Ζανζιβάρη
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ζανζιβάρη (αγγλικά: Zanzibar, προφέρεται: [/ˈzænzɨbɑr/]) είναι ημιαυτόνομη περιοχή της Τανζανίας στην Ανατολική Αφρική. Αποτελείται από το Αρχιπέλαγος της Ζανζιβάρης στον Ινδικό Ωκεανό, 25-50 χιλιόμετρα στα ανοικτά των ακτών της ηπειρωτικής χώρας και συνίσταται από πολυάριθμα μικρά νησιά και δύο μεγάλα: την Ουνγκούτζα (Unguja) (το κύριο νησί, που αναφέρεται ανεπίσημα ως Ζανζιβάρη) και την Πέμπα (Pemba). Η πρωτεύουσα είναι η Πόλη της Ζανζιβάρης, που βρίσκεται στο νησί της Ουνγκούτζα. Το ιστορικό κέντρο της είναι η Στόουν Τάουν (Stone Town), η οποία αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Ζανζιβάρη
Zanzibar زَنْجِبَار | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Uhuru na Umoja (Σουαχίλι: Ελευθερία και Ενότητα) | |||
Οι κυριότεροι νήσοι της Ουνγκούτζα (Unguja) και της Πέμπα (Pemba), από το Αρχιπέλαγος της Ζανζιβάρης. | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Πόλη της Ζανζιβάρης 6°08′S 39°19′E | ||
Σουαχίλι, | |||
Επαναστατική Κυβέρνηση της Ζανζιβάρης (Revolutionary Government of Zanzibar) | |||
Πρόεδρος Β΄ Αντιπρόεδρος | Χουσεΐν Μουινγί Σεΐφ Αλί Ιντί | ||
Νομοθετικό σώμα | Βουλή των Αντιπροσώπων της Ζανζιβάρης (Zanzibar House of Representatives) | ||
Ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο | στις 10 Δεκεμβρίου 1963, από το Σουλτανάτο της Ζανζιβάρης (Sultanate of Zanzibar) στις 12 Ιανουαρίου 1964 από την Επανάσταση της Ζανζιβάρης (Zanzibar Revolution) στις 26 Απριλίου 1964 με την ένωσή της ως Ενωμένη Δημοκρατία της Τανγκανίκας και Ζανζιβάρης (United Republic of Tanganyika and Zanzibar). | ||
• Σύνολο | 2.461 Σύνολο[2] km2 | ||
Πληθυσμός • Απογραφή 2012 • Πυκνότητα | 1.303.569[3] 529,7 κατ./km2 | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό • Κατά κεφαλή | $656 | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2012) • Κατά κεφαλή | $0.86 δισ.[4] | ||
Νόμισμα | Σελίνι Τανζανίας (Tanzanian shilling) (TZS) | ||
Ώρα Ανατολικής Αφρικής (East Africa Time (EAT)) (UTC +3) | |||
Internet TLD | .tz | ||
Οδηγούν στα | Αριστερά | ||
Κωδικός κλήσης | ++2553 | ||
1. Τα σημαντικότερα νησιά του Αρχιπελάγους είναι: η νήσος Ουνγκούζα (Ζανζιβάρη), η νήσος Πέμπα, η νήσος Λάτχαμ ή Φούνγκου Κιζιμκάζι (Latham ή Fungu Kizimkazi) η οποία είναι ακατοίκητη και η Νήσος Μαφία. 2. Ο κωδικός κλήσης είναι 007 από την Κένυα και την Ουγκάντα. 3. Το Διεθνές Αεροδρόμιο της Ζανζιβάρης (ZNZ), είναι το Διεθνές Αεροδρόμιο Αμπέιντ Αμάνι Καρούμε. |
Οι κύριες πηγές πλούτου της Ζανζιβάρης είναι τα μπαχαρικά, τα raffia (είδος φοινικοειδούς) και ο τουρισμός.[5] Ειδικότερα, τα νησιά παράγουν γαρίφαλο, μοσχοκάρυδο, κανέλα και μαύρο πιπέρι. Για το λόγο αυτό, τα νησιά μαζί με τη Νήσο Μαφία της Τανζανίας, μερικές φορές καλούνται και τα νησιά των μπαχαρικών (ο όρος σχετίζεται επίσης με τα νησιά Μολούκες στην Ινδονησία). Η Ζανζιβάρη είναι η περιοχή της ενδημικής Zanzibar Red Colobus Monkey, της Zanzibar Servaline Genet (είδος σαρκοβόρου, συγγενικό προς τα αιλουροειδή) και της (πιθανώς εξαφανισμένης) λεοπάρδαλης της Ζανζιβάρης (Zanzibar Leopard).
Η Ζανζιβάρη, με 1.070.000 κατοίκους το 2004, σήμερα αποτελεί τμήμα της Τανζανίας. Το αρχιπέλαγος ήταν κάποτε ξεχωριστό κράτος, το οποίο ενώθηκε με την Τανγκανίκα και δημιουργήθηκε η Τανζανία. Το όνομα της Τανζανίας προέρχεται από αυτά τα δύο ονόματα. Σήμερα απολαμβάνει αυτονομίας εντός της ένωσης. Η πρωτεύουσα της Ζανζιβάρης είναι η Πόλη της Ζανζιβάρης (Zanzibar City), που βρίσκεται στο νησί Ουνγκούτζα. Η παλαιά συνοικία της πόλης, γνωστή ως "Πέτρινη Πόλη" έχει ανακηρυχθεί από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Οι κύριες ασχολίες είναι το εμπόριο μπαχαρικών (μοσχοκάρυδο, γαρίφαλο, κανέλα, μαύρο πιπέρι) καθώς επίσης και ο τουρισμός. Το νησιωτικό σύμπλεγμα αποτελεί καταφύγιο για πολλά ενδημικά ζώα. Στο νησί Πέμπα παράγονται γαρίφαλα.
Η Ζανζιβάρη είναι επίσης έδρα του ομώνυμου Πανεπιστημίου.
ελληνικά: Ζανζιβάρη, αγγλικά: Ζάνζιμπαρ (Zanzibar) και σουαχίλι: Ουνγκούτζα (Unguja).
Η ονομασία "Ζάνζιμπαρ" ("Zanzibar") πιθανότατα προέρχεται από τα περσικά και τη λέξη زنگبار, (Zangi-bar) («ακτή των μαύρων»)[6] και στα Αραβικά λέγεται επίσης Zanji-bar. Ίσως να αναφέρεται και στο μπαχαρικό ζιγγίβερη.
Η παρουσία μικρολιθικών εργαλείων δείχνει ότι η Ζανζιβάρη κατοικείτο από ανθρώπους για τουλάχιστον 20.000 χρόνια,[7] στην αρχή της Ύστερης Λίθινης Εποχής.
