Ομολογίες Δυτικών Χριστιανικών Εκκλησιών From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο προτεσταντισμός είναι μια μορφή του Δυτικού Χριστιανισμού (αλλά μερικές φορές του Ανατολικού Χριστιανισμού) που ακολουθεί τις θεολογικές αρχές της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης: ένα κίνημα εντός του Δυτικού Χριστιανισμού που άρχισε να επιδιώκει τη μεταρρύθμιση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εκ των έσω τον 16ο αιώνα ενάντια σε αυτό που οι οπαδοί του αντιλαμβάνονταν ως λάθη, καταχρήσεις, καινοτομίες, αποκλίσεις και θεολογικά novum (νέα) που αναπτύσσονταν εντός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.[1]
Ο προτεσταντισμός δίνει έμφαση στη δικαίωση του χριστιανού πιστού από τον Θεό μόνο με την πίστη (sola fide) και όχι με τον συνδυασμό πίστης και καλών πράξεων όπως στον Ρωμαιοκαθολικισμό, στη διδασκαλία ότι η σωτηρία έρχεται μόνο με τη θεία χάρη ή την «ανάξια εύνοια», όχι ως κάτι που αξίζει λόγω (sola gratia) των καλών πράξεων, στην ιεροσύνη όλων των πιστών της Εκκλησία και στην επιβεβαίωση της Αγίας Γραφής ως της μόνης ανώτατης αρχής (sola scriptura, «μόνο η γραφή») από την οποία πρέπει να πηγάζει όλη η πνευματική εξουσία ή η κύρια εξουσία (prima scriptura, «πρώτα η γραφή») για τον έγκυρο ορισμό του χριστιανικού δόγματος, αντί της πίστης στην ισότητα με τις ιερές παραδόσεις της Εκκλησίας που βρίσκονται έξω από την παραδοσιακή βιβλική γραφή.[2][3] Οι περισσότεροι Προτεστάντες, με εξαίρεση τον Αγγλοπαπισμό, απορρίπτουν το ρωμαιοκαθολικό δόγμα της παπικής υπεροχής, αλλά διαφωνούν μεταξύ τους σχετικά με τον αριθμό των μυστηρίων, την πραγματική παρουσία του Χριστού στη Θεία Ευχαριστία και τα ζητήματα της εκκλησιαστικής πολιτείας και της αποστολικής διαδοχής.[4][5] Άλλα προτεσταντικά δόγματα και ανεξάρτητοι προτεστάντες συνήθως δεν ενδιαφέρονται για τα περισσότερα από αυτά τα θεολογικά ζητήματα και επικεντρώνονται μόνο στην αντίληψή τους για τις ρητές χριστιανικές διδασκαλίες στην ίδια την Αγία Γραφή. Τα πέντε solae του Λουθηρανισμού και των Μεταρρυθμισμένων εκκλησιών συνοψίζουν τις βασικές θεολογικές διαφορές με την Καθολική Εκκλησία. [2][6]Σήμερα είναι η δεύτερη σε αριθμό πιστών μορφή Χριστιανισμού, με συνολικά 800 εκατομμύρια ως 1 δισεκατομμύριο πιστούς παγκοσμίως, περίπου το 37% όλων των Χριστιανών.[7][8] Με την ταχεία αύξηση του πληθυσμού οι Προτεστάντες προβλέπεται να αποτελούν την πλειοψηφία των Χριστιανών μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
Η Μεταρρύθμιση ξεκίνησε στη Γερμανία το 1517, όταν ο Μαρτίνος Λούθηρος δημοσίευσε τις Ενενήντα Πέντε Θέσεις του ως αντίδραση στις καταχρήσεις στην πώληση συγχωροχαρτίων από την Καθολική Εκκλησία, που υποτίθεται ότι πρόσφερε άφεση αμαρτιών στους αγοραστές τους..[9] Ο όρος ωστόσο προέρχεται από την επιστολή διαμαρτυρίας Γερμανούς Λουθηρανούς πρίγκιπες το 1529 κατά ενός διατάγματος της Δίαιτας του Σπάιερ που καταδίκαζε τις διδασκαλίες του Μαρτίνου Λούθηρου ως αιρετικές.[10] Αν και υπήρξαν προηγούμενες ρήξεις και προσπάθειες μεταρρύθμισης της Καθολικής Εκκλησίας, κυρίως από τους Πέτερ Βάλντο, Τζον Ουίκλφ και Γιαν Χους, μόνο ο Λούθηρος κατάφερε να πυροδοτήσει ένα ευρύτερο, διαρκές και νεότερο κίνημα.[11] Τον 16ο αιώνα ο Λουθηρανισμός εξαπλώθηκε από τη Γερμανία στις Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία, Λετονία, Εσθονία και Ισλανδία.[12] Οι καλβινιστικές εκκλησίες εξαπλώθηκαν στις Γερμανία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Σκωτία, Ελβετία και Γαλλία από Προτεστάντες Μεταρρυθμιστές όπως ο Ιωάννης Καλβίνος, ο Ούλριχ Ζβίγγλιος και ο Τζον Νοξ.[13] Ο πολιτικός διαχωρισμός της Εκκλησίας της Αγγλίας από τον πάπα επί του Βασιλιά Ερρίκου Η' ήταν η αρχή του Αγγλικανισμού, φέρνοντας την Αγγλία και την Ουαλία σε αυτό το ευρύ κίνημα της Μεταρρύθμισης, υπό την ηγεσία του μεταρρυθμιστή Τόμας Κράνμερ, τότε Αρχιεπίσκοπου του Καντέρμπερι, του οποίου το έργο σφυρηλάτησε το αγγλικανικό δόγμα και ταυτότητα.
Οι Προτεστάντες έχουν αναπτύξει εκτενώς μια μοναδική κουλτούρα, που έχει συνεισφέρει σημαντικά στην εκπαίδευση, τις κλασσικές μελέτες και τις επιστήμες, την πολιτική και κοινωνική τάξη, την οικονομία και τις τέχνες και σε πολλούς άλλους τομείς.[14] Ο προτεσταντισμός είναι ποικίλος, χωρίζεται σε διάφορες ονομασίες με βάση τη θεολογία και την εκκλησιολογία, χωρίς να αποτελεί ενιαία δομή όπως η Καθολική Εκκλησία, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ή οι Ανατολίτικες Εκκλησίες. Οι Προτεστάντες πιστεύουν στην έννοια της αόρατης εκκλησίας, σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, τις Ορθόδοξες και τις Ανατολίτικες Ορθόδοξες Εκκλησίες, την Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής και την Αρχαία Εκκλησία της Ανατολής, που όλες αντιλαμβάνονται εαυτές ως τη μία και μοναδική αρχική εκκλησία — τη «μία αληθινή εκκλησία» — που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό (αν και ορισμένα προτεσταντικά δόγματα, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού Λουθηρανισμού, τηρούν αυτή τη θέση). Ορισμένα δόγματα έχουν παγκόσμια εμβέλεια και κατανομή των μελών της εκκλησίας, ενώ άλλα περιορίζονται σε μία μόνο χώρα. Η πλειοψηφία των Προτεσταντών[g] είναι μέλη λίγων προτεσταντικών δογμάτων: Αντβεντιστές, Αναβαπτιστές, Αγγλικανοί, Βαπτιστές, Καλβινιστές/Μεταρρυθμιστές, Λουθηρανοί, Μεθοδιστές, Μοραβιανοί, Αδελφοί του Πλίμουθ, Πρεσβυτεριανοί και Κουάκεροι.[7] Οι ανεξάρτητες, οι χαρισματικές και οι τοπικές εκκλησίες βρίσκονται σε άνοδο και αποτελούν σημαντικό κομμάτι του Προτεσταντισμού.[15][16]
Έξι πρίγκιπες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι ηγεμόνες δεκατεσσάρων Αυτοκρατορικών Ελεύθερων Πόλεων, που εξέδωσαν διαμαρτυρία (ή διαφωνία) κατά του διατάγματος της Δίαιτας του Σπάιερ (1529), ήταν τα πρώτα άτομα που ονομάστηκαν Προτεστάντες.[17] Το διάταγμα ακύρωσε τις παραχωρήσεις που είχαν γίνει στους Λουθηρανούς με την έγκριση του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Καρόλου Ε' τρία χρόνια νωρίτερα. Ο όρος προτεστάντης (διαμαρτυρόμενος), αν και αρχικά ήταν καθαρά πολιτικός, απέκτησε αργότερα ευρύτερη έννοια, αναφερόμενος στο μέλος οποιασδήποτε Δυτικής εκκλησίας προσυπέγραφε τις κύριες προτεσταντικές αρχές.[17] Ένας Προτεστάντης είναι οπαδός οποιουδήποτε από αυτά τα χριστιανικά σώματα που χωρίστηκαν από την Εκκλησία της Ρώμης κατά τη Μεταρρύθμιση, ή οποιασδήποτε ομάδας προέρχεται από αυτά.[18]
Κατά τη Μεταρρύθμισης ο όρος προτεστάντης δεν χρησιμοποιήθηκε σχεδόν καθόλου έξω από τη γερμανική πολιτική. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στο θρησκευτικό κίνημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη ευαγγελικός (γερμανικά: evangelisch). Για περισσότερες λεπτομέρειες, δείτε την παρακάτω ενότητα. Σταδιακά το προτεστάντης έγινε γενικός όρος, που σήμαινε κάθε οπαδό της Μεταρρύθμισης στις γερμανόφωνες περιοχές. Τελικά υιοθετήθηκε κάπως από τους Λουθηρανούς, παρόλο που ο ίδιος ο Μαρτίνος Λούθηρος επέμενε στα χριστιανός ή ευαγγελικός ως τα μόνα αποδεκτά ονόματα για άτομα που ομολογούσαν τον Χριστό. Οι Γάλλοι και οι Ελβετοί Προτεστάντες προτίμησαν αντ' αυτού τη λέξη μεταρρυθμιστής (γαλλικά: réformé), που έγινε δημοφιλής, ουδέτερη και εναλλακτική ονομασία για τους Καλβινιστές.
Ο όρος ευαγγελικός (γερμανικά: evangelisch), που αναφέρεται στο ευαγγέλιο, χρησιμοποιήθηκε ευρέως για όσους συμμετείχαν στο θρησκευτικό κίνημα στις γερμανόφωνες περιοχές που ξεκίνησε το 1517.[19] Το ευαγγελικός εξακολουθεί να προτιμάται μεταξύ ορισμένων ιστορικών προτεσταντικών δογμάτων στις λουθηρανικές, καλβινιστικές και ενωμένες (λουθηρανικές και μεταρρυθμισμένες) προτεσταντικές παραδόσεις στην Ευρώπη, καθώς και σε εκείνες που έχουν ισχυρούς δεσμούς με αυτές. Πάνω απ' όλα ο όρος χρησιμοποιείται από προτεσταντικά σώματα στις γερμανόφωνες περιοχές, όπως η Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας. Έτσι η γερμανική λέξη evangelisch σημαίνει προτεστάντης, ενώ η evangelikal, αναφέρεται σε εκκλησίες που διαμορφώθηκαν από τον Ευαγγελικό Χριστιανισμό. Η αγγλική λέξη evangelical αναφέρεται συνήθως σε ευαγγελικές προτεσταντικές εκκλησίες και επομένως σε ένα ορισμένο μέρος του προτεσταντισμού παρά στον προτεσταντισμό ως σύνολο. Η αγγλική λέξη έχει τις ρίζες της στους Πουριτανούς της Αγγλίας, από όπου ξεκίνησε ο Ευαγγελικός Χριστιανισμός και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Μαρτίνος Λούθηρος αντιπαθούσε πάντα τον όρο Λουθηρανός, προτιμώντας τον όρο ευαγγελικός, που προερχόταν από το ευαγγέλιο.[20] Οι οπαδοί του Ιωάννη Καλβίνου, του Ούλριχ Ζβίγγλιου και άλλων θεολόγων που συνδέονται με τη μεταρρυθμιστική παράδοση άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν αυτό τον όρο. Για να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο ευαγγελικών ομάδων, άλλοι άρχισαν να αναφέρονται στις δύο ομάδες ως Ευαγγελικοί Λουθηρανοί και Ευαγγελικοί Μεταρρυθμισμένοι. Ο όρος αναφέρεται επίσης με τον ίδιο τρόπο σε ορισμένες άλλες κύριες ομάδες, για παράδειγμα Ευαγγελικοί Μεθοδιστές. Με την πάροδο του χρόνου η λέξη ευαγγελικός ατονούσε. Οι ίδιοι οι Λουθηρανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο Λουθηρανός στα μέσα του 16ου αιώνα, προκειμένου να διακριθούν από άλλες ομάδες όπως οι Φιλιππιστές και οι Καλβινιστές.
Η γερμανική λέξη reformatorisch, που μεταφράζεται χονδρικά στα ελληνικά ως "μεταρρυθμιστικός", χρησιμοποιείται ως εναλλακτική του ευαγγελικός των γερμανικά και είναι διαφορετική από το μεταρρυθμισμένες (γερμανικά: reformiert), που αναφέρεται σε εκκλησίες που διαμορφώθηκαν από τις ιδέες των Ιωάννη Καλβίνου, Ούλριχ Ζβίγγλιου και άλλων Μεταρρυθμισμένων θεολόγων. Προερχόμενος από τη λέξη «Μεταρρύθμιση», ο όρος εμφανίστηκε περίπου την ίδια εποχή με το ευαγγελικός (1517) και το προτεστάντης (1529)
Διάφοροι ειδικοί για το θέμα προσπάθησαν να προσδιορίσουν τι κάνει ένα χριστιανικό δόγμα να ανήκει στον Προτεσταντισμό. Μια κοινή συναίνεση που εγκρίθηκε από τους περισσότερους από αυτούς είναι ότι για να θεωρηθεί ένα χριστιανικό δόγμα προτεσταντικό, πρέπει να αναγνωρίζει τις ακόλουθες τρεις θεμελιώδεις αρχές του Προτεσταντισμού.
Η πίστη, όπως τονίστηκε από τον Λούθηρο, στην Αγία Γραφή ως η υψηλότερη πηγή αυθεντίας για την εκκλησία. Οι πρώτες εκκλησίες της Μεταρρύθμισης πίστευαν σε μια κριτική, αλλά σοβαρή, ανάγνωση των γραφών και θεωρούσαν την Αγία Γραφή ως πηγή αυθεντίας ανώτερη από την εκκλησιαστική παράδοση. Οι πολλές καταχρήσεις που είχαν συμβεί στη Δυτική Εκκλησία πριν από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση έκαναν τους Μεταρρυθμιστές να απορρίψουν μεγάλο μέρος της παράδοσής της. Στις αρχές του 20ού αιώνα αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια λιγότερο κριτική ανάγνωση της Αγίας Γραφής — οδηγώντας σε μια «φονταμενταλιστική» ανάγνωση της Γραφής. Οι χριστιανοί φονταμενταλιστές διαβάζουν την Αγία Γραφή ως τον «αλάνθαστο» Λόγο του Θεού, όπως κάνουν και οι Ρωμαιοκαθολικές, οι Ορθόδοξες, οι Αγγλικανικές και οι Λουθηρανικές εκκλησίες, αλλά την ερμηνεύουν κατά κυριολεξία, χωρίς να χρησιμοποιούν την ιστορικοκριτική μέθοδο. Οι Μεθοδιστές και οι Αγγλικανοί διαφέρουν από τους Λουθηρανούς και τους Μεταρρυθμισμένους σε αυτό το δόγμα καθώς διδάσκουν το prima scriptura, που υποστηρίζει ότι η Γραφή είναι η κύρια πηγή για το χριστιανικό δόγμα, αλλά ότι «η παράδοση, η εμπειρία και η λογικής» μπορούν να ενισχύσουν τη χριστιανική θρησκεία όσο είναι σε αρμονία με τη Βίβλο.[2][21]
Ο «Βιβλικός Χριστιανισμός» που επικεντρώνεται στη βαθιά μελέτη της Αγίας Γραφής είναι χαρακτηριστικός των περισσότερων Προτεσταντών σε αντίθεση με τον «Εκκλησιαστικό Χριστιανισμό», που επικεντρώνεται στην εκτέλεση τελετουργιών και καλών έργων και αντιπροσωπεύεται από τις Καθολικές και τις Ορθόδοξες παραδόσεις. Ωστόσο οι Κουάκεροι και οι Πεντηκοστιανοί δίνουν έμφαση στο Άγιο Πνεύμα και την προσωπική εγγύτητα με την Αγία Γραφή.[22]
Η πεποίθηση ότι οι πιστοί δικαιώνονται ή συγχωρούνται για την αμαρτία μόνο με την προϋπόθεση της πίστης στον Χριστό και όχι με συνδυασμό πίστης και καλών έργων. Για τους Προτεστάντες τα καλά έργα είναι αναγκαία συνέπεια παρά αιτία δικαίωσης.[23] Ωστόσο ενώ η δικαίωση γίνεται μόνο με την πίστη, υπάρχει η θέση ότι η πίστη δεν είναι nuda fides (γυμνή πίστη).[24] Ο Ιωάννης Καλβίνος εξήγησε ότι «είναι επομένως μόνο η πίστη που δικαιώνει και όμως η πίστη που δικαιώνει δεν είναι μόνη: όπως είναι μόνο η θερμότητα του ήλιου που θερμαίνει τη γη και όμως στον ήλιο δεν είναι μόνη».[24] Οι Λουθηρανοί και οι Μεταρρυθμισμένοι Χριστιανοί διαφέρουν από τους Μεθοδιστές ως προς την κατανόηση αυτού του δόγματος.[25]
Η καθολική ιεροσύνη των πιστών συνεπάγεται το δικαίωμα και το καθήκον των χριστιανών λαϊκών όχι μόνο να διαβάζουν την Αγία Γραφή στη μητρική γλώσσα τους, αλλά και να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση και σε όλες τις δημόσιες υποθέσεις της Εκκλησίας. Αντιτίθεται στο ιεραρχικό σύστημα που θέτει την ουσία και την εξουσία της Εκκλησίας σε μια αποκλειστική ιεροσύνη και που καθιστά τους χειροτονούμενους ιερείς απαραίτητους μεσολαβητές μεταξύ Θεού και λαού.[23] Διακρίνεται από την έννοια της ιεροσύνης όλων των πιστών, που δεν παρείχε στα άτομα το δικαίωμα να ερμηνεύουν την Αγία Γραφή εκτός της χριστιανικής κοινότητας γενικότερα, επειδή η καθολική ιεροσύνη άνοιξε την πόρτα σε μια τέτοια δυνατότητα.[26] Υπάρχουν μελετητές που αναφέρουν ότι αυτό το δόγμα τείνει να εντάσσει όλες τις διακρίσεις στην εκκλησία σε μια ενιαία πνευματική οντότητα.[27] Ο Καλβίνος αναφέρθηκε στην παγκόσμια ιεροσύνη ως έκφραση της σχέσης μεταξύ του πιστού και του Θεού του, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας ενός χριστιανού να έρθει στον Θεό μέσω του Χριστού χωρίς ανθρώπινη διαμεσολάβηση.[28] Υποστήριξε επίσης ότι αυτή η αρχή αναγνωρίζει τον Χριστό ως προφήτη, ιερέα και βασιλιά και ότι η ιεροσύνη του μοιράζεται με τον λαό του.[28]
Οι Προτεστάντες που δέχονται το Σύμβολο της Πίστεως πιστεύουν σε τρία πρόσωπα (τον Θεό Πατέρα, τον Θεό Υιό και τον Θεό Άγιο Πνεύμα) ως ένα Θεό.
Κινήματα που αναδύθηκαν την εποχή της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, αλλά δεν ανήκουν στον Προτεσταντισμό, π.χ. ο Ουνιταριανισμός απορρίπτουν την Αγία Τριάδα. Αυτό συχνά αποτελεί λόγο για τον αποκλεισμό του Ουνιταριανικού Οικουμενισμού, του Μονοθεϊστικού Πεντηκοστιανισμού και άλλων κινημάτων από τον Προτεσταντισμό από διάφορους σχολιαστές. Ο Ουνιταριανισμός εξακολουθεί να έχει παρουσία κυρίως στην Τρανσυλβανία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και αλλού.
Τα Πέντε solae είναι πέντε λατινικές φράσεις (ή συνθήματα) που εμφανίστηκαν κατά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και συνοψίζουν τις βασικές διαφορές των μεταρρυθμιστών στις θεολογικές πεποιθήσεις σε αντίθεση με τη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας της εποχής. Η λατινική λέξη sola σημαίνει «μόνος», «μόνο» ή «μονός».
Η χρήση των φράσεων ως περιλήψεων διδασκαλίας προέκυψε με την πάροδο του χρόνου κατά τη Μεταρρύθμιση, με βάση την κυρίαρχη λουθηρανική και μεταρρυθμιστική αρχή της sola scriptura (μόνο από τη γραφή).[2] Αυτή η ιδέα περιέχει τα τέσσερα κύρια δόγματα για την Αγία Γραφή : ότι η διδασκαλία της είναι απαραίτητη για τη σωτηρία (αναγκαιότητα), ότι όλο το δόγμα που είναι απαραίτητο για τη σωτηρία προέρχεται μόνο από την Αγία Γραφή (επάρκεια), ότι όλα όσα διδάσκονται στην Αγία Γραφή είναι σωστά (αλάθητο) και ότι με το Άγιο Πνεύμα να υπερνικά την αμαρτία οι πιστοί μπορούν να διαβάσουν και να κατανοήσουν την αλήθεια από την ίδια την Αγία Γραφή, αν και η κατανόησή της είναι δύσκολη, επομένως τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να οδηγήσουν μεμονωμένους πιστούς στην αληθινή διδασκαλία είναι συχνά η αμοιβαία συζήτηση εντός της εκκλησίας (σαφήνεια).
