λουκάνικα με συκώτι είναι ένα κοινό πιάτο και συνήθως τρώγονται με πουρέ πατάτας και λάχανο τουρσί.[7][8]
Ένα από τα πιο δημοφιλή φαστ φουντ στην Κολομβία είναι ψητό τσορίθο με βουτυρωμένη πίτα από καλαμποκάλευρο.
Εκτός από τα παραδοσιακά λατινοαμερικάνικα λουκάνικα στην Κολομβία τρώγονται ωμά αποξηραμένα χοιρινά λουκάνικα σαν σνακ, με συνοδεία μπύρας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.