Ένα ελληνορωμαϊκό κείμενο μεταξύ του 1ου και του 3ου αιώνα μ.Χ., ο Περίπλους της Ερυθράς Θάλασσας αναφέρει το νησί της Menuthias (Αρχαία Ελληνικά: Μενουθιάς), το οποίο πιθανώς είναι η Ουνγκούτζα.[8]:σελίδες: 26–7 Λίγα είναι γνωστά για την ιστορία της Ζανζιβάρης μεταξύ του χρόνου του Περίπλου και του θανάτου του Μωάμεθ το 632 μ.Χ.[8]:σελίδα: 36 Από το σημείο αυτό και μετά, οι πόλεμοι στην Ασία και η ανάπτυξη του εμπορίου, κινητοποίησαν τους Πέρσες, τους Άραβες και τους Ινδούς να επισκεφθούν ή να μεταναστεύσουν στη Ζανζιβάρη.[8]:σελίδα: 40
Πρόγονοι των Χαντιμού και Τουμπατού φέρονται να ήταν οι πρώτοι που κατοίκησαν στη Ζανζιβάρη, γύρω στα 1000 μ.Χ. Πιστεύεται ότι τον 1ο αιώνα μ.Χ. Άραβες έμποροι έφτασαν στο νησί. Αυτούς ακολούθησαν έμποροι από τον Περσικό Κόλπο και από την Υεμένη πολύ αργότερα. Έγιναν επιμιξίες Αφρικανών και Αράβων και στην περιοχή διαδόθηκε σύντομα το Ισλάμ. Το πρώτο τζαμί χτίστηκε στη Ζανζιβάρη το έτος AH 500, δηλαδή το 1107.[9]
Πέρσες έμποροι χρησιμοποίησαν τη Ζανζιβάρη ως βάση για ταξίδια μεταξύ της Μέσης Ανατολής, της Ινδίας και της Αφρικής. Η Ουνγκούτζα, το μεγαλύτερο νησί, προσέφερε προστατευμένο και υπερασπίσιμο λιμάνι, έτσι αν και το αρχιπέλαγος προσέφερε μερικά προϊόντα αξίας, οι Πέρσες εγκαταστάθηκαν σε αυτό που έγινε η Πόλη της Ζανζιβάρης (Στόουν Τάουν), ένα βολικό σημείο από όπου μπορούσαν να εμπορεύονται με τις παράκτιες πόλεις των Σουαχίλι. Δημιούργησαν στα νησιά φρουρές και χτίστηκε ο πρώτος Ζωροαστρικός ναός της φωτιάς και τζαμιά στο νότιο ημισφαίριο.[10]
Είναι αβέβαιος ο αντίκτυπος αυτών των εμπόρων και των μεταναστών, στην κουλτούρα των Σουαχίλι. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, προβλήθηκαν η Ζανζιβάρη και άλλοι παράκτιοι οικισμοί των σουαχίλι. Τα παράκτια περιείχαν μια σειρά αυτόνομων εμπορικών πόλεων. Αυτές οι πόλεις αυξήθηκαν σε πλούτο, καθώς οι Μπαντού κάτοικοι, άνθρωποι Σουαχίλι, χρησίμευαν ως μεσάζοντες και διευκολυντές στους τοπικούς, Άραβες, Πέρσες, Ινδονήσιους, Μαλαίσιους, Ινδούς και Κινέζους εμπόρους. Η αλληλεπίδραση αυτή συνέβαλε εν μέρει στην εξέλιξη του πολιτισμού σουαχίλι, η οποία ανέπτυξε τη δική της γραπτή γλώσσα. Παρά το γεγονός ότι είναι μια γλώσσα Μπαντού, τα Σουαχίλι κατά συνέπεια σήμερα, περιλαμβάνουν ορισμένα στοιχεία που είχαν δανειστεί από άλλους πολιτισμούς, ιδιαίτερα Αραβικές δανεικές λέξεις. Με τον πλούτο που είχε αποκτηθεί μέσω του εμπορίου, ορισμένοι από τους Άραβες εμπόρους, έγιναν επίσης κυβερνήτες των παράκτιων πόλεων.[11]
Η επίσκεψη του Βάσκο ντα Γκάμα (Vasco da Gama) το 1498, σηματοδότησε την απαρχή της ευρωπαϊκής επιρροής. Το 1503 ή το 1504, η Ζανζιβάρη έγινε μέρος της πορτογαλικής αυτοκρατορίας όταν ο καπετάν Ruy Lourenço Ravasco Marques αποβιβάστηκε, απαίτησε και έλαβε εύσημα από τον σουλτάνο σε αντάλλαγμα για την ειρήνη.[12]:σελίδα: 99 Η Ζανζιβάρη παρέμεινε υπό Πορτογαλική κατοχή, για σχεδόν δύο αιώνες. Αρχικά έγινε μέρος της πορτογαλικής επαρχίας της Αραβίας και της Αιθιοπίας και εδιοικείτο από ένα γενικό κυβερνήτη. Γύρω στο 1571, η Ζανζιβάρη έγινε μέρος της δυτικής διαίρεσης της Πορτογαλικής αυτοκρατορίας και εδιοικείτο από τη Μοζαμβίκη.[13]:σελίδα: 15 Φαίνεται, ωστόσο, ότι οι Πορτογάλοι δεν διοικούσαν στενά τη Ζανζιβάρη. Από το 1505 έως το 1698 αποτέλεσε Πορτογαλική κτήση και το 1698 έγινε μέρος των υπερπόντιων περιοχών κατοχής του Σουλτάνου του Ομάν.
Το πρώτο αγγλικό πλοίο το Edward Bonaventure, που επισκέφτηκε το 1591 την Ουνγκούτζα, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε εκεί Πορτογαλικό φρούριο ή φρουρά. Η έκταση της κατοχής τους ήταν μια εμπορική αποθήκη όπου αγοραζόταν η παραγωγή και συλλεγόταν για την αποστολή της στη Μοζαμβίκη. "Σε άλλες περιπτώσεις, οι υποθέσεις του νησιού διαχειρίζονταν από τον τοπικό "βασιλιά", τον προκάτοχο του Mwinyi Mkuu του Ντούνγκα (Mwinyi Mkuu of Dunga)."[8]:σελίδα: 81 Αυτή η "κάτω τα χέρια προσέγγιση" (hands-off) έληξε γύρω στα 1635, όταν η Πορτογαλία εγκατέστησε ένα φρούριο στην Πέμπα, σε απάντηση της σφαγής των Πορτογάλων κατοίκων από τον Σουλτάνο της Μομπάσα, αρκετά χρόνια νωρίτερα. Η Πορτογαλία από καιρό θεωρούσε την Πέμπα ως ένα ενοχλητικό σημείο, της εκκίνησης των εξεγέρσεων κατά της πορτογαλικής εξουσίας στη Μομπάσα.[8]:σελίδα: 85
Οι ακριβείς προελεύσεις των σουλτάνων της Ουνγκούτζα είναι αβέβαιη. Ωστόσο, η πρωτεύουσα στην Ουνγκούτζα Κούου (Unguja Kuu) πιστεύεται ότι ήταν μια εκτεταμένη πόλη. Ενδεχομένως κατασκευάστηκε από ντόπιους, αλλά αποτελείτο κυρίως από φθαρτά υλικά.[8]:σελίδα: 89
Αν και υπήρχαν Άραβες στη Ζανζιβάρη και στο υπόλοιπο της Ακτής των Σουαχίλι τόσο πριν όσο και μετά τους Πορτογάλους, η πολιτική κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική.
Οι παλαιότεροι οικισμοί πριν από την άφιξη των Πορτογάλων είναι αρκετά διαφορετικοί από τη μεταγενέστερη κυριότητα του Ομάν και του Μασκάτ. Όταν οι Πορτογάλοι έφτασαν, το 1498, βρήκαν στην ακτή μια σειρά από ανεξάρτητες πόλεις, κατοικημένες από Άραβες, αλλά όχι ενωμένους με την Αραβία, καθ' οποιονδήποτε πολιτικό δεσμό. Οι σχέσεις τους με αυτούς τους Άραβες ήταν κυρίως εχθρική, αλλά κατά τη διάρκεια του δέκατου έκτου αιώνα, εδραίωσαν σταθερά την εξουσία τους και κυβέρνησαν με τη βοήθεια των υποτελών Αράβων σουλτάνων. Το σύστημα αυτό κράτησε έως το 1631, όταν ο Σουλτάνος της Μομπάσα κατάσφαξε τους Ευρωπαίους κατοίκους. Στο υπόλοιπο της κυριαρχίας τους, οι Πορτογάλοι διόριζαν Ευρωπαίους διοικητές, οι οποίοι ήσαν προφανώς πολύ δυσάρεστοι από τους ντόπιους και οι οποίοι κάλεσαν τους Άραβες του Ομάν, που τώρα εμφανίζονται για πρώτη φορά στη σκηνή, προκειμένου να τους βοηθήσουν να διώξουν τους ξένους.[13]:σελίδα: 9
Το 1698, η Ζανζιβάρη υπήχθη υπό τον έλεγχο του Σουλτανάτου του Ομάν.[14]
Το 1832[12]:σελίδα: 162 ή το 1840[15]:σελίδα: 2,045 (η ημερομηνία ποικίλλει μεταξύ των πηγών), ο Said bin Sultan μετέφερε την πρωτεύουσα του από το Μουσκάτ, Ομάν στη Στόουν Τάουν στην Πόλη της Ζανζιβάρης. Μετά τον θάνατο του Said, τον Ιούνιο του 1856 δύο από τους γιους του, ο Thuwaini bin Said, Σουλτάνος του Μουσκάτ και του Ομάν και ο Majid bin Said της Ζανζιβάρης, αγωνίστηκαν σκληρά για τη διαδοχή. Η διαθήκη του Said χώριζε την κυριαρχία των κτήσεών του σε δύο χωριστά Πριγκιπάτα, με τον Thuwaini να γίνεται ο Σουλτάνος του Ομάν και τον Majid να γίνεται ο πρώτος Σουλτάνος της Ζανζιβάρης. Οι αδελφοί μάλωσαν για τη διαθήκη, η οποία έγινε τελικά δεκτή από τον Lord Charles Canning, 1ο κόμη του Canning της Μεγάλης Βρετανίας και Αντιβασιλέα, Γενικό Κυβερνήτη της Ινδίας.[12]:σελίδες: 163–4[13]:σελίδες: 22–3
Μέχρι περίπου το 1890 οι σουλτάνοι της Ζανζιβάρης ήλεγχαν ένα σημαντικό τμήμα των Ακτών των σουαχίλι, γνωστή ως Ζανζ, η οποία περιελάμβανε τη Μομπάσα και το Νταρ ες Σαλαάμ. Ξεκινώντας το 1886, συνωμότησαν η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία προκειμένου να αποκτήσουν για τις δικές τους αυτοκρατορίες, τμήματα του σουλτανάτου της Ζανζιβάρης.[15]:σελίδα: 188 Τον Οκτώβριο του 1886 μια Βρετανό-γερμανική επιτροπή συνόρων, εδραίωσε τη Ζανζ ως μια λωρίδα πλάτους 10 ναυτικών μιλίων (19 χλμ.) κατά μήκος του μεγαλύτερου μέρους των ακτών της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής, μιας περιοχής που εκτείνεται από το ακρωτήριο Delgado (τώρα στη Μοζαμβίκη) έως το Kipini (τώρα στην Κένυα), συμπεριλαμβανομένης της Μομπάσα και του Νταρ ες Σαλαάμ. Κατά τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, σχεδόν όλες αυτές οι ηπειρωτικές κτήσεις χάθηκαν, προς όφελος των Ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Οι σουλτάνοι ανέπτυξαν στη Ζανζιβάρη, με την άρχουσα αραβική ελίτ, μια οικονομία εμπορίου και εμπορικών καλλιεργειών. Το ελεφαντόδοντο ήταν σημαντικό εμπορικό αγαθό. Το αρχιπέλαγος, επίσης γνωστό ως τα "νησιά των μπαχαρικών", ήταν διάσημο σε όλο τον κόσμο για τα γαρίφαλά του και τα άλλα μπαχαρικά και δημιουργήθηκαν φυτείες για την ανάπτυξή τους. Σταδιακά, το εμπόριο του αρχιπελάγους, περιήλθε στα χέρια των εμπόρων από την Ινδική υποήπειρο, τους οποίους ο Said bin Sultan ενεθάρρυνε να εγκατασταθούν στα νησιά.