Η αναγκαιότητα και το αλάθητο ήταν καθιερωμένες ιδέες, που συγκέντρωσαν ελάχιστη κριτική, αν και αργότερα έγιναν αντικείμενο συζητήσεων από έξω κατά την Εποχή του Διαφωτισμού. Ωστόσο η πιο αμφιλεγόμενη ιδέα εκείνη την εποχή ήταν η ιδέα ότι ο καθένας μπορούσε απλώς να πάρει την Αγία Γραφή και να μάθει αρκετά για να κερδίσει τη σωτηρία. Αν και οι μεταρρυθμιστές ασχολούνταν με την εκκλησιολογία (το δόγμα για το πώς λειτουργεί η εκκλησία ως σώμα), είχαν διαφορετική κατανόηση της διαδικασίας με την οποία οι αλήθειες της γραφής εφαρμόζονταν στη ζωή των πιστών, σε σύγκριση με την ιδέα των Καθολικών ότι ορισμένοι άνθρωποι εντός της εκκλησίας, ή ιδέες που ήταν αρκετά παλιές, είχαν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του κειμένου.
Η δεύτερη βασική αρχή, sola fide (μόνο με πίστη), είναι ότι η πίστη στον Χριστό αρκεί από μόνη της για την αιώνια σωτηρία και δικαίωση. Αν και υποστηρίζεται από τη γραφή, και ως εκ τούτου λογική συνέπεια του sola scriptura, αυτή είναι η κατευθυντήρια αρχή του έργου του Λούθηρου και των μεταγενέστερων μεταρρυθμιστών. Επειδή το sola scriptura έθεσε την Αγία Γραφή ως τη μόνη πηγή διδασκαλίας, το sola fide αποτελεί επιτομή της κύριας ώθησης της διδασκαλίας στην οποία ήθελαν να επιστρέψουν οι μεταρρυθμιστές, δηλαδή την άμεση, στενή, προσωπική σχέση μεταξύ του Χριστού και του πιστού, εξ ου και ο ισχυρισμός των μεταρρυθμιστών ότι το έργο τους ήταν χριστοκεντρικό.
Τα άλλα solae, ως δηλώσεις, προέκυψαν αργότερα, αλλά η σκέψη που αντιπροσωπεύουν ήταν επίσης μέρος της πρώιμης Μεταρρύθμισης.
Το προτεσταντικό κίνημα άρχισε να αποκλίνει σε διάφορους διακριτούς κλάδους στα μέσα ως τα τέλη του 16ου αιώνα. Ένα από τα κεντρικά σημεία της απόκλισης ήταν η διαμάχη για τη Θεία Ευχαριστία. Οι πρώτοι προτεστάντες απέρριψαν το Καθολικό δόγμα της μετουσίωσης, που διδάσκει ότι το ψωμί και το κρασί που χρησιμοποιούνται στη σχετική ιεροτελεστία της Θείας Λειτουργίας χάνουν τη φυσική τους υπόσταση και μεταμορφώνονται σε σώμα, αίμα, ψυχή και θεότητα του Χριστού. Διαφωνούσαν μεταξύ τους σχετικά με την παρουσία του Χριστού και του σώματος και του αίματός του στη Θεία Κοινωνία.
Ένα από τα πρώτα πρόσωπα που εγκωμιάσθηκε ως πρόδρομος προτεστάντης είναι ο Ιοβινιανός, που έζησε τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. Επιτέθηκε στον μοναχισμό και στον ασκητισμό και πίστευε ότι ένας σωσμένος πιστός δεν μπορεί ποτέ να νικηθεί από τον Σατανά.[37]
Τον 9ο αιώνα ο θεολόγος Γκότσαλκ του Oρμπαϊς καταδικάστηκε ως αιρετικός από την Καθολική Εκκλησία. Ο Γκότσαλκ πίστευε ότι η σωτηρία του Ιησού ήταν περιορισμένη και ότι η λύτρωσή του ήταν μόνο για τους εκλεκτούς.[38] Η θεολογία του προανήγγειλε την προτεσταντική μεταρρύθμιση.[39][40] Ο Ρατράμνους υπερασπίστηκε επίσης τη θεολογία του Γκότσαλκ και απέρριπτε την πραγματική παρουσία του Χριστού στη Θεία Ευχαριστία. Τα γραπτά του επηρέασαν επίσης τη μεταγενέστερη προτεσταντική μεταρρύθμιση.[41] Ο Κλαύδιος του Τορίνο τον 9ο αιώνα είχε επίσης προτεσταντικές ιδέες, όπως η πίστη μόνο και η απόρριψη της υπεροχής του Πέτρου.[42]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1130 ο Αρνόλδος της Μπρέσια, Ιταλός μέλος θρησκευτικού τάγματος, έγινε ένας από τους πρώτους θεολόγους που προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Μετά τον θάνατό του οι διδασκαλίες του για την αποστολική πενία κέρδισαν το ενδιαφέρον των Αρνολδιστών και αργότερα ευρύτερα των Βαλδένσιων και των Πνευματικών Φραγκισκανών, αν και καμία γραπτή λέξη του δεν έχει διασωθεί από την επίσημη καταδίκη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1170 ο Πέτερ Βάλντο ίδρυσε τους Βαλδένσιους. Υποστήριξε μια ερμηνεία του Ευαγγελίου που οδήγησε σε συγκρούσεις με την Καθολική Εκκλησία. Το 1215 οι Βαλδένσιοι κηρύχθηκαν αιρετικοί και υπέστησαν διώξεις. Παρόλα αυτά το κίνημα συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα στην Ιταλία, ως μέρος της ευρύτερης μεταρρυθμιστικής παράδοσης.
Τη δεκαετία του 1370 ο θεολόγος και ιερέας της Οξφόρδης Τζον Ουίκλιφ —που αργότερα ονομάστηκε «Πρωινός Αστέρας της Μεταρρύθμισης»— ξεκίνησε τη δράση του ως Άγγλος μεταρρυθμιστής. Απέρριψε την παπική εξουσία επί της κοσμικής, μετέφρασε την Αγία Γραφή στη δημοτική αγγλική γλώσσα και κήρυξε αντικληρικές μεταρρυθμίσεις με επίκεντρο αυτή. Η απόρριψή του μιας πραγματικής θεϊκής παρουσίας στα στοιχεία της Θείας Ευχαριστίας προεικόνιζε τις παρόμοιες ιδέες του Ζβίγγλιου του 16ο αιώνα. Οι θαυμαστές του Ουίκλιφέγιναν γνωστοί ως «Λολαρδιστές».[43]
Ξεκινώντας από την πρώτη δεκαετία του 15ου αιώνα ο Γιαν Χους —ρωμαιοκαθολικός ιερέας, Τσέχος μεταρρυθμιστής και καθηγητής— επηρεασμένος από τα γραπτά του Τζον Ουίκλιφ, ίδρυσε το κίνημα των Χουσιτών. Υποστήριξε σθεναρά το μεταρρυθμιστικό του βοημικό θρησκευτικό δόγμα. Αφορίστηκε και κάηκε στην πυρά στην Κωνσταντία, στο ομώνυμο Επισκοπικό Πριγκιπάτο, το 1415 από κοσμικές αρχές για αμετανόητη και επίμονη αίρεση. Μετά την εκτέλεσή του, ξέσπασε εξέγερση και οι Χουσίτες νίκησαν πέντε συνεχείς σταυροφορίες που κήρυξε εναντίον τους ο Πάπας.
Αργότερα θεολογικές διαμάχες προκάλεσαν διάσπαση στο κίνημα των Χουσιτών. Οι Ουτρακουιστές υποστήριξαν ότι τόσο το ψωμί όσο και το κρασί πρέπει να δίνονται στους πιστούς κατά τη Θεία Ευχαριστία. Μια άλλη σημαντική φατρία ήταν οι Ταβορίτες, που αντιτάχθηκαν στους Ουτρακουιστές στη Μάχη του Λιπάνι κατά τους Χουσιτικούς Πολέμους. Υπήρχαν δύο ξεχωριστά κόμματα μεταξύ των Χουσιτών: τα μετριοπαθή και τα ριζοσπαστικά κινήματα. Άλλοι μικρότεροι τοπικοί κλάδοι των Χουσιτών στη Βοημία περιλάμβαναν τους Αδαμίτες, τους Ορεβίτες, τους Ορφανούς και τους Πραγινούς.
Οι Χουσιτικοί Πόλεμοι ολοκληρώθηκαν με τη νίκη του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Σιγισμούνδου, των Καθολικών συμμάχων του και των μετριοπαθών Χουσιτών και την ήττα των ριζοσπαστών Χουσιτών. Εντάσεις προέκυψαν καθώς ο Τριακονταετής Πόλεμος έφτασε στη Βοημία το 1620. Τόσο ο μετριοπαθής όσο και ο ριζοσπαστικός Χουσιτισμός διώκονταν ολοένα και περισσότερο από τους Καθολικούς και τους στρατούς της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Τον 14ο αιώνα μια γερμανική μυστικιστική ομάδα ονόματι Gottesfreunde επέκρινε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τη διαφθορά της. Πολλοί από τους αρχηγούς τους εκτελέστηκαν επειδή επιτέθηκαν στην Καθολική εκκλησία και πίστευαν ότι η κρίση του Θεού θα ερχόταν σύντομα επί της εκκλησίας. Οι Gottesfreunde ήταν ένα δημοκρατικό λαϊκό κίνημα και πρόδρομος της Μεταρρύθμισης και έδιναν μεγάλο βάρος στην αγιότητα και την ευσέβεια.,[44]
Ξεκινώντας το 1475 ο Ιταλός Δομινικανός μοναχός Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα έκανε έκκληση για μια χριστιανική ανανέωση. Αργότερα ο ίδιος ο Μαρτίνος Λούθηρος διάβασε μερικά από τα γραπτά του μοναχού και τον εγκωμίασε ως μάρτυρα και πρόδρομο του οποίου οι ιδέες για την πίστη και τη χάρη προέβλεπαν το δόγμα του ίδιου του Λούθηρου για τη δικαίωση μόνο με την πίστη.[45]
Μερικοί από τους οπαδούς του Χους ίδρυσαν την Unitas Fratrum - «Ενότητα των Αδελφών» - που ανανεώθηκε υπό την ηγεσία του κόμη Νικόλαου φον Τσίντσεντορφ στο Χέρνχουτ της Σαξονίας το 1722 μετά τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της στον Τριακονταετή Πόλεμο και την Αντιμεταρρύθμιση. Σήμερα συνήθως αναφέρεται στα αγγλικά ως Εκκλησία της Μοραβίας και στα γερμανικά ως Herrnhuter Brüdergemeine.
Τον 15ο αιώνα τρεις Γερμανοί θεολόγοι ήταν πρόδρομοι της μεταρρύθμισης: ο Βέσελ Γκάνσφορτ, ο Γιόχαν Ρούχατ φον Βέσελ και ο Γιοχάνες φον Γκοχ. Είχαν ιδέες όπως ο απόλυτος προορισμός, το sola scriptura και η αόρατη εκκλησία και αρνήθηκαν τη ρωμαιοκαθολική άποψη για τη δικαίωση και την εξουσία του Πάπα, ενώ αμφισβήτησαν επίσης τον μοναχισμό.[46]
Ο Βέσελ Γκάνσφορτ αρνήθηκε επίσης τη μετουσίωση και δεχόταν τη λουθηρανική άποψη για τη δικαίωση μόνο με την πίστη.[47]
Η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση ξεκίνησε ως μια προσπάθεια μεταρρύθμισης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Στις 31 Οκτωβρίου 1517 (Παραμονή των Αγίων Πάντων) ο Μαρτίνος Λούθηρος φέρεται να κάρφωσε τις Ενενήντα πέντε Θέσεις του (Διαμάχη για τη Δύναμη των Συγχωροχαρτιών) στην πόρτα της Εκκλησίας των Αγίων Πάντων στη Βιτεμβέργη της Γερμανίας, περιγράφοντας λεπτομερώς δογματικές και πρακτικές καταχρήσεις της Καθολικής Εκκλησίας, ειδικά την πώληση συγχωροχαρτιών. Οι θέσεις αμφισβητούσαν και επέκριναν πολλές πτυχές της Εκκλησίας και του παπισμού, συμπεριλαμβανομένης της πρακτικής του καθαρτηρίου, της ατομικής κρίσης και της εξουσίας του πάπα. Ο Λούθηρος θα γράψει αργότερα έργα κατά της καθολικής αφοσίωσης στην Παναγία, της μεσιτείας των αγίων και της αφοσίωσης σε αυτούς, της υποχρεωτικής κληρικής αγαμίας, του μοναχισμού, της εξουσίας του πάπα, του εκκλησιαστικού νόμου, της μομφής και του αφορισμού, του ρόλου των κοσμικών αρχόντων σε θρησκευτικά ζητήματα, της σχέσης Χριστιανισμού και νόμου, των καλών πράξεων και των μυστηρίων.[48]
Η Μεταρρύθμιση ήταν ένας θρίαμβος του αλφαβητισμού και του τυπογραφικού πιεστήριου που εφευρέθηκε από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο.[49] Η μετάφραση της Αγίας Γραφής στα γερμανικά από τον Λούθηρο ήταν μια αποφασιστική στιγμή για τη διάδοση του αλφαβητισμού και ενθάρρυνε επίσης την εκτύπωση και τη διανομή βιβλίων και φυλλαδίων. Από το 1517 και μετά θρησκευτικά φυλλάδια πλημμύρισαν μεγάλο μέρος της Ευρώπης.[50]
Μετά τον αφορισμό του Λούθηρου και την καταδίκη της Μεταρρύθμισης από τον Πάπα, το έργο και τα γραπτά του Ιωάννη Καλβίνου άσκησαν επιρροή στην καθιέρωση μιας χαλαρής συναίνεσης μεταξύ διαφόρων ομάδων στην Ελβετία, τη Σκωτία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία και αλλού. Μετά την εκδίωξη του Επισκόπου του το 1526 και τις ανεπιτυχείς προσπάθειες του μεταρρυθμιστή της Βέρνης Γκιγιόμ Φαρέλ, ο Καλβίνος κλήθηκε να χρησιμοποιήσει την οργανωτική ικανότητα που είχε συγκεντρώσει ως σπουδαστής της Νομικής για να πειθαρχήσει την πόλη της Γενεύης. Τα Διατάγματά του του 1541 περιλάμβαναν τη συνεργασία για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις του Δημοτικού συμβουλίου με το εκκλησιαστικό, για να φέρει την ηθική σε όλους τους τομείς της ζωής. Μετά την ίδρυση της Ακαδημίας της Γενεύης το 1559, η πόλη έγινε η ανεπίσημη πρωτεύουσα του προτεσταντικού κινήματος, παρέχοντας καταφύγιο σε προτεστάντες εξόριστους από όλη την Ευρώπη και εκπαιδεύοντάς τους ως καλβινιστές ιεραπόστολους. Η πίστη συνέχισε να εξαπλώνεται μετά τον θάνατο του Καλβίνου το 1563.
Ο προτεσταντισμός εξαπλώθηκε επίσης από τα γερμανικά εδάφη στη Γαλλία, όπου οι Προτεστάντες πήραν το παρατσούκλι Ουγενότοι (ένας όρος κάπως ανεξήγητης προέλευσης). Ο Καλβίνος συνέχισε να ενδιαφέρεται για τις γαλλικές θρησκευτικές υποθέσεις από τη βάση του στη Γενεύη. Εκπαίδευε τακτικά ποιμένες για να ηγούνται των εκκλησιών στη Γαλλία. Παρά τις μεγάλες διώξεις η μεταρρυθμιστική παράδοση σημείωσε σταθερή πρόοδο σε μεγάλα τμήματα του έθνους, απευθύνοντας έκκληση στους ανθρώπους που ήταν αποξενωμένοι από την αυθάδεια και τον εφησυχασμό του καθολικού κατεστημένου. Ο γαλλικός προτεσταντισμός απέκτησε ευδιάκριτο πολιτικό χαρακτήρα, που έγινε ακόμη πιο εμφανής από τον προσηλυτισμό ευγενών κατά τη δεκαετία του 1550. Αυτό δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια σειρά από συγκρούσεις, γνωστές ως Γαλλικοί Θρησκευτικοί Πόλεμοι. Οι εμφύλιοι πόλεμοι απέκτησαν ώθηση με τον ξαφνικό θάνατο του Ερρίκου Β' της Γαλλίας το 1559. Η θηριωδία και η οργή έγιναν τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της εποχής, που κορυφώθηκαν με τη Σφαγή της Νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου τον Αύγουστο του 1572, όταν η παράταξη των Ρωμαιοκαθολικών εξολόθρευσε 30.000 ως 100.000 Ουγενότους σε όλη τη Γαλλία. Οι πόλεμοι ολοκληρώθηκαν μόνο όταν ο Ερρίκος Δ΄ της Γαλλίας εξέδωσε το Διάταγμα της Νάντης, υποσχόμενος επίσημη ανοχή της προτεσταντικής μειονότητας, αλλά υπό εξαιρετικά περιορισμένους όρους. Ο καθολικισμός παρέμεινε η κρατική θρησκεία και οι περιουσίες των Γάλλων Προτεσταντών περιορίστηκαν σταδιακά τον επόμενο αιώνα, με αποκορύφωμα το Διάταγμα του Φονταινεμπλώ του Λουδοβίκου ΙΔ΄, που ανακάλεσε το Διάταγμα της Νάντης και έκανε τον Καθολικισμό τη μοναδική νόμιμη θρησκεία για άλλη μια φορά. Απαντώντας στο Διάταγμα του Φονταινεμπλώ ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Α', Εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου, διακήρυξε το Διάταγμα του Πότσδαμ, δίνοντας ελεύθερη διέλευση στους Ουγενότες πρόσφυγες. Στα τέλη του 17ου αιώνα πολλοί Ουγενότοι κατέφυγαν στην Αγγλία, την Ολλανδία, την Πρωσία, την Ελβετία και τις αγγλικές και ολλανδικές υπερπόντιες αποικίες. Μια σημαντική κοινότητα στη Γαλλία παρέμεινε στην περιοχή Σεβέν.
Παράλληλα με τα γεγονότα στη Γερμανία ξεκίνησε ένα κίνημα στην Ελβετία υπό την ηγεσία του Ούλριχ Ζβίγγλιου. Ο Ζβίγγλιος ήταν λόγιος και ιεροκήρυκας, που το 1518 μετακόμισε στη Ζυρίχη. Αν και τα δύο κινήματα συμφώνησαν σε πολλά θεολογικά ζητήματα, κάποιες ανεπίλυτες διαφορές τα κράτησαν χωριστά. Μια μακροχρόνια δυσαρέσκεια μεταξύ των Γερμανικών Κρατών και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας οδήγησε σε έντονες συζητήσεις σχετικά με το πόσο ο Ζβίγγλιος όφειλε τις ιδέες του στον Λουθηρανισμό. Ο Γερμανός Πρίγκιπας Φίλιππος της Έσσης διείδε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια συμμαχία μεταξύ του Ζβίγγλιου και του Λούθηρου. Μια συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο κάστρο του το 1529, σήμερα γνωστό ως Συνέδριο του Μάρμπουργκ, που έχει γίνει διαβόητο για την αποτυχία του. Οι δύο άνδρες δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε καμία συμφωνία λόγω της διαμάχης τους για ένα βασικό δόγμα.
Το 1534 ο Βασιλιάς Ερρίκος Η' έβαλε τέλος σε κάθε παπική δικαιοδοσία στην Αγγλία, όταν ο Πάπας δεν ακύρωσε τον γάμο του με την Αικατερίνη της Αραγονίας (λόγω πολιτικών σκέψεων που αφορούσαν τον Άγιο Ρωμαίο Αυτοκράτορα)[51] γεγονός που άνοιξε την πόρτα σε μεταρρυθμιστικές ιδέες. Οι μεταρρυθμιστές στην Εκκλησία της Αγγλίας εναλλάσσονταν μεταξύ συμπάθειας για την αρχαία καθολική παράδοση και περισσότερων μεταρρυθμιστικών αρχών, δημιουργώντας σταδιακά μια παράδοση που θεωρείται μέσος δρόμος (via media) μεταξύ της καθολικής και της προτεσταντικής παράδοσης. Η Αγγλική Μεταρρύθμιση ακολούθησε μια ιδιαίτερη πορεία. Ο διαφορετικός χαρακτήρας της Αγγλικής Μεταρρύθμισης προήλθε κυρίως από το γεγονός ότι οδηγήθηκε αρχικά από τις πολιτικές ανάγκες του Ερρίκου Η΄. Ο Βασιλιάς Ερρίκος αποφάσισε να αποσπάσει την Εκκλησία της Αγγλίας από την εξουσία της Ρώμης. Το 1534 η Πράξη της Υπεροχής αναγνώρισε τον Ερρίκο ως the only Supreme Head on earth of the Church of England (τη μόνη Ανώτατη Κεφαλή επί γης της Εκκλησίας της Αγγλίας). Μεταξύ 1535 και 1540, υπό τον Τόμας Κρόμγουελ, τέθηκε σε εφαρμογή η πολιτική που είναι γνωστή ως Διάλυση των Μοναστηριών. Μετά από μια σύντομη καθολική παλινόρθωση επί της βασιλείας της Μαρίας Α' αναπτύχθηκε μια χαλαρή συναίνεση επί της βασιλείας της Ελισάβετ Α΄. Ο Ελισαβετιανός Θρησκευτικός Διακανονισμός διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον Αγγλικανισμό σε μια ξεχωριστή εκκλησιαστική παράδοση. Ο συμβιβασμός ήταν δύσκολος και δεκτικός ερμηνείας μεταξύ του ακραίου Καλβινισμού από τη μια και του Καθολικισμού από την άλλη. Ήταν σχετικά επιτυχημένος μέχρι την Πουριτανική Επανάσταση ή Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο τον 17ο αιώνα.
