From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Εξοπλισμός ποδοσφαιριστή είναι ο τέταρτος κανόνας από τους Κανόνες του Παιχνιδιού (κανόνες ποδοσφαίρου) και αναφέρεται στον καθιερωμένο εξοπλισμό και την ενδυμασία των παιχτών στο άθλημα του ποδοσφαίρου. Ο κανόνας αυτός καθορίζει τον ελάχιστο εξοπλισμό τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιεί ένας ποδοσφαιριστής. Επιπρόσθετα, απαγορεύουν τη χρήση οποιουδήποτε αντικειμένου που είναι επικίνδυνο είτε για τον ποδοσφαιριστή, είτε για κάποιο άλλο συμμετέχοντα. Διάφορες διοργανώσεις έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν μεμονωμένα περαιτέρω περιορισμούς, όπως η ρύθμιση του μεγέθους του λογότυπου που εμφανίζεται στις φανέλες των ποδοσφαιριστών ή σε περίπτωση που αγωνίζονται δύο ομάδες με τα ίδια ή παρόμοια χρώματα, η φιλοξενούμενη ομάδα οφείλει να χρησιμοποιήσει ενδυμασία διαφορετικού χρώματος.
Γενικά, οι ποδοσφαιριστές αναγνωρίζονται από τον αριθμό που φέρουν στη στολή τους (πλάτη). Αρχικά, οι ποδοσφαιριστές μιας ομάδας φορούσαν αριθμούς από το 1 έως το 11 που αντιστοιχούσαν στις ποδοσφαιρικές τους θέσεις. Ωστόσο, στο επαγγελματικό επίπεδο η αρίθμηση αυτή δεν υφίσταται και κάθε ποδοσφαιριστής κατέχει ένα σταθερό αριθμό στο ρόστερ της ομάδας για όλη τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής περιόδου. Επίσης, τα επαγγελματικά σωματεία παρουσιάζουν συνήθως τα επώνυμα ή ψευδώνυμα των ποδοσφαιριστών τους στις φανέλες τους, πάνω (ή σπανιότερα από κάτω) από τον αριθμό κάθε ποδοσφαιριστή.
Ο ποδοσφαιρικός εξοπλισμός έχει εξελιχθεί σημαντικά σε σχέση με τα πρώτα στάδια εμφάνισης του παιχνιδιού, όταν οι παίχτες φορούσαν συνήθως παχιές βαμβακερές φανέλες, φουφούλες (παντελόνι που έχει φουσκωτά μπατζάκια) και βαριά και άκαμπτα δερμάτινα παπούτσια. Στον 20ό αιώνα, τα υποδήματα έγιναν πιο ελαφριά και μαλακά και οι ποδοσφαιριστές φορούσαν κοντύτερα παντελονάκια. Επιπρόσθετα, με την αναβάθμιση στην κατασκευή ενδυμάτων και την ελευθερία εκτύπωσης στη στολή οι φανέλες κατασκευάζονταν με ελαφρύτερες, συνθετικές ίνες με όλο και πιο πολύχρωμα και πολύπλοκα σχέδια. Με την άνοδο της διαφήμισης κατά τον ίδιο αιώνα, τα λογότυπα των χορηγών άρχισαν να εμφανίζονται στις φανέλες και πανομοιότυπες, αυθεντικές στολές άρχισαν να παράγονται για πώληση στους φιλάθλους, παρέχοντας υψηλά ποσά εσόδων στις ποδοσφαιρικές ομάδες.
Οι Κανόνες του Παιχνιδιού καθορίζουν το βασικό εξοπλισμό που πρέπει να φοριέται από όλους τους ποδοσφαιριστές στον Κανόνα 4: Ο Εξοπλισμός του Ποδοσφαιριστή. Αναφέρονται πέντε ξεχωριστά αντικείμενα: φανέλα ή κοντομάνικη φανέλα, παντελονάκι, κάλτσες, υποδήματα και επικαλαμίδες.[1][2] Επίσης, επιτρέπεται οι τερματοφύλακες να φοράνε μακριές φόρμες αντί για κοντά παντελονάκια.[3] Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές φοράνε ποδοσφαιρικά παπούτσια με καρφιά [4][5] αν και οι Κανόνες του Παιχνιδιού δε διευκρινίζουν ότι απαιτούνται.[6] Οι φανέλες πρέπει να έχουν μανίκια (είτε κοντά είτε μακριά) και ο κάθε τερματοφύλακας πρέπει να φέρει χρώματα τα οποία θα τον ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους παίχτες, το διαιτητή και τους βοηθούς διαιτητές. Μπορούν επίσης να φορεθούν κάτω από το παντελονάκι εφαρμοστά εσώρουχα («κολλάν»), εφόσον έχουν το ίδιο χρώμα με το παντελονάκι αλλά δεν πρέπει να είναι μακρύτερα από το γόνατο. Οι επικαλαμίδες πρέπει να καλύπτονται πλήρως από τις κάλτσες, να είναι κατασκευασμένες από καουτσούκ, πλαστικό ή παρόμοιο υλικό και «να παρέχουν ικανοποιητικό βαθμό προστασίας».[2][7] Επιπρόσθετα, οι Κανόνες του Παιχνιδιού θέτουν τον περιορισμό ότι ένας ποδοσφαιριστής δεν μπορεί να χρησιμοποιεί ή να φέρει εξοπλισμό που είναι επικίνδυνος για τον ίδιο ή κάποιο άλλο ποδοσφαιριστή.[1][6][7]
