From Wikipedia, the free encyclopedia
Το μοσχοκάρυδο (επίσης γνωστό στην Ινδονησία ως pala) είναι ένα από τα δύο μπαχαρικά - το άλλο είναι το μασίς - τα οποία προέρχονται από διάφορα είδη δέντρων του γένους Myristica.[1] Το πιο σημαντικό εμπορικό είδος είναι η Μυριστική η ευώδης (Myristica fragrans), ένα αειθαλές δέντρο ιθαγενές στις Νήσους Μπάντα στις Μολούκες Νήσους (ή Νησιά των μπαχαρικών) της Ινδονησίας.
Το μοσχοκάρυδο είναι ο σπόρος του δέντρου, ωοειδούς περίπου σχήματος, μήκους 2 έως 3 εκατοστών, πλάτους 1,5 έως 1,8 εκατοστών και βάρους μεταξύ 5 και 10 γραμμαρίων αποξηραμένo, ενώ το μασίς είναι η αποξηραμένη «δαντελωτή» κοκκινωπή κάλυψη ή το επίσπερμο (αγγλικά: aril) του σπόρου. Η πρώτη συγκομιδή των δέντρων μοσχοκάρυδου, λαμβάνει χώρα 7-9 χρόνια μετά τη φύτευσή τους και τα δέντρα φτάνουν την πλήρη παραγωγή τους μετά από είκοσι χρόνια. Το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται συνήθως σε μορφή σκόνης. Αυτός είναι ο μοναδικός τροπικός καρπός που είναι η πηγή δύο διαφορετικών μπαχαρικών. Επίσης, αρκετά άλλα εμπορικά προϊόντα παράγονται από τα δέντρα, συμπεριλαμβανομένων αιθέριων ελαίων, εξάγονται ελαιορητίνες και βούτυρο του μοσχοκάρυδου.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Το κοινό ή αρωματικό μοσχοκάρυδο, Μυριστική η ευώδης (Myristica fragrans), είναι ιθαγενές στις Νήσους Μπάντα στις Μολούκες, της Ινδονησίας. Καλλιεργείται επίσης στη Νήσο Πενάνγκ στη Μαλαισία, στην Καραϊβική, ειδικά στη Γρενάδα και στην Κεράλα, ένα κρατίδιο στην νότια Ινδία. Άλλα είδη που χρησιμοποιούνται για να νοθεύουν το μπαχαρικό, περιλαμβάνουν το μοσχοκάρυδο της Παπούα Μυριστική η αργυρόχρους (Myristica argentea) από τη Νέα Γουινέα, και το είδος Μυριστική η μαλαβαρική (Myristica malabarica) από την Ινδία. Στο έργο του 17ου αιώνα "Hortus Botanicus Malabaricus", ο Hendrik van Rheede, καταγράφει ότι οι Ινδοί έμαθαν τη χρήση του μοσχοκάρυδου από τους Ινδονήσιους, δια μέσου των αρχαίων εμπορικών οδών.
Τα δέντρα του μοσχοκάρυδου είναι δίοικα φυτά που πολλαπλασιάζονται σεξουαλικώς και ασεξουαλικά, το τελευταίο να είναι το πρότυπο. Ο σεξουαλικός πολλαπλασιασμός με δενδρύλλια, αποδίδει 50% αρσενικά φυτά, τα οποία είναι αντιπαραγωγικά. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη μέθοδος προσδιορισμού του φύλου των φυτών, πριν από την ανθοφορία κατά την έκτη με όγδοη χρονιά και ο σεξουαλικός πολλαπλασιασμός φέρει ασυνεπείς αποδόσεις, το μπόλιασμα είναι η προτιμώμενη μέθοδος πολλαπλασιασμού. Ο ενοφθαλμισμός είναι η μέθοδος κατά την οποία ως εμβόλιο χρησιμοποιείται ένας μόνο οφθαλμός. Ο εμβολιασμός επικοτυλίου, μία σχετικά νέα τεχνική, όπου συνήθως ένα κεντράδι (τµήµα βλαστού το οποίο φέρει περισσότερους από έναν οφθαλµούς (συνήθως 3-5) εµβολιάζεται σε επικοτύλιο νεαρού φυτού.[Σημ. 1][Σημ. 2] Ο εμβολιασμός προσέγγισης και ο εγκεντρισμός έχουν αποδειχθεί επιτυχείς, με τον εμβολιασμό επικοτυλίου να είναι το πιο ευρέως υιοθετημένο πρότυπο. Το αερο-επίπεδο (air-layering) ή marcotting,[Σημ. 3] είναι μια εναλλακτική λύση αν και δεν είναι η προτιμώμενη μέθοδος, λόγω του χαμηλού (35-40%) ποσοστού επιτυχίας.