Η επιτυχία της Αντιμεταρρύθμισης στην ηπειρωτική Ευρώπη και η ανάπτυξη ενός Πουριτανικού κόμματος αφοσιωμένου στην περαιτέρω προτεσταντική μεταρρύθμιση πόλωσε την Ελισαβετιανή Εποχή. Το πρώιμο πουριτανικό κίνημα ήταν ένα κίνημα για μεταρρυθμίσεις στην Εκκλησία της Αγγλίας. Η επιθυμία ήταν η Εκκλησία της Αγγλίας να μοιάζει περισσότερο με τις προτεσταντικές εκκλησίες της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γενεύης. Το μεταγενέστερο πουριτανικό κίνημα, που συχνά αναφέρεται ως διαφωνούντες και αντικομφορμιστές, οδήγησε τελικά στον σχηματισμό διαφόρων μεταρρυθμιστικών δογμάτων.
Η Σκωτσέζικη Μεταρρύθμιση του 1560 διαμόρφωσε αποφασιστικά την Εκκλησία της Σκωτίας.[52] Η Μεταρρύθμιση στη Σκωτία κορυφώθηκε εκκλησιαστικά με την ίδρυση μιας εκκλησίας σύμφωνα με τις μεταρρυθμιστικές γραμμές και πολιτικά με τον θρίαμβο της αγγλικής επιρροής έναντι της γαλλικής. Ο Τζον Νοξ] θεωρείται ο ηγέτης της Σκωτσέζικης Μεταρρύθμισης. Το Σκωτσέζικο Κοινοβούλιο της Μεταρρύθμισης του 1560 απέρριψε την εξουσία του πάπα με τον Νόμο περί Παπικής Δικαιοδοσίας του 1560, απαγόρευσε την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και ενέκρινε μια Προτεσταντική Ομολογία Πίστεως. Αυτό κατέστη δυνατή με μια επανάσταση κατά της γαλλικής ηγεμονίας υπό το καθεστώς της αντιβασιλείας της Μαρίας του Γκιζ, που κυβερνούσε τη Σκωτία στο όνομα της απούσας κόρης της.
Μερικοί από τους σημαντικότερους ακτιβιστές της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης ήταν οι Ιάκωβος Αρμίνιος, Θεόδωρος Μπέζα, Μάρτιν Μπούτσερ, Αντρεας φον Κάρλσταντ, Χάινριχ Μπούλινγκερ, Μπαλτάζαρ Χουμπμάγερ, Τόμας Κράνμερ, Γκιγιόμ Φαρέλ, Τόμας Μύντσερ, Λαουρέντιους Πέτρι, Oλαους Πέτρι, Φίλιππος Μελάγχθων, Μένο Σίμονς, Λουί ντε Μπερκέν, Πρίμορ Τρούμπαρ και Τζον Σμυθ.
Κατά τη διάρκεια αυτής της θρησκευτικής αναταραχής ο Γερμανικός Πόλεμος των Χωρικών του 1524–25 σάρωσε τα πριγκιπάτα της Βαυαρίας, της Θουριγγίας και της Σουαβίας. Μετά τον Ογδοηκονταετή Πόλεμο στις Κάτω Χώρες και τους Γαλλικούς Θρησκευτικούς Πολέμους η ομολογιακή διαίρεση των κρατών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ξέσπασε τελικά στον Τριακονταετή Πόλεμο μεταξύ 1618 και 1648, που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της Γερμανίας, σκοτώνοντας μεταξύ 25% και 40% του πληθυσμού της.[53] Οι βασικές αρχές της Συνθήκης της Βεστφαλίας, που τερμάτισε τον Τριακονταετή Πόλεμο, ήταν:
Οι Μεγάλες Αφυπνίσεις ήταν περίοδοι ταχείας και θεαματικής θρησκευτικής αναβίωσης στην αγγλοαμερικανική θρησκευτική ιστορία.
Η Πρώτη Μεγάλη Αφύπνιση ήταν ένα ευαγγελικό και αναζωογονητικό κίνημα που σάρωσε την Προτεσταντική Ευρώπη και τη Βρετανική Αμερική, ειδικά τις Αμερικανικές αποικίες τις δεκαετίες του 1730 και του 1740, αφήνοντας μόνιμο αντίκτυπο στον αμερικανικό προτεσταντισμό. Προέκυψε από έντονα κηρύγματα που έδιναν στους ακροατές μια αίσθηση βαθιάς προσωπικής αποκάλυψης της ανάγκης τους για σωτηρία από τον Ιησού Χριστό. Μακριά από τις τελετουργίες, το τυπικό, το μυστηριακό και την ιεραρχία, έκανε τον Χριστιανισμό έντονα προσωπικό για τον μέσο άνθρωπο, καλλιεργώντας μια βαθιά αίσθηση πνευματικής πεποίθησης και λύτρωσης και ενθαρρύνοντας την ενδοσκόπηση και τη δέσμευση σε ένα νέο πρότυπο προσωπικής ηθικής.[55]
Η Δεύτερη Μεγάλη Αφύπνιση ξεκίνησε γύρω στο 1790. Κέρδισε δυναμική από το 1800. Μετά το 1820 ο αριθμός των μελών αυξήθηκε γρήγορα στα εκκλησιάσματα των Βαπτιστών και Μεθοδιστών, των οποίων οι ιεροκήρυκες ηγήθηκαν του κινήματος. Κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1840. Έχει περιγραφεί ως αντίδραση ενάντια στον σκεπτικισμό, τον ντεϊσμό και τον ορθολογισμό, αν και δεν είναι πλήρως κατανοητό γιατί αυτές οι δυνάμεις έγιναν αρκετά πιεστικές εκείνη την εποχή για να πυροδοτήσουν αναβιώσεις.[56] Ενέγραψε εκατομμύρια νέα μέλη στα υπάρχοντα ευαγγελικά δόγματα και οδήγησε στον σχηματισμό νέων δογμάτων.
Η Τρίτη Μεγάλη Αφύπνιση αναφέρεται σε μια υποτιθέμενη ιστορική περίοδο που σημαδεύτηκε από θρησκευτικό ακτιβισμό στην αμερικανική ιστορία και εκτείνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1850 ως τις αρχές του 20ού αιώνα.[57] Επηρέασε τα ευσεβιστικά προτεσταντικά δόγματα και είχε έντονο το στοιχείο του κοινωνικού ακτιβισμού.[58] Συγκέντρωσε δύναμη από τη μεταχιλιαστική πεποίθηση ότι η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα συνέβαινε αφού η ανθρωπότητα θα είχε μεταρρυθμίσει ολόκληρη τη γη. Συνδέθηκε με το Κοινωνικό Κίνημα του Ευαγγελίου, που εφάρμοζε τον Χριστιανισμό σε κοινωνικά ζητήματα και απέκτησε τη δύναμή του από την Αφύπνιση, όπως και το παγκόσμιο ιεραποστολικό κίνημα. Νέα κινήματα εμφανίστηκαν, όπως το Αγιαστικό, του Ναζωραίου και της Χριστιανικής Επιστήμης.[59]
Η Τέταρτη Μεγάλη Αφύπνιση ήταν μια χριστιανική θρησκευτική αφύπνιση που ορισμένοι μελετητές -κυρίως ο Ρόμπερτ Φόγκελ- αναφέρουν ότι έλαβε χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές εκείνης του 1970, ενώ άλλοι αναφέρονται στην εποχή που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ορολογία είναι αμφιλεγόμενη. Έτσι η ίδια η ιδέα μιας Τέταρτης Μεγάλης Αφύπνισης δεν έχει γίνει γενικά αποδεκτή..[60]
Το 1814 η Le Réveil (Αναβίωση) σάρωσε τις καλβινιστικές περιοχές της Ελβετίας και της Γαλλίας.
Το 1904 μια προτεσταντική αναβίωση στην Ουαλία είχε τεράστιο αντίκτυπο στον τοπικό πληθυσμό. Μέρος του βρετανικού εκσυγχρονισμού, προσέλκυσε πολλούς ανθρώπους στις εκκλησίες, ιδιαίτερα των Μεθοδιστών και των Βαπτιστών.
Μια αξιοσημείωτη εξέλιξη στον Προτεσταντικό Χριστιανισμό του 20ού αιώνα ήταν η άνοδος του σύγχρονου κινήματος της Πεντηκοστής. Με μεθοδιστικές και γουεσλεϋανές ρίζες προέκυψε από συναντήσεις σε μια αστική αποστολή στην οδό Αζούσα στο Λος Άντζελες. Από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, μεταφερόμενο από εκείνους που βίωσαν ότι πίστευαν ότι ήταν θαυματουργές κινήσεις του Θεού. Αυτές οι εκδηλώσεις που μοιάζουν με την Πεντηκοστή έχουν σταθερά αναφερθεί σε όλη την ιστορία, όπως παρατηρήθηκαν στις δύο Μεγάλες Αφυπνίσεις. Ο Πεντηκοστιανισμός, που με τη σειρά του γέννησε το Χαρισματικό κίνημα μέσα σε ήδη καθιερωμένα δόγματα, εξακολουθεί να είναι μια σημαντική δύναμη στον Δυτικό Χριστιανισμό.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού στον κόσμο υπήρξε μια αξιοσημείωτη άνοδος της ευαγγελικής πτέρυγας των προτεσταντικών δογμάτων, ειδικά εκείνων που είναι πιο αποκλειστικά ευαγγελικές, και μια αντίστοιχη παρακμή του κυρίαρχου ρεύματος των φιλελεύθερων εκκλησιών. Στην εποχή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Φιλελεύθερος Χριστιανισμός βρισκόταν σε άνοδο και σημαντικός αριθμός θεολογικών διδασκαλιών γινόταν επίσης από φιλελεύθερη σκοπιά. Στην εποχή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η τάση άρχισε να επιστρέφει προς το συντηρητικό στρατόπεδο στη διδασκαλία και τις εκκλησιαστικές δομές της Αμερικής.
Στην Ευρώπη υπήρξε μια γενική απομάκρυνση από τον εκκλησιασμό και την πίστη στις χριστιανικές διδασκαλίες και μια κίνηση προς την κοσμικότητα. Ο Διαφωτισμός είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη διάδοση της κοσμικότητα. Μερικοί μελετητές συζητούν τη σχέση μεταξύ του προτεσταντισμού και της ανόδου της κοσμικότητα και φέρνουν ως επιχείρημα την ευρεία ελευθερία στις χώρες με προτεσταντική πλειοψηφία.[61] Ωστόσο το μοναδικό παράδειγμα της Γαλλίας καταδεικνύει ότι ακόμη και στις χώρες με καθολική πλειοψηφία ο συντριπτικός αντίκτυπος του Διαφωτισμού έχει φέρει ακόμα πιο ισχυρή κοσμικότητα και ελευθερία σκέψης πέντε αιώνες αργότερα. Είναι πιο αξιόπιστο να θεωρήσουμε ότι η Μεταρρύθμιση επηρέασε τους κριτικούς στοχαστές των επόμενων αιώνων, παρέχοντας διανοητικό, θρησκευτικό και φιλοσοφικό έδαφος πάνω στο οποίο οι μελλοντικοί φιλόσοφοι θα μπορούσαν να επεκτείνουν την κριτική τους στην εκκλησία, στις θεολογικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές της παραδοχές της εποχής. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε όμως ότι οι αρχικοί φιλόσοφοι του Διαφωτισμού υπερασπίζονταν μια χριστιανική αντίληψη για τον κόσμο, αλλά αυτή αναπτύχθηκε μαζί με μια σφοδρή και αποφασιστική κριτική της Εκκλησίας, της πολιτικής της, της ηθικής της, της κοσμοθεωρίας της, των επιστημονικών και πολιτισμικών της παραδοχών. που οδήγησε στην υποτίμηση όλων των μορφών θεσμοθετημένου χριστιανισμού, που επεκτάθηκε στο πέρασμα των αιώνων.[62] Αυτό οδήγησε τελικά στη μείωση του Χριστιανισμού σε μια απλή θρησκεία ανάμεσα σε άλλες, στις περισσότερες από τις κοσμικές χώρες, προτεσταντικές ή καθολικές, από τις οποίες προήλθαν οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού. Στη Βόρεια και Νότια Αμερική και την Αυστραλία το ποσοστό των εκκλησιαζόμενων είναι πολύ υψηλότερο από ό,τι στην Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ιδιαίτερα θρησκευόμενες σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Η Νότια Αμερική, ιστορικά Καθολική, έχει βιώσει μια μεγάλη ευαγγελική, ιδιαίτερα Πεντηκοστιανική επίδραση τον 20ο και τον 21ο αιώνα. Στην Ασία ο Προτεσταντισμός αυξάνεται επίσης μέσω της αυξανόμενης παρουσίας των ευαγγελικών, ειδικά στη Νοτιοανατολική Ασία.
Σε αντίθεση με τα κινήματα του κύριου ρεύματος, Λουθηρανικό, Καλβινιστικό και του Ζβίγγλιου, η Ριζοσπαστική Μεταρρύθμιση, που δεν είχε κρατική προστασία, γενικά εγκατέλειψε την ιδέα της «ορατής Εκκλησίας» ως διαφορετικής από την «αόρατη Εκκλησία». Ήταν μια ορθολογική επέκταση της εγκεκριμένης από το κράτος προτεσταντικής διαφωνίας, που πήγε την αξία της ανεξαρτησίας από την κατεστημένη εξουσία ένα βήμα παραπέρα, υποστηρίζοντας το ίδιο για το κοσμικό κράτος. Η Ριζοσπαστική Μεταρρύθμιση δεν ανήκε στο κυρίαρχο ρεύμα, αν και σε μέρη της Γερμανίας, της Ελβετίας και της Αυστρίας, η πλειοψηφία συμπαθούσε τη Ριζοσπαστική Μεταρρύθμιση παρά τις έντονες διώξεις που αντιμετώπιζε τόσο από τους Καθολικούς όσο και από τους Δεσποτικούς Προτεστάντες.[63]
Οι πρώτοι Αναβαπτιστές πίστευαν ότι η αναμόρφωσή τους πρέπει να εξαγνίσει όχι μόνο τη θεολογία αλλά και την πραγματική ζωή των Χριστιανών, ιδιαίτερα τις πολιτικές και κοινωνικές τους σχέσεις..[64] Επομένως η εκκλησία δεν πρέπει να στηρίζεται από το κράτος, ούτε από δέκατα και φόρους, ούτε με τη χρήση του ξίφους. Ο Χριστιανισμός ήταν θέμα ατομικής πεποίθησης, που δεν μπορούσε να επιβληθεί σε κανέναν, αλλά μάλλον απαιτούσε προσωπική απόφαση για αυτόν..[64] Προτεστάντες εκκλησιαστικοί ηγέτες όπως ο Χουμπμάγερ και ο Χόφμαν κήρυξαν την ακυρότητα του βαπτίσματος των νηπίων, υποστηρίζοντας το βάπτισμα μετά τον προσηλυτισμό («βάπτισμα πιστού»). Αυτό δεν ήταν ένα δόγμα για τους μεταρρυθμιστές, αλλά διδαγμένο από προηγούμενες ομάδες, όπως οι Καθαροί το 1147. Αν και οι περισσότεροι από τους Ριζοσπάστες Μεταρρυθμιστές ήταν Αναβαπτιστές, ορισμένοι δεν ταυτίστηκαν με την κυρίαρχη Αναβαπτιστική παράδοση. Ο Τόμας Μύντσερ συμμετείχε στον Πόλεμο των Γερμανών Χωρικών. Ο Αντρεας Κάρλσταντ διαφώνησε θεολογικά με τον Ούλριχ Ζβίγγλιο και τον Μαρτίνο Λούθηρο, διδάσκοντας τη μη βία και αρνούμενος να βαφτίσει βρέφη ενώ δεν ξαναβάφτιζε ενήλικες πιστούς.[65] Ο Κάσπαρ Σβένκφελντ και ο Σεμπάστιαν Φρανκ επηρεάστηκαν από τον γερμανικό μυστικισμό και τον πνευματισμό.
Κατά την άποψη πολλών που σχετίζονταν με τη Ριζοσπαστική Μεταρρύθμιση η Δεσποτική Μεταρρύθμιση δεν είχε προχωρήσει αρκετά. Ο ριζοσπαστικός μεταρρυθμιστής Αντρεας φον Μπόντενσταϊν Κάρλσταντ, για παράδειγμα, αναφέρθηκε στους Λουθηρανούς θεολόγους της Βιτεμβέργης ως «νέους παπιστές».[66] Δεδομένου ότι ο όρος "magister" σημαίνει επίσης "δάσκαλος", η Δεσποτική (Magisterial) Μεταρρύθμιση χαρακτηρίζεται επίσης από την έμφαση στην εξουσία ενός δασκάλου. Αυτό γίνεται εμφανές στην εξέχουσα θέση του Λούθηρου, του Καλβίνου και του Ζβίγγλιου ως ηγετών των μεταρρυθμιστικών κινημάτων στους αντίστοιχους τομείς της διακονίας τους. Λόγω της εξουσίας τους επικρίθηκαν συχνά από τους Ριζοσπαστικούς Μεταρρυθμιστές ότι έμοιαζαν πολύ με τους Πάπες της Ρώμης. Μια πιο πολιτική πλευρά της Ριζοσπαστικής Μεταρρύθμισης μπορεί να φανεί στη σκέψη και την πρακτική του Χανς Χουτ, αν και τυπικά ο Αναβαπτισμός έχει συνδεθεί με τον πασιφισμό.
Ο αναβαπτισμός με τη μορφή της ποικίλης διαφοροποίησής του, όπως οι Άμις, οι Μεννονίτες και οι Χουττερίτες, προήλθε από τη Ριζοσπαστική Μεταρρύθμιση. Αργότερα στους αναβαπτιστικούς κύκλους θα εμφανιστούν οι Αδελφοί Σβαρτσενάου και η Αποστολική Χριστιανική Εκκλησία.
Οι προτεστάντες αναφέρονται σε συγκεκριμένες ομάδες εκκλησιασμάτων ή εκκλησιών που μοιράζονται κοινά θεμελιώδη δόγματα και το όνομα των ομάδων τους.[67] Ο όρος δόγμα (εθνικό σώμα) πρέπει να διακρίνεται από τον κλάδο (ομολογιακή οικογένεια, παράδοση), κοινωνία (διεθνές σώμα) και εκκλησίασμα (εκκλησία). Ένα παράδειγμα (αυτός δεν είναι καθολικός τρόπος ταξινόμησης των προτεσταντικών εκκλησιών, καθώς μερικές φορές μπορεί να διαφέρουν ευρέως στις δομές τους) για να δείξουμε τη διαφορά:
Κλάδος/ομολογιακή οικογένεια/παράδοση: Μεθοδισμός Κοινότητα/διεθνές σώμα: Παγκόσμιο Συμβούλιο Μεθοδιστών Δόγμα/εθνικό σώμα: Ενωμένη Μεθοδιστική Εκκλησία Εκκλησίασμα/εκκλησία: Πρώτη Ενωμένη Μεθοδιστική Εκκλησία (Πέιντσβιλ, Κεντάκι)
Οι Προτεστάντες απορρίπτουν το δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας ότι είναι η μόνη αληθινή εκκλησία, με κάποια διδακτική πίστη στην αόρατη εκκλησία, που αποτελείται από όλους όσοι δηλώνουν πίστη στον Ιησού Χριστό.[68] Η Λουθηρανική Εκκλησία θεωρεί εαυτήν παραδοσιακά ως τον «κύριο κορμό του ιστορικού Χριστιανικού Δέντρου» που ιδρύθηκε από τον Χριστό και τους Αποστόλους, υποστηρίζοντας ότι κατά τη Μεταρρύθμιση η Εκκλησία της Ρώμης εξέπεσε.[69][70] Ορισμένα προτεσταντικά δόγματα αποδέχονται αυτό λιγότερο άλλα και η βασική ορθοδοξία ορισμένων αμφισβητείται από τις περισσότερες άλλες. Μεμονωμένα δόγματα έχουν επίσης σχηματιστεί από πολύ λεπτές θεολογικές διαφορές. Άλλα είναι απλώς περιφερειακές ή εθνοτικές εκφράσεις των ίδιων πεποιθήσεων. Επειδή τα πέντε μόνο είναι τα κύρια αξιώματα της προτεσταντικής πίστης, ανεξάρτητες ομάδες και οργανώσεις θεωρούνται επίσης προτεσταντικές.