Κατά τη 14χρονη βασιλεία του ως σουλτάνος, ο Ματζίντ μπιν Σαΐντ (Majid bin Said) σταθεροποίησε την εξουσία του γύρω από το τοπικό εμπόριο σκλάβων. Το Μαλίντι στην πόλη Πόλη της Ζανζιβάρης ήταν το κύριο λιμάνι της Ακτής των σουαχίλι για το δουλεμπόριο με τη Μέση Ανατολή. Στα μέσα του 19ου αιώνα, πάνω από 50.000 σκλάβοι περνούσαν ετησίως από το λιμάνι.
Πολλοί ήταν αιχμάλωτοι του Τίππου Τιμπ (Tippu Tib), ενός διαβόητου Άραβα δουλεμπόρου και εμπόρου ελεφαντόδοντου. Ο Τιμπ (Tib) οδηγούσε μεγάλες εκστρατείες, έως και 4.000 ατόμων, στο Αφρικανικό εσωτερικό, όπου αρχηγοί του πωλούσαν συγχωριανούς τους έναντι ασήμαντου τιμήματος. Αυτούς, ο Τιμπ τους χρησιμοποιούσε για να μεταφέρουν ελεφαντόδοντο πίσω στη Ζανζιβάρη, κατόπιν τους πωλούσε στο σκλαβοπάζαρο με μεγάλο κέρδος. Με τον καιρό, ο Τιμπ έγινε ένας από τους πλουσιότερους άνδρες στη Ζανζιβάρη, ο ιδιοκτήτης πολλαπλών φυτειών και 10.000 σκλάβων.[16]
Ένας από τους αδελφούς του Ματζίντ, ο Barghash bin Said, τον διαδέχθηκε και βοήθησε να καταργηθεί το εμπόριο σκλάβων στο Αρχιπέλαγος της Ζανζιβάρης και σε μεγάλο βαθμό ανέπτυξε την υποδομή της Ουνγκούτζα.[17] Ένας άλλος αδελφός του Ματζίντ, ο Χαλίφα μπιν Σαΐντ (Khalifa bin Said), ήταν ο τρίτος σουλτάνος της Ζανζιβάρης και περαιτέρω προώθησε την πρόοδο του αρχιπελάγους προς την κατάργηση της δουλείας.[12]:σελίδα: 172
Έως το 1890, οπότε και έγινε προτεκτοράτο, είχε εδραιωθεί η βρετανική κυριαρχία και οι Βρετανοί διόρισαν τους πρώτους «βεζίρηδες» την περίοδο από το 1890 έως το 1913 και στη συνέχεια Βρετανούς εποίκους το 1913 με 1963.
Ύστερα από τον θάνατο του Σουλτάνου Χαμάντ μπιν Τουγουάινι στις 25 Αυγούστου του 1896, ανέλαβε την εξουσία ο σφετεριστής Χαλίντ μπιν Μπαργκάς, γιος του Σουλτάνου Μπαργκάς μπιν Σαΐντ, ο οποίος κατέλαβε το Παλάτι και αυτοανακηρύχθηκε νέος ηγέτης. Αυτό ήταν αντίθετο προς τα βρετανικά συμφέροντα και οδήγησε στο λεγόμενο Πόλεμο μεταξύ Αγγλίας και Ζανζιβάρης, όταν το πρωί της 27 Αυγούστου το Παλάτι καταστράφηκε από το Βασιλικό Ναυτικό των Άγγλων. Ο Χαλίντ κατέφυγε στο γερμανικό Προξενείο και ο βομβαρδισμός έμεινε γνωστός ως ο μικρότερος σε διάρκεια πόλεμος στην Ιστορία. Ο φίλα προσκείμενος στους Βρετανούς Χαμούντ έγινε νέος ηγέτης και η δουλεία καταργήθηκε το 1897.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 η Ζανζιβάρη ανακηρύχθηκε συνταγματική μοναρχία και ανεξάρτητο κράτος από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το νέο καθεστώς υπήρξε βραχύβιο, καθώς ο Σουλτάνος και η δημοκρατική του κυβέρνηση ανατράπηκαν στις 12 Ιανουαρίου 1964 και στις 26 Απριλίου της ίδιας χρονιάς η Ζανζιβάρη ενώθηκε με την Τανγκανίκα και δημιουργήθηκε το σημερινό κράτος της Τανζανίας.
Ο έλεγχος της Ζανζιβάρης τελικά περιήλθε στα χέρια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μέρος της πολιτικής ώθησης για αυτό ήταν το κίνημα του 19ου αιώνα για την κατάργηση του δουλεμπορίου. Η Ζανζιβάρη ήταν το κέντρο του αραβικού δουλεμπορίου και το 1822, ο Βρετανός σύμβουλος στο Μουσκάτ, άσκησε πίεση στον Σουλτάνο Σαΐντ να τερματίσει το δουλεμπόριο. Η πρώτη από μια σειρά από συνθήκες κατά της δουλείας με τη Βρετανία υπεγράφη από τον Σαΐντ η οποία απαγόρευε τη μεταφορά των σκλάβων νότια και ανατολικά της γραμμής Μόρεσμπι (Moresby Line), από το ακρωτήριο Delgado στην Αφρική έως το προς Diu Head στην ακτή της Ινδίας.[18] Ο Σαΐντ έχασε τα έσοδα που θα είχε λάβει από την πώληση των σκλάβων, έτσι προκειμένου να αναπληρώσει αυτό το έλλειμμα, ενεθάρρυνε την ανάπτυξη του δουλεμπορίου στην ίδια τη Ζανζιβάρη.[18] Ο Σαΐντ τέθηκε από τους Βρετανούς, υπό αυξανόμενη πίεση για την κατάργηση της δουλείας και το 1842, η βρετανική κυβέρνηση είπε στον κυβερνήτη της Ζανζιβάρης ότι επιθυμούσε την κατάργηση του δουλεμπορίου στην Αραβία, το Ομάν, την Περσία και την Ερυθρά Θάλασσα.[19]
Πλοία από το Βασιλικό Ναυτικό χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή των Συνθηκών κατά της δουλείας με τη σύλληψη τυχόν ντάουζ (dhows) (τοπικά πλεούμενα σκάφη, με πανιά) που μετέφεραν σκλάβους, αλλά με μόνο τέσσερα πλοία να περιπολούν μια τεράστια θαλάσσια έκταση, το Βρετανικό ναυτικό διαπιστώθηκε ότι του ήταν δύσκολο να επιβάλει τις συνθήκες καθώς τα πλοία από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να μεταφέρουν σκλάβους.[20] Το 1856, ο Σουλτάνος της Ζανζιβάρης Majid bin Said σταθεροποίησε την εξουσία του στο δουλεμπόριο, πέριξ των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής και το 1873 ο εξερευνητής Sir John Kirk ενημέρωσε τον διάδοχό του, Σουλτάνο Barghash bin Said, ότι επίκειτο πλήρης αποκλεισμός της Ζανζιβάρης και Barghash απρόθυμα, υπέγραψε την Αγγλο-Ζανζιβαρινή συνθήκη που καταργούσε το δουλεμπόριο στα εδάφη του σουλτάνου, το κλείσιμο όλων των σκλαβοπάζαρων και την προστασία των απελευθερωμένων σκλάβων.[21]
Η σχέση μεταξύ της Βρετανίας και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, εκείνη την εποχή η πλησιέστερη σχετική αποικιακή δύναμη, επισημοποιήθηκε το 1890 με τη συνθήκη Ελιγολάνδης-Ζανζιβάρης, στην οποία η Γερμανία συμφωνούσε να «αναγνωρίσει το βρετανικό προτεκτοράτο πάνω από... ...τα νησιά της Ζανζιβάρης και της Πέμπα».[22]
Το 1890 η Ζανζιβάρη έγινε προτεκτοράτο (όχι αποικία) της Βρετανίας. Ο πρωθυπουργός Σώλσμπερυ εξήγησε τη θέση του:
Από το 1890 έως το 1913, υπεύθυνοι ήσαν οι παραδοσιακοί βεζίρηδες, οι οποίοι επιβλέπονταν από τους συμβούλους που διορίζονταν από το υπουργείο Αποικιών. Ωστόσο, το 1913 η στροφή έγινε σε ένα σύστημα άμεσης διακυβέρνησης μέσω των κατοίκων (αποτελεσματικοί κυβερνήτες) από το 1913. Ο θάνατος στις 25 Αυγούστου 1896, του φιλοβρεττανού Σουλτάνου Hamad bin Thuwaini η διαδοχή του Σουλτάνου Khalid bin Barghash, που οι Βρετανοί δεν ενέκριναν, οδήγησε στον Αγγλο-Ζανζιβαρινό Πόλεμο. Το πρωί της 27 Αυγούστου 1896, τα πλοία του Βασιλικού Ναυτικού κατέστρεψαν το Παλάτι του Beit al Hukum Palace. Μια κατάπαυση του πυρός κηρύχθηκε 38 λεπτά αργότερα και έως αυτή την ημέρα ο βομβαρδισμός στέκεται ως ο συντομότερος πόλεμος στην ιστορία.[24]
Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, τα νησιά απέκτησαν την ανεξαρτησία τους από το Ηνωμένο Βασίλειο, ως μια συνταγματική μοναρχία.