Είναι σύνηθες κάποιες διοργανώσεις να διευκρινίζουν ότι οι αναπληρωματικοί ποδοσφαιριστές μιας ομάδας πρέπει να φοράνε τα ίδια χρώματα με τους συμπαίχτες τους που βρίσκονται εντός του αγωνιστικού χώρου, παρόλο που οι Κανόνες του Παιχνιδιού αναφέρουν μόνο ότι οι δύο ομάδες πρέπει να φοράνε χρώματα που τις διαφοροποιούν μεταξύ τους, το διαιτητή και τους βοηθούς διαιτητές.[6] Σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ δύο ομάδων που χρησιμοποιούν τα ίδια ή παρόμοια χρώματα, η φιλοξενούμενη ομάδα πρέπει να χρησιμοποιήσει ενδυμασία άλλου χρώματος[8] Λόγω αυτής της οδηγίας, η δεύτερη επιλογή μιας ομάδας συχνά αναφέρεται ως «εκτός έδρας στολή», αν και είναι σύνηθες φαινόμενο, ειδικά σε διεθνές επίπεδο, μια ομάδα να επιλέγει να φορέσει την εκτός έδρας στολή ακόμη και όταν δεν απαιτείται λόγω ομοιότητας χρωμάτων με την αντίπαλη ομάδα ή στα εντός έδρας παιχνίδια της. Η Εθνική Αγγλίας μερικές φορές αγωνίζεται με κόκκινες φανέλες ακόμα και αν δεν απαιτείται, καθώς είναι η στολή την οποία χρησιμοποίησε όταν κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1966.[9] Ακόμη, πολλές επαγγελματικές ομάδες χρησιμοποιούν επίσης μια τρίτη στολή, η οποία φαινομενικά χρησιμοποιείται όταν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν η κύρια στολή και η εκτός έδρας στολή λόγω ομοιότητας χρωμάτων με την αντίπαλη ομάδα.[10] Πολλές επαγγελματικές ομάδες έχουν διατηρήσει το ίδιο βασικό σχήμα χρωμάτων για πολλές δεκαετίες[10] και τα χρώματα τους αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας της ομάδας.[11] Οι ομάδες που εκπροσωπούν χώρες σε διεθνείς διοργανώσεις γενικά φοράνε τα εθνικά χρώματα από κοινού με άλλες αθλητικές ομάδες του ίδιου έθνους. Αυτά τα χρώματα είναι συνήθως τα χρώματα της εθνικής σημαίας της χώρας, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, η Εθνική Ιταλίας χρησιμοποιεί το μπλε χρώμα το οποίο ήταν το χρώμα του Οίκου της Σαβοΐας, η Εθνική Αυστραλίας όπως και οι περισσότερες αυστραλιανές εθνικές αθλητικές ομάδες χρησιμοποιούν τα εθνικά χρώματα της Αυστραλίας, πράσινο και χρυσό, τα οποία δεν εμφανίζονται στη σημαία της χώρας και η Εθνική Ολλανδίας φοράει πορτοκαλί χρώμα, το χρώμα του Οίκου της Οράγγης Νάσσαου.[12]
Οι φανέλες συνήθως είναι κατασκευασμένες από ένα πλέγμα πολυεστέρα, που δεν παγιδεύει τον ιδρώτα και τη θερμότητα του σώματος με τον ίδιο τρόπο που μια φανέλα κατασκευάζεται από μια φυσική ίνα.[13] Οι περισσότεροι επαγγελματικοί σύλλογοι έχουν τα λογότυπα των χορηγών στην μπροστινή όψη της φανέλας, τα οποία μπορεί να αποφέρουν σημαντικά εισοδηματικά οφέλη στην ομάδα,[14] ενώ κάποιοι προσφέρουν στους χορηγούς την ευκαιρία να τοποθετήσουν το λογότυπο τους και στην πίσω πλευρά της φανέλας.[15] Αναλόγως των τοπικών κανόνων, μπορεί να υπάρχουν περιορισμοί για το μέγεθος των λογότυπων ή για το ποια λογότυπα μπορούν να εμφανίζονται.[16] Διοργανώσεις όπως η Πρέμιερ Λιγκ μπορούν επίσης να απαιτούν από τους παίκτες να φορούν μπαλώματα στα μανίκια τα οποία απεικονίζουν το λογότυπο της διοργάνωσης.[17] Ο αριθμός του ποδοσφαιριστή συνήθως τυπώνεται στην πίσω πλευρά της φανέλας, παρόλο που οι εθνικές ομάδες συχνά τοποθετούν τους αριθμούς στην μπροστινή πλευρά[18] και οι επαγγελματικές ομάδες γενικά τυπώνουν το επώνυμο του ποδοσφαιριστή πάνω από τον αριθμό του.[19] Ο αρχηγός κάθε ομάδας συνήθως απαιτείται να φοράει ένα ειδικό διακριτικό σήμα της ιδιότητας του, ένα ελαστικό περιβραχιόνιο γύρω από το αριστερό μανίκι του, ώστε να αναγνωρίζεται ως ο αρχηγός της ομάδας από το διαιτητή και τους φιλάθλους[8].