Διάφορα οικουμενικά κινήματα προσπάθησαν να συνεργαστούν ή να αναδιοργανώσουν τα διάφορα διαιρεμένα προτεσταντικά δόγματα, σύμφωνα με διάφορα μοντέλα ένωσης, αλλά οι διαιρέσεις συνεχίζουν να υπερισχύουν των ενώσεων, καθώς δεν υπάρχει καμία κυρίαρχη εξουσία στην οποία όλες οι εκκλησίες οφείλουν πίστη, που να μπορεί να την ορίσει με έγκυρο τρόπο. Τα περισσότερα δόγματα μοιράζονται κοινές πεποιθήσεις στις κύριες πτυχές της χριστιανικής πίστης, ενώ διαφέρουν σε πολλά δευτερεύοντα θέματα, αν και τι είναι μείζον και τι είναι δευτερεύον είναι θέμα ιδιοσυγκρασιακής πίστης.
Αρκετές χώρες έχουν ιδρύσει τις εθνικές τους εκκλησίες, συνδέοντας την εκκλησιαστική δομή με το κράτος. Ενα προτεσταντικό δόγμα έχει καθιερωθεί ως επίσημη θρησκεία σε ορισμένες Βόρειες Χώρες. Η Δανία (συμπεριλαμβανομένης της Γροιλανδίας),[71] οι Νήσοι Φερόες (η εκκλησία της είναι ανεξάρτητη από το 2007),[72] η Ισλανδία[73] και η Νορβηγία[74][75][76] έχουν ιδρύσει Ευαγγελικές Λουθηρανικές εκκλησίες. Το Τουβαλού έχει τη μοναδική επίσημη εκκλησία Μεταρρυθμιστικής παράδοσης στον κόσμο και η Τόνγκα Μεθοδιστικής παράδοσης.[77] Η Εκκλησία της Αγγλίας είναι ο επίσημα καθιερωμένος θρησκευτικός θεσμός της χώρας,[78][79][80] και επίσης η Μητέρα Εκκλησία της παγκόσμιας Αγγλικανικής Κοινωνίας.
Το 1869 η Φινλανδία ήταν η πρώτη Βόρεια χώρα που κατάργησε το επίσημο της Ευαγγελικής Λουθηρανικής Εκκλησίας της με σχετικό νόμο. Αν και η εκκλησία εξακολουθεί να διατηρεί μια ειδική σχέση με το κράτος, δεν περιγράφεται ως επίσημη θρησκεία στο Φινλανδικό Σύνταγμα ή σε άλλους νόμους που ψηφίστηκαν από το φινλανδικό κοινοβούλιο.[81] Το 2000 η Σουηδία ήταν η δεύτερη Βόρεια χώρα που έκανε το ίδιο.[82]
Ενωμένες και εκκλησίες είναι εκκλησίες που σχηματίσθηκαν από τη συγχώνευση ή άλλη μορφή ένωσης δύο ή περισσότερων διαφορετικών προτεσταντικών δογμάτων.
Ιστορικά οι ενώσεις προτεσταντικών εκκλησιών επιβάλλονταν από το κράτος, συνήθως για να έχει αυστηρότερο έλεγχο στη θρησκευτική σφαίρα του λαού του, αλλά και για άλλους οργανωτικούς λόγους. Καθώς ο σύγχρονος χριστιανικός οικουμενισμός προχωρά, οι ενώσεις μεταξύ των διαφόρων προτεσταντικών παραδόσεων γίνονται όλο και συνηθέστερες, με αποτέλεσμα ένα αυξανόμενο αριθμό ενωμένων εκκλησιών. Μερικά από τα πρόσφατα σημαντικά παραδείγματα είναι η Εκκλησία της Βόρειας Ινδίας (1970), η Ενωμένη Προτεσταντική Εκκλησία της Γαλλίας (2013) και η Προτεσταντική Εκκλησία της Ολλανδίας (2004). Καθώς ο κύριος προτεσταντισμός συρρικνώνεται στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική λόγω της ανόδου της κοσμικότητας ή σε περιοχές όπου ο Χριστιανισμός είναι μειονοτική θρησκεία, όπως στην Ινδική υποήπειρο, οι Μεταρρυθμιστικές Αγγλικανικές και Λουθηρανικές εκκλησίες συγχωνεύονται, δημιουργώντας συχνά μεγάλες εθνικές ομολογίες. Το φαινόμενο είναι πολύ λιγότερο συχνό μεταξύ των ευαγγελικών, ανεξάρτητων και χαρισματικών εκκλησιών καθώς εμφανίζονται νέες και πολλές από αυτές παραμένουν ανεξάρτητες η μία από την άλλη.
Ίσως η παλαιότερη επίσημη ενωμένη εκκλησία βρίσκεται στη Γερμανία, όπου η Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας είναι μια ομοσπονδία λουθηρανικών, Ενωμένων (Πρωσική Ένωση) και Μεταρρυθμισμένων εκκλησιών, μια ένωση που χρονολογείται από το 1817. Η πρώτη από τη σειρά των ενώσεων έγινε σε σύνοδο στο Ιντστάιν για να δημιουργηθεί η Προτεσταντική Εκκλησία Έσσης και Νάσσαου τον Αύγουστο του 1817, που τιμήθηκε με την ονομασία της εκκλησίας του Ιντστάιν Unionskirche εκατό χρόνια αργότερα.[83]
Σε όλο τον κόσμο κάθε ενωμένη εκκλησία περιλαμβάνει ένα διαφορετικό μείγμα προηγούμενων προτεσταντικών δογμάτων. Ωστόσο οι τάσεις είναι ορατές, καθώς οι περισσότερες ενωμένες εκκλησίες έχουν έναν ή περισσότερους προκατόχους με κληρονομιά στη μεταρρυθμισμένη παράδοση και πολλές είναι μέλη της Παγκόσμιας Συμμαχίας των Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών.
Οι προτεστάντες μπορούν να διαφοροποιηθούν ανάλογα με το πώς έχουν επηρεαστεί από σημαντικά κινήματα από τη Μεταρρύθμιση, που σήμερα θεωρούνται κλάδοι του. Μερικά από αυτά τα κινήματα έχουν μια κοινή καταγωγή, μερικές φορές γεννώντας απευθείας μεμονωμένες ονομασίες. Λόγω του πλήθους των δογμάτων που αναφέρθηκε προηγουμένως αυτή η ενότητα εξετάζει μόνο τις μεγαλύτερες ομολογιακές οικογένειες ή κλάδους, που ευρέως θεωρούνται μέρος του Προτεσταντισμού. Αυτοί είναι, με αλφαβητική σειρά:Αγγλικανοί, Αδελφοί του Πλύμουθ, Αντβεντιστές, Βαπτιστές, Καλβινιστές (Μεταρρυθμισμένοι), Κουάκεροι, Λουθηρανοί, Μεθοδιστές, Πεντηκοστιανοί και Χουσίτες Ένας μικρός αλλά ιστορικά σημαντικός κλάδος Αναβαπτιστών συζητείται επίσης.
Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει τις αμοιβαίες σχέσεις και την ιστορική προέλευση των κύριων προτεσταντικών ομολογιακών οικογενειών ή των τμημάτων τους. Λόγω παραγόντων όπως η Αντιμεταρρύθμιση και η νομική αρχή του Cuius regio, eius religio πολλοί πιστοί ζούσαν ως Νικοδημίτες, όπου οι δηλωμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις τους ήταν λίγο πολύ σε αντίθεση με το κίνημα με το οποίο συμπαθούσαν. Έτσι τα όρια μεταξύ των δογμάτων δεν διαχωρίζονται τόσο καθαρά όσο δείχνει αυτό το διάγραμμα. Όταν ένας πληθυσμός καταπιεζόταν ή διωκόταν για να προσποιηθεί προσήλωση στην κυρίαρχη πίστη, με τις γενιές συνέχισε να επηρεάζει την εκκλησία στην οποία εξωτερικά ήταν προσκολλημένος.
Επειδή ο Καλβινισμός δεν αναγνωρίστηκε ειδικά στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, πολλοί Καλβινιστές ζούσαν ως Κρυπτοκαλβινιστές. Λόγω της καταστολής που σχετιζόταν με την Αντιμεταρρύθμιση στις Καθολικές χώρες τον 16ο έως τον 19ο αιώνα πολλοί Προτεστάντες ζούσαν ως Κρυπτοπροτεστάντες. Εν τω μεταξύ στις προτεσταντικές περιοχές οι Καθολικοί ζούσαν μερικές φορές ως κρυπτοπαπικοί, αν και στην ηπειρωτική Ευρώπη η μετανάστευση ήταν πιο εφικτή, επομένως αυτό ήταν λιγότερο συνηθισμένο.
Ο Αγγλικανισμός αποτελείται από την Εκκλησία της Αγγλίας και εκκλησίες που είναι ιστορικά συνδεδεμένες με αυτήν ή έχουν παρόμοιες πεποιθήσεις, λατρευτικές πρακτικές και εκκλησιαστικές δομές.[84] Η λέξη Αγγλικανική προέρχεται από την ecclesia anglicana, μια μεσαιωνική λατινική φράση που χρονολογείται τουλάχιστον από το 1246 και σημαίνει Αγγλική Εκκλησία. Δεν υπάρχει ενιαία «Αγγλικανική Εκκλησία» με καθολική εξουσία, αφού κάθε εθνική ή περιφερειακή εκκλησία έχει πλήρη αυτονομία. Όπως υποδηλώνει το όνομα η κοινωνία είναι ένας σύνδεσμος εκκλησιών σε πλήρη κοινωνία με τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερι. Η μεγάλη πλειοψηφία των Αγγλικανών είναι μέλη εκκλησιών που ανήκουν στη διεθνή Αγγλικανική Κοινωνία[85], που έχει 85 εκατομμύρια πιστούς.[86]
Η Εκκλησία της Αγγλίας κήρυξε την ανεξαρτησία της από την Καθολική Εκκλησία την εποχή του Ελισαβετιανού Θρησκευτικού Διακανονισμού (1559 - 1563).[87] Πολλοί από τους νέους αγγλικανικούς κανόνες των μέσων του 16ου αιώνα αντιστοιχούσαν στενά σε αυτούς της σύγχρονης μεταρρυθμιστικής παράδοσης. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις έγιναν αντιληπτές από έναν από τους πιο υπεύθυνους γι' αυτές, τον τότε Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερι Τόμας Κράνμερ, ως μια μέση οδός μεταξύ δύο από τις αναδυόμενες προτεσταντικές παραδόσεις, δηλαδή του Λουθηρανισμού και του Καλβινισμού.[88] Στο τέλος του αιώνα η διατήρηση στον Αγγλικανισμό πολλών παραδοσιακών λειτουργικών μορφών και του επισκόπου θεωρούντο ήδη απαράδεκτα από εκείνους που προωθούσαν τις πιο ανεπτυγμένες προτεσταντικές αρχές.
Μοναδικό στον Αγγλικανισμό είναι το Βιβλίο της Κοινής Προσευχής, συλλογή λειτουργιών που χρησιμοποιούσαν οι πιστοί στις περισσότερες Αγγλικανικές εκκλησίες επί αιώνες. Ενώ έκτοτε έχει υποστεί πολλές αναθεωρήσεις και οι Αγγλικανικές εκκλησίες σε διάφορες χώρες έχουν αναπτύξει άλλα λειτουργικά βιβλία, το Βιβλίο της Κοινής Προσευχής εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως ένας από τους δεσμούς που συνδέουν την Αγγλικανική Κοινωνία.
Οι Αδελφοί του Πλύμουθ είναι μια συντηρητική, χαμηλή εκκλησία, ευαγγελικού δόγματος, της οποίας η ιστορία μπορεί να ανιχνευθεί στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, στα τέλη της δεκαετίας του 1820, προερχόμενη από τον Αγγλικανισμό. Μεταξύ άλλων πεποιθήσεων η ομάδα δίνει έμφαση στο sola scriptura. Οι Αδελφοί γενικά δεν βλέπουν τους εαυτούς τους ως δόγμα, αλλά ως ένα δίκτυο, ή ακόμα και ως μια συλλογή αλληλοκαλυπτόμενων δικτύων, παρόμοια σκεπτόμενων ανεξάρτητων εκκλησιών. Μολονότι η ομάδα αρνιόταν για πολλά χρόνια να πάρει οποιοδήποτε θρησκευτικό όνομα για τον εαυτό της—μια στάση που μερικοί από αυτούς εξακολουθούν να διατηρούν—ο τίτλος Αδελφοί είναι ένας τίτλος με τον οποίο πολλοί από αυτούς αισθάνονται άνετα, καθώς η Αγία Γραφή ορίζει όλους τους πιστούς ως αδελφούς.
Ο Αναβαπτισμός έχει τις ρίζες του στη Ριζοσπαστική Μεταρρύθμιση. Οι αναβαπτιστές πιστεύουν στην καθυστέρηση του βαπτίσματος έως ότου ο υποψήφιος ομολογήσει την πίστη του. Αν και ορισμένοι θεωρούν αυτό το κίνημα ως παρακλάδι του Προτεσταντισμού, άλλοι το βλέπουν ως ξεχωριστό.[89][90] Οι Άμις, οι Χουτερίτες και οι Μεννονίτες είναι άμεσοι απόγονοι του κινήματος. Οι Αδελφοί Σβάρτσεναου, οι Μπρούντερχοφ και η Αποστολική Χριστιανική Εκκλησία θεωρούνται μεταγενέστερες εξελίξεις μεταξύ των Αναβαπτιστών.
Το όνομα Αναβαπτιστής, που σημαίνει «αυτός που βαφτίζει ξανά», τους δόθηκε από τους διώκτες τους σε σχέση με την πρακτική του επαναβαπτίσματος των πιστών που είχαν ήδη βαφτιστεί ως βρέφη.[91] Οι αναβαπτιστές απαιτούσαν οι υποψήφιοι για το βάπτισμα να μπορούν να κάνουν τη δική τους ομολογία πίστης και έτσι απέρριπταν το βάπτισμα των νηπίων. Τα πρώτα μέλη αυτού του κινήματος δεν αποδέχθηκαν το όνομα Αναβαπτιστής, ισχυριζόμενοι ότι εφόσον το βάπτισμα των νηπίων ήταν αντίθετο με τις γραφές και άκυρο, το βάπτισμα των πιστών δεν ήταν ένα επαναβάπτισμα αλλά στην πραγματικότητα το πρώτο τους πραγματικό βάπτισμα. Ως αποτέλεσμα των απόψεών τους σχετικά με τη φύση του βαπτίσματος και άλλων ζητημάτων οι Αναβαπτιστές διώχθηκαν έντονα κατά τον 16ο και έως τον 17ο αιώνα τόσο από τους Δεσποτικούς Προτεστάντες όσο και από τους Καθολικούς. Ενώ οι περισσότεροι Αναβαπτιστές επέμεναν σε μια κυριολεκτική ερμηνεία της Επί του Όρους Ομιλίας, που απέκλειε τον όρκο, τη συμμετοχή σε στρατιωτικές ενέργειες και τη συμμετοχή στην πολιτική κυβέρνηση, ορισμένοι που τηρούσαν το επαναβάπτισμα ένιωθαν διαφορετικά. Ήταν επομένως τυπικά αναβαπτιστές, παρόλο που οι συντηρητικοί Aμις, Μεννονίτες και Χουτερίτες και ορισμένοι ιστορικοί τείνουν να τους θεωρούν εκτός του αληθινού Αναβαπτισμού. Οι αναβαπτιστές μεταρρυθμιστές της Ριζοσπαστικής Μεταρρύθμισης χωρίζονται σε Ριζοσπάστες και στο λεγόμενο Δεύτερο Μέτωπο. Μερικοί σημαντικοί θεολόγοι της Ριζοσπαστικής Μεταρρύθμισης ήταν οι Ιωάννης του Λέιντεν, Τόμας Μύντσερ, Κάσπαρ Σβένκφελντ, Σεμπάστιαν Φρανκ και Μέμο Σίμονς. Οι Δεύτεροι Μεταρρυθμιστές του Μετώπου περιλάμβαναν τους Χανς Ντενκ, Κόνραντ Γκρέμπελ, Μπαλτάζαρ Χουμπμάγερ και Φέλιξ Μαντς. Πολλοί Αναβαπτιστές σήμερα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το Ausbund, που είναι ο παλαιότερος ύμνος σε συνεχή χρήση.
Ο Αντβεντισμός ξεκίνησε τον 19ο αιώνα στο πλαίσιο της αναβίωσης της Δεύτερης Μεγάλης Αφύπνισης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το όνομα αναφέρεται στην πίστη στην επικείμενη Δευτέρα Παρουσία (Advent) του Ιησού Χριστού. Ο Ουίλιαμ Μίλερ ξεκίνησε το κίνημα των Αντβεντιστών τη δεκαετία του 1830. Οι οπαδοί του έγιναν γνωστοί ως Μιλερίτες.
Αν και οι Αντβεντιστικές εκκλησίες έχουν πολλά κοινά, οι θεολογίες τους διαφέρουν ως προς το αν η ενδιάμεση κατάσταση (μεταξύ θανάτου και γενικής ανάστασης) είναι ο ασυνείδητος ύπνος ή η συνείδηση, αν η τελική τιμωρία των κακών είναι ο αφανισμός ή το αιώνιο μαρτύριο, η φύση της αθανασίας, αν οι κακοί αναστηθούν μετά το χιλιετία, και αν η Σκηνή του Μαρτυρίου του Δανιήλ 8[92] αναφέρεται σε στον ουρανό ή στη γη.[93] Το κίνημα ενθάρρυνε τη μελέτη όλης της Αγίας Γραφής, οδηγώντας τους Αντβεντιστές της Έβδομης Ημέρας και ορισμένες μικρότερες ομάδες Αντβεντιστών να τηρούν το Σάββατο. Η Γενική Διάσκεψη Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας έχει συγκεντρώσει τις βασικές πεποιθήσεις αυτής της εκκλησίας στις 28 Θεμελιώδεις Πεποιθήσεις (1980 και 2005), που χρησιμοποιούν βιβλικές αναφορές ως δικαίωση.
Το 2010 ο Αντβεντισμός ισχυρίστηκε ότι έχει περίπου 22 εκατομμύρια πιστούς διάσπαρτους σε διάφορες ανεξάρτητες εκκλησίες.[94] Η μεγαλύτερη εκκλησία στο κίνημα -η Εκκλησία Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας- έχει περισσότερα από 18 εκατομμύρια μέλη.
Οι Βαπτιστές προσυπογράφουν το δόγμα ότι το βάπτισμα πρέπει να τελείται μόνο για πιστούς που ομολογούν (βάπτισμα πιστού, σε αντίθεση με το βάπτισμα νηπίων) και ότι πρέπει να γίνεται με πλήρη κατάδυση (σε αντίθεση με την επίχυση ή το ράντισμα). Άλλες αρχές των βαπτιστικών εκκλησιών περιλαμβάνουν τη συνειδητότητα της ψυχής (ελευθερία), τη σωτηρία μόνο μέσω της πίστης, μόνη τη Γραφή ως κανόνα πίστης και πρακτικής και την αυτονομία της τοπικής εκκλησίας. Οι Βαπτιστές αναγνωρίζουν δύο ποιμαντικά αξιώματα, τους πάστορες και τους διακόνους. Οι εκκλησίες των Βαπτιστών θεωρούνται ευρέως ως προτεσταντικές εκκλησίες, αν και ορισμένοι Βαπτιστές αποκηρύσσουν αυτή την ταυτότητα.[95]
Διαφορετικοί από την αρχή τους, αυτοί που αναφέρονται ως Βαπτιστές σήμερα διαφέρουν πολύ μεταξύ τους ως προς το τι πιστεύουν, τον τρόπο λατρείας τους, τη στάση τους απέναντι στους άλλους Χριστιανούς και την κατανόησή τους για το τι είναι σημαντικό στη χριστιανική μαθητεία.[96]
Οι ιστορικοί εντοπίζουν την παλαιότερη εκκλησία με την ένδειξη Βαπτιστής στο 1609 στο Άμστερνταμ, με πάστορα τον Τζον Σμιθ, των Άγγλων Αποσχισθέντων (από την Εκκλησία της Αγγλίας).[97] Σύμφωνα με τη δική του ανάγνωση της Καινής Διαθήκης απέρριψε το βάπτισμα των νηπίων και καθιέρωσε το βάπτισμα μόνο των πιστών ενηλίκων.[98] Η πρακτική των Βαπτιστών εξαπλώθηκε στην Αγγλία, όπου οι Γενικοί Βαπτιστές θεώρησαν ότι η εξιλέωση του Χριστού επεκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους, ενώ οι Ιδιαίτεροι Βαπτιστές πίστευαν ότι επεκτείνεται μόνο στους εκλεκτούς. Το 1638 ο Ρότζερ Ουίλιαμς ίδρυσε την πρώτη εκκλησία Βαπτιστών στις αποικίες της Βόρειας Αμερικής και στα μέσα του 18ου αιώνα η Πρώτη Μεγάλη Αφύπνιση αύξησε την ανάπτυξη των Βαπτιστών τόσο στη Νέα Αγγλία όσο και στον Νότο.[99] Η Δεύτερη Μεγάλη Αφύπνιση στον Νότο στις αρχές του 19ου αιώνα αύξησε τα μέλη της εκκλησίας, όπως και η μείωση της υποστήριξης από τους ιεροκήρυκες για την κατάργηση της δουλείας, που ήταν μέρος των διδασκαλιών του 18ου αιώνα. Οι βαπτιστές ιεραπόστολοι έχουν εξαπλώσει την εκκλησία τους σε όλες τις ηπείρους.[98]
Η Βαπτιστική Παγκόσμια Συμμαχία αναφέρει περισσότερα από 41 εκατομμύρια μέλη σε περισσότερες από 150.000 εκκλησίες.[100] Το 2002 υπήρχαν πάνω από 100 εκατομμύρια μέλη Βαπτιστών και Βαπτιστικών ομάδων σε όλο τον κόσμο και πάνω από 33 εκατομμύρια στη Βόρεια Αμερική.[98] Η μεγαλύτερη ένωση Βαπτιστών είναι η Νότια Βαπτιστική Συνέλευση, με τα μέλη των εκκλησιών της να ανέρχονται συνολικά σε περισσότερα από 14 εκατομμύρια..[101]
Ο Καλβινισμός, που ονομάζεται επίσης Mεταρρυθμισμένη παράδοση, προωθήθηκε από πολλούς θεολόγους όπως οι Μάρτιν Μπούτσερ, Χάινριχ Μπούλινγκερ, Πέτερ Μάρτυρ Βέρμιλι και Ούλριχ Ζβίγγλιος, αλλά αυτός ο κλάδος του Χριστιανισμού φέρει το όνομα του Γάλλου μεταρρυθμιστή Ιωάννη Καλβίνου λόγω της εξέχουσας επιρροής του σε αυτόν και του ρόλου του στις ομολογιακές και εκκλησιαστικές συζητήσεις σε όλο τον 16ο αιώνα.