Τα μοσχοκάρυδο και το μασίς έχουν παρόμοιες οργανοληπτικές ιδιότητες, με το μοσχοκάρυδο να έχει μια ελαφρώς γλυκύτερη και το μασίς μια λεπτότερη γεύση. Συχνά προτιμάται το μασίς, στα ελαφριά πιάτα για την φωτεινή πορτοκαλί, σαν-σαφράν απόχρωση που προσδίδει. Το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό πολλών πιάτων, συνήθως αλεσμένο ή τριμμένο και είναι καλύτερο όταν τριφτεί φρέσκο σε ένα τρίφτη μοσχοκάρυδου.
Στη Μαλαισιανή κουζίνα του Πενάνγκ, η αποξηραμένη, τεμαχισμένη φλούδα μοσχοκάρυδου με επικάλυψη ζάχαρης, χρησιμοποιείται ως κάλυμμα στα μοναδικά ais kacang του Πενάνγκ. [Σημ. 4][2] Η φλούδα του μοσχοκάρυδου αναμειγνύεται επίσης, (δημιουργώντας μια φρέσκια, πράσινη, πικάντικη γεύση και χυμό λευκού χρώματος) ή βραστή (που έχει σαν αποτέλεσμα ένα πολύ γλυκύτερο και πιο καφέ χυμό) για την παρασκευή παγωμένου χυμού μοσχοκάρυδου.
Στην Ινδική κουζίνα, το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται σε πολλά γλυκά, καθώς και αλμυρά πιάτα (κυρίως στην κουζίνα του Mughlai).[Σημ. 5] Επίσης, προστίθεται σε μικρές ποσότητες ως φάρμακο στα βρέφη. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε μικρές ποσότητες στα γκαράμ μασάλα. Επίσης στην Ινδία, το τριμμένο μοσχοκάρυδο, υφίσταται τη διαδικασία του καπνίσματος.[3]
Στην Ινδονησιακή κουζίνα, το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται σε διάφορα πιάτα,[4] κυρίως, σε πολλές σούπες, όπως σούπα soto, σούπα baso ή sup kambing.
Στην Κουζίνα της Μέσης Ανατολής, το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται συχνά ως καρύκευμα σε αλμυρά πιάτα.
Στη γνήσια Ευρωπαϊκή κουζίνα, το μοσχοκάρυδο και το μασίς, χρησιμοποιούνται ειδικά στα πιάτα με πατάτες και στα προϊόντα κρέατος· χρησιμοποιούνται επίσης σε σούπες, σάλτσες και ψημένα προϊόντα. Χρησιμοποιείται επίσης, συχνά στο ρυζόγαλο. Στην Ολλανδική κουζίνα, το μοσχοκάρυδο προστίθεται στα λαχανικά, όπως τα λαχανάκια Βρυξελλών, το κουνουπίδι και τα αμπελοφάσουλα. Το μοσχοκάρυδο είναι ένα παραδοσιακό συστατικό στο ζεστό μηλίτη, στο ζεστό κρασί και στο έγκνογκ (eggnog).[Σημ. 6][5]
Στην Ιταλική κουζίνα, το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ως μέρος της γέμισης, σε πολλά περιφερειακά είδη ζυμαρικών με γέμιση κρέατος, όπως: τορτελίνια καθώς και στο παραδοσιακό ρολό κιμά.