Οι πιο σύγχρονοι ποδοσφαιριστές φοράνε ειδικά ποδοσφαιρικά παπούτσια, τα οποία κατασκευάζονται είτε από δέρμα είτε από συνθετικό υλικό. Τα σύγχρονα παπούτσια κόβονται ελαφρά κάτω από τους αστραγάλους, σε αντίθεση με τα παπούτσια που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως, έχοντας επίσης καρφιά που συνδέονται με τα πέλματα. Τα καρφιά μπορεί να είναι φορμαρισμένα απευθείας τοποθετημένα στη σόλα ή αποσπασμένα, συνήθως μέσω ενός σπειρωματοειδούς κοχλία.[20] Τα μοντέρνα παπούτσια, όπως τα Adidas Predator, που αρχικά σχεδιάστηκαν από τον πρώην ποδοσφαιριστή της Λίβερπουλ Φ.Κ. Κρεγκ Τζόνστον[21], διαθέτουν όλο και πιο περίπλοκους, με επιστημονική βοήθεια, σχεδιασμούς όπως θύλακες αέρα στα πέλματα και «καρφιά» με μορφή λεπίδας κατασκευασμένα από καουτσούκ.[22] Οι λεπίδες αυτές έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης καθώς πολλοί κορυφαίοι ποδοσφαιριστές τις θεωρούν υπεύθυνες για τραυματισμούς τόσο στους αντίπαλους ποδοσφαιριστές όσο και στον ίδιο τον ποδοσφαιριστή που φοράει τα παπούτσια.[23][24]
Οι Κανόνες του Παιχνιδιού διευκρινίζουν ότι όλοι οι ποδοσφαιριστές, ανεξάρτητα από το φύλο, πρέπει να φορούν την ίδια στολή. Ωστόσο, το Σεπτέμβριο του 2008 η γυναικεία ολλανδική ομάδα FC ντε Ρακτ έγινε πρωτοσέλιδο διεθνώς αλλάζοντας την παλιά στολή για μια νέα που περιείχε κοντές φούστες και στενές φανέλες. Αυτή η καινοτομία, η οποία είχε ζητηθεί από την ίδια την ομάδα, απορρίφθηκε αρχικά από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Ολλανδίας. Στη συνέχεια όμως η απόφαση ανατράπηκε όταν αποκαλύφθηκε ότι οι ποδοσφαιριστές της FC ντε Ρακτ φορούσαν παντελονάκια κάτω από τις φούστες και ως εκ τούτου ήταν τεχνικά σε συμμόρφωση με τους κανόνες.[25]
Όλοι οι ποδοσφαιριστές επιτρέπεται να φοράνε γάντια[26] και οι τερματοφύλακες συνήθως φοράνε ειδικά γάντια. Πριν τη δεκαετία του 1970, τα γάντια φοριόντουσαν σπάνια,[27] αλλά στη σύγχρονη εποχή είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο κάποιος ποδοσφαιριστής να μη χρησιμοποιήσει γάντια. Στον αγώνα της Εθνικής Πορτογαλίας με αντίπαλο την Εθνική Αγγλίας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 2004, ο Ρικάρντο Περέιρα σχολιάστηκε έντονα για την απόφαση του να αφαιρέσει τα γάντια του κατά τη διαδικασία εκτέλεσης πέναλτι.[28] Από τη δεκαετία του 1980, έχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι στο σχεδιασμό των γαντιών, τα οποία τώρα διαθέτουν προστατευτικά για την αποφυγή της κάμψη των δακτύλων προς τα πίσω, είναι χωρισμένα σε τμήματα για να επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία και οι παλάμες είναι κατασκευασμένες από κατάλληλα υλικά ώστε να προστατεύουν τα χέρια και να ενισχύουν τη λαβή του ποδοσφαιριστή.[27] Τα γάντια είναι διαθέσιμα σε μια ποικιλία διαφορετικών ειδών, όπως τα γάντια με επίπεδη παλάμη, με κόψιμο rollfinger και negative cut για απόλυτη εφαρμογή, με διαφοροποιήσεις στη ραφή και στην εφαρμογή.[29] Οι τερματοφύλακες μερικές φορές φοράνε και καπέλα για να προστατευτούν από την αντανάκλαση του ηλίου ή τους προβολείς που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόδοσή τους.[26] Ποδοσφαιριστές με προβλήματα όρασης μπορούν να φοράνε και γυαλιά εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος για τους ίδιους από πτώση ή θραύση ώστε να καθίστανται επικίνδυνα. Οι περισσότεροι παίχτες με προβλήματα όρασης επιλέγουν να φορούν φακούς επαφής, αν και ο Ολλανδός ποδοσφαιριστής Έντγκαρ Ντάβιντς, ο οποίος δεν μπορεί να φοράει φακούς επαφής λόγω γλαυκώματος, είναι γνωστός για τα χαρακτηριστικά γυαλιά του που τυλίγονται γύρω από το κεφάλι του.[30][31][32] Άλλα αντικείμενα που μπορεί να είναι επικίνδυνα για τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές, όπως κοσμήματα, δεν επιτρέπονται.[6] Άλλα αντικείμενα τα οποία φοριούνται από τους παίχτες είναι οι εσωτερικές επενδύσεις.[33] Οι ποδοσφαιριστές μπορούν επίσης να επιλέξουν να φορέσουν καλύμματα κεφαλής για να προστατέψουν τους εαυτούς τους από τραυματισμούς στο κεφάλι εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος για τον ποδοσφαιριστή που τα φοράει και για τους άλλους ποδοσφαιριστές.[34]