Σήμερα αυτός ο όρος αναφέρεται επίσης στα δόγματα και τις πρακτικές των Μεταρρυθμισμένων εκκλησιών, των οποίων ο Καλβίνος ήταν πρώτος ηγέτης. Λιγότερο συχνά μπορεί να αναφέρεται στην ατομική διδασκαλία του ίδιου του Καλβίνου. Οι λεπτομέρειες της καλβινιστικής θεολογίας μπορούν να οριστούν με διάφορους τρόπους. Ίσως η πιο γνωστή περίληψη περιέχεται στα πέντε σημεία του Καλβινισμού, αν και αυτά τα σημεία προσδιορίζουν περισσότερο την καλβινιστική άποψη για τη σωτηριολογία αντί να συνοψίζουν το σύστημα ως σύνολο. Σε γενικές γραμμές ο Καλβινισμός τονίζει την κυριαρχία του Θεού σε όλα τα θέματα — στη σωτηρία αλλά και σε όλη τη ζωή. Αυτή η έννοια φαίνεται ξεκάθαρα στα δόγματα του προορισμού και της πλήρους εξαχρείωσης.
Η μεγαλύτερη Μεταρρυθμισμένη ένωση είναι η Παγκόσμια Κοινωνία των Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών με περισσότερα από 80 εκατομμύρια μέλη σε 211 εκκλησίες σε όλο τον κόσμο.[103][104] Υπάρχουν πιο συντηρητικές Μεταρρυθμιστικές ομοσπονδίες όπως η Παγκόσμια Μεταρρυθμισμένη Αδελφότητα και η Διεθνής Διάσκεψη Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών, καθώς και ανεξάρτητες εκκλησίες.
Οι Κουάκεροι, Φίλοι, είναι μέλη μιας οικογένειας θρησκευτικών κινημάτων γνωστών συλλογικά ως Θρησκευτική Κοινωνία των Φίλων. Το κεντρικό ενοποιητικό δόγμα αυτών των κινημάτων είναι η ιεροσύνη όλων των πιστών.[105][106] Πολλοί Φίλοι θεωρούν εαυτούς μέλη ενός χριστιανικού δόγματος. Περιλαμβάνουν εκείνους με ευαγγελικές, αγιαστικές, φιλελεύθερες και παραδοσιακές συντηρητικές Κουακερικές αντιλήψεις του Χριστιανισμού. Σε αντίθεση με πολλές άλλες ομάδες που εμφανίστηκαν μέσα στον Χριστιανισμό η Θρησκευτική Κοινωνία των Φίλων προσπάθησε ενεργά να αποφύγει τα δόγματα και τις ιεραρχικές δομές.[107]
Ο Λουθηρανισμός ταυτίζεται με τη θεολογία του Μαρτίνου Λούθηρου — Γερμανού μοναχού και ιερέα, εκκλησιαστικού μεταρρυθμιστή και θεολόγου.
Ο Λουθηρανισμός υποστηρίζει ένα δόγμα δικαίωσης «με μόνο τη χάρη μέσω μόνο της πίστης και με βάση μόνο τη Γραφή», το δόγμα ότι η γραφή είναι η τελική αυθεντία σε όλα τα θέματα πίστης, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό των Καθολικών ηγετών στη Σύνοδο του Τρέντο ότι η αυθεντία έρχεται τόσο από τις Γραφές όσο και από την Παράδοση.[108]Επιπλέον οι Λουθηρανοί δέχονται τις διδασκαλίες των τεσσάρων πρώτων οικουμενικών συνόδων της αδιαίρετης Χριστιανικής Εκκλησίας.[109][110]
Σε αντίθεση με τη Μεταρρυθμισμένη παράδοση οι Λουθηρανοί διατηρούν πολλές από τις λειτουργικές πρακτικές και τις μυστηριακές διδασκαλίες της προ της Μεταρρύθμισης Εκκλησίας, με ιδιαίτερη έμφαση στη Θεία Ευχαριστία ή Μυστικό Δείπνο. Η Λουθηρανική θεολογία διαφέρει από τη Μεταρρυθμισμένη θεολογία στη Χριστολογία, τον σκοπό του Θεϊκού Νόμου, τη θεία χάρη, την έννοια του αμετάβλητου των αγίων και τον προορισμό.
Σήμερα ο Λουθηρανισμός είναι ένας από τους μεγαλύτερους κλάδους του Προτεσταντισμού. Με περίπου 80 εκατομμύρια πιστούς[111] αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη προτεσταντική ομολογία μετά τον Πεντηκοστιανισμό και τον Αγγλικανισμό.[7] Η Λουθηρανική Παγκόσμια Ομοσπονδία (LWF), η μεγαλύτερη παγκόσμια κοινότητα λουθηρανικών εκκλησιών αντιπροσωπεύει πάνω από 72 εκατομμύρια πιστούς.[112] Και οι δύο αυτοί αριθμοί εκτιμούν λανθασμένα τους Λουθηρανούς σε όλο τον κόσμο, καθώς πολλά μέλη των εκκλησιαστικών σωμάτων μελών της LWF που είναι πιο γενικά προτεσταντικές δεν αυτοπροσδιορίζονται ως Λουθηρανοί ούτε ακολουθούν εκκλησίες που αυτοπροσδιορίζονται ως Λουθηρανικές.[113] Επιπλέον υπάρχουν και άλλοι διεθνείς οργανισμοί όπως το Παγκόσμιο Ομολογιακό και Ιεραποστολικό Λουθηρανικό Φόρουμ, το Διεθνές Λουθηρανικό Συμβούλιο και η Ομολογιακή Ευαγγελική Λουθηρανική Διάσκεψη, καθώς και λουθηρανικές ομολογίες που δεν είναι απαραίτητα μέλη διεθνούς οργανισμού.
Ο Μεθοδισμός ταυτίζεται κυρίως με τη θεολογία του Τζον Γουέσλεϋ — ενός Αγγλικανού ιερέα και ευαγγελιστή. Αυτό το ευαγγελικό κίνημα ξεκίνησε ως αναβίωση εντός της Εκκλησίας της Αγγλίας του 18ου αιώνα και έγινε ξεχωριστή Εκκλησία μετά τον θάνατο του Γουέσλεϋ. Λόγω της έντονης ιεραποστολικής δραστηριότητας το κίνημα εξαπλώθηκε σε όλη τη Βρετανική Αυτοκρατορία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και πέραν αυτών, αναφέροντας σήμερα περίπου 80 εκατομμύρια οπαδούς παγκοσμίως.[114] Αρχικά απευθυνόταν ιδιαίτερα σε εργάτες και σκλάβους.
Σωτηριολογικά οι περισσότεροι Μεθοδιστές είναι Αρμινιανοί, τονίζοντας ότι ο Χριστός εξασφάλισε τη σωτηρία για όλους τους ανθρώπους και ότι αυτοί πρέπει να ασκήσουν μια πράξη θέλησης για να τη λάβουν (σε αντίθεση με το παραδοσιακό καλβινιστικό δόγμα του μονεργισμού). Ο Μεθοδισμός έχει παραδοσιακά χαμηλών τόνων λειτουργίες, αν και αυτό ποικίλλει πολύ μεταξύ των μεμονωμένων εκκλησιών. Οι ίδιοι οι Γουέσλεϋ εκτιμούσαν πολύ την Αγγλικανική λειτουργία και παράδοση. Ο Μεθοδισμός είναι γνωστός για την πλούσια μουσική του παράδοση. Ο αδελφός του Τζον Γουέσλεϋ Τσαρλς συνέβαλε πολύ στη συγγραφή μεγάλου μέρους της υμνωδίας της Μεθοδιστικής Εκκλησίας[115] και πολλοί άλλοι εξέχοντες υμνογράφοι προέρχονται από τη μεθοδιστική παράδοση.
Το αγιαστικό κίνημα αναφέρεται σε ένα σύνολο πρακτικών που περιβάλλουν το δόγμα της χριστιανικής τελειότητας που προέκυψε μέσα στον Μεθοδισμό του 19ου αιώνα, μαζί με μια σειρά ευαγγελικών δογμάτων και παραεκκλησιαστικών οργανώσεων (όπως οι κατασκηνωτικές συναντήσεις). Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 12 εκατομμύρια οπαδοί σε δόγματα που ευθυγραμμίζονται με το αγιαστικό κίνημα των Γουέσλεϋ.[116] Η Ελεύθερη Μεθοδιστική Εκκλησία, ο Στρατός της Σωτηρίας και η Μεθοδιστική Γουεσλεϊανή Εκκλησία είναι χαρακτηρισρτικά παραδείγματα, ενώ άλλοι οπαδοί του αγιαστικού κινήματος παρέμειναν στον κύριο Μεθοδισμό, π.χ. η Ενωμένη Μεθοδιστική Εκκλησία.
Ο Πεντηκοστιανισμός είναι ένα κίνημα που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην άμεση προσωπική εμπειρία του Θεού μέσω του βαπτίσματος με το Άγιο Πνεύμα. Ο όρος Πεντηκοστιανός προέρχεται από την Πεντηκοστή, την ελληνική ονομασία για την εβραϊκή Γιορτή των Εβδομάδων. Για τους Χριστιανούς αυτό το γεγονός τιμά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές του Ιησού Χριστού, όπως περιγράφεται στο δεύτερο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων.
Αυτός ο κλάδος του Προτεσταντισμού διακρίνεται για την πίστη του στο βάπτισμα με το Άγιο Πνεύμα ως μια εμπειρία ξεχωριστή από την αποδοχή του χριστιανισμού, που επιτρέπει σε ένα Χριστιανό να ζήσει μια ζωή ενισχυμένη και γεμάτη με το Άγιο Πνεύμα. Αυτή η ενδυνάμωση περιλαμβάνει τη χρήση πνευματικών χαρισμάτων όπως η ομιλία σε άγνωστες γλώσσες και η θεραπεία μέσω της πίστης —δύο άλλα καθοριστικά χαρακτηριστικά του Πεντηκοστιανισμού. Λόγω της δέσμευσής τους στην αυθεντία της Αγίας Γραφής, τα πνευματικά χαρίσματα και τα θαύματα οι Πεντηκοστιανοί τείνουν να θεωρούν ότι το κίνημά τους αντανακλά το ίδιο είδος πνευματικής δύναμης και διδασκαλίας της Αποστολικής Εποχής της πρώτης εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό ορισμένοι Πεντηκοστιανοί χρησιμοποιούν επίσης τον όρο Αποστολικό ή Πλήρες Ευαγγέλιο για να περιγράψουν το κίνημά τους.
Ο Πεντηκοστιανισμός γέννησε τελικά εκατοντάδες νέες ομολογίες, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων ομάδων όπως οι Συνελεύσεις του Θεού και η Εκκλησία του Θεού εν Χριστώ, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και αλλού. Υπάρχουν πάνω από 279 εκατομμύρια Πεντηκοστιανοί σε όλο τον κόσμο και το κίνημα αυξάνεται σε πολλά μέρη του κόσμου, ειδικά στις Αναπτυσσόμενες χώρες. Από τη δεκαετία του 1960 ο Πεντηκοστιανισμός κέρδισε ολοένα και περισσότερο αποδοχή από άλλες χριστιανικές παραδόσεις και οι πεποιθήσεις του σχετικά με το βάπτισμα και το Άγιο Πνεύμα και τα πνευματικά χαρίσματα έχουν ενστερνιστεί από μη Πεντηκοστιανούς Χριστιανούς στις Προτεσταντικές και την Καθολική Εκκλησία μέσω του Χαρισματικού Κινήματος. Μαζί ο Πεντηκοστιανισμός και ο Χαρισματικός Χριστιανισμός αριθμούν πάνω από 500 εκατομμύρια πιστούς.[117]
Υπάρχουν πολλά άλλα προτεσταντικά δόγματα που δεν εντάσσονται σαφώς στους προαναφερθέντες κλάδους και είναι πολύ μικρότερα σε αριθμό μελών. Ορισμένες ομάδες ατόμων που έχουν βασικές προτεσταντικές αρχές αυτοπροσδιορίζονται απλώς ως «χριστιανοί» ή «αναγεννημένοι χριστιανοί». Συνήθως αποστασιοποιούνται από τον ομολογητισμό ή τον πιστευματισμό άλλων χριστιανικών κοινοτήτων[118], αυτοαποκαλούμενοι «μη δογματικοί» ή «ευαγγελικοί». Συχνά ιδρύονται από μεμονωμένους πάστορες και έχουν μικρή σχέση με τα ιστορικά δόγματα.[119]
Αν και ο Ουνιταριανισμός αναπτύχθηκε από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση,[120] αποκλείεται από τον Προτεσταντισμό λόγω της αντιτριαδικής θεολογικής φύσης του.[121] Ο Ουνιταριανισμός υπήρξε δημοφιλής στην περιοχή της Τρανσυλβανίας στη σημερινή Ρουμανία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προήλθε σχεδόν ταυτόχρονα από την Τρανσυλβανία και την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία.
Υπάρχουν επίσης χριστιανικά κινήματα που διαπερνούν τις δογματικές γραμμές, ακόμη και κλάδους, και δεν μπορούν να ταξινομηθούν στο ίδιο επίπεδο που αναφέραμε προηγουμένως. Ο Ευαγγελικός Χριστιανισμός είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μερικά από αυτά τα κινήματα δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στο πλαίσιο του Προτεσταντισμού, μερικά είναι ευρύτερα χριστιανικά. Τα διαδογματικά κινήματα είναι μερικές φορές ικανά να επηρεάσουν τμήματα της Καθολικής Εκκλησίας, όπως το Χαρισματικό Κίνημα, που στοχεύει να ενσωματώσει πεποιθήσεις και πρακτικές παρόμοιες με εκείνες των Πεντηκοστιανών στους διάφορους κλάδους του Χριστιανισμού. Οι νεοχαρισματικές εκκλησίες μερικές φορές θεωρούνται υποομάδα του Χαρισματικού Κινήματος. Και οι δύο τίθενται υπό την κοινή ετικέτα του Χαρισματικού Χριστιανισμού (οι λεγόμενοι Ανανεωτές), μαζί με τους Πεντηκοστιανούς. Οι μη δογματικές και οι διάφορες κατ' οίκον εκκλησίες συχνά υιοθετούν ή είναι παρόμοιες με ένα από αυτά τα κινήματα.
Οι μεγαλοεκκλησίες συνήθως επηρεάζονται από διαδογματικά κινήματα. Συνολικά αυτές οι μεγάλες εκκλησίες αποτελούν σημαντική εξέλιξη του Προτεσταντικού Χριστιανισμού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το φαινόμενο έχει υπερτετραπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες και έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο.
Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει τις αμοιβαίες σχέσεις και την ιστορική προέλευση των κύριων διαδογματικών κινημάτων και άλλες εξελίξεις εντός του Προτεσταντισμού.
Ο Ευαγγελικός Χριστιανισμός ή Ευαγγελικός Προτεσταντισμός είναι ένα παγκόσμιο, διαδογματικό κίνημα που υποστηρίζει ότι η ουσία του ευαγγελίου συνίσταται στο δόγμα της σωτηρίας από τη Θεία Χάρη μέσω της πίστης στη σωτηρία από τον Ιησού Χριστό.[122][123]
Οι Ευαγγελικοί είναι Χριστιανοί που πιστεύουν στην κεντρική θέση της μεταστροφής ή της εμπειρίας της «αναγεννημένης» στη λήψη της σωτηρίας, πιστεύουν στην αυθεντία της Αγίας Γραφής ως αποκάλυψης του Θεού στην ανθρωπότητα και έχουν ισχυρή δέσμευση στον ευαγγελισμό ή τη μέθεξη του χριστιανικού μνηνύματος.
Απέκτησε μεγάλη δυναμική τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την εμφάνιση του Μεθοδισμού και των Μεγάλων Αφυπνίσεων στη Βρετανία και τη Βόρεια Αμερική. Οι απαρχές του Ευαγγελικού Χριστιανισμού εντοπίζονται συνήθως στο Αγγλικό Μεθοδιστικό κίνημα, τον Νικόλαο Τσίντσεντορφ, τη Μοραβική Εκκλησία, το λουθηρανικό ευσεβισμό, τον Πρεσβυτεριανισμό και τον Πουριτανισμό.[94] Μεταξύ των ηγετών και των μεγάλων προσωπικοτήτων του Ευαγγελικού Προτεσταντικού κινήματος ήταν οι Τζον Γουέσλεϋ, Τζορτζ Χουάιτφιλντ, Τζόναθαν Έντουαρντς, Μπίλλυ Γκράχαμ, Χάρολντ Τζον Οκέγκα, Τζον Στοτ και Μάρτιν Λόιντ-Τζόουνς.
Υπολογίζεται ότι υπάρχουν 285.480.000 Ευαγγελικοί, που αντιστοιχούν στο 13% του χριστιανικού πληθυσμού και στο 4% του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού. Στην Αμερική, την Αφρική και την Ασία είναι η πλειοψηφία των Ευαγγελικών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Ευαγγελικών[124]. Ο Ευαγγελικός Χριστιανισμός κερδίζει έδαφος τόσο εντός όσο και εκτός του αγγλόφωνου κόσμου, ειδικά στη Λατινική Αμερική και στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Το Χαρισματικό κίνημα είναι η διεθνής τάση των ιστορικά κυρίαρχων εκκλησιών που υιοθετούν πεποιθήσεις και πρακτικές παρόμοιες με εκείνες των Πεντηκοστιανών. Θεμελιώδης για το κίνημα είναι η χρήση πνευματικών χαρισμάτων. Μεταξύ των Προτεσταντών το κίνημα ξεκίνησε γύρω στο 1960.
Στην Αμερική ο Επισκοπικός Ντένις Μπένετ αναφέρεται μερικές φορές ως μια από τις θεμελιώδεις επιρροές του χαρισματικού κινήματος.[125] Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι Κόλιν Ούρκχαρτ, Μάικλ Χάρπερ, Ντέιβιντ Ουότσον και άλλοι ήταν στην πρωτοπορία παρόμοιων κινήσεων. Το συνέδριο του Mάσεϊ στη Νέα Ζηλανδία το 1964 παρακολούθησαν αρκετοί Αγγλικανοί, συμπεριλαμβανομένου του Αιδεσιμ. Ρέι Μιούλερ, που προσκάλεσε τον Μπένετ στη Νέα Ζηλανδία το 1966 και έπαιξε ηγετικό ρόλο στην ανάπτυξη και προώθηση των σεμιναρίων Life in the Spirit. Άλλος ηγέτης του χαρισματικού κινήματος στη Νέα Ζηλανδία είναι ο Μπιλ Σαμπρίτσκι.
Ο Λάρι Κρίστενσον, Λουθηρανός θεολόγος με έδρα το Σαν Πέδρο του Λος Άντζελες, έκανε πολλά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 για να ερμηνεύσει το χαρισματικό κίνημα για τους Λουθηρανούς. Ένα πολύ μεγάλο ετήσιο συνέδριο σχετικά με αυτό το θέμα πραγματοποιήθηκε στη Μινεάπολη. Ιδιαίτερα μεγάλες και επιδραστικές έγιναν οι χαρισματικές λουθηρανικές εκκλησίες της Μινεσότα, ιδιαίτερα η Hosanna! στο Λέικβιλ και η North Heights στο Σαιντ Πωλ. Η επόμενη γενιά Λουθηρανών χαρισματικών συγκεντρώνεται γύρω από τη Συμμαχία των Ανανevtik;vn Εκκλησιών. Υπάρχει σημαντική χαρισματική δραστηριότητα μεταξύ των νεαρών Λουθηρανών ηγετών στην Καλιφόρνια, που επικεντρώνεται γύρω από μια ετήσια συγκέντρωση στην Eκκλησία Ρόμπινγουντ, στο Χάντινγκτον Μπιτς. Το Touched by the Spirit του Ρίτσαρντ A. Γένσεν, που δημοσιεύτηκε το 1974, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη λουθηρανική κατανόηση του χαρισματικού κινήματος.