Ιαπωνικές ποικιλίες της σκόνης κάρι, περιλαμβάνουν ως συστατικό το μοσχοκάρυδο.
Στην Καραϊβική, το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται συχνά σε ποτά όπως το Bushwacker, Painkiller και τo ποντς Barbados ρούμι. Συνήθως, είναι απλά ένα πασπάλισμα στην κορυφή του ποτού.
Το περικάρπιο (φρούτα / pod) χρησιμοποιείται στη Γρενάδα, αλλά και στην Ινδονησία για την παρασκευή μαρμελάδας ή ψιλοκόβεται, μαγειρεύεται με ζάχαρη και κρυσταλλώνεται για να γίνει μια αρωματική καραμέλα.
Στις ΗΠΑ, το μοσχοκάρυδο είναι γνωστό ως το κύριο μπαχαρικό της κολοκυθόπιτας και συχνά εμφανίζεται στις απλές συνταγές για άλλες χειμερινές κολοκύθες, όπως ψητά κολοκυθάκια βελανίδι.
Το αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από το μοσχοκάρυδο με την απόσταξη του ατμού, χρησιμοποιείται ευρέως στην αρωματοποιία και τις φαρμακευτικές βιομηχανίες. Αυτό το πτητικό κλάσμα συνήθως περιέχει 60-80% D-καμφένιο κατά βάρος, καθώς επίσης και ποσότητες από D-πινένιο, λιμονένιο, D-βορνεόλη, L-τερπινεόλη, γερανιόλη, σαφρόλη και μυριστικίνη.[6] Στην καθαρή του μορφή, η μυριστικίνη είναι μια τοξίνη και η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας μοσχοκάρυδου μπορεί να οδηγήσει σε δηλητηρίαση από μυριστικίνη.[7] Το έλαιο είναι άχρωμο ή ελαφρά κίτρινο, μυρίζει και έχει τη γεύση του μοσχοκάρυδου. Περιέχει πολυάριθμα συστατικά που ενδιαφέρουν την ελαιοχημική βιομηχανία και χρησιμοποιείται ως ένα φυσικό άρτυμα τροφίμων σε ψημένα προϊόντα, σιρόπια, ποτά και γλυκά. Χρησιμοποιείται για την αντικατάσταση του τριμμένου μοσχοκάρυδου, καθώς δεν αφήνει σωματίδια στα τρόφιμα. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται επίσης στις βιομηχανίες καλλυντικών και φαρμακευτικών, για παράδειγμα στις οδοντόκρεμες και ως ένα σημαντικό συστατικό σε ορισμένα σιρόπια βήχα. Στην παραδοσιακή ιατρική, το μοσχοκάρυδο και το έλαιο μοσχοκάρυδου χρησιμοποιούνταν για τις διαταραχές που σχετίζονται με το νευρικό και το πεπτικό σύστημα.
Μετά την εκχύλιση του αιθέριου ελαίου, το υπόλοιπο του σπόρου, το οποίο περιέχει πολύ λιγότερο άρωμα, ονομάζεται "σπέντ" ("spent") [και στα αγγλ. υπάρχουν διάφορες μεταφράσεις, σημαίνει "πέρασαν - δαπανώνται - αναλώνονται"]. Το σπέντ συχνά αναμιγνύεται στους βιομηχανικούς μύλους με καθαρό μοσχοκάρυδο, προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία της άλεσης, καθώς το μοσχοκάρυδο δεν είναι εύκολο να αλεθεί λόγω του υψηλού ποσοστού ελαίου στον καθαρό σπόρο. Το τριμμένο μοσχοκάρυδο με μεταβλητό ποσοστό του σπέντ (περίπου 10% w/w) είναι επίσης λιγότερο πιθανό να πήξει. Για να αποκτηθεί μια καλύτερη γλιστερή σκόνη, μπορεί επίσης, να προστεθεί ένα μικρό ποσοστό ρυζάλευρο.
