ομαδικό άθλημα From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό άθλημα που παίζεται ανάμεσα σε δύο ομάδες των 11 παικτών με μία σφαιρική μπάλα. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας διεξάγεται σε ένα ορθογώνιο γήπεδο με φυσικό ή τεχνητό χλοοτάπητα πράσινου χρώματος και ένα μεταλλικό πλαίσιο στο μέσο κάθε μιας από τις στενές πλευρές, γνωστό ως τέρμα, εστία ποδοσφαίρου ή γκολπόστ. Το τέρμα φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα. Σκοπός της κάθε ομάδας είναι να οδηγήσει την μπάλα στο αντίπαλο τέρμα, δηλαδή «να βάλει γκολ» (από την αγγλική λέξη goal που σημαίνει σκοπός) ή «να σημειώσει τέρμα» ή «να σκοράρει», όπως λέγεται στην ειδική ποδοσφαιρική γλώσσα. Οι παίκτες χειρίζονται την μπάλα κυρίως με τα πόδια, αλλά και με τον κορμό ή το κεφάλι. Η ομάδα που θα επιτύχει τα περισσότερα γκολ ως το τέλος του παιχνιδιού κερδίζει τον αγώνα, ενώ αν καμία ομάδα δεν σημειώσει γκολ (η γνωστή ως «λευκή ισοπαλία», 0-0) ή και οι δύο ομάδες καταλήξουν στο τέλος του παιχνιδιού με τον ίδιο αριθμό γκολ σε σκορ, τότε το παιχνίδι λήγει ισόπαλο.
Στόχος των παικτών είναι η επίτευξη τέρματος | |
Ύψιστη διοικητική αρχή | FIFA |
---|---|
Άλλο όνομα | «Ο βασιλιάς των σπορ»[1] |
Πρώτο παιχνίδι | Μέσα του 19ου αιώνα στην Αγγλία |
Χαρακτηριστικά | |
Επαφή | Ναι |
Μέλη ομάδας | 11 κάθε ομάδα |
Μικτών φύλων | Ναι, διαφορετικές διοργανώσεις |
Κατηγοριοποίηση | Ομαδικά αθλήματα, Αθλήματα με μπάλα |
Εξοπλισμός | Μπάλα ποδοσφαίρου |
Χώρος διεξαγωγής | Γήπεδο ποδοσφαίρου |
Παρουσία | |
Χώρα ή περιοχή | Παγκόσμια |
Ολυμπιακό άθλημα | Ναι, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες 1936 |
Παραολυμπιακό άθλημα | Ναι, Ποδόσφαιρο 5x5 από το 2004 και Ποδόσφαιρο 7x7 από το 1984 |
Το ποδόσφαιρο είναι σήμερα το πιο δημοφιλές παιχνίδι και άθλημα στον κόσμο. Στις αρχές του 21ου αιώνα ασχολούνταν με αυτό περισσότεροι από 250 εκατομμύρια αθλητές σε περισσότερα από 200 κράτη.[2] Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι παίζεται σε διάφορα επίπεδα, από φιλικό, με λιγότερους ή περισσότερους από έντεκα παίκτες, παιδιά ή ενήλικες, σε ένα οποιουδήποτε μεγέθους γήπεδο, με δύο τυχαία αντικείμενα για τη σήμανση του τέρματος, έως επαγγελματικό, με επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, αυστηρή τήρηση των κανονισμών και περισσότερους από 100.000 ενθουσιώδεις θεατές να παρακολουθούν σε ειδική ποδοσφαιρική αρένα υψηλών τεχνικών προδιαγραφών. Ανώτατη οργανωτική αρχή του ποδοσφαίρου είναι η FIFA (FIFA - Fédération Internationale de Football Association), η οποία διεξάγει την κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση, το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου ή όπως συχνά αποκαλείται ισπανόγλωσσα «Μουντιάλ» (Mundial[3]) κάθε τέσσερα χρόνια.[4]
Το όνομα του αθλήματος στα ελληνικά είναι σύνθετη λέξη και προέρχεται από τις λέξεις πόδι και σφαίρα, κατά αναλογία του αγγλικού football.[5] Στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε ο όρος association football για να γίνεται διάκριση από άλλες μορφές ποδοσφαίρου που διεξάγονταν την εποχή εκείνη και ειδικότερα από το ράγκμπι (rugby football).[6] Επίσης, στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται ο όρος soccer που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1880 στην Αγγλία από τη σύντμηση των λέξεων social ceremony («κοινωνική τελετή»).[7] Άλλες πηγές αναφέρουν ότι η λέξη soccer προήλθε από συντομογραφία της λέξης association με την προσθήκη της κατάληξης -er, που σχημάτισε αρχικά το assoccer και αργότερα το soccer.[8] Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος football χρησιμοποιείται αντί του όρου association football στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην ηπειρωτική Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική, και ο όρος soccer στον Καναδά και στις ΗΠΑ, καθώς και στην Ιαπωνία.[8] Σε άλλες αγγλόφωνες χώρες, όπως η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι,[8][9] ενώ υπάρχουν και τοπικά ονόματα για το άθλημα.
Επειδή οι κανόνες του ποδοσφαίρου διατυπώθηκαν αρχικά στην Αγγλία από τις τέσσερις βρετανικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο, οι τυποποιημένες διαστάσεις του ποδοσφαιρικού γηπέδου μετρήθηκαν σε βρετανικές μονάδες μέτρησης. Στη σύγχρονη εποχή, οι Κανόνες του Παιχνιδιού αναφέρουν τις κατά προσέγγιση ισοδύναμες διαστάσεις σε διεθνείς μονάδες μέτρησης. Η τάση χρήσης των παραδοσιακών μονάδων παραμένει σε αγγλόφωνες χώρες.[10]
Ο αγωνιστικός χώρος διεξαγωγής του ποδοσφαίρου είναι γήπεδο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου (βλ. διπλανή εικόνα), το οποίο χαράσσεται με λευκές γραμμές. Όλες οι γραμμές πρέπει να έχουν το ίδιο πλάτος, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 12 εκατοστά, και θεωρείται ότι αποτελεί χώρο της περιοχής την οποία ορίζει κάθε γραμμή. Οι δύο μακρύτερες πλευρές του παραλληλογράμμου ονομάζονται πλάγιες γραμμές και οι δύο στενότερες γραμμές τέρματος.[11] Για διεθνείς ποδοσφαιρικούς αγώνες ενηλίκων το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα και η γραμμή τέρματος από 64 μέχρι 75 μέτρα. Για εθνικούς και άλλους μικρότερους ποδοσφαιρικούς αγώνες η πλάγια γραμμή μπορεί να έχει μήκος 90 έως 120 μέτρα και η γραμμή τέρματος από 45 έως 90 μέτρα, με την προϋπόθεση ότι το μήκος της πλάγιας γραμμής είναι πάντα μεγαλύτερο από το μήκος της γραμμής τέρματος και ο αγωνιστικός χώρος δεν γίνεται τετράγωνο. Παρόλο που το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο ενέκρινε το 2008 τυποποιημένα μεγέθη (105 μέτρα για την πλάγια γραμμή και 68 μέτρα για τη γραμμή τέρματος) για διεθνείς αγώνες επιπέδου Α,[12][13] η απόφαση αυτή δεν εφαρμόστηκε ποτέ.[14]
Ο αγωνιστικός χώρος χωρίζεται σε δύο τμήματα με μία διχοτόμο γραμμή (γραμμή κέντρου), που περνά από το σημείο του κέντρου του γηπέδου και συναντά το μέσο κάθε πλάγιας γραμμής. Γύρω από το σημείο του κέντρου χαράσσεται κύκλος με ακτίνα 9,15 μέτρα.[11] Κάθετα προς τη γραμμή τέρματος χαράσσονται δύο γραμμές που αρχίζουν από απόσταση 5,50 μέτρων από το εσωτερικό κάθε κάθετου δοκαριού. Οι γραμμές αυτές εκτείνονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο σε απόσταση 5,50 μέτρων και ενώνονται με μία γραμμή παράλληλη με τη γραμμή τέρματος. Η περιοχή που καθορίζεται από τις γραμμές αυτές και τη γραμμή τέρματος αποτελεί την «περιοχή τέρματος» ή «μικρή περιοχή».[11]
Κάθετα προς τη γραμμή τέρματος χαράσσονται επίσης δύο γραμμές, που αρχίζουν από απόσταση 16,50 μέτρων από το εσωτερικό κάθε κάθετου δοκαριού. Οι γραμμές αυτές εκτείνονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε απόσταση 16,50 μέτρων και ενώνονται με μία γραμμή παράλληλη με τη γραμμή τέρματος. Η περιοχή που καθορίζεται από τις γραμμές αυτές και τη γραμμή τέρματος αποτελεί την «περιοχή πέναλτι» ή «μεγάλη περιοχή». Μέσα σε κάθε περιοχή πέναλτι αποτυπώνεται το σημείο του πέναλτι σε απόσταση 11 μέτρων από τη μέση της απόστασης μεταξύ των κάθετων δοκαριών και σε ίση απόσταση από αυτά. Έξω από την περιοχή πέναλτι χαράσσεται ένα τόξο κύκλου με ακτίνα 9,15 μέτρων από το κέντρο κάθε σημείου πέναλτι.[11]
Σε κάθε γωνία («κόρνερ») του αγωνιστικού χώρου τοποθετείται ένα κοντάρι ύψους το λιγότερο 1,5 μέτρο, χωρίς αιχμηρή κορυφή, με σημαία. Κοντάρια με σημαία επιτρέπεται να τοποθετηθούν επίσης σε κάθε άκρο της διχοτόμου γραμμής σε απόσταση το λιγότερο ένα μέτρο έξω από την πλάγια γραμμή. Στο εσωτερικό κάθε γωνίας του αγωνιστικού χώρου χαράσσεται ένα τεταρτημόριο κύκλου με ακτίνα ένα μέτρο από κάθε κοντάρι.[11]
Ένα ορθογώνιο τέρμα που σχηματίζεται από δύο κατακόρυφα και ένα οριζόντιο δοκάρι είναι τοποθετημένο στο μέσο κάθε γραμμής τέρματος και ορίζει την εστία της ομάδας.[11] Οι κάθετες και η οριζόντια δοκός πρέπει να είναι κατασκευασμένες από ξύλο, μέταλλο ή άλλο εγκεκριμένο υλικό, να έχουν διατομή τετράγωνη, ορθογώνια, κυκλική ή ελλειπτική, χωρίς να είναι επικίνδυνες για τους παίκτες,[11] και να έχουν λευκό χρώμα.[11] Τα δύο κάθετα δοκάρια βρίσκονται σε ίση απόσταση από κάθε κοντάρι με σημαία του κόρνερ. Η απόσταση μεταξύ των κάθετων δοκαριών είναι 7,32 μέτρα και η απόσταση από το χαμηλότερο άκρο του οριζόντιου δοκαριού μέχρι το έδαφος είναι 2,44 μέτρα. Τα δύο κάθετα δοκάρια και το οριζόντιο δοκάρι έχουν το ίδιο πλάτος και πάχος μεταξύ τους, όχι μεγαλύτερο από 12 εκατοστά, και το ίδιο πλάτος με τις γραμμές τέρματος. Στο τέρμα και στο έδαφος πίσω από το τέρμα επιτρέπεται να αναρτηθούν δίχτυα που συγκρατούν την μπάλα όταν περάσει το τέρμα (αν και δεν είναι απαραίτητα σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού), με την προϋπόθεση ότι είναι καλά στερεωμένα και δεν εμποδίζουν τους παίκτες. Τα τέρματα πρέπει να είναι αγκυρωμένα με ασφάλεια στο έδαφος. Επιτρέπεται η χρήση μεταφερόμενων τερμάτων, εφόσον πληρούν αυτή την προϋπόθεση.[11]
Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι βασίζεται σε ένα σύνολο κανόνων, που είναι γνωστοί ως Κανόνες του Παιχνιδιού, και παίζεται με τη χρήση μιας φουσκωμένης ελαστικής σφαίρας, της μπάλας ποδοσφαίρου. Με στρίψιμο κέρματος από πριν την έναρξη του αγώνα αποφασίζεται σε ποια πλευρά του γηπέδου θα εγκαταστήσει την εστία της κάθε ομάδα και ποια θα εκτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, κάθε ομάδα προσπαθεί να οδηγήσει την μπάλα στην εστία της αντίπαλης, που ορίζεται από το «τέρμα» σε καθεμιά από τις στενές πλευρές του γηπέδου και φυλάσσεται από συγκεκριμένο παίκτη, τον τερματοφύλακα. Εφόσον ολόκληρη η μπάλα περάσει πίσω από τη γραμμή, ανάμεσα από τα δύο κατακόρυφα και το οριζόντιο δοκάρι του αντίπαλου τέρματος, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί κάποια παράβαση από την επιτιθέμενη ομάδα, τότε η ομάδα αυτή θεωρείται ότι σημείωσε «γκολ» ή «τέρμα».[13][15] Αν από λάθος κατά τη διαδικασία απόκρουσης παίκτης της αμυνόμενης ομάδας στείλει ο ίδιος την μπάλα στο τέρμα, τότε θεωρείται και πάλι ότι σημειώθηκε γκολ υπέρ της επιτιθέμενης ομάδας («αυτογκόλ»). Η ομάδα που έχει πετύχει τα περισσότερα τέρματα στο τέλος του παιχνιδιού είναι η νικήτρια. Σε περίπτωση ίσου αριθμού γκολ, το παιχνίδι λήγει ισόπαλο ή οδηγείται στην παράταση ή/και στα πέναλτι, ανάλογα με τη διαδικασία που προβλέπεται στη διοργάνωση. Στα περισσότερα επαγγελματικά παιχνίδια σημειώνονται μόνο μερικά γκολ. Στην αγγλική Πρέμιερ Λιγκ, για παράδειγμα, την περίοδο 2022-23 ο μέσος όρος γκολ ανά αγώνα ήταν 2,85.[16]