Έναν μήνα αργότερα, στη Ζανζιβαρινή Επανάσταση,[25] στην οποία ένας αριθμός ανάμεσα σε μερικές εκατοντάδες και 20.000 Άραβες και Ινδοί σκοτώθηκαν και άλλοι χιλιάδες εκδιώχθηκαν,[26] οδήγησε στην ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ζανζιβάρης και της Πέμπα.
Τον Απρίλιο του 1964, η Δημοκρατία συγχωνεύτηκε με την ηπειρωτική Τανγκανίκα. Αυτή η Ενωμένη Δημοκρατία της Τανγκανίκα και της Ζανζιβάρης, σύντομα μετονομάστηκε (σαν portmanteau δηλ. η συγχώνευση δυο ή περισσοτέρων λέξεων ή ήχων και οι σημασίες των σε μια νέα λέξη) στην Ενωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας, της οποίας η Ζανζιβάρη παραμένει μια ημιαυτόνομη περιοχή.
Ως ημιαυτόνομο τμήμα της Τανζανίας, η Ζανζιβάρη έχει δική της κυβέρνηση, που είναι γνωστή ως η Επαναστατική Κυβέρνηση της Ζανζιβάρης. Αποτελείται από το Επαναστατικό Συμβούλιο και της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει παρόμοια σύνθεση με την Εθνική Συνέλευση της Τανζανίας. 50 μέλη εκλέγονται άμεσα από τις εκλογικές περιφέρειες με θητεία πέντε ετών, 10 μέλη διορίζονται από τον Πρόεδρο της Ζανζιβάρης, 15 ειδικές θέσεις είναι για τις γυναίκες μέλη των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, έξι μέλη υπηρετούν ως "ex officio", συμπεριλαμβανομένων όλων των περιφερειακών επιτρόπων και τον Γενικό Εισαγγελέα.[27] Κατόπιν, πέντε από τα 81 μέλη εκλέγονται για να εκπροσωπήσουν τη Ζανζιβάρη στην Εθνοσυνέλευση.[28]
Η Ουνγκούτζα έχει τρεις διοικητικές περιφέρειες: την Κεντρική/Νότια Ζανζιβάρη, τη Βόρεια Ζανζιβάρη και την Αστική/Δυτική Ζανζιβάρη. Η Πέμπα έχει δύο διοικητικές περιφέρειες: τη Βόρεια Πέμπα και τη Νότια Πέμπα.[29]
Όσον αφορά την ανεξαρτησία και την κυριαρχία της Ζανζιβάρης, ο Πρωθυπουργός της Τανζανίας Μιζένγκο Πίντα (Mizengo Pinda), δήλωσε στις 3 Ιουλίου 2008, ότι δεν υπήρχε «τίποτα σαν την κυριαρχία της Ζανζιβάρης στην Κυβερνητική Ένωση, εκτός και αν άλλαζε στο μέλλον το Σύνταγμα". Μέλη τόσο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Ζανζιβάρης, όσο και από το κυβερνών κόμμα Chama Cha Mapinduzi (CCM), αλλά και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του Ενωμένου Μετώπου των Πολιτών (Civic United Front (CUF)), διαφώνησαν και επέμειναν σταθερά στην αναγνώριση της Ζανζιβάρης ως ένα πλήρως αυτόνομο κράτος.[30]
Η Ζανζιβάρη έχει ομοσπονδιακή κυβέρνηση, με τον σημερινό πρόεδρο της Ζανζιβάρης να είναι από τις 3 Νοεμβρίου του 2020, ο Χουσεΐν Μουινί.
Υπάρχουν πολλά πολιτικά κόμματα στη Ζανζιβάρη, αλλά τα πιο δημοφιλή κόμματα είναι το Chama Cha Mapinduzi (CCM) και το Ενωμένο Μέτωπο των Πολιτών (Civic United Front (CUF). Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η πολιτική του αρχιπελάγους έχει σημαδευτεί από επανειλημμένες συγκρούσεις μεταξύ αυτών των δύο κομμάτων.
Οι αμφισβητούμενες εκλογές του Οκτωβρίου του 2000 οδήγησαν σε σφαγή στις 27 Ιανουαρίου 2001, όταν, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο στρατός και η αστυνομία πυροβόλησαν στο πλήθος των διαδηλωτών, σκοτώνοντας τουλάχιστον 35 και τραυματίζοντας πάνω από 600. Εκείνες οι δυνάμεις, συνοδευόμενες από στελέχη του κυβερνώντος κόμματος και πολιτοφύλακες, πήγαν επίσης σε έξαλλη κατάσταση από σπίτι σε σπίτι, συλλαμβάνοντας αδιακρίτως, δέρνοντας και κακοποιώντας σεξουαλικά τους κατοίκους. Περίπου 2.000, εγκατέλειψαν προσωρινά προς την Κένυα.[31]
Η βία ξέσπασε και πάλι μετά από τις γενικές εκλογές της Τανζανίας της 31 Οκτωβρίου 2005, με το CUF να υποστηρίζει ότι της είχε κλαπεί η δίκαιη νίκη της. Εννέα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.[32][33]
Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν ήταν αναίμακτη:
Στις 12 Ιανουαρίου 1964 με επανάσταση ανατράπηκε ο κυβερνών συνασπισμός υπό το κόμμα ZNP και περίπου 5.000-12.000 Αραβικής καταγωγής Ζανζιβαριανοί σκοτώθηκαν, ενώ χιλιάδες άλλοι τέθηκαν υπό κράτηση και η περιουσία τους δημεύτηκε ή καταστράφηκε.[34]
Μετά το 2005, έγιναν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο μερών, με στόχο τη μακροπρόθεσμη επίλυση των εντάσεων και τη συμφωνία καταμερισμού της εξουσίας, αλλά υπέστησαν επανειλημμένες αποτυχίες. Η πιο αξιοσημείωτη από αυτές συνέβη τον Απρίλιο του 2008, όταν οι CUF αποχώρησαν από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, μετά από πρόσκληση των CCM για ένα δημοψήφισμα για να εγκρίνουν ό,τι είχαν παρουσιαστεί ως μια τελειωμένη υπόθεση σχετικά με τη συμφωνία καταμερισμού της εξουσίας.[35]
Τον Νοέμβριο του 2009, ο τότε πρόεδρος της Ζανζιβάρης, Amani Abeid Karume, συναντήθηκε στη Βουλή με τον Seif Sharif Hamad, γενικό γραμματέα του CUF προκειμένου να συζητήσουν πώς θα σώσουν τη Ζανζιβάρη από μελλοντική πολιτική αναταραχή και να τερματίσουν τη μεταξύ τους έχθρα.[36] Η κίνηση αυτή χαιρετίστηκε από πολλούς, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών.[37] Ήταν η πρώτη φορά από τότε που εισήχθη το πολυκομματικό σύστημα στη Ζανζιβάρη, που το CUF συμφώνησε να αναγνωρίσει τον Καρούμε (Karume) ως τον νόμιμο πρόεδρο της Ζανζιβάρης.[36]
Μια πρόταση για την τροποποίηση του συντάγματος της Ζανζιβάρης, να επιτρέπει τα ανταγωνιστικά κόμματα, να σχηματίζουν κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, εγκρίθηκε στις 31 Ιουλίου 2010, από το 66,2% των ψηφοφόρων.[38]
Η Ζανζιβάρη είναι ένα από τα νησιά του Ινδικού Ωκεανού. Βρίσκεται στην Ακτή σουαχίλι, δίπλα στην Τανγκανίκα (ηπειρωτική Τανζανία).