Το βούτυρο μοσχοκάρυδου λαμβάνεται από τον καρπό με το έμβολο πίεσης τροφίμων.[Σημ. 7][8][9] Είναι ημιστέρεο, κοκκινωπό-καφέ στο χρώμα και έχει τη γεύση και τη μυρωδιά του μοσχοκάρυδου. Περίπου το 75% (κατά βάρος) του βουτύρου από το μοσχοκάρυδο είναι τριμυριστίνη, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε μυριστικό οξύ, ένα 14-άνθρακα λιπαρό οξύ, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο για το βούτυρο κακάο, μπορεί να αναμιχθεί με άλλα λίπη όπως βαμβακέλαιο ή φοινικέλαιο και έχει εφαρμογές όπως ένα βιομηχανικό λιπαντικό.
Το μοσχοκάρυδο είναι γνωστό ότι ήταν ένα πολύτιμο και δαπανηρό μπαχαρικό στην Ευρωπαϊκή μεσαιωνική κουζίνα ως αρωματική ύλη, φάρμακο και συντηρητικό. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (759 - 826) επέτρεπε στους μοναχούς του να πασπαλίζουν μοσχοκάρυδο στην φάβα (pease pudding), όταν επρόκειτο να την φάνε. Στους Ελισαβετιανούς χρόνους, επειδή το μοσχοκάρυδο πίστευαν ότι αποκρούει την πανούκλα, η ζήτηση του αυξήθηκε και η τιμή του εκτινάχθηκε στα ύψη.[10]
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, το μικρό νησί της Μπάντα (γνωστό στους πρώτους Άγγλους τυχοδιώκτες ως η Νήσος Ραν (Run) αν και είναι ένα διαφορετικό νησί και τα δύο είναι πλέον μέρος των Νήσων Μπάντα), ήταν η μοναδική πηγή στον κόσμο, του μοσχοκάρυδου και του μασίς. Το μοσχοκάρυδο ήταν γνωστό ως ένα πολύτιμο αγαθό από τους Μουσουλμάνους ναύτες από το λιμάνι της Βασόρας (συμπεριλαμβανομένου του πλασματικού χαρακτήρα Σεβάχ του Θαλασσινού, στις Χίλιες και Μία Νύχτες). Το μοσχοκάρυδο κυκλοφόρησε στο εμπόριο από τους Άραβες κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και επωλείτο στους Βενετούς σε υψηλή τιμή, αλλά οι έμποροι δεν αποκάλυψαν την ακριβή τοποθεσία από την πηγή τους στο κερδοφόρο εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού και κανένας Ευρωπαίος δεν ήταν σε θέση να συναγάγει την τοποθεσία της.
Τον Αύγουστο του 1511, ο Αφόνσο ντε Αλμπουκέρκε (Afonso de Albuquerque) κατέκτησε τη Μαλάκα, η οποία την εποχή εκείνη ήταν το κομβικό σημείο των Ασιατικών συναλλαγών, για λογαριασμό του βασιλιά της Πορτογαλίας. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, αφού εξασφάλισε τη Μαλάκα και έχοντας μάθει για την τοποθεσία του Μπάντα, Ο Αλμπουκέρκε έστειλε μια αποστολή τριών πλοίων με επικεφαλής τον φίλο του António de Abreu για να το βρει. Μαλαισιανοί πιλότοι, που είτε είχαν προσληφθεί ή δια της βίας επιστρατευθεί, τους καθοδήγησαν μέσω της Ιάβας, των Μικρών Σούνδων και της Νήσου Αμπόν στη Νήσο Ραν, φτάνοντας στις αρχές του 1512.[11] Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που έφτασαν στα Μπάντα, η αποστολή παρέμεινε στη Μπάντα για περίπου ένα μήνα, αγοράζοντας και γεμίζοντας τα πλοία τους με μοσχοκάρυδο και μασίς από τη Μπάντα και με γαρίφαλα στο οποίο η Μπάντα είχε ένα ακμαίο διαπεριφερειακό εμπόριο (entrepôt trade).[Σημ. 8][12][13] Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες της Μπάντα είναι στο Suma Oriental, ένα βιβλίο που γράφτηκε από τον Πορτογάλο φαρμακοποιό Tomé Pires, που έμεινε στη Μαλάκα από το 1512 έως το 1515. Ο πλήρης έλεγχος του εμπορίου αυτού από τους Πορτογάλους δεν ήταν δυνατός και παρέμειναν ως συμμετέχοντες χωρίς μια βάση στα νησιά.