Ο διαιτητής, οι βοηθοί διαιτητές και ο τέταρτος διαιτητής φοράνε στολές με παρόμοιο στυλ με τη στολή των ποδοσφαιριστών. Μέχρι το 1950, οι διαιτητές συχνότερα φορούσαν σπορ σακάκια αντί φανέλες. Η διαιτητική ομάδα πρέπει να φοράει στολή διαφορετικού χρώματος από τη στολή των ποδοσφαιριστών.[35] Το 1998, ο διαιτητής της Πρέμιερ Λιγκ Ντέιβιντ Έλερεϊ αναγκάστηκε να αλλάξει τη φανέλα του στα μέσα ενός παιχνιδιού μεταξύ της Άστον Βίλα και της Γουίμπλεντον ΦΚ καθώς κρίθηκε πολύ παρόμοια με τη φανέλα που φορούσαν οι ποδοσφαιριστές της Γουίμπλεντον ΦΚ.[36] Το μαύρο χρώμα είναι το παραδοσιακό χρώμα που έχουν οι στολές της διαιτητικής ομάδας. Η έκφραση «ο άντρας με τα μαύρα» χρησιμοποιείται ευρέως ως ένας ανεπίσημος όρος για το διαιτητή,[37] παρόλο που όλο και περισσότερα χρώματα χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη εποχή.[38] Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1994 ήταν το πρώτο στο οποίο η FIFA επέτρεψε στη διαιτητική ομάδα να φορέσει στολή που δεν ήταν μαύρου χρώματος.[39] Μερικές φορές οι διαιτητές έχουν στη φανέλα τους το λογότυπο του χορηγού, αν και περιορίζονται συνήθως στα μανίκια.[40]
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία ενός ρούχου ειδικά αφιερωμένου στο ποδόσφαιρο προέρχεται από το 1526 από μια αναφορά για παραγγελία του βασιλιά Ερρίκου Η΄ της Αγγλίας ενός ζευγαριού ποδοσφαιρικών παπουτσιών από το «Great Wardrobe», το γραφείο που ήταν υπεύθυνο για να τον προμηθεύει με ρούχα.[41] Τα πρώτα στοιχεία έγχρωμων φανέλων που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό των ποδοσφαιρικών ομάδων προέρχονται από ποδοσφαιρικά παιχνίδια αγγλικών δημόσιων σχολείων, για παράδειγμα μια εικόνα του Κολλεγίου Γουίντσεστερ από το 1840 με τίτλο «Οι αστοί έχουν κόκκινες και τα αγόρια του κολλεγίου μπλε φανέλες». Τα ίδια χρώματα αναφέρονται και πάλι σε ένα άρθρο του 1858 της αγγλικής αθλητικής εφημερίδας «Bell's Life in London».[42][43] Το 1848, διαπιστώθηκε στο ράγκμπι ότι «σημαντική βελτίωση έχει λάβει χώρα τα τελευταία χρόνια, στην εμφάνιση ενός αγώνα... με τη χρήση ιδιαίτερων στολών που αποτελούνται από βελούδινα καπέλα και μπλούζες»[44]
Οργανωμένο ποδόσφαιρο πρωτοπαίχτηκε στην Αγγλία τη δεκαετία του 1860 και πολλές ομάδες πιθανόν θα έπαιζαν με ότι ρούχα είχαν διαθέσιμα, με τους ποδοσφαιριστές μιας ομάδας να διακρίνονται από έγχρωμα καπέλα ή κορδέλες.[10] Η ρύθμιση αυτή ήταν προβληματική και ένα εγχειρίδιο του παιχνιδιού το 1867 πρότεινε ότι οι ομάδες «θα πρέπει να προσπαθήσουν, αν αυτό μπορεί να ρυθμιστεί προηγουμένως, να έχουν στη μια πλευρά της μπλούζας ρίγες ενός χρώματος, για παράδειγμα κόκκινο, και η άλλη ομάδα άλλο χρώμα, για παράδειγμα μπλε. Αυτό θα απέτρεπε τη σύγχυση και την άγρια προσπάθεια να αποσπάσεις τη μπάλα από το γείτονα σου».[45]
Οι πρώτες τυποποιημένες λωρίδες άρχισαν να εμφανίζονται τη δεκαετία του 1870, με πολλές ομάδες να επιλέγουν για χρώματα τους αυτά που συνδέονται με τα σχολεία ή άλλες αθλητικές οργανώσεις από τις οποίες προέκυψαν οι ομάδες.[10] Οι Μπλάκμπερν Ρόβερς, για παράδειγμα, υιοθέτησαν φανέλες των οποίων το σχέδιο κατά το ήμισυ βασιζόταν στο σχέδιο της ομάδας των πρώην μαθητών του Κολλεγίου Μάλβερν, ένα από τα σχολεία όπου το άθλημα αναπτύχθηκε. Τα αυθεντικά τους χρώματα, γαλάζιο και λευκό, επιλέγηκαν ώστε να αντικατοπτρίζουν τη σύνδεση τους με το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, στο οποίο είχε εκπαιδευτεί ένας αριθμός των ιδρυτών της ομάδας.[46] Τα χρώματα και οι σχεδιασμοί άλλαζαν συχνά στους αγώνες με την Μπόλτον Γουόντερερς, είτε με ροζ φανέλες είτε με άσπρες φανέλες και κόκκινες κηλίδες μέσα στο ίδιο έτος.[47] Αντί τα σύγχρονα παντελονάκια, οι ποδοσφαιριστές φορούσαν μακριές φουφούλες ή μακριά παντελόνια, συχνά με μια ζώνη ή με τιράντες.[48] Ο Λόρδος Κίνεϊρντ, ένα πρώιμο αστέρι του ποδοσφαίρου, αναφέρεται ότι πάντα ήταν περίλαμπρος με ένα μακρύ άσπρο παντελόνι.[49] Δεν υπήρχαν τυπωμένοι αριθμοί στις φανέλες για τον εντοπισμό κάθε ποδοσφαιριστή. Το πρόγραμμα για έναν αγώνα μεταξύ της Κουίνς Παρκ FC και της Γουόντερερς ΦΚ στη Γλασκώβη προσδιορίζει τους ποδοσφαιριστές από τα χρώματα των καπέλων ή των καλτσών τους.[50]
Οι πρώτες επικαλαμίδες φορέθηκαν το 1874 από τον ποδοσφαιριστή της Νότιγχαμ Φόρεστ Σαμ Γουέλερ Γουίντοσον, που έκοψε ένα ζευγάρι βάτων του κρίκετ και τις τοποθέτησε έξω από τις κάλτσες του. Αρχικά η ιδέα γελοιοποιήθηκε αλλά σύντομα υιοθετήθηκε και από άλλους ποδοσφαιριστές.[51] Με την αλλαγή του αιώνα, οι βάτες έγιναν μικρότερες και φορέθηκαν στο εσωτερικό της κάλτσας.[52]
