Η Σπάρτη (Σπάρτα στη Δωρική διάλεκτο, Σπάρτη στην Αττική διάλεκτο) ήταν αρχαιοελληνική πόλις, που ήταν χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ευρώτα στη Λακωνία στη νότια Πελοπόννησο. Έχει μείνει γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για τη στρατιωτική δύναμή της, την πειθαρχία της και το μεγάλο αριθμό των δούλων της. Επίσης, είναι γνωστή και στην Ελληνική Μυθολογία, κυρίως για τον μύθο της Ωραίας Ελένης. Η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης οφειλόταν στο μοναδικό στην Αρχαία Ελλάδα σύστημά της αγωγής που είχε επιβάλει η νομοθεσία του Λυκούργου και το οποίο περιλάμβανε την κρυπτεία και θεσμοθετημένη παιδεραστία. Η ιστορική περίοδος της Σπάρτης αρχίζει μετά την Κάθοδο των Δωριέων γύρω στο 1100 π.Χ., (αν και η αρχαιολογία υποστηρίζει ότι η κάθοδος των Δωριέων έγινε αργότερα) και τελειώνει κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, αν και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για την επίδραση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στην περιοχή πολύ πριν την άφιξη των Δωριέων, πράγμα που θεωρείται η προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης.
Αρχαία Σπάρτη
Σπάρτα | |
---|---|
Η επικράτεια που ήλεγχε η Σπάρτη στην Πελοπόννησο. | |
Σπάρτη | |
Θρησκεία | Αρχαία ελληνική θρησκεία |
Πολιτεία Ολιγαρχία | |
Ανεξαρτησία | 900 π.Χ. 192 π.Χ. |
Κατά τη διάρκεια της Κλασσικής Αρχαιότητας η Σπάρτη ήταν μία από τις δύο πιο ισχυρές πόλεις-κράτη στην Αρχαία Ελλάδα, μαζί με την Αθήνα. Η Σπάρτη άρχισε να αναδύεται ως πολιτικο-στρατιωτική δύναμη στην Ελλάδα κατά την αρχή της Αρχαϊκής Εποχής μετά το τέλος των σκοτεινών χρόνων της Γεωμετρικής Εποχής και έφτασε στην απόλυτη ακμή της μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο επί της Αθήνας και των συμμάχων της, όταν και πέτυχε να επιβάλει την ηγεμονία και την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του αρχαιοελληνικού κόσμου. Η ηγεμονία της δεν κράτησε πολύ και μετά τις ήττες της από τους Θηβαίους το 371 π.Χ. στα Λεύκτρα και το 362 π.Χ. στη Μαντίνεια έχασε την παλαιά της δύναμη, ταυτόχρονα και με την άνοδο του βασιλείου της Μακεδονίας άρχισε να παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο στα ελληνικά θέματα. Κάποιες αναλαμπές τον 3ο αιώνα π.Χ. δεν εμπόδισαν την παρακμή της ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου που κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Όμως και κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας συνέχισε να αποτελεί πόλο έλξης λόγω της πλούσιας ιστορίας της.
Γεωγραφικό πλαίσιο
Η αρχαία Σπάρτη βρισκόταν στο μέσο της κοιλάδας του Ευρώτα (στη λεγόμενη Κοίλη Λακεδαίμονα, στη δυτική όχθη του ποταμού) και περιβαλλόταν από χαμηλούς λόφους (την ακρόπολη και το Κλαράκι βόρεια, την Ευαγγελίστρια δυτικά και Τούμπανο και Ξενία νοτιοανατολικά) και από το ρέμα της Μαγούλιτσας (νοτιοδυτικά). Αρχικά τη συγκροτούσαν τέσσερις κώμες-συνοικισμοί: η Κυνόσουρα, που βρισκόταν στους δύο λόφους νοτιοανατολικά της πόλης, η Πιτάνη, που εντοπίζεται δυτικά (στη θέση της σημερινής Μαγούλας), οι Λίμνες, που εκτείνονταν ανατολικά μέχρι τον Ευρώτα, και η Μεσόα, ο κεντρικός συνοικισμός της αρχαίας Σπάρτης, που αναπτυσσόταν στην περιοχή γύρω από τον «τάφο του Λεωνίδα». Αργότερα προστέθηκε και ένας πέμπτος συνοικισμός, οι Αμύκλες.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., το σπαρτιατικό κράτος εκτεινόταν στα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου,[1] περίπου δηλαδή 8.500 τ.χλμ., έκταση τριπλάσια των Αθηνών.[2] Περιελάμβανε δύο κύριες περιοχές, τις οποίες διαχώριζαν οροσειρές.
Η Λακωνία, αν επιθυμούμε να την ορίσουμε αυστηρά, περιορίζεται στα δυτικά από το όρος Ταΰγετος, ενώ στον νότο και την ανατολή από το Μυρτώο Πέλαγος.[3] Τα σύνορά της στον βορρά ήταν ευμετάβλητα: το 545 π.Χ. η Σπάρτη, υπό τον βασιλιά της Εχέστρατο, κατέκτησε την εύφορη πεδιάδα της Κυνουρίας, την οποία είχε αποικήσει σύμφωνα με τον μύθο ο Κύνουρος, γιος του Περσέα από το Άργος. Έκτοτε τα όρια της περιοχής περνούν από τα περίχωρα της Θυρέας (κοντά στο σύγχρονο Άστρος), η περιοχή της κόμης του Τυρού και των Πρασιών ήταν τα φυσικά σύνορα και ποτέ δεν χάθηκαν από τη Σπάρτη, το νότιο τμήμα του Παρθενίου όρους, την κοιλάδα του Ευρώτα (περιλαμβάνοντας και τη Σκυρίτιδα) και έπειτα την περιοχή στα πόδια του Χελμού, που ταυτίζεται με τη Βελμινάτιδα.
Η Μεσσηνία, η οποία κατακτήθηκε κατά τους ομώνυμους πολέμους, περικλείεται στα βόρεια από τον ποταμό Νέδα και τα Αρκαδικά Όρη, στα ανατολικά από το όρος Ταΰγετος, στα νότια από τον Μεσσηνιακό Κόλπο και στα δυτικά από το Ιόνιο Πέλαγος. Περιλαμβάνει μεγάλους ορεινούς όγκους, ανάμεσα στους οποίους τα όρη της Κυπαρισσίας και την Ιθώμη. Στο μέσον βρίσκεται η κοιλάδα της Μεσσηνίας, την οποία βρέχει ο ποταμός Πάμισος.
Τη Λακωνική Πολιτεία αποτελούσαν αρχικά τέσσερις κώμες με τα ονόματα Κόνουρα, Λίμναι, Μεσόα και Πιτάνα.[1] Μια πέμπτη, σε απόσταση κάποιων χιλιομέτρων, οι Αμύκλαι, προστέθηκαν σε μια άγνωστη εποχή.[4]
Τοπωνύμια στον μύθο
Ο περιηγητής Παυσανίας παραθέτει πλούσιες πληροφορίες σχετικά με τη μυθολογική προέλευση πολλών από τα παραπάνω χαρακτηριστικά τοπωνύμια. Σύμφωνα με τη διήγηση των Σπαρτιατών, πρώτος βασιλιάς της χώρας τους (που τότε δεν αποκαλούταν έτσι) ήταν ο Λέλεγας. Από το όνομά του και οι κάτοικοι ονομάζονταν Λέλεγες. Ο βασιλιάς απέκτησε δύο παιδιά: τον Μύλη και τον Πολυκάονα. Ο δεύτερος νυμφεύτηκε την κόρη του βασιλιά του Άργους Τρίοπα, την όμορφη Μεσσήνη. Εκείνη, αντιλαμβανόμενη πως ο άνδρας της ως δευτερότοκος δεν θα αναλάμβανε ποτέ τον θρόνο, τον προέτρεψε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Περνώντας τα βουνά ανακάλυψαν μια μεγάλη και εύφορη πεδιάδα. Εκεί έχτισαν μια πόλη, τη Μεσσήνη. Ο Πολυκάονας έγινε βασιλιάς της χώρας εκείνης που ονόμασε επίσης από τη σύζυγό του, Μεσσηνία.[5]
Στη Σπάρτη, τον Λέλεγα διαδέχτηκε ο Μύλης και τον Μύλη ο Ευρώτας. Ο ευφυής αυτός βασιλιάς εμπνεύστηκε ένα μεγαλεπήβολο έργο. Την κοιλάδα στην οποία βρισκόταν η χώρα του πλημμύριζε ένας ποταμός σχηματίζοντας μια μεγάλη λίμνη. Με την κατασκευή μιας διώρυγας ο ποταμός περιορίστηκε στην κοίτη του, αφήνοντας ελεύθερη την εύφορη κοιλάδα. Έτσι ο ποταμός πήρε το όνομα του βασιλιά, Ευρώτας. Ο Ευρώτας δεν άφησε αρσενικούς απογόνους, ωστόσο είχε μια κόρη, τη Σπάρτη. Διάδοχος ορίστηκε ο αρραβωνιαστικός της, ο Λακεδαίμονας. Ο βασιλιάς αυτός έδωσε το όνομά του στη χώρα του. Για πρωτεύουσά του έχτισε μια πόλη, την οποία ονόμασε Σπάρτη, τιμώντας τη σύζυγό του. Έδωσε δε και στο μεγάλο βουνό που χώριζε τη χώρα του από τη Μεσσηνία το όνομα της μητέρας του, της Ταϋγέτης. Τέλος, ο γιος του, ο Αμύκλας, άφησε και ο ίδιος το όνομά του στην ιστορία, χτίζοντας μια πόλη, γνωστή ως Αμύκλαι.[5]
Σημειώνεται πως απόγονοι αυτών των προσώπων ήταν, σύμφωνα πάντα με την προφορική παράδοση, οι ήρωες του τρωικού κύκλου: Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Διόσκουροι και Πηνελόπη.
Ιστορικά στοιχεία
Προϊστορία
Είναι δύσκολο για τους σύγχρονους μελετητές να ανασυνθέσουν την προϊστορία της Αρχαίας Σπάρτης, καθώς οι γραπτές πηγές είναι πολύ απομακρυσμένες χρονικά από τα γεγονότα, τα οποία είχαν ήδη κατά πολύ αλλοιωθεί από την προφορική παράδοση.[6] Εντούτοις, η αρχαιότερη σίγουρη ένδειξη ανθρώπινης εγκατάστασης στην περιοχή της Σπάρτης είναι η εύρεση κεραμικών που χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο κοντά στο Κουφόβουνο, περίπου δυο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης.[7] Αυτά είναι τα αρχαιότερα ίχνη του αυθεντικού Μυκηναϊκού Σπαρτιατικού πολιτισμού, στον οποίο γίνεται αναφορά στην Ιλιάδα.
Ο πολιτισμός αυτός φαίνεται πως έπεσε σε παρακμή προς το τέλος της Εποχής του Χαλκού, όταν ελληνικές πολεμικές φυλές Δωριέων από την Ήπειρο και τη Μακεδονία κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο.[8] Οι Δωριείς κατά τα φαινόμενα άρχισαν να επεκτείνουν τα σύνορα της σπαρτιατικής επικράτειας προτού καν ιδρύσουν το δικό τους κράτος.[9] Πολέμησαν ενάντια στους Δωριείς του Άργους στα ανατολικά και νοτιοανατολικά, καθώς και τους Αρκάδες Αχαιούς στα βορειοδυτικά. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις πως η ίδια η Σπάρτη, εξαιρετικά δυσπρόσιτη εξαιτίας της τοπογραφίας της κοιλάδας του Ταΰγετου, κρίθηκε από την εποχή εκείνη επαρκώς ασφαλής, γι’ αυτό και δεν οχυρώθηκε ποτέ.[9]
Ανάμεσα στον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες γνώρισαν μια περίοδο αναρχίας και εσωτερικών συγκρούσεων, για την οποία παραθέτουν μαρτυρίες τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Θουκυδίδης.[10] Ως αποτέλεσμα προχώρησαν σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων τις οποίες αργότερα απέδωσαν σε έναν ημι-μυθικό νομοθέτη, τον Λυκούργο.[11] Αυτές οι μεταρρυθμίσεις σηματοδοτούν την ανατολή της Κλασικής Σπάρτης.
