Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Νίλτον ντος Σάντος (πορτογαλικά Βραζιλίας: Nílton dos Santos, [ορθή προφορά:ˈniwtõ ˈsɐ̃tus], 16 Μαΐου 1925 – 27 Νοεμβρίου 2013) ήταν Βραζιλιάνος διεθνής ποδοσφαιριστής, που αγωνιζόταν ως αριστερός πλάγιος αμυντικός. Με την Εθνική Βραζιλίας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 και αυτό του 1962, αποτελώντας βασικό μέλος. Θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές[1][2] και από τους σπουδαιότερους αμυντικούς όλων των εποχών, για ορισμένους ο καλύτερος στη θέση του.[3][4][5] Έχει επιλεγεί στην καλύτερη ενδεκάδα του 20ού αιώνα.[6]
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 16 Μαΐου 1925 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Τόπος γέννησης | Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία | |||||||||||||||||||||||||||||||
Ημερ. θανάτου | 27 Νοεμβρίου 2013 (88 ετών) | |||||||||||||||||||||||||||||||
Τόπος θανάτου | Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία | |||||||||||||||||||||||||||||||
Ύψος | 1,80 μ. | |||||||||||||||||||||||||||||||
Θέση | Αμυντικός | |||||||||||||||||||||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||||||||||||||||||||
1948–1964 | Μποταφόγκο | 334 | (6) | |||||||||||||||||||||||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||||||||||||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||||||||||||||||||||
1949–1962 | Βραζιλία | 75 | (3) | |||||||||||||||||||||||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Σάντος γεννήθηκε στο νησί Γκοβερναδόρ στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το πρώτο από τα επτά παιδιά. Ο πατέρας του ήταν ψαράς και η μητέρα του καθαρίστρια σχολείων. Σε ηλικία 12 ετών συμμετείχε στη δημιουργία παιδικής ομάδας με φίλους του με το όνομα Φούμο (Fumo), όπου επέλεξε τη θέση του στο γήπεδο - αριστερά στην επίθεση.[7] Στην ηλικία των 14 ετών σταμάτησε το σχολείο και εντάχθηκε στον πρώτο του σύλλογο, την Φλεξέιρας, μια τοπική ερασιτεχνική ομάδα.[8]
Ανακαλύφθηκε από έναν αξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας ενώ έκανε τη στρατιωτική του θητεία. Έκανε το ντεμπούτο του για την Μποταφόγκο στις 21 Μαρτίου 1948 σε ένα φιλικό παιχνίδι με την Αμέρικα Μινέιρο, στο οποίο η ομάδα του έχασε 1–2, αλλά ο ίδιος αναγνωρίστηκε από τον τύπο ως ο καλύτερος παίκτης της συνάντησης.[7] Αγωνίστηκε ως αμυντικός στο αριστερό άκρο, η εμμονή του όμως στην επίθεση παρέμεινε και τον έκανε να καινοτομήσει το ποδόσφαιρο της εποχής του, με τα πρωτόγνωρα τρεξίματά του από τα πλάγια.[9][10] Στο πρωτάθλημα έκανε την πρώτη του εμφάνιση στις 19 Σεπτεμβρίου 1948 σε ηλικία 23 ετών σε αγώνα με αντίπαλο την Κάντο ντο Ρίο σημειώνοντας και το πρώτο του γκολ. Εκείνη τη σεζόν αγωνίστηκε σε 34 συνολικά παιχνίδια και κατέκτησε τον πρώτο πολιτειακό τίτλο, με την ομάδα να έχει την καλύτερη άμυνα. [11] Δεν ξεκίνησε με προθυμία την καριέρα του ως αμυντικός καθώς το σκληρό παιχνίδι δεν τον εκπροσωπούσε.[6] Με τις επελάσεις του από τα αριστερά στην άμυνα, αποτέλεσε έναν από τους πρώτους (αν όχι ο πρώτος[10]) πλήρεις αμυντικούς που συμμετείχαν στο επιθετικό παιχνίδι.[12][13][14] Το 1950 υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο έχοντας καθιερωθεί στη βασική ομάδα.[15] Η συλλογική καταξίωση όμως δεν ήρθε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με Μποταφόγκο να διάθεση καλή άμυνα, παραμένοντας αδύνατη στην επίθεση.