Καθώς το παιχνίδι άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται από το να είναι μια άσκηση για τους πλούσιους ερασιτέχνες και να κυριαρχείται από επαγγελματίες της εργατικής τάξης, οι στολές τροποποιήθηκαν ανάλογα. Οι ίδιες οι ομάδες, και όχι οι ποδοσφαιριστές, ήταν πλέον υπεύθυνες για την αγορά των στολών και τα οικονομικά θέματα. Σε συνδυασμό με την ανάγκη των αυξανόμενων θεατών να εντοπίζουν εύκολα τους ποδοσφαιριστές, εγκαταλείφθηκαν τα ζωηρά χρώματα υπέρ των απλών συνδυασμών των βασικών χρωμάτων. Το 1890, η Football League, η οποία δημιουργήθηκε δύο χρόνια προηγουμένως, καθόρισε ότι δε γίνεται να υπάρχουν δύο ομάδες μέλη της με τα ίδια χρώματα, ώστε να αποφευχθούν οι συγκρούσεις. Ο κανόνας αυτός εγκαταλείφθηκε αργότερα υπέρ ενός άλλου κανόνα που καθόριζε ότι όλες οι ομάδες πρέπει να έχουν διαθέσιμη μια δεύτερη φανέλα διαφορετικού χρώματος.[10] Αρχικά, η γηπεδούχος ομάδα ήταν υποχρεωμένη να αλλάξει τα χρώματα σε περίπτωση ομοιότητας χρωμάτων μεταξύ των δύο ομάδων ενός αγώνα, αλλά το 1921 ο κανόνας τροποποιήθηκε ώστε να απαιτείται να αλλάζει στολή η φιλοξενούμενη ομάδα.[53]
Εξειδικευμένα ποδοσφαιρικά παπούτσια άρχισαν να εμφανίζονται στην επαγγελματική εποχή του ποδοσφαίρου, παίρνοντας τη θέση των καθημερινών παπουτσιών ή των παπουτσιών εργασίας. Οι ποδοσφαιριστές αρχικά απλά κάρφωναν λωρίδες από δέρμα στα παπούτσια τους για να ενισχύσουν τη λαβή τους, οδηγώντας την Ένωση Ποδοσφαίρου Αγγλίας να αποφανθεί το 1863 ότι δεν επιτρεπόταν να προβάλλονται καρφιά από τα παπούτσια. Από τη δεκαετία του 1880, τα παπούτσια της εποχής κατασκευάζονταν από σκληρό δέρμα, είχαν σκληρά καλύμματα δακτύλων και έφταναν ψηλά στους αστραγάλους του ποδοσφαιριστή.[54]
Καθώς το ποδόσφαιρο άρχισε να εξαπλώνεται στην Ευρώπη και πέρα από αυτήν, διάφορες ομάδες υιοθέτησαν στολές παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποιούνταν στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε ορισμένες περιπτώσεις επέλεγαν χρώματα άμεσα εμπνευσμένα από τις βρετανικές ομάδες. Το 1903, η ιταλική Γιουβέντους υιοθέτησε τις μαύρες και άσπρες λωρίδες εμπνευσμένη από τη Νοτς Κάουντι.[55] Δύο χρόνια αργότερα, η Ιντεπεντιέντε της Αργεντινής υιοθέτησε τις κόκκινες φανέλες αφότου ο πρόεδρος της παρακολούθησε τη Νότιγχαμ Φόρεστ να αγωνίζεται.[56]
Το 1904, η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Αγγλίας κατήργησε τον κανόνα ότι οι φουφούλες των ποδοσφαιριστών πρέπει να καλύπτουν τα γόνατά τους και οι ομάδες άρχισαν να φοράνε πιο κοντές. Έγιναν γνωστά ως «σλιπ», όρος που διατηρήθηκε μέχρι το 1960 όπου άρχισε να προτιμάται περισσότερο ο όρος «σορτς».[48] Αρχικά, σχεδόν όλες οι ομάδες φορούσαν σλιπ με χρωματισμό αντίθετο από αυτόν των φανέλων τους.[10] Το 1909, σε μια προσπάθεια να βοηθηθεί ο διαιτητής στον εντοπισμό του τερματοφύλακα ανάμεσα σε ένα πλήθος παιχτών, οι Κανόνες του Παιχνιδιού τροποποιήθηκαν ώστε να προβλέπεται ο τερματοφύλακας να πρέπει φοράει διαφορετικού χρώματος φανέλα από τους συμπαίχτες του. Αρχικά, είχε οριστεί ότι οι φανέλες των τερματοφυλάκων πρέπει να είναι είτε πορφυρές είτε μπλε ρουά, αλλά όταν το πράσινο προστέθηκε ως τρίτη επιλογή το 1912, σχεδόν όλοι οι τερματοφύλακες άρχισαν να παίζουν με πράσινη φανέλα. Την περίοδο αυτή όλοι οι τερματοφύλακες φορούσαν γενικά ένα βαρύ μάλλινο ρούχο που έμοιαζε με πουλόβερ αντί των φανέλων που φορούσαν οι παίχτες εκτός αγωνιστικού χώρου.[48] Μερικά σποραδικά πειράματα με αριθμημένες φανέλες πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1920, αλλά η ιδέα δεν υιοθετήθηκε.[57] Ο πρώτος σημαντικός αγώνας στον οποίο φορέθηκαν αριθμοί ήταν στον τελικό του κυπέλλου Αγγλίας το 1933 μεταξύ της Έβερτον και της Μάντσεστερ Σίτι. Αντί οι αριθμοί να προστεθούν στις υπάρχουσες λωρίδες των ομάδων, έγιναν δύο ειδικά σετ ειδικά για τον τελικό, ένα λευκό και ένα κόκκινο. Η επιλογή για κάθε ομάδα έγινε με το ρίξιμο ενός νομίσματος. Οι ποδοσφαιριστές της Έβερτον φορούσαν αριθμούς από το 1 έως το 11 και οι ποδοσφαιριστές της Μάντσεστερ Σίτι αριθμούς από το 12 έως το 22.[58] Ωστόσο, η τυποποιημένη χρήση των αριθμών από το 1 έως το 11 ήρθε την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν κανόνων για το ποιος παίχτης θα φοράει κάθε αριθμό, συγκεκριμένοι αριθμοί συνδέονταν με συγκεκριμένες θέσεις στον αγωνιστικό χώρο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φανέλα με τον αριθμό 9, η οποία συνήθως ανήκε στον κύριο επιθετικό της ομάδας.[57] Σε αντίθεση με τις συνηθισμένες πρακτικές, οι ποδοσφαιριστές της σκοτσέζικης Σέλτικ Γλασκώβης φορούσαν αριθμούς στα παντελονάκια αντί στις φανέλες τους μέχρι το 1975 για τους διεθνείς αγώνες και μέχρι το 1994 για τους τοπικούς αγώνες.[59] Τη δεκαετία του 1930, υπήρξε επίσης μεγάλη πρόοδος στην κατασκευή παπουτσιών, αφού ήταν διαθέσιμα νέα συνθετικά υλικά και μαλακότερα δέρματα.