Κλασική Σπάρτη
Κατά τον Δεύτερο Μεσσηνικό Πόλεμο, η Σπάρτη αναδείχτηκε μεγάλη δύναμη τόσο σε τοπικό όσο και σε πανελλήνιο επίπεδο. Κατά τους επόμενους αιώνες, η φήμη της στρατιωτικής δύναμης των σπαρτιατών δεν είχε αντάξιά της.[12] Το 480 π.Χ. μια μικρή δύναμη Σπαρτιατών, Θεσπιέων και Θηβαίων με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωνίδα διεξήγαγε μια θρυλική μάχη μέχρις έσχατων στις Θερμοπύλες απέναντι στον κολοσσιαίων διαστάσεων περσικό στρατό, προκαλώντας αναρίθμητες απώλειες προτού τελικά περικυκλωθεί.[13] Η υπεροχή του εξοπλισμού και της στρατιωτικής τέχνης των οπλιτών της σπαρτιατικής φάλαγγας φάνηκε και πάλι ένα χρόνο αργότερα όταν ο σπαρτιατικός στρατός, αυτή τη φορά σε απαρτία, οδήγησε μια συνδυασμένη δύναμη ελληνικών πόλεων κατά των Περσών στις Πλαταιές.
Η αποφασιστική νίκη στη Μάχη των Πλαταιών έδωσε τέλος στους Περσικούς Πολέμους, καθώς και στη φιλοδοξία των Περσών να επεκταθούν σε ευρωπαϊκά εδάφη. Παρόλο που τη μάχη έφερε σε πέρας μια στρατιά από άνδρες από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου, τα εύσημα δόθηκαν στη Σπάρτη, η οποία πέραν του ότι πρωταγωνίστησε στις Θερμοπύλες και στις Πλαταιές, ήταν ο de facto αρχηγός της ελληνικής εκστρατείας.[14]
Κατά την ύστερη κλασική περίοδο, η Σπάρτη από κοινού με την Αθήνα, τη Θήβα και την Περσική Αυτοκρατορία αποτέλεσαν τις κυριότερες δυνάμεις που μάχονταν μεταξύ τους για την επικράτηση. Ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του Πελοποννησιακού Πολέμου η Σπάρτη, παραδοσιακά πολιτισμός της ξηράς, έγινε ισχυρή ναυτική δύναμη. Στον κολοφώνα της δύναμής της η Σπάρτη υποχρέωσε σε ήττα πολλές από τις σημαντικότερες ελληνικές πόλεις – κράτη, καταφέρνοντας να επιβληθεί τελικά και του πανίσχυρου αθηναϊκού στόλου. Προς το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., η Σπάρτη ξεχώριζε ως η δύναμη που είχε νικήσει την Αθήνα και που είχε εισβάλλει στην Περσία, μια περίοδος που είναι γνωστή και ως «Σπαρτιατική ηγεμονία».
Στα πλαίσια του Κορινθιακού Πολέμου η Σπάρτη αντιμετώπισε ένα συνασπισμό των σημαντικότερων ελληνικών κρατών: της Θήβας, της Αθήνας, της Κορίνθου και του Άργους. Αρχικά στη συμμαχία αυτή παρείχε την υποστήριξή της η Περσία, της οποίας τα εδάφη στην Ανατολία είχαν γνωρίσει σπαρτιατική εισβολή και έτσι βρισκόταν σε επιφυλακή για περαιτέρω επέκταση της Σπάρτης στην Ασία.[15] Η Σπάρτη κατάφερε να πετύχει μια σειρά από νίκες στην ξηρά, ωστόσο αρκετά από τα πλοία της καταστράφηκαν στην Κνίδο από τον ελληνο-φοινικικό στόλο μισθοφόρων που η Περσία παρείχε στην Αθήνα. Το γεγονός αυτό τραυμάτισε σε μεγάλο βαθμό το σπαρτιατικό ναυτικό, αν και δεν τερμάτισε τις φιλοδοξίες της για επέκταση στα περσικά εδάφη, μέχρι που ο Κόνων από την Αθήνα λεηλάτησε τη σπαρτιατική ακτογραμμή και προκάλεσε τον αρχαίο φόβο των Σπαρτιατών για επανάσταση των ειλώτων.[16]
Μετά από μερικά ακόμη χρόνια πολέμου, η «Ειρήνη του Βασιλέως» υπογράφτηκε, σύμφωνα με την οποία όλες οι ελληνικές πόλεις της Ιωνίας θα παρέμεναν ανεξάρτητες και τα ασιατικά σύνορα της Περσίας δεν θα απειλούνταν πλέον από τη Σπάρτη.[16] Αποτελέσματα του πολέμου αυτού ήταν η δυνατότητα επέμβασης στα ελληνικά πράγματα που απέκτησαν οι Πέρσες, αλλά και η επιβεβαίωση της ηγεμονικής θέσης την οποία κατείχε η Σπάρτη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.[17] Η Σπάρτη έπεσε σε παρακμή μετά από μια συντριπτική ήττα του στρατού της από τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα στη Μάχη των Λεύκτρων. Αυτή ήταν η πρώτη μάχη στην ξηρά που έχασε ένας σπαρτιατικός στρατός σε πλήρη απαρτία.
Καθώς η ιδιότητα του πολίτη κληρονομούνταν μέσω αίματος, η Σπάρτη κλήθηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ύπαρξης στα εδάφη της ενός υπεράριθμου πλήθους ειλώτων σε σχέση με τους ελεύθερους πολίτες, τους λεγόμενους «Ομοίους». Η ανησυχητική μείωση των Ομοίων στη Σπάρτη, συχνά αποκαλούμενη στις πηγές «ολιγανθρωπία», επισημαίνεται από τον Αριστοτέλη.
Ελληνιστική και ρωμαϊκή Σπάρτη
Η Σπάρτη δεν κατάφερε ποτέ να αναπληρώσει τον αριθμό ενηλίκων ανδρών που έχασε στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., και στις επαναστάσεις των ειλώτων που ακολούθησαν. Επιπλέον η αλαζονική στάση που συνέχισε να ακολουθεί αρνούμενη να συνασπιστεί με αλλά ελληνικά κράτη αν δεν ήταν η ίδια επικεφαλής οδήγησαν στη μερική απομόνωση της από την υπόλοιπη Ελλάδα κάνοντάς την αντιπαθή στους υπόλοιπους Έλληνες. Ωστόσο εξακολούθησε να παραμείνει ισχυρή δύναμη στην περιοχή για δύο αιώνες ακόμη. Ούτε ο Φίλιππος Β', ούτε ο γιος του Αλέξανδρος ο Μέγας, προσπάθησαν καν να κατακτήσουν τη Σπάρτη. Αν και μόνη της δεν μπορούσε να αποτελέσει σημαντική απειλή, οι ικανότητες του στρατού της παρέμεναν τόσο μεγάλες που οποιαδήποτε απόπειρα εισβολής θα σήμαινε υπερβολικές απώλειες. Ακόμη και κατά την περίοδο της παρακμής της η Σπάρτη ποτέ δεν έπαψε να ισχυρίζεται πως αποτελούσε τον «υπερασπιστή του ελληνισμού», ούτε έχασε το λακωνικό της πνεύμα ενώ καυχιόταν ότι κανείς δεν μπορούσε να την κατακτήσει. Ένα ιστορικό ανέκδοτο θέλει τον βασιλιά Φίλιππο Β' να στέλνει ένα μήνυμα στη Σπάρτη λέγοντας: «Αν εισβάλλω στη Λακεδαιμονία, θα ισοπεδώσω την πόλη της Σπάρτης». Η απάντηση που έλαβε ήταν ένα απλό «Αν.»[18]
Ακόμη κι όταν ο Φίλιππος έφτιαξε ένα πανελλήνιο στρατό με την πρόφαση να ενώσει όλη την Ελλάδα ενάντια στην περσική απειλή, οι Σπαρτιάτες επέλεξαν να μη συμμετέχουν με τη θέλησή τους. Δεν ενδιαφέρονταν σε καμιά περίπτωση να ενώσουν τις δυνάμεις τους με μια πανελλήνια συμμαχία αν δεν επρόκειτο να ηγηθούν της προσπάθειας. Ο Ηρόδοτος αφηγείται ότι οι Μακεδόνες κατάγονταν επίσης από τους Δωριείς και άρα ήταν πολύ συγγενικό φύλο των Σπαρτιατών. Ωστόσο αυτό δεν είχε καμία σημασία. Έτσι, μετά την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος ο Μέγας έστειλε στην Αθήνα, στον Παρθενώνα 300 περσικές πανοπλίες με την ακόλουθη επιγραφή: «Αλέξανδρος γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες – πλην των Σπαρτιατών – από τους βαρβάρους που κατοικούν στην Ασία».[19]
Ο Αντίπατρος που επικράτησε μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου στο Βασίλειο της Μακεδονίας και κατόρθωσε να υποτάξει εύκολα στην εξουσία του όλες τις πόλεις-κράτη της νότιας Ελλάδας που είχαν αποστατήσει από τη Μακεδονική κυριαρχία. Στη συνέχεια ζήτησε από τη Σπάρτη να αποδεχτεί ειρηνικά τη Μακεδονική κυριαρχία. Όμως οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν και ο Αντίπατρος εκστράτευσε στην Πελοπόννησο με έναν πολύ μεγάλο για τα ελληνικά δεδομένα στρατό. Αφού έκαμψε την αντίσταση των Αρκάδων επιτέθηκε στη Λακωνία. Στη μάχη της Σελλασίας μπόρεσε να νικήσει τον Σπαρτιατικό στρατό. Οι ηττημένες σπαρτιατικές δυνάμεις αποσύρθηκαν στο Γύθειο για να ανασυνταχθούν. Εκμεταλλευόμενος αυτό το κενό μπήκε στην ατείχιστη Σπάρτη. Όμως πολιτικά προβλήματα στη Μακεδονία τον ανάγκασαν να αποχωρήσει αφού προηγουμένως είχε πυρπολήσει και λεηλατήσει την πόλη. Ο Σπαρτιατικός στρατός δοκίμασε να του επιτεθεί κατά την υποχώρηση των δυνάμεων του στη Μεγαλόπολη. Υπέστησαν όμως δεινή ήττα. Η εκστρατεία δεν οδήγησε στην κατάκτηση της Λακωνίας, ωστόσο η Μεσσηνία χάθηκε από τον έλεγχο της Σπάρτης και πέρασε στην κυριαρχία των Μακεδόνων, ενώ οι είλωτες απελευθερώθηκαν από τον Σπαρτιατικό ζυγό. Κατά τη διάρκεια των Καρχηδονιακών Πολέμων η Σπάρτη συμμάχησε με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Κατά τα τέλη τού 3ου αιώνα, θα υπάρξει μία αναλαμπή στην πολιτική ηγεσία της Σπάρτης. Καθώς ο Άγης ο Δ', και ο διάδοχός του Κλεομένης ο Γ', θα προσπαθήσουν να επαναφέρουν τη Σπάρτη στο προσκήνιο. Ο πρώτος θα δοκιμάσει να επαναφέρει τη νομοθεσία του Λυκούργου που στην εποχή του είχε νεκρωθεί, αλλά θα δολοφονηθεί. Ο δεύτερος, θα αποκαταστήσει προσωρινά το κύρος στη Σπάρτη, και θα σημειώσει αρχικά σημαντικές επιτυχίες εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας, αλλά θα ηττηθεί στη μάχη της Σελλασίας το 222 π.Χ. και θα υποχρεωθεί να φύγει στην εξορία, που θα σημαίνει και το τέλος της ανεξάρτητης Σπάρτης. Ο Κλεομένης θα χαρακτηριστεί από πολλούς, ως "Ο τελευταίος μεγάλος άνδρας της Σπάρτης"[20]