Οι επιτιθέμενοι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες για γκολ μέσω επιδέξιων ατομικών ελιγμών αποφυγής του αντιπάλου (ντρίμπλα), μεταβίβασης της μπάλας σε συμπαίκτη (πάσα) και βολής προς το τέρμα (σουτ). Οι αμυνόμενοι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να ανακτήσουν τον έλεγχο της μπάλας, είτε ανακόπτοντας μια πάσα, είτε διεκδικώντας την μπάλα από τον αντίπαλο ποδοσφαιριστή (τάκλιν). Η φυσική επαφή μεταξύ των αντιπάλων είναι περιορισμένη. Θεμελιώδης κανόνας του ποδοσφαίρου είναι ότι κανένας παίκτης, εκτός από τον τερματοφύλακα, δεν μπορεί να χειριστεί σκόπιμα την μπάλα με τα άνω άκρα του, από τον ώμο ως την άκρη των δακτύλων, κατά τη διάρκεια του αγώνα μέσα στον αγωνιστικό χώρο.[17] Ο τερματοφύλακας επιτρέπεται να χειριστεί την μπάλα με τα χέρια του εφόσον βρίσκεται μέσα στη μεγάλη περιοχή μπροστά από τη δική του εστία. Οι άλλοι παίκτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους μόνο για την επαναφορά της μπάλας στον αγωνιστικό χώρο (εκτέλεση «πλάγιου άουτ»). Παρά το γεγονός ότι οι παίκτες χρησιμοποιούν συνήθως τα πόδια τους για να κυκλοφορήσουν την μπάλα στο αγωνιστικό χώρο, χρησιμοποιούν περιστασιακά και το κεφάλι («κεφαλιά» με το μέτωπο), το στήθος ή άλλο μέλος του σώματος.[18] Όλοι οι ποδοσφαιριστές είναι ελεύθεροι να κινούνται σε ολόκληρο τον αγωνιστικό χώρο και να παίζουν την μπάλα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, αρκεί ένας επιτιθέμενος παίκτης να μην βρίσκεται κοντά στο αντίπαλο τέρμα όταν λάβει την μπάλα έχοντας μόνο τον αμυνόμενο τερματοφύλακα μεταξύ του ιδίου και του τέρματος («θέση οφσάιντ»).[19] Το παιχνίδι έχει γενικά ελεύθερη ροή, που σταματά μόνο όταν η μπάλα περάσει έξω από τον αγωνιστικό χώρο ή όταν διακοπεί από τον διαιτητή λόγω παράβασης των κανόνων. Μετά από διακοπή, το παιχνίδι ξαναρχίζει με ένα συγκεκριμένο τρόπο επανεκκίνησης.[20]
Αν και οι Κανόνες Παιχνιδιού δεν καθορίζουν τις θέσεις των ποδοσφαιριστών στο γήπεδο εκτός από τη θέση του τερματοφύλακα,[21] οι ποδοσφαιριστές συνήθως κατατάσσονται σε τρεις κύριες κατηγορίες, ανάλογα με τις συγκεκριμένες θέσεις στις οποίες συνήθως αγωνίζονται: επιθετικοί (με κύριο στόχο την επίτευξη γκολ), αμυντικοί (που ειδικεύονται στην αποτροπή τερμάτων από τους αντιπάλους) και στους μέσους, με κύριο καθήκον να διατηρήσουν την κατοχή της μπάλας, να παίρνουν την μπάλα από τους αμυντικούς και να την προωθούν στους επιθετικούς της ομάδας τους. Οι θέσεις αυτές εξειδικεύονται περαιτέρω ανάλογα με το σημείο στο οποίο είναι τοποθετημένος κάθε ποδοσφαιριστής. Για παράδειγμα, υπάρχουν κεντρικοί αμυντικοί και αριστερός ή δεξιός ακραίος μέσος. Οι δέκα ποδοσφαιριστές στις θέσεις αυτές μπορούν να διατάσσονται σε οποιοδήποτε συνδυασμό. Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών σε κάθε θέση καθορίζει τη στρατηγική κάθε ομάδας. Περισσότεροι επιθετικοί και λιγότεροι αμυντικοί δημιουργούν ένα πιο επιθετικό παιχνίδι, ενώ το αντίθετο δημιουργεί ένα πιο αμυντικό στιλ παιχνιδιού. Η διάταξη των ποδοσφαιριστών μιας ομάδας είναι γνωστή σαν σύστημα ποδοσφαίρου και είναι συνήθως ευθύνη του προπονητή της ομάδας.[22] Σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής σε ρόλο αρχηγού, με μόνες ιδιαίτερες αρμοδιότητές του, σύμφωνα με τους Κανόνες του Παιχνιδιού, τη συμμετοχή στην κλήρωση πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα ή το πέναλτι και κάποιο βαθμό ευθύνης για τη συμπεριφορά της ομάδας του μέσα στο γήπεδο.[23][24]
Είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ότι σε πολλές χώρες υπήρξαν παιχνίδια όπου οι παίκτες κλοτσούν μία μπάλα, όπως ο επίσκυρος στην Αρχαία Ελλάδα[25], το «woggabaliri» στην Αυστραλία, το «harpastum» στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το «cuju» στην Κίνα. Οι σύγχρονοι κανόνες του ποδοσφαίρου βασίζονται στις προσπάθειες που έγιναν στα μέσα του 19ου αιώνα για τυποποίηση των ποικίλων μορφών του ποδοσφαίρου που παιζόταν στα δημόσια σχολεία της Αγγλίας. Η ιστορία του ποδοσφαίρου στην Αγγλία χρονολογείται τουλάχιστον από τον όγδοο αιώνα.[26]
Οι Κανόνες του Κέιμπριτζ, που καταρτίστηκαν για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ το 1848, είχαν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη των επόμενων κανόνων του ποδοσφαίρου. Οι Κανόνες του Κέιμπριτζ γράφτηκαν στο Trinity College του Κέμπριτζ σε μια συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα σχολεία Ίτον (Eaton College), Χάροου (Harrow School), Ράγκμπι (Rugby School),[7] Γουίντσεστερ (Winchester College) και Σριούσμπερι (Shrewsbury School). Δεν είχαν καθιερωθεί καθολικά, όπου δηλαδή παιζόταν το ποδόσφαιρο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1850, πολλές ομάδες που δεν συνδέονταν με σχολεία ή πανεπιστήμιο δημιουργήθηκαν σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο, για να παίζουν διάφορες μορφές του ποδοσφαίρου. Μερικές ομάδες δημιούργησαν τους δικούς τους ξεχωριστούς κανόνες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Σέφιλντ,[7] που δημιουργήθηκε από πρώην μαθητές του δημόσιου σχολείου το 1857,[27] και που οδήγησε στη δημιουργία της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας του Σέφιλντ (Sheffield Football Association) το 1867[28] και των Κανόνων του Σέφιλντ.[29] Το 1862, ο Τζον Τσαρλς Θρινκ (John Charles Thring), εκπαιδευτικός του σχολείου Άπιγχαμ, επινόησε επίσης ένα σύνολο κανόνων, οι οποίοι αποκαλούνταν «The Simplest Game» ή «The Uppingham Rules».[30]
Οι συνεχιζόμενες αυτές προσπάθειες συνέβαλαν στη δημιουργία της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας της Αγγλίας (The Football Association - The FA) το 1863, η οποία συνεδρίασε για πρώτη φορά το πρωί της 26ης Οκτωβρίου του 1863 στην Ταβέρνα Freemasons (Freemasons' Tavern) στην Great Queen Street του Λονδίνου.[7][31] Στη συνάντηση συμμετείχαν αντιπρόσωποι 12 ομάδων και σχολείων του Λονδίνου: Μπαρνές ΡΦΚ (Barnes Rugby Football Club), Σίβιλ Σερβάις ΦΚ (Civil Service F.C.), Κρουσέιντερς ΦΚ (Crusaders F.C.), Φόρεστ οφ Λειτονστόουν (Forest of Leytonstone), Νόου Νέιμ Κλαπ (N.N. Club), Κρίσταλ Πάλας ΦΚ (1861) (Crystal Palace F.C. (1861)), Μπλάκχεθ ΦΚ (Blackheath F.C.), Κένσιγκτον Σκουλ (Kensington School), Πέρσεβαλ Χάους (Perceval House), Σούρμπιτον ΦΚ (Surbiton F.C.), Μπλάκχεθ Προπιέταρι Σκουλ (Blackheath Proprietary School) και Σαρτερχάους Σκουλ (Charterhouse School).[7][31][32] Η συνάντηση στην ταβέρνα ήταν η απαρχή για πέντε ακόμα συναντήσεις μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου, στο τέλος των οποίων παρήχθη το πρώτο ολοκληρωμένο σύνολο κανόνων. Στην τελευταία συνάντηση, ο πρώτος ταμίας της FA, ο εκπρόσωπος της ομάδας ράγκμπι Blackheath F.C., Φράνσις Μάουλε Κάμπελ (Francis Maule Campbell), απέσυρε την ομάδα του από την FA εξαιτίας της απόρριψης δύο προτάσεων. Η πρώτη επέτρεπε το τρέξιμο με την μπάλα στο χέρι και η δεύτερη επέτρεπε την παρεμπόδιση της ενέργειας αυτής με λάκτισμα στις κνήμες του αντιπάλου, τρικλοποδιά ή συγκράτηση με τα χέρια. Άλλες ποδοσφαιρικές ομάδες ράγκμπι ακολούθησαν και δεν εντάχθηκαν στην FA ή αποχώρησαν στη συνέχεια, δημιουργώντας το 1871 την Ένωση Ράγκμπι (Rugby Football Union). Τα υπόλοιπα έντεκα σωματεία, κάτω από την εποπτεία του Εμπενίζερ Κομπ Μόρλεϊ (Ebenezer Cobb Morley), ιδρυτή της Μπαρνές ΡΦΚ, επικύρωσαν τους αρχικούς δεκατρείς κανόνες του παιχνιδιού.[31] Οι κανόνες αυτοί περιλάμβαναν τον χειρισμό της μπάλας με «απόκρουση» και την απουσία οριζόντιου δοκαριού και έμοιαζαν εκπληκτικά με τους κανόνες του βικτωριανού ποδοσφαίρου που αναπτύσσονταν την ίδια περίοδο στην Αυστραλία. Η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία του Σέφιλντ διατηρούσε τους δικούς της κανόνες μέχρι τη δεκαετία του 1870 και η FA υιοθέτησε ορισμένους από τους κανόνες αυτές, μέχρι που υπήρχε μόνο μικρή διαφορά στα παιχνίδια.[33]
Οι Κανόνες Παιχνιδιού σήμερα καθορίζονται από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο (IFAB).[34] Το συμβούλιο συγκροτήθηκε το 1886[35] μετά από συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Μάντσεστερ μεταξύ της FA, της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Σκωτίας, της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Ουαλίας και της Ιρλανδικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Η παλαιότερη ποδοσφαιρική διοργάνωση στον κόσμο είναι το Κύπελλο Αγγλίας, το οποίο δημιουργήθηκε από τον ποδοσφαιριστή της Γουόντερερς ΦΚ και γραμματέας της FA, Τσαρλς Ουίλιαμ Άλσοκ (Charles William Alcock) και στο οποίο διαγωνίζονται οι αγγλικές ομάδες από το 1872. Ο πρώτος διεθνής ποδοσφαιρικός αγώνας έλαβε χώρα το 1872 μεταξύ της Εθνικής Σκωτίας και της Εθνικής Αγγλίας στη Γλασκώβη και πάλι με πρωτοβουλία του Τσαρλς Ουίλιαμ Άλσοκ. Στην Αγγλία επίσης δημιουργήθηκε το πρώτο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στον κόσμο, το οποίο ιδρύθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1888 από το διευθυντή της Άστον Βίλα Ουίλιαμ ΜακΓκρέγκορ.[36] Η αρχική μορφή του πρωταθλήματος περιλάμβανε 12 σωματεία από την κεντρική και βόρεια Αγγλία. Η FIFA, ο διεθνώς αναγνωρισμένος οργανισμός που διοικεί το ποδόσφαιρο, ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1904, οπότε και δηλώθηκε ότι θα τηρηθούν οι Κανόνες του Παιχνιδιού της FA.[37] Η αυξανόμενη δημοτικότητα του διεθνούς παιχνιδιού οδήγησε στην αποδοχή εκπροσώπων της FIFA στο Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο το 1913. Το συμβούλιο σήμερα αποτελείται από τέσσερις εκπροσώπους της FIFA και από ένα εκπρόσωπο από κάθε μία από τις τέσσερις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες του Ηνωμένου Βασιλείου.[34] Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι το μόνο κράτος που διατηρεί τέσσερις ομοσπονδίες και αντίστοιχες εθνικές ομάδες (Εθνική Αγγλίας, Εθνική Σκωτίας, Εθνική Ουαλίας και Εθνική Βορείου Ιρλανδίας) τιμής ένεκεν, για την προσφορά του στο άθλημα.[38]
Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο έχει καθορίσει 17 κανόνες, που είναι γνωστοί ως Κανόνες του Παιχνιδιού και δημοσιεύονται από τη FIFA.[39] Κάθε κανόνας περιγράφει προδιαγραφές ή ορίζει κατευθυντήριες γραμμές. Οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα αγώνων, αν και επιτρέπονται ορισμένες τροποποιήσεις για ομάδες παίδων, παλαιμάχων, γυναικών και ατόμων με αναπηρία. Οι κανόνες είναι συχνά διατυπωμένοι με γενικό τρόπο, επιτρέποντας έτσι την ευελιξία στην εφαρμογή τους ανάλογα με τη φύση του παιχνιδιού. Εκτός από τους 17 κανόνες, πολλές ακόμα από τις αποφάσεις και οδηγίες του Διεθνούς Ποδοσφαιρικού Συμβουλίου συμβάλλουν στη ρύθμιση του αθλήματος.
Σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού, η μπάλα πρέπει να έχει σφαιρικό σχήμα, να είναι κατασκευασμένη από δέρμα ή άλλο κατάλληλο υλικό και να έχει περιφέρεια το πολύ 70 εκατοστά και το λιγότερο 28 εκατοστά. Το βάρος της πρέπει να μην ξεπερνά τα 450 γραμμάρια και να μην είναι λιγότερο από 410 γραμμάρια κατά την έναρξη του αγώνα. Επιπρόσθετα, η πίεση στο εσωτερικό της μπάλας στο επίπεδο της θάλασσας πρέπει να είναι 0,6 με 1,1 ατμόσφαιρες.[40][41]
Αν κατά τη διάρκεια του αγώνα η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική, ο αγώνας διακόπτεται και ξαναρχίζει με τη νέα μπάλα να τοποθετείται στο σημείο που η αρχική μπάλα κατέστη ελαττωματική, εκτός αν το παιχνίδι διακόπηκε μέσα στην περιοχή τέρματος, περίπτωση κατά την οποία ο διαιτητής αφήνει τη νέα μπάλα να πέσει στη γραμμή της περιοχής του τέρματος που είναι παράλληλη με τη γραμμή τέρματος στο πλησιέστερο σημείο όπου βρισκόταν η αρχική μπάλα όταν διακόπηκε το παιχνίδι («ελεύθερο του διαιτητή»).[40][41]
Εάν η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική κατά τη διάρκεια ενός λακτίσματος πέναλτι ή ενός λακτίσματος από το σημείο πέναλτι καθώς κινείται εμπρός και πριν ακουμπήσει κάποιον παίκτη ή το δοκάρι ή το τέρμα, το λάκτισμα επαναλαμβάνεται. Αν η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική σε διακοπή του αγώνα, σε εναρκτήριο λάκτισμα, από τέρματος λάκτισμα, γωνιακό λάκτισμα (κόρνερ), ελεύθερο λάκτισμα, λάκτισμα πέναλτι ή επαναφορά της μπάλας από τα πλάγια, ο αγώνας ξαναρχίζει ανάλογα με την περίπτωση.[40][41]
Δεν επιτρέπεται η αλλαγή της μπάλας κατά τη διάρκεια του αγώνα χωρίς την έγκριση του διαιτητή.[40][41]
Κάθε ομάδα αγωνίζεται κατ' ανώτατο όριο με έντεκα ποδοσφαιριστές, ένας από τους οποίους πρέπει να αγωνίζεται στη θέση του τερματοφύλακα. Οι ομάδες διαθέτουν επίσης αναπληρωματικούς παίκτες για να αντικαταστήσουν παίκτες που αγωνίζονται, όταν παραστεί ανάγκη κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο μέγιστος αριθμός αλλαγών που επιτρέπονται στα περισσότερα διεθνή και τοπικά πρωταθλήματα είναι τρεις για κάθε ομάδα. Σε άλλες διοργανώσεις ή σε φιλικά παιχνίδια ο αριθμός αυτός μπορεί να διαφέρει. Συνήθεις λόγοι για αλλαγή ενός ποδοσφαιριστή είναι ο τραυματισμός, η κούραση, η αναποτελεσματικότητα, η αλλαγή στην τακτική της ομάδας ή, όταν το αποτέλεσμα είναι ευνοϊκό για την ομάδα προς το τέλος του παιχνιδιού, η επιθυμία να κερδηθεί χρόνος ή να δοθεί η ευκαιρία σε αναπληρωματικούς παίκτες να αγωνιστούν. Στα παιχνίδια ενηλίκων, ο ποδοσφαιριστής που έχει αντικατασταθεί συνήθως δεν μπορεί να λάβει περαιτέρω μέρος στο παιχνίδι.[42] Ωστόσο, στους αναθεωρημένους από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο κανόνες προβλέπεται η επαναφορά παικτών (return substitute), που έχουν παίξει στο παιχνίδι πριν αντικατασταθούν, σε διοργανώσεις βετεράνων, νέων, παίδων και ατόμων με αναπηρία.[43] Οι κανόνες της διοργάνωσης μπορεί να καθορίζουν ελάχιστο αριθμό ποδοσφαιριστών που μπορεί να θεωρηθούν ομάδα, συνήθως επτά. Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο συνιστά ότι ένας αγώνας δεν θα πρέπει να συνεχιστεί, εάν υπάρχουν λιγότεροι από επτά παίκτες σε τουλάχιστον μία από τις δύο ομάδες. Η απόφαση για τους βαθμούς σε παιχνίδια που έχουν διακοπεί για τον πιο πάνω λόγο επαφίεται στις αρμόδιες ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες.[21]
Οι Κανόνες του Παιχνιδιού καθορίζουν τον βασικό εξοπλισμό που πρέπει να φέρει κάθε ποδοσφαιριστής (Κανόνας 4: Ο Εξοπλισμός του ποδοσφαιριστή) και περιλαμβάνει πέντε αντικείμενα: φανέλα ή κοντομάνικη φανέλα, παντελονάκι, κάλτσες, υποδήματα και επικαλαμίδες.[11][44] Οι τερματοφύλακες επιτρέπεται να φοράνε μακριές φόρμες αντί για κοντά παντελονάκια.[45] Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές φοράνε ποδοσφαιρικά παπούτσια με καρφιά [46] αν και οι Κανόνες του Παιχνιδιού δεν τα απαιτούν.[47] Οι φανέλες πρέπει να έχουν μανίκια (είτε κοντά είτε μακριά) και ο κάθε τερματοφύλακας πρέπει να φέρει χρώματα τα οποία θα τον ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους παίκτες, τον διαιτητή και τους βοηθούς διαιτητές. Κάτω από το παντελονάκι επιτρέπεται να φορεθούν εφαρμοστά εσώρουχα («κολάν»), εφόσον έχουν το ίδιο χρώμα με το παντελονάκι και δεν είναι μακρύτερα από το γόνατο. Οι επικαλαμίδες πρέπει να καλύπτονται πλήρως από τις κάλτσες, να είναι κατασκευασμένες από καουτσούκ, πλαστικό ή παρόμοιο υλικό και «να παρέχουν ικανοποιητικό βαθμό προστασίας».[44] Τέλος, οι Κανόνες του Παιχνιδιού απαγορεύουν τη χρήση εξοπλισμού που είναι επικίνδυνος για αυτόν που τον χρησιμοποιεί ή κάποιον άλλο ποδοσφαιριστή.[11][47]
Ο ποδοσφαιρικός αγώνας ελέγχεται από έναν διαιτητή με πλήρη εξουσία να επιβάλει τους Κανόνες του Παιχνιδιού στο παιχνίδι στο οποίο έχει οριστεί (Κανόνας 5) και του οποίου οι αποφάσεις είναι τελεσίδικες. Κινείται σε όλο τον αγωνιστικό χώρο και ενεργεί χρησιμοποιώντας σφυρίχτρα και κάνοντας σήματα με τα χέρια του. Ο διαιτητής δέχεται βοήθεια από δύο βοηθούς διαιτητές, οι οποίοι κινούνται κατά μήκος των πλάγιων γραμμών και υποδεικνύουν παραβάσεις με μια σημαία. Σε παιχνίδια υψηλού επιπέδου υπάρχει και τέταρτος διαιτητής, ο οποίος βοηθά τον πρώτο διαιτητή και μπορεί να τον αντικαταστήσει σε περίπτωση ανάγκης.[48] Σε διεθνείς αγώνες και σε αρκετές εθνικές επαγγελματικές διοργανώσεις υπάρχουν και 2 βοηθοί διαιτητές δίπλα στο κάθε τέρμα, καθώς και διαιτητές που έχουν τη δυνατότητα να δουν φάσεις σε βίντεο. Όλοι οι διαιτητές επικοινωνούν με τον πρώτο διαιτητή μέσω ασύρματης επικοινωνίας και μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του, ωστόσο όλες οι αποφάσεις είναι στην κρίση του πρώτου διαιτητή.[49]
Ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου αποτελείται από δύο περιόδους των 45 λεπτών έκαστη, γνωστές ως ημίχρονα. Ο χρόνος κάθε ημιχρόνου τρέχει συνεχώς, χωρίς να σταματάει όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού. Μεταξύ των δύο ημιχρόνων υπάρχει ένα διάλειμμα, το οποίο έχει διάρκεια 15 λεπτά.[50] Ο διαιτητής είναι ο επίσημος χρονομέτρης του αγώνα και μπορεί να προσθέσει περαιτέρω χρόνο (μερικά λεπτά) σε κάθε ημίχρονο εξαιτίας του χρόνου που χάνεται για τις αλλαγές των ποδοσφαιριστών, τους τραυματισμούς που χρήζουν προσοχής ή για άλλες διακοπές του παιχνιδιού. Ο χρόνος που προστίθεται από τον διαιτητή συνήθως αναφέρεται ως «χρόνος καθυστερήσεων» ή «καθυστερήσεις του αγώνα». Η διάρκεια του χρόνου αυτού είναι στη διακριτική ευχέρεια του διαιτητή. Μόνο ο διαιτητής σηματοδοτεί το τέλος του αγώνα. Εάν στον αγώνα έχει οριστεί και τέταρτος διαιτητής, προς το τέλος κάθε ημιχρόνου ο διαιτητής κάνει σύνθημα στον τέταρτο διαιτητή για το πόσα λεπτά καθυστερήσεων προτίθεται να προσθέσει. Έπειτα, ο τέταρτος διαιτητής ενημερώνει τους ποδοσφαιριστές και τους θεατές, κρατώντας μια πινακίδα που δείχνει τον αριθμό των λεπτών των καθυστερήσεων. Ο αριθμός αυτός μπορεί να παραταθεί από τον διαιτητή.[13][50] Ο χρόνος των καθυστερήσεων εισήχθη εξαιτίας ενός περιστατικού που συνέβη το 1891 κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μεταξύ της Στόουκ Σίτι και της Άστον Βίλα. Το σκορ του αγώνα ήταν 1-0 και υπολείπονταν δύο λεπτά για να συμπληρωθεί το ενενηντάλεπτο. Η Στόουκ κέρδισε πέναλτι. Ο τερματοφύλακας της Άστον Βίλα κλώτσησε την μπάλα εκτός γηπέδου και μέχρι να επαναφερθεί εντός γηπέδου, ο χρόνος των ενενήντα λεπτών είχε εξαντληθεί.[51] Ο κανονισμός καθορίζει ακόμη ότι σε περίπτωση που πρέπει να εκτελεστεί ή να επαναληφθεί ένα πέναλτι, η διάρκεια κάθε ημιχρόνου παρατείνεται μέχρι να εκτελεστεί το πέναλτι.[23]