Το βόρειο άκρο της νήσου Ουνγκούτζα βρίσκεται 5,72 μοίρες νότια, 39,30 μοίρες ανατολικά, με το νοτιότερο σημείο 6,48 μοίρες νότια και 39,51 μοίρες ανατολικά.[39] Το νησί χωρίζεται από την ηπειρωτική χώρα της Τανζανίας από ένα πορθμό, ο οποίος στο στενότερο σημείο του είναι 36,5 χιλιόμετρα.[40] Το νησί έχει μήκος περίπου 85 χιλιόμετρα και πλάτος 39 χιλιόμετρα,[40] με έκταση τα 1,464 χλμ².[41] Η Ουνγκούτζα είναι κυρίως χαμηλού υψομέτρου, με το υψηλότερο σημείο του να είναι στα 120 μέτρα (390 πόδια).[41] Η Ουνγκούτζα χαρακτηρίζεται από πανέμορφες αμμώδεις παραλίες με κοραλλιογενείς υφάλους.[41] Οι ύφαλοι είναι πλούσιοι σε θαλάσσια βιοποικιλότητα.[42]
Το βόρειο άκρο της νήσου Πέμπα βρίσκεται 4,87 μοίρες νότια, 39,68 μοίρες ανατολικά και το νοτιότερο σημείο του βρίσκεται 5,47 μοίρες νότια και 39,72 μοίρες ανατολικά.[39] Το νησί χωρίζεται από την ηπειρωτική χώρα της Τανζανίας μέσω ενός πορθμού πλάτους περίπου 56 χιλιόμετρα.[40] Το νησί έχει μήκος περίπου 67 χιλιόμετρα και πλάτος 23 χιλιόμετρα, με έκταση 985 χλμ².[40] Η Πέμπα επίσης κείτεται κυρίως χαμηλά, με το υψηλότερο σημείο της να είναι τα 95 μέτρα.[43]
Η ζέστη του καλοκαιριού (που αντιστοιχεί στον χειμώνα του βορείου ημισφαιρίου) συχνά δροσίζεται από ισχυρούς θαλασσινούς αέρηδες που έχουν σχέση με το βορειοανατολικό μουσώνα (γνωστό στα σουαχίλι ως Κασκάζι (Kaskazi)), κυρίως στις βόρειες και ανατολικές ακτές. Όντας πλησίον του ισημερινού, τα νησιά είναι ζεστά καθ'όλο τον χρόνο. Οι βροχές πέφτουν τον Νοέμβριο, αλλά χαρακτηρίζονται από σύντομες καταιγίδες. Μεγαλύτερες βροχές συμβαίνουν συνήθως τον Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και σε συνεργασία με τον νοτιοδυτικό μουσώνα (γνωστό στους ντόπιους Σουαχίλι ως Κούσι (Kusi)).[44]
Κλιματικά δεδομένα της Ζανζιβάρης (Zanzibar). | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | 32 (90) |
33 (91) |
33 (91) |
30 (86) |
29 (84) |
28 (83) |
28 (82) |
28 (83) |
29 (84) |
30 (86) |
32 (89) |
32 (89) |
30,3 (87) |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | 24 (76) |
24 (76) |
25 (77) |
25 (77) |
24 (75) |
23 (74) |
22 (72) |
22 (72) |
22 (72) |
23 (73) |
24 (75) |
24 (76) |
23,7 |
Υετός mm (ίντσες) | 58 | 66 | 147 | 320 | 290 | 53 | 28 | 30 | 41 | 66 | 170 | 140 | 142 |
Πηγή: Weatherbase[45] |
Ο Red Colobus της Ζανζιβάρης (Procolobus kirkii), που λαμβάνονται σε Jozani Δάσος, Ζανζιβάρη, Τανζανία. Το κύριο νησί της Ζανζιβάρης, η Ουνγκούτζα, έχει μια πανίδα που αντικατοπτρίζει τη σύνδεσή της με την ηπειρωτική ενδοχώρα της Αφρικής κατά τη διάρκεια της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων.[46][47]
Στα ενδημικά θηλαστικά με τους ηπειρωτικούς συγγενείς, συμπεριλαμβάνεται η ερυθρή colobus της Ζανζιβάρης (Zanzibar red colobus), ένα από τα σπανιότερα πρωτεύοντα της Αφρικής, με ίσως μόνο 1.500 να υπάρχουν. Απομονωμένα σε αυτό το νησί για τουλάχιστον 1.000 χρόνια, η ερυθρή colobus της Ζανζιβάρης (Procolobus kirkii) αναγνωρίζεται ως ένα ξεχωριστό είδος, με διαφορετικά δείγματα στο τρίχωμά τους, στα καλέσματά τους και στις διατροφικές τους συνήθειες από συγγενή είδη colobus στην ηπειρωτική χώρα.[48] Η ερυθρή colobus της Ζανζιβάρης (Procolobus kirkii) ζει σε μια μεγάλη ποικιλία των ξηρών περιοχών των παράκτιων συστάδων και των κοραλλιογενών θάμνων καθώς και στους βάλτους και τις γεωργικές εκτάσεις. Περίπου το ένα τρίτο από αυτές ζουν μέσα και γύρω από το Εθνικό Πάρκο Jozani Chwaka Bay National Park. Το πιο εύκολο μέρος για να δείτε την colubus είναι στις γεωργικές εκτάσεις που γειτνιάζουν με το Πάρκο. Έχουν συνηθίσει τους ανθρώπους και τη χαμηλή βλάστηση που σημαίνει ότι έρχονται πλησιέστερα στο έδαφος.
Σπάνια ενδημικά ζώα περιλαμβάνουν τη λεοπάρδαλη της Ζανζιβάρης (Zanzibar leopard), η οποία είναι άκρως απειλούμενο είδος και ενδεχομένως εξαφανισμένο και η πρόσφατα περιγραφείσα Zanzibar servaline genet (είδος σαρκοβόρου, συγγενικό προς τα αιλουροειδή). Δεν υπάρχουν μεγάλα άγρια ζώα στην Ουνγκούτζα. Οι δασικές περιοχές όπως το Jozani κατοικούνται από τους πιθήκους, ο θαμνό-χοιρος, μικρές αντιλόπες, civets και όπως λένε οι φήμες, την άπιαστη λεοπάρδαλη. Διάφορα είδη μαγκούστα μπορούν επίσης να βρεθούν στο νησί. Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από πουλιά και ένας μεγάλος αριθμός από πεταλούδες στις αγροτικές περιοχές.
Η νήσος Πέμπα χωρίζεται από τη νήσο Ουνγκούτζα και την αφρικανική ήπειρο από βαθιά κανάλια και έχει περιορισμένη αναλογικά πανίδα, που αντικατοπτρίζει τη συγκριτική της απομόνωσή από την ηπειρωτική χώρα.[46][47] Το νησί είναι η κατοικία της ιπτάμενης αλεπούς της Πέμπα (Pemba Flying Fox).
Η απογραφή του 2002 είναι η πιο πρόσφατη απογραφή για τα οποία έχουν αναφερθεί αποτελέσματα. Ο συνολικός πληθυσμός της Ζανζιβάρης ήταν 984.625[49] - με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,1%.[50] Ο πληθυσμός στην Πόλη της Ζανζιβάρης, η οποία ήταν η μεγαλύτερη πόλη, ήταν 205.870[50]
Περίπου τα δύο τρίτα των ανθρώπων - 622.459 - ζούσαν στο Ουνγκούτζα (Νήσο Ζανζιβάρη), με το μεγαλύτερο ποσοστό να είναι εγκαταστημένο στην πυκνοκατοικημένη δυτική πλευρά. Εκτός από την Πόλη της Ζανζιβάρης, άλλες πόλεις στην Ουνγκούτζα περιλαμβάνουν το Chaani, Mbweni, Mangapwani, Chwaka και το Nungwi. Εκτός αυτών των πόλεων, οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν σε μικρά χωριά και ασχολούνται με τη γεωργία ή την αλιεία.[50]
Ο πληθυσμός στη νήσο Πέμπα ήταν 362.166.[51] Η μεγαλύτερη πόλη του νησιού ήταν το Chake-Chake, με πληθυσμό 19.283 κατοίκους. Οι μικρότερες πόλεις είναι το Wete και το Mkoani.[50]
Η νήσος Μαφία, το άλλο μεγάλο νησί του αρχιπελάγους της Ζανζιβάρης αλλά διοικούμενο από την ηπειρωτική Τανζανία, είχε έναν συνολικό πληθυσμό 40.801.[52]
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο επίπεδο διαβίωσης για τους κατοίκους της Πέμπα και της Ουνγκούτζα, καθώς και διαφορές μεταξύ αστικών και αγροτικών πληθυσμών. Το μέσο ετήσιο εισόδημα είναι US$250. Περίπου ο μισός πληθυσμός ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Παρά το σχετικά υψηλό επίπεδο της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και εκπαίδευσης, η νηπιακή θνησιμότητα στη Ζανζιβάρη είναι 54 στις 1.000 γεννήσεις, η οποία είναι 10,0% χαμηλότερη από ό,τι το ποσοστό στην ηπειρωτική Τανζανία. Το ποσοστό της παιδικής θνησιμότητας στη Ζανζιβάρη είναι 73 στις 1.000 γεννήσεις, το οποίο είναι 21,5% χαμηλότερο από ό,τι το ποσοστό στην ηπειρωτική Τανζανία.[53]
Εκτιμάται ότι το 12% των παιδιών στη Ζανζιβάρη υποφέρουν από οξύ υποσιτισμό.[54]
Το προσδόκιμο ζωής από τη γέννηση είναι στα 57 χρόνια,[55] το οποίο είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο του 2010 που είναι στα 67,2 χρόνια.
Η γενική επικράτηση του ιού HIV/AIDS στον σεξουαλικά ενεργό πληθυσμό της Ζανζιβάρης είναι 0,6%, με το ποσοστό να είναι ελαφρώς υψηλότερο στις γυναίκες (0,7%) από ό,τι στους άνδρες (0,5%). Το ποσοστό των διαζευγμένων γυναικών, ωστόσο, είναι 10% και ακόμα υψηλότερο είναι στους χρήστες των ενέσιμων ναρκωτικών (16%). Οι άνδρες που κάνουν σεξ με άνδρες (MSM) (12,3%) και οι εργαζόμενες γυναίκες (10,8%). Μεταξύ των MSM, 13,9% ανέφεραν και ενέσιμη χρήση ναρκωτικών μέσα στους προηγούμενους τρεις μήνες, το 77,5% ανέφερε ότι αμείφθηκε για το σεξ που έκαναν κατά το προηγούμενο έτος, το 71,2% ανέφεραν ότι είχαν θηλυκό σεξουαλικό σύντροφο κατά το προηγούμενο έτος.[56]
Περισσότερο από το 99% του πληθυσμού της Ζανζιβάρης είναι μουσουλμάνοι.[57] Οι περισσότεροι από το υπόλοιπο 1% είναι Χριστιανοί.