Ο Σάντος αγωνίστηκε σε όλη την επαγγελματική του καριέρα για τη Μποταφόγκο με την οποία κέρδισε το κρατικό (πολιτειακό) πρωτάθλημα τέσσερις φορές (1948, 1957, 1961 και 1962) με την προσχώρηση των Γκαρίντσα και Ντίντι να αλλάζει την τύχη της ομάδας.[6][16] Παρ' αυτά είχε πει: «Δεν ζήλευα ποτέ στους σημερινούς παίκτες τα χρήματα, αλλά την ελευθερία που έχουν να προχωρήσουν».[17]
Ονομάστηκε «η εγκυκλοπαίδεια» λόγω της γνώσης του για το άθλημα του ποδοσφαίρου. Ψηλός, με γερή σωματοδομή, κομψός και ευέλικτος στον τρόπο παιχνιδιού του, ήταν συνήθως ψύχραιμος υπό πίεση, αντιμετώπιζε σταθερά το τάκλιν. Εκτός από τις αμυντικές του ικανότητες παγκόσμιας η πολύ καλή τεχνική του τον βοήθησαν στις επιθετικές του πρωτοβουλίες και ήταν πάντα έτοιμος να χρησιμοποιήσει το δυνατό αριστερό του πόδι.[8][18][19] Ήταν ειδικός στο να απομακρύνει την μπάλα από τους αντιπάλους με ευκρινείς, όμορφες χρονικά προσπάθειες και έξυπνα κοψίματα, που γεννήθηκαν από την έντονη αίσθηση θέσης του. Ως αποτέλεσμα, έτεινε να παραμένει χωρίς τραυματισμούς, ασυνήθιστο για έναν αμυντικό του επιπέδου του.[6] Ο ίδιος περιγράφει τον τρόπο παιχνιδιού του ως εξής: «Μεγάλωσα πολύ αδύνατος, αλλά δυναμικός και ανθεκτικός τύπος. Δεν υπέφερα ποτέ από σοβαρές ασθένειες και μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο χωρίς να κουράζομαι. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, οι αντίπαλοί μου προσπάθησαν να με σταματήσουν με λανθασμένες τεχνικές, αλλά σπάνια κάποιος τα κατάφερε. Απέφευγα, πήδηγα πάνω από τα πόδια των άλλων. Μου έσκιζαν τις φανέλες, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με σταματήσει».[9] «Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν απαγορευμένο για έναν πλάγιο αμυντικό να περάσει από τη μεσαία γραμμή», έλεγε ο Νίλτον Σάντος χρόνια αργότερα, όμως οι επιθετικές του ικανότητες ήταν αυτές που τον έκαναν να ξεχωρίζει.[16] Ο τελευταίος του επίσημος αγώνας ήταν στις 13 Δεκεμβρίου 1964 κόντρα στη Φλαμένγκο στο Μαρακανά για το Πρωτάθλημα του Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου απέσπασε ένα μεγάλο αφιέρωμα και έκλεισε την καριέρα του με νίκη 1–0.[7] Λίγους μήνες πριν από τον αγώνα, ζητήθηκε από τη διοίκηση της Μποταφόγκο να πραγματοποιήσει έναν αποχαιρετιστήριο αγώνα προς τιμήν του Σάντος, αλλά αρνήθηκαν, επικαλούμενοι το γεγονός ότι τότε κάθε παίκτης, τελειώνοντας την καριέρα του στον σύλλογο, θα απαιτούσε ένα αποχαιρετιστήριο παιχνίδι, για το οποίο θα χρειαζόταν μεγάλο οικονομικό κόστος. Λίγες ημέρες αργότερα έπαιξε άλλον έναν αγώνα, ένα φιλικό με την Μπαΐα, που έγινε το τελευταίο στην καριέρα του. Ωστόσο, το συμβόλαιο του Σάντος ίσχυε για άλλους έξι μήνες και η διοίκηση του συλλόγου επέμενε να παραμείνει στην περιοδεία της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής, αλλά ο Σάντος ήταν σταθερός στην απόφασή του. Συνολικά αγωνίστηκε σε 723 παιχνίδια με τη Μποταφόγκο και σημείωσε 11 γκολ.[20]
Έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική του ομάδα κατά τη διάρκεια του Πρωταθλήματος Νότιας Αμερικής (μετέπειτα Κόπα Αμέρικα) του 1949 σε αγώνα απέναντι στην Κολομβία, όπου μπήκε ως αλλαγή στο δεύτερο ημίχρονο (5–0). Αυτός ο αγώνας ήταν ο μοναδικός που έπαιξε στη διοργάνωση, στην οποία η ομάδα της Βραζιλίας κατέκτησε τον τρίτο της τίτλο στη Νότια Αμερική, ενώ το παιχνίδι με τους Κολομβιανούς ήταν το μοναδικό στο πρωτάθλημα στο οποίο η ομάδα δεν δέχθηκε γκολ. Ήταν μέλος στην ομάδα της Βραζιλίας για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950, αλλά δεν αγωνίστηκε, ενώ κλήθηκε ξανά το 1952, αντιμετωπίζουν τας και αυτός τις συνέπειες της ήταν του χαμένου τελικού.[21]
Συμμετείχε στο Πρωτάθλημα Νότιας Αμερικής εκείνης της χρονιάς, όπου έπαιξε πέντε αγώνες κατακτώντας και το τρόπαιο. Την επόμενη χρονιά, στο Πρωτάθλημα Νότιας Αμερικής συμμετείχε σε έξι παιχνίδια στη διοργάνωση, χάνοντας μόνο τον αγώνα με τον Ισημερινό. Στο ίδιο τουρνουά, στις 27 Μαρτίου, σημείωσε το πρώτο του γκολ για την εθνική ομάδα, με αντίπαλο την Παραγουάη, αλλά αυτό δεν βοήθησε την ομάδα του, η οποία έχασε με 1–2. Στη βαθμολογία οι Βραζιλιάνοι πέτυχαν ισάριθμους βαθμούς με την Παραγουάη και είχε προγραμματιστεί τελικός αγώνας μεταξύ των δύο ομάδων. Ο Σάντος ήταν στην αρχική ενδεκάδα, αλλά αντικαταστάθηκε στο ημίχρονο, με το δεύτερο να είναι καταστροφικό για τη Βραζιλία που έχασε με 0–3.[22][23] Ο Σάντος ήταν βασικός παίκτης στην άμυνα κατά τη διάρκεια των τελικών φάσεων του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, 1958 και 1962 [24] και έγινε διάσημος για τη δημιουργία ενός εξαιρετικού τέρματος με ατομική προσπάθεια στη διοργάνωση του 1958, όταν αγωνίστηκε η Βραζιλία απέναντι στην Αυστρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ντρίμπλαρε, ο προπονητής της εθνικής ομάδας Βισέντε Φεόλα, χειρονομούσε απελπισμένος και φώναξε «γύρνα, Νίλτον, γύρνα πίσω», φοβούμενος ότι ο αμυντικός θα έχανε την μπάλα και έτσι θα οργανώσει μια αντεπίθεση του αντιπάλου. Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης του 1958.[8][7][25] Στον αγώνα της πρώτης φάσης με τη Γιουγκοσλαβία (1-1) έδωσε την ασίστ στο Ντίντι για την ισοφάριση. Ήταν από τους αρνητικούς πρωταγωνιστές της αναμέτρησης με την Ουγγαρία στη διοργάνωση του 1954 (προημιτελικός που έληξε με νίκη των Μαγυάρων στην παράταση με 4–2), μιας συνάντησης που έμεινε γνωστή ως «Μάχη της Βέρνης», συνάντηση στην οποία αποβλήθηκε στο 71ο λεπτό μετά από καυγά του με τον Γιόζεφ Μπόζικ, ο οποίος επίσης αποβλήθηκε.[26][27][28]