Σε μερικές περιπτώσεις, όπου στο παιχνίδι πρέπει οπωσδήποτε να βγει κάποιος νικητής (π.χ. σε τελικό κυπέλλου ή νοκ-άουτ αγώνες), το παιχνίδι μπορεί να παραταθεί μετά το τέλος των 90 λεπτών (και των καθυστερήσεων), οπότε παίζεται επί πλέον χρόνος που ονομάζεται παράταση (σήμερα η παράταση διαρκεί μισή ώρα και χωρίζεται σε δύο δεκαπεντάλεπτα ημίχρονα, που και γι’ αυτά υπάρχει η δυνατότητα περαιτέρω ολιγόλεπτης επέκτασης). Αν και πάλι δεν προκύψει νικητής, το παιχνίδι οδηγείται στη διαδικασία των πέναλτι. Εκεί η κάθε ομάδα εκτελεί διαδοχικά πέναλτι.[23] Σε διοργανώσεις νοκ-άουτ όπου κάθε ομάδα διαγωνίζεται εντός και εκτός έδρας με την αντίπαλη ομάδα, το συνολικό σκορ των δύο αγώνων καθορίζει την πρόκριση. Όταν το συνολικό σκορ για κάθε ομάδα είναι ίσο, μπορεί να εφαρμοστεί ο κανόνας του εκτός έδρας γκολ για να καθοριστεί ο νικητής. Στην περίπτωση αυτή νικήτρια είναι η ομάδα που έχει επιτύχει τα περισσότερα εκτός έδρας γκολ. Αν το αποτέλεσμα είναι και πάλι ίσο, προστίθεται παράταση και αν το αποτέλεσμα παραμείνει ισόπαλο εκτελούνται πέναλτι.[23]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο πειραματίστηκε με διάφορους τρόπους καθορισμού του νικητή, χωρίς να απαιτείται η διαδικασία των πέναλτι, η οποία συχνά θεωρείται ως ένας ανεπιθύμητος τρόπος για να ολοκληρωθεί ένας αγώνας. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς ένα παιχνίδι ολοκληρώνεται πριν να ολοκληρωθεί η παράταση, είτε όταν μια ομάδα πετύχει γκολ (χρυσό γκολ), είτε αν μια ομάδα κατέχει το προβάδισμα στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου της παράτασης (ασημένιο γκολ). Το χρυσό γκολ χρησιμοποιήθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1998 και το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2002. Το πρώτο παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου που κρίθηκε με το χρυσό γκολ ήταν η νίκη της Εθνικής Γαλλίας επί της Εθνική Παραγουάης το 1998. Η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που κρίθηκε με χρυσό γκολ ήταν ο τελικός του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος 1996 μεταξύ Εθνικής Γερμανίας και Εθνικής Τσεχίας (2-1). Το ασημένιο γκολ χρησιμοποιήθηκε στο Euro 2004 με την Εθνική Ελλάδος να κερδίζει την Εθνική Τσεχίας στον ημιτελικό και να προκρίνεται στον τελικό. Και τα δύο αυτά πειράματα διακόπηκαν από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο.[52]
Σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού, οι δύο βασικές καταστάσεις του παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του είναι «μπάλα εντός» και «μπάλα εκτός» παιχνιδιού. Η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, δηλαδή «δεν παίζει», όταν περάσει ολόκληρη έξω από τη γραμμή τέρματος ή την πλάγια γραμμή, είτε στο έδαφος, είτε στον αέρα και όταν το παιχνίδι έχει διακοπεί από τον διαιτητή. Η μπάλα είναι εντός παιχνιδιού, δηλαδή «παίζει», σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου η μπάλα αναπηδάει από ένα κάθετο ή οριζόντιο δοκάρι ή το κοντάρι με τη σημαία και παραμείνει μέσα στα αγωνιστικό χώρο ή όταν αναπηδήσει είτε επάνω στον διαιτητή ή έναν βοηθό διαιτητή όταν βρίσκονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο.[53]
Όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, το παιχνίδι επαναρχίζει με ένα από τους οκτώ τρόπους επανεκκίνηση, ανάλογα με το πώς βγήκε από το παιχνίδι:
Το οφσάιντ (αγγ.: offside) περιγράφεται στον 11ο κανόνα του ποδοσφαίρου, που έχει ως σκοπό να περιορίσει το πόσο μπροστά μπορούν να βρεθούν οι παίκτες της επιτιθέμενης ομάδας όταν επηρεάζουν τη φάση που εξελίσσεται στο παιχνίδι. Με απλά λόγια, ο κανόνας ορίζει ότι ένας παίκτης δεν μπορεί να αποκτήσει πλεονέκτημα περιμένοντας κοντά στο τέρμα του αντιπάλου, έχοντας μόνο τον τερματοφύλακα μεταξύ του ιδίου και του τέρματος (στη συνηθισμένη περίπτωση που ο τερματοφύλακας είναι όντως ο τελευταίος αμυνόμενος παίκτης).
Σύμφωνα με τους Κανόνες του Παιχνιδιού, το γεγονός και μόνο ότι ένας παίκτης βρίσκεται σε θέση οφσάιντ, δεν αποτελεί παράπτωμα. Για να αποτελέσει παράπτωμα, πρέπει ο ποδοσφαιριστής αυτός να είναι πλησιέστερα στην αντίπαλη γραμμή τέρματος από την μπάλα και τον προτελευταίο αντίπαλο. Ένας ποδοσφαιριστής δεν βρίσκεται σε θέση οφσάιντ αν βρίσκεται στο μισό γήπεδο της δικής του ομάδας, αν βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τον προτελευταίο αντίπαλο ή αν βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τους δύο τελευταίους αντιπάλους.[61] Ένας ποδοσφαιριστής που βρίσκεται σε θέση οφσάιντ τιμωρείται μόνο αν τη στιγμή που η μπάλα αγγίξει ή μεταβιβαστεί από έναν συμπαίκτη του, αυτός συμμετέχει ενεργά στο παιχνίδι, κατά την άποψη του διαιτητή, με το να επηρεάζει το παιχνίδι ή με το να επηρεάζει έναν αντίπαλο του ή με το να αποκτά πλεονέκτημα ευρισκόμενος στη θέση αυτή. Ένας ποδοσφαιριστής που βρίσκεται σε θέση οφσάιντ δεν τιμωρείται αν δεχθεί την μπάλα απευθείας από τέρματος λάκτισμα ή από επαναφορά της μπάλας από τα πλάγια ή από γωνιαίο λάκτισμα (κόρνερ). Σε περίπτωση παράβασης οφσάιντ, ο διαιτητής καταλογίζει ένα έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα υπέρ της αντίπαλης ομάδας, το οποίο εκτελείται από το σημείο στο οποίο διαπράχθηκε η παράβαση.[61]
Η απαγόρευση του οφσάιντ είναι ένας από τους πρώτους κανόνες που εδραιώθηκαν στο ποδόσφαιρο, πριν αυτό πάρει τη μορφή με την οποία το ξέρουμε σήμερα και έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη μοντέρνα μορφή του ποδοσφαίρου. Θεωρείται από τους πιο περίπλοκους κανόνες του ποδοσφαίρου και πολλές φορές παίκτες, προπονητές και θεατές θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τον διαιτητή και τους βοηθούς του σε έναν αγώνα. Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες αναθεώρησης του συγκεκριμένου κανόνα από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο ώστε να γίνει αποτελεσματικός και να βελτιώνει την ποιότητα του ποδοσφαίρου ως θέαμα. Εντούτοις, κάθε νέα αναθεώρηση δεν αφομοιώνεται εύκολα και έχουν υπάρξει αντιδράσεις[62], καθώς επιτυγχάνονται συχνά γκολ που ακυρώνονται από τον διαιτητή, με τον σκόρερ να βρίσκεται σε θέση οφσάιντ ή γκολ που θα έπρεπε να ακυρωθούν. Τα τελευταία χρόνια ο κανόνας του οφσάιντ έχει δεχτεί κριτική και υπάρχουν προπονητές, παίκτες ή αναλυτές που τείνουν προς την κατάργηση ή την αλλαγή του.[63][64][65]
Παράβαση («φάουλ») συμβαίνει όταν ένας ποδοσφαιριστής παραβιάζει κάποιον από τους Κανόνες του Παιχνιδιού ενώ η μπάλα είναι εντός παιδιάς (δηλαδή «παίζει»). Οι παραβάσεις που τιμωρούνται με χτύπημα φάουλ αναφέρονται στον Κανόνα 12: Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά. Ο σκόπιμος χειρισμός της μπάλας με το χέρι, το κράτημα ή το σπρώξιμο του αντιπάλου είναι παραδείγματα παραβάσεων που τιμωρούνται με κτύπημα φάουλ και εκτελούνται από την αντίπαλη ομάδα με άμεσο ελεύθερο λάκτισμα, εκτός αν η παράβαση έγινε στη μεγάλη περιοχή, οπότε το φάουλ τιμωρείται με χτύπημα πέναλτι από την αντίπαλη ομάδα. Άλλα φάουλ τιμωρούνται με έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα.[17] Ο διαιτητής μπορεί να τιμωρήσει την ανάρμοστη συμπεριφορά ενός ποδοσφαιριστή ή ενός αναπληρωματικού με μια προειδοποίηση (κίτρινη κάρτα) ή με αποβολή από το παιχνίδι (κόκκινη κάρτα). Μια δεύτερη κίτρινη κάρτα στο ίδιο παιχνίδι για τον ίδιο ποδοσφαιριστή οδηγεί σε μια κόκκινη κάρτα και σε αποβολή. Όταν ένας παίκτης δεχτεί κίτρινη ή κόκκινη κάρτα σημειώνεται από τον διαιτητή στο επίσημο σημειωματάριό του. Εάν ένας ποδοσφαιριστής αποβληθεί, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από άλλον ποδοσφαιριστή, οπότε η ομάδα του αγωνίζεται με έναν λιγότερο ποδοσφαιριστή. Παρόλο που οι παραβάσεις που οδηγούν σε καταλογισμό χτυπήματος φάουλ είναι καταγεγραμμένες, οι ορισμοί είναι ευρείς. Συγκεκριμένα, παράβαση «αντιαθλητικής συμπεριφοράς» μπορεί να θεωρηθεί κάθε ενέργεια που παραβιάζει το πνεύμα του παιχνιδιού, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά ως συγκεκριμένη παράβαση. Οι προπονητές, βοηθοί προπονητές και το υπόλοιπο προσωπικό μιας ομάδας δεν μπορούν να τιμωρηθούν με κίτρινη ή κόκκινη κάρτα, μπορούν όμως να αποβληθούν από την τεχνική περιοχή εφόσον συμπεριφέρονται ανάρμοστα.[17]
Σε περίπτωση παράβασης που κανονικά προβλέπεται διακοπή της ροής του παιχνιδιού, ο διαιτητής μπορεί να επιτρέψει να συνεχιστεί, αν αυτό ευνοεί την ομάδα εις βάρος της οποίας έγινε η παράβαση. Αυτό είναι γνωστό ως «πλεονέκτημα».[66] Ο διαιτητής μπορεί να καλέσει κοντά του τον ποδοσφαιριστή που διέπραξε την παράβαση και να τον τιμωρήσει, αν το αναμενόμενο πλεονέκτημα δεν προκύψει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Ακόμα και αν η παράβαση δεν τιμωρηθεί λόγω πλεονεκτήματος, ο δράστης μπορεί να τιμωρηθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά στην επόμενη διακοπή του παιχνιδιού.[67]