Αρχαία κεραμικά υπονοούν την ύπαρξη εμπορικών διαδρομών πίσω στην εποχή των αρχαίων Ασσυρίων. Έμποροι από την Αραβία, την περιοχή του Περσικού Κόλπου του σύγχρονου Ιράν (ειδικότερα το Σιράζ και η δυτική Ινδία πιθανόν να επισκέφθηκαν τη Ζανζιβάρη κατά τον 1ο αιώνα. Χρησιμοποίησαν τους ανέμους του μουσώνα και διέπλευσαν τον Ινδικό Ωκεανό για να φθάσουν στον απάνεμο λιμένα της σημερινής Πόλης της Ζανζιβάρης.
Το γαρίφαλο, που προέρχεται από τις Νήσους Μολούκες (σημερινή Ινδονησία), εισήχθη στη Ζανζιβάρη με τους σουλτάνους του Ομάν κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.[58] Η Ζανζιβάρη και κυρίως η νήσος Πέμπα, ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος παραγωγός γαρίφαλου στον κόσμο,[59] αλλά από το 1970, οι ετήσιες πωλήσεις γαρίφαλου, έπεσαν κατακόρυφα κατά 80%. Η βιομηχανία γαρίφαλου στη Ζανζιβάρη έχει παραλύσει από τη γρήγορη κινητικότητα της παγκόσμιας αγοράς, ο διεθνής ανταγωνισμός, και η εγκατάλειψη ενός αποτυχημένου πειράματος της Τανζανίας, με τον σοσιαλισμό στη δεκαετία του 1960 και του 1970, όταν η κυβέρνηση έλεγχε τις τιμές του γαρίφαλου και τις εξαγωγές. Η Ζανζιβάρη κατατάσσεται πλέον τρίτη, με την Ινδονησία να προμηθεύει το 75% των γαρίφαλων του κόσμου σε σύγκριση με το ισχνό 7% της Ζανζιβάρης.[59]
Η Ζανζιβάρη εξάγει μπαχαρικά, φύκια και εξαιρετικής ποιότητας raffia (είδος φοινικοειδούς). Έχει επίσης μια μεγάλη αλιευτική παραγωγή καθώς επίσης και μια παραγωγή πιρόγας και κανό. Ο τουρισμός αποτελεί άλλη μια σημαντική συγκέντρωση ξένου νομίσματος.
Η κυβέρνηση της Ζανζιβάρης νομιμοποίησε στα νησιά, πριν από την ηπειρωτική Τανζανία, τα γραφεία ξένων ανταλλακτηρίων. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί η διαθεσιμότητα των βασικών καταναλωτικών προϊόντων. Η κυβέρνηση δημιούργησε επίσης μια ζώνη ελεύθερη δασμών στην περιοχή του λιμανιού, η οποία παρέχει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα: συμβολή στην οικονομική διαφοροποίηση, παρέχοντας ένα παράθυρο για το ελεύθερο εμπόριο καθώς και την ενθάρρυνση της δημιουργίας των υπηρεσιών υποστήριξης, διαχείρισης ενός καθεστώτος που εισάγει, εξάγει καθώς και αποθηκεύει το γενικό εμπόριο, κατάλληλες εγκαταστάσεις αποθήκευσης και άλλες υποδομές για τη λήψη μέριμνας στην αποτελεσματική λειτουργία του εμπορίου και τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης για την αποτελεσματική επανεξαγωγή των εμπορευμάτων.[60]
Ο κατασκευαστικός τομέας του νησιού περιορίζεται κυρίως στην εισαγωγή υποκατάστατων βιομηχανιών, όπως τσιγάρων, υποδημάτων και μεταποιημένων γεωργικών προϊόντων. Το 1992, η κυβέρνηση όρισε δύο ζώνες εξαγωγής-παραγωγής και ενεθάρρυνε την ανάπτυξη των υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η Ζανζιβάρη εξακολουθεί να εισάγει μεγάλο μέρος των βασικών απαιτήσεών της, τα πετρελαιοειδή και τα βιομηχανικά είδη.
Υπάρχει επίσης η δυνατότητα της διαθεσιμότητας κοιτασμάτων πετρελαίου στη Ζανζιβάρη και στη νήσο Πέμπα και έχουν γίνει προσπάθειες από την επαναστατική κυβέρνηση της Τανζανίας και την επαναστατική κυβέρνηση της Ζανζιβάρης να εκμεταλλευτούν ό,τι θα μπορούσε να είναι μία από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις στην πρόσφατη ιστορία. Το πετρέλαιο θα βοηθούσε στην ενίσχυση της οικονομίας της Ζανζιβάρης, αλλά έχουν υπάρξει διαφωνίες σχετικά με τα μερίσματα μεταξύ της ηπειρωτικής ενδοχώρας της Τανζανίας και της Ζανζιβάρης, με την τελευταία να διεκδικεί ότι το πετρέλαιο θα πρέπει να αποκλεισθεί από τα θέματα της Ένωσης.
Το 2007, μια νορβηγική εταιρεία συμβούλων, πήγε στη Ζανζιβάρη για να καθορίσει πώς θα μπορούσε η περιοχή να αναπτύξει το πετρελαϊκό της δυναμικό.[61] Η εταιρεία συνέστησε ότι η Ζανζιβάρη ακολουθεί τις ιδέες του νεοφιλελεύθερου οικονομολόγου Hernando de Soto Polar για την επισημοποίηση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των ατόμων που ζουν στην προγονική γη για την οποία πιθανώς δεν έχουν τη σχετική νομική πράξη.[62]
Το 2000 υπήρχαν στη Ζανζιβάρη 207 κρατικά σχολεία και 118 ιδιόκτητα σχολεία.[63] Υπάρχουν επίσης δύο πανεπιστήμια και ένα κολέγιο: το Πανεπιστήμιο της Ζανζιβάρης, το Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Ζανζιβάρης (SUZA) και το Chukwani College of Education.[64]
Το SUZA ιδρύθηκε το 1999 και βρίσκεται στη Στόουν Τάουν, στα κτίρια του πρώην Ινστιτούτου Σουαχίλι και Ξένων Γλωσσών (TAKILUKI).[65] Είναι το μόνο δημόσιο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη Ζανζιβάρη, τα άλλα δύο θεσμικά όργανα είναι ιδιωτικά. Το 2004, τα τρία θεσμικά όργανα είχαν μια συνολική εγγραφή 948 φοιτητών, εκ των οποίων οι 207 ήσαν γυναίκες.[66]
Το σύστημα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Ζανζιβάρη είναι ελαφρώς διαφορετικό από εκείνο της ηπειρωτικής Τανζανίας. Στην ηπειρωτική χώρα, η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική μόνο για τα επτά έτη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ στη Ζανζιβάρη τρία επιπλέον χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι υποχρεωτικά και δωρεάν.[63] Οι μαθητές στη Ζανζιβάρη έχουν σημαντικά μικρότερη βαθμολόγηση στα τυποποιημένα τεστ ανάγνωσης και μαθηματικών, απ' ό,τι οι μαθητές στην ηπειρωτική ενδοχώρα.[63][67]
Στη δεκαετία του 1970, του 1980 και του 1990, η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά τώρα που είναι εθελοντική, λίγοι μαθητές κατατάσσονται εθελοντικά. Οι περισσότεροι επιλέγουν να αναζητήσουν εργασία ή να παρακολουθήσουν διδασκαλικά κολέγια.
Η Ζανζιβάρη έχει 1.600 χιλιόμετρα οδικού δικτύου, εκ των οποίων το 85% είναι άσφαλτος ή ημι-άσφαλτος. Το υπόλοιπο είναι χωματόδρομοι, οι οποίοι αποκαθίστανται ετησίως, προκειμένου να είναι προσβάσιμοι καθ'όλο τον χρόνο.
Δεν υπάρχει κρατικός φορέας μαζικής μεταφοράς στη Ζανζιβάρη. Τα ιδιόκτητα Daladala ή Thumni,[68] όπως λέγονται επισήμως στη Ζανζιβάρη, είναι μικρά λεωφορειάκια (αγγλικά: minibuses) και τα μόνα είδη μέσων μαζικής μεταφοράς. Ο όρος Daladala προήλθε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και του '80, από τη σουαχίλι λέξη "Ντάλα" ή πέντε σελίνια, όταν το κόστος στις δημόσιες συγκοινωνίες τότε ήταν πέντε σελίνια.[68]
Υπάρχουν πέντε λιμάνια στα νησιά Ουνγκούτζα και Πέμπα, όλα λειτουργούν και αναπτύσσονται από τη Zanzibar Ports Corporation.
