Ούγγρος ποδοσφαιριστής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γιόζεφ Μπόζικ (ουγγρικά: Bozsik József , ουγγρική προφορά: [ˈjoːʒɛf ˈboʒik] , 28 Νοεμβρίου 1925 – 31 Μαΐου 1978) ήταν Ούγγρος ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν ως μέσος. Πέρασε όλη την καριέρα του στη Χόνβεντ και ήταν βασικό μέλος των «Μαγικών Μαγυάρων» συμμετέχοντας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 και το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954. Θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους μέσους όλων των εποχών.[1][2][3]
Το 1954 με τη Χόνβεντ | ||||||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 28 Νοεμβρίου 1925 | |||||||||||||
Τόπος γέννησης | Κισπέστ, Ουγγαρία | |||||||||||||
Ημερ. θανάτου | 31 Μαΐου 1978 (52 ετών) | |||||||||||||
Τόπος θανάτου | Βουδαπέστη, Ουγγαρία | |||||||||||||
Ύψος | 1,73 μ. | |||||||||||||
Θέση | Μέσος | |||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1943–1962 | Χόνβεντ Βουδαπέστης | 477 | (33) | |||||||||||
Σύνολο | 477 | (33) | ||||||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1947–1962 | Ουγγαρία | 101 | (11) | |||||||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||||||
1966–1967 | Χόνβεντ Βουδαπέστης | |||||||||||||
1974 | Ουγγαρία | |||||||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Γεννήθηκε στο Κισπέστ, τώρα προάστιο της Βουδαπέστης. Μεγάλωσε παίζοντας ποδόσφαιρο στο τοπικό γήπεδο ποδοσφαίρου με τον καλύτερο φίλο και γείτονά του Φέρεντς Πούσκας, τα σπίτια των οποίων ήταν δίπλα Αργότερα, οι γονείς του Πούσκας πούλησαν το σπίτι τους σε αυτούς του Μπόζικ.[4][5] Ως 11χρονος, προσέλκυσε το ενδιαφέρον της τοπικής Κισπέστ και ο σύλλογος τον ενέταξε στην ομάδα νέων.
Το 1943 έκανε το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα απέναντι στη Βάσας ΣΚ.[5] Με την Εθνική Ουγγαρίας αγωνίστηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 22 ετών απέναντι στη Βουλγαρία στις 17 Αυγούστου 1947 και συνέχισε να παίζει για 101 φορές, ο πρώτος Ούγγρος που ξεπέρασε το όριο των 100 συμμετοχών και ο τρίτος ποδοσφαιριστής στον κόσμο που κατάφερε κάτι τέτοιο. Το εθνικό του ρεκόρ καταρρίφθηκε το 2016.[5] Έγινε γρήγορα διεθνώς γνωστός, έχοντας προτάσεις από ομάδες του εξωτερικού, αλλά προτίμησε να παραμείνει στη χώρα του με το σύλλογο να προσφέρει σε αυτόν και τον Πούσκας ένα κατάστημα σιδερικών για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα κρατικοποίησης των μικρών επιχειρήσεων και το σιδηρουργείο έπαψε να είναι δικό τους.[6][7] Σημείωσε 11 γκολ έως τις 18 Απριλίου 1962 σε αγώνα με αντίπαλο την Ουρουγουάη.[8]
Αγωνιζόμενος ως κεντρικός μέσος, ήταν ιδιαίτερα ταλαντούχος και έξυπνος στον τρόπο παιχνιδιού του, τεχνικά ικανός και με καλή πάσα αναλαμβάνοντας έτσι επιτελικές αρμοδιότητες. Παράλληλα ήταν αποτελεσματικός σε αμυντικές προσπάθειες έχοντας έτσι ρόλο ισορροπίας στην ομάδα. Ιδιαίτερα ανθεκτικός, δεν είχε ως επιτιθέμενος στόχο την επίτευξη γκολ παρά τις δυναμικές του επελάσεις συνήθως από δεξιά.[9][10][11] Οι διαγώνιες μπάλες από τα δεξιά της μεσαίας γραμμής έβρισκαν σχεδόν πάντα τις έξυπνες διαδρομές του Πούσκας. Χρειάστηκε χρόνος για πολλούς στην Χόνβεντ και στην Ουγγαρία να εκτιμήσουν πλήρως τις ιδιότητες που έφερε ο Bozsik στην ομάδα, δεδομένης της συγκριτικής του έλλειψης ρυθμού, αλλά σταδιακά συνειδητοποίησαν την τεράστια αξία του με τις ικανότητες που πρόσφερε στη μεσαία γραμμή αποδείχθηκαν ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της ομάδας.[12] Σε συλλογικό επίπεδο οι δύο παίκτες συμπορεύτηκαν και το 1949, όταν την ομάδα του την ανέλαβε διοικητικά ο Ουγγρικός Στρατός μετονομάστηκε σε Χόνβεντ, άλλαξε έδρα μεταφερόμενη στη γειτονική πρωτεύουσα. Μέχρι τότε ο σύλλογος δεν είχε κατακτήσει κανένα τίτλο πρωταθλήματος και η αναδιοργάνωσή της την κατέστησε κυρίαρχη δύναμη αναγνωριζόμενη ως η κορυφαία της εποχής της.[13][14] Με τη Χόνβεντ κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα Ουγγαρίας.[4][15]
