Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τόμας Κράνμερ (αγγλικά: Thomas Cranmer, 2 Ιουλίου 1489 – 21 Μαρτίου 1556) ήταν ένας από τους ηγέτες της Αγγλικής Μεταρρύθμισης και Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερυ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου Η΄, του Εδουάρδου ΣΤ΄ και, για περιορισμένο διάστημα, της Μαρίας Α΄ της Αγγλίας. Συνέβαλε στην ακύρωση του γάμου του Ερρίκου με την Αικατερίνη της Αραγονίας, που αποτέλεσε μία από τις αιτίες χωρισμού της Εκκλησίας της Αγγλίας από την Αγία Έδρα. Μαζί με τον Τόμας Κρόμγουελ υποστήριξε την αρχή της Βασιλικής Κυριαρχίας, κατά την οποία ο βασιλιάς θεωρείται ο αρχηγός της Εκκλησίας μέσα στο βασίλειό του.
Τόμας Κράνμερ | |
---|---|
Πορτραίτο του 1545 από τον Gerlach Flicke | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 2 Ιουλίου 1489[1][2] Νότιγχαμ |
Θάνατος | 21 Μαρτίου 1556[2] Οξφόρδη[3][4] |
Αιτία θανάτου | θάνατος στην πυρά |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο |
Θρησκεία | Αγγλικανική Εκκλησία Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία[5] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[6] |
Εκπαίδευση | Δόκτωρ Θεολογίας |
Σπουδές | Τζίζους Κόλετζ[7] Μώντλιν Κόλετζ Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ[8] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας θεολόγος ειδικός στο Κανονικό Δίκαιο καθολικός επίσκοπος (από 1533) |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Margaret Cranmer |
Γονείς | Τόμας Κράνμερ (γηραιότερος)[9] και Άγκνις Χάτφηλντ[9] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Αρχιεπίσκοπος Καντουαρίας (1533–1555)[10][11] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερυ, ο Κράνμερ ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία των πρώτων δογματικών και λειτουργικών δομών της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας της Αγγλίας. Υπό τη διακυβέρνηση του Ερρίκου Η΄, ο Κράνμερ δεν έκανε δραστικές μεταβολές στην Αγγλικανική Εκκλησία, εξαιτίας της πάλης για την εξουσία μεταξύ των θρησκευτικά συντηρητικών και των μεταρρυθμιστών. Ωστόσο, κατόρθωσε να εκδώσει την πρώτη επίσημα αναγνωρισμένη λειτουργία στην αγγλική γλώσσα, την Προτροπή και Λιτανεία («Exhortation and Litany»).
Όταν ο Εδουάρδος ΣΤ΄ ανέβηκε στον θρόνο, ο Κράνμερ είχε τη δυνατότητα να προωθήσει μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Συνέγραψε και συνέταξε τις δύο πρώτες εκδόσεις του Βιβλίου της Κοινής Προσευχής («Book of Common Prayer»), και μία ολοκληρωμένη λειτουργία για την Αγγλικανική Εκκλησία. Με τη βοήθεια αρκετών μεταρρυθμιστών της ηπειρωτικής Ευρώπης, στους οποίους έδωσε άσυλο, μετέβαλε το δόγμα σε θέματα όπως η Ευχαριστία, η αγαμία του κλήρου, ο ρόλος των εικόνων σε χώρους λατρείας και η λατρεία των αγίων. Ο Κράνμερ διακήρυξε τα νέα δόγματα μέσα από το «Βιβλίο της Κοινής Προσευχής», τις Ομιλίες («The Books of Homilies») και άλλες εκδόσεις.
Μετά την άνοδο στον θρόνο της Αγγλίας της ρωμαιοκαθολικής Μαρίας Α΄, ο Κράνμερ οδηγήθηκε σε δίκη για προδοσία και αίρεση. Φυλακίστηκε για περισσότερο από δύο χρόνια και υπό την πίεση των εκκλησιαστικών αρχών, έκανε πολλές ανακλήσεις των προηγούμενων ισχυρισμών του και φαινομενικά συμφιλιώθηκε με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ωστόσο, η ποινή του να καεί ζωντανός δεν ανακλήθηκε, για λόγους παραδειγματισμού. Τελικώς, την ημέρα της εκτέλεσής του, καιγόμενος ζωντανός στην πυρά, απέρριψε τις ανακλήσεις του, για να πεθάνει ως αιρετικός για τους Ρωμαιοκαθολικούς και ως μάρτυρας της Αγγλικής Μεταρρύθμισης. Η μνήμη του Κράνμερ τιμάται με την καταγραφή του στο Βιβλίο των Μαρτύρων των Προτεσταντών του Τζον Φοξ («Foxe's Book of Martyrs») και η κληρονομιά του ζει στην Εκκλησία της Αγγλίας μέσα από το «Βιβλίο της Κοινής Προσευχής» και τα Τριάντα εννέα Άρθρα («Thirty-Nine Articles»), μία αγγλικανική δήλωση πίστης, που προκύπτει από το έργο του.
Ο Κράνμερ γεννήθηκε το 1489 στο Άσλοκτον του Νόττιγχαμσιρ της κεντρικής Αγγλίας.[12][α] Οι γονείς του, Τόμας Κράνμερ και Άγκνες Χάτφηλντ, είχαν σημαντική περιουσία και ανήκαν στους ευγενείς με οικόσημο. Την περιουσία της οικογένειας κληρονόμησε ο πρωτότοκος γιος, Τζον, ενώ ο Τόμας και ο μικρότερος αδερφός του, Έντμουντ, προορίστηκαν για κληρικοί.[13] Οι σημερινοί ιστορικοί δεν γνωρίζουν τίποτα συγκεκριμένο σχετικά με την πρώιμη σχολική εκπαίδευση του Κράνμερ, ωστόσο είναι πιθανόν να παρακολούθησε δευτεροβάθμια κλασική εκπαίδευση (Grammar School), στο σχολείο του χωριού του. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, ξεκίνησε τις σπουδές του στο νεοσυσταθέν, τότε, Κολλέγιο του Ιησού (Jesus College) του Κέιμπριτζ.[14][15] Χρειάστηκε την απροσδόκητα μακρά περίοδο των οκτώ χρόνων για να αποφοιτήσει με το πτυχίο του Bachelor of Arts, ακολουθώντας μια σειρά μαθημάτων λογικής, κλασικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ξεκίνησε να συλλέγει σχολαστικιστικά βιβλία της εποχής του Μεσαίωνα, τα οποία διατήρησε επιμελώς καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.[16] Στις μεταπτυχιακές του σπουδές ακολούθησε διαφορετική πορεία, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στους ουμανιστές, Ζακ Λεφέβρ ντ' Ετάπλ και Έρασμο. Την περίοδο αυτή προόδευε χωρίς ιδιαίτερη καθυστέρηση, ολοκληρώνοντας το μεταπτυχιακό του σε τρία χρόνια.[17] Αμέσως μετά την απόκτηση του μεταπτυχιακού του τίτλου (Master of Arts) από το Κέιμπριτζ, το 1515, εκλέχθηκε Εταίρος (Fellow), δηλαδή διδάσκων, στο κολέγιο που σπούδασε (Κολλέγιο του Ιησού, Κέιμπριτζ).[18][19]
Μετά την απόκτηση του μεταπτυχιακού του τίτλου, ο Κράνμερ παντρεύτηκε μια γυναίκα ονόματι Τζόαν. Παρόλο που δεν είχε γίνει ακόμη ιερέας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή του θέση στο Κολλέγιο Ιησού, με αποτέλεσμα να απωλέσει τη δυνατότητα διαμονής του στο κολέγιο αυτό. Για βιοποριστικούς λόγους ανέλαβε τη θέση του λέκτορα στο Μπάκιγχαμ Χωλ του Κέιμπριτζ (Buckingham Hall), το οποίο αργότερα μετασχηματίστηκε ως Κολλέγιο Μάγκνταλεν (Κολλέγιο της Μαγδαληνής, Magdalene College).[20] Όταν η Τζόαν απεβίωσε στη διάρκεια του πρώτου της τοκετού, το Κολλέγιο Ιησού, ως ένδειξη εκτίμησης στο πρόσωπο του Κράνμερ, τον αποκατέστησε στη θέση του. Έτσι, ο ίδιος άρχισε να μελετά θεολογία και πριν το 1520 είχε χειροτονηθεί, ενώ το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ τον είχε ήδη διορίσει ως έναν από τους ιεροκήρυκές του. Τέλος, το 1526, απέκτησε τον διδακτορικό του τίτλο στη Θεολογία.[21][22]
Λίγα είναι γνωστά περί των απόψεων και πρακτικών του Κράνμερ κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών του στο Κέιμπριτζ. Παραδοσιακά, έχει χαρακτηρισθεί ως ένας ουμανιστής με ενθουσιασμό για βιβλική ευρυμάθεια, που τον προετοίμασε στην υιοθέτηση Λουθηρανικών ιδεών, οι οποίες εξαπλώνονταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1520. Ωστόσο, μία έρευνα στις πρόχειρες σημειώσεις του αποκαλύπτει μία πρώιμη αντιπάθεια για τον Μαρτίνο Λούθηρο και έναν θαυμασμό για τις ιδέες του Εράσμου.[23][24] Όταν ο καρδινάλιος Τόμας Γούλσεϋ, Λόρδος Καγκελάριος του Βασιλιά, επέλεξε μερικούς ακαδημαϊκούς από το Κέιμπριτζ, προκειμένου να γίνουν διπλωμάτες σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων ήταν οι Έντουαρντ Λη, Στήβεν Γκάρντινερ και Ρίτσαρντ Σάμπσον, ο Κράνμερ επιλέχθηκε να αναλάβει έναν ελάσσονα ρόλο στην αγγλική πρεσβεία της Ισπανίας. Δύο πρόσφατα ανακαλυφθείσες επιστολές του, περιγράφουν μία πρώιμη συνάντησή του με τον Ερρίκο Η΄ της Αγγλίας. Κατά την επιστροφή του Κράνμερ από την Ισπανία, τον Ιούνιο του 1527, ο ίδιος ο Βασιλιάς συζήτησε ιδιαιτέρως μαζί του για μισή ώρα. Ο Κράνμερ περιγράφει τον Βασιλιά ως «τον ευγενέστερο των ηγεμόνων».[25]
Ο πρώτος γάμος του Ερρίκου Η΄ είχε την απαρχή του στο 1502, όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, Αρθούρος, πέθανε. Ο πατέρας τους, Ερρίκος Ζ΄, αρραβώνιασε στη συνέχεια τη χήρα του Αρθούρου, Αικατερίνη της Αραγονίας, με τον μέλλοντα βασιλιά. Ο αρραβώνας έθεσε αμέσως ζητήματα που σχετίζονται με τη βιβλική απαγόρευση του γάμου με τη γυναίκα ενός αδελφού (Λευϊτικό, κεφ. 18 και 20). Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1509 και μετά από μια σειρά αποβολών, μία κόρη, η Μαρία, γεννήθηκε το 1516. Μέχρι τη δεκαετία του 1520, ο Ερρίκος δεν είχε αποκτήσει γιο, ώστε να τον ονομάσει κληρονόμο. Εξέλαβε το γεγονός αυτό ως σίγουρο σημάδι της οργής του Θεού και άρχισε να κάνει ανοίγματα στο Βατικανό για ακύρωση του γάμου.[26][β] Ανέθεσε στον καρδινάλιο Γούλσεϋ το έργο της διεκπεραίωσης της υπόθεσής του. Ο Γούλσεϋ ξεκίνησε με το να συμβουλευτεί πανεπιστημιακούς εμπειρογνώμονες. Από το 1527, ο Κράνμερ, παράλληλα με τα καθήκοντά του ως καθηγητής στο Κέιμπριτζ, βοήθησε σχετικά με τις διαδικασίες ακυρώσεως.[27]