Το κύριο λιμάνι στο Μαλίντι, το οποίο διαχειρίζεται το 90% των συναλλαγών της Ζανζιβάρης, χτίστηκε το 1925. Το λιμάνι αποκαταστάθηκε μεταξύ 1989 και 1992, με την οικονομική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ιταλική ανάδοχος εταιρεία, Cogefar-Impresit, υποτίθεται ότι θα έκτιζε αποβάθρες που θα διαρκούσαν 60 χρόνια. Ωστόσο, οι αποβάθρες διήρκεσαν μόλις 11 χρόνια πριν αρχίσουν να καταρρέουν, επειδή η εταιρεία απέκλινε από τις προδιαγραφές.[69] Μετά από μια μακρά νομική μάχη, το 2005 ζητήθηκε από το Διεθνές Δικαστήριο Διαιτησίας, ώστε η εταιρεία να αποζημιώσει τη Ζανζιβάρη με US$11.600.000 για τις ζημίες.[70] Το λιμάνι αποκαταστάθηκε πάλι μεταξύ 2004 και 2009, με μια επιχορήγηση € 31 εκατομμυρίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σύμβαση ανατέθηκε στην εταιρεία από τη Δανία M/S E. Phil and Sons. Ο τότε διευθυντής της αναδόχου εταιρείας πρότεινε ότι η αποκατάσταση θα διαρκέσει για τουλάχιστον 50 χρόνια. Αλλά το λιμάνι αντιμετωπίζει και πάλι προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης και της βύθισης.[69]
Το MV Faith (Πίστη), τo οποίo ξεκίνησε το τελικό ταξίδι του από το λιμάνι του Νταρ ες Σαλαάμ, βυθίστηκε τον Μάιο του 2009 λίγο πριν από την πρόσδεσή του στο λιμάνι του Μαλίντι. Έξι από τους 25 επιβαίνοντες έχασαν τη ζωή τους.[71]
Το MV Skagit, τo οποίo ξεκίνησε επίσης το τελικό ταξίδι του από το λιμάνι του Νταρ ες Σαλαάμ, ανατράπηκε στις 18 Ιουλίου 2012, λόγω θαλασσοταραχής κοντά στη νήσο Chumbe. Το πλοίο είχε 447 επιβάτες, με 81 νεκρούς, 212 αγνοούμενους οι οποίοι θεωρούνται ότι πνίγηκαν και 154 διασωθέντες. Το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι, παρά τις προειδοποιήσεις της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας της Τανζανίας, προς τα πλοία να μην επιχειρήσουν τη διέλευση από το Νταρ ες Σαλαάμ προς τη νήσο Ουνγκούτζα, λόγω της θαλασσοταραχής. Μια προεδρική επιτροπή ανέφερε τον Οκτώβριο του 2012 ότι η υπερφόρτωση ήταν η αιτία της καταστροφής.[72][73]
Το MV Spice Islander I βυθίστηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2011 μετά από αναχώρησή του από τη νήσο Ουνγκούτζα για τη νήσο Πέμπα. Σε μια έκθεση για τη Βουλή των Αντιπροσώπων της Ζανζιβάρης στις 14 Οκτωβρίου 2011, ο Δεύτερος Αντιπρόεδρος της Ζανζιβάρης, Πρέσβης Seif Ali Iddi, δήλωσε ότι 2.764 άτομα αγνοούνται, εντοπίστηκαν 203 πτώματα και 619 επιβάτες διασώθηκαν. Ήταν η χειρότερη θαλάσσια καταστροφή στην ιστορία της Τανζανίας.[74] Μια προεδρική επιτροπή, ωστόσο, ανέφερε τρεις μήνες αργότερα ότι 1.370 άτομα αγνοούνται, 203 πτώματα είχαν ανακτηθεί και 941 επιβάτες επέζησαν. Σοβαρή υπερφόρτωση προκάλεσε τη βύθιση του πλοίου.[75]
Το κύριο αεροδρόμιο της Ζανζιβάρης, το διεθνές αεροδρόμιο της Ζανζιβάρης, μπορεί από το 2011, να χειριστεί μεγάλα επιβατικά αεροπλάνα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της μεταφοράς επιβατών και την αύξηση εισροών και εκροών εμπορευμάτων. Μετά από άλλη μια αύξηση της παραγωγικής ικανότητας μέχρι το τέλος του 2013, θα μπορεί να εξυπηρετήσει έως και 1,5 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως.[76] Το νησί εξυπηρετείται με πτήσεις που εκτελούνται από την Auric Air,[77] την Kenya Airways[77] και την Coastal Aviation.[78]
Η Ζανζιβάρη διαθέτει το δικό της Επαναστατικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων (με 50 έδρες- οι βουλευτές εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία για πενταετή θητεία).
Η ημιαυτονομία της Ζανζιβάρης συνεπάγεται την ύπαρξη επαναστατικής κυβέρνησης.
Διοικητικά το νησί διαιρείται σε 3 διοικητικές περιοχές:
Στο νησί Πέμπα υπάρχουν 2 διοικητικές περιοχές: η Βόρεια Πέμπα και η Νότια Πέμπα.
Όνομα | Από | Έως | Κόμμα |
Σεΐχ Αμπέιντ Αμάνι Καρούμε | 12 Ιανουαρίου 1964 | 7 Απριλίου 1972 | ASP |
Σεΐχ Μουινί Αμπούντ Τζούμπε | 11 Απριλίου 1972 | 30 Ιανουαρίου 1984 | ASP, 1977 CCM |
Αλί Χασάμ Μουινί | 30 Ιανουαρίου 1984 | 24 Οκτωβρίου 1985 | CCM |
Ιντρίς Αμπντούλ Γουακίλ | 24 Οκτωβρίου 1985 | 25 Οκτωβρίου 1990 | CCM |
Σαλμίν Αμούρ | 25 Οκτωβρίου 1990 | 8 Νοεμβρίου 2000 | CCM |
Αμάνι Αμπέιντ Καρούμε | 8 Νοεμβρίου 2000 | 3 Νοεμβρίου 2010 | CCM |
Αλί Μοχάμεντ Σέιν | 3 Νοεμβρίου 2010 | 3 Νοεμβρίου 2020 | CCM |
Χουσεΐν Μουινί | 3 Νοεμβρίου 2020 | Σήμερα | CCM |
Στις γενικές εκλογές στις 31 Οκτωβρίου 2010, πρόεδρος εξελέγη ο Αλί Μοχάμετ Σέιν του CCM με ποσοστό 50% των ψήφων και το CCM να κερδίζει 28 έδρες. Ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης, Σεΐφ Σαρίφ Χαμάντ έλαβε το 49% των ψήφων και το κόμμα του, το CUF, πήρε 22 έδρες. Παρότι η αντιπολίτευση δήλωσε ότι υπήρχαν υποψίες για παρατυπίες, δέχτηκε το αποτέλεσμα.[79] Ο Σέιν ορκίστηκε πρόεδρος στις 3 Νοεμβρίου 2010.
Σε δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στις 31 Ιουλίου 2010, οι πολίτες υπερψήφισαν σε ποσοστό 66,4% την αλλαγή του Συντάγματος, με σκοπό να μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού, μετά τις προσεχείς εκλογές στις 31 Οκτωβρίου. Κατά ψήφισαν 33,4%.[80]
Ο τομέας της ενέργειας στη Ζανζιβάρη αποτελείται από αναξιόπιστες πηγές ηλεκτρικής ενέργειας, από πηγές πετρελαίου και των προϊόντων αυτού, επίσης συμπληρώνεται από καυσόξυλα και συναφή προϊόντα. Ο άνθρακας και το φυσικό αέριο σπανίως χρησιμοποιούνται τόσο στην οικιακή όσο και στη βιομηχανική χρήση.
Η Ουνγκούτζα (Νήσος Ζανζιβάρη) λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας από την ηπειρωτική Τανζανία μέσω ενός υποθαλάσσιου καλωδίου 39 χιλιομέτρων, 100-μεγαβάτ από το Ras Kiromoni (πλησίον του Νταρ ες Σαλαάμ) έως το Ras Fumba στην Ουνγκούτζα. Η τοποθέτηση του καλωδίου ξεκίνησε στις 10 Οκτωβρίου 2012 από την Viscas Corporation της Ιαπωνίας και χρηματοδοτήθηκε με US$28,100,000 επιχορήγηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω της Millennium Challenge Corporation.[81][82] Το καλώδιο άρχισε να λειτουργεί στις 13 Απρ, 2013.[83] Το προηγούμενο καλώδιο των 45-μεγαβάτ, το οποίο σπανίως συντηρείτο, είχε ολοκληρωθεί το 1980, από τη Νορβηγία.[84]
Από τον Μάιο του 2010, η νήσος Πέμπα είχε μια απευθείας υποθαλάσσια ηλεκτρική σύνδεση 75 χιλιομέτρων, με την ηπειρωτική Τανζανία, των 25 μεγαβάτ. Το έργο της καλωδίωσης χρηματοδοτήθηκε με επιχορήγηση € 45 εκατομμυρίων από τη Νορβηγία και τη συμβολή € 8.000.000 από την κυβέρνηση της Ζανζιβάρης και € 4.000.000 από την εθνική κυβέρνηση της Τανζανίας. Το πρόγραμμα έληξε χρόνια εξάρτησης στην αναξιόπιστη και ακανόνιστη παραγωγή του ντίζελ και που υπόκειτο σε συχνές διακοπές ρεύματος. Μόνο περίπου το 20% της χωρητικότητας του καλωδίου είχε χρησιμοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2011, οπότε αναμένεται ότι το καλώδιο θα καλύψει τις ανάγκες του νησιού για τα επόμενα 20 με 25 χρόνια.[85][86]
Μεταξύ 70 και 75% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται, χρησιμοποιείται στην εγχώρια αγορά, ενώ λιγότερο από το 20% χρησιμοποιείται στη βιομηχανία. Καυσόξυλα, κάρβουνα και κηροζίνη χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως πηγές ενέργειας για το μαγείρεμα και τον φωτισμό στις περισσότερες αγροτικές και αστικές περιοχές. Η δυναμικότητα κατανάλωσης του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, της κηροζίνης και των βιομηχανικών ελαίων ντίζελ αυξάνεται κάθε χρόνο, φθάνοντας από το σύνολο των 5.650 τόνων που καταναλώνονταν κατά το 1997 σε πάνω από 7.500 τόνους το 1999.
