σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μωάμεθ Β΄ (οθωμανικά τουρκικά: محمد ثانى, εκλατινισμένο: Meḥmed-i s̱ānī, τουρκικά: II. Mehmed· 30 Μαρτίου 1432 – 3 Μαΐου 1481), κοινώς γνωστός ως Μωάμεθ ο Πορθητής (οθωμανικά τουρκικά: ابو الفتح, εκλατινισμένο: Ebū'l-fetḥ, επί λέξει «ο Πατέρας της Κατάκτησης», τουρκικά: Fatih Sultan Mehmed), ήταν Οθωμανός Σουλτάνος, που κυβέρνησε από τον Αύγουστο του 1444 έως τον Σεπτέμβριο του 1446 και αργότερα από τον Φεβρουάριο του 1451 ως τον Μάιο του 1481. Κατά την πρώτη βασιλεία του νίκησε τη σταυροφορία με επικεφαλής τον Ιωάννη Ουνυάδη, όταν οι ουγγρικές εισβολές στη χώρα του παραβίασαν τους όρους της Συνθήκης του Σέγκεντ. Όταν ο Μωάμεθ Β' ανέβηκε ξανά στον θρόνο το 1451 ενίσχυσε το Οθωμανικό ναυτικό και έκανε προετοιμασίες για να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία 21 ετών κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και έθεσε τέλος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Μωάμεθ Β΄ο Πορθητής محمد ثانى | |
---|---|
Καίσαρας των Ρωμαίων Σουλτάνος των δύο Εδαφών Χαγάνος των δύο Θαλασσών | |
Πορτρέτο του Μωάμεθ Β΄, περίπου 1480, αποδίδεται στον Shiblizade Ahmed | |
Περίοδος | Αύγουστος 1444 - Σεπτέμβριος 1446 (2 έτη & 1 μήνα) 3 Φεβρουαρίου 1451 - 3 Μαΐου 1481 (30 έτη & 3 μήνες) |
Προκάτοχος | Μουράτ Β΄ |
Διάδοχος | Βαγιαζήτ Β΄ |
Γέννηση | 30 Μαρτίου 1432 Αδριανούπολη, Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 3 Μαΐου 1481 (49 ετών) Χιουνκιαρτζαϊρί, κοντά στο Γκέμπτζε, Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Τόπος ταφής | Τέμενος Φατίχ, Κωνσταντινούπολη, Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Σύζυγος | Εμινέ Γκιουλμπαχάρ Χατούν Ελένη Παλαιολογίνα Αλεξία Χατούν Γκιουλσάχ Χατούν Σιττισάχ Μουκριμέ Χατούν Τσιτσέκ Χατούν Άννα Β΄ Μεγάλη Κομνηνή Χατιτζέ Χατούν |
Επίγονοι | Βαγιαζήτ Β΄ Ηγεμόνας Μουσταφά Τζεμ Σουλτάν Γκεβχερχάν Σουλτάνα |
Πλήρες όνομα | |
Μωάμεθ μπιν Μουράτ Χαν | |
Οίκος | Οσμανιδών |
Πατέρας | Μουράτ Β΄ |
Μητέρα | Χιουμά