Το καλοκαίρι του 1529, ο Κράνμερ έμεινε με συγγενείς του στο Ουόλθαμ Χόλυ Κρος για να αποφύγει την επιδημία της πανώλης στο Κέιμπριτζ. Δύο από τους συνεργάτες του στο Κέιμπριτζ, ο Στήβεν Γκάρντινερ και ο Έντουαρντ Φοξ τον ακολούθησαν. Οι τρεις τους συζήτησαν το θέμα της ακύρωσης του γάμου του Ερρίκου Η΄ και ο Κράνμερ πρότεινε να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης στη Ρώμη και να αρχίσουν μια γενική συλλογή απόψεων από πανεπιστημιακούς θεολόγους από όλη την Ευρώπη. Όταν οι Γκάρντινερ και Φοξ παρουσίασαν στον Ερρίκο το σχέδιο αυτό, ο Βασιλιάς έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την ιδέα. Δεν είναι γνωστό εάν ο Βασιλιάς ή ο λόρδος καγκελάριος Τόμας Μορ, ενέκριναν ρητά το σχέδιο. Τελικά το σχέδιο υλοποιήθηκε και ο Κράνμερ κλήθηκε να ενταχθεί στη βασιλική ομάδα για να συγκεντρώσει απόψεις από τα πανεπιστήμια.[28][29] Ο Έντουαρντ Φοξ συντόνισε την ερευνητική προσπάθεια και η ομάδα παρήγαγε τις Επαρκώς Άφθονες Συλλογές («Collectanea Satis Copiosa»), καθώς και τους Προσδιορισμούς («Determinations»), δηλαδή την ιστορική και θεολογική στήριξη για το επιχείρημα, ότι ο βασιλιάς ασκεί την υπέρτατη δικαιοδοσία εντός του βασιλείου του.[30][γ]
Η πρώτη επαφή του Κράνμερ με κάποιον μεταρρυθμιστή από την ηπειρωτική Ευρώπη ήταν με τον Σίμον Γκρύναιους (Simon Grynaeus), έναν ανθρωπιστή που είχε ως βάση του τη Βασιλεία της Ελβετίας, και ο οποίος ήταν οπαδός των Ελβετών μεταρρυθμιστών, Ούλριχ Ζβίγγλιου και Ιωάννη Οικολαμπάδιου. Το καλοκαίρι του 1531, ο Γκύναιους έκανε μια παρατεταμένη επίσκεψη στην Αγγλία και προσφέρθηκε να μεσολαβήσει μεταξύ του Βασιλιά και των μεταρρυθμιστών της ηπειρωτικής Ευρώπης. Κέρδισε τη φιλία του Κράνμερ και μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, έγραψε για αυτόν στον Γερμανό μεταρρυθμιστή Μάρτιν Μπούτσερ στο Στρασβούργο. Οι πρώτες επαφές του Γκρύναιους ήταν το εφαλτήριο για τις σχέσεις του Κράνμερ με τους μεταρρυθμιστές του Στρασβούργου και της Ελβετίας.[31]
Τον Ιανουάριο του 1532, ο Κράνμερ διορίστηκε πρέσβης στην αυλή του Καρόλου Ε΄ της Αγίας Ρωμαίκής Αυτοκρατορίαε. Καθώς ο Αυτοκράτορας ταξίδευε σε όλη την επικράτειά του, ο Κράνμερ έπρεπε να τον ακολουθήσει στην κατοικία του στη Ρατισβόνη (Ρέγκενσμπουργκ).[32] Πέρασε από τη λουθηρανική πόλη της Νυρεμβέργης και είδε για πρώτη φορά τα αποτελέσματα της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης. Όταν, το καλοκαίρι, η Αυτοκρατορική Συνεύλευση («Reichstag») των κρατών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στη Νυρεμβέργη, ο Κράνμερ συνάντησε τον αρχιτέκτονα των μεταρρυθμίσεων της Νυρεμβέργης, Ανδρέα Οσίανδρο. Έγιναν καλοί φίλοι και στη διάρκεια εκείνου του Ιουλίου, ο Κράνμερ προέβη στην εκπληκτική κίνηση να νυμφευθεί τη Μαργκαρέτε, την ανιψιά τής συζύγου του Οσιάνδρου. Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο και για έναν επιπλέον λόγο, ότι ο γάμος απαιτούσε να αναιρέσει τον ιερατικό όρκο της αγαμίας. Δεν την είχε ερωμένη του, όπως ήταν το επικρατούν έθιμο με τους ιερείς, για τους οποίους η αγαμία ήταν πολύ αυστηρή. Μελετητές σημειώνουν ότι ο Κράνμερ είχε ξεκινήσει να ενστερνίζεται, ωστόσο ήπια σε αυτό το στάδιο, ορισμένες Λουθηρανικές αρχές.[33][34][35] Δεν κατόρθωσε όμως να πείσει τον Κάρολο, που ήταν ανιψιός της Αικατερίνης της Αραγωνίας, να υποστηρίξει την ακύρωση του γάμου της θείας του.[36][37]
Ενώ ο Κράνμερ ακολουθούσε τον Κάρολο στην Ιταλία, έλαβε βασιλική επιστολή, με ημερομηνία την πρώτη Οκτωβρίου 1532, που τον ενημέρωνε ότι είχε διοριστεί νέος αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερυ, μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Ουίλλιαμ Ουώραμ και τον διέτασσε να επιστρέψει στην Αγγλία. Ο διορισμός είχε εξασφαλιστεί από την οικογένεια της Ανν Μπολέυν, με την οποία ερωτοτροπούσε ο Ερρίκος. Όταν η προαγωγή του Κράνμερ έγινε γνωστή στο Λονδίνο, προκάλεσε μεγάλη έκπληξη, καθώς ο Κράνμερ είχε προηγουμένως μόνο χαμηλά αξιώματα στην Εκκλησία.[38] Ο Κράνμερ έφυγε από τη Μάντοβα στις 19 Νοεμβρίου και έφθασε στην Αγγλία στις αρχές του Ιανουαρίου 1533.[39][40] Ο Ερρίκος χρηματοδότησε προσωπικά τις παπικές βούλες που απαιτούνταν για την προαγωγή του Κράνμερ στο Κάντερμπερυ. Οι βούλες αποκτήθηκαν εύκολα, επειδή ο παπικός νούντσιος είχε εντολή από τη Ρώμη να ευχαριστήσει τους Άγγλους, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το τελικό ρήγμα. Οι βούλες έφτασαν γύρω στις 26 Μαρτίου του 1533 και ο Κράνμερ χρίστηκε αρχιεπίσκοπος στις 30 Μαρτίου στο Παρεκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, στα Παλαιά Ανάκτορα του Ουεστμίνστερ. Ακόμη και όταν περίμεναν για τις βούλες, ο Κράνμερ συνέχισε να εργάζεται για την προσφυγή ακυρώσεως, η οποία απέκτησε ακόμα πιο επείγοντα χαρακτήρα μετά την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της Άννας. Ο Ερρίκος και η Άννα παντρεύτηκαν κρυφά στις 24 ή 25 Ιανουαρίου του 1533 με την παρουσία ελαχίστων μαρτύρων.[41] Ο Κράνμερ δεν έμαθε για τον γάμο παρά ένα δεκαπενθήμερο αργότερα.[42][43]
Στους επόμενους μήνες, ο Κράνμερ και ο Βασιλιάς ασχολήθηκαν με τη θέσπιση νομικών διαδικασιών σχετικά με το πώς ο γάμος του μονάρχη θα κρινόταν από τους ανώτατους κληρικούς του. Διάφορα προσχέδια διαδικασιών έχουν διατηρηθεί σε επιστολές μεταξύ των δύο. Μόλις συμφωνήθηκαν οι διαδικασίες, ο Κράνμερ άρχισε, στις 10 Μαΐου, το δικαστήριο του, καλώντας τον Ερρίκο και την Αικατερίνη της Αραγωνίας να προσέλθουν. Ο Γκάρντινερ αντιπροσώπευε τον Βασιλιά, η Αικατερίνη δεν εμφανίστηκε ούτε έστειλε πληρεξούσιο. Στις 23 Μαΐου ο Κράνμερ εξέδωσε την απόφαση ότι ο γάμος του Ερρίκου με την Αικατερίνη ήταν ενάντια στον νόμο του Θεού. Εξέδωσε ακόμη και απειλή αφορισμού αν ο Ερρίκος δεν έμενε μακριά από την Αικατερίνη.[44] Ο Ερρίκος ήταν τώρα ελεύθερος να παντρευτεί και, στις 28 Μαΐου, ο Κράνμερ επικύρωσε το γάμο του Ερρίκου και της Ανν. Την 1η Ιουνίου, ο Κράνμερ προσωπικά έστεψε και έχρισε την Ανν βασίλισσα και της παρέδωσε το σκήπτρο και τη ράβδο.[45] Ο πάπας Κλήμης Ζ΄ έγινε έξαλλος με αυτή την ανυπακοή, αλλά δεν μπορούσε να αναλάβει αποφασιστική δράση, καθώς πιεζόταν από άλλους μονάρχες να αποφύγει μιαν ανεπανόρθωτη ρήξη με την Αγγλία. Ωστόσο, στις 11 Ιουλίου αφόρισε προσωρινά τον Ερρίκο και τους συμβούλους του, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο Κράνμερ, εκτός εάν ο ίδιος αποκήρυττε την Ανν μέχρι τα τέλη του Σεπτεμβρίου.[46] Ο Ερρίκος κράτησε την Άννα ως σύζυγό του και, στις 7 Σεπτεμβρίου, η Ανν γέννησε μια κόρη, την Ελισάβετ. Ο Κράνμερ τη βάφτισε αμέσως μετά και ενήργησε ως ένας από τους νονούς της.[47]
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πόσο είχαν εξελιχθεί οι θεολογικές απόψεις του Κράνμερ από τις ημέρες του στο Κέιμπριτζ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι συνέχισε να υποστηρίζει τον ουμανισμό. Ανανέωσε τη σύνταξη του Εράσμου που είχε προηγουμένως χορηγηθεί από τον αρχιεπίσκοπο Ουώραμ.[48] Τον Ιούνιο του 1533, ήρθε αντιμέτωπος με το δύσκολο έργο όχι μόνο τού να πειθαρχήσει έναν μεταρρυθμιστή, αλλά και να τον δει να ρίχνεται στην πυρά. Ο Τζον Φριθ καταδικάστηκε σε θάνατο για τις απόψεις του σχετικά με την Ευχαριστία, καθώς αρνήθηκε την πραγματική παρουσία του Χριστού σε αυτήν. Ο Κράνμερ προσωπικά προσπάθησε να τον πείσει να αλλάξει τις απόψεις του, χωρίς επιτυχία.[49] Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος απέρριψε τον ριζοσπαστισμό του Φριθ, από το 1534 κατέστησε σαφές ότι είχε αποστασιοποιηθεί από τη Ρώμη και ότι είχε ξεκινήσει μια νέα θεολογική πορεία. Υποστήριξε τον σκοπό της μεταρρύθμισης με τη σταδιακή αντικατάσταση της παλαιάς φρουράς στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Αγγλικανικής εκκλησίας με άνδρες που ακολούθησαν τον νέο τρόπο σκέψης, όπως ο Χιού Λάτιμερ.[50][51] Ο ίδιος παρενέβη σε θρησκευτικές διαφορές, υποστηρίζοντας μεταρρυθμιστές προς απογοήτευση των θρησκευτικά συντηρητικών, που επιθυμούσαν να διατηρηθεί ο σύνδεσμος με τη Ρώμη.[52]