Οι αποφάσεις του διαιτητή για κάθε θέμα εντός του αγωνιστικού χώρου θεωρούνται οριστικές. Το σκορ του αγώνα δεν μπορεί να τροποποιηθεί μετά από το παιχνίδι, ακόμη και αν αργότερα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων των γκολ που μέτρησαν ή δεν μέτρησαν) ήταν λανθασμένες. Ένας διαιτητής μπορεί να αλλάξει την απόφαση του μονάχα κατά τη διάρκεια του αγώνα εάν συνειδητοποιήσει ότι έκανε λάθος ή αφού συμβουλευτεί ένα βοηθό διαιτητή ή τον τέταρτο διαιτητή (η τελική απόφαση είναι του διαιτητή), εφόσον το παιχνίδι δεν έχει αρχίσει εκ νέου ή δεν έχει ολοκληρωθεί.[68]
Μαζί με τη γενική διοίκηση του αθλήματος, οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και οι διοργανωτές των ποδοσφαιρικών συναντήσεων προσπαθούν να επιβάλλουν επίσης καλή συμπεριφορά σε τομείς που σχετίζονται ευρύτερα με το ποδόσφαιρο, όπως τα σχόλια στον Τύπο, η οικονομική διαχείριση των ομάδων, το ντόπινγκ, η συμπεριφορά των νομικών προσώπων-φορέων των ομάδων, το «ευ αγωνίζεσθαι» κ.τ.λ.[69] Μερικά περιστατικά εντός αγωνιστικού χώρου, εάν θεωρηθούν σοβαρά (όπως συνθήματα φυλετικών διακρίσεων), μπορεί να χρήζουν περαιτέρω αντιμετώπισης πέρα από αυτή που είναι στις αρμοδιότητες του διαιτητή εντός αγωνιστικού χώρου.[70][71] Ορισμένες ομοσπονδίες επιτρέπουν προσφυγές από τις ομάδες κατά των ποινών που επιβάλλονται σε ποδοσφαιριστές εντός του αγωνιστικού χώρου, εφόσον πιστεύουν ότι η απόφαση του διαιτητή ήταν λανθασμένη ή υπερβολικά σκληρή.[72][73]
Κυρώσεις για τις πιο πάνω παραβάσεις είναι δυνατό να επιβληθούν σε άτομα ή σε ομάδες. Οι κυρώσεις κυμαίνονται από πρόστιμα και αφαίρεση βαθμών σε διοργάνωση πρωταθλήματος έως αποβολή από διοργανώσεις. Για παράδειγμα, στα αγγλικά και σκωτσέζικα πρωταθλήματα συχνά αφαιρούνται δέκα βαθμοί από ομάδες που εισέρχονται σε καθεστώς οικονομικής διαχείρισης, όπως συνέβη, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της αγγλικής Πόρτσμουθ, στις αρχές του 2012.[74][75]
Ο διεθνώς αναγνωρισμένος οργανισμός που διοικεί το ποδόσφαιρο (και σχετικά παιχνίδια όπως το ποδόσφαιρο σάλας και μπιτς σόκερ) είναι η FIFA. Τα κεντρικά γραφεία της FIFA βρίσκονται στη Ζυρίχη. Επιπρόσθετα, έχουν δημιουργηθεί έξι περιφερειακές συνομοσπονδίες που σχετίζονται με τη FIFA. Οι συνομοσπονδίες αυτές είναι οι:[76]
Οι εθνικές ομοσπονδίες επιβλέπουν το ποδόσφαιρο σε κάθε κράτος. Γενικά αντιστοιχεί μία εθνική ομοσπονδία σε κάθε κράτος (για παράδειγμα η Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου στην Κύπρο). Ωστόσο, στις εθνικές ομοσπονδίες περιλαμβάνεται ένας μικρός αριθμός ομοσπονδιών που είναι υπεύθυνες για κάποιες μικρές εθνικές οντότητες ή αυτόνομες περιοχές σε ένα κράτος (για παράδειγμα, η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Σκωτίας στη Σκωτία). Μέλη της FIFA είναι 208 εθνικές ομοσπονδίες, που όλες ξεχωριστά υπάγονται σε μια συνομοσπονδία ανάλογα με την ήπειρο στην οποία βρίσκεται το κράτος / την περιοχή που διοικούν ποδοσφαιρικά.[76]
Παρόλο που η FIFA είναι υπεύθυνη για τη διενέργεια ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και για τους περισσότερους κανόνες που διέπουν τις διεθνείς διοργανώσεις, οι Κανόνες του Παιχνιδιού καθορίζονται από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο, στο οποίο έχουν από μία ψήφο οι τέσσερις ομοσπονδίες του Ηνωμένου Βασιλείου (Ένωση Ποδοσφαίρου Αγγλίας, Ιρλανδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Ουαλίας και Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Σκωτίας), ενώ η FIFA έχει συνολικά τέσσερις ψήφους.[34]
Η σημαντικότερη διεθνής ποδοσφαιρική διοργάνωση είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, το οποίο διοργανώνεται από τη FIFA. Η διοργάνωση λαμβάνει χώρα κάθε τέσσερα χρόνια. Συνήθως 190-200 εθνικές ομάδες διαγωνίζονται στα προκριματικά της διοργάνωσης που τελούνται υπό την αιγίδα των ηπειρωτικών συνομοσπονδιών, για μια θέση στην τελική φάση της διοργάνωσης. Η τελική φάση, η οποία διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια, περιλαμβάνει 32 εθνικές ομάδες που διαγωνίζονται για μια χρονική περίοδο περίπου ενός μηνός. Ο αριθμός των ομάδων που συμμετέχουν στην τελική φάση έχει αλλάξει στη διάρκεια της ιστορίας του θεσμού. Η πιο πρόσφατη αλλαγή έλαβε χώρα ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1998, όπου υπήρξε αύξηση του αριθμού των ομάδων από 24 σε 32.[77] Η πιο πρόσφατη διοργάνωση ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2022, το οποίο έλαβε χώρα στο Κατάρ.
Επιπρόσθετα, ένα ποδοσφαιρικό ολυμπιακό τουρνουά διεξάγεται σε κάθε θερινή Ολυμπιάδα από το 1900, εκτός από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1932 στο Λος Άντζελες.[78] Πριν από τη δημιουργία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, οι Ολυμπιακοί Αγώνες (ειδικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920), είχαν το ίδιο καθεστώς με το Παγκόσμιο Κύπελλο. Αρχικά, η εκδήλωση ήταν μόνο για τους ερασιτέχνες,[37] Ωστόσο, από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 επιτρέπονται οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, έστω και με ορισμένους περιορισμούς που εμποδίζουν τα κράτη να παραθέτουν τις πιο δυνατές εθνικές τους. Επί του παρόντος, το τουρνουά των ανδρών στους Ολυμπιακούς αγώνες διεξάγεται με τις εθνικές ομάδες κάτω των 23 ετών (U23).[79] Στο παρελθόν είχε επιτραπεί ένας περιορισμένος αριθμός ποδοσφαιριστών μεγαλύτερης ηλικίας ανά ομάδα.[80] Το τουρνουά γυναικών προστέθηκε στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996. Σε αντίθεση με το τουρνουά των ανδρών, επιτρέπονται οι επαγγελματίες ποδοσφαιρίστριες χωρίς κανένα περιορισμό ηλικίας.[79]
Μετά το Παγκόσμιο κύπελλο, οι σημαντικότερες διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις είναι τα πρωταθλήματα των συνομοσπονδιών, τα οποία οργανώνονται από κάθε συνομοσπονδία και συμμετέχουν οι εθνικές ομάδες των μελών τους. Οι διοργανώσεις αυτές είναι το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ή Euro (ΟΥΕΦΑ), το Κόπα Αμέρικα (CONMEBOL), το Κύπελλο Εθνών Αφρικής (CAF), το Ασιατικό Κύπελλο Εθνών Ποδοσφαίρου (AFC), το Χρυσό Κύπελλο CONCACAF (CONCACAF) και το Κύπελλο Εθνών Ωκεανίας (OFC). Στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών ΦΙΦΑ συμμετέχουν οι νικητές των πιο πάνω διοργανώσεων, η εκάστοτε κάτοχος του Παγκοσμίου Κυπέλλου και η εθνική ομάδα του κράτους το οποίο διοργανώνει το Κύπελλο Συνομοσπονδιών.[81] Το Κύπελλο Συνομοσπονδιών γενικά θεωρείται ως μια «προθέρμανση» για το επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο και δεν έχει την ίδια αίγλη με το τελευταίο.[82] Οι πιο διάσημες διασυλλογικές διοργανώσεις είναι τα αντίστοιχα πρωταθλήματα κάθε συνομοσπονδίας, στα οποία γενικά συμμετέχουν οι πρωταθλητές κάθε κράτους (για παράδειγμα το ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ στην Ευρώπη και το Κόπα Λιμπερταδόρες στη Νότια Αμερική). Οι νικητές των διασυλλογικών διοργανώσεων κάθε συνομοσπονδίας έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Συλλόγων, το οποίο διοργανώνει η FIFA.[83]
Οι ομοσπονδίες κάθε κράτους διοργανώνουν πρωταθλήματα σε μια ποδοσφαιρική περίοδο. Η συμμετοχή των ομάδων στα πρωταθλήματα αυτά γίνεται κατά κατηγορίες (επαγγελματικές, ερασιτεχνικές, εθνικές, τοπικές, ανώτερες, κατώτερες κ.τ.λ.). Οι ομάδες κάθε κατηγορίας κατατάσσονται σε πίνακες βαθμολογίας ανάλογα με τους βαθμούς που κερδίζουν από κάθε αγώνα καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου. Στο πλαίσιο ενός πρωταθλήματος, κάθε ομάδα συνήθως αντιμετωπίζει όλες τις υπόλοιπες ομάδες της ίδιας κατηγορίας σε ένα αγώνα στην έδρα της και σε ένα στην έδρα της άλλης ομάδας. Στο τέλος της περιόδου η ομάδα που βρίσκεται στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα ανακηρύσσεται πρωταθλήτρια της κατηγορίας. Οι ομάδες που τερματίζουν στις πρώτες θέσεις μπορεί να προαχθούν σε ανώτερη κατηγορία και οι ομάδες που θα τερματίσουν στις τελευταίες θέσεις να υποβιβαστούν σε κατώτερη κατηγορία για την επόμενη περίοδο.[84] Επιπλέον, οι ομάδες που τερματίζουν στις πρώτες θέσεις του βαθμολογικού πίνακα της ανώτερης κατηγορίας κάθε κράτους, μπορεί να κερδίζουν το δικαίωμα να αγωνιστούν σε διεθνείς διασυλλογικές διοργανώσεις της επόμενης περιόδου. Οι κυριότερες εξαιρέσεις του κανόνα αυτού είναι τα πρωταθλήματα της Λατινικής Αμερικής, τα οποία χωρίζονται σε δύο τμήματα, το Απερτούρα (ισπαν. «άνοιγμα») και το Κλαουσούρα (ισπαν. «κλείσιμο»), όπου κάθε τμήμα ανακηρύσσει και ένα πρωταθλητή.[85] Στις περισσότερες χώρες, το σύστημα πρωταθλήματος συνοδεύεται από μία ή περισσότερες διοργανώσεις κυπέλλου, που συνήθως διεξάγεται με νοκ-άουτ αγώνες.