Από το 1936, οι παίκτες στην Ευρώπη φορούσαν παπούτσια που ζύγιζαν μόνο το ένα τρίτος του βάρους των άκαμπτων παπουτσιών της περασμένης δεκαετίας, παρόλο που οι βρετανικές ομάδες δεν υιοθέτησαν το νέο στυλ παπουτσιών, με ποδοσφαιριστές όπως ο Μπίλι Ράιτ, να εκδηλώνουν ανοικτά την αντίθεση τους για τα νέα υποδήματα, ισχυριζόμενοι ότι ήταν πιο κατάλληλα για μπαλέτο παρά για ποδόσφαιρο.[60]
Την περίοδο αμέσως μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, πολλές ομάδες στην Ευρώπη αναγκάστηκαν να φοράνε ασυνήθιστες στολές λόγω των περιορισμών στα ρούχα.[10] Η αγγλική Όλνταμ Αθλέτικ, που παραδοσιακά φορούσε μπλε και λευκά, αγωνίστηκε για δύο περιόδους με κόκκινες και λευκές φανέλες που είχε δανειστεί από μια τοπική ομάδα ράγκμπι[61] και η σκοτσέζικη Κλάιντ FC φορούσε χακί στολές.[62] Τη δεκαετία του 1950, οι στολές των ποδοσφαιριστών της νότιας Ευρώπης και της Νότιας Αμερικής έγιναν ελαφρύτερες με σχέδιο V-λαιμό να αντικαθιστά τα κολάρα των φανέλων και τα συνθετικά υφάσματα αντικατέστησαν τις βαριές φυσικές ίνες.[26] Τα πρώτα παπούτσια με κόψιμο κάτω από τον αστράγαλο εισήχθησαν από την Adidas το 1954. Παρόλο που κόστιζαν διπλάσια από τα υφιστάμενα παπούτσια, είχαν τεράστια επιτυχία και παγίωσαν τη θέση της γερμανικής εταιρείας στην ποδοσφαιρική αγορά. Περίπου την ίδια εποχή, η Adidas ανέπτυξε τα πρώτα παπούτσια με βιδωτά καρφιά που μπορούσαν να αλλάξουν ανάλογα με τις συνθήκες του αγωνιστικού χώρου.[20] Άλλες περιοχές άργησαν να εγκρίνουν τα νέα στυλ. Οι βρετανικές ομάδες και πάλι αντιστάθηκαν στην αλλαγή και επέμεναν να φοράνε στολές λίγο διαφορετικές από εκείνες που φοριούνταν πριν τον πόλεμο,[26] ενώ οι ομάδες της ανατολικής Ευρώπης συνέχιζαν να φοράνε στολές που στις υπόλοιπες περιοχές χαρακτηρίζονταν ως παλιομοδίτικες. Η Ντιναμό Μόσχας που περιόδευσε στη Δυτική Ευρώπη το 1945 δέχτηκε σωρεία σχολίων για τα φαρδιά παντελόνια των ποδοσφαιριστών της και την ποιότητα του ποδοσφαίρου τους.[63] Με την έλευση των διεθνών διοργανώσεων όπως το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης, το στυλ της νότιας Ευρώπης εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη ήπειρο και μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι προπολεμικές, βαριές φανέλες και παπούτσια αποσύρθηκαν ολοκληρωτικά. Τη δεκαετία του 1960, υπήρξε μια μικρή καινοτομία στο σχεδιασμό της στολής, με τις ομάδες να επιλέγουν γενικά πιο απλούς συνδυασμούς χρωμάτων, οι οποίοι φαίνονταν καλοί κάτω από το φως των νεοεμφανιζόμενων στο άθλημα προβολέων.[10] Τα σχέδια από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 τυγχάνουν υψηλής εκτίμησης από τους οπαδούς ποδοσφαίρου.[64]
Στη δεκαετία του 1970, οι ομάδες άρχισαν να δημιουργούν έντονα μεμονωμένες λωρίδες. Το 1975, η Λιντς Γιουνάιτεντ, που είχε αλλάξει τα παραδοσιακά της χρώματα, μπλε και χρυσό, σε λευκό χρώμα για να μιμηθεί τη Ρεάλ Μαδρίτης.[65] Έτσι, έγινε η πρώτη ομάδα που σχεδίασε φανέλες που θα μπορούσαν να πωληθούν στους φιλάθλους της ως αυθεντικές φανέλες της ομάδας. Καθοδηγούμενες από εμπορικές επιχειρήσεις, άλλες ομάδες ακολούθησαν σύντομα το παράδειγμα της, προσθέτοντας τα λογότυπα των κατασκευαστών και ένα υψηλότερο επίπεδο ταινιοπλεκτικής.[10] Το 1973, η γερμανική ομάδα Άιντραχτ Μπράουνσβαϊχ υπέγραψε συμφωνία με την τοπική παραγωγό αλκοόλ Jägermeister για να τοποθετηθεί το λογότυπο της στο μπροστινό μέρος των φανελών των ποδοσφαιριστών.[66] Σύντομα όλες οι σημαντικές ομάδες υπέγραψαν παρόμοιες συμφωνίες και το κόστος για τις εταιρείες που χορηγούσαν μεγάλες ομάδες αυξήθηκε δραματικά. Το 2008, η γερμανική Μπάγερν Μονάχου έλαβε 25 εκατομμύρια ευρώ ως χορηγία από την εταιρεία τηλεπικοινωνιών Deutsche Telekom.