Στις εκκλησίες των Κονγκρεγκασιναλικών και των Πρεσβυτεριανών Εκκλησιών, που ομολογούν μια παραδοσιακά Καλβινιστική ή Μεταρρυθμιστική θεολογία, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη σημερινή συνέχιση ή μη των χαρισμάτων του Πνεύματος.[126][127] Γενικά ωστόσο οι Μεταρρυθμιστικοί χαρισματικοί αποστασιοποιούνται από ανανεωτικά κινήματα με τάσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως υπερσυναισθηματικές, όπως οι Word of Faith, Toronto Blessing, Brownsville Revival και Lakeland Revival. Εξέχουσες Μεταρρυθμιστικές χαρισματικές εκκλησίες είναι οι Sovereign Grace και οι Every Nation στις Η.Π.Α. και οι εκκλησίες και το κίνημα Newfrontiers στη Μεγάλη Βρετανία, του οποίου ηγετική προσωπικότητα είναι ο Τέρι Βίργκο.[128]
Μια μειοψηφία Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας σήμερα είναι χαρισματικοί. Συνδέονται έντονα με εκείνους που έχουν πιο «προοδευτικές» αντβεντιστικές πεποιθήσεις. Κατά τις πρώτες δεκαετίες της εκκλησίας τα χαρισματικά ή εκστατικά φαινόμενα ήταν συνηθισμένα.[129][130]
Οι νεοχαρισματικές εκκλησίες είναι μια κατηγορία εκκλησιών στο κίνημα της Χριστιανικής Ανανέωσης. Οι νεοχαρισματικοί περιλαμβάνουν το Τρίτο Κύμα, αλλά είναι ευρύτεροι. Τώρα είναι περισσότεροι από τους Πεντηκοστιανούς (πρώτο κύμα) και τους χαρισματικούς (δεύτερο κύμα) μαζί, λόγω της αξιοσημείωτης ανάπτυξης των μεταθρησκευτικών και ανεξάρτητων χαρισματικών ομάδων.[131]
Οι νεοχαρισματικοί πιστεύουν και δίνουν έμφαση στη μεταβιβλική διαθεσιμότητα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, συμπεριλαμβανομένης της γλωσσολαλιάς, της θεραπείας και της προφητείας. Εφαρμόζουν την τοποθέτηση των χεριών και επιδιώκουν την «πλήρωση» του Αγίου Πνεύματος. Ωστόσο μια συγκεκριμένη εμπειρία βαπτίσματος με το Άγιο Πνεύμα μπορεί να μην είναι απαραίτητη για τη βίωση τέτοιων χαρισμάτων. Καμία ενιαία μορφή, κυβερνητική δομή ή τρόπος εκκλησιαστικής λειτουργίας δεν χαρακτηρίζει όλες τις νεοχαρισματικές λειτουργίες και εκκλησίες.
Περίπου δεκαεννέα χιλιάδες δόγματα, με περίπου 295 εκατομμύρια μεμονωμένους οπαδούς, προσδιορίζονται ως νεοχαρισματικά.[132] Νεοχαρισματικές αρχές και πρακτικές απαντώνται σε πολλές ανεξάρτητες, μη δογματικές ή μεταδογματικές εκκλησίες, με τη δύναμη των αριθμών να επικεντρώνονται στις ανεξάρτητες αφρικανικές εκκλησίες, στο κίνημα των οίκων-εκκλησιών των Κινέζων Χαν και σε εκκλησίες της Λατινικής Αμερικής.
Ο Αρμινιανισμός βασίζεται στις θεολογικές ιδέες του Ολλανδού Μεταρρυθμιστή θεολόγου Ιάκωβου Aρμίνιου (1560–1609) και των ιστορικών υποστηρικτών του γνωστών ως Ρεμονστραντών. Οι διδασκαλίες του ίσχυαν για τα πέντε solae (μόνον) της Μεταρρύθμισης, αλλά ήταν διαφορετικές από τις ιδιαίτερες διδασκαλίες του Μαρτίνου Λούθηρου, του Ούλριχ Ζβίγγλιου, του Ιωάννη Καλβίνου και άλλων Προτεσταντών Μεταρρυθμιστών. Ο Ιάκωβος Aρμίνιος ήταν μαθητής του Θεόδωρου Μπέζα στο Θεολογικό Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Ο Αρμινιανισμός είναι γνωστός σε ορισμένους ως σωτηριολογική διαφοροποίηση του Καλβινισμού.[133] Ωστόσο για άλλους είναι η αποκατάσταση της πρωτοχριστιανικής θεολογικής συναίνεσης.[134] Ο ολλανδικός Αρμινιανισμός αρχικά διατυπώθηκε στη remonstranten (1610), μια θεολογική δήλωση που υπογράφηκε από 45 ιερείς και υποβλήθηκε στις Γενικές Τάξεις της Ολλανδίας. Πολλές χριστιανικές ομολογίες έχουν επηρεαστεί από τις απόψεις των Αρμινιανών για τη θέληση του ανθρώπου να ελευθερωθεί με τη χάρη πριν από την αναγέννηση, κυρίως οι Βαπτιστές τον 16ο αιώνα,[135] οι Μεθοδιστές τον 18ο αιώνα και η Εκκλησία Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας τον 19ο αιώνα.
Οι αρχικές πεποιθήσεις του ίδιου του Ιάκωβου Aρμίνιου ορίζονται συνήθως ως Αρμινιανισμός, αλλά ευρύτερα, ο όρος μπορεί να περιλαμβάνει τις διδασκαλίες του Ούγκο Γκρότιους, του Τζον Γουέσλεϋ και άλλων. Ο Κλασικός και ο Γουεσλεϋανός Αρμινιανισμός είναι οι δύο κύριες σχολές σκέψης. Ο Γουεσλεϋανός Αρμινιανισμός συχνά ταυτίζεται με τον Μεθοδισμό. Τα δύο συστήματα του Καλβινισμού και του Αρμινιανισμού μοιράζονται τόσο την ιστορία και πολλά δόγματα, όσο και την ιστορία της χριστιανικής θεολογίας. Ωστόσο, λόγω των διαφορών τους σχετικά με τα δόγματα του θείου προορισμού και της εκλογής, πολλοί άνθρωποι θεωρούν αυτές τις σχολές σκέψης αντίθετες μεταξύ τους. Εν ολίγοις η διαφορά μπορεί να θεωρηθεί τελικά ως προς το αν ο Θεός επιτρέπει στη θέληση ενός ατόμου να αντισταθεί στην επιθυμία Του να σώσει όλους (στο Αρμινιανό δόγμα) ή αν η χάρη του Θεού είναι ακαταμάχητη και περιορίζεται μόνο σε ορισμένους (στον Καλβινισμό). Μερικοί Καλβινιστές ισχυρίζονται ότι η προοπτική των Αρμινιανών παρουσιάζει ένα συνεργιστικό σύστημα Σωτηρίας, που επομένως δεν γίνεται μόνο χάρη, ενώ οι Αρμινιανοί απορρίπτουν κατηγορηματικά αυτό το συμπέρασμα. Πολλοί θεωρούν τις θεολογικές διαφορές ως κρίσιμες διαφορές στο δόγμα, ενώ άλλοι τις βρίσκουν σχετικά ασήμαντες.[136]
Ο Πιετισμός (Ευσεβισμός) ήταν ένα κίνημα με επιρροή εντός του Λουθηρανισμού που συνδύαζε τις λουθηρανικές αρχές του 17ου αιώνα με τη Μεταρρυθμιστική έμφαση στην ατομική ευσέβεια και στη δυναμικά χριστιανική ζωή.[137]
Ξεκίνησε στα τέλη του 17ου αιώνα, έφτασε στο απόγειό του στα μέσα του 18ου και παρήκμασε κατά τον 19ο αιώνα και είχε σχεδόν εξαφανιστεί στην Αμερική στα τέλη του 20ού αιώνα. Ενώ παραήκμαζε ως αναγνωρίσιμη λουθηρανική ομάδα, ορισμένες από τις θεολογικές αρχές του επηρέασαν τον Προτεσταντισμό γενικά, εμπνέοντας τον Αγγλικανό ιερέα Τζον Γουέσλεϋ να δημιουργήσει το Μεθοδιστικό κίνημα και τον Αλέξανδρο Μακ το κίνημα των Γερμανών Βαπτιστών μεταξύ των Αναβαπτιστών.
Αν και ο Πιετισμός μοιράζεται με το Πουριτανικό κίνημα την έμφαση στην προσωπική συμπεριφορά και συχνά συγχέονται, υπάρχουν σημαντικές διαφορές, ιδιαίτερα στην έννοια του ρόλου της θρησκείας στην κυβέρνηση.[138]
Οι Πουριτανοί ήταν μια ομάδα Άγγλων Προτεσταντών τον 16ο και 17ο αιώνα, που προσπάθησαν να εξαγνίσουν την Εκκλησία της Αγγλίας από ό,τι θεωρούσαν καθολικές πρακτικές, υποστηρίζοντας ότι η εκκλησία είχε μεταρρυθμιστεί μόνο εν μέρει. Ο Πουριτανισμός με αυτή την έννοια ιδρύθηκε από μερικούς από τους κληρικούς που είχαν εξοριστεί επί της Μαρίας Α' και επέστρεψαν λίγο μετά την ενθρόνιση της Ελισάβετ Α' της Αγγλίας το 1558, ως ακτιβιστικό κίνημα εντός της Εκκλησίας της Αγγλίας.
Οι Πουριτανοί εμποδίστηκαν να αλλάξουν την καθιερωμένη εκκλησία εκ των έσω και περιορίστηκαν σοβαρά στην Αγγλία από νόμους που έλεγχαν τις θρησκευτικές πρακτικές. Οι πεποιθήσεις τους ωστόσο μεταφέρθηκαν με τη μετανάστευσή τους στην Ολλανδία (και αργότερα στη Νέα Αγγλία) και από τον ευαγγελικό κλήρο στην Ιρλανδία (και αργότερα στην Ουαλία) και διαδόθηκαν στην κοσμική κοινωνία και σε τμήμα του εκπαιδευτικού συστήματος, ιδιαίτερα ορισμένες σχολές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ. Το πρώτο προτεσταντικό κήρυγμα που έγινε στην Αγγλία ήταν στο Κέιμπριτζ, με τον άμβωνα από όπου αυτό έγινε να σώζεται μέχρι σήμερα..[139][140] Διατυπώθηκαν χαρακτηριστικές πεποιθήσεις για την ενδυμασία των κληρικών και αντίθετες με το επισκοπικό σύστημα, ιδιαίτερα μετά την απόρριψη των συμπερασμάτων της Συνόδου του Ντόρντ το 1619 από τους Άγγλους επισκόπους. Υιοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό το Σαββατιανισμό το 17ο αιώνα και επηρεάστηκαν από τον χιλιασμό.
Σχημάτισαν και ταυτίστηκαν με διάφορες θρησκευτικές ομάδες που υποστήριζαν μεγαλύτερη αγνότητα λατρείας και δόγματος, καθώς και προσωπική και ομαδική ευσέβεια. Οι Πουριτανοί υιοθέτησαν μια μεταρρυθμιστική θεολογία, αλλά έλαβαν επίσης υπόψη τους τη ριζοσπαστική κριτική του Ζβίγγλιου στη Ζυρίχη και του Καλβίνου στη Γενεύη. Κάποιοι υποστήριξαν τον χωρισμό από όλους τους άλλους χριστιανούς, υπέρ των αυτόνομων κατά τόπους εκκλησιών. Αυτά τα αυτονομιστικά και ανεξάρτητα σκέλη του πουριτανισμού ενισχύθηκαν τη δεκαετία του 1640. Αν και ο Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος (που επεκτάθηκε στους Πολέμους των Τριών Βασιλείων) ξεκίνησε με μια διαμάχη για την πολιτική εξουσία μεταξύ του Βασιλιά της Αγγλίας και της Βουλής των Κοινοτήτων, δίχασε τη χώρα θρησκευτικά, καθώς οι επισκοπικοί εντός της Εκκλησίας της Αγγλίας τάχθηκαν με το Στέμμα και οι Πρεσβυτεριανοί και οι Ανεξάρτητοι υποστήριξαν το Κοινοβούλιο (μετά την ήττα των Βασιλικών η Βουλή των Λόρδων καθώς και ο Μονάρχης απομακρύνθηκαν από την πολιτική δομή του κράτους και δημιουργήθηκε η [[Κοινοπολιτεία της Αγγλίας|Κοινοπολιτείας). Οι υποστηρικτές μιας Πρεσβυτεριανής πολιτείας στη Συνέλευση του Ουέστμινστερ δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια νέα αγγλική εθνική εκκλησία και ο Κοινοβουλευτικός Νέος Πρότυπος Στρατός, που αποτελείτο κυρίως από Ανεξάρτητους υπό τον Όλιβερ Κρόμγουελ, αφού πρώτα εκκαθάρισε το Κοινοβούλιο, μετά το κατάργησε και ίδρυσε το Προτεκτοράτο.
Οι υπερατλαντικές αποικίες της Αγγλίας κατά τον πόλεμο τήρησαν διαφορετική στάση ανάλογα με τα εσωτερικά δημογραφικά τους στοιχεία. Στις παλαιότερες αποικίες, που περιλάμβαναν τη Βιρτζίνια (1607) και τις Βερμούδες (1612), καθώς και τα Μπαρμπάντος και την Αντίγκουα στις Δυτικές Ινδίες (συλλογικά οι στόχοι το 1650 του Νόμου για την Απαγόρευση του Εμπορίου με τα Μπαρμπάντος, Βιρτζίνια, Βερμούδες και Αντέγκο), οι Επισκοπικοί παρέμειναν η κυρίαρχη εκκλησιαστική φατρία και οι αποικίες παρέμειναν Βασιλικές μέχρι να κατακτηθούν ή να υποχρεωθούν να αποδεχτούν τη νέα πολιτική τάξη πραγμάτων. Στις Βερμούδες, με τον έλεγχο της τοπικής κυβέρνησης και του στρατού (εννέα λόχοι πεζικού της Πολιτοφυλακής συν το παράκτιο πυροβολικό), οι Βασιλικοί ανάγκασαν τους θρησκευτικά Ανεξάρτητους που υποστήριζαν το Κοινοβούλιο να εξορισθούν στις Μπαχάμες ως Ελευθεριανοί τυχοδιώκτες.[141][142][143]
Ο Επισκοπισμός επανιδρύθηκε μετά την Παλινόρθωση. Έναν αιώνα αργότερα οι μη συμμορφούμενοι Προτεστάντες, μαζί με τους Προτεστάντες πρόσφυγες από την ηπειρωτική Ευρώπη, θα ήταν μεταξύ των πρωταρχικών υποκινητών του πολέμου της απόσχισης, που οδήγησε στην ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Μια μη φονταμενταλιστική απόρριψη του φιλελεύθερου χριστιανισμού σύμφωνα με τον χριστιανικό υπαρξισμό του Σαίρεν Κίρκεγκωρ, που επιτέθηκε στις χεγκελιανές κρατικές εκκλησίες της εποχής του για «νεκρή ορθοδοξία», η νεοορθοδοξία συνδέεται κυρίως με τους Καρλ Μπαρτ, Γιούργκεν Μόλτμαν και Ντίτριχ Μπονχέφερ. Η νεοορθοδοξία προσπάθησε να αντιμετωπίσει την τάση της φιλελεύθερης θεολογίας να κάνει θεολογικές προσαρμογές στις σύγχρονες επιστημονικές προοπτικές. Μερικές φορές αποκαλείται «θεολογία κρίσης», με την υπαρξιακή έννοια της λέξης κρίση, μερικές φορές ονομάζεται και νεοευαγγελικαλισμός, που χρησιμοποιεί την έννοια του «ευαγγελικού» που σχετίζεται με τους Προτεστάντες της ηπειρωτικής Ευρώπης και όχι τον αμερικανικό ευαγγελικαλισμό. «Ευαγγελικός» ήταν ο αρχικά προτιμώμενος χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσαν οι Λουθηρανοί και οι Καλβινιστές, αλλά αντικαταστάθηκε από τα ονόματα που χρησιμοποίησαν ορισμένοι Καθολικοί για να ονομάζουν μια αίρεση με το όνομα του ιδρυτή της.
Η Παλαιοορθοδοξία είναι ένα κίνημα παρόμοιο από ορισμένες απόψεις με το νεοευαγγελικαλισμό, αλλά δίνει έμφαση στην αρχαία χριστιανική συναίνεση της αδιαίρετης εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας μ.Χ., συμπεριλαμβανομένων ειδικότερα των πρώιμων δογμάτων και των εκκλησιαστικών συνόδων ως μέσων για τη σωστή κατανόηση των γραφών. Αυτή η κίνηση είναι διαδογματική. Ένας εξέχων θεολόγος σε αυτή την ομάδα είναι ο Μεθοδιστής Τόμας Οντεν.
Σε αντίδραση στη φιλελεύθερη κριτική της Αγίας Γραφής ο φονταμενταλισμός εμφανίστηκε τον 20ο αιώνα, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ εκείνων των δογμάτων που επηρεάστηκαν περισσότερο από τον Ευαγγελικαλισμό. Η φονταμενταλιστική θεολογία τείνει να τονίζει το αλάθητο και την κυριολεξία της Αγίας Γραφής.
Προς το τέλος του 20ου αιώνα ορισμένοι είχαν την τάση να συγχέουν τον ευαγγελικαλισμό με τον φονταμενταλισμό. Ωστόσο οι ονομασίες αντιπροσωπεύουν πολύ ευδιάκριτες διαφορές προσέγγισης που και οι δύο ομάδες επιμελούνται να διατηρήσουν, αν και λόγω του δραματικά μικρότερου μεγέθους του φονταμενταλισμού συχνά ταξινομείται απλώς ως ένας εξαιρετικά συντηρητικός κλάδος του ευαγγελικαλισμού.
Ο μοντερνισμός και ο φιλελευθερισμός δεν συνιστούν αυστηρές και καλά καθορισμένες σχολές θεολογίας, αλλά είναι μάλλον μια τάση ορισμένων συγγραφέων και δασκάλων να ενσωματώσουν τη χριστιανική σκέψη στο πνεύμα της Εποχής του Διαφωτισμού. Η νέα κατανόηση της ιστορίας και των φυσικών επιστημών της εποχής οδήγησαν άμεσα σε νέες προσεγγίσεις στη θεολογία. Η αντίθεση στη φονταμενταλιστική διδασκαλία οδήγησε σε θρησκευτικές συζητήσεις, όπως η Διαμάχη Φονταμενταλισμού-Μοντερνισμού εντός της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τη δεκαετία του 1920.
Αν και η Μεταρρύθμιση ήταν ένα θρησκευτικό κίνημα, είχε επίσης ισχυρό αντίκτυπο σε όλες τις άλλες πτυχές της ζωής: γάμο και οικογένεια, εκπαίδευση, ανθρωπιστικές σπουδές και επιστήμες, πολιτική και κοινωνική τάξη, οικονομία και τέχνες.[14] Οι προτεσταντικές εκκλησίες απορρίπτουν την ιδέα του άγαμου ιερατείου και έτσι επιτρέπουν στους κληρικούς τους να παντρευτούν. Πολλές από τις οικογένειές τους συνέβαλαν στην ανάπτυξη των πνευματικών ελίτ στις χώρες τους.[147] Από το 1950 και μετά, γυναίκες έχουν εισέλθει στη διακονία στις περισσότερες προτεσταντικές εκκλησίες και μερικές έχουν αναλάβει ηγετικές θέσεις (π.χ. επίσκοποι).