Ο Κράνμερ δεν έγινε αμέσως αποδεκτός από τους επισκόπους της επαρχίας του. Όταν επιχειρούσε μια Κανονική Επίσκεψη για να εξετάσει εκκλησιαστικά ζητήματα, έπρεπε να αποφύγει μέρη στα οποία έδρευε συντηρητικός επίσκοπος που θα μπορούσε να του κάνει μια δυσάρεστη προσωπική πρόκληση. Το 1535, ο Κράνμερ είχε δύσκολες συναντήσεις με διάφορους επισκόπους, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Τζόν Στόουκσλυ, Τζον Λόνγκλαντ και Στήβεν Γκάρντινερ. Αυτοί αμφισβήτησαν την εξουσία και τον τίτλο του Κράνμερ και υποστήριξαν ότι η Πράξη Υπεροχής του Βασιλιά (δηλαδή, η ανακήρυξη του βασιλιά της Αγγλίας ως κεφαλής της Εκκλησίας της) δεν προσδιόριζε τον ρόλο του. Αυτό ώθησε τον Τόμας Κρόμγουελ, τον σημαντικότερο υπουργό του Βασιλιά, να ενεργοποιηθεί και να αναλάβει το αξίωμα του Επιτρόπου,[53] δηλαδή, του αναπληρωτή ανώτατου υπευθύνου των εκκλησιαστικών υποθέσεων. Δημιούργησε ένα άλλο σύνολο θεσμών και έδωσε σαφή υπόσταση στη βασιλική υπεροχή. Ως εκ τούτου, ο αρχιεπίσκοπος, σε σχέση με την πνευματική δικαιοδοσία του Βασιλιά, τέθηκε σε δεύτερη μοίρα, υπό τον επίτροπο Κρόμγουελ.[54][55] Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Κράνμερ δυσανασχέτησε με την υποβάθμιση αυτή.[56] Αν και ήταν εξαίρετος λόγιος, υστερούσε ως προς την πολιτική ικανότητα να αντιμετωπίζει αντιπάλους προερχόμενους ακόμα και από τον κλήρο. Τα καθήκοντα αυτά αφέθηκαν στον Κρόμγουελ.[57]
Στις 29 Ιανουαρίου 1536, όταν η Ανν απέβαλε, κατά την εγκυμοσύνη ενός γιου, ο Βασιλιάς άρχισε να σκέφτεται και πάλι τις βιβλικές απαγορεύσεις που τον είχαν στοιχειώσει κατά τη διάρκεια του γάμου του με την Αικατερίνη της Αραγωνίας.[58] Λίγο μετά την αποβολή, ο Βασιλιάς άρχισε να ενδιαφέρεται για την Τζέην Σύμουρ, κυρία επί των τιμών της Βασίλισσας. Έως τις 24 Απριλίου είχε αναθέσει στον Κρόμγουελ να προετοιμάσει την υπόθεση ενός διαζυγίου.[59][60] Ο Κράνμερ, αγνοώντας τα σχέδια αυτά, συνέχισε να γράφει επιστολές προς τον Κρόμγουελ για ήσσονος σημασίας θέματα μέχρι τις 22 Απριλίου. Η Ανν στάλθηκε στον Πύργο του Λονδίνου στις 2 Μαΐου και ο Κράνμερ κλήθηκε επειγόντως από τον Κρόμγουελ. Από την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Κράνμερ έγραψε μια επιστολή προς τον Βασιλιά εκφράζοντας τις αμφιβολίες του για την ενοχή της βασίλισσας, τονίζοντας τη δική του εκτίμηση για την Ανν. Μετά την έκδοση της απόφασης του Κρόμγουελ, όμως, ο Κράνμερ παραιτήθηκε από τις αντιρρήσεις του καθώς θεώρησε το τέλος του γάμου της Ανν αναπόφευκτο.[61][62] Στις 16 Μαΐου, ο Κράνμερ είδε την Ανν στον Πύργο του Λονδίνου και άκουσε την ομολογία της. Την επόμενη ημέρα, ανακήρυξε τον γάμο άκυρο. Δύο ημέρες αργότερα, η Ανν Μπολέυν εκτελέστηκε. Ο Κράνμερ ήταν ένας από τους λίγους που θρήνησαν δημοσίως τον θάνατό της.[63]
Η Επιτροπεία έφερε το ρυθμό των μεταρρυθμίσεων υπό τον έλεγχο του Βασιλιά. Θεσπίστηκε μία ισορροπία μεταξύ των συντηρητικών και των μεταρρυθμιστών και αυτό φάνηκε στα Δέκα Άρθρα («Ten Articles»), την πρώτη απόπειρα καθορισμού των πεποιθήσεων της Εκκλησίας του Ερρίκου. Τα άρθρα είχαν διττή δομή. Τα πρώτα πέντε άρθρα έδειξαν την επιρροή των μεταρρυθμιστών αναγνωρίζοντας μόνο τρία από τα προηγούμενα επτά μυστήρια: Βάπτισμα, Ευχαριστία και Εξομολόγηση. Τα τελευταία πέντε άρθρα αφορούσαν στους ρόλους των εικόνων, των αγίων, των ιεροτελεστιών και τελετών, καθώς και το Καθαρτήριο και αντανακλούσαν τις απόψεις των υπέρμαχων της παράδοσης. Τα δύο πρώτα προσχέδια του εγγράφου έχουν σωθεί και αφήνουν να διαφανεί η εργασία διαφορετικών ομάδων θεολόγων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ συντηρητικών και μεταρρυθμιστών αποκαλύπτεται από τις αμοιβαίες διορθώσεις του περιεχομένου, που έγιναν από τον Κράνμερ και τον Κάθμπερτ Τάνσταλ, Επίσκοπο του Ντάραμ. Το τελικό αποτέλεσμα είχε σημεία που χαροποίησαν και ενόχλησαν και τις δύο πλευρές.[64] Έως τις 11 Ιουλίου, ο Κράνμερ, ο Κρόμγουελ, και η Σύνοδος του Κάντερμπερυ και της Υόρκης («Convocations of Canterbury and York»), δηλαδή, η γενική συνέλευση του aγγλικανικού κλήρου, είχαν υπογράψει τα «Δέκα Άρθρα».[65]
Το φθινόπωρο του 1536, το βόρειο τμήμα της Αγγλίας συγκλονιζόταν από μια σειρά εξεγέρσεων γνωστών στο σύνολό τους ως το Προσκύνημα της Χάριτος, που ήταν η πιο σοβαρή αντίθεση στην αντι-Καθολική πολιτική του Ερρίκου. Ο Κρόμγουελ και ο Κράνμερ ήταν οι κύριοι στόχοι της μανίας των εξεγερμένων. Ο Κρόμγουελ και ο Βασιλιάς αντιμετώπισαν βίαια την εξέγερση, ενώ ο Κράνμερ διατήρησε την ψυχραιμία του.[66][67] Όταν έγινε σαφές ότι το καθεστώς του Ερρίκου ήταν ασφαλές, η κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία να αποκαταστήσει την προφανή ανεπάρκεια των Δέκα Άρθρων. Μετά από συζητήσεις μηνών, το αποτέλεσμα ήταν ο Θεσμός του Χριστιανού Ανθρώπου (Institution of a Christian Man), μετέπειτα γνωστός ως Τριάντα εννέα άρθρα και ανεπίσημα γνωστός από την πρώτη έκδοσή του ως το Βιβλίο των Επισκόπων. Το βιβλίο προτάθηκε αρχικά στην πρώτη Επιτροπική Σύνοδο, που συνεκλήθη από τον Κρόμγουελ, τον Φεβρουάριο 1537 για όλη την Εκκλησία. Ο Κρόμγουελ άνοιξε τη διαδικασία, αλλά καθώς η Σύνοδος προχώρησε, οι Κράνμερ και Φοξ ανέλαβαν την προεδρία και τον συντονισμό της. Ο Φοξ έκανε το μεγαλύτερο μέρος της τελικής επεξεργασίας και το βιβλίο εκδόθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου.[68][69]
Ακόμη και μετά τη δημοσίευση, η θέση του βιβλίου στην Εκκλησία της Αγγλίας παρέμεινε ασαφής, επειδή ο Βασιλιάς δεν είχε δώσει την πλήρη υποστήριξή του σε αυτό. Σε ένα προσχέδιο επιστολής, ο Ερρίκος σημείωσε ότι δεν είχε διαβάσει το βιβλίο, αλλά υποστήριξε την έκδοσή του. Την προσοχή του πιθανότατα είχε απορροφήσει η εγκυμοσύνη της Τζέην Σύμουρ και η γέννηση του άρρενος διαδόχου του, Εδουάρδου, τον οποίο ο Ερρίκος περίμενε τόσο πολύ καιρό. Η Τζέην πέθανε λίγο μετά τον τοκετό και η κηδεία της έγινε στις 12 Νοεμβρίου. Τον ίδιο μήνα, ο Ερρίκος άρχισε να εργάζεται για το Βιβλίο των Επισκόπων και οι τροπολογίες του στάλθηκαν στους Κράνμερ, Ρίτσαρντ Σάμπσον και άλλους για σχόλια. Οι απαντήσεις του Κράνμερ στον Βασιλιά περιείχαν πολύ περισσότερες αντιρρήσεις από αυτές των συναδέλφων του και ήταν πιο μακροσκελείς.[70] Αποκαλύπτουν σαφείς δηλώσεις που υποστηρίζουν αναμορφωμένη Θεολογία, όπως η δικαίωση διά της πίστεως (sola fide = πίστη μόνο [σώζει]) και τον απόλυτο προορισμό. Ωστόσο, τα λόγια του δεν έπεισαν τον Βασιλιά. Μια νέα δήλωση πίστης θα καθυστερήσει μέχρι το 1543 με τη δημοσίευση του Βιβλίου του Βασιλιά (King's Book).[71]
Το 1538, ο Βασιλιάς και ο Κρόμγουελ κανόνισαν να έχουν λεπτομερείς συζητήσεις με Λουθηρανούς ηγεμόνες για τον σχηματισμό μιας πολιτικής και θρησκευτικής συμμαχίας. Ο Ερρίκος είχε ζητήσει να του σταλεί νέα πρεσβεία της Σμαλκαλδικής Ένωσης ήδη από το καλοκαίρι του 1537. Ιδιαίτερα ευχαριστημένοι από αυτό οι Λουθηρανοί, έστειλαν αντιπροσωπεία προερχόμενη από διάφορες πόλεις της Γερμανίας, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ένας συνάδελφος του Λούθηρου, ο Φρήντριχ Μυκόνιους. Οι αντιπρόσωποι έφτασαν στην Αγγλία στις 27 Μαΐου 1538. Μετά τις αρχικές συναντήσεις με τον Βασιλιά, τον Κρόμγουελ και τον Κράνμερ, οι συζητήσεις πάνω σε θεολογικές διαφορές γίνονταν στο Μέγαρο Λάμπεθ, την κατοικία του αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερυ, υπό την προεδρία του Κράνμερ. Η πορεία προς τη σύναψη συμφωνίας ήταν αργή, εν μέρει λόγω του ότι ο Κρόμγουελ ήταν πολύ απασχολημένος και δεν μπορούσε να επισπεύσει τις διαδικασίες και εν μέρει λόγω της διαπραγματευτικής ομάδας της αγγλικής πλευράς, η οποία είχε αριθμητική ισορροπία μεταξύ συντηρητικών και μεταρρυθμιστών. Οι συνομιλίες σύρθηκαν μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού με τους Γερμανούς να έχουν αποκάμει, παρά τις επίμονες προσπάθειες του Αρχιεπισκόπου. Οι διαπραγματεύσεις, ωστόσο, απέτυχαν ολοκληρωτικά από έναν αντιπρόσωπο διορισμένο από τον Βασιλιά. Ο συνάδελφός του Κράνμερ, Έντουαρντ Φοξ, που ήταν μέλος του Βασιλικού Συμβουλίου του Ερρίκου, είχε πεθάνει νωρίτερα εκείνη τη χρονιά και ο Βασιλιάς επέλεξε ως αντικαταστάτη του τον συντηρητικό αντίπαλο του Κράνμερ, Κάθμπερτ Τάνσταλ, από τον οποίο ζητήθηκε να μείνει κοντά στον Ερρίκο για να τον συμβουλεύει. Στις 5 Αυγούστου, όταν οι Γερμανοί αντιπρόσωποι απέστειλαν επιστολή στον Βασιλιά για τρία στοιχεία που τους ανησυχούσαν ιδιαίτερα (την υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, την κράτηση του δισκοπότηρου από τους λαϊκούς και τη διατήρηση της ιδιωτικής λειτουργίας για τους νεκρούς), ο Τούνσταλ κατάφερε να παρέμβει στον Βασιλιά και να επηρεάσει την απόφασή του. Το αποτέλεσμα ήταν μια πλήρης απόρριψη από τον Βασιλιά πολλών βασικών απόψεων των Γερμανών. Παρά το γεγονός ότι ο Κράνμερ παρακάλεσε τους Γερμανούς να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με το επιχείρημα «να σκεφτούν τις πολλές χιλιάδες ψυχές στην Αγγλία», που ήταν σε κίνδυνο, εκείνοι έφυγαν την 1η Οκτωβρίου χωρίς ουσιαστικές επιτυχίες.[72][73]