[67] Ωστόσο, οι ισπανικές ομάδες Μπαρτσελόνα και Αθλέτικ Μπιλμπάο αρνήθηκαν να επιτρέψουν την εμφάνιση λογότυπων στις φανέλες τους, μέχρι το 2005.[68] Μέχρι το 2011, η Μπαρτσελόνα αρνήθηκε τους πληρωμένους διαφημιστές αλλά αποδέχτηκε την τοποθέτηση του λογότυπου της UNICEF στη φανέλα της ενώ προσφέρει και 1,5 εκατομμύριο ευρώ στη UNICEF ως φιλανθρωπία ανά έτος.[69] Επιπρόσθετα και οι ποδοσφαιριστές άρχισαν να υπογράφουν ατομικά συμφωνίες χορηγίας με εταιρίες. Το 1974, ο Γιόχαν Κρόιφ αρνήθηκε να φορέσει τη στολή της Εθνικής Ολλανδίας με την επωνυμία της Adidas αφού ερχόταν σε σύγκρουση με το ατομικό του συμβόλαιο με την Puma και του επιτράπηκε να φορέσει μια έκδοση της ίδιας στολής χωρίς την επωνυμία της Adidas.[70] Η Puma έχει επίσης καταβάλει στον Πελέ 120.000 δολάρια για να φορέσει τα παπούτσια της και συγκεκριμένα ζήτησε να λυγίσει προς τα κάτω και να δέσει τα κορδόνια του στην έναρξη του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 1970, εξασφαλίζοντας μια κοντινή εικόνα των παπουτσιών για το παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό.[71]
Στη δεκαετία του 1980, κατασκευαστές, όπως η Hummel και η Adidas, ξεκίνησαν να σχεδιάζουν φανέλες με διάσπαρτα περίτεχνα σχέδια, καθώς η νέα τεχνολογία οδήγησε στην εισαγωγή στοιχείων όπως εκτύπωση σκιών και λεπτών ριγών.[10] Η Hummel σχεδίασε μια καινοτόμα για την εποχή φανέλα για την Εθνική Δανίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1986, μοιράζοντας τη φανέλα σε δύο μέρη: το πρώτο ήταν λευκό και το δεύτερο αποτελείτο από κόκκινες και λευκές λωρίδες.[72] Τα παντελονάκια έγιναν κοντύτερα όσο ποτέ προηγουμένως τις δεκαετίες του 1970 και του 1980,[57] και συνήθως περιλάμβαναν τον αριθμό του ποδοσφαιριστή στην μπροστινή όψη τους.[73] Στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας 1991 οι ποδοσφαιριστές της Τότεναμ παρατάχθηκαν με πολύ μακριά παντελονάκια. Εκείνη την εποχή η νέα εμφάνιση χλευάστηκε, αλλά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα οι ομάδες της Βρετανίας αλλά και του υπόλοιπου κόσμου υιοθέτησαν τα μακρύτερα παντελονάκια.[74] Τη δεκαετία του 1990, ο σχεδιασμός των φανέλων γινόταν όλο και πιο πολύπλοκος, με πολλές ομάδες να αγωνίζονται με εξαιρετικά φανταχτερά χρώματα. Οι αποφάσεις για το σχεδιασμό των φανέλων επηρεάζονταν όλο και περισσότερο από την ανάγκη η φανέλα να δείχνει καλή όταν φοριόταν από τους φιλάθλους σαν ένα αντικείμενο μόδας,[10] αλλά πολλοί σχεδιασμοί της εποχής εκείνης έχουν χαρακτηριστεί ως οι χειρότεροι όλων των εποχών.[75] Το 1996, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πρόσθεσε μια γκρι λωρίδα που είχε σχεδιαστεί για να δείχνει καλά όταν φοριόταν με τζιν παντελόνι, αλλά εγκαταλείφθηκε στη διάρκεια της περιόδου καθώς, στο ημίχρονο ενός αγώνα, ο προπονητής της ομάδας Άλεξ Φέργκιουσον υποστήριξε ότι ο λόγος που η ομάδα του έχανε με σκορ 3-0 ήταν το γεγονός ότι οι παίχτες του δεν μπορούσαν να διακρίνουν ο ένας τον άλλο στον αγωνιστικό χώρο. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ διαφοροποίησε τα χρώματα της στο δεύτερο ημίχρονο και σκόραρε ένα τέρμα, χωρίς να δεχτεί κάποιο άλλο.[76] Επιπρόσθετα, τα κορυφαία πρωταθλήματα εισήγαγαν τους αριθμούς στα ρόστερ της ομάδας, όπου κάθε ποδοσφαιριστής αντιστοιχούσε σε ένα συγκεκριμένο αριθμό σε όλη τη διάρκεια της περιόδου.[77] Ακόμη, είχε επικρατήσει η σύντομη σε διάρκεια μανία, μετά από την επίτευξη ενός γκολ, η μετακίνηση ή η πλήρης αφαίρεση της φανέλας κατά τον πανηγυρισμό, αποκαλύπτοντας πολιτικά, θρησκευτικά ή προσωπικά συνθήματα τα οποία είχαν εκτυπωθεί στις εσωτερικές φανέλες. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην απόφαση του Διεθνούς Ποδοσφαιρικού Συμβουλίου (το οποίο καθορίζει τους Κανόνες του Παιχνιδιού) το 2002, ότι οι εσωτερικές φανέλες δεν πρέπει να περιέχουν συνθήματα ή λογότυπα.[78] Από το 2004 αν κάποιος ποδοσφαιριστής αφαιρέσει τη φανέλα του τιμωρείται.[79]