Καθώς οι Μεταρρυθμιστές ήθελαν όλα τα μέλη της εκκλησίας να μπορούν να διαβάζουν την Αγία Γραφή, η εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα έλαβε ισχυρή ώθηση. Στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα το ποσοστό αλφαβητισμού στην Αγγλία ήταν 60 τοις εκατό, στη Σκωτία 65 τοις εκατό και στη Σουηδία 80 τοις εκατό.[148] Ιδρύθηκαν κολέγια και πανεπιστήμια. Για παράδειγμα οι Πουριτανοί που ίδρυσαν την Αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης το 1628 ίδρυσαν το Κολέγιο Χάρβαρντ μόνο οκτώ χρόνια αργότερα. Περίπου δώδεκα άλλα κολέγια ακολούθησαν τον 18ο αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Γέιλ (1701). Η Πενσυλβάνια έγινε επίσης κέντρο μάθησης.[149][150]
Τα μέλη των βασικών προτεσταντικών δογμάτων έχουν παίξει ηγετικούς ρόλους σε πολλές πτυχές της αμερικανικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής, των επιχειρήσεων, της επιστήμης, των τεχνών και της εκπαίδευσης. Ίδρυσαν τα περισσότερα από τα κορυφαία ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας.[151]
Η προτεσταντική έννοια του Θεού και του ανθρώπου επιτρέπει στους πιστούς να χρησιμοποιούν όλες τις δοσμένες από τον Θεό ικανότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της δύναμης της λογικής. Αυτό σημαίνει ότι τους επιτρέπεται να εξερευνήσουν τη δημιουργία του Θεού και, σύμφωνα με το εδάφιο της Γένεσης 2:15, να τη χρησιμοποιήσουν με υπεύθυνο και βιώσιμο τρόπο. Έτσι δημιουργήθηκε ένα πολιτιστικό κλίμα που ενίσχυσε πολύ την ανάπτυξη των ανθρωπιστικών σπουδών και των επιστημών.[152] Μια άλλη συνέπεια της προτεσταντικής κατανόησης του ανθρώπου είναι ότι οι πιστοί, σε ευγνωμοσύνη για την εκλογή και τη λύτρωσή τους εν Χριστώ, πρέπει να ακολουθούν τις εντολές του Θεού. Η φιλοπονία, η λιτότητα, η επαγγελματικότητα, η πειθαρχία και το ισχυρό αίσθημα ευθύνης βρίσκονται στο επίκεντρο του ηθικού τους κώδικα.[153][154] Ιδιαίτερα ο Καλβίνος απέρριπτε την πολυτέλεια. Επομένως τεχνίτες, βιομήχανοι και άλλοι επιχειρηματίες μπορούσαν να επανεπενδύουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους στα πιο αποδοτικά μηχανήματα και στις πιο σύγχρονες μεθόδους παραγωγής, που βασίζονταν στην πρόοδο των επιστημών και της τεχνολογίας. Ετσι η παραγωγικότητα αυξήθηκε, γεγονός που οδήγησε σε αυξημένα κέρδη και έδωσε τη δυνατότητα στους εργοδότες να πληρώνουν υψηλότερους μισθούς. Με αυτό τον τρόπο η οικονομία, οι επιστήμες και η τεχνολογία ενίσχυαν η μία την άλλη. Η ευκαιρία να συμμετάσχουν στην οικονομική επιτυχία των τεχνολογικών εφευρέσεων ήταν ένα ισχυρό κίνητρο τόσο για τους εφευρέτες όσο και για τους επενδυτές.[155][156][157][158] Η προτεσταντική εργασιακή ηθική ήταν μια σημαντική δύναμη πίσω από την απρογραμμάτιστη και ασυντόνιστη μαζική δράση που επηρέασε την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτή η ιδέα είναι επίσης γνωστή ως «προτεσταντική ηθική θέση».[159]
Ωστόσο ο διαπρεπής ιστορικός Φερνάν Μπρωντέλ (1902 – 1985), ηγέτης της σημαντικής Σχολής των Annales έγραψε: «Όλοι οι ιστορικοί αντιτάχθηκαν σε αυτή την αδύναμη θεωρία [την Προτεσταντική Ηθική], αν και δεν κατάφεραν να απαλλαγούν από αυτήν μια για πάντα. Ωστόσο είναι ξεκάθαρα ψευδής. Οι βόρειες χώρες κατέλαβαν τη θέση που προηγουμένως είχαν επί μακρόν καταλάβει τα παλιά καπιταλιστικά κέντρα της Μεσογείου. Δεν επινόησαν τίποτα, ούτε στην τεχνολογία ούτε στη διοίκηση των επιχειρήσεων.»[160] Ο κοινωνικός επιστήμονας Ρόντνεϊ Σταρκ σχολιάζει επιπλέον ότι «κατά την κρίσιμη περίοδο της οικονομικής τους ανάπτυξης αυτά τα βόρεια κέντρα του καπιταλισμού ήταν καθολικά, όχι προτεσταντικά – η Μεταρρύθμιση αργούσε ακόμα να έρθει»,[161] ενώ ο Βρετανός ιστορικός Χιου Τρέβορ-Ρόπερ (1914 - 2003) δήλωσε «Η ιδέα ότι ο μεγάλης κλίμακας βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν ιδεολογικά αδύνατος πριν από τη Μεταρρύθμιση ανατρέπεται από το απλό γεγονός ότι ήδη υπήρχε».[162]
Σε μια παραγοντική ανάλυση του τελευταίου κύματος δεδομένων του World Values Survey ο Αρνο Τάους (Πανεπιστήμιο Κορβίνος της Βουδαπέστης) διαπίστωσε ότι ο Προτεσταντισμός φαίνεται να είναι πολύ κοντά στο συνδυασμό της θρησκείας και των παραδόσεων του φιλελευθερισμού. Ο Δείκτης Ανάπτυξης Παγκόσμιας Αξίας, που υπολογίστηκε από τον Τάους βασίζεται στις διαστάσεις του World Values Survey, όπως η εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου, η μη υποστήριξη της παραοικονομίας, ο μεταϋλικός ακτιβισμός, η υποστήριξη της δημοκρατίας, η μη αποδοχή της βίας, της ξενοφοβία και του ρατσισμού, η εμπιστοσύνη στο διεθνές κεφάλαιο και στα Πανεπιστήμια, η εμπιστοσύνη στην οικονομία της αγοράς, η υποστήριξη της δικαιοσύνης των φύλων, η συμμετοχή στον περιβαλλοντικό ακτιβισμό κ.λπ.[163]
Οι Επισκοπικοί και οι Πρεσβυτεριανοί, καθώς και άλλοι Λευκοί Αγγλοσάξονες Προτεστάντες, τείνουν να είναι πολύ πιο πλούσιοι[164] και καλύτερα μορφωμένοι (σε πτυχία και μεταπτυχιακά κατά κεφαλή) από τις περισσότερες άλλες θρησκευτικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες[165] και εκπροσωπούνται δυσανάλογα στα ανώτερα επίπεδα των αμερικανικών επιχειρήσεων,[166] του δικαίου και της πολιτικής, ειδικά του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.[167] Πολλές από τις πλουσιότερες αμερικανικές οικογένειες όπως οι Βάντερμπιλτ, οι Aστορ, οι Ροκφέλερ, οι Ντυ Ποντ, οι Οικογένεια Ρούζβελτ, οι Φορμπς, οι Φορντ, οι Χουίτνεϊ, οι Mέλον, οι Mόργκαν και οι Χάριμαν είναι οικογένειες των πρώτης γραμμής Προτεσταντών.[164][168]
Ο Προτεσταντισμός είχε σημαντική επίδραση στην επιστήμη. Σύμφωνα με τη Θέση του Mέρτον υπήρχε θετική συσχέτιση μεταξύ της ανόδου του αγγλικού Πουριτανισμού και του γερμανικού Πιετισμού από τη μια πλευρά και της πρώιμης πειραματικής επιστήμης από την άλλη.[169] Η Θέση του Mέρτον έχει δύο ξεχωριστά σκέλη: Πρώτον παρουσιάζει μια θεωρία ότι η επιστήμη αλλάζει λόγω συσσώρευσης παρατηρήσεων και βελτίωσης στην πειραματική τεχνική και μεθοδολογία. Δεύτερον προβάλλει το επιχείρημα ότι η δημοφιλία της επιστήμης στην Αγγλία του 17ου αιώνα και η θρησκευτική δημογραφία της Βασιλικής Εταιρείας (οι Άγγλοι επιστήμονες εκείνης της εποχής ήταν κυρίως πουριτανοί ή άλλοι προτεστάντες) μπορεί να εξηγηθεί από μια συσχέτιση μεταξύ του προτεσταντισμού και των επιστημονικών αξιών.[170] Ο Μέρτον επικεντρώθηκε στον αγγλικό πουριτανισμό και τον γερμανικό πιετισμό ως υπεύθυνων για την ανάπτυξη της επιστημονικής επανάστασης του 17ου και του 18ου αιώνα. Εξήγησε ότι η σύνδεση μεταξύ της θρησκευτικής πίστης και του ενδιαφέροντος για την επιστήμη ήταν το αποτέλεσμα μιας σημαντικής συνέργειας μεταξύ των ασκητικών προτεσταντικών αξιών και εκείνων της σύγχρονης επιστήμης.[171] Οι προτεσταντικές αξίες ενθάρρυναν την επιστημονική έρευνα επιτρέποντας στην επιστήμη να προσδιορίσει την επιρροή του Θεού στον κόσμο —τη δημιουργία του— και έτσι παρέχοντας μια θρησκευτική αιτιολόγηση για την επιστημονική έρευνα.[169]
Σύμφωνα με το Scientific Elite: Nobel Laureates in the United States της Χάριετ Ζούκερμαν μια ανασκόπηση των αμερικανικών βραβείων Νόμπελ που απονεμήθηκαν μεταξύ 1901 και 1972, στο 72% των Αμερικανών βραβευθέντων με Βραβείο Νόμπελ εντοπίστηκε προτεσταντικό υπόβαθρο.[172] Συνολικά το 84% όλων των βραβείων Νόμπελ που απονεμήθηκαν σε Αμερικανούς στη Χημεία,[172] το 60% στην Ιατρική,[172] και το 59% στη Φυσική[172] μεταξύ 1901 και 1972 κέρδισαν Προτεστάντες.
Σύμφωνα με το 100 Χρόνια Βραβεία Νόμπελ (2005), μια ανασκόπηση των βραβείων Νόμπελ που απονεμήθηκαν μεταξύ 1901 και 2000, το 65% των βραβευθέντων με το Βραβείο Νόμπελ, έχουν αναφέρει τον Χριστιανισμό στις διάφορες μορφές του ως θρησκευτική τους προτίμηση (423 βραβεία).[173] και 32% έχει ταυτιστεί με τον Προτεσταντισμό στις διάφορες μορφές του (208 βραβεία),[173] αν και οι Προτεστάντες αποτελούν το 12% ως 13% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Κατά τον Μεσαίωνα η Εκκλησία και οι κοσμικές αρχές ήταν στενά συνδεδεμένες. Ο Μαρτίνος Λούθηρος διαχώρισε κατ' αρχήν το θρησκευτικό και το εγκόσμιο βασίλειο (δόγμα των δύο βασιλείων).[174] Οι πιστοί ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν τη λογική για να κυβερνούν το εγκόσμιο βασίλειο με εύτακτο και ειρηνικό τρόπο. Το δόγμα του Λούθηρου για την ιεροσύνη όλων των πιστών αναβάθμισε σημαντικά τον ρόλο των λαϊκών στην εκκλησία. Τα μέλη μιας εκκλησίας είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν έναν ιερέα και, εάν χρειαζόταν, να ψηφίσουν υπέρ της απόλυσής του (Πραγματεία Περί του δικαιώματος και της εξουσίας μιας χριστιανικής συνέλευσης ή εκκλησίας να κρίνει όλα τα δόγματα και να καλεί, να εγκαθιστά και να απολύει διδασκάλους, όπως μαρτυρείται στη Γραφή, 1523).[175] Ο Καλβίνος ενίσχυσε αυτή τη βασικά δημοκρατική προσέγγιση περιλαμβάνοντας εκλεγμένους λαϊκούς (πρεσβύτερους) στην αντιπροσωπευτική του εκκλησιαστική κυβέρνηση.[176] Οι Ουγενότοι πρόσθεσαν περιφερειακές συνόδους και μια εθνική σύνοδο, τα μέλη της οποίας εκλέγονταν από τις εκκλησίες, στο σύστημα εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης του Καλβίνου. Αυτό το σύστημα υιοθετήθηκε από τις άλλες μεταρρυθμισμένες εκκλησίες[177] και από ορισμένους Λουθηρανούς με πρώτους των Δουκάτων Γιούλιχ-Κλέβες-Μπεργκ τον 17ο αιώνα.
Πολιτικά ο Καλβίνος ευνόησε ένα μείγμα αριστοκρατίας και δημοκρατίας. Εκτιμούσε τα πλεονεκτήματα της δημοκρατίας: «Είναι ένα ανεκτίμητο δώρο, αν ο Θεός επιτρέπει σε ένα λαό να εκλέγει ελεύθερα τις αρχές και τους άρχοντές του». Ο Καλβίνος πίστευε επίσης ότι οι επίγειοι άρχοντες χάνουν το θεϊκό τους δικαίωμα και πρέπει να πατάσσονται όταν ξεσηκώνονται εναντίον του Θεού. Για την περαιτέρω προστασία των δικαιωμάτων των απλών ανθρώπων ο Καλβίνος πρότεινε τον διαχωρισμό των πολιτικών εξουσιών σε ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (διάκριση των εξουσιών). Έτσι αυτός και οι οπαδοί του αντιστάθηκαν στον πολιτικό απολυταρχισμό και άνοιξαν τον δρόμο για την ανάπτυξη της σύγχρονης δημοκρατίας.[178] Εκτός από την Αγγλία η Ολλανδία ήταν, υπό την καλβινιστική ηγεσία, η πιο ελεύθερη χώρα στην Ευρώπη τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Παρείχε άσυλο σε φιλοσόφους όπως ο Μπαρούχ Σπινόζα και ο Πιέρ Μπαιλ. Ο Ούγκο Γκρότιους δίδαξε τη θεωρία του του φυσικού δικαίου και μια σχετικά φιλελεύθερη ερμηνεία της Αγίας Γραφής.[179]
Συνεπείς με τις πολιτικές ιδέες του Καλβίνου οι Προτεστάντες δημιούργησαν τόσο την Αγγλική όσο και την Αμερικανική δημοκρατία. Στην Αγγλία του 17ου αιώνα τα πιο σημαντικά πρόσωπα και γεγονότα σε αυτή τη διαδικασία ήταν ο Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος, ο Όλιβερ Κρόμγουελ, ο Τζον Μίλτον, ο Τζον Λοκ, η Ένδοξη Επανάσταση, η Αγγλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων και η Πράξη Διακανονισμού.[180] Αργότερα οι Βρετανοί μετέφεραν τα δημοκρατικά τους ιδανικά στις αποικίες τους, π.χ. Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Ινδία. Στη Βόρεια Αμερική η Αποικία του Πλίμουθ (Πατέρες Προσκυνητές, 1620) και η Αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης (1628) εφάρμοσαν τη δημοκρατική αυτοδιοίκηση και τον διαχωρισμό των εξουσιών.[181][182][183][184] Αυτοί οι Προτεστάντες ήταν πεπεισμένοι ότι η δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης ήταν το θέλημα του Θεού. Το Mayflower Compact ήταν ένα κοινωνικό συμβόλαιο.[185]
Οι προτεστάντες ανέλαβαν επίσης την πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας. Η ελευθερία της συνείδησης είχε υψηλή προτεραιότητα στη θεολογική, φιλοσοφική και πολιτική ατζέντα αφού ο Λούθηρος αρνήθηκε να αποκηρύξει τις πεποιθήσεις του πριν από τη Δίαιτα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Βορμς (1521). Κατά την άποψή του η πίστη ήταν ένα ελεύθερο έργο του Αγίου Πνεύματος και, επομένως, δεν μπορούσε να επιβληθεί σε έναν άνθρωπο.[186] Οι διωκόμενοι Αναβαπτιστές και Ουγενότοι απαίτησαν ελευθερία συνείδησης και εφάρμοσαν τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους.[187] Στις αρχές του 17ου αιώνα Βαπτιστές όπως ο Τζον Σμιθ και ο Τόμας Χέλγουις δημοσίευσαν φυλλάδια για την υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας.[188] Η σκέψη τους επηρέασε τη στάση του Τζον Μίλτον και του Τζων Λοκ σχετικά με την ανεκτικότητα.[189][190] Υπό την ηγεσία του Βαπτιστή Ρότζερ Ουίλιαμς, του Τόμας Χούκερ και του Κουάκερου Γουίλιαμ Πεν αντίστοιχα το Ρόουντ Άιλαντ, το Κονέκτικατ και η Πενσυλβάνια συνδύασαν τα δημοκρατικά συντάγματα με την ελευθερία της θρησκείας. Αυτές οι αποικίες έγιναν ασφαλή καταφύγια για τις διωκόμενες θρησκευτικές μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων των Εβραίων.[191][192][193] Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών, το Σύνταγμά τους και η Αμερικανική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα έκαναν αυτή την παράδοση μόνιμη δίνοντάς της ένα νομικό και πολιτικό πλαίσιο.[194] Η μεγάλη πλειοψηφία των Αμερικανών Προτεσταντών, τόσο κληρικοί όσο και λαϊκοί, υποστήριξε σθεναρά το κίνημα της ανεξαρτησίας. Όλες οι μεγάλες προτεσταντικές εκκλησίες εκπροσωπήθηκαν στο Πρώτο και το Δεύτερο Ηπειρωτικό Συνέδριο.[195] Τον 19ο και τον 20ό αιώνα η Αμερικανική δημοκρατία έγινε πρότυπο για πολλές άλλες χώρες και περιοχές σε όλο τον κόσμο (π.χ. Λατινική Αμερική, Ιαπωνία και Γερμανία). Ο ισχυρότερος δεσμός μεταξύ της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ο Μαρκήσιος ντε Λαφαγιέτ, ένθερμος υποστηρικτής των αμερικανικών συνταγματικών αρχών. Η Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη βασίστηκε κυρίως στο προσχέδιο αυτού του εγγράφου από τον Λαφαγιέτ.[196] Η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών και η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απηχούν επίσης την αμερικανική συνταγματική παράδοση.[197][198][199]
Η δημοκρατία, η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, ο διαχωρισμός των εξουσιών, η θρησκευτική ελευθερία, ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους - αυτά τα επιτεύγματα της Μεταρρύθμισης και του πρώιμου Προτεσταντισμού επεξεργάστηκαν και διέδωσαν οι στοχαστές του Διαφωτισμού. Μερικοί από τους φιλοσόφους του Αγγλικού, του Σκωτσέζικου, του Γερμανικού και του Ελβετικού Διαφωτισμού—Τόμας Χομπς, Τζων Λοκ, Τζον Τόλαντ, Ντέιβιντ Χιουμ, Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, Κρίστιαν Βολφ, Ιμμάνουελ Καντ και Ζαν-Ζακ Ρουσσώ— είχαν προτεσταντικό υπόβαθρο.[200] Για παράδειγμα ο Τζων Λοκ, του οποίου η πολιτική σκέψη βασίστηκε σε «ένα σύνολο προτεσταντικών χριστιανικών υποθέσεων»,[201] άντλησε την ισότητα όλων των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της ισότητας των φύλων («Αδάμ και Εύα»), από τη Γένεση 1, 26 –28. Καθώς όλα τα άτομα δημιουργήθηκαν εξίσου ελεύθερα, όλες οι κυβερνήσεις χρειάζονταν «τη συγκατάθεση των κυβερνώμενων».[202]
Επίσης κάποιοι Προτεστάντες υποστήριξαν άλλα ανθρώπινα δικαιώματα. Για παράδειγμα τα βασανιστήρια καταργήθηκαν στην Πρωσία το 1740, η δουλεία στη Βρετανία το 1834 και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1865 (Ουίλιαμ Ουίλμπερφορς, Χάριετ Μπίτσερ Στόου, Αβραάμ Λίνκολν — κατά των Νότιων Προτεσταντών).[203][204] Ο Ούγκο Γκρότιους και ο Σάμουελ Πούφεντορφ ήταν από τους πρώτους στοχαστές που συνέβαλαν σημαντικά στο διεθνές δίκαιο..[205][206] Η Σύμβαση της Γενεύης, ένα σημαντικό τμήμα του ανθρωπιστικού διεθνούς δικαίου, ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του Ερρίκου Ντυνάν, ενός μεταρρυθμιστή ευσεβιστή, που ίδρυσε επίσης τον Ερυθρό Σταυρό.[207]
Οι Προτεστάντες έχουν ιδρύσει νοσοκομεία, στέγες για άτομα με ειδικές ανάγκες ή ηλικιωμένους, εκπαιδευτικά ιδρύματα, οργανώσεις που παρέχουν βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες και άλλους φορείς κοινωνικής πρόνοιας. Τον 19ο αιώνα σε όλο τον αγγλοαμερικανικό κόσμο πολλά αφοσιωμένα μέλη όλων των προτεσταντικών δογμάτων ήταν ενεργά σε κινήματα κοινωνικής μεταρρύθμισης όπως η κατάργηση της δουλείας, οι μεταρρυθμίσεις στις φυλακές και το δικαίωμα ψήφου των γυναικών. Ως απάντηση στο «κοινωνικό ερώτημα» του 19ου αιώνα η Γερμανία υπό τον καγκελάριο Όττο φον Μπίσμαρκ εισήγαγε ασφαλιστικά προγράμματα που οδήγησαν στο κράτος πρόνοιας (ασφάλιση υγείας, ατυχήματος και αναπηρίας και συντάξεις γήρατος). Για τον Μπίσμαρκ αυτό ήταν ο «πρακτικός Χριστιανισμός». Αυτά τα προγράμματα επίσης αντιγράφηκαν από πολλά άλλα κράτη, ιδιαίτερα στον Δυτικό κόσμο.
Η Χριστιανική Αδελφότητα Νέων ιδρύθηκε από τον Εκκλησιαστή Τζορτζ Ουίλιαμς, με στόχο την ενδυνάμωση των νέων.