Ο Γερμανός μεταρρυθμιστής Φίλιππος Μελάγχθων γνώριζε ότι ο Ερρίκος τον θαύμαζε πολύ. Στις αρχές του 1539, ο Μελάγχθων έγραψε αρκετές επιστολές προς τον Ερρίκο επικρίνοντας τις απόψεις του για τη θρησκεία, ιδίως την υποστήριξη της αγαμίας των κληρικών. Στα τέλη Απριλίου μια άλλη αντιπροσωπεία των Λουθηρανών πριγκίπων έφτασε στην Αγγλία για να ενισχύσει τις παραινέσεις του Μελάγχθωνος. Ο Κρόμγουελ έγραψε μια επιστολή στον Βασιλιά, υποστηρίζοντας τη νέα Λουθηρανική αποστολή. Ο Βασιλιάς, όμως, είχε αρχίσει να αλλάζει τη στάση του και ερωτοτροπούσε με τη συντηρητική γνώμη της Αγγλίας παρά με τους Λουθηρανούς. Στις 28 Απριλίου 1539 το Κοινοβούλιο συνεδρίασε για πρώτη φορά, ύστερα από τρία χρόνια. Ο Κράνμερ ήταν παρών, αλλά ο Κρόμγουελ δεν μπόρεσε να παρευρεθεί λόγω προβλημάτων υγείας. Στις 5 Μαΐου, η Βουλή των Λόρδων συνέστησε μία επιτροπή, με τη συνήθη θρησκευτική ισορροπία μεταξύ συντηρητικών και μεταρρυθμιστών, για να εξετάσει και να καθορίσει το δόγμα. Ωστόσο, στην επιτροπή δόθηκε λίγος χρόνος για να κάνει τη λεπτομερή εργασία που απαιτείτο για μια διεξοδική αναθεώρηση. Στις 16 Μαΐου, ο Τόμας Χάουαρντ, 3ος Δούκας του Νόρφοκ, σημείωνε ότι η επιτροπή δεν είχε συμφωνήσει σε τίποτα, και πρότεινε να εξετάσουν οι Λόρδοι έξι δογματικά ζητήματα, τα οποία τελικά αποτέλεσαν τη βάση των Έξι άρθρων (Six Articles). Αυτά τα άρθρα επιβεβαίωσαν τη συντηρητική ερμηνεία των δογμάτων, όπως την πραγματική παρουσία του Χριστού στην Ευχαριστία, την αγαμία του κλήρου και την αναγκαιότητα της προφορικής εξομολόγησης, δηλαδή, την ιδιωτική εξομολόγηση των αμαρτιών σε έναν ιερέα.[74] Καθώς η ψήφιση του νόμου των Έξι άρθρων στο Κοινοβούλιο πλησίαζε, ο Κράνμερ έστειλε τη σύζυγο και τα παιδιά του εκτός Αγγλίας για λόγους ασφαλείας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η οικογένειά του παρέμενε ήσυχα κρυμμένη, πιθανότατα στο Ανάκτορο Φορντ του Κεντ. Ο νόμος ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο στα τέλη του Ιουνίου και ανάγκασε τον Λάτιμερ και τον Νίκολας Σάξτον να παραιτηθούν από τις επισκοπές τους, δεδομένης της φανερής αντίθεσής τους στο μέτρο.[75][76]
Το πλήγμα για τους μεταρρυθμιστές ήταν βραχύβιο. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, ο Ερρίκος ήταν δυσαρεστημένος με τα αποτελέσματα της πράξης και τους κήρυκές της. Οι πάντα πιστοί Κράνμερ και Κρόμγουελ επέστρεψαν στην εύνοιά του. Ο Βασιλιάς ζήτησε από τον αρχιεπίσκοπό του να γράψει ένα νέο πρόλογο για τη Μεγάλη Βίβλο, μία αγγλική μετάφραση της Βίβλου, που εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1539, υπό την επίβλεψη του Κρόμγουελ. Ο πρόλογος είχε τη μορφή νουθεσίας απευθυνόμενης στους αναγνώστες της. Όσο για τον Κρόμγουελ, ήταν ευτυχής που το σχέδιό του για τον γάμο μεταξύ του Ερρίκου και της Άννας της Κλέβης, αδελφής ενός Γερμανού πρίγκιπα, έγινε αποδεκτό από τον Βασιλιά. Κατά την άποψη του Κρόμγουελ, ο γάμος θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποκαταστήσει τις επαφές με τη Σμαλκαλδική Ένωση. Ο Ερρίκος δεν γοητεύτηκε από την Άννα όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά την 1 Ιανουαρίου 1540, αλλά την παντρεύτηκε απρόθυμα στις 6 Ιανουαρίου, χοροστατούντος του Κράνμερ. Ωστόσο, ο γάμος κατέληξε σε αποτυχία, καθώς ο Ερρίκος αποφάσισε λίγο αργότερα να ζητήσει βασιλικό διαζύγιο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο μεν Ερρίκος να βρεθεί σε δυσάρεστη θέση, ο δε Κρόμγουελ να υποστεί τις συνέπειες. Οι παλιοί εχθροί του, συμπεριλαμβανομένου και του Δούκα του Νόρφοκ, εκμεταλλεύτηκαν την αποδυνάμωση του Κρόμγουελ, ο οποίος συνελήφθη στις 10 Ιουνίου. Αμέσως έχασε την υποστήριξη όλων των φίλων του, μεταξύ των οποίων και ο Κράνμερ. Ωστόσο, ο Κράνμερ, όπως είχε πράξει και για την Ανν Μπολέυν, έγραψε μια επιστολή προς τον Βασιλιά, υπερασπιζόμενος το έργο που είχε επιτελέσει ο Κρόμγουελ. Ο γάμος του Ερρίκου με την Άννα της Κλέβης ακυρώθηκε γρήγορα, στις 9 Ιουλίου, από την Επιτροπική Σύνοδο, της οποίας τώρα ηγούντο οι Κράνμερ και Γκάρντινερ.[78][79]
Μετά την ακύρωση, ο Κρόμγουελ εκτελέστηκε στις 28 Ιουλίου.[80][δ] Ο Κράνμερ βρέθηκε, τότε, σε μια πολιτικά περίοπτη θέση, επιφορτισμένος με όλες τις ευθύνες.[81] Καθ’ όλο το υπόλοιπο της βασιλείας του Ερρίκου, προσκολλήθηκε στον Βασιλιά. Ο Ερρίκος είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του και ως αντάλλαγμα ο Κράνμερ δεν μπορούσε να κρύψει τίποτα από τον Βασιλιά.[82] Στο τέλος του Ιουνίου του 1541, ο Ερρίκος με τη νέα του σύζυγο, Κάθριν Χάουαρντ, έφυγε για την πρώτη επίσκεψή του στη βόρεια Αγγλία. Ο Κράνμερ έμεινε στο Λονδίνο ως μέλος του Συμβουλίου, φροντίζοντας για τα θέματα εν τη απουσία του Βασιλιά. Τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου ήταν ο λόρδος καγκελάριος Τόμας Ώντλεϋ και ο Έντουαρντ Σύμουρ, Κόμης του Χάρτφορντ και θείος του πρίγκηπα Εδουάρδου. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη θέση ευθύνης του Κράνμερ εκτός της Εκκλησίας. Τον Οκτώβριο, ενώ ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα απουσίαζαν, ένας μεταρρυθμιστής που ονομαζόταν Τζον Λάσσελς αποκάλυψε στον Κράνμερ ότι η Κάθριν είχε εξωσυζυγικές σχέσεις. Ο Κράνμερ έδωσε την πληροφορία στους Ώντλεϋ και Σύμουρ και εκείνοι αποφάσισαν να περιμένουν την επιστροφή του Ερρίκου. Φοβούμενοι μην εξοργίσουν τον Βασιλιά, οι Ώντλεϋ και Σύμουρ πρότειναν να ενημερώσει ο Κράνμερ τον Ερρίκο. Ο Κράνμερ διαβίβασε ένα μήνυμα προς τον Ερρίκο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας στην εορτή των Αγίων Πάντων. Γενόμενη έρευνα αποκάλυψε την αλήθεια της συζυγικής απιστίας και η Κάθριν Χάουαρντ εκτελέστηκε τον Φεβρουάριο του 1542.[83][84]
Το 1543, αρκετοί συντηρητικοί κληρικοί στο Κεντ ενώθηκαν για να επιτεθούν και να καταγγείλουν δύο μεταρρυθμιστές, τους Ρίτσαρντ Τέρνερ και Τζον Μπλαντ, ενώπιον του Βασιλικού Συμβουλίου. Ετοίμασαν εκθέσεις για να υποβληθούν στο Συμβούλιο, αλλά, την τελευταία στιγμή, προστέθηκαν επιπλέον καταγγελίες από τον ανηψιό του Στήβεν Γκάρντινερ, Τζερμέιν Γκάρντινερ. Οι νέες αυτές εκθέσεις επετίθεντο στον Κράνμερ και ανέφεραν τα αδικήματά του από το 1541. Τα έγγραφα αυτά και οι ενέργειες που ακολούθησαν δημιούργησαν τη βάση της λεγόμενης Συνωμοσίας των Πρεμπενταρίων (Prebendaries' Plot). Οι εκθέσεις παραδόθηκαν στο Βασιλικό Συμβούλιο στο Λονδίνο και αναγνώστηκαν, πιθανώς, στις 22 Απριλίου 1543. Ο Βασιλιάς είδε τις εκθέσεις εναντίον του Κράνμερ πιθανότατα το ίδιο βράδυ. Ο αρχιεπίσκοπος, ωστόσο, εμφανίστηκε να μη γνωρίζει ότι είχε εκδηλωθεί επίθεση εναντίον του. Οι επίτροποί του στο Μέγαρο Λάμπεθ ασχολήθηκαν ειδικά με την περίπτωση του Ρίτσαρντ Τέρνερ, ο οποίος αθωώθηκε, προς μεγάλη οργή των Συντηρητικών.[85]
Ενώ η συνωμοσία εναντίον του Κράνμερ προχωρούσε, οι μεταρρυθμιστές δέχονταν επίθεση σε άλλα μέτωπα. Στις 20 Απριλίου, η Σύνοδος συγκαλείται εκ νέου για να εξετάσει την αναθεώρηση του Βιβλίου των Επισκόπων. Ο Κράνμερ προήδρευσε στις υποεπιτροπές, αλλά οι Συντηρητικοί ήταν σε θέση να ανατρέψουν πολλές μεταρρυθμιστικές ιδέες, συμπεριλαμβανομένης της δικαίωσης διά της πίστεως. Στις 5 Μαΐου κυκλοφόρησε η νέα αναθεώρηση, ονομαζόμενη Απαραίτητο Δόγμα και πολυμάθεια για κάθε Χριστιανό ή Το Βιβλίο του Βασιλιά (A Necessary Doctrine and Erudition for any Christian Man ή King’s Book). Δογματικά η αναθεώρηση ήταν πολύ πιο συντηρητική από το Βιβλίο των Επισκόπων. Στις 10 Μαΐου, οι μεταρρυθμιστές δέχτηκαν ακόμα ένα πλήγμα. Το Κοινοβούλιο ψήφισε τον νόμο για την Προαγωγή της Αληθινής Θρησκείας, ο οποίος κατήργησε τα εσφαλμένα βιβλία και περιέστειλε την ανάγνωση της Αγίας Γραφής στα αγγλικά για τους ευγενείς μόνο. Από τον Μάιο έως τον Αύγουστο, εξετάστηκαν μεταρρυθμιστές, οι οποίοι εάν δεν αποκήρυσσαν τη μεταρρύθμιση, φυλακίζονταν.[86]
Για πέντε μήνες, ο Ερρίκος δεν έλαβε κανένα μέτρο για τις κατηγορίες εναντίον του αρχιεπισκόπου του.[88][ε] Τελικά, η συνωμοσία αποκαλύφθηκε στον Κράνμερ από τον ίδιο τον Βασιλιά. Σύμφωνα με τον γραμματέα του Κράνμερ, Ραλφ Μόρις, κάπου τον Σεπτέμβριο του 1543, ο Βασιλιάς επέδειξε στον Κράνμερ ένα έγγραφο που συνόψιζε τις κατηγορίες εναντίον του. Διατάχθηκε έρευνα και ο Κράνμερ διορίστηκε επικεφαλής ανακριτής. Έγιναν αιφνιδιαστικοί έλεγχοι, συγκεντρώθηκαν στοιχεία και εντοπίστηκαν οι πρωτεργάτες. Ο Κράνμερ, όπως συνήθιζε, έθεσε τους κληρικούς που εμπλέκονταν στη συνωμοσία, σε άμεση ταπείνωση. Τελικά, όμως, τους συγχώρησε και συνέχισε να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τους. Ο Ερρίκος, για να δείξει την εμπιστοσύνη του στον Κράνμερ, του έδωσε το προσωπικό του δαχτυλίδι. Όταν το Βασιλικό Συμβούλιο συνέλαβε τον Κράνμερ, στο τέλος Νοεμβρίου, οι ευγενείς προσέκρουσαν στο σύμβολο της εμπιστοσύνης του Βασιλιά στο πρόσωπό του.[89] Η νίκη του Κράνμερ τελείωσε με τη φυλάκιση δύο δευτεροκλασάτων ηγετών και την εκτέλεση του Τζερμέιν Γκάρντινερ.[90]