Από τις 21 Μαΐου έως τις 19 Ιουνίου 2008, η Ουνγκούτζα υπέστη μια μεγάλη αποτυχία του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία άφησε το νησί χωρίς ηλεκτρική ενέργεια και ως επί το πλείστον εξαρτιόταν από τις γεννήτριες ντίζελ. Η αποτυχία προερχόταν από την ηπειρωτική Τανζανία.[87] Ένα άλλο "μπλακάουτ" συνέβη από τις 10 Δεκεμβρίου 2009 έως τις 23 Μαρτίου 2010, η οποία προκλήθηκε από ένα πρόβλημα με το υποβρύχιο καλώδιο που παρείχε ηλεκτρική ενέργεια από την ηπειρωτική Τανζανία.[88] Αυτό οδήγησε σε ένα σοβαρό σοκ για την εύθραυστη οικονομία της Ουνγκούτζα, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον ξένο τουρισμό.
Πιο διάσημη εκδήλωση της Ζανζιβάρης είναι το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ζανζιβάρης (ZIFF), επίσης γνωστό ως το Φεστιβάλ των Dhow (είδος πλεούμενου ιστιοφόρου) χωρών. Κάθε Ιούλιο, το γεγονός αυτό αναδεικνύει ό,τι καλύτερο στη σκηνή των τεχνών στην Ακτή σουαχίλι, συμπεριλαμβανομένης της taarab, της αγαπημένης μουσικής της Ζανζιβάρης.[89]
Σημαντικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά στη Στόουν Τάουν, είναι η οικία του Λίβινγκστον, το παλαιό ιατρείο της Ζανζιβάρης, η Γέφυρα Guliani, Ngome kongwe (Το παλαιό φρούριο της Ζανζιβάρης) και το Σπίτι των Θαυμάτων.[90] Η πόλη Kidichi διαθέτει τα Περσικά Λουτρά Hamamni, χτισμένα από μετανάστες του Σιράζ, Ιράν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Barghash bin Said.
Η Ζανζιβάρη είναι επίσης το μόνο μέρος από τις χώρες της Ανατολικής Αφρικής που έχει το μακρύτερο συνοικισμό επισήμως γνωστό ως διαμερίσματα Michenzani, που χτίστηκαν με τη βοήθεια από την Ανατολική Γερμανία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, για την επίλυση των προβλημάτων στέγασης στη Ζανζιβάρη.
Η Ζανζιβάρη είναι συντηρητική κοινωνία, με Σουνίτες Μουσουλμάνους. Η ιστορία της έχει δεχτεί επιρροές από τους Πέρσες, τους Άραβες, τους Ινδούς, τους Πορτογάλους, τους Άγγλους και τους υπόλοιπους Αφρικανούς.
Το νησί ήταν η πρώτη αφρικανική περιοχή που εισήγαγε την έγχρωμη τηλεόραση το 1973 (αν και οι πρώτες τηλεοπτικές υπηρεσίες άρχισαν σχεδόν 20 χρόνια μετά). Ο σημερινός τηλεοπτικός σταθμός ονομάζεται TvZ TvZ.
Στη Ζανζιβάρη tο 2004, απαγορεύτηκε με νόμο η ομοφυλοφιλία σε άνδρες και γυναίκες.[91][92].
Οι κάτοικοι της Ζανζιβάρης έχουν διαφορετική εθνική προέλευση.[93] Οι πρώτοι μόνιμοι κάτοικοι της Ζανζιβάρης φαίνεται ότι ήταν οι πρόγονοι των Μπαντού, οι Χαντίμου (Hadimu) και οι Τουμπάτου (Tumbatu), οι οποίοι άρχισαν να καταφθάνουν από την ηπειρωτική χώρα των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής γύρω στο 1000 μ.Χ.. Ανήκαν σε διάφορες εθνοτικές ομάδες της ενδοχώρας και στη Ζανζιβάρη ζούσαν σε μικρά χωριά που δεν συγχωνεύτηκαν για να σχηματίσουν μεγαλύτερες πολιτικές ενότητες. Επειδή δεν είχαν κεντρική οργάνωση, υποτάχθηκαν εύκολα από τους ξένους.
Η Ζανζιβάρη σήμερα ως επί το πλείστον κατοικείται από τους εθνοτικούς Σουαχίλι, ένα πληθυσμό Μπαντού.[50] Υπάρχει επίσης και ένας αριθμός Αράβων καθώς και ορισμένων Ινδών.[94]
Οι κάτοικοι της Ζανζιβάρης μιλούν τα σουαχίλι, μια γλώσσα Μπαντού, που ομιλείται ευρύτατα στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής. Μαζί με την αγγλική, τα σουαχίλι είναι μια από τις δύο επίσημες γλώσσες της Τανζανίας. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής μιλούν επίσης γαλλικά ή/και ιταλικά.[95]
Η Ζανζιβαρινή διάλεκτος στα σουαχίλι, ονομάζεται Κιουνγκούτζα (Kiunguja) και είναι μια από τις τρεις σημαντικές διαλέκτους μαζί με την Κιμβίτα (Kimvita) (τα σουαχίλι της Μομπάσα) και την Κιάμου (Kiamu) (τα σουαχίλι της νήσου Λάμου και της απέναντί της παραλίας). Αυτές οι τρεις διάλεκτοι, ενοποιήθηκαν στα Καθιερωμένα Σουαχίλι (Standard Swahili), που ομιλούνται σήμερα.[96]
Το 1974, Ζανζιβάρη έγινε η πρώτη περιοχή στην Αφρική για την εισαγωγή έγχρωμη τηλεόραση. Λόγω της μακρόχρονης αντίθεσής του με την τηλεόραση, από τον Πρόεδρο Julius Nyerere, η πρώτη τηλεοπτική υπηρεσία στην ηπειρωτική Τανζανία δεν εισήχθη μέχρι το 1994.[97] Ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός στη Ζανζιβάρη ονομάζεται Τηλεόραση Ζανζιβάρης (TVZ).[98] Ανάμεσα στους διάσημους δημοσιογράφους του TVZ κατά τη διάρκεια της 1980 και 1990 ήταν ο αείμνηστος Alwiya Alawi 1961–1996 (η μεγαλύτερη αδελφή του Inat Alawi, διάσημη τραγουδίστρια taarab κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980), Neema Mussa, Sharifa Maulid, Fatma Mzee, Zaynab Ali, Ramadhan Ali, και Khamis.
Ζανζιβάρη έχει ένα ραδιοφωνικό σταθμό[99] και 21 ραδιοφωνικούς σταθμούς FM.[100]
Σε ό,τι αφορά το επίγειο σταθερό δίκτυο επικοινωνιών, η Ζανζιβάρη εξυπηρετείται από την Tanzania Telecommunications Company και τη Zantel Τανζανίας.
Σχεδόν όλες οι υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας και των εταιρειών του Διαδικτύου που εξυπηρετούν την ηπειρωτική Τανζανία είναι επίσης διαθέσιμες και στη Ζανζιβάρη.
Το ποδόσφαιρο είναι το πιο δημοφιλές άθλημα στη Ζανζιβάρη, που επιβλέπεται από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ζανζιβάρης.[101] Η Ζανζιβάρη είναι συνδεδεμένο μέλος με την Αφρικανική Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου (CAF). Αυτό σημαίνει ότι η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ζανζιβάρης δεν είναι επιλέξιμη για να εισαχθεί σε εθνικούς αγώνες CAF, όπως το Κύπελλο Εθνών Αφρικής, αλλά τα Ποδοσφαιρικά Σωματεία της Ζανζιβάρης λαμβάνουν εκπροσώπηση στο CAF Κύπελλο Συνομοσπονδιών και στο CAF Τσάμπιονς Λιγκ (Champions League).
Η εθνική ομάδα συμμετέχει σε μη-FIFA ποδοσφαιρικά τουρνουά όπως το FIFI Άγριο Κύπελλο και το ELF Κύπελλο. Επειδή η Ζανζιβάρη δεν είναι μέλος της FIFA, η ομάδα τους δεν είναι επιλέξιμη για το Παγκόσμιο Κύπελλο της FIFA.
Η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ζανζιβάρης έχει επίσης ένα Premier League για τα κορυφαία κλαμπ, το οποίο δημιουργήθηκε το 1981.
Από το 1992, στη Ζανζιβάρη υπήρξε επίσης και το Τζούντο. Ο ιδρυτής του, ο κ. Tsuyoshi Shimaoka δημιούργησε μια ισχυρή ομάδα που συμμετέχει σε εθνικούς και διεθνείς διαγωνισμούς. Το 1999, ο Σύνδεσμος Τζούντο της Ζανζιβάρης (Zanzibar Judo Association (Z.J.A.)) καταχωρήθηκε και έγινε ενεργό μέλος της Ολυμπιακής Επιτροπής της Τανζανίας και της Διεθνούς Ομοσπονδίας Τζούντο.
Το Μάρτιο του 2013 η Zanzibar Shotokan Karate (ZASHOKA) εντάχθηκε στη Διεθνή Ομοσπονδία Καράτε (ISKF).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.