Η προτεσταντική λειτουργία είναι ένα πρότυπο λατρείας που χρησιμοποιείται (είτε συνιστάται είτε επιβάλλεται) από μια προτεσταντική εκκλησία ή δόγμα σε τακτική βάση. Ο όρος λειτουργία προέρχεται από τα ελληνικά και σημαίνει «δημόσιο έργο». Η Λειτουργία είναι κυρίως σημαντική στις Ιστορικές Προτεσταντικές εκκλησίες (ή κύριες Προτεσταντικές εκκλησίες), ενώ οι Ευαγγελικές Προτεσταντικές εκκλησίες τείνουν να είναι πολύ ευέλικτες και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχουν καθόλου λειτουργία. Γίνεται συχνά αλλά όχι αποκλειστικά την Κυριακή.
Οι τέχνες έχουν εμπνευστεί έντονα από τις προτεσταντικές πεποιθήσεις.
Ο Μαρτίνος Λούθηρος, ο Πάουλ Γκέρχαρντ, ο Τζορτζ Γουίδερ, ο Ισαακ Γουότς, ο Τσαρλς Γουέλεϋ, ο Γουίλιαμ Κούπερ και πολλοί άλλοι συγγραφείς και συνθέτες δημιούργησαν γνωστούς εκκλησιαστικούς ύμνους.
Μουσικοί όπως ο Χάινριχ Συτς, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ, ο Χένρι Πέρσελ, ο Γιοχάνες Μπραμς, ο Φίλιπ Νικολάι και ο Φέλιξ Μέντελσον συνέθεσαν σπουδαία έργα μουσικής.
Εξέχοντες ζωγράφοι με προτεσταντικό υπόβαθρο ήταν, για παράδειγμα, ο Άλμπρεχτ Ντύρερ, ο Χανς Χόλμπαϊν ο Νεότερος, ο Λούκας Κράναχ ο Πρεσβύτερος, ο Λούκας Κράναχ ο Νεότερος, ο Ρέμπραντ και ο Βίνσεντ βαν Γκογκ.
Η παγκόσμια λογοτεχνία εμπλουτίστηκε με τα έργα των Έντμουντ Σπένσερ, Τζον Μίλτον, Τζον Μπάνυαν, Τζον Ντον, Τζον Ντράιντεν, Ντάνιελ Ντεφόε, Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ, Τζόναθαν Σουίφτ, Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, Φρίντριχ Σίλερ, Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Μάθιου Αρνολντ, Κόνραντ Φέρντιναντ Μάγιερ, Τέοντορ Φοντάνε, Ουόσινγκτον Ιρβινγκ, Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Έμιλι Ντίκινσον, Έμιλι Μπροντέ, Κάρολος Ντίκενς, Ναθάνιελ Χόθορν, Τόμας Στερνς Έλιοτ, Τζον Γκάλσγουορθυ, Τόμας Μαν, Γουίλιαμ Φώκνερ, Τζον Άπνταϊκ και πολλοί άλλοι.
Η άποψη της Καθολικής Εκκλησίας είναι ότι τα προτεσταντικά δόγματα δεν μπορούν να θεωρηθούν εκκλησίες, αλλά μάλλον είναι εκκλησιαστικές κοινότητες ή ιδιαίτερες κοινότητες πίστης, επειδή οι τελετές και τα δόγματά τους δεν είναι ιστορικά ίδια με τα καθολικά μυστήρια και δόγματα και οι προτεσταντικές κοινότητες δεν έχουν μυστηριακή διακονική ιεροσύνη και επομένως στερούνται αληθινής αποστολικής διαδοχής.[208][209] Σύμφωνα με τον επίσκοπο Ιλαρίωνα (Αλφέγιεφ) η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει την ίδια άποψη επί του θέματος.[210]
Σε αντίθεση με το πώς χαρακτηρίζονταν συχνά οι Προτεστάντες Μεταρρυθμιστές η έννοια της καθολικής ή παγκόσμιας Εκκλησίας δεν παραμερίστηκε κατά τη διάρκεια της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης. Αντίθετα η ορατή ενότητα της καθολικής ή παγκόσμιας εκκλησίας θεωρείτο από τους Προτεστάντες μεταρρυθμιστές ως σημαντικό και ουσιαστικό δόγμα της Μεταρρύθμισης. Οι Κύριοι μεταρρυθμιστές, όπως ο Mαρτίνος Λούθηρος, ο Ιωάννης Καλβίνος και ο Ούλριχ Ζβίγγλιος, πίστευαν ότι μεταρρυθμίζουν την Καθολική Εκκλησία, που τη θεωρούσαν διεφθαρμένη. Και οι τρεις τους πήραν πολύ σοβαρά τις κατηγορίες για σχίσμα και νεωτερισμό, αρνούμενοι αυτές τις κατηγορίες και υποστηρίζοντας ότι ήταν η Καθολική Εκκλησία που τους είχε εγκαταλείψει. Οι Προτεστάντες Μεταρρυθμιστές διαμόρφωσαν μια νέα και ριζικά διαφορετική θεολογική άποψη για την εκκλησιολογία, ότι η ορατή Εκκλησία είναι «καθολική» (πεζό «κ») παρά «Καθολική» (κεφαλαία «Κ»). Συνεπώς δεν υπάρχει ακαθόριστος αριθμός ενοριακών, εκκλησιαστικών ή εθνικών εκκλησιών, που να αποτελούν τόσες πολλές εκκλησιαστικές ατομικότητες, αλλά μια μεγάλη πνευματική δημοκρατία της οποίας αποτελούν μέρος αυτές οι διάφορες οργανώσεις, αν και η καθεμία έχει πολύ διαφορετικές απόψεις. Αυτό ήταν πολύ μακριά από την παραδοσιακή και ιστορική καθολική αντίληψη ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού.
Ακόμη, σύμφωνα με την προτεσταντική αντίληψη, η ορατή εκκλησία δεν είναι, ας πούμε, ένα γένος με τόσα πολλά είδη κάτω από αυτήν. Προκειμένου να δικαιολογήσουν την αποχώρησή τους από την Καθολική Εκκλησία, οι Προτεστάντες έθεσαν συχνά ένα νέο επιχείρημα, λέγοντας ότι δεν υπήρχε πραγματική ορατή Εκκλησία με θεϊκή εξουσία, παρά μόνο μια πνευματική, αόρατη και κρυφή εκκλησία - αυτή η ιδέα ξεκίνησε στις πρώτες ημέρες της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης.
Όπου έλαβε χώρα η Κύρια Μεταρρύθμιση, που υποστηρίχθηκε από τους κυβερνώντες, το αποτέλεσμα ήταν μια μεταρρυθμιστική εθνική προτεσταντική εκκλησία που οραματιζόταν να είναι μέρος ολόκληρης της αόρατης εκκλησίας, αλλά διαφωνούσε σε ορισμένα σημαντικά σημεία του δόγματος και της πρακτικής που συνδέεται με αυτό. με αυτό που μέχρι τότε θεωρείτο το κανονιστικό σημείο αναφοράς για τέτοια θέματα, δηλαδή τον Παπισμό και την κεντρική εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας. Έτσι οι μεταρρυθμιστικές εκκλησίες πίστευαν σε κάποια μορφή Καθολικότητας, βασισμένη στο δόγμα των πέντε μόνο και σε μια ορατή εκκλησιαστική οργάνωση βασισμένη στο Συνοδιστικό κίνημα του 14ου και 15ου αιώνα, απορρίπτοντας τον παπισμό και το παπικό αλάθητο υπέρ των οικουμενικών συνόδων, αλλά απορρίπτοντας την τελευταία οικουμενική σύνοδο, τη Σύνοδο του Τρέντο. Η θρησκευτική ενότητα επομένως δεν έγινε δόγμα και ταυτότητα, αλλά αόρατος χαρακτήρας, όπου η ενότητα ήταν εκείνη της πίστης στον Ιησού Χριστό, όχι κοινή ταυτότητα, δόγμα, πίστη και συλλογική δράση.
Υπάρχουν Προτεστάντες, ιδίως της μεταρρυθμιστικής παράδοσης, που είτε απορρίπτουν είτε υποβαθμίζουν τον προσδιορισμό Προτεστάντης λόγω της αρνητικής χροιάς που έχει η λέξη εκτός από την κύρια σημασία της, προτιμώντας τον προσδιορισμό Μεταρρυθμιστής, Ευαγγελικός ή ακόμα και Μεταρρυθμιστής Καθολικός, που εκφράζει αυτό που αποκαλούν Μεταρρυθμισμένη Καθολικότητα και υπερασπίζεται τα επιχειρήματά τους των παραδοσιακών προτεσταντικών ομολογιών.[211]
Το οικουμενικό κίνημα είχε επιρροή στις προτεσταντικές εκκλησίες, ξεκινώντας τουλάχιστον το 1910 με την Ιεραποστολική Συνδιάσκεψη του Εδιμβούργου. Η προέλευσή του έγκειται στην αναγνώριση της ανάγκης για συνεργασία στον τομέα των ιεραποστολών στην Αφρική, την Ασία και την Ωκεανία. Από το 1948 το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι επιδραστικό, αλλά αναποτελεσματικό στη δημιουργία μιας ενωμένης εκκλησίας. Υπάρχουν επίσης οικουμενικά σώματα σε περιφερειακό, εθνικό και τοπικό επίπεδο σε όλο τον κόσμο, αλλά τα σχίσματα εξακολουθούν να είναι πολύ περισσότερα από τις ενοποιήσεις. Μία, αλλά όχι η μόνη, έκφραση του οικουμενικού κινήματος, ήταν η κίνηση για τη δημιουργία ενωμένων εκκλησιών, όπως η Εκκλησία της Νότιας Ινδίας, η Εκκλησία της Βόρειας Ινδίας, η Ενωμένη Εκκλησία του Χριστού με έδρα τις ΗΠΑ, η Ενωμένη Εκκλησία του Καναδά, η Ενωτική Εκκλησία στην Αυστραλία και η Ενωμένη Εκκλησία του Χριστού στις Φιλιππίνες, που έχουν ραγδαία μείωση των μελών. Υπήρξε μια έντονη εμπλοκή Ορθοδόξων εκκλησιών στο οικουμενικό κίνημα, αν και οι αντιδράσεις μεμονωμένων Ορθοδόξων θεολόγων κυμάνθηκε από τη δοκιμαστική έγκριση του στόχου της χριστιανικής ενότητας μέχρι τη σαφή καταδίκη του αποτελέσματος που έγινε αντιληπτό ως υποβάθμιση του ορθόδοξου δόγματος.[213]
Ένα προτεσταντικό βάπτισμα θεωρείται έγκυρο από την Καθολική Εκκλησία αν γίνεται με τον τριαδικό τύπο και με τη συγκεκριμένη πρόθεση. Ωστόσο, καθώς η χειροτονία των Προτεσταντών λειτουργών δεν αναγνωρίζεται λόγω της έλλειψης αποστολικής διαδοχής και της απόσχισης από την Καθολική Εκκλησία, όλα τα άλλα μυστήρια (εκτός του γάμου) που τελούνται από προτεσταντικά δόγματα και λειτουργούς δεν αναγνωρίζονται ως έγκυρα. Επομένως οι Προτεστάντες που επιθυμούν την πλήρη κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία δεν επαναβαφτίζονται (αν και χρίονται) και οι προτεστάντες λειτουργοί που γίνονται Καθολικοί μπορούν να χειροτονηθούν ιερείς μετά από μια περίοδο σπουδών.
Το 1999 οι εκπρόσωποι της Λουθηρανικής Παγκόσμιας Ομοσπονδίας και της Καθολικής Εκκλησίας υπέγραψαν την Κοινή Διακήρυξη για το Δόγμα της Δικαίωσης, επιλύοντας προφανώς τη σύγκρουση σχετικά με τη φύση της δικαίωσης που ήταν η ρίζα της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, αν και οι Ομολογιακοί Λουθηρανοί απορρίπτουν αυτή τη Διακήρυξη.[214] Αυτό είναι κατανοητό, αφού δεν υπάρχει για αυτούς καμία αναγκαστική αρχή. Στις 18 Ιουλίου 2006 οι εκπρόσωποι της Παγκόσμιας Διάσκεψης Μεθοδιστών ψήφισαν ομόφωνα την αποδοχή της Κοινής Διακήρυξης.[215][216]
Υπάρχουν περισσότεροι από 900 εκατομμύρια Προτεστάντες παγκοσμίως,[7][8][217][218][219][220][221][α] μεταξύ περίπου 2,4 δισεκατομμυρίων Χριστιανών.[8][223][224][β] Το 2010 συνολικά περισσότερα από 800 εκατομμύρια περιλάμβαναν 300 στην Υποσαχάρια Αφρική, 260 στην Αμερική, 140 στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, 100 στην Ευρώπη και 2 στη Μέση Ανατολή-Βόρεια Αφρική.[7] Οι Προτεστάντες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το σαράντα τοις εκατό των Χριστιανών παγκοσμίως και είναι περισσότερο από το ένα δέκατο του συνολικού ανθρώπινου πληθυσμού.[7] Διάφορες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό των Προτεσταντών σε σχέση με το συνολικό αριθμό των χριστιανών του κόσμου σε 33%,[218] 36%,[225] 36,7%,[7]και 40%,[217] ενώ σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό 11,6%[7] και 13%.[221]
Στις ευρωπαϊκές χώρες που επηρεάστηκαν βαθύτερα από τη Μεταρρύθμιση, ο Προτεσταντισμός εξακολουθεί να παραμένει η πλειοψηφούσα θρησκεία.[218] (Βόρειες Χώρες χώρες και [Ηνωμένο Βασίλειο]]).[218][226] Σε άλλα ιστορικά προτεσταντικά προπύργια όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ελβετία, η Λετονία και η Εσθονία, παραμένει μια από τις πιο δημοφιλείς θρησκείες.[227] Αν και η Τσεχία ήταν η γενέτειρα ενός από τα πιο σημαντικά προ-μεταρρυθμιστικά κινήματα,[228] σήμερα υπάρχουν εκεί μόνο λίγοι προτεστάντες πιστοί,[229][230] κυρίως λόγω ιστορικών λόγων όπως οι διώξεις των Προτεσταντών από τους Καθολικούς Αψβούργους,[231] των περιορισμών κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής διακυβέρνησης, καθώς και της συνεχιζόμενης εκκοσμίκευσης.[228] Τις τελευταίες δεκαετίες η θρησκευτικότητα μειώνεται καθώς η εκκοσμίκευση έχει αυξηθεί.[218][232] Σύμφωνα με μια μελέτη του 2019 σχετικά με τη θρησκευτικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2019 από το Ευρωβαρόμετρο οι Προτεστάντες αποτελούσαν το 9% του πληθυσμού της ΕΕ.[233] Σύμφωνα με το Pew Research Center οι Προτεστάντες αποτελούσαν σχεδόν το ένα πέμπτο (ή το 18%) του χριστιανικού πληθυσμού της ηπείρου το 2010.[7] Οι Clarke και Beyer εκτιμούν ότι οι Προτεστάντες αποτελούσαν το 15% όλων των Ευρωπαίων το 2009, ενώ ο Noll ισχυρίζεται ότι λιγότερο από το 12% από αυτούς ζούσαν στην Ευρώπη το 2010.[218][220]
Οι αλλαγές στον παγκόσμιο προτεσταντισμό τον τελευταίο αιώνα ήταν σημαντικές.[217][220][234] Από το 1900 ο Προτεσταντισμός εξαπλώθηκε γρήγορα στην Αφρική, την Ασία, την Ωκεανία και τη Λατινική Αμερική.[235][221][234] Αυτό έκανε τον Προτεσταντισμό να ονομαστεί μια κυρίως μη δυτική θρησκεία.[220][234] Μεγάλο μέρος της ανάπτυξης σημειώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν έλαβε χώρα η αποαποικιοποίηση της Αφρικής και η κατάργηση των διαφόρων περιορισμών κατά των Προτεσταντών στις χώρες της Λατινικής Αμερικής.[221] Σύμφωνα με μια πηγή οι Προτεστάντες αποτελούσαν αντίστοιχα το 2,5%, το 2%, το 0,5% των Λατινοαμερικανών, των Αφρικανών και των Ασιατών.[221] Το 2000 το ποσοστό των Προτεσταντών στις αναφερόμενες ηπείρους ήταν 17%, περισσότερο από 27% και 6%, αντίστοιχα.[221]Σύμφωνα με τον Mαρκ A. Noλ το 79% των Αγγλικανών ζούσε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1910, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ολόκληρη τη Βρετανική Κοινοπολιτεία.[220] Το 2010 το 59% των Αγγλικανών ήταν στην Αφρική.[220] Το 2010 περισσότεροι Προτεστάντες ζούσαν στην Ινδία απ' ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τη Γερμανία, ενώ οι Προτεστάντες στη Βραζιλία ήταν τόσοι όσοι και οι Προτεστάντες στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία μαζί.[220] Σχεδόν τόσοι ζούσαν σε καθεμία από τη Νιγηρία και την Κίνα όσο και σε όλη την Ευρώπη.[220] Η Κίνα φιλοξενεί τη μεγαλύτερη προτεσταντική μειονότητα στον κόσμο.[7][γ]
Ο προτεσταντισμός αναπτύσσεται στην Αφρική,[235][236][237]την Ασία,[235][237][238] τη Λατινική Αμερική,[237][239] και την Ωκεανία,[235][234] ενώ υποχωρεί στην Αγγλία, τη Βόρεια Αμερική[234][240] και την Ευρώπη,[218][241] με ορισμένες εξαιρέσεις όπως η Γαλλία,[242] όπου εξαλείφθηκε μετά την κατάργηση του Έδικτου της Νάντης με εκείνο του Φονταινεμπλώ και την επόμενη δίωξη των Ουγενότων, αλλά τώρα υποστηρίζεται ότι είναι σταθερός σε αριθμό ή ακόμη και αυξάνεται ελαφρά.[242] Σύμφωνα με ορισμένους η Ρωσία είναι μια άλλη χώρα που βλέπει μια προτεσταντική αναβίωση.[243][244][245]
Το 2010 οι μεγαλύτερες προτεσταντικές ομολογιακές οικογένειες ήταν ιστορικά Πεντηκοστιανές (11%), Αγγλικανικές (11%), Λουθηρανικές (10%), Βαπτιστικές (9%), Ενωτικές (ενώσεις διαφορετικών δογμάτων) (7%), Πρεσβυτεριανές ή Μεταρρυθμιστικές (7%), Μεθοδιστικές (3%), Αντβεντιστικές (3%), Εκκλησιαστικές (1%), Αδελφικές (1%), Ο Στρατός της Σωτηρίας (<1%) και Μοραβιανές (<1%). Άλλα δόγματα αντιπροσώπευαν το 38% των Προτεσταντών.[7]
Οι Ηνωμένες Πολιτείες φιλοξενούν περίπου το 20% των Προτεσταντών.[7] Σύμφωνα με μια μελέτη του 2012 το μερίδιο των Προτεσταντών στον πληθυσμό των ΗΠΑ μειώθηκε στο 48%, τερματίζοντας έτσι το καθεστώς του ως θρησκεία της πλειοψηφίας για πρώτη φορά.[246][247]Η πτώση αποδίδεται κυρίως στη μείωση των μελών των Κύριων Προτεσταντικών Εκκλησιών,[246][248] ενώ οι Ευαγγελικές Προτεσταντικές και οι Μαύρες εκκλησίες είναι σταθερές ή συνεχίζουν να αυξάνονται.[246]
Μέχρι το 2050 ο Προτεσταντισμός προβλέπεται να αυξηθεί σε λίγο περισσότερο από το μισό του συνολικού χριστιανικού πληθυσμού του κόσμου.[249][δ] Σύμφωνα με άλλους ειδικούς όπως ο Χανς Γ. Χίλερμπραντ, οι Προτεστάντες θα είναι τόσο πολλοί όσο και οι Καθολικοί.[250]
Σύμφωνα με τον Μαρκ Γιουργκενσμάγερ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, ο δημοφιλής Προτεσταντισμός είναι το πιο δυναμικό θρησκευτικό κίνημα στον σύγχρονο κόσμο, μαζί με το αναδυόμενο Ισλάμ.[16]
Καθώς ο Προτεσταντισμός έγινε η κύρια θρησκεία σε πολλές περιοχές του κόσμου, είναι δύσκολο να διαχωριστεί από τη γενική ιστορία αυτών των χωρών.
Η επιρροή του στον σύγχρονο εθνικισμό άρχισε με τη συμμετοχή του στη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία τελικά κατέρρευσε το 1806. Ο Προτεσταντισμός οργανώθηκε πάνω σε εθνικά διαχωριστικά καθώς επιδίωξε την κατάργηση της λατινικής γλώσσας από την εκκλησιαστική ζωή και τη διάδοση των εθνικών γλωσσών. Έδωσε αξία στην πίστη στο κράτος και συχνά προμήθευσε την ιδεολογική βάση για την ανάπτυξη νέων κρατών όπως η Πρωσσία και οι ΗΠΑ.[251]
Το έργο του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ ήταν σημαντικά επηρεασμένο από τον Καλβινισμό, του οποίου ήταν οπαδός και μέλος της Καλβινικής Εκκλησίας. Η έννοια της ισότητας που είναι κεντρική στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» βασίζεται στην έννοια της ισότητας μεταξύ των μελών της Καλβινικής Εκκλησίας και την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ λαϊκών και ιερατείου.[252]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.