Με το κλίμα υπέρ αυτού, ο Κράνμερ επεδίωξε με ήπιες προσπάθειες τη μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στη Θεία Λειτουργία. Στις 27 Μαΐου 1544 δημοσιεύθηκε η πρώτη επίσημα εγκεκριμένη λειτουργία στην Αγγλική, η Προτροπή και Λιτανεία. Η Λειτουργία σώζεται μέχρι σήμερα με μικρές τροποποιήσεις στο Βιβλίο της Κοινής Προσευχής. Η παραδοσιακή Λιτανεία χρησιμοποιεί επικλήσεις στους αγίους. Ο Κράνμερ, όμως, μεταρρύθμισε σε βάθος την πτυχή αυτή, μη παρέχοντας τη δυνατότητα στο κείμενο για τέτοιου είδους σεβασμό. Εκλέχθηκαν περισσότεροι μεταρρυθμιστές στη Βουλή των Κοινοτήτων και εισήχθη νέα νομοθεσία για να περιορίσει τις συνέπειες του νόμου των Έξι Άρθρων και του νόμου για την Προαγωγή της Αληθινής Θρησκείας.[91]
Το 1546, οι συντηρητικοί σε έναν συνασπισμό που συμπεριελάμβανε τον Γκάρντινερ, τον Δούκα του Νόρφοκ, τον λόρδο καγκελλάριο Τόμας Ράιοθσλυ και τον Έντμουντ Μπόννερ, επίσκοπο του Λονδίνου, έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να αμφισβητήσουν τους μεταρρυθμιστές. Στοχοποιήθηκαν αρκετοί μεταρρυθμιστές που συνδέονταν με τον Κράνμερ. Μερικοί, όπως ο Τζον Λάσσελς κάηκαν στην πυρά. Ωστόσο, ισχυροί μεταρρυθμιστές ευγενείς όπως ο Έντουαρντ Σύμουρ και ο Τζον Ντάντλεϋ, Δούκας του Ουώρικ, επέστρεψαν στην Αγγλία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού από το εξωτερικό και ήταν σε θέση να αναστρέψουν το κλίμα κατά των συντηρητικών. Το φθινόπωρο, δύο περιστατικά ανέτρεψαν την ισορροπία. Ο Γκάρντινερ ντροπιάστηκε μπροστά στον Βασιλιά όταν αρνήθηκε να αλλάξει επισκοπή και ο γιος του Δούκα του Νόρφοκ, Χέρνυ Χάουαρντ, Κόμης του Σάρρεϋ, κατηγορήθηκε για προδοσία και εκτελέστηκε. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι ο Κράνμερ έπαιξε κάποιο ρόλο στα εν λόγω πολιτικά παιχνίδια και δεν υπήρχαν περαιτέρω συνωμοσίες, καθώς η υγεία του Βασιλιά χειροτέρευε στους τελευταίους μήνες της ζωής του. Ο Κράνμερ επιτέλεσε το ύστατο καθήκον του προς τον Βασιλιά στις 28 Ιανουαρίου 1547, όταν έδωσε μια αναμορφωμένη δήλωση πίστης, πιάνοντας το χέρι του Ερρίκου αντί να του δώσει την τελευταία του ευχή. Ο Κράνμερ θρήνησε το θάνατο του Ερρίκου, και αργότερα ελέχθη ότι έδειξε τη θλίψη του αφήνοντας γενειάδα. Η γενειάδα ήταν επίσης ένα σημάδι της ρήξης του με το παρελθόν. Οι Ευρωπαίοι μεταρρυθμιστές είχαν αφήσει γενειάδα για να καταδείξουν την απόρριψη της παλαιάς εκκλησίας και στην Αγγλία ήταν καλά κατανοητή η σημασία της γενειάδας. Στις 31 Ιανουαρίου ο Κράνμερ ήταν μεταξύ των εκτελεστών της τελικής διαθήκης του βασιλιά Ερρίκου που διόριζε τον Έντουαρντ Σύμουρ ως λόρδο προστάτη και καλωσόρισε τον ανήλικο Εδουάρδο ΣΤ΄.[92]
Υπό την κηδεμονία του Σύμουρ, οι μεταρρυθμιστές ήταν πλέον μέρος του καθεστώτος. Τον Αύγουστο του 1547 πραγματοποιήθηκε μία βασιλική περιοδεία στις επαρχίες της Αγγλίας. Κάθε ενορία που επισκέφτηκε ο Βασιλιάς είχε εντολή να αποκτήσει ένα αντίτυπο των Ομιλιών. Το βιβλίο αυτό αποτελείτο από δώδεκα κηρύγματα εκ των οποίων τα τέσσερα είχαν γραφεί από τον Κράνμερ. Η επαναβεβαίωση από τον Κράνμερ του δόγματος της σωτηρίας μέσω της πίστης, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Γκάρντινερ.[93] Στο κήρυγμα των Καλών Έργων συνδεδεμένων με την Πίστη, ο Κράνμερ επιτέθηκε κατά του μοναχισμού και της σημασίας των διαφόρων προσωπικών ενεργειών που εμπλέκονται στις λειτουργικές απαγγελίες και τελετές. Ως εκ τούτου, ο ίδιος περιόρισε το εύρος των καλών έργων, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αναγκαία και ενίσχυσε την πρωτοκαθεδρία της πίστης. Σε κάθε ενορία που δεχόταν επίσκεψη, δόθηκαν οδηγίες που αποσκοπούσαν στο να … εξαλείψουν κάθε εικόνα η οποία ενείχε υποψία αφοσίωσης προς αυτήν.[94][95][96]
Οι Ευχαριστιακές απόψεις του Κράνμερ, που είχαν ήδη απομακρυνθεί από το επίσημο καθολικό δόγμα, έλαβαν μια άλλη ώθηση από τους Ευρωπαίους μεταρρυθμιστές. Ο Κράνμερ επικοινωνούσε με τον Μάρτιν Μπούτσερ από την εποχή που έγιναν οι πρώτες επαφές με την Ένωση του Σμαλκάλντεν. Ωστόσο, η σχέση του Κράνμερ και του Μπούτσερ έγινε ακόμη στενότερη λόγω της νίκης του Καρόλου Ε΄ επί της Ένωσης του Σμαλκάλντεν στη Μάχη του Μύλμπεργκ (1547), η οποία άφησε την Αγγλία ως το μοναδικό μεγάλο έθνος που παρείχε καταφύγιο σε διωκόμενους μεταρρυθμιστές. Ο Κράνμερ έγραψε μια επιστολή προς τον Μπούτσερ (η οποία έχει πλέον χαθεί) με ερωτήσεις επί της ευχαριστιακής θεολογίας. Στην απάντησή του, με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου 1547, ο Μπούτσερ αρνήθηκε την πραγματική σωματική παρουσία του Χριστού στην Ευχαριστία και καταδίκασε τη μετουσίωση και τη λατρεία των στοιχείων. Η επιστολή παραδόθηκε στον Κράνμερ από δύο Ιταλούς μεταρρυθμιστές θεολόγους, τον Πιέτρο Μάρτιρε Βερμίλι και τον Μπερναρντίνο Οκίνο, οι οποίοι κλήθηκαν να βρουν καταφύγιο στην Αγγλία. Ο Πιέτρο Μάρτιρε έφερε μαζί του μια επιστολή, Προς Καισάριον μοναχόν, που πιστευόταν ότι είχε γραφεί από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο (η επιστολή θεωρείται, πλέον, πλαστογραφημένη), η οποία φαινόταν ότι παρείχε πατερική υποστήριξη κατά της πραγματικής σωματικής παρουσίας.[97][ζ] Τα εν λόγω έγγραφα επηρέασαν τις απόψεις του Κράνμερ για την Ευχαριστία.[98][99]
Τον Μάρτιο του 1549, η πόλη του Στρασβούργου ανάγκασε τον Μάρτιν Μπούτσερ και τον Πάουλ Φάγκιους να την εγκαταλείψουν. Ο Κράνμερ τους προσκάλεσε αμέσως να πάνε στην Αγγλία και τους υποσχέθηκε ότι θα τοποθετηθούν σε αγγλικά πανεπιστήμια. Όταν έφτασαν στην Αγγλία, στις 25 Απριλίου, ο Κράνμερ ήταν ιδιαίτερα ευτυχής που συναντούσε τον Μπούτσερ προσωπικά, μετά από δεκαοκτώ χρόνια αλληλογραφίας.[100] Χρειαζόταν αυτούς τους μορφωμένους άνδρες για να εκπαιδεύσουν τη νέα γενιά ιεροκηρύκων και να βοηθήσουν στη μεταρρύθμιση της λειτουργίας και του δόγματος. Μεταξύ αυτών που αποδέχθηκαν την πρόσκληση του Κράνμερ ήταν ο Πολωνός μεταρρυθμιστής Γιαν Λάσκι. Δεν κατόρθωσε όμως ο Κράμνερ, να πείσει τον Οσίανδρο και τον Μελάγχθωνα να πάνε στην Αγγλία.[101]
Καθώς η χρήση της αγγλικής γλώσσας στις ακολουθίες εξαπλωνόταν, η ανάγκη για ένα πλήρες και ομοιόμορφο λειτουργικό κείμενο έγινε εμφανής στην Εκκλησία της Αγγλίας. Οι αρχικές συναντήσεις για να εμφανιστεί αυτό που τελικά θα γινόταν το Βιβλίο της Κοινής Προσευχής διεξήχθησαν τον Σεπτέμβριο 1548 στο πρώην Αββαείο του Τσέρτσυ (Chertsey Abbey) και στο Κάστρο του Ουίνδσορ. Ο κατάλογος των συμμετεχόντων μάς είναι μόνον εν μέρει γνωστός, αλλά επιβεβαιώνεται ότι υπήρξε αριθμητική ισορροπία μεταξύ συντηρητικών και μεταρρυθμιστών. Τις συναντήσεις αυτές ακολούθησε η συζήτηση στη Βουλή των Λόρδων με θέμα την Ευχαριστία, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 14 και 19 Δεκεμβρίου 1548. Σε αυτή τη συζήτηση, ο Κράνμερ αποκάλυψε δημοσίως ότι είχε εγκαταλείψει το δόγμα της πραγματικής σωματικής παρουσίας και πίστευε ότι η ευχαριστιακή παρουσία ήταν μόνο πνευματική.[102][103] Το Κοινοβούλιο υποστήριξε τη δημοσίευση του Βιβλίου της Κοινής Προσευχής μετά τα Χριστούγεννα, ψηφίζοντας τoν Νόμο της Ομοιομορφίας του 1749 (Act of Uniformity 1549) και στη συνέχεια νομιμοποίησε τον γάμο των κληρικών.[104][105]
Είναι δύσκολο να διαπιστωθεί το κατά πόσο το Βιβλίο της Κοινής Προσευχής είναι πράγματι προσωπική δημιουργία του Κράνμερ. Γενιές ακαδημαϊκών στα λειτουργικά κείμενα μπόρεσαν να ιχνηλατήσουν τις πηγές που χρησιμοποίησε ο Κράνμερ, οι οποίες συμπεριελάμβαναν την Ιεροτελεστία του Σάρουμ (Sarum Rite), κείμενα του Χέρμαν φον Βηντ και αρκετές Λουθηρανικές πηγές, μεταξύ των οποίων ήταν του Ανδρέα Οσίανδρου και του Γιούστους Γιόνας.[106] Ο προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίον ο Κράνμερ εργάστηκε για τη συγγραφή του Βιβλίου της Κοινής Προσευχής και με ποιους συνεργάστηκε, είναι ακόμη πιο προβληματικός. Η επιμέλεια και η συνολική δομή του Βιβλίου αποδίδεται πλέον στον Κράνμερ, παρά το ότι αγνοούμε ποιος θα μπορούσε να τον είχε βοηθήσει.[107][108]
Η χρήση του νέου Βιβλίου Προσευχής έγινε υποχρεωτική στις 9 Ιουνίου 1549. Αυτό πυροδότησε μια σειρά διαμαρτυριών στο Ντέβον και την Κορνουάλη, που ονομάστηκαν Εξέγερση του Βιβλίου της Προσευχής (Prayer Book Rebellion). Μέχρι τις αρχές Ιουλίου, η εξέγερση είχε εξαπλωθεί και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Αγγλίας. Οι στασιαστές διατύπωσαν μια σειρά από απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της επαναφοράς των Έξι Άρθρων, της χρήσης των λατινικών στη Θεία Λειτουργία στην οποία μόνο ο καθαγιασμένος άρτος να δίδεται στους λαϊκούς, της αποκατάστασης της προσευχής για τις ψυχές στο καθαρτήριο, και της ανοικοδόμησης των μονών. Ο Κράνμερ έγραψε στον Βασιλιά μία έντονη απάντηση σε αυτές τις απαιτήσεις, στην οποία κατήγγειλε την κακοήθεια της εξέγερσης.[109] Στις 21 Ιουλίου ο Κράνμερ χρησιμοποίησε τον χώρο του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου για να υπερασπιστεί σθεναρά την επίσημη γραμμή της Εκκλησίας. Ένα προσχέδιο, το μόνο σωζόμενο γραπτό δείγμα κηρύγματός του από ολόκληρη τη σταδιοδρομία του, επιβεβαιώνει τη συνεργασία του με τον Πιέτρο Μάρτιρε με σκοπό την αντιμετώπιση της εξέγερσης.[110]