Αργότερα, κατά μέσα του 17ου αιώνα, στ ο εμπόριο μοσχοκάρυδου κυριάρχησαν οι Ολλανδοί. Άγγλοι και Ολλανδοί, μέσω των ανταγωνιστικών τους Επιχειρήσεων των Ανατολικών Ινδιών και των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών, επιδόθηκαν σε παρατεταμένους αγώνες για την απόκτηση του ελέγχου της Νήσου Ραν. Στο τέλος του δεύτερου Αγγλο-Ολλανδικού Πολέμου, οι Ολλανδοί απέκτησαν τον έλεγχο της Ραν, ενώ η Αγγλία ήλεγχε το Νέο Άμστερνταμ (Νέα Υόρκη) στη Βόρεια Αμερική.
Οι Ολλανδοί διεξήγαγαν έναν αιματηρό πόλεμο το 1621, συμπεριλαμβανομένων και σφαγών για την υποδούλωση των κατοίκων του νησιού της Μπάντα και για τον έλεγχο της παραγωγής μοσχοκάρυδου στις Ανατολικές Ινδίες. Στη συνέχεια, τα νησιά Μπάντα χρησιμοποιήθηκαν σαν μια σειρά από κτήματα φυτείες, με τους Ολλανδούς να εξαπολύουν ετήσιες εκστρατείες με τοπικά πολεμικά σκάφη, προκειμένου να ξεριζώνουν τα δέντρα μοσχοκάρυδου που φυτεύονταν αλλού.
Το 1760, η τιμή του μοσχοκάρυδου στο Λονδίνο ήταν 85-90 σελίνια ανά λίβρα, η τιμή διατηρείτο τεχνητά υψηλή από τους Ολλανδούς, οι οποίοι έκαιγαν αποθέματα μοσχοκάρυδου των αποθηκών τους στο Άμστερνταμ.
Ως αποτέλεσμα της Ολλανδικής μεσοβασιλείας[Σημ. 9] κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, οι Βρετανοί πήραν προσωρινά τον έλεγχο των νησιών Μπάντα, από τους Ολλανδούς και μεταφύτευσαν δέντρα μοσχοκάρυδου μαζί με χώμα τους, τη Σρι Λάνκα, Πενάνγκ, Bencoolen και τη Σιγκαπούρη.[14] (Υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι το δέντρο υπήρχε στη Σρι Λάνκα, ακόμη και πριν από αυτό).[15] Από αυτές τις θέσεις μεταφυτεύτηκαν στις άλλες αποικιοκρατικές τους εκμεταλλεύσεις αλλού, κυρίως τη Ζανζιβάρη και τη Γρενάδα. Η εθνική σημαία της Γρενάδας, που εγκρίθηκε το 1974, απεικονίζει και έναν ανοικτό καρπό μοσχοκάρυδου (βλ. παρατιθέμενη εικόνα με την σημαία της Γρανάδας). Οι Ολλανδοί διατήρησαν τον έλεγχο των νησιών των μπαχαρικών μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το Κονέκτικατ έλαβε το παρατσούκλι του ("Η Πολιτεία μοσχοκάρυδο", "Nutmegger") από το μύθο ότι κάποιοι ασυνείδητοι έμποροι από το Κονέκτικατ, θα σκάλιζαν με μαχαιρίδιο από το ξύλο ένα "μοσχοκάρυδο", δημιουργώντας ένα "ξύλινο μοσχοκάρυδο", ένας όρος που αργότερα κατέληξε να σημαίνει κάθε είδους απάτη.[16]
Η παγκόσμια παραγωγή μοσχοκάρυδου εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 10.000 και 12.000 τόνων ετησίως, με την ετήσια παγκόσμια ζήτηση να εκτιμάται στους 9.000 τόνους· η παραγωγή του μασίς υπολογίζεται σε 1.500 έως 2.000 τόνους. Με την Ινδονησία και τη Γρενάδα να κυριαρχούν στην παραγωγή και στην εξαγωγή και των δύο προϊόντων, με παγκόσμια μερίδια αγοράς 75% και 20% αντιστοίχως. Άλλοι παραγωγοί είναι η Ινδία, η Μαλαισία (ειδικά το Πενάνγκ, όπου τα δέντρα μεγαλώνουν άγρια μέσα σε αδάμαστες περιοχές), η Παπούα Νέα Γουινέα, η Σρι Λάνκα και τα νησιά της Καραϊβικής, όπως ο Άγιος Βικέντιος. Οι κύριες αγορές εισαγωγής είναι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία και η Ινδία. Η Σιγκαπούρη και η Ολλανδία είναι μεγάλοι επανεξαγωγείς.