Η αγορά των πανομοιότυπων, αυθεντικών φανέλων των ομάδων έχει αυξηθεί πάρα πολύ, με τα έσοδα των κορυφαίων συλλόγων και τη συχνότητα με την οποία οι σχεδιασμοί τους διαφοροποιούνται να υπόκεινται σε αυξημένο έλεγχο, ειδικότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι αγορά τέτοιων φανέλων είναι μεγαλύτερη από 200 εκατομμύρια λίρες.[80] Αρκετές ομάδες έχουν κατηγορηθεί για τον προκαθορισμό των τιμών. Το 2003, επιβλήθηκε πρόστιμο 1,65 εκατομμυρίων λιρών στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από το Υπουργείο Δικαίου Εμπορίου του Ηνωμένου Βασιλείου.[81] Οι υψηλές τιμές των αυθεντικών φανέλων μιας ομάδας οδήγησε πολλούς φιλάθλους στην αγορά ψεύτικων απομιμήσεων που εισάγονται από χώρες όπως η Ταϊλάνδη και η Μαλαισία.[82] Παρ' όλα αυτά, η δυνατότητα αγοράς φανέλας της ομάδας από τους φιλάθλους με το όνομα και τον αριθμό ενός παίχτη που είναι το αστέρι της ομάδας, μπορεί να επιφέρει σημαντικά έσοδα σε μια ομάδα. Τους πρώτους έξι μήνες μετά τη μεταγραφή του Ντέιβιντ Μπέκαμ στη Ρεάλ Μαδρίτης, η ομάδα πούλησε περισσότερες από ένα εκατομμύριο φανέλες που έφεραν το όνομα του.[83] Έχει επίσης αναπτυχθεί η αγορά φανέλων που φορούσαν διάφοροι ποδοσφαιριστές κατά τη διάρκεια σημαντικών αγώνων, οι οποίες πωλούνται ως συλλεκτικά αντικείμενα. Η φανέλα που φορούσε ο Πελέ στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1970 πωλήθηκε σε δημοπρασία για πάνω από 150.000 λίρες το 2002.[84]
Πολλές εξελίξεις έχουν λάβει χώρα από το 2000 σχετικά με το σχεδιασμό της ποδοσφαιρικής στολής, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Το 2002, η Εθνική Καμερούν αγωνίστηκε στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής στο Μάλι φορώντας φανέλες χωρίς μανίκια,[85] αλλά αργότερα η ΦΙΦΑ έκρινε ότι τα ενδύματα αυτά δεν μπορούσαν να θεωρηθούν φανέλες και ως εκ τούτου δεν επιτρέπονται σύμφωνα με τους Κανόνες του Παιχνιδιού.[86] Η Puma αρχικά πρόσθεσε «αόρατα» μαύρα μανίκια, προκειμένου η στολή να συμμορφωθεί με την απόφαση της ΦΙΦΑ, αλλά αργότερα προμήθευσε την ομάδα με ένα νέο είδος αμάνικων φανελών.[76] Η ΦΙΦΑ διέταξε την ομάδα να μη φορέσει το νέο είδος αλλά δε λήφθηκε υπόψη, με αποτέλεσμα η Εθνική Καμερούν να τιμωρηθεί με αφαίρεση έξι βαθμών στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006,[87] Η απόφαση αυτή ανατράπηκε ύστερα από προσφυγή.[88] Πιο πετυχημένες ήταν οι στενές εφαρμοστές φανέλες που σχεδιάστηκαν για την Εθνική Ιταλίας από την εταιρεία Kappa, ένα στυλ που μιμήθηκαν και άλλες εθνικές ομάδες και σύλλογοι.[76]
Μια άλλη σύντομη μόδα ήταν τα καλύμματα κεφαλής, των οποίων η χρήση τερματίστηκε όταν το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο τα απαγόρευσε ως δυνητικά επικίνδυνα.[89][90] Το 2007, το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο απαγόρευσε τη χρήση μαντίλας από γυναίκες ποδοσφαιριστές. Η απαγόρευση αυτή τερματίστηκε το 2012 μετά από πίεση του πρίγκιπα της Ιορδανίας Αλί Μπιν Αλ Χουσεΐν[91] Ωστόσο, η Γαλλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ανακοίνωσε ότι θα διατηρήσει την απαγόρευση, λόγω της γαλλικής άποψης για απαγόρευση της μαντίλας.[92]
Η FIFA έχει θεσπίσει κανόνες σχετικά με τη θέση και το μέγεθος των συμβόλων, λογότυπων και σημαιών στις εμφανίσεις των εθνικών ομάδων. Για παράδειγμα, απαγορεύει τη χρήση χορηγών στις φανέλες των εθνικών ομάδων, σε επίσημες και φιλικές αναμετρήσεις. Επίσης, απαγορεύει τη χρήση αναφορών με θρησκευτικό ή πολιτικό περιεχόμενο, στις εμφανίσεις εθνικών ομάδων και συλλόγων.[93]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.