Η Εξέγερση του Βιβλίου της Προσευχής και άλλα γεγονότα είχαν αρνητική επίδραση στην αντιβασιλεία του Σύουρ. Το Βασιλικό Συμβούλιο διχάστηκε όταν μία ομάδα αντιφρονούντων συμβούλων ενώθηκαν υπό τον Τζον Ντάντλεϋ προκειμένου να εκδιώξουν τον Σύμουρ. Ο Κράνμερ και άλλοι δύο σύμβουλοι, οι Ουίλλιαμ Πάτζετ και Τόμας Σμιθ, συσπειρώθηκαν αρχικά υπό τον Σύμουρ. Ωστόσο, μετά από μια τρικυμιώδη αλληλογραφία μεταξύ των δύο πλευρών, ένα αναίμακτο πραξικόπημα είχε ως αποτέλεσμα το τέλος της Προστασίας του Σύμουρ, στις 13 Οκτωβρίου 1549. Παρά την υποστήριξη που είχε το πραξικόπημα του Ντάντλεϋ από θρησκευτικώς συντηρητικούς πολιτικούς, οι μεταρρυθμιστές κατάφεραν να διατηρήσουν τον έλεγχο της νέας κυβέρνησης και η Αγγλική Μεταρρύθμιση συνέχισε να παγιώνει τα κερδιζόμενα.[111][112][η] Ο Σύμουρ αρχικά φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου, αλλά σύντομα απελευθερώθηκε, στις 6 Φεβρουαρίου 1550, και επέστρεψε στο Συμβούλιο. Ο αρχιεπίσκοπος κατόρθωσε να μεταθέσει τον πρώην εφημέριό του, Νίκολας Ρίντλεϋ, από τη μικρή επισκοπή του Ρότσεστερ στη μητρόπολη του Λονδίνου, ενώ ο Τζον Πόνετ πήρε τη θέση του Ρίντλεϋ. Συντηρητικοί αξιωματούχοι μεγάλου κύρους καθαιρέθηκαν και αντικαταστάθηκαν από μεταρρυθμιστές.[113]
Το πρώτο αποτέλεσμα της συνεργασίας και της διαβούλευσης μεταξύ Κράνμερ και Μπούτσερ ήταν η Λειτουργία για τη Χειροτονία των ιερέων, γνωστή στην Αγγλία ως Ordinal. Αυτή έλειπε από το πρώτο Βιβλίο της Κοινής Προσευχής και δεν δημοσιεύθηκε παρά μόλις το 1550. Ο Κράνμερ υιοθέτησε το προσχέδιο του Μπούτσερ και δημιούργησε τρεις ακολουθίες για τη χειροτονία διακόνου, ιερέα και επισκόπου.[114] Το ίδιο έτος, ο Κράνμερ έγραψε την Προάσπιση του Αληθινού και Καθολικού Δόγματος του Μυστηρίου του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, μια ημιεπίσημη ερμηνεία της ευχαριστιακής θεολογίας στο πλαίσιο του Βιβλίου της Κοινής Προσευχής. Ήταν το πρώτο πλήρες βιβλίο που έφερε το όνομα του Κράνμερ στην προμετωπίδα. Ο πρόλογος συνοψίζει τη διαμάχη του με τη Ρώμη σε ένα πολύ γνωστό απόσπασμα όπου συγκρίνει χάντρες, συγχωρήσεις, προσκυνήματα και άλλα τέτοια παπιστικά με τα ζιζάνια. Οι ρίζες, όμως, των ζιζανίων ήταν η μετουσίωση, η πραγματική παρουσία και ο θυσιαστικός χαρακτήρας της λειτουργίας.[115][116]
Παρά το γεγονός ότι ο Μπούτσερ βοήθησε στην ανάπτυξη της Αγγλικής Μεταρρύθμισης, τον απασχολούσε η ταχύτητα της προόδου της. Τόσο ο Μπούτσερ όσο και ο Φάγκιους είχαν παρατηρήσει ότι το Βιβλίο της Κοινής Προσευχής του 1549 δεν ήταν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, αν και ο Κράνμερ διαβεβαίωσε τον Μπούτσερ ότι αυτό ήταν μόνο ένα πρώτο βήμα και ότι η αρχική του μορφή ήταν μόνο προσωρινή.[117] Ωστόσο, το χειμώνα του 1550 ο Μπούτσερ είχε αρχίσει να απογοητεύεται. Ο Κράνμερ, όμως, φρόντισε ώστε να μην αισθάνεται αποξενωμένος και διατήρησε στενή επικοινωνία μαζί του. Αυτή η φροντίδα αποδείχθηκε χρήσιμη κατά τη διάρκεια της διαμάχης για τα άμφια. Το περιστατικό αυτό ξεκίνησε από τον Τζον Χούπερ, έναν οπαδό του Χάινριχ Μπούλλινγκερ ο οποίος είχε πρόσφατα επιστρέψει από τη Ζυρίχη. Ο Χούπερ ήταν δυσαρεστημένος με το Βιβλίο της Κοινής Προσευχής του Κράνμερ και την Ακολουθία των Χειροτονιών (Ordinal). Ο ίδιος είχε αντιταχθεί ειδικά στις τελετές και τα άμφια. Όταν το Βασιλικό Συμβούλιο τον επέλεξε ως επίσκοπο του Γκλώστερ, στις 15 Μαΐου 1550, έθεσε ως όρο να μη φορέσει τα απαιτούμενα άμφια. Βρήκε έναν σύμμαχο μεταξύ των Ευρωπαίων μεταρρυθμιστών, τον Γιαν Λάσκι, που είχε γίνει ηγέτης της Ολλανδικής Εκκλησίας των μοναχών του Ώστιν στο Λονδίνο (Dutch Church, Austin Friars), έναν καθορισμένο τόπο λατρείας για τους Ευρωπαίους προτεστάντες πρόσφυγες. Οι πρακτικές της εκκλησίας του Λάσκι είχαν υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις πολύ πιο ακραίες από ό,τι θα ήθελε ο Κράνμερ. Ωστόσο, ο Μπούτσερ και ο Πιέτρο Μάρτιρε, αν και έβλεπαν ευνοϊκά τις απόψεις του Χούπερ, υποστήριξαν τα επιχειρήματα του Κράνμερ για τη χρονική συγκυρία και τη θέληση της εξουσίας. Οι Κράνμερ και Ρίντλεϋ υπερασπίσθηκαν τις θέσεις τους. Αυτό οδήγησε στη φυλάκιση του Χούπερ, ο οποίος τελικά ενέδωσε. Χειροτονήθηκε στις 8 Μαρτίου 1551, σύμφωνα με την Ακολουθία των Χειροτονιών και κήρυξε ενώπιον του Βασιλιά φορώντας τα επισκοπικά του άμφια. Το όραμα του Κράνμερ για μεταρρύθμιση με προσεκτικά βήματα υπό την εξουσία της κυβέρνησης πραγματοποιήθηκε.[118][119]
Ο ρόλος του Κράνμερ στην πολιτική μειωνόταν, όταν στις 16 Οκτωβρίου 1551 ο Σύμουρ συνελήφθη με την κατηγορία της προδοσίας. Τον Δεκέμβριο ο Σύμουρ οδηγήθηκε σε δίκη και παρά την απαλλαγή του από την κατηγορία της προδοσίας, κρίθηκε ένοχος μεγάλων αδικημάτων και εκτελέστηκε στις 22 Ιανουαρίου 1552.[120][θ] Αυτή ήταν η απαρχή της ρήξης μεταξύ του Κράνμερ και του Ντάντλεϋ. Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους από τη σταδιακή εκμετάλλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας εκ μέρους της Αντιβασιλείας.[121] Παρά ταύτα, και για όσο χρόνο αυτή η πολιτική αναταραχή διαρκούσε, ο Κράνμερ εργάστηκε ταυτόχρονα για τρία μεγάλα έργα του μεταρρυθμιστικού προγράμματός του: την αναθεώρηση του Κανονικού Δικαίου, την αναθεώρηση του Βιβλίου της Κοινής Προσευχής και τη διαμόρφωση μιας διακήρυξης του δόγματος.[122]
Το αρχικό ρωμαϊκό Κανονικό Δίκαιο, το οποίο καθόριζε τη διακυβέρνηση στο εσωτερικό της Εκκλησίας, χρειαζόταν σαφώς αναθεώρηση, μετά τη ρήξη των σχέσεων του Ερρίκου Η΄ με τη Ρώμη. Στη διάρκεια της βασιλείας του Ερρίκου έγιναν αρκετές απόπειρες αναθεώρησης, αλλά αυτά τα αρχικά σχέδια εγκαταλείφθηκαν αφού η ταχύτητα των μεταρρυθμίσεων προσπερνούσε τον απαιτούμενο χρόνο εργασίας για μια αναθεώρηση. Καθώς η μεταρρύθμιση σταθεροποιούνταν, ο Κράνμερ σχημάτισε μία επιτροπή, τον Δεκέμβριο του 1551, για την επανεκκίνηση του έργου. Ενέταξε τον Πιέτρο Μάρτιρε στην επιτροπή και ζήτησε από τους Λάσκι και Χούπερ να συμμετάσχουν, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά την ικανότητά του να συγχωρεί ενέργειες του παρελθόντος. Οι Κράνμερ και Μάρτιρε αντιλήφθηκαν ότι η επιτυχημένη θέσπιση ενός μεταρρυθμιστικού εκκλησιαστικού νόμου-κώδικα στην Αγγλία θα είχε διεθνή απήχηση και σημασία. Ο Κράνμερ σκόπευε να ενώσει όλες τις μεταρρυθμισμένες εκκλησίες της Ευρώπης υπό την ηγεσία της Αγγλίας ώστε να αντιταχθεί στη Σύνοδο του Τριδέντου, την απάντηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Τον Μάρτιο του 1552, ο Κράνμερ προσκάλεσε στην Αγγλία τους σημαντικότερους εν ζωή Ευρωπαίους μεταρρυθμιστές, Ιωάννη Καλβίνο, Μπούλλινγκερ και Μελάγχθονα, να πάνε στην Αγγλία και να συμμετάσχουν σε μία οικουμενική σύνοδο.[123] Η ανταπόκριση ήταν απογοητευτική. Ο Μελάγχθων δεν απάντησε, ο Μπούλινγκερ δήλωσε ότι κανείς από αυτούς δεν μπορούσε να αφήσει τη Γερμανία καθώς ήταν διασπασμένη από τον πόλεμο μεταξύ του Καρόλου Ε΄ και των Λουθηρανών πριγκίπων, και ο Καλβίνος ενώ έδειξε κατ’ αρχάς κάποιον ενθουσιασμό, είπε τελικά ότι ήταν αδύνατο να συμμετάσχει. Ο Κράνμερ εκτίμησε την απάντηση του Καλβίνου και ανταπάντησε δηλώνοντας: Εν τω μεταξύ θα μεταρρυθμίσουμε την Εκκλησία της Αγγλίας όσο μπορούμε και θα μοχθήσουμε ώστε τόσο τα δόγματα όσο και οι νόμοι να βελτιωθούν σύμφωνα με την Αγία Γραφή.[121] Διασώθηκε ένα μέρος του χειρόγραφου έργου, που περιείχε σημειώσεις από διορθώσεις και σχόλια των Κράνμερ και Μάρτιρε. Όταν η τελική έκδοση παρουσιάστηκε στο Κοινοβούλιο, η ρήξη μεταξύ Κράνμερ και Ντάντλεϋ ήταν οριστική, με αποτέλεσμα ο αντιβασιλέας να καταψηφίσει το νομοσχέδιο για το Κανονικό Δίκαιο στη Βουλή των Λόρδων.[124][125]