Το πρώτο γυναικείο παιχνίδι ποδοσφαίρου καταγράφηκε στο Βόρειο Λονδίνο το 1895, σε μια εποχή που το γυναικείο ποδόσφαιρο συνδεόταν με φιλανθρωπικά παιχνίδια και φυσική άσκηση, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο.[86] Η αντίληψη αυτή άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του 1970, όταν ξεκίνησε η οργάνωση του γυναικείου ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό ομαδικό άθλημα στο γυναικείο αθλητισμό σε πολλές χώρες και ένα από τα λίγα γυναικεία, ομαδικά αθλήματα με επαγγελματικά πρωταθλήματα.
Η ανάπτυξη του γυναικείου ποδοσφαίρου αντανακλάται στις μεγάλες διοργανώσεις που διεξάγονται, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το γυναικείο ποδόσφαιρο έδωσε πολλές μάχες για τα δικαιώματα του. Είχε μια «χρυσή εποχή» στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές της δεκαετίας του 1920, με μερικούς αγώνες να προσελκύουν στο στάδιο περισσότερους από 50.000 θεατές. Ενδεικτικά, το 1920 σε παιχνίδι στο Γκούντισον Παρκ συγκεντρώθηκαν 53.000 άτομα για να το παρακολουθήσουν με αναφορές για τουλάχιστον 10.000 να αδυνατούν.[87] Η χρυσή εποχή τερματίστηκε όταν η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Αγγλίας ψήφισε την απαγόρευση του παιχνιδιού στα στάδια που χρησιμοποιούσαν οι ομάδες μέλη της. Αιτία ήταν η μεγάλη απήχηση που είχε το γυναικείο ποδόσφαιρο στο κοινό, αφού σε μερικά παιχνίδια η προσέλευση των θεατών ήταν μεγαλύτερη από τα παιχνίδια ανδρών που διεξάγονταν την ίδια ημέρα. Υπήρχαν επίσης αντιδράσεις με το επιχείρημα ότι η σκληρότητα και ο τρόπος παιχνιδιού δεν ήταν πρέπουσες συμπεριφορές για κορίτσια. Η απαγόρευση αυτή άρθηκε τον Δεκέμβριο του 1969, μετά από ψηφοφορία στην ΟΥΕΦΑ, η οποία αναγνώρισε επίσημα το γυναικείο ποδόσφαιρο το 1971.[86] Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου Γυναικών της FIFA διεξήχθη το 1991στη Κίνα και διεξάγεται από τότε κάθε τέσσερα χρόνια.[88]
Σήμερα, το ποδόσφαιρο παίζεται σε επαγγελματικό επίπεδο σε όλον τον κόσμο. Εκατομμύρια κόσμου πηγαίνουν τακτικά σε γήπεδα ποδοσφαίρου για να παρακολουθήσουν τις αγαπημένες τους ομάδες[89] και δισεκατομμύρια το παρακολουθούν από την τηλεόραση ή το διαδίκτυο.[90] Το ποδόσφαιρο έχει το μεγαλύτερο παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό στον αθλητισμό.[91] Επιπρόσθετα, ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων παίζουν ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Σύμφωνα με μια έρευνα της FIFA, που δημοσιεύτηκε το 2001, περισσότερα από 240 εκατομμύρια άνθρωποι σε περισσότερα από 200 κράτη στον κόσμο παίζουν τακτικά ποδόσφαιρο.[92]
Σε πολλά μέρη του κόσμου οι άνθρωποι παθιάζονται με το ποδόσφαιρο, το οποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των φιλάθλων, σε κοινότητες, ακόμα και σε έθνη. Ο R. Kapuscinski αναφέρει ότι οι άνθρωποι που είναι ευγενικοί, μετριοπαθείς ή ακόμη και ταπεινοί στην Ευρώπη πέφτουν εύκολα στη μανία να παίξουν ή να παρακολουθήσουν ποδοσφαιρικά παιχνίδια.[93] Η Εθνική Ακτής Ελεφαντοστού βοήθησε στην εξασφάλιση ανακωχής στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας το 2006 με την πρόκρισή της στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006[94] και συνέβαλε στην περαιτέρω μείωση των εντάσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των ανταρτών το 2007, παίζοντας ένα αγώνα (προκριματικά Κυπέλλου Εθνών Αφρικής 2008) στην πρωτεύουσα των ανταρτών, Μπουακέ, μια ευκαιρία που έφερε τους δύο στρατούς μαζί, ειρηνικά για πρώτη φορά.[95] Ωστόσο, το ποδόσφαιρο ευρέως θεωρείται ότι ήταν η αφορμή για τον πόλεμο του ποδοσφαίρου τον Ιούνιο του 1969 μεταξύ του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας.[96] Επίσης, το άθλημα επιδείνωσε τις εντάσεις στις αρχές του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990, όταν ένας αγώνας μεταξύ της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και του Ερυθρού Αστέρα Βελιγραδίου εξελίχθηκε σε ταραχές τον Μάιο του 1990.[97]
Σύμφωνα με μία έρευνα («Big Count 2006») που δημοσιεύτηκε από τη FIFA στις 31 Μαΐου 2007, με το ποδόσφαιρο ασχολούνται 238,6 εκατομμύρια ποδοσφαιριστές, 26 εκατομμύρια ποδοσφαιρίστριες και περίπου 5 εκατομμύρια διαιτητές, ανεβάζοντας τον αριθμό που ασχολούνται ενεργά με το ποδόσφαιρο στα 270 εκατομμύρια.[98] Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν 1,752 εκατομμύρια ποδοσφαιρικές ομάδες.[99] Στα στοιχεία αυτά λαμβάνονται υπόψη και μη επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Ο πιο κάτω πίνακας παρουσιάζει τον αριθμό των ατόμων που ασχολούνται ενεργά με το ποδόσφαιρο ανά συνομοσπονδία.[99]
Άτομα που ασχολούνται ενεργά με το ποδόσφαιρο ανά συνομοσπονδία (σε εκατομμύρια)
Σε επίπεδο συνομοσπονδιών η AFC κατέχει τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων που ασχολούνται ενεργά με το ποδόσφαιρο ενώ σε επίπεδο κρατών προηγείται η Κίνα με 26,166 εκατομμύρια. Ακολουθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (24,473 εκ.), η Ινδία (20,588 εκ.), η Γερμανία (16,309 εκ.), η Βραζιλία (13,198 εκ.), το Μεξικό (8,480 εκ.), η Ινδονησία (7,094 εκ.), η Νιγηρία (6,654 εκ.), το Μπανγκλαντές (6,280 εκ.), η Ρωσία (5,803 εκ.), η Ιταλία (4,980 εκ.), η Ιαπωνία (4,805 εκ.), η Νότια Αφρική (4,540 εκ.), η Γαλλία (4,190 εκ.) και η Αγγλία (4,164 εκ.).[100]
Γύρω από το ποδόσφαιρο έχει αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερο σύνολο συμπεριφορών, που μπορεί να ονομαστεί ποδοσφαιρικός πολιτισμός ή ποδοσφαιρική κουλτούρα. Σε πολλές χώρες, το ποδόσφαιρο είναι βαθιά ριζωμένο στη μαζική εθνική κουλτούρα καταλαμβάνοντας κεντρική θέση στην καθημερινότητα μέσω καθημερινών ποδοσφαιρικών εφημερίδων,[101] ποδοσφαιρικών περιοδικών[102] και ειδικών ποδοσφαιρικών μεταδόσεων και εκπομπών ανάλυσης στην τηλεόραση. Λόγω της δημόσιας προβολής, πολλοί ποδοσφαιριστές, ειδικά των κορυφαίων πρωταθλημάτων, γίνονται διάσημοι και λειτουργούν ως πρότυπα για τους φιλάθλους και ειδικά για τα παιδιά, ακόμη και σε θέματα που δεν σχετίζονται με το ποδόσφαιρο.[103] Λόγω της μεγάλης αίγλης του αθλήματος, πολλά παιδιά που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο φιλοδοξούν να αποκτήσουν τη λάμψη και τον πλούτο των κορυφαίων ποδοσφαιριστών.[104] Το ποδόσφαιρο έχει επίσης συνδεθεί διαχρονικά με φαινόμενα της πολιτικής και της θρησκείας. Τέλος, για το ποδόσφαιρο ή για σημαντικά ποδοσφαιρικά γεγονότα έχουν γραφτεί βιβλία και δημιουργηθεί ταινίες. Στην ποδοσφαιρική κουλτούρα μπορούν να διακριθούν ζητήματα που σχετίζονται με τους οπαδούς, τους ποδοσφαιριστές ή τις ομάδες.
Η συμπεριφορά των οπαδών των ποδοσφαιρικών ομάδων αποτελεί μια διάσταση του ποδοσφαιρικού πολιτισμού. Οι οπαδοί μιας ομάδας μπορεί να είναι οργανωμένοι σε ειδικούς συνδέσμους φιλάθλων, να διοργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις στις κερκίδες κατά τη διάρκεια αγώνων, αλλά και πριν και μετά από αυτούς, να τοποθετούν πανό στις κερκίδες,[105] να φοράνε φανέλες και κασκόλ της ομάδας τους,[106] να τραγουδούν ή να φωνάζουν συνθήματα για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους, να προσβάλλουν τους αντιπάλους ή απλά να κάνουν θόρυβο.[107] Σε τέτοιες εκδηλώσεις δεν είναι σπάνια τα ρατσιστικά φαινόμενα, τα οποία οι διοικητικές αρχές του ποδοσφαίρου προσπαθούν να αντιμετωπίσουν.[108] Η FIFA, η UEFA και η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζουν την εκστρατεία ενάντια στο ρατσισμό στην Ευρώπη (Football Against Racism in Europe-FARE) στοχεύοντας στην εξάλειψη του φαινομένου.[109] Το πάθος με το οποίο οι οπαδοί υποστηρίζουν τις ποδοσφαιρικές ομάδες σε μερικές περιπτώσεις οδηγεί σε επιθετικές συμπεριφορές και βίαιες συγκρούσεις μεταξύ οπαδών. Υπάρχουν περιπτώσεις με συνδέσμους φιλάθλων που έχουν εκφυλιστεί σε οργανωμένες συμμορίες και αναζητούν βίαιες συγκρούσεις με αντίπαλες συμμορίες οπαδών. Η συμπεριφορά αυτή έγινε γνωστή σαν «English Disease» μετά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Άγγλοι οπαδοί σε ταξίδια στο εξωτερικό για να υποστηρίξουν είτε τις ομάδες τους είτε την Εθνική Αγγλίας τις δεκαετίας του 1970 και 1980.[110] Το φαινόμενο αυτό είναι γενικότερα γνωστό σαν χουλιγκανισμός. Η βία μεταξύ των οπαδών κυμαίνεται από μικρές αψιμαχίες μέχρι πολέμους που καταλήγουν σε τραγωδίες (όπως η τραγωδία του Χέιζελ). Οι τρεις προκριματικοί αγώνες μεταξύ τους για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1970 θεωρούνται ευρέως ότι ήταν η αφορμή για τον πόλεμο του ποδοσφαίρου τον Ιούνιο του 1969 μεταξύ του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας.[96]
Στην ιστορία του ποδοσφαίρου υπήρξαν και υπάρχουν μεγάλοι ποδοσφαιριστές, τόσο για τα αθλητικά και τεχνικά τους προσόντα, αλλά και για την προσωπικότητά τους.[111] Η συμπερίληψη ενός ποδοσφαιριστή στους κορυφαίους του πλανήτη μπορεί να γίνει είτε μέσω επίσημων φορέων του ποδοσφαίρου (π.χ. FIFA) είτε μέσω άλλων φορέων, όπως έγκυρα ποδοσφαιρικά περιοδικά. Η επιλογή μπορεί να γίνεται μέσω ψηφοφορίας του κοινού, ψηφοφορίας αθλητικογράφων του ποδοσφαίρου ή ψηφοφορίας ποδοσφαιριστών και προπονητών. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι επιλογές κρίνονται ως υποκειμενικές.[112] Ενδεικτικά, το 1998 στο πλαίσιο των τελετών έναρξης του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998 έγινε η επιλογή των κορυφαίων ενδεκάδων του 20ού αιώνα της Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής από 250 διεθνείς δημοσιογράφους του ποδοσφαίρου. Από τις δύο αυτές ενδεκάδες έγινε η επιλογή της κορυφαίας ενδεκάδας του 20ού αιώνα, η οποία περιλαμβάνει τους ποδοσφαιριστές Λεβ Γιασίν, Κάρλος Αλμπέρτο Τόρες, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Μπόμπι Μουρ, Νίλτον Σάντος, Γιόχαν Κρόιφ, Αλφρέδο Ντι Στέφανο, Μισέλ Πλατινί, Γκαρίντσα, Ντιέγκο Μαραντόνα και Πελέ.[113] Το 2000, η FIFA απένειμε το βραβείο «Ποδοσφαιριστής του αιώνα» στους Ντιέγκο Μαραντόνα και Πελέ. Ο πρώτος επιλέχθηκε μέσα από τη διαδικτυακή ψηφοφορία του κοινού και ο δεύτερος μέσα από την ψηφοφορία παραγόντων της FIFA, δημοσιογράφων και προπονητών.[114]
Το 2004 η FIFA ζήτησε από τον Πελέ να καταρτίσει ένα κατάλογο με τους 100 καλύτερους εν ζωή ποδοσφαιριστές όλων των εποχών (FIFA 100), ως μέρος των εορτασμών για τα 100χρόνα της διεθνούς ομοσπονδίας. Η λίστα αρχικά προοριζόταν να περιλαμβάνει μόνο 100 ονόματα, αλλά ο Πελέ δεν κατάφερε να περιορίσει τον αριθμό, ο οποίος έφτασε τελικά τους 125. Μερικοί από τους ποδοσφαιριστές της λίστας είναι οι Ντιέγκο Μαραντόνα, Αλφρέδο Ντι Στέφανο, Τζορτζ Μπεστ, Μπόμπι Τσάρλτον, Ζίκο, Ριβάλντο, Ρονάλντο, Ροναλντίνιο, Καφού, Σώκρατες, Μισέλ Πλατινί, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Γκερντ Μίλερ, Γκόρντον Μπανκς, Ντίνο Τζοφ, Πάολο Μαλντίνι, Μάρκο φαν Μπάστεν, Γιόχαν Κρόιφ, Φέρεντς Πούσκας, Εουσέμπιο, Λόταρ Ματέους, Ροζέ Μιλά κ.ά.[112] Στη λίστα περιλαμβάνονται και δύο γυναίκες, η Μία Χαμ και η Μισέλ Έικερς. Ακόμη, τον Δεκέμβριο του 1999 το περιοδικό World Soccer δημοσίευσε μια λίστα με τους 100 κορυφαίους ποδοσφαιριστές του 20ού αιώνα, η οποία δημιουργήθηκε μετά από ψηφοφορία των αναγνωστών του.[115]
Η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου είναι τόσο μεγάλη που μερικοί ποδοσφαιριστές είναι περισσότερο γνωστοί για τις εξωγηπεδικές τους δραστηριότητες. Διάσημοι ποδοσφαιριστές πρωταγωνιστούν στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων και περιοδικών, ακόμη και για θέματα άσχετα με το ποδόσφαιρο.[116] Οργανισμοί, εταιρίες, διαφημιστές και κατασκευαστές αθλητικών ειδών κλείνουν συμφωνίες με ποδοσφαιριστές για διαφήμιση των προϊόντων τους έναντι μεγάλης αμοιβής[117][118] ή για προώθηση φιλανθρωπικού έργου (για παράδειγμα ποδοσφαιριστές-πρεσβευτές της UNICEF).