Το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται στην ιατρική, τουλάχιστον από τον έβδομο αιώνα. Κατά τον 19ο αιώνα, χρησιμοποιήθηκε ως αμβλωτικό κάτι που οδήγησε σε πολλές καταγεγραμμένες περιπτώσεις δηλητηρίασης. Παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε ως λαϊκό θεραπευτικό για άλλες ασθένειες, το μη επεξεργασμένο μοσχοκάρυδο, σήμερα, δεν έχει καμία αποδεδειγμένη ιατρική αξία.[17]
Μία μελέτη έχει δείξει ότι η ένωση macelignan όταν απομονωθεί από το M. fragrans (Myristicaceae) μπορεί να ασκήσει αντιμικροβιακή δράση έναντι του Streptococcus mutans[18] και μια άλλη ότι το μεθανολικό εκχύλισμα από το ίδιο φυτό, ανέστειλε τη Jurkat κυτταρική δραστηριότητα στην ανθρώπινη λευχαιμία,[19] αλλά αυτές δεν είναι θεραπείες που χρησιμοποιούνται σήμερα.
Σε χαμηλές δόσεις, το μοσχοκάρυδο δεν παράγει καμία αισθητή φυσιολογική ή νευρολογική αντίδραση, αλλά σε μεγάλες δόσεις, το ακατέργαστο μοσχοκάρυδο έχει ψυχοδραστικές συνέπειες. Στην πρόσφατη αλεσμένη του μορφή (από τα ολόκληρα μοσχοκάρυδα), το μοσχοκάρυδο περιέχει μυριστικίνη, ένα αναστολέα της μονοαμινοξειδάσης και ψυχοτρόπο ουσία. Η δηλητηρίαση από μυριστικίνη μπορεί να προκαλέσει σπασμούς, αίσθημα παλμών, ναυτία, ενδεχόμενη αφυδάτωση και γενικευμένο πόνο στο σώμα.[20] Είναι επίσης φημισμένο ότι είναι ένα ισχυρό deliriant.[Σημ. 10][21][22] Για τους λόγους αυτούς, το μοσχοκάρυδο έχει απαγορευτεί στη Σαουδική Αραβία.[23]
Οι θανατηφόρες δηλητηριάσεις από μυριστικίνη στους ανθρώπους είναι πολύ σπάνιες, αλλά έχουν αναφερθεί τρεις, από τις οποίες, οι εξής δυο είναι: μία σε ένα 8-χρονο παιδί[24] και η άλλη σε έναν 55-χρονο ενήλικα, η τελευταία περίπτωση αποδίδεται σε συνδυασμό με φλουνιτραζεπάμη.[25] Στις εκθέσεις των περιπτώσεων, το ακατέργαστο μοσχοκάρυδο παρήγαγε συμπτώματα σαν-αντιχολινεργικά, που αποδόθηκαν στη μυριστικίνη και την ελεμισίνη (elemicin).[24][26][27]
Οι δηλητηριάσεις με το μοσχοκάρυδο είχαν συνέπειες που ποικίλουν από άτομο σε άτομο, αλλά συχνά φέρονταν να είναι μια ερεθισμένη και συγκεχυμένη κατάσταση με πονοκεφάλους, ναυτία, ζάλη, ξηροστομία, κοκκινισμένα μάτια και διαταραχές μνήμης. Το μοσχοκάρυδο επίσης αναφέρθηκε ότι προκαλεί παραισθησιογόνα αποτελέσματα, όπως οπτικές στρεβλώσεις και παρανοϊκό ιδεασμό. Η δηλητηρίαση χρειάστηκε αρκετές ώρες πριν φθάσει το ανώτατο σημείο. Οι επιδράσεις και τα επακόλουθα τους, διήρκεσαν επί αρκετές ημέρες.