Ο Μπόζικ κέρδισε το Ολυμπιακό χρυσό μετάλλιο με τη χώρα του το 1952 στο Ελσίνκι, το Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης το 1953 και τερμάτισε στη δεύτερη θέση με την ουγγρική ομάδα, γνωστής ως «Μαγικοί Μαγυάροι» ή «Χρυσή Ομάδα», στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954.[16][17] Ο τελικός της διοργάνωσης δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα με το ακλόνητο φαβορί Ουγγαρία να ηττάτε με 3–2, αποτέλεσμα που έγινε ιστορικά γνωστό ως «Θαύμα της Βέρνης». Οι Δυτικογερμανοί ισοφάρισαν σε 2–2 το προβάδισμα των Ούγγρων και έξι λεπτά πριν τη λήξη σημείωσαν το γκολ της νίκης με κανονικό γκολ του Πούσκας πριν τη λήξη να ακυρώνεται ως οφσάιντ.[18][19] Καταγγελίες για χρήση απαγορευμένων ουσιών από τους Γερμανούς ήρθαν στο φως της δημοσιότητας γρήγορα και επαληθεύτηκαν τον 21ο αιώνα: Ο Γερμανός ιστορικός Γκουίντο Κνοπ υποστήριξε σε ένα ντοκιμαντέρ του 2004 για ένα ιδιωτικό γερμανικό τηλεοπτικό κανάλι ότι οι παίκτες έλαβαν ένεση με βιταμίνη C στο ημίχρονο του τελικού με το νόσηση των Δυτικογερμανών από ίκτερο μετά τη διοργάνωση να είναι εκτεταμένη.[20] Μελέτη της γερμανικής ολυμπιακής επιτροπής το 2010 όπως και του Πανεπιστημίου του Βερολίνου το 2013.[21][22][23] Αξίζει να σημειωθεί ότι η FIFA καθιέρωσε το έλεγχο ντόπινγκ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Στον προημιτελικό της διοργάνωσης απέναντι στη Βραζιλία ήταν από τους αρνητικούς πρωταγωνιστές με τον Νίλτον Σάντος σε ένα επεισοδιακό αγώνα που ονομάστηκε «Μάχη της Βέρνης» και έληξε με νίκη των Μαγυάρων με 4–2.[4][24][25] Ο Μπόζικ συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα του Κυπέλλου.[26] Συμμετείχε επίσης στη διάσημη νίκη της Ουγγαρίας με 6–3 επί της Αγγλίας σημειώνοντας και ένα γκολ και δίνοντας την τελική πάσα για το πρώτο τέρμα στα 50 δευτερόλεπτα στο Νάντορ Χιντεγκούτι.[27][28] (στον αγώνα που αποκαλέστηκε τότε «ο αγώνας του αιώνα» και ήταν η πρώτη ήττα της Αγγλίας στη έδρα της μετά από 83 χρόνια ιστορίας και που είδε δημοσιογράφους αθλητικών εφημερίδων από όλο τον κόσμο να επικύρωσαν το τέλος της βρετανικής αυτοκρατορίας, χαιρετίζοντας την Ουγγαρία ως τη μεγαλύτερη ομάδα που εμφανίστηκε ποτέ στα γήπεδα ποδοσφαίρου[29][30]) και τη νίκη της ομάδας με 7–1 επί της Αγγλίας στη Βουδαπέστη.[31]
Το 1956–57, μετά τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα του, ο Μπόζικ επέστρεψε από τη χειμερινή περιοδεία της Χόνβεντ. Δέχθηκε προτάσεις από ομαδες του εξωτερικού με σημαντικότερη αυτή της Ατλέτικο Μαδρίτης, με τη συμφωνία να ματαιώνεται κατόπιν της πρόσληψης του Μάρτον Μπούκοβι ως προπονητή της ομάδας.[32] Επανήλθε στη Χόνβεντ και αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958. Ένα χρόνο αργότερα, κέρδισε το Κύπελλο Μιτρόπα με τον σύλλογό του. Συμμετείχε επίσης με την Εθνική του ομάδα στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1962.[9] Συνολικά, αγωνίστηκε σε 447 παιχνίδια με τη Χόνβεντ και σημείωσε 33 γκολ.[15]
Μετά τη αποχώρησή του εργάστηκε ως προπονητής στη Χόνβεντ για ένα χρόνο (1966–67), ενώ ανέλαβε και την Εθνική ομάδα της χώρας του για μικρό χρονικό διάστημα το 1974. Διετέλεσε επίσης μέλος της διοίκησης της Χόνβεντ. Τον Οκτώβριο του 1986 το γήπεδο της Χόνβεντ μετονομάστηκε σε «Γιόζεφ Μπόζικ».[15] Το 2000 ψηφίστηκε 56ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS.[33]
Χόνβεντ Βουδαπέστης
Ουγγαρία
Ατομικές διακρίσεις
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.