Τρεις φορές ήταν στη δεύτερη θέση του Κόπα Αμέρικα (1953, 1957, 1959).[29] Στη διοργάνωση του 1957 συμμετείχε σε όλους τους αγώνες εκτός αυτού με την Αργεντινή που έληξε με νίκη των μελλοντικών τροπαιούχων με 3–0. Με την εθνική ομάδα της Βραζιλίας αγωνίστηκε σε 75 συναντήσεις και σημειώσε 3 γκολ. Το τελευταίο του παιχνίδι ήταν ο νικηφόρος τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1962.[22]
Αφού σταμάτησε να παίζει η «εγκυκλοπαίδεια ποδοσφαίρου» είχε μια σύντομη καριέρα ως προπονητής. Πέρασε από πέντε μικρές ομάδες (Galícia and Vitória da Bahia, Bonsucesso, São Paulo do Rio Grande do Sul και Taguatinga de Brasília), αλλά σύντομα εγκατέλειψε την καριέρα του προπονητή. Εξειδικεύτηκε στην αφήγηση διασκεδαστικών αποσπασμάτων από τη ζωή του Γκαρίντσα, του συμπαίκτη και στενού φίλου του για πολλά χρόνια. Ήταν ο Σάντος αυτός που παρότρυνε τη διοίκηση της Μποταφόγκο να το εντάξουν στη δύναμη της ομάδας. Αυτή ήταν μόνο μία από τις πολλές διορατικές παρεμβάσεις στις υποθέσεις του συλλόγου και της χώρας.[6] Το 2000 ανέπτυξε ένα κοινωνικό πρόγραμμα με νέους μέσω του ποδοσφαίρου στην πολιτεία Τοκαντίνς, η τοπική κυβέρνηση τον τίμησε με τη μετονομασία του σταδίου σε Nilton Santos Stadium στο Πάλμας.[30]
Το 1998 στις εκλογές που διεξήγαγε η FIFA, ο Σάντος χαρακτηρίστηκε ως ο καλύτερος αριστερός οπισθοφύλακας όλων των εποχών και επιλέχθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα του 20ού αιώνα.[5][31] Το 2000 ψηφίστηκε από την IFFHS ένατος καλύτερος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα και ήταν πρώτος από τους αμυντικούς.[32] Μία ακόμα διάκριση ήρθε το 2004, όταν ο Πελέ, τον ονόμασε έναν από τους 125 καλύτερους ποδοσφαιριστές εν ζωή.[33] Συνεχίζοντας, το 2009, ήταν ο παραλήπτης του Golden Foot Legends βραβείου.[34] Το 2009 ένα άγαλμά του εγκαινιάστηκε μπροστά από τις πύλες στον τομέα της Δυτικής πτέρυγας στο Ολυμπιακό Στάδιο Ζοάο Χαβελάνζε, το οποίο αργότερα θα μετονομαστεί στο «Στάδιο Νίλτον Σάντος» ως αφιέρωμα από το σύλλογο στο μεγάλο ποδοσφαιριστή.[35]
Παρέμεινε κοντά στην ομάδα του Μποταφόγκο και σε μεγάλη ηλικία χωρίς να διατηρηθεί επίσημη σχέση με την ομάδα. Το 2008, προσεβλήθει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε γηροκομείο λόγω των οικονομικών του δυσχερειών. Ο Σάντος απεβίωσε από πνευμονική λοίμωξη στις 27 Νοεμβρίου 2013, σε ηλικία 88 ετών, στο Ρίο ντε Τζανέιρο.[20]
Εθνική ομάδα | Έτος | Αγώνες | Γκολ |
---|---|---|---|
Βραζιλία | 1949 | 1 | 0 |
1950 | 4 | 0 | |
1951 | 0 | 0 | |
1952 | 5 | 0 | |
1953 | 6 | 1 | |
1954 | 7 | 0 | |
1955 | 2 | 0 | |
1956 | 11 | 0 | |
1957 | 7 | 0 | |
1958 | 8 | 1 | |
1959 | 2 | 0 | |
1960 | 8 | 0 | |
1961 | 3 | 0 | |
1962 | 10 | 1 | |
Σύνολα | 75 | 3 |
Μποταφόγκο
Βραζιλία
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.