Η πολιτική ανεξαρτησία της Σπάρτης έλαβε τέλος όταν εξαναγκάστηκε να προσχωρήσει στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Δεν συμμετείχε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων, αν και σε αυτή ανήκε το επίνειό της, το Γύθειο. Το 146 π.Χ. η Ελλάδα κατακτήθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Λεύκιο Μόμμιο. Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής, όταν η Σπάρτη ήταν γνωστή ως Λακεδαιμών ή Λακεδαιμονία,[21] οι Σπαρτιάτες συνέχισαν τον τρόπο ζωής τους, αν και η πόλη τους έγινε κάτι σαν τουριστικό αξιοθέατο για τους πλούσιους Ρωμαίους που έρχονταν να δουν από κοντά τις «εξωτικές» τους συνήθειες, τις οποίες περιγράφει ο Παυσανίας. Υπάρχει η υπόθεση πως μετά τη μεγάλη καταστροφή του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού στρατού στη Μάχη της Αδριανούπολης (378), μια Σπαρτιατική φάλαγγα συνάντησε και νίκησε μια δύναμη Βησιγότθων εισβολέων.[22]
Βυζαντινή εποχή
Σε αντίθεση με άλλες πόλεις της Λακωνίας οι οποίες εγκαταλείφθηκαν τον 4ο αιώνα μ.Χ., τόσο η Σπάρτη όσο και το Γύθειο συνέχισαν να κατοικούνται, παρά τους σεισμούς (όπως αυτός του 375), τις επιδρομές Γότθων το 395 υπό τον Αλάριχο και Βανδάλων το 468 υπό τον Γιζέριχο και την επιδημία πανώλης το 541-43.[23] Προς το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού όμως η πόλη ερημώνει, αν και είναι πιθανό η ακρόπολη να συνέχισε να χρησιμοποιείται.[23] Η τοποθεσία της Σπάρτης κρίθηκε ανεπαρκώς οχυρωμένη και επιρρεπής σε μακροχρόνιους αποκλεισμούς λόγω της μεγάλης απόστασής της από το λιμάνι, ενώ με τη μετακίνηση της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, τα πλοία από το Γύθειο έπρεπε να παραπλέουν πλέον το ακρωτήριο Μαλέας.[24]
Λόγω των προαναφερθέντων λόγων, οι αρχές της πόλης προχώρησαν όχι μόνο σε μετακίνηση της πόλης, ιδρύοντας τη Μονεμβασιά, αλλά και αναδιοργάνωση των οικισμών τής νοτιοανατολικής Λακωνίας. Η αναδιοργάνωση περιελάμβανε την εγκατάσταση στα ορεινά περάσματα του Πάρνωνα και τη μετανάστευση από το Γύθειο. Το Χρονικό της Μονεμβασιάς αναφέρει ότι μέρους του πληθυσμού μετεγκαταστάθηκε στη Σικελία. Επειδή η ανοικοδόμηση, μετακίνηση και εγκατάσταση του πληθυσμού στη νέα θέση πρέπει να ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, είναι πιθανόν οι δύο πόλεις να συνυπήρχαν για κάποιο χρονικό διάστημα.[25]
Πολιτειακή οργάνωση
Βασικό συστατικό της σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν η υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους. Ο Νόμος στην Αρχαία Σπάρτη, ίσταται υπεράνω όλων, και οριοθετεί με σαφήνεια τόσο τις υποχρεώσεις όσο και τα δικαιώματα των Λακεδαιμονίων. Απώτερος στόχος του είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας υποδειγματικών πολιτών και αφοσιωμένων στρατιωτών. Επίσης επιδίωκε να εξασφαλίσει την ύπαρξη αυτάρκειας στην πόλη, προστατεύοντάς την από εξωτερικές και εσωτερικές απειλές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Σπάρτη είναι η πόλη-κράτος που επέδειξε το μακροβιότερο πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα. Μέχρι την είσοδο των Ρωμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας δεν γνώρισε ποτέ ξένο κατακτητή, ούτε εσωτερικό τύραννο, ούτε πολιτειακές μεταβολές, ούτε κοινωνικές αναταραχές, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες, με εξαίρεση φυσικά τις συχνές επαναστάσεις των ειλώτων.
Λυκούργος
Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης, αγγίζει τα όρια μιας μυθοπλασίας. Ως πρώτος νομοθέτης και θεμελιωτής του πολιτικού συστήματος, φέρεται ο Λυκούργος, ένα πρόσωπο κατά πολλούς ανύπαρκτο.[26] Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη [27] ο Λυκούργος έζησε κατά την εποχή όπου τελέστηκε η πρώτη Ολυμπιάδα (776 π.Χ.). Κυρίαρχο γνώρισμα του νομοθετικού έργου του, είναι ότι δεν εισήγαγε πληθώρα νόμων, αλλά θεσμών, με τη λογική ότι οι νόμοι μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου ανάλογα με τις συνθήκες. Αντίθετα οι θεσμοί, οι παραδόσεις απλούστερα, ενσωματώνονται στον τρόπο ζωής των ανθρώπων και έχουν αιώνια ισχύ. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο ο Λυκούργος πήρε θεϊκή εντολή για να συγγράψει τους νόμους του, συμβουλευόμενος το Μαντείο των Δελφών. Η Πυθία τον διαβεβαίωσε πως οι νόμοι του ήταν άριστοι. Σύμφωνα με την παράδοση, προτού αναχωρήσει για το ταξίδι του αυτό όρκισε τους πολίτες να συνεχίσουν να τηρούν τους νόμους του, τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει. Όταν έλαβε την επιβεβαίωση που επιθυμούσε, αποφάσισε να μην επιστρέψει ποτέ στην πόλη. Υπέβαλε τον εαυτό του σε ασιτία, και λίγο πριν πεθάνει όρκισε τους υπηρέτες του να σκορπίσουν την τέφρα του στον άνεμο. Έτσι δεν επέστρεψε ποτέ, ούτε ζωντανός ούτε νεκρός στη Σπάρτη, και οι πολίτες, πιστοί στον όρκο τους δεν άλλαξαν ποτέ τους νόμους του.[28]
Μεγάλη Ρήτρα & Ευνομία
Οι νόμοι του Λυκούργου, γνωστοί με το όνομα «Μεγάλη Ρήτρα»,[29] εισήγαγαν στην πόλη της Σπάρτης τη λεγόμενη «Ευνομία», απόρροια της οποίας ήταν ο ιδιαίτερος τρόπος ζωής τους. Η τελευταία σχηματοποιεί μια μορφή δημοκρατίας, η οποία βασίζεται στην απόλυτη ισότητα ανάμεσα στους «Ομοίους»: ισότητα κοινωνική, ισότητα στα συσσίτια (άρα ισότητα πλούτου), ισότητα στα πλαίσια της οπλιτικής φάλαγγας. Βεβαίως η Σπάρτη δεν ήταν μια μορφή δημοκρατίας με την έννοια της αντίστοιχης αθηναϊκής. Ορθότερα πρόκειται για ένα μεικτό πολίτευμα, στο οποίο κυβερνά μια αριστοκρατία. Η δημοκρατία-ισότητα περιορίζεται ανάμεσα σε όσους είχαν το δικαίωμα να ονομάζονται πολίτες–οπλίτες. Στο πλευρό αυτών συνυπάρχουν η βασιλεία (δύο βασιλείς), η ολιγαρχία (γερουσία) και η τυραννία (έφοροι).
Τα δε δικαιώματα του πολίτη δεν παρέχονται απλά λόγω κληρονομικότητας: κάθε νεαρός άνδρας έπρεπε να αποδείξει εμπράκτως με το ήθος του ότι άξιζε να τα κατέχει, ολοκληρώνοντας επιτυχώς μια αυστηρή εκπαιδευτική διαδικασία, εναρμονιζόμενος παράλληλα με τον πατροπαράδοτο λιτό τρόπο ζωής των Λακώνων. Το ίδιο το γεγονός ότι τα πολιτικά δικαιώματα δεν παρέχονταν στον οποιοδήποτε τυχάρπαστο, είχε ως στόχο να οδηγήσει τον Σπαρτιάτη στην επίγνωση της σημαντικότητας των προνομίων του, αλλά και στην κατανόηση πως από αυτά πήγαζε και μια σειρά από υποχρεώσεις. Κατ' επέκταση η νομοθεσία διαμόρφωνε και την ηθική των πολιτών, η οποία εκφραζόταν ως αποστροφή στα πλούτη και τις περιττές πολυτέλειες, ως φιλοπατρία και γενναιότητα στη μάχη, καθώς και ως στρατιωτικό ήθος. Η επίδειξη δειλίας στη μάχη, θεωρούταν η χείριστη ατιμωτική πράξη, με ποινή την απώλεια του δικαιώματος διεκδίκησης αξιωμάτων, αλλά και την κοινωνική κατακραυγή. Το ενδιαφέρον των πολιτών συνέκλινε αποκλειστικά σε μια αρετή, την πολεμική, προσανατολισμός που ίσως μπορεί να ερμηνευτεί λαμβάνοντας υπόψη τη δωρική καταγωγή των Σπαρτιατών, καθώς και τον αρχαίο φόβο μπροστά στο ενδεχόμενο της επανάστασης των ειλώτων.