Όπως και στο πρώτο Βιβλίο της Κοινής Προσευχής έτσι και τώρα, η προέλευση και οι μετέχοντες στο έργο της αναθεώρησης δεν έχουν διευκρινιστεί. Ήταν, όμως, σαφές ότι ο Κράνμερ ηγείτο του έργου και κατεύθυνε την εξέλιξή του. Το έργο είχε ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του 1549, όταν η Σύνοδος του Κάντερμπερυ συνεδρίασε για να συζητήσει το θέμα. Στα τέλη του 1550, αναζητήθηκαν οι γνώμες των Μάρτιρε και Μπούτσερ για τον τρόπο με τον οποίο η Λειτουργία θα μπορούσε να βελτιωθεί και οι ίδιοι επηρέασαν σημαντικά την αναθεώρηση.[126] Η άποψη της πνευματικής παρουσίας του Χριστού στον άρτο της Ευχαριστίας αποσαφηνίστηκε, με τη χρήση τελείως διαφορετικών λέξεων όταν στους μεταλαμβάνοντες προσφέρονται ο άρτος και ο οίνος. Νέες επεξηγήσεις σημείωναν πως κάθε είδους άρτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί, και κάθε εναπομείνας άρτος ή οίνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον εφημέριο, αποσυνδέοντας έτσι τα υλικά στοιχεία από κάθε φυσική παρουσία. Από το νέο Βιβλίο αφαιρέθηκε κάθε δυνατότητα προσευχής για τους νεκρούς, όπως και προσευχές που υπαινίσσονται τη στήριξη του δόγματος του Καθαρτηρίου.[127][128] Ο νόμος περί Ομοιομορφίας του 1552, που ενέκρινε τη χρήση του Βιβλίου, διευκρίνιζε ότι θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από την 1η Νοεμβρίου. Η τελική έκδοση, ωστόσο, δημοσιεύτηκε επίσημα σχεδόν στο παρά πέντε, λόγω της παρέμβασης του Ντάντλεϋ. Ο τελευταίος, καθώς ταξίδευε στα βόρεια της χώρας, συνάντησε τον Σκωτσέζο μεταρρυθμιστή Τζον Νοξ, που τότε έδρευε στο Νιούκασλ. Εντυπωσιασμένος από το κήρυγμα του, ο Ντάντλεϋ τον επέλεξε ως βασιλικό ιερέα και τον μετέθεσε στον νότο για να συμμετάσχει στα μεταρρυθμιστικά σχέδια. Σε ένα κήρυγμα μπροστά στον Βασιλιά, ο Νοξ επιτέθηκε στην πρακτική του γονατίσματος κατά τη Θεία Κοινωνία. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1552, το Βασιλικό Συμβούλιο σταμάτησε την έκδοση του νέου Βιβλίου της Κοινής Προσευχής και διέταξε τον Κράνμερ να το αναθεωρήσει. Αυτός απάντησε με μία μακροσκελή επιστολή χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι ήταν θέμα του Κοινοβουλίου, με τη βασιλική συγκατάθεση, να αποφασίσει την όποια αλλαγή στη Λειτουργία.[129] Στις 22 Οκτωβρίου το Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει ως είχε τη Λειτουργία, πρόσθεσε, όμως, την περιβόητη Μαύρη επεξήγηση (Black Rubric), που ξεκαθάριζε ότι το γονάτισμα κατά τη Θεία Κοινωνία δεν έχει λατρευτικό σκοπό.[130][131]
Η προέλευση της Δήλωσης, που τελικά πήρε το όνομα Σαράντα δύο Άρθρα (Forty-Two Articles) είναι εξ ίσου αδιευκρίνιστη. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1549, ο αρχιεπίσκοπος ζητούσε τη συνδρομή των επισκόπων του για συγκεκριμένα δογματικά άρθρα. Το 1551 ο Κράνμερ παρουσίασε μία έκδοση της Δήλωσης στους επισκόπους, το κύρος της οποίας παρέμεινε αμφίβολο. Ο Κράνμερ δεν προσπάθησε αρκετά για την ανάπτυξη των Άρθρων, πιθανότατα λόγω του έργου της αναθεώρησης του Κανονικού Δικαίου. Το ενδιαφέρον του αυξήθηκε όταν η ελπίδα για τη διεξαγωγή της οικουμενικής συνόδου άρχισε να ξεθωριάζει. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1552, τα προσχέδια των Άρθρων διαμορφώνονταν από τους Κράνμερ και Τζον Τσεκ, έναν πολυμαθή φίλο του, που του παραγγέλθηκε να μεταφράσει τα Άρθρα στα λατινικά. Όταν τα Σαράντα δύο Άρθρα τελικά δημοσιοποιήθηκαν, τον Μάιο του 1553, στην προμετωπίδα ανακοινώνονταν ότι τα Άρθρα ήταν αποδεκτά από τη Σύνοδο και εκδόθηκαν κατ’ εντολήν του Βασιλέως. Αυτό δεν ήταν στην πραγματικότητα γεγονός και το λάθος πιθανόν να οφειλόταν στην ελλιπή επικοινωνία μεταξύ του αρχιεπισκόπου και του Βασιλικού Συμβουλίου. Ο Κράνμερ διαμαρτυρήθηκε σχετικά με το θέμα στο Συμβούλιο, αλλά οι αρχές αποκρίθηκαν σημειώνοντας ότι τα Άρθρα δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της Συνόδου, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό μία ευθεία απάντηση. Το Συμβούλιο επιφόρτισε τον Κράνμερ με το δυσάρεστο καθήκον να ζητήσει τη συνδρομή των επισκόπων για τα Άρθρα, πολλοί εκ των οποίων ήταν αντίθετοι με αυτά και υποδείκνυαν την παρατυπία του περιεχομένου της προμετωπίδας. Ενώ ο Κράνμερ ήταν απασχολημένος με αυτό το καθήκον, οι εξελίξεις των γεγονότων θα καθιστούσαν τις συνδρομές των επισκόπων μάταιες.[132]
Ο Εδουάρδος ΣΤ΄ αρρώστησε σοβαρά από φυματίωση και οι σύμβουλοι ενημερώθηκαν ότι ο Βασιλιάς δεν είχε πολύ χρόνο ζωής. Τον Μάιο του 1553, το Συμβούλιο έστειλε πολλές επιστολές σε Ευρωπαίους μεταρρυθμιστές διαβεβαιώνοντάς τους ότι η υγεία του Εδουάρδου βελτιώνεται. Μεταξύ των επιστολών ήταν και αυτή προς τον Μελάγχθονα, που τον καλούσε να μεταβεί στην Αγγλία για να πάρει την έδρα του καθηγητή της Θεολογίας στο Κέμπριτζ, που παρέμενε κενή από τον Φεβρουάριο του 1551, μετά τον θάνατο του Μάρτιν Μπούτσερ. Τόσο ο Ερρίκος Η΄ όσο και ο Κράνμερ είχαν παλαιότερα αποτύχει να πείσουν τον Μελάγχθονα να πάει στην Αγγλία. Αυτή τη φορά, όμως, η προσπάθεια του Συμβουλίου ήταν σοβαρή, αποστέλλοντάς του χρηματική προκαταβολή για να καλύψει τα οδοιπορικά του έξοδα. Ο Κράνμερ του απηύθυνε προσωπική επιστολή προτρέποντάς τον να αποδεχτεί την πρόταση. Παρ' όλες τις εκκλήσεις, ο Μελάγχθων δεν πραγματοποίησε ποτέ το ταξίδι στην Αγγλία. Ενώ αυτή η προσπάθεια ενίσχυσης της μεταρρύθμισης λάμβανε χώρα, το Συμβούλιο προσπαθούσε να πείσει αρκετούς δικαστές να τοποθετήσουν στον θρόνο την εξαδέλφη του Εδουάρδου ΣΤ΄, λαίδη Τζέην Γκρέυ, η οποία ήταν Προτεστάντις, αντί της Μαρίας, κόρης του Ερρίκου Η΄ και της Αικατερίνης της Αραγωνίας, η οποία ήταν Καθολική. Στις 17 Ιουνίου 1553 ο Βασιλιάς έκανε τη διαθήκη του ορίζοντας ότι θα τον διαδεχόταν η λαίδη Τζέην, ερχόμενος σε αντίθεση με την Τρίτη Πράξη Διαδοχής του Ερρίκου Η΄. Ο Κράνμερ επεχείρησε να μιλήσει προσωπικά με τον Εδουάρδο, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε και η ακρόασή με τον Εδουάρδο διεξήχθη παρουσία των συμβούλων. Ο Εδουάρδος του είπε ότι υποστήριζε αυτά που έγραψε στη διαθήκη του. Ο Κράνμερ πρέπει να πήρε την απόφαση να υποστηρίξει τη λαίδη Τζέην πριν τις 19 Ιουνίου 1553, όταν εστάλησαν οι βασιλικές εντολές για τη σύγκληση της Συνόδου που θα αναγνώριζε τη νέα διαδοχή.[133] Στις 6 Ιουλίου 1553 ο Εδουάρδος ΣΤ΄ πέθανε.
Στα μέσα Ιουλίου, υπήρχαν σοβαρές τοπικές εξεγέρσεις υπέρ της Μαρίας και η υποστήριξη του Συμβουλίου προς την Τζέην εξασθένισε. Όταν η Μαρία ανακηρύχθηκε βασίλισσα, οι Ντάντλεϋ, Ρίντλεϋ, Τσεκ, καθώς και ο πατέρας (Χένρυ Γκρέυ, Δούκας του Σάφφοκ) και ο σύζυγος της Τζέην Γκρέυ (Γκίλντφορντ Ντάντλεϋ) φυλακίστηκαν. Ωστόσο, καμία ενέργεια δεν έγινε εναντίον του αρχιεπισκόπου. Στις 8 Αυγούστου, ο τελευταίος ηγείτο της εξόδιας ακολουθίας του Εδουάρδου ΣΤ΄, σύμφωνα με το τυπικό του Βιβλίου της Κοινής Προσευχής. Στη διάρκεια αυτών των μηνών, ο Κράνμερ συμβούλεψε άλλους, συμπεριλαμβανομένου του Πιέτρο Μάρτιρε, να εγκαταλείψουν την Αγγλία, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να παραμείνει. Μεταρρυθμιστές επίσκοποι απομακρύνθηκαν από τα αξιώματά τους και συντηρητικοί κληρικοί, όπως ο Έντμουντ Μπόννερ, επανήλθαν στις παλιές τους θέσεις. Ο Κράνμερ δεν εγκατέλειψε χωρίς μάχη. Όταν εξαπλώθηκαν φήμες ότι επέτρεψε την Καθολική Λειτουργία στον καθεδρικό ναό του Κάντερμπερυ, δήλωσε ότι κάτι τέτοιο είναι ψευδές και είπε: ... όλο τα δόγματα και η θρησκεία του εν λόγω κυρίαρχου άρχοντα βασιλιά μας, Εδουάρδου ΣΤ΄, είναι πιο καθαρά και σύμφωνα με τον λόγο του Θεού, από κάθε άλλο δόγμα που έχει διατυπωθεί στην Αγγλία τα τελευταία χίλια χρόνια.[134] Δεν αποτελεί έκπληξη που η κυβέρνηση θεώρησε τη δήλωση του Κράνμερ ισοδύναμη εξέγερσης. Υποχρεώθηκε να παραστεί προ του Συμβουλίου στην Αστερόεσσα Αίθουσα (Star Chamber) στις 14 Σεπτεμβρίου 1553. Την ημέρα εκείνη είπε το τελευταίο αντίο στον Μάρτιρε. Ο Κράνμερ οδηγήθηκε κατ' ευθείαν στον Πύργο του Λονδίνου, για να συναντήσει εκεί τους Χιού Λάτιμερ και Νίκολας Ρίντλεϋ.[135]
Στις 13 Νοεμβρίου 1553 ο Κράνμερ και τέσσερις άλλοι παραπέμφθηκαν σε δίκη κατηγορούμενοι για προδοσία. Κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στη διάρκεια του Φεβρουαρίου 1554 η Τζέην Γκρέυ και άλλοι στασιαστές θανατώθηκαν. Ήταν πλέον ώρα να λογαριαστεί η επικρατήσασα παράταξη με τους θρησκευτικούς ηγέτες της μεταρρύθμισης. Έτσι, στις 8 Μαρτίου 1554 το Ιδιαίτερο Συμβούλιο διέταξε όπως οι Κράνμερ, Ρίντλεϋ, και Λάτιμερ μεταφερθούν στις φυλακές Μποκάρντο της Οξφόρδης, αναμένοντας μία δεύτερη δίκη κατηγορούμενοι για αίρεση. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής ο Κράνμερ κατόρθωσε να στείλει λαθραία μία επιστολή στον Μάρτιρε, ο οποίος είχε φύγει στο Στρασβούργο. Η επιστολή είναι το τελευταίο διασωθέν κείμενο, που γράφτηκε από τα χέρια του. Σε αυτήν ανέφερε ότι η απελπιστική κατάσταση της Εκκλησίας ήταν απόδειξη ότι αυτή τελικά θα απελευθερωνόταν και έγραψε: Προσεύχομαι, ο Θεός να δώσει ώστε να αντέξουμε μέχρι το τέλος![136][ι] Ο Κράνμερ παρέμεινε απομονωμένος στις φυλακές Μποκάρντο για δεκαεπτά μήνες μέχρι να ξεκινήσει η δίκη, στις 12 Σεπτεμβρίου 1555. Παρά το γεγονός ότι η δίκη έγινε στην Αγγλία, ήταν υπό την παπική δικαιοδοσία και η τελική ετυμηγορία θα ερχόταν από τη Ρώμη. Κατά την ανάκριση, ο Κράνμερ ομολόγησε κάθε γεγονός που του αποδιδόταν, αλλά αρνήθηκε ότι αυτά συνιστούσαν προδοσία, ανυπακοή ή αίρεση. Η δίκη των Λάτιμερ και Ρίντλεϋ ξεκίνησε αμέσως μετά από αυτή του Κράνμερ, οι ετυμηγορίες, όμως, τους απαγγέλθηκαν σχεδόν αμέσως και ρίχθηκαν στην πυρά στις 16 Οκτωβρίου 1555. Ο Κράνμερ μεταφέρθηκε σε ένα πύργο από όπου μπορούσε να παρακολουθήσει τη διαδικασία. Στις 4 Δεκεμβρίου, η Ρώμη αποφάσισε να καθαιρέσει τον Κράνμερ από την αρχιεπισκοπική του θέση και έδωσε την άδεια στις κοσμικές αρχές να εκτελέσουν την ποινή τους.[137][138]