Φαινόμενα που συγκλονίζουν τον ποδοσφαιρικό κοινό αποτελούν οι περιπτώσεις θανάτων ή θανάσιμων τραυματισμών ποδοσφαιριστών στον αγωνιστικό χώρο,[119] όπως και άλλες καταστροφές που έχουν συμβεί μακριά από τον αγωνιστικό χώρο. Οι πιο σημαντικές είναι η αεροπορική τραγωδία του 1949 στο Τορίνο όπου έχασαν τη ζωή τους όλοι οι ποδοσφαιριστές της Τορίνο,[120] το αεροπορικό δυστύχημα στο Μόναχο το 1958 όπου σκοτώθηκαν 8 ποδοσφαιριστές της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ[121][122][123] και η αεροπορική τραγωδία του 1993 στις ακτές της Γκαμπόν όπου έχασαν τη ζωή τους όλοι οι ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ζάμπιας.[124]
Τις τελευταίες δεκαετίες, το ποδόσφαιρο επηρεάστηκε και επηρεάζεται από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης.[125][126] Οι ποδοσφαιριστές έχουν το δικαίωμα να αγωνίζονται σε διάφορες χώρες, πέρα από τη χώρα καταγωγής τους. Μάλιστα, οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές του πλανήτη απολαμβάνουν μισθούς εκατομμυρίων.[127] Επιπρόσθετα, οι ομάδες επωφελούνται και αυτές από την παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου. Πολλές ομάδες έχουν αποκτήσει ευρεία στήριξη από οπαδούς πέρα από την περιοχή που εδρεύουν και συχνά πραγματοποιούν περιοδείες στις χώρες αυτές, έχοντας και οικονομικά οφέλη.[128][129]
Οι ποδοσφαιριστές, ειδικά αυτοί που αγωνίζονται στις κορυφαίες διοργανώσεις, αποτελούν πρότυπα για τους φιλάθλους. Το ίδιο το παιχνίδι είναι πλέον εντυπωσιακό και λαμπερό, με πολλά παιδιά που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο να φιλοδοξούν να αποκτήσουν τον πλούτο και τη λάμψη των κορυφαίων ποδοσφαιριστών.[103][104] Οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές έχουν αποκτήσει επίσης και ομάδες θαυμαστών, όπως οι αστέρες της ροκ.[130] Πολλοί ποδοσφαιριστές θεωρούνται καλά πρότυπα. Ωστόσο, υπάρχουν πολυάριθμα δημοσιεύματα στον τύπο σχετικά με κακές συμπεριφορές ποδοσφαιριστές.[131]
Στην ιστορία του ποδοσφαίρου έχουν αναδειχθεί κατά καιρούς σημαντικές ποδοσφαιρικές ομάδες, άλλες παροδικά και άλλες διαχρονικά. Σε επίπεδο εθνικών ομάδων, το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου έχει κατακτήσει η Εθνική Βραζιλίας πέντε φορές, ενώ η Εθνική Ιταλίας και η Εθνική Γερμανίας τέσσερις φορές.[132] Σε επίπεδο συλλόγων, το 2000 η Ρεάλ Μαδρίτης βραβεύτηκε από τη FIFA ως η κορυφαία ομάδα του 20ού αιώνα μετά από ψηφοφορία των συνδρομητών του επίσημου περιοδικού της FIFA, FIFA World Magazine. Ακολουθούσαν κατά σειρά οι Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μπάγερν Μονάχου, Μπαρτσελόνα, Σάντος, Άγιαξ, Γιουβέντους, Πενιαρόλ κ.ά.[133]
Πολλές ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν μετατραπεί από ερασιτεχνικούς συλλόγους σε μεγάλες εμπορικές εταιρείες. Επίσης, οι ποδοσφαιριστές έχουν καταφέρει να αυξήσουν τα κέρδη τους μαζικά κατά την αλλαγή αυτή. Οι ανώτερες κατηγορίες μερικών χωρών διαθέτουν υψηλόμισθους ποδοσφαιριστές-αστέρια. Σε μικρότερα κράτη και ειδικά στις κατώτερες κατηγορίες των χωρών αυτών, οι ποδοσφαιριστές μπορεί να απασχολούνται μερικώς με το ποδόσφαιρο και να ασκούν δεύτερο επάγγελμα ή να απασχολούνται ερασιτεχνικά. Τα πέντε κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (Πρέμιερ Λιγκ-Αγγλία, Πριμέρα Ντιβιζιόν-Ισπανία, Σέριε Α-Ιταλία, Μπουντεσλίγκα-Γερμανία και Λιγκ 1-Γαλλία) προσελκύουν τους περισσότερους από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου και κάθε πρωτάθλημα έχει συνολικό μισθολόγιο άνω των 600 εκατομμυρίων ευρώ.[134]
Τα έσοδα των ομάδων προέρχονται από διάφορες πηγές (τηλεοπτικά δικαιώματα, χορηγοί, πωλήσεις εισιτηρίων αγώνων, πωλήσεις προϊόντων με το λογότυπο της ομάδας από καταστήματα της ομάδας, εκμετάλλευση του ονόματος, συνδρομές των φιλάθλων, συμμετοχές σε πρωταθλήματα και τουρνουά, διαχείριση των δικαιωμάτων των ποδοσφαιριστών).[135][136][137] Οι μεγάλες ομάδες του πλανήτη παρουσιάζουν μεγάλα κέρδη. Ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ συγκαταλέγονται στις πλουσιότερες ομάδες του κόσμου.[138] Η Τσέλσι, μετά την εξαγορά της από τον δισεκατομμυριούχο Ρομάν Αμπράμοβιτς,[139] αγόρασε πολλούς ακριβούς ποδοσφαιριστές,[140] όπως και η Μάντσεστερ Σίτι μετά που εξαγοράστηκε από τον δισεκατομμυριούχο Καλντούν Αλ Μουμπάρακ το 2008.[141]
Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την αύξηση των κερδών των ομάδων ήταν η εμφάνιση της δορυφορικής τηλεόρασης.[142] Οι εταιρίες δορυφορικής τηλεόρασης καταβάλλουν τεράστια ποσά για να αγοράσουν τα δικαιώματα κάλυψης των ποδοσφαιρικών αγώνων ή στιγμιότυπα αυτών. Υπολογίζεται ότι τα 4/5 των τηλεοπτικών δικαιωμάτων στις πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) ξοδεύονται στο ποδόσφαιρο.[143] Οι εταιρείες αποσβένουν την επένδυση αυτή από τους πολλούς οπαδούς που παρακολουθούν τους αγώνες τηλεοπτικά, αφού δεν μπορούν να παρευρεθούν στο γήπεδο. Επίσης, προσφέρουν στον τηλεθεατή περισσότερες ποδοσφαιρικές επιλογές σε σχέση με πριν.[144][145]
Σημαντική πηγή εσόδων αποτελούν οι χορηγίες από οργανισμούς και εταιρείες για να διαφημιστούν στη στολή της ομάδας. Για παράδειγμα, η γερμανική Μπάγερν Μονάχου έλαβε 25 εκατομμύρια ευρώ το 2008 ως χορηγία από την εταιρεία τηλεπικοινωνιών Deutsche Telekom.[146] Επιπρόσθετα, οι ομάδες διαθέτουν προς πώληση επίσημα προϊόντα με το λογότυπο της ομάδας (αυθεντικές στολές, φλιτζάνια, μπρελόκ, καπέλα, ρολόγια χειρός κτλ).[147][148] Αξίζει να αναφερθεί ότι το 2012 η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θέλοντας να κεφαλαιοποιήσει το ενδιαφέρον που δείχνει η όλο και αυξανόμενη βάση των φίλων της ομάδας παγκοσμίως, αποφάσισε να εισαγάγει μετοχές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.[149]
Εξίσου σημαντική πηγή εσόδων αποτελεί η πώληση ποδοσφαιριστών σε άλλες ομάδες. Το 2001 η Ρεάλ Μαδρίτης ξόδεψε 76 εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει τον Ζινεντίν Ζιντάν από τη Γιουβέντους, ενώ το 2000 ο Λουίς Φίγκο μεταγράφηκε στην Μπαρτσελόνα από τη Ρεάλ Μαδρίτης, με την πρώτη να δαπανά 58,5 εκατομμύρια ευρώ.[150] Το 2009 η Ρεάλ Μαδρίτης πλήρωσε 94 εκατομμύρια για την απόκτηση του Κριστιάνο Ρονάλντο από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.[151]
Ωστόσο, πολλές ομάδες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Για παράδειγμα, η Λιντς Γιουνάιτεντ ξόδεψε αρχικά πολλά χρήματα και είχε επιτυχίες για μερικές περιόδους, σύντομα όμως τα χρέη της ομάδας έγιναν ανεξέλεγκτα, οι επιτυχημένοι ποδοσφαιριστές πουλήθηκαν και τελικά η ομάδα υποβιβάστηκε δύο φορές από την Πρέμιερ Λιγκ στην Τσάμπιονσιπ και ακολούθως στη Φούτμπολ Λιγκ Ουάν.[152][153] Το 2012, η σκωτσέζικη Ρέιντζερς Γλασκώβης υποβιβάστηκε από την πρώτη κατηγορία της Σκωτίας στην τέταρτη, λόγω χρεών.[154]
Ομάδες από μικρές χώρες έχουν επίσης προβλήματα με αυτό το θέμα. Λόγω του μικρού πληθυσμού της χώρας, αποκομίζουν λιγότερα χρήματα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα.[155][156] Έτσι υστερούν οικονομικά, ως προς τα έσοδα, από τις ομάδες μεγαλύτερων χωρών, με πιθανό αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν προβλήματα χρέους αν προσπαθούν να ξοδέψουν χρήματα για να συναγωνιστούν μεγάλες ομάδες σε διεθνείς διασυλλογικές διοργανώσεις.[157][158] Κάποιες ομάδες έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν τις τάσεις αυτές με την εκμετάλλευση ποδοσφαιριστών που προέρχονται από τις ακαδημίες τους καθώς και με σοφές επενδύσεις. Τέτοιες ομάδες είναι η Πόρτο και ο Άγιαξ, που αν και είχαν κάποιες επιτυχίες (η Πόρτο κατέκτησε το ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ 2003-04), τείνουν να πουλούν τους ποδοσφαιριστές τους λόγω οικονομικών πιέσεων.[159][160][161][162]