Βασιλείς
Από τις μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου και έκτοτε η Σπάρτη διέθετε δύο βασιλείς. Ο ένας ανήκε στη δυναστεία των «Αγιαδών», ο άλλος σε εκείνη των «Ευρυποντιδών», δύο οικογένειες που σύμφωνα με τον θρύλο κατάγονταν από τους δίδυμους απογόνους του Ηρακλή, τον Ευρυσθένη και τον Προκλή αντίστοιχα. Οι οικογένειες έπρεπε σε κάθε περίπτωση να διακρίνονται μεταξύ τους: απαγορευόταν αυστηρά τόσο η χρήση κοινών ονομάτων, όσο και οι γάμοι μεταξύ των μελών τους.[30] Ακόμη και οι τάφοι τους βρίσκονταν σε διαφορετικές τοποθεσίες: η Πιτάνα, μια από τις κώμες που συνιστούσαν την πόλη της Σπάρτης φιλοξενούσε τους τάφους των Αγιαδών, ενώ οι Ευρυποντίδες αντίθετα κηδεύονταν στις Λίμνες.[31] Οι δύο βασιλείς ήταν ισότιμοι αν και, μιας και ο Ευρυσθένης ήταν ο μεγαλύτερος από τα δίδυμα, μας παρέχεται μια θεωρητική πρωτοκαθεδρία των Αγιαδών.[32]
Η πρόσβαση στον θρόνο ήταν κληρονομική, χωρίς να βασίζεται στην αξία του προσώπου.[33] Στη σειρά διαδοχής ο γιος προηγούταν του αδερφού [34] γιατί, παρόλο που ο δεύτερος ήταν πρεσβύτερος, ο γιος που γεννήθηκε όσο ο πατέρας του ήταν στον θρόνο προηγούταν εκείνων που δεν απολάμβαναν αυτή την ιδιότητα.[35] Δεν πρόκειται λοιπόν για αυστηρή εύνοια του πρωτότοκου, αλλά για εκείνο που οι βυζαντινοί αποκαλούσαν «πορφυρογέννεση».[33] Ωστόσο, φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες ερμήνευαν αρκετά ελεύθερα τον κανόνα αυτόν. Ο Πλούταρχος μάλιστα, σημειώνει πως εκείνοι που ανατρέφονταν για να γίνουν βασιλείς εξαιρούνταν της σπαρτιατικής εκπαίδευσης.[36] Δεδομένου πως η εκπαίδευση των νεαρών αγοριών ξεκινούσε στα επτά τους χρόνια, ο διάδοχος θα πρέπει να αναγνωριζόταν από τη νηπιακή του ηλικία.[37]
Οι αρμοδιότητες των βασιλιάδων ήταν τόσο στρατιωτικές όσο και θρησκευτικές. Ο Ξενοφών γράφει: «ο βασιλιάς δεν είχε άλλο καθήκον στην εκστρατεία από το να αποτελεί τον ιερέα των θεών και τον στρατηγό των ανδρών».[38] Κατά τα πρώτα χρόνια του θεσμού, ο βασιλιάς μπορούσε να διεξάγει πόλεμο στη χώρα της επιλογής του.[39] Ο ένας βασιλιάς περιόριζε την εξουσία του άλλου. Το 506 π.Χ. λαμβάνει χώρα ο «διαχωρισμός της Ελευσίνας»: ο βασιλιάς Δημάρατος εγκατέλειψε την εκστρατεία που διεξήγαγε με τον Κλεομένη Α' ενάντια στην Αθήνα. Έκτοτε, αφηγείται ο Ηρόδοτος, πέρασε νόμος στη Σπάρτη βάσει του οποίου δεν επιτρεπόταν και στους δύο βασιλείς να συνοδεύουν τον στρατό σε εκστρατεία.[40] Κατά τον 5ο αιώνα είναι η Απέλλα εκείνη που ψηφίζει πόλεμο,[41] ενώ τουλάχιστον από τον 4ο αιώνα, την κινητοποίηση αποφασίζουν οι έφοροι και οι γέροντες.[42]
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας οι βασιλείς είχαν αυξημένη ελευθερία κινήσεων, τόσο που ο Αριστοτέλης αποκαλεί τη σπαρτιατική βασιλεία «κληρονομική αρχηστρατηγία».[43] Στον πόλεμο ο βασιλιάς είχε αρμοδιότητες αρχιστράτηγου,[44] προΐστατο των άλλων στρατηγών, μπορούσε να διαπραγματευτεί ανακωχή και πολεμούσε στην πρώτη σειρά της δεξιάς πτέρυγας περιστοιχισμένος από την τιμητική του φρουρά.[39] Είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους στρατιώτες του, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών.[45] Παρέμενε εντούτοις υπό την εποπτεία των εφορών,[46] και ίσως κρινόταν μετά την επιστροφή του στην πόλη. Ακόμη θεωρούταν ως ένα από τα μέλη της Γερουσίας. Τέλος οι βασιλείς ήταν ιερείς του Λακεδαιμόνιου Διός ή του Ουράνιου Διός [39] και πρωτοστατούσαν στις δημόσιες θυσίες.
Γερουσία
Η Γερουσία ήταν ένα σώμα 28 ανδρών, ηλικίας από 60 ετών και άνω (οπότε και ολοκληρωνόταν η στρατιωτική θητεία), που εκλέγονταν διά βίου από την Απέλλα. Μέλη της ήταν ακόμη οι δύο βασιλιάδες, οπότε συνολικά απαρτιζόταν από 30 άτομα.[47] Κύριο κριτήριο επιλογής τους ήταν η στρατιωτική τους αρετή. Αν και πρακτικά οποιοσδήποτε από τους ελεύθερους πολίτες της Σπάρτης, ανεξαρτήτως περιουσίας ή κοινωνικής θέσης, μπορούσε να εκλεγεί, κατά παράδοση σε αυτήν ανήκαν άτομα από παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες. Η εκλογή στη Γερουσία θεωρούταν μεγάλη τιμή, την οποία απολάμβαναν οι αξιολογότεροι άνδρες ( καλοὶ κἀγαθοί ). Ο Ισοκράτης αναφέρει ότι ο Λυκούργος όρισε να γίνεται η εκλογή τους με την ίδια φροντίδα που κάποτε εξέλεγαν οι Αθηναίοι τα μέλη του Αρείου Πάγου.
Μετά τον θάνατο ενός μέλους, οι υποψήφιοι διάδοχοί του εμφανίζονταν αλληλοδιαδόχως ενώπιον της Απέλλας, που συνεδρίαζε γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό και που εκδήλωνε την προτίμησή της διά βοής ανάλογης έντασης. Οι αιρετοί κριτές της διαδικασίας αυτής άκουγαν από κάποιο παρακείμενο οίκημα τις φωνές χωρίς να βλέπουν τον κρινόμενο υποψήφιο. Έτσι αναγόρευαν σε «γέροντα» εκείνον τον υποψήφιο που υπήρξε αποδέκτης της εντονότερης βοής.[48] Αν και κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει τον ασυνήθιστο αυτό τρόπο εκλογής αρκετά δίκαιο, ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αριστοτέλης, τον θεωρούν αβέβαιο στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Η Γερουσία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του κράτους, έχοντας την εξουσία να προετοιμάζει τους νόμους προς ψήφιση, καθώς και να έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία.[48] Ακόμη, τα μέλη της μπορούσαν να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις της Απέλλας, ίσως σε μια εποχή όπου οι έφοροι είχαν επίσης νομοθετικές αρμοδιότητες. Σε γενικές γραμμές ήταν σώμα υπεύθυνο για την εσωτερική πολιτική και δεν ελεγχόταν από κανέναν για τις αποφάσεις του. Επίσης η Γερουσία αποτελούσε την ανώτατη δικαστική αρχή, η οποία δίκαζε τις ποινικές υποθέσεις, έχοντας τη δυνατότητα να επιβάλλει τη θανατική ποινή ή την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του ατόμου.[48] Σε συνδυασμό με τους εφόρους, τα μέλη της Γερουσίας μπορούσαν ακόμη και να ασκήσουν κριτική στους βασιλείς.[49]
Έφοροι
Οι πέντε έφοροι αποτελούσαν μια ομάδα αξιωματούχων στην Αρχαία Σπάρτη που είχαν ως στόχο την εποπτεία των βασιλέων και των κατοίκων της πόλης, ειδικά σε ό,τι αφορούσε την τήρηση των παραδόσεων.[50] Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δημιουργήθηκε ο θεσμός αυτός και από ποιον. Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως εκλέγονταν από την Απέλλα για μονοετή θητεία, την πρώτη νέα σελήνη μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Ο ένας εκ των πέντε, γνωστός ως «επώνυμος έφορος», έδινε το όνομά του στη χρονιά και στα επίσημα έγγραφα.[51]
Πρώτη αρμοδιότητα των εφόρων ήταν η διατήρηση της δημόσιας τάξης. Επόπτευαν στενά τους περίοικους και τους είλωτες, κατέχοντας το δικαίωμα να αποφασίζουν για θέματα ζωής και θανάτου που αφορούσαν τους δεύτερους. Ανάμεσα στις αρμοδιότητές τους ήταν και η εποπτεία των ηθών, καθώς και η φυσική εμφάνιση των Σπαρτιατών. Οι νεαροί ήταν επίσης μια κατηγορία πολιτών που παρακολουθούταν στενά: οι έφοροι ήλεγχαν κάθε δέκα ημέρες τη φυσική τους κατάσταση και καθημερινά την ένδυση και τα κλινοσκεπάσματά τους.
Ήλεγχαν ακόμη τους υπόλοιπους κρατικούς αξιωματούχους, ανάμεσα στους οποίους και τους βασιλείς, ενώ είχαν τη δύναμη να επιβάλλουν πρόστιμα, φυλάκιση ή τη θανατική ποινή. Επίσης είχαν υπό την εποπτεία τους την εξωτερική πολιτική του κράτους και την εφαρμογή των αποφάσεων της Απέλλας (της οποίας ήταν πρόεδροι). Ακόμη είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις υπό συνθήκες κρίσης.[52]
Η εξουσία τους ήταν τόσο μεγάλη που ο Αριστοτέλης την παρομοιάζει με αυτή των τυράννων ( ἰσοτύραννος ).[53] Μάλιστα είχαν το δικαίωμα να παραμένουν καθιστοί ενώπιον των βασιλέων. Εντούτοις, θεωρητικά αντιπροσώπευαν τον λαό. Ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων τους παρομοίασε με τους «Τριβούνους των Πληβείων» στη ρωμαϊκή κοινωνία.[54] Κάθε μήνα οι βασιλείς ορκίζονταν να τηρούν τους νόμους και οι έφοροι να συντηρούν τη βασιλεία.[55] Ακόμη και η δύναμη των εφόρων δεν ήταν χωρίς περιορισμούς: δεν μπορούσαν να εκλεγούν δεύτερη φορά και η θητεία τους αξιολογούνταν από τους διαδόχους τους, οι οποίοι μπορούσαν να τους επιβάλλουν ακόμη και τη θανατική ποινή αν διέπρατταν κάποιο σοβαρό αδίκημα.[56]
Απέλλα
Με τον όρο Απέλλα είναι γνωστή η συνέλευση των «Ομοίων», δηλαδή όλων των ελεύθερων αρρένων Σπαρτιατών που κατείχαν πολιτικά δικαιώματα. Απ’ ό,τι φαίνεται ο ρόλος της ήταν αρκετά περιορισμένος, σε σημείο που ο Αριστοτέλης δεν κάνει αναφορά σε αυτήν, όταν απαριθμεί τα δημοκρατικά στοιχεία του σπαρτιατικού πολιτεύματος.[57]
Ο ρόλος της δεν είναι σαφής στους σύγχρονους μελετητές, ούτε η ελάχιστη ηλικία συμμετοχής σε αυτήν. Πιθανές εκδοχές είναι τόσο η ηλικία των 20 ετών (ένταξη στον στρατό και συμμετοχή στα συσσίτια), όσο και εκείνη των 30 (δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας και λήψης δημόσιου αξιώματος). Ακόμη δεν γνωρίζουμε τη συχνότητα διεξαγωγής των συναντήσεων αυτών. Η Μεγάλη Ρήτρα αναφέρεται απλά σε μια συνέλευση «από καιρό σε καιρό» στη συμβολή των ποταμών Ευρώτα και Οίνου.[57] Ένα σχόλιο στον Θουκυδίδη υποστηρίζει πως γινόταν κάθε μήνα, όταν είχε πανσέληνο.[57]
Η Απέλλα δεν είχε νομοθετική πρωτοβουλία: οι απλοί πολίτες δεν είχαν συμμετοχή στη σύνταξη των ψηφισμάτων, ούτε λάμβαναν τον λόγο.[58] Περιορίζονταν στην εκλογή των παιδονόμων, των γερόντων και των εφόρων, καθώς και στην αποδοχή ή απόρριψη των ψηφισμάτων που πρότειναν τα τελευταία δύο σώματα και οι βασιλείς. Αυτά συνήθως αφορούσαν ζητήματα πολέμου και ειρήνης, σπονδών, εξωτερικής πολιτικής και απελευθέρωσης ειλώτων. Επίσης η Απέλλα αποφάσιζε ποιος θα οριζόταν στρατηγός κάποιας εκστρατείας. Η εκλογή για την αποδοχή ή απόρριψη προτάσεων γινόταν δια βοής.[59] Μόνο αν ο προεδρεύων είχε αμφιβολία ως προς την ένταση των φωνών χωρίζονταν οι υποστηρικτές της κάθε άποψης από τη μία πλευρά ή την άλλη και γινόταν καταμέτρηση.[60]
Κοινωνική δομή
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στη Σπάρτη δεν υπήρχαν κοινωνικές τάξεις, με την έννοια εκείνων που υπήρχαν στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, δηλαδή γεωργών, εμπόρων, τεχνιτών κτλ. Βασική διάκριση των κατοίκων ήταν σε «Ομοίους», «Περιοίκους» και «Είλωτες».