Στις τελευταίες μέρες της ζωής του Κράνμερ, οι συνθήκες άλλαξαν και τον οδήγησαν σε πολλές δημόσιες ανακλήσεις. Στις 11 Δεκεμβρίου, ο Κράνμερ βγήκε από τις φυλακές του Μποκάρντο και οδηγήθηκε στην οικία του διευθυντή του Κολλεγίου Christ Church (= Εκκλησίας του Χριστού) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Το νέο αυτό περιβάλλον ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο των προηγούμενων δύο χρόνων στη φυλακή. Βρισκόταν σε μία ακαδημαϊκή κοινότητα και αντιμετωπιζόταν ως φιλοξενούμενος. Εκεί τον προσέγγισε ένας Δομινικανός καλόγερος, ο Χουάν δε Βιγιαγαρθία, με τον οποίο συζήτησε τα θέματα του παπικού πρωτείου και του Καθαρτηρίου. Στις τέσσερις πρώτες ανακλήσεις του, που έγιναν από τα τέλη Ιανουαρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου, ο Κράνμερ υποτάχθηκε στην εξουσία του βασιλιά Φιλίππου και της βασίλισσας Μαρίας και αναγνώρισε τον πάπα ως την κεφαλή της εκκλησίας.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1556, αποσχηματίστηκε και τον έκλεισαν πάλι στις φυλακές του Μποκάρντο. Είχε παραδεχθεί πολύ λίγα και ο Έντμουντ Μπόννερ δεν ήταν ικανοποιημένος με αυτές τις ομολογίες. Στις 24 Φεβρουαρίου εκδόθηκε μία διαταγή προς τον δήμαρχο της Οξφόρδης με την οποία ορίστηκε η ημερομηνία θανάτωσης του Κράνμερ στις 7 Μαρτίου. Δύο μέρες μετά από την έκδοση της διαταγής, έγινε μία πέμπτη δήλωση από τον Κράνμερ, η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί η πρώτη πραγματική ανάκληση. Ο Κράνμερ αποκήρυξε όλη τη θεολογία του Λούθηρου και του Ζβίγγλιου, αποδέχτηκε πλήρως την Ρωμαιοκαθολική θεολογία, συμπεριλαμβανομένης της παπικής υπεροχής και μετουσίωσης, και δήλωσε ότι δεν υπάρχει σωτηρία έξω από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Διακήρυξε τη χαρά του για την επιστροφή στην Καθολική πίστη, ζήτησε και έλαβε ιερή συγχώρεση, και συμμετείχε στην Καθολική λειτουργία. Η καύση του αναβλήθηκε και υπό τη συνήθη πρακτική του Κανονικού Δικαίου, θα έπρεπε να είχε απαλλαγεί. Η Μαρία, όμως, αποφάσισε ότι καμία άλλη ματαίωση της τιμωρίας του δεν ήταν πλέον δυνατή. Η τελευταία ανάκληση του Κράνμερ εκδόθηκε στις 18 Μαρτίου. Ήταν σημάδι ενός καταρρακωμένου ανθρώπου, μία σαρωτική ομολογία αμαρτίας.[139][140][κ] Παρά το γεγονός ότι το Κανονικό Δίκαιο ορίζει ότι οι ποινές των μετανοούντων αιρετικών αναστέλλονται, η Μαρία είχε αποφασίσει να καταστήσει τον Κράνμερ παράδειγμα, δεχόμενη ότι: το αμάρτημα και το πείσμα του ήταν τόσο μεγάλο ενάντια στον Θεό και τη Χάρη σας, που η επιείκεια και το έλεος σας δεν μπορούν να έχουν θέση σ’ αυτόν, και πίεσε άμεσα για τη θανάτωσή του.[141]
Ο Κράνμερ ενημερώθηκε ότι θα μπορούσε να κάνει μια τελευταία ανάκληση. Αυτή τη φορά, όμως, δημόσια στη διάρκεια μιας λειτουργίας στην Εκκλησία της Παρθένου Μαρίας του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Έγραψε και παρέδωσε εκ των προτέρων την ομιλία του, η οποία δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. Στον άμβωνα, την ημέρα της θανάτωσής του, άρχισε με μία προσευχή και μία προτροπή υπακοής στον Βασιλιά και τη Βασίλισσα, αλλά έκλεισε το κήρυγμά του τελείως απροσδόκητα, παρεκκλίνοντας από το κείμενο που είχε ετοιμάσει. Αποκήρυξε όλες τις ανακλήσεις που είχε γράψει ή υπογράψει με το ίδιο του το χέρι ύστερα από την καθαίρεσή του. Ως εκ τούτου, δήλωσε, ότι το χέρι του θα πρέπει να τιμωρηθεί με το να καεί πρώτο. Στη συνέχεια είπε: και όσο για τον πάπα, τον αρνούμαι, ως εχθρό του Χριστού, και Αντίχριστο με όλα τα ψεύτικα δόγματα του.[142][143] Σύρθηκε βίαια από τον άμβωνα και μεταφέρθηκε στον ίδιο χώρο όπου οι Λάτιμερ και Ρίντλεϋ είχαν καεί ζωντανοί, πριν έξι μήνες. Καθώς οι φλόγες τον τύλιγαν, κράτησε την υπόσχεση του τοποθετώντας το δεξί του χέρι στην καρδιά της φωτιάς λέγοντας: αυτό το ανάξιο χέρι. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: Κύριε Ιησού, παράλαβε το πνεύμα μου ... Βλέπω τους ουρανούς ν' ανοίγουν και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού.[144][145][λ]
Η κυβέρνηση της Μαρίας Α΄ εξέδωσε ένα φυλλάδιο με όλες τις έξι ανακλήσεις του Κράνμερ, καθώς και με το κείμενο της ομιλίας που αυτός είχε ετοιμάσει να κάνει στην Εκκλησία του Πανεπιστημίου. Η επακόλουθη απόρριψη των ανακλήσεών του δεν αναφέρθηκε. Ωστόσο, έγινε σύντομα γνωστό αυτό που πραγματικά συνέβη, υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα της προπαγάνδας της Μαρίας. Παράλληλα, η Προτεσταντική πλευρά είχε δυσκολία να κάνει χρήση του γεγονότος, δεδομένων των ανακλήσεων του Κράνμερ. Η προπαγάνδα της Προτεσταντικής διασποράς επικεντρώθηκε στη δημοσίευση διαφόρων δειγμάτων των κειμένων του. Τελικά, ο Τζον Φοξ έβαλε την ιστορία του Κράνμερ σε αποτελεσματική χρήση το 1559, τοποθετώντας την σε περίοπτη θέση του βιβλίου του Πράξεις και Μνημεία (Acts and Monuments), που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1563.[146]
Η οικογένεια του Κράνμερ είχε ήδη εξοριστεί στην ηπειρωτική Ευρώπη από το 1539. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς επέστρεψαν στην Αγγλία. Ο Κράνμερ, όμως, δημόσια αναγνώρισε την ύπαρξή τους λίγο μετά την ανάρρηση του Εδουάρδου ΣΤ΄, το 1547. Δεν γνωρίζουμε πολλά σχετικά με τα πρώτα χρόνια των παιδιών του. Η κόρη του Μάργκαρετ πιθανώς γεννήθηκε στα 1530 και ο υιός του, Τόμας, γεννήθηκε αργότερα, πιθανώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εδουάρδου. Κατά τον χρόνο της ανάρρησης της Μαρίας στον αγγλικό θρόνο, η σύζυγος του Κράνμερ, Μαργκαρέτε, απέδρασε στη Γερμανία, ενώ ο γιος του δόθηκε στον αδερφό του, Έντμουντ Κράνμερ, ο οποίος τον πήγε στην ηπειρωτική Ευρώπη. Η Μαργκαρέτε Κράνμερ τελικά παντρεύτηκε τον αγαπημένο εκδότη του Κράνμερ, Έντουαρντ Ουίττσερτς. Το ζεύγος επέστρεψε στην Αγγλία μετά τη βασιλεία της Μαρίας Α΄ και εγκαταστάθηκε στο Σάρρεϋ. Ο Ουίττσερτς επίσης κανόνισε για τον γάμο της Μάργκαρετ με τον Τόμας Νόρτον. Ο Ουίττσερτς πέθανε το 1562 και η Μαργκαρέτε παντρεύτηκε για τρίτη φορά τον Μπαρθόλομιου Σκοτ. Εκείνη πέθανε στη δεκαετία του 1570. Τα δύο παιδιά του Κράνμερ πέθαναν άτεκνα και ο οίκος του εξέλιπε.[147][148]
Όταν η Ελισάβετ Α΄ ανέβηκε στον θρόνο, αποκατέστησε την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Αγγλίας από τη Ρώμη με την υπογραφή του Ελισαβετιανού Θρησκευτικού Διακανονισμού. Η εκκλησία την οποία επανίδρυσε αντιπροσώπευε, στην ουσία, μια δεδομένη στιγμή της Εδουαρδιανής Εκκλησίας του Σεπτεμβρίου του 1552. Ως εκ τούτου, το Ελισαβετιανό Βιβλίο της Προσευχής ήταν κατά βάση η έκδοση του Βιβλίου της Κοινής Προσευχής του Κράνμερ, του 1552, χωρίς τη Μαύρη επεξήγηση (Black Rubric). Στη Σύνοδο του 1563 τα Σαράντα δύο Άρθρα, που ποτέ δεν είχαν υιοθετηθεί από την Εκκλησία της Αγγλίας, τροποποιήθηκαν στο περιεχόμενο της ευχαριστιακού δόγματος και σχημάτισαν τα Τριάντα εννέα Άρθρα. Οι περισσότεροι από τους εξόριστους επέστρεψαν στην Αγγλία και συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στην Εκκλησία. Για ορισμένους, όπως ο Έντμουντ Γκρίνταλ, ο οποίος ήταν αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερυ στη διάρκεια της βασιλείας της Ελισάβετ Α΄, ο Κράνμερ υπήρξε ένα λαμπρό παράδειγμα του οποίου το έργο θα έπρεπε να υποστηριχθεί, διατηρηθεί και να επεκταθεί.[149]
Η μεγαλύτερη μέριμνα του Κράνμερ ήταν η διατήρηση της βασιλικής υπεροχής και η εξάπλωση της μεταρρυθμιστικής θεολογίας και πρακτικής. Οι μελετητές σημειώνουν ότι είναι αξιομνημόνευτος για τη συνεισφορά του στον τομέα της γλώσσας και της πολιτιστικής ταυτότητας.[150][151][μ] Ο πεζός λόγος του Κράνμερ συνετέλεσε τα μέγιστα στην εξέλιξη της αγγλικής γλώσσας, και το Βιβλίο της Κοινής Προσευχής είναι μία τεράστια συνεισφορά στην αγγλική λογοτεχνία, που επηρέασε πολλές ψυχές του αγγλόφωνου κόσμου και καθοδήγησε την αγγλικανική λατρεία για τετρακόσια χρόνια.[152]
Οι Ρωμαιοκαθολικοί βιογράφοι ορισμένες φορές απεικονίζουν τον Κράνμερ ως έναν αδίστακτο καιροσκόπο, έναν Νικοδημίτη,[153] καθώς και ως όργανο της βασιλικής τυραννίας. Από τη δική τους πλευρά, οι Προτεστάντες αγιογραφικοί βιογράφοι συχνά παραβλέπουν τις περιπτώσεις που ο Κράνμερ πρόδωσε τις δικές του αρχές.[154][155][ν] Ωστόσο και οι δύο πλευρές συμφωνούν στο να θεωρούν τον Κράνμερ ως ένα αφοσιωμένο λόγιο, η ζωή του οποίου προέβαλε τις δυνατότητες και αδυναμίες ενός πολύ ανθρώπινου και συχνά παρεξηγημένου μεταρρυθμιστή.[142] Η Αγγλικανική Κοινότητα τον τιμά ως ένα Μάρτυρα της Μεταρρύθμισης, στις 21 Μαρτίου, ανήμερα του θανάτου του.[156]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.