Τα τελευταία χρόνια, η ΟΥΕΦΑ έχει εισαγάγει τον κανονισμό UEFA Financial Fair Play, ώστε να περιορίσει τις ανεξέλεγκτες σπατάλες στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, οι οποίες θα μπορούσαν να απειλήσουν τη μακροπρόθεσμη επιβίωση των ομάδων. Βάσει του κανονισμού, κάθε σύλλογος υποχρεούται να έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα. Σε αντίθετη περίπτωση προβλέπονται ποινές αφαίρεσης βαθμών αλλά και δυνατότητα εγγραφής μόνο ποδοσφαιριστών έως 21 ετών. Παράλληλα, σύλλογοι που τελούν υπό διάλυση ή καθεστώς εκκαθάρισης δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.[163]
Ένα άλλο ποδοσφαιρικό φαινόμενο είναι οι καταγγελίες για διαφθορά, όπως οι «στημένοι» αγώνες. Το επίπεδο της διαφθοράς διαφέρει από χώρα σε χώρα. Μπορεί να εμπλέκει ποδοσφαιριστές, παράγοντες, ομάδες και διαιτητές. Την περίοδο 2005-06 εμφανίστηκαν πολλά σκάνδαλα διαφθοράς. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν το σκάνδαλο για στημένους αγώνες στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία της Γερμανίας, με κεντρικό πρόσωπο τον διαιτητή Ρόμπερτ Χάουζερ, ο οποίος ομολόγησε ότι καθόρισε πολλούς αγώνες και στοιχημάτισε γι' αυτούς. Παρόμοιο σκάνδαλο στημένων αγώνων αποκαλύφθηκε και στη Βραζιλία το 2005. Το 2006 αποκαλύφθηκε στην Ιταλία το σκάνδαλο Καλτσιόπολι, όπου πέντε ομάδες κρίθηκαν ένοχες για στήσιμο αγώνων και τιμωρήθηκαν, με σημαντικότερη τιμωρία τον υποβιβασμό της Γιουβέντους στη β' κατηγορία για την περίοδο 2007-08 και την αφαίρεση του τίτλου της πρωταθλήτριας για την περίοδο 2005-06. Επιπρόσθετα, το 2006 αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο «Apito Dourado» (Χρυσή Σφυρίχτρα) στην Πορτογαλία που περιλάμβανε επηρεασμό ή προσπάθεια επηρεασμού διαιτητών από την Πόρτο και την Μποαβίστα.[164][165] Το 2013 η Ευρωπόλ εξάρθρωσε δίκτυο παράνομων στοιχημάτων και στημένων αγώνων, εντοπίζοντας συνολικά 680 «ύποπτα παιχνίδια» σε 30 χώρες, εκ των οποίων 380 στην Ευρώπη.[166]
Η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου απεικονίζεται και στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Έχουν γραφτεί βιβλία που ασχολούνται με θέματα κουλτούρας και ποδοσφαίρου, όπως η βία, όπως και λεπτομερείς ιστορίες ποδοσφαιρικών γεγονότων. Επιπρόσθετα, για πολλές ομάδες κυκλοφορούν ένα ή περισσότερα φανζίν.[167]
Μια κινηματογραφική ταινία που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα είναι η ταινία του 1981 Escape to Victory (Η μεγάλη απόδραση των 11).[168] Η ταινία βασιζόταν στην αληθινή ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου 11 ποδοσφαιριστές της ΦΚ Ντιναμό Κιέβου και της Λοκομοτίβ Κιέβου που ήταν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ντάρμιτσα, κέρδισαν τη γερμανική Βέρμαχτ, που αποτελείτο από επαγγελματίες Γερμανούς ποδοσφαιριστές που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Οι ποδοσφαιριστές της νικήτριας ομάδας αθέτησαν διαταγή των Γερμανών, όπως χάσουν τον αγώνα και στη συνέχεια εκτελούνται.[169] Η ίδια ιστορία εξιστορείται στο βιβλίο Dynamo του Άντι Ντούγκαν.[170][171]
Έχει ειπωθεί ότι σε ορισμένες χώρες το ποδόσφαιρο έχει γίνει νέα θρησκεία (αν και αυτό είναι αμφιλεγόμενο θέμα).[172][173]
Τα θρησκευτικά πιστεύω είναι επίσης συνηθισμένα στο ποδόσφαιρο. Μερικοί ποδοσφαιριστές είναι θρήσκοι και αυτό μερικές φορές φαίνεται μέσω της συμπεριφοράς τους πριν από ένα παιχνίδι. Στην Αφρική, χρησιμοποιούνται παραδοσιακές τελετουργίες πίστης ώστε να βοηθηθεί η ομάδα να κερδίσει σημαντικά παιχνίδια.[174] Στην Αργεντινή, έχει διαμορφωθεί μια επίσημη θρησκεία γύρω από τον ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα που ονομάζεται Iglesia Maradoniana (Εκκλησία του Μαραντόνα).[175]
Ορισμένες ομάδες έχουν ταυτιστεί με ορισμένες θρησκείες και οι μεταξύ τους ποδοσφαιρικές διαμάχες έχουν και θρησκευτικό χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Ρέιντζερς Γλασκώβης και Σέλτικ Γλασκώβης. Η Σέλτικ ιδρύθηκε από Ιρλανδούς μετανάστες το 1888 και αμέσως οι οπαδοί της ταυτίσθηκαν με τον Καθολικισμό. Η Ρέιντζερς ιδρύθηκε το 1873 αλλά μέχρι να ιδρυθεί η Σέλτικ η ομάδα δεν πρέσβευε κανένα δόγμα. Με την ίδρυση της Σέλτικ ακολούθησαν τον Προτεσταντισμό και άρχισε η μεγάλη κόντρα μεταξύ των δύο μεγάλων ομάδων, η οποία με τα χρόνια μεγάλωνε περισσότερο (μέχρι και δολοφονίες υπήρξαν), απότοκο της κόντρας μίσους καθολικών-προτεσταντών στη Σκωτία από τον 17ο αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι οπαδοί της Σέλτικ δεν κάνουν τον σταυρό τους στο «Άιμπροξ», έδρα της Ρέιντζερς. Ακόμη και σήμερα οι Σκωτσέζοι οπαδοί διαλέγουν ομάδα ανάλογα με τη θρησκεία τους, ενώ μέχρι ενός σημείου η σύνθεση του ρόστερ γινόταν αποκλειστικά με θρησκευτικά κριτήρια.[176]
Σε ορισμένες χώρες, το ποδόσφαιρο έχει συνδεθεί ιστορικά με την πολιτική, είτε σε επίπεδο ομάδων και οπαδών είτε σε επίπεδο ποδοσφαιρικών παραγόντων και πολιτικών. Πολλά πολιτικά πρόσωπα εμπλέκονται άμεσα με το ποδόσφαιρο, αλλά και πολλά πρόσωπα του ποδοσφαίρου εμπλέκονται με την πολιτική. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όντας υποψήφιος ήταν ταυτόχρονα και ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν.[177][178] Πολιτική χροιά έχει η κόντρα μεταξύ των δύο μεγάλων ποδοσφαιρικών ομάδων, Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα. Η μεγάλη έκρηξη στον «ποδοσφαιρικό πόλεμο» της Ισπανίας είχε ξεκάθαρα πολιτικές προεκτάσεις. Τη δεκαετία του 1920 οι φίλαθλοι της Ρεάλ ήταν στην πλειονότητα τους κεντροδεξιοί, υποστηρίζοντας στη συνέχεια τον στρατηγό Φρανθίσκο Φράνκο, ενώ οι φίλαθλοι της Μπαρτσέλονα υποστήριζαν την αυτονόμηση της περιοχής της Καταλονίας και την απόσχισή της από την υπόλοιπη Ισπανία.[179][180] Στην Ιταλία, οι δυο ομάδες που είναι διάσημες για τους πολιτικοποιημένους οπαδούς τους είναι η Λάτσιο και η Λιβόρνο. Οι οπαδοί της Λάτσιο χαρακτηρίζονται ως δεξιοί. Οι οπαδοί της Λιβόρνο χαρακτηρίζονται ως αριστεροί.[181]
Οι παραλλαγές του ποδοσφαίρου κατηγοριοποιούνται σε τρεις κατηγορίες: μείωση ποδοσφαιριστών των ομάδων (π.χ. ποδόσφαιρο 5x5), διεξαγωγή σε χώρους εκτός γηπέδου (π.χ. μπιτς σόκερ, ποδόσφαιρο κλειστού χώρου, ποδόσφαιρο σάλας) και για ομάδες με ποδοσφαιριστές με ειδικές αδυναμίες (π.χ. ποδόσφαιρο στους Παραολυμπιακούς Αγώνες).
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου το οποίο το κάνει ελκυστικό και δημοφιλές είναι το γεγονός ότι ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι μπορεί να δοθεί με ελάχιστο εξοπλισμό. Ένα βασικό ποδοσφαιρικό παιχνίδι μπορεί να διεξαχθεί σχεδόν σε οποιαδήποτε ανοικτή περιοχή λογικού μεγέθους με μόνο μια μπάλα και αντικείμενα για οριοθέτηση των τερμάτων κάθε ομάδας (τυχαίο παιχνίδι). Τέτοια παιχνίδια μπορεί να έχουν ομάδες με διαφορετικά μεγέθη κάθε φορά (σε σχέση με το καθιερωμένο 11 με 11), να χρησιμοποιούν μερικούς ή τροποποιημένους τους επίσημους κανόνες και να διαιτητεύονται από τους ίδιους τους παίκτες.[182]
Έχουν δημιουργηθεί διάφορα επιτραπέζια και ηλεκτρονικά παιχνίδια προσομοίωσης του ποδοσφαίρου, μερικά από τα οποία ήταν και είναι πολύ δημοφιλή. Για μερικά από αυτά διεξάγονται πρωταθλήματα, εγχώρια ή διεθνή.[183][184] Τα πιο γνωστά επιτραπέζια παιχνίδια προσομοίωσης του ποδοσφαίρου είναι το ποδοσφαιράκι (Table football), το ποδοσφαιράκι με ελατήρια (Table Soccer) και το Subbuteo.[185][186][187][188]
Στη σύγχρονη εποχή κυκλοφορούν πάρα πολλά ηλεκτρονικά παιχνίδια προσομοίωσης του ποδοσφαίρου. Το πρώτο ηλεκτρονικό παιχνίδι προσομοίωσης του ποδοσφαίρου ήταν το Tehkan World Cup, που κυκλοφόρησε το 1985. Ακολούθησε το 1989 το Tecmo World Cup '90 από την ίδια εταιρεία. Ακολούθησαν τα παιχνίδια της σειράς Kick Off τα οποία παίζονταν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Στη συνέχεια εμφανίστηκε το η σειρά Sensible Soccer. Ακολούθησε η σειρά Fifa Soccer από την Electronic Arts Sports με πρώτο το FIFA 1995. Το 2001 κυκλοφόρησε το πρώτο παιχνίδι της σειράς Pro Evolution Soccer που παίζεται με την πλατφόρμα PlayStation.[185][186]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.