Οι Σπαρτιάτες πολίτες αποτελούσαν ένα μειονοτικό κομμάτι του συνολικού πληθυσμού της πόλης κράτος. Σύμφωνα με τον Ισοκράτη, ήταν οι 2.000 Δωριείς που εισέβαλαν στη Λακωνία[61], simple supposition sans valeur réelle[62]. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες ήταν 10.000 σε αριθμό κατά την εποχή των πρώτων βασιλέων[63]. Là encore, il est difficile de porter foi à ce chiffre rond[62]. Η πρώτη αξιόπιστη αναφορά παρέχεται από τον Ηρόδοτο : γύρω στο 480 π.Χ., ο βασιλιάς Δημάρατος υπολόγιζε τον αριθμό των κινητοποιήσιμων οπλιτών σε λίγο πάνω από 8.000[64] · μεταγενέστερα, 5.000 Σπαρτιάτες οπλίτες ήταν παρόντες στη Μάχη των Πλαταιών[65]. Ce nombre décroît tout au long du Πρότυπο:S-, principalement en raison du tremblement de terre de 464 av. J.-C., qui selon Plutarque[66], détruit le gymnase, tuant ainsi tous les éphèbes, et de la révolte des Hilotes (10 ans de guérilla).
Όμοιοι
Μέλη της ανώτερης βαθμίδας στην Αρχαία Σπάρτη, ήταν οι Όμοιοι. Όμοιος σήμαινε ίσος ή ευπατρίδης. Αυτοί ήταν και οι νόμιμοι Σπαρτιάτες πολίτες που βασική υποχρέωσή τους ήταν να συμμετέχουν στα κοινά και να είναι καλοί πολεμιστές. Υποχρέωση των ομοίων ήταν να ασχολούνται μόνο με τα στρατιωτικά και να μην ασχολούνται με τίποτα άλλο. Τις άλλες εργασίες, όπως η γεωργία, η κτηνοτροφία, η βιοτεχνία και το εμπόριο, τις έκαναν κυρίως οι περίοικοι. Ενώ τις βαριές εργασίες, τις έκαναν οι είλωτες. Λόγω των συνεχών συγκρούσεων και πολέμων που συμμετείχε η Σπάρτη, ο αριθμός των ομοίων, δηλαδή των Σπαρτιατών πολιτών μειωνόταν εντυπωσιακά. Το 480 π.Χ., η Σπάρτη είχε 8.000 όμοιους, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., ο αριθμός τους είχε μειωθεί σε λιγότερους από χίλιους, λόγω των συνεχών συγκρούσεων και πιθανόν της άρνησης των Σπαρτιατών να ενωθούν με τους περίοικους και τους είλωτες. Ο Αριστοτέλης πίστευε[67] ότι η πτώση στον αριθμό των Σπαρτιατών πολιτών, είχε ως αποτέλεσμα την αναπόφευκτη παρακμή της Σπάρτης στην εποχή του.
Περίοικοι
Οι περίοικοι ήταν μια κοινωνική ομάδα την οποία αποτελούσαν οι οικογένειες που ζούσαν με σχετική αυτονομία σε πόλεις η κώμες της ευρύτερης περιφέρειας της πόλης, χωρίς ωστόσο να διαθέτουν λόγο στον χειρισμό των κρατικών υποθέσεων. Ασχολούνταν με τις παραγωγικές δραστηριότητες με τις οποίες δεν καταπιάνονταν οι Όμοιοι, δηλαδή ασκούσαν τα επαγγέλματα του τεχνίτη, του ξυλουργού, του γεωργού, του κτηνοτρόφου και του εμπόρου. Ήταν δε οι μόνοι που είχαν την άδεια να ταξιδεύουν σε άλλες πόλεις, αν και η οικονομική τους δραστηριότητα περιοριζόταν εξαιτίας της αυστηρής σπαρτιατικής κηδεμονίας.
Είχαν το δικαίωμα να θεσπίζουν δικούς τους νόμους και να μην ακολουθούν τη σπαρτιατική νομοθεσία, η οποία όμως σε κάθε περίπτωση υπερίσχυε. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα,[68] ούτε συμμετείχαν στις συνελεύσεις.[69] Κατέβαλλαν όμως φόρους και είχαν την υποχρέωση να υπηρετούν στον σπαρτιατικό στρατό [70] ως οπλίτες με βαρύ οπλισμό.
Είλωτες
Οι είλωτες ήταν το κατώτερο κοινωνικό στρώμα στην Αρχαία Σπάρτη. Οι είλωτες δεν ήταν οι τυπικοί δούλοι, που υπήρχαν στην υπόλοιπη Αρχαία Ελλάδα, όπως στην Αθήνα. Η μορφή της δουλείας τους δεν ήταν ιδιωτική, αλλά ανήκαν στο Σπαρτιατικό κράτος, για το οποίο και δούλευαν. Η καταγωγή των ειλώτων δεν είναι απόλυτα διευκρινισμένη. Πιστεύεται ότι ήταν απόγονοι των παλαιότερων κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης που υποδουλώθηκαν με την άφιξη των Δωριέων. Είναι επίσης γνωστό ότι και οι Μεσσήνιοι έγιναν είλωτες, όταν υποδουλώθηκαν από τους Σπαρτιάτες, μετά τις ήττες τους στους Μεσσηνιακούς Πολέμους. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να τους πουλήσουν, ούτε να τους ελευθερώσουν, ενώ αυτοί έκαναν κυρίως τις γεωργικές εργασίες στη γη των Ομοίων και έπρεπε να δίνουν μέρος της σοδειάς τους στην πολιτεία. Ζούσαν με τις οικογένειές τους και μερικές φορές ακολουθούσαν στη μάχη τον Σπαρτιατικό Στρατό ως ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες. Διάκριση στη μάχη[71] μπορούσε να σημάνει την απελευθέρωση του είλωτα και της οικογένειάς του. Λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής (πιστεύεται ότι ήταν περίπου είκοσι φορές περισσότεροι από τους όμοιους), ήταν ικανοί να δημιουργούν εξεγέρσεις, πράγμα που ήταν ο παλαιός φόβος των Σπαρτιατών, που κρατούσαν πάντα μεγάλο αριθμό στρατιωτών στη Σπάρτη ώστε να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις. Παρόλο που ο Επαμεινώνδας απελευθέρωσε τους Μεσσήνιους είλωτες με την απόσπαση της Μεσσηνίας από τη Σπάρτη, ο θεσμός των ειλώτων στη Λακωνία διατηρήθηκε μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ.
Ειδικότερες περιπτώσεις
- Μόθαξ: το νόθο παιδί ενός Σπαρτιάτη με μια γυναίκα από την τάξη των ειλώτων. Ένα τέτοιο παιδί μπορούσε κατά περίπτωση να λάβει σπαρτιατική αγωγή, ακόμη και να αποτελέσει μέρος της σπαρτιατικής ελίτ (π.χ. Λύσανδρος).[72]
- Νεοδαμώδης: ο είλωτας ή ο μόθαξ που μόλις είχε ολοκληρώσει την αγωγή του και συγκαταλεγόταν πλέον ανάμεσα στους Σπαρτιάτες.
- Υπομείοντες ή μείωνες: ένας από τους «Ομοίους» που είχε πέσει σε δυσμένεια και έχανε το δικαίωμα να αποκαλείται πολίτης. Αυτό συνέβαινε σε όσους δείλιαζαν στη μάχη ή λιποτακτούσαν ή αιχμαλωτίζονταν ή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς το ταμείο της Σπάρτης ή το συσσίτιο.
- Τρόφιμοι: παιδιά με καταγωγή από άλλες ελληνικές πόλεις που όμως κατοικούσαν στη Σπάρτη και λάμβαναν την ίδια αγωγή με τα τέκνα των Σπαρτιατών.
Ξενηλασία
Η Ξενηλασία ήταν δωρικός θεσμός, που δεν υπήρχε μόνο στη Σπάρτη, αλλά και στη δωρική Κρήτη. Πρόκειται για τον θεσμό που απαγόρευε τη φιλοξενία ξένων στην πόλη της Σπάρτης, χωρίς την ειδική άδεια της Σπαρτιατικής Πολιτείας. Οι Σπαρτιάτες πίστευαν πως θα κρατούσαν τον δωρικό χαρακτήρα της πόλης, εάν κρατούσαν όλους τους ξένους μακριά από αυτήν. Ακόμη, υπήρχε η πίστη ότι, εάν κρατούσαν μακριά τους ξένους από την πόλη, δεν θα υπήρχε ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί ο πραγματικός αριθμός των Σπαρτιατών πολιτών. Υπήρχαν βεβαίως και οι εξαιρέσεις σε φίλους, συμμάχους ή λακωνόφιλους, όπως τον Αλκιβιάδη, όταν δραπέτευσε από το πλοίο που τον μετέφερε στην Αθήνα για να δικαστεί και βεβαίως τον λακωνόφιλο ιστορικό Ξενοφώντα.
Κοινωνική θέση γυναικών
Η γυναίκα απολάμβανε μεγάλα προνόμια στην Αρχαία Σπάρτη, πράγμα που προκαλεί εντύπωση, εάν συγκρίνουμε τη θέση της γυναίκας στη Σπάρτη με αυτήν στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας.[παραπομπή]? Επειδή ο άνδρας έλειπε για πολύ καιρό από το σπίτι, η γυναίκα στη Σπάρτη ήταν χειραφετημένη σε βαθμό αδιανόητο για την εποχή εκείνη. Πάντα έμεναν άντρες πίσω για να ελέγχουν τους είλωτες. Γυμναζόταν όπως τα αγόρια και οι άνδρες και ήταν γνωστή για τις αθλητικές της ικανότητες. Συμμετείχε στην πάλη, γυμνή, όπως και οι άνδρες, ενώ εκπαιδευόταν στο δίσκο και στο ακόντιο. Μεγάλη σημασία έδινε και στους χορούς. Αυτή του είδους η εκπαίδευση στις γυναίκες αποτελούσε συστατικό της Σπαρτιάτικης ευγονίας, ώστε να γίνουν ενσυνείδητες μητέρες και να μεγαλώσουν γερά τέκνα.[73][74] Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι, όταν κάποιος ειρωνεύτηκε τις Σπαρτιάτισσες, η Γοργώ, σύζυγος του Λεωνίδα, απάντησε Κυριαρχούμε στους άντρες μας γιατί είμαστε οι μόνες που γεννάμε άντρες.[75]
Οι αναφορές στη Σπαρτιάτισσα την παρουσιάζουν ενάρετη και ηρωική. Υπάρχουν ιστορίες που θέλουν τις Σπαρτιάτισσες να δέχονται στωικά τη θανάτωση των νεογέννητων παιδιών τους, αν αυτά δεν είναι αρτιμελή, και να σκοτώνουν οι ίδιες τους γιους τους, αν δειλιάσουν μπροστά στον εχθρό. Άλλες κοιτούν τα σημάδια πάνω στο νεκρό σώμα των παιδιών τους, για να διαπιστώσουν αν οι πληγές τις τιμούν ή τις ατιμάζουν, επιβεβαιώνοντας το περίφημο ή ταν ή επί τας. Οι γυναίκες της Σπάρτης χαίρουν τον απόλυτο σεβασμό της κοινωνίας στην οποία ζουν, ενώ σε καμιά άλλη πόλη δεν παρατηρείται ο ίδιος βαθμός ελευθερίας και ισοτιμίας. Σε περιόδους πολέμου, την εξουσία ασκούσαν οι γυναίκες, καθώς οι άντρες απουσίαζαν. Η δύναμη της Σπαρτιάτισσας πηγάζει από τη νομοθεσία του Λυκούργου, που δίνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης στις γυναίκες, προσφέροντάς τους έτσι τα οικονομικά εφόδια να χριστούν αρχηγοί της οικογένειας[76].
Θεσμός του γάμου
Στην Αρχαία Σπάρτη, η προίκα δεν συνηθιζόταν, ο γάμος δεν συνδυαζόταν με θρησκευτική τελετή και η επιλογή του συντρόφου ήταν περισσότερο προσωπική υπόθεση παρά υπόθεση των γονέων. Σπαρτιάτες και Σπαρτιάτισσες είχαν την ευκαιρία από παιδιά να συναντηθούν πολλές φορές στις πολυάριθμες θρησκευτικές γιορτές, που περιλάμβαναν χορευτικές, μουσικές και γυμναστικές επιδείξεις, και στις οποίες συχνά τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια λάμβαναν μέρος γυμνά.[77] Ο Αθήναιος καταγράφει ότι πριν τον γάμο, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν τις παρθένες όπως οι εραστές τα ανήλικα αγόρια.[78] Για τους Σπαρτιάτες η νόμιμη ηλικία γάμου άρχιζε από τα 20 έτη οπότε ολοκλήρωναν την αγωγή, αλλά δικαίωμα σε παροχή κλήρου από την πολιτεία, όπου ζούσαν μαζί με την οικογένειά τους, είχαν μόνο μετά τα 30 έτη. Για τις νεαρές Σπαρτιάτισσες η ηλικία γάμου ήταν λίγο μετά την εμφάνιση της εμμηνορρυσίας, περίπου στα δεκαπέντε, που ήταν το συνηθισμένο στην Αρχαία Ελλάδα. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος γάμου ήταν η απαγωγή της νύφης, πολλές φορές με τη συναίνεση του πατέρα. Η νυμφεύτρια έκοβε τα μακριά μαλλιά της απαχθείσας, την έντυνε με χιτώνα σαν των αγοριών της αγωγής και την άφηνε να περιμένει τον γαμπρό σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ο γαμπρός ερχόταν μετά το συσσίτιο και συνευρισκόταν μαζί της. Αν ήταν πάνω από 30 ετών, οπότε είχε δικαίωμα να λάβει κλήρο από την πόλη, η σύζυγός του έμενε πια στο σπίτι του, αν όμως ήταν μικρότερος η σύζυγος εξακολουθούσε να μένει με τους γονείς της κι εκείνος μπορούσε να την επισκέπτεται μόνο κρυφά τη νύχτα και να ξαναγυρίζει μετά στο στρατώνα του, μέχρι να γίνει 30 ετών και να λάβει δικό του κλήρο.[77] Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι με αυτόν τον τρόπο διατηρούσαν τη θέληση για τον σύντροφό τους και δεν έχαναν ποτέ τη φρεσκάδα του έρωτα, και ότι κάποιες φορές, η περίεργη αυτή σχέση κρατούσε τόσο πολύ, που πολλοί άνδρες δεν έβλεπαν τη μητέρα των παιδιών υπό το φως του Ήλιου μέχρι τη νόμιμη ηλικία. Ακόμη, κάποιος άνδρας θα μπορούσε να ζητήσει από μία οικογένεια μία γυναίκα ώστε να γίνει η μητέρα των παιδιών του και αυτό αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για την οικογένεια της γυναίκας. Ο βασικός στόχος του γάμου στη Σπάρτη ήταν η τεκνοποίηση, ώστε τα αρσενικά που θα γεννιόντουσαν να γινόντουσαν οι πολεμιστές της Σπάρτης. Ένας άνδρας στη Σπάρτη θεωρείτο "αθάνατος", μόνο όταν είχε αρσενικά παιδιά, γιατί θεωρούσαν πως μόνο έτσι συνεχίζεται η γενιά. Οι μητέρες που ζούσαν χωρίς τους άντρες τους δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, καθώς ο νόμος τις αναγνώριζε ως ισάξιες με τις άλλες γυναίκες. Μπορούσαν ακόμη να κληρονομήσουν την περιουσία των γονέων τους, με αποτέλεσμα πολλές από αυτές να ήταν ανεξάρτητες και ευκατάστατες. Οι Σπαρτιάτες που δεν έκαναν παιδιά αντιμετωπίζονταν υποτιμητικά από τους άλλους, και υποχρεώνονταν στις γιορτές να τραγουδούν τραγούδια που έλεγαν ότι τους άξιζε η υποτιμητική συμπεριφορά.
Σπαρτιατική αγωγή
Η Σπαρτιατική αγωγή ήταν το βασικότερο χαρακτηριστικό της Αρχαίας Σπάρτης, ένα χαρακτηριστικό που έκανε τη Σπάρτη εντελώς διαφορετική από τις άλλες ελληνικές πόλεις και έδειχνε απόλυτα τον καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα των Λακεδαιμονίων και τη φοβερή στρατιωτική μηχανή που είχε η πόλη της Σπάρτης. Όταν το παιδί γεννιόταν, το έκαναν μπάνιο σε κρασί για να διαπιστώσουν την αντοχή του και το έδιναν στους πρεσβύτερους Σπαρτιάτες, που εξέταζαν το σώμα του μωρού και διαπίστωναν, εάν το παιδί ήταν αρτιμελές ή όχι. Τα παιδιά που γεννιόντουσαν ασθενικά ή ανάπηρα τα άφηναν στους "Αποθέτες" (πιθανόν να συμπίπτει με τον Καιάδα, που νεώτερες έρευνες έχουν δείξει ότι ήταν τόπος εκτέλεσης εγκληματιών κι επαναστατών) [79][80]. Οι γονείς ανέτρεφαν το αρσενικό παιδί τους μόνο μέχρι τα επτά του έτη, όταν και την ευθύνη για την ανατροφή την αναλάμβανε η Σπαρτιατική Πολιτεία. Από τα επτά τους χρόνια τα αγόρια της Σπάρτης σκληραγωγούνταν. Από τα δεκατρία τα μάθαιναν να παλεύουν, να επιζούν, να τρώνε λίγο, να φοράνε το ίδιο ιμάτιο σε όλες τις εποχές του χρόνου. Έτρωγαν Μέλανα Ζωμό αλλά ενθαρρύνονταν να κλέβουν για το φαγητό τους, και θα τιμωρούνταν μόνο εάν είχαν πιαστεί, ακριβώς επειδή πιάστηκαν. Επίσης έπρεπε να κοιμούνται πάνω σε καλάμια που έκοβαν από τις όχθες του Ευρώτα, και να μιλάνε λίγο και να είναι περιεκτικά, (λακωνικά). Όλα αυτά ήταν υπό την επίβλεψη του παιδονόμου, που είχε ένα παιδί, συνήθως το πιο δυνατό και θαρραλέο, τον ειρένα ως αρχηγό των παιδιών. Το βάπτισμα του πυρός το έπαιρναν στα Κρύπτεια, όπου έπαιρναν και την πρώτη αίσθηση του πολέμου μέσα στην ίδια τη Σπάρτη. Η αγωγή των Σπαρτιατών κρατούσε μέχρι τα είκοσι τους χρόνια, δηλαδή συνολικά δώδεκα έτη.
Κρυπτεία
Η Κρυπτεία, ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο, ή κατ' άλλους θεσμός, της Αρχαίας Σπάρτης, κατά το οποίο νέοι Σπαρτιάτες σχεδόν άοπλοι, κρύβονταν στη διάρκεια της ημέρας και τη νύχτα έκαναν καταδρομές εναντίον ειλώτων. Οι αρχαίες πηγές είναι ελάχιστες και αντικρουόμενες γύρω από το θέμα. Οι σύγχρονοι ιστορικοί επίσης δίνουν διάφορες ερμηνείες στο φαινόμενο. Μερικοί πιστεύουν ότι αυτό γινόταν για τον έλεγχο των ειλώτων, οι οποίοι ήταν περισσότεροι από τους Σπαρτιάτες. Άλλοι πιστεύουν ότι ήταν ένα είδος στρατιωτικής εκγύμνασης των νέων Σπαρτιατών, και άλλοι ότι ήταν μια τελετή περάσματος στην ανδρική ηλικία. Κατά μία άποψη, ήταν απλά μια εφαρμογή νυχτερινής απαγόρευσης της κυκλοφορίας των ειλώτων.[81]
Παιδεραστία
Η σπαρτιατική παραλλαγή της αρχαιοελληνικής πρακτικής της παιδεραστίας, της ομοφυλοφιλικής σχέσης ενός έφηβου αγοριού (αρχαία ελληνικά: ἐρώμενος), που στη Σπάρτη ονομαζόταν «ακροατής» (αρχαία ελληνικά: ἀΐτας), με έναν ενήλικο (αρχαία ελληνικά: ἐραστής), που αποκαλούνταν «εμπνευστής» (αρχαία ελληνικά: εἰσπνήλας), αποτελούσε σημαντική όψη της εκπαίδευσης των αγοριών στη Σπάρτη. Ο «εμπνευστής» καθοδηγούσε προσωπικά το αγόρι,[82] αποτελούσε το σύνδεσμο του κατά τα άλλα αποκλεισμένου από αυτή νεαρού Σπαρτιάτη με την κοινωνία των ενηλίκων, τον εισήγαγε στο κοινό συσσίτιο και, κατά τα αριστοκρατικά πρότυπα της Αρχαϊκής εποχής, ήταν υπεύθυνος για τη μετάδοση στο αγόρι ενός κώδικα συμπεριφοράς.[83]
Οι πενιχρές σχετικές πληροφορίες προέρχονται κυρίως από αθηναϊκές πηγές.[84] Σε μία ελλειπτική παρουσίαση στη Λακεδαιμονίων πολιτεία, ο λακωνίζων Ξενοφώντας εντάσσει την παιδεραστία στο πλαίσιο της εκπαίδευσης[85] και, παρά τη δυσπιστία που αναμένει εξαιτίας της ανυπαρξίας απαγόρευσης της παιδεραστίας σε άλλες ελληνικές πόλεις, ισχυρίζεται ότι, με την επιδοκιμασία του Λυκούργου,[85] το ενδιαφέρον του ενήλικου αφορούσε αποκλειστικά την προσωπικότητα του αγοριού,[86] ενώ η σαρκική επαφή αποφευγόταν σαν αιμομιξία.[85][87] Ο Πλούταρχος, που προσδιορίζει στα 12 έτη του αγοριού την ηλικία έναρξης της σχέσης,[85][88] και αναφέρει ότι εραστές είχαν οι άνδρες ως τα 30,[89] γράφει ότι αυτή αποσκοπούσε στη βελτίωση του χαρακτήρα του αγοριού[86] και ότι ο ενήλικας θεωρούνταν υπεύθυνος για τη λανθασμένη συμπεριφορά του αγοριού.[85] Από την άλλη, ο Αριστοφάνης σατίριζε για την έλξη τους προς τα αγόρια τους Σπαρτιάτες, η προτίμηση των οποίων για το πρωκτικό σεξ ακόμα και με γυναίκες είχε γίνει περιώνυμη,[90] ενώ ο Πλάτωνας δε συμφωνούσε ότι η παιδεραστική σχέση δεν είχε σεξουαλικό περιεχόμενο[90] και θεωρούσε την Κρήτη και τη Σπάρτη εισηγήτριες του θεσμού της παιδεραστίας[91] και τόπους όπου εφαρμοζόταν καθολικά.[92]
Η ύπαρξη μαρτυριών για παιδεραστικές πρακτικές μύησης σε αυτές τις δύο δωρικές, συγγενείς πολιτισμικά περιοχές έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές να θεωρήσουν ότι εκεἰ αναπτύχθηκε πρώτα και από εκεί διαδόθηκε η παιδεραστία, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται για κατάλοιπα διαδεδομένων ινδοευρωπαϊκών πρακτικών.[84] Η μαρτυρία του Ξενοφώντα και του Πλουτάρχου δείχνει ότι στη Σπάρτη η παιδεραστία ήταν θεσμοθετημένη και, ανεξαρτήτως του αν η αισθησιακή απόλαυση αποτελούσε απλώς συνηθισμένο ή δομικό της στοιχείο, λειτουργούσε ως υποκατάστατο της πατρικής ανατροφής και τρόπος μείωσης της σημασίας της οικογένειας έναντι της κοινότητας, ενώ η σύναψη παιδεραστικής σχέσης μπορούσε να χρησιμεύει στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ μελών της σπαρτιατικής ελίτ για τον προσπορισμό πολιτικού οφέλους, όπως δείχνουν δύο περιστατικά στα οποία εμπλεκόταν ο βασιλιάς Αγησίλαος, αρχικά ως ἐρώμενος του Λύσανδρου και αργότερα ως πατέρας του εραστή του γιου του Σφοδρία.[93]
Σπαρτιατικός στρατός
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο σπαρτιατικός στρατός ήταν, ίσως, η πιο τρομερή πολεμική μηχανή του αρχαίου κόσμου. Αυτή η πολεμική μηχανή με την απίστευτη πειθαρχία και εκπαίδευση κατάφερνε πολύ καλά επί αιώνες να καλύπτει το μεγαλύτερο και βασικότερο ελάττωμά της, που βεβαίως δεν ήταν άλλο από την αριθμητική της σύσταση. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες φορούσαν πάντα κόκκινο μανδύα, γιατί κάλυπτε το αίμα εάν πληγώνονταν και επίσης, κατά τον Λυκούργο, τρόμαζε κάτα κάποιον τρόπο τον αντίπαλο. Στις μάχες οι Σπαρτιάτες οπλίτες δεν φορούσαν σανδάλια, αλλά πήγαιναν ξυπόλητοι, ώστε να διατηρείται πιο σταθερή η φάλαγγα. Στη Σπάρτη υπήρχε η αντίληψη ότι οι στρατιώτες έπρεπε να γυρίσουν από τη μάχη νικητές ή πεθαμένοι, αν και δεν υπήρχε νόμος που καταδίκαζε αυτούς που εγκατέλειπαν τη μάχη, αλλά αυτοί τότε περιθωριοποιούνταν από την κοινωνία, όπως ο Αριστόδημος που έφυγε από τις Θερμοπύλες με διαταγή του Λεωνίδα να ειδοποιήσει ότι οι Έλληνες είχαν περικυκλωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν πάνε στη μάχη, όταν η μητέρα έδινε την ασπίδα στον γιο της, έλεγε "ή ταν, ή επί τας", που σήμαινε ότι "ή με αυτήν θα γύριζε νικητής ή επάνω σε αυτήν νεκρός".
Η στρατιωτική δομή του Σπαρτιατικού Στρατού ήταν η εξής: αρχηγός του στρατεύματος ήταν ο ένας από τους δύο βασιλείς που από το 506 π.Χ. και μετά ηγούταν της εκστρατείας. Δεύτερος στην τάξη ήταν ο πολέμαρχος, ο οποίος ήταν αρχηγός μίας από τις συνολικά έξι μόρες του Σπαρτιατικού Στρατού. Τρίτος στην ιεραρχία ήταν ο λοχαγός που ήταν διοικητής ενός λόχου, που ήταν το 1/4 κάθε μόρας. Τέταρτος στην ιεραρχία, ήταν ο πεντηκόνταρχος, ο αρχηγός του 1/8 κάθε μόρας, που ήταν γνωστή ως πεντηκοστύα. Πέμπτος και τελευταίος στην ιεραρχία ήταν ο ενωμοτάρχης, που διοικούσε τη μικρότερη μονάδα του Σπαρτιατικού Στρατού, την ενωμοτία, που ήταν το 1/16 μίας μόρας. Εκτός από το πεζικό, υπήρχε από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. το Σπαρτιατικό ιππικό, το οποίο ήταν υπό τη διοίκηση των έξι ιππαρμοστών, του αντίστοιχου αριθμού των ιππικών ταγμάτων. Ακόμη υπήρχε το σώμα των 300 ιππέων, που ήταν η επίλεκτη φρουρά του βασιλιά και στην πραγματικότητα ήταν πεζοί.
Ο οπλισμός των Σπαρτιατών δεν ήταν πολύ διαφορετικός από των άλλων Ελλήνων με τη μόνη διαφορά του χιτώνα και της ερυθρής χλαμύδας. Κατά την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, όλες οι ασπίδες των Σπαρτιατών είχαν γραμμένο το γράμμα Λ (λάμδα), που αντιπροσώπευε τη Λακεδαιμονία. Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι άφηναν μακριά μαλλιά και χτενίζονταν πριν τις μάχες, που θεωρούταν την εποχή εκείνη κυρίως προ-Σπαρτιατικό χαρακτηριστικό. Την Αρχαϊκή Εποχή φορούσαν κορινθιακό κράνος, περικνημίδες και μπρούτζινο θώρακα, αν και μετά τους Περσικούς Πολέμους, όταν και οι πόλεμοι γίνανε πιο ανοιχτοί[94] αντικατέστησαν τον μπρούτζινο θώρακα με τον λινοθώρακα ή με τον πιο ελαφρύ εξώμη. Κύρια όπλα τους ήταν το δόρυ, η ασπίδα και το ξίφος. Την εποχή του Κλεομένη του Γ', τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Σπαρτιακός Στρατός εξοπλίστηκε με τη μακεδονική σάρισα.
Οικονομία
Το οικονομικό μοντέλο της Σπάρτης βασιζόταν σε μια φιλοσοφία που απέτρεπε τη συγκέντρωση πλούτου. Θεωρητικά τουλάχιστον, απαγορευόταν στους Ομοίους να ασκούν κάποια παραγωγική δραστηριότητα, τομέα στον οποίο περιορίζονταν οι περίοικοι και οι είλωτες.[95] Οι τελευταίοι είχαν το καθήκον να εκμεταλλεύονται τους «κλήρους», τα κτήματα δηλαδή των Ομοίων, στους οποίους απέδιδαν μερίδιο («αποφορά»). Οι περίοικοι, όπως συνέβαινε σε αρκετές ελληνικές πόλεις, ήταν γεωργοί και ίσως τεχνίτες και έμποροι.
Πάλι θεωρητικά, η χρήση νομίσματος αποθαρρύνθηκε μέσω μιας σειράς μέτρων. Αρχικά, το νόμισμα κατέστη άχρηστο: τα συσσίτια τα εξασφάλιζε το κράτος, οι πολυτέλειες και τα έργα τέχνης θεωρούνταν απαράδεκτα. Κατόπιν, το σπαρτιατικό νόμισμα ήταν επίτηδες δύσχρηστο: δεν υπήρχαν χρυσά και ασημένια νομίσματα, μονάχα ένα είδος κατασκευασμένο από σίδηρο, αξίας δυσανάλογης με το βάρος του, με αποτέλεσμα να απαιτείται καροτσάκι για να μεταφέρει κανείς ένα ποσό ίσο με δέκα μνες (ή χίλιες δραχμές) και επιπλέον το νόμισμα αυτό δεν είχε ισχύ εκτός πόλεως. Τέλος, τα πλούτη περιφρονούνταν εκ πεποιθήσεως.
Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των ιστορικών θεωρούν πως στην αρχαϊκή Σπάρτη δεν υπήρχε νόμος που απαγόρευε το νόμισμα.[96] Πληθώρα μαρτυριών καταθέτουν πως οι Λακεδαιμόνιοι χρησιμοποιούσαν και κατά την κλασική εποχή νομίσματα.[96] Μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, η ίδια η πόλη βρέθηκε στο δίλημμα για το αν έπρεπε να εκδώσει αργυρό νόμισμα ή όχι.[97] Τελικά αποφασίστηκε να διατηρηθεί το σιδερένιο νόμισμα για συγκεκριμένες συναλλαγές και να εισαχθεί η χρήση πολύτιμων νομισμάτων για κρατικές υποθέσεις και μόνο. Τελικά, η Σπάρτη ακολούθησε το παράδειγμα των άλλων πόλεων στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., όταν ο βασιλιάς Αρεύς Α', στο πρότυπο των βασιλέων της ελληνιστικής περιόδου, έκοψε νόμισμα με τη μορφή και το όνομά του.[98]
Παρά το πνεύμα ισότητας που εκφράζει η μεταρρύθμιση του Λυκούργου, ο πλούτος είχε κατανεμηθεί με πολύ άνισο τρόπο ανάμεσα στους Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πρόσωπα που είχαν διακεκριμένη καταγωγή και ανήκαν ανάμεσα στα πιο εύπορα της πόλης.[99] Τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Αριστοτέλης σημειώνει πως ορισμένοι είχαν συγκεντρώσει μεγάλα πλούτη, τη στιγμή που κάποιοι άλλοι δεν είχαν σχεδόν τίποτε, καθώς επίσης πως και η γη ήταν στα χέρια ορισμένων μόνο πολιτών.[100] Ακόμη, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μόνο μέρος των πολιτών κατείχαν γη κατά τον 3ο αιώνα π.Χ.[101]
Θρησκεία
Η θρησκεία ήταν σημαντικό τμήμα του βίου των αρχαίων Σπαρτιατών, ίσως περισσότερο σε σχέση με κατοίκους άλλων πόλεων. Το μαρτυρά το πλήθος των ναών και ιερών που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας: 43 ναοί αφιερωμένοι σε θεότητες ( ἱερόν ), 22 ναοί αφιερωμένοι σε ήρωες ( ἡρῶον ), περίπου 15 αγάλματα θεών και 4 βωμοί.[102] Σε αυτά προστίθενται τα διάφορα ταφικά μνημεία, πολλά στον αριθμό μιας και οι Σπαρτιάτες ενταφίαζαν τους νεκρούς μέσα στην περίμετρο της πόλης,[103] εκ των οποίων ορισμένα είχαν και λατρευτικό χαρακτήρα: για παράδειγμα εκείνα του Λυκούργου, του Λεωνίδα Α' και του Παυσανία Α'.[104]
Λατρεία και θεότητες
Στην Αρχαία Σπάρτη οι γυναικείες θεότητες κατείχαν εξέχουσα θέση: από τους 50 ναούς που κατονομάζει ο Παυσανίας, οι 34 είναι αφιερωμένοι σε θεές.[105] Η Αθηνά, με μεγάλο πλήθος επικλήσεων, τιμάται περισσότερο από όλες. Ο Απόλλων είχε ελάχιστα ιερά, ωστόσο η σημασία του ήταν ιδιαίτερη: έπαιζε ρόλο σε όλες τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές, ενώ το σημαντικότερο θρησκευτικό μνημείο της Λακωνίας ήταν ο «Θρόνος του Απόλλωνα» στις Αμύκλες. Αξίζει να επισημανθεί και η ιδιαίτερη τιμή που αποδιδόταν στον Γέλωτα, δευτερεύουσα θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που προσωποποιούσε το γέλιο.
Τιμές αποδίδονταν επίσης στους ήρωες του τρωϊκού κύκλου. Σύμφωνα με τον Αναξαγόρα ο Αχιλλέας δεχόταν θεϊκές τιμές και υπήρχαν δύο ιερά αφιερωμένα στο όνομά του. Επίσης θεοποιημένοι ήταν οι Αγαμέμνων, Κασσάνδρα (υπό το όνομα Αλεξάνδρα), Κλυταιμνήστρα, Μενέλαος και Ελένη. Η λατρεία της Ελένης και του Μενέλαου γινόταν, σύμφωνα με τον Παυσανία, στο λεγόμενο «Μενελάειο» στην Αρχαία Θεράπνη. Η λατρεία της Ελένης μάλλον άρχισε την αρχαϊκή εποχή, αντικαθιστώντας μία προγενέστερη θεά.
Σημαντική ήταν επίσης η λατρεία προς τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τους Διόσκουρους, διδύμους γιους του Δία. Ο Πίνδαρος τους θεωρεί «επιστάτες της Σπάρτης»,[106] καθώς η παράδοση κατονομάζει την πόλη ως γενέτειρά τους. Η δυαδικότητά τους θυμίζει εκείνη των δύο βασιλέων. Στους Διόσκουρους αποδίδονταν μια σειρά από θαύματα τα οποία σχετίζονταν κυρίως με τη σωτηρία σπαρτιατικών στρατευμάτων.
Τέλος, ο Ηρακλής θεωρούταν στην Αρχαία Σπάρτη κάτι σαν εθνικός ήρωας,[107] αλλά και προστάτης – θεός των νέων. Ο θρύλος τον ήθελε να βοηθά τον Τυνδάρεω να ανακτήσει τον θρόνο του. Επίσης πιστευόταν πως εκείνος κατασκεύασε τον ναό του Ασκληπιού στην πόλη. Οι δώδεκα άθλοι του ήρωα εμφανίζονταν συχνά στη σπαρτιατική εικονογραφία.
Θυσίες
Οι Σπαρτιάτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, θυσίαζαν στους θεούς τους, ώστε να τους εξευμενίσουν και να ζητήσουν τη βοήθειά τους. Είναι γνωστό ότι πριν από κάθε μάχη, οι Σπαρτιάτες προσέφεραν θυσίες στον θεό Έρωτα, κάτι τέτοιο δεν ήταν μόνο συνήθεια των Σπαρτιατών, αλλά και των Δωριέων της Κρήτης. Πολλοί προσπάθησαν να συνδέσουν τις συγκεκριμένες θυσίες με τον θεσμό της παιδεραστίας. Σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πόλεις, η Σπάρτη δεν απαιτούσε τα ζώα προς σφαγή να είναι όμορφα, υγιή ή και αρτιμελή[108].
Γιορτές
Η Αρχαία Σπάρτη είχε πολλές γιορτές, όπως και οι υπόλοιπες αρχαίες ελληνικές πόλεις, Μερικές από τις οποίες είχαν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η γιορτή στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος που ήταν μία από τις πιο περίεργες στην Αρχαία Ελλάδα, λόγω της διαμαστίγωσης των έφηβων Σπαρτιατών στον βωμό της θεάς. Στο ιερό του Απόλλωνα στο Αμύκλαιο υπήρχε κοινή λατρεία του Απόλλωνα και του Υάκυνθου, λόγω της σχέσης των δύο θεών. Σε αυτές τις γιορτές περιλαμβάνονταν θρήνοι για τον Υάκυνθο και μουσικές και χοροί για τον Απόλλωνα. Τα Κάρνεια ή Κάρνεα ήταν ίσως η πιο σημαντική γιορτή των Δωριέων, που ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα Κάρνειο. Οι γυμνοπαίδες συνδέθηκαν με τη λατρεία του Απόλλωνα, αν και δεν συνδέονται με τη συγκεκριμένη γιορτή. Γινόντουσαν πολλοί αθλητικοί αγώνες[109] τις ημέρες των Κάρνεων. Άλλες γιορτές της Σπάρτης ήταν τα Αγητόρεια προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα[110], τα Αγράνια προς τιμήν των νεκρών, εορταζόταν και σε άλλες πόλεις του ελληνικού κόσμου[110], τα Αθάναια προς τιμήν της Αθηνάς, τα Αλκίδεια, τα Αμύκλαια προς τιμήν του Απόλλωνα και των Διόσκουρων, τα Βρασίδεια προς τιμήν του πεσόντα στρατηγού Βρασίδα, τα Γυμνοπαίδια προς τιμήν του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητούς, όπου γινόντουσαν ετήσιοι αθλητικοί αγώνες παίδων, τα Δάμια προς τιμήν της θεάς της ευφορίας, Δάμιας, τα Διαβατήρια προς τιμήν του Δία, που ήταν καθαρά Δωρική τελετή. Ακόμη υπήρχαν τα Ελένια, προς τιμήν της Ελένης και του Μενέλαου, όπου γινόταν μεγάλη πομπή παρθένων προς το Μενελάειο στη Θεράπνη. Οι Σπαρτιάτες είχαν πολλές γιορτές που τις μοιράζονταν με τους υπόλοιπους Έλληνες[110].
Η αρχαία ακρόπολη
Η οικοδόμηση της σύγχρονης πόλης πάνω στη θέση της αρχαίας Σπάρτης, οι φυσικές καταστροφές (κυρίως ο σεισμός του 4ου αι. μ.Χ.) και οι επιδρομές (κυρίως των Γότθων, το 394) δεν άφησαν πολλά ίχνη που να τη θυμίζουν. Έτσι σήμερα, τα αρχαιολογικά ευρήματα της Σπάρτης είναι δυσανάλογα μικρά σε σχέση με την αίγλη και την ισχύ που είχε η πόλη κατά την αρχαιότητα και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Τα περισσότερα ευρήματα συναντώνται στην ακρόπολη της αρχαίας Σπάρτης, ένα χαμηλό και πλατύ λόφο, που αποτελούσε το πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο της αρχαίας πόλης.
Στη βορειοδυτική πλαγιά της αρχαίας ακρόπολης, οι ανασκαφές της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής έφεραν στο φως τμήματα από το ιερό της πολιούχου ή Χαλκιοίκου Αθηνάς, το σημαντικότερο ιερό της αρχαίας Σπάρτης. Ονομαζόταν έτσι γιατί οι εσωτερικοί του τοίχοι ήταν καλυμμένοι με φύλλα χαλκού, που έφεραν ανάγλυφες παραστάσεις. Η θέση αυτή ήταν λατρευτικός χώρος από τα γεωμετρικά ως τα ρωμαϊκά χρόνια. Αρχικά είχε δημιουργηθεί τέμενος με βωμό και κατά τον 6ο αι. π.Χ. οικοδομήθηκε μικρός ναός με περίβολο, ο οποίος στέγασε το άγαλμα της πολιούχου Αθηνάς. Στον χώρο του ιερού γίνονταν δημόσιες συγκεντρώσεις, παρελάσεις και ιππικοί αγώνες.
Στη νοτιοδυτική πλευρά του λόφου της ακρόπολης, κάτω από το ιερό της Αθηνάς, οι ανασκαφές της Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής έφεραν στο φως τμήματα μεγάλου ρωμαϊκού θεάτρου, χωρητικότητας 16.000 θεατών, το οποίο ήταν σε χρήση έως το τέλος του 4ου αι. μ.Χ. Πρόκειται για το τρίτο σε μέγεθος και ένα από τα πιο εντυπωσιακά θεατρικά οικοδομήματα του αρχαίου κόσμου.
Το θέατρο είχε δύο μέρη: το κυρίως θέατρο στο κάτω τμήμα, με τριάντα σειρές εδωλίων, και το επιθέατρο, με άλλες δεκαεπτά σειρές. Το κοίλο -το συνολικό άνοιγμα του οποίου φτάνει τα 140 μ.- είναι κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο και χρονολογείται γύρω στο 30 π.Χ.-20 π.Χ. Η κατασκευή του στηρίχτηκε όχι μόνο στα φυσικά χαρακτηριστικά του εδάφους, αλλά και στις εργασίες που έγιναν με την κατασκευή των αναλημματικών τοίχων. Στην κορυφή του κοίλου είχε κατασκευαστεί προστώο προς το ιερό της Χαλκιοίκου Αθηνάς ή περιμετρική στοά για την προστασία των θεατών.
Το δάπεδο της πεταλόσχημης ορχήστρας, η οποία έχει διάμετρο 25 μ., ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες, εναλλάξ άσπρες και κόκκινες. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τιμητικές επιγραφές στην ανατολική πάροδο.
Στην ακρόπολη έχει αποκαλυφθεί από την αρχαιολογική σκαπάνη και ένα κυκλικό οικοδόμημα. Πρόκειται για έναν αναλημματικό τοίχο που περιβάλλει ένα φυσικό έξαρμα του λόφου. Αρκετοί το ταυτίζουν με τη Σκιάδα, στην οποία πραγματοποιούνταν οι συγκεντρώσεις του λαού, ενώ άλλοι με το Γάσηπτον (ιερό της Γης).
Δίπλα στο θέατρο και το ιερό της Χαλκιοίκου Αθηνάς, σώζονται τα ερείπια της μεγάλης Βασιλικής του Σωτήρος Χριστού. Σύμφωνα με την παράδοση, η ανέγερσή της αποδίδεται στον όσιο Νίκωνα τον Μετανοείτε. Πρόκειται όμως για πρώιμη βυζαντινή εκκλησία του 7ου αι. μ.Χ., από την οποία, όπως συνέβαινε με τους ναούς της περιόδου εκείνης, απουσιάζει το τέμπλο που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό. Ο νάρθηκας, το παρεκκλήσιο, το καμπαναριό και μια σειρά άλλα κτίσματα αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες. Ο ναός λειτούργησε για πολλούς αιώνες ως μητρόπολη της Λακεδαιμονίας.
Στις παρυφές της ακρόπολης της Σπάρτης και στα βόρεια όρια της σημερινής πόλης, σώζονται τα ερείπια ενός ιδιόμορφου ναόσχημου οικοδομήματος, του Λεωνιδαίου (5ου αι. π.Χ.). Είναι χτισμένο με μεγάλους πωρόλιθους και χωρίζεται σε δύο θαλάμους. Η τοπική παράδοση θεωρεί ότι είναι ο τάφος του Λεωνίδα, ωστόσο είναι γνωστό ότι τα οστά του μεταφέρθηκαν από τις Θερμοπύλες και τάφηκαν βορειότερα, κοντά στο θέατρο. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, ταυτίζεται με τον ναό του Κάρνειου Απόλλωνα.
Στα κράσπεδα του λόφου της ακρόπολης, πίσω από το εθνικό στάδιο της πόλης, έχουν αποκαλυφθεί λείψανα τείχους των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Η καταστροφή της Σπάρτης από τον σεισμό του 375 και η απειλή των γοτθικών επιδρομών ώθησαν τους κατοίκους να κατασκευάσουν ένα ψηλό τείχος, το οποίο περιέκλειε μόνο τη ρωμαϊκή ακρόπολη. Το τείχος αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στους επόμενους αιώνες των βαρβαρικών επιδρομών.
Τα τείχη της πόλης
Η Σπάρτη παρέμεινε ατείχιστη ως τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. π.Χ. Περηφανευόταν, μάλιστα, ότι ως τείχη είχε τους άνδρες της. Οι πρώτες ατελείς κατασκευές χρονολογούνται στα τέλη του 4ου αι., όμως τα πρώτα πραγματικά οχυρωματικά έργα εντάχθηκαν στο αμυντικό πρόγραμμα του Κλεομένη Γ' και κατασκευάστηκαν κατά τις αρχές του 3ου αι. π.Χ., υπό την απειλή του Δημήτριου του Πολιορκητή και του Πύρρου. Το τείχος, που προστάτευε ολόκληρη την πόλη, σε περίμετρο περίπου 9 χλμ., ολοκληρώθηκε την εποχή που ήταν βασιλιάς ο Νάβις (207 π.Χ.-192 π.Χ.). Ένα δεύτερο ισχυρό οχυρωματικό τείχος κατασκευάστηκε κατά τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, για να προστατευτεί η πόλη από τις επιδρομές των βαρβάρων. Περιέβαλλε μόνο τον λόφο της ακρόπολης και είχε ψηλούς τετράγωνους πύργους. Το τείχος αυτό διατηρήθηκε με αρκετές επιδιορθώσεις και τα κατοπινά χρόνια.
Παραπομπές
Βιβλιογραφία
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Wikiwand in your browser!
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.