[20][28][29][30][31][32][33][34][35][36] Η δηλητηρίαση από μυριστικίνη είναι δυνητικά θανατηφόρα σε ορισμένα ζώα οικόσιτα και κτηνοτροφίας και μπορεί να προκληθεί από μαγειρικές ποσότητες μοσχοκάρυδου ακίνδυνες για τους ανθρώπους. Για το λόγο αυτό, δεν συνιστάται να τρέφονται οι σκύλοι με eggnog.[37],
Η "Ψυχεδελική Εγκυκλοπαίδεια" του Peter Stafford αναφέρει μια έκθεση του 1883 από τη Βομβάη σημειώνοντας ότι "οι Ινδουιστές της Δυτικής Ινδίας λαμβάνουν το μοσχοκάρυδο ως οινοπνευματώδες ποτό" και καταγράφει ότι το μπαχαρικό χρησιμοποιείται για αιώνες ως μια μορφή ταμπάκου (για εισπνοή) στην αγροτική ανατολική Ινδονησία και στην Ινδία, με την τελευταία να βλέπει τον τριμμένο σπόρο να αναμιγνύεται με φύλλα από betel[Σημ. 11] και άλλα είδη ταμπάκο. Το 1829, η Τσεχική φυσιολόγος Jan Evangelista Purkinje κατάπιε τρία μοσχοκάρυδα με ένα ποτήρι κρασί και κατέγραψε πονοκεφάλους, ναυτία, παραισθήσεις και μια αίσθηση ευφορίας που διήρκεσε αρκετές ημέρες.[17]
Ο εθνοβοτανολόγος Richard Evans Schultes και ο χημικός Albert Hofmann από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, που ανακάλυψαν το LSD, τεκμηρίωσαν αναφορές με τη χρήση του μοσχοκάρυδου ως οινοπνευματώδες ποτό από μαθητές, φυλακισμένους, ναυτικούς, αλκοολικούς και χρήστες μαριχουάνας. Στο βιβλίο με την αυτοβιογραφία του, ο Malcolm X, γράφει για τη λήψη μοσχοκάρυδου και άλλων "ημι-φαρμάκων" ενώ εξέτιε την ποινή του στη φυλακή.[17]
Η Angewandte Chemie International Edition καταγράφει τη χρήση μοσχοκάρυδου ως οινοπνευματώδους ποτού στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως μεταξύ των νέων, των μποέμ και των κρατουμένων. Ένα κομμάτι των New York Times του 1966, το ονόμασε μεταξύ άλλων, μαζί με τους σπόρους της ιπόμοιας (morning glory - Ipomoea), τα χάπια αδυνατίσματος, τα υγρά καθαρισμού, το φάρμακο για το βήχα καθώς και άλλες ουσίες, ως "νόμιμο οινοπνευματώδες ποτό" στις πανεπιστημιουπόλεις των κολεγίων.[17]
Το μοσχοκάρυδο εθεωρείτο κάποτε ως αμβλωτικό, αλλά δύναται να είναι ασφαλές για μαγειρική χρήση, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ωστόσο, αναστέλλει την παραγωγή προσταγλανδίνης και περιέχει παραισθησιογόνα που μπορούν να επηρεάσουν το έμβρυο εάν καταναλωθούν σε μεγάλες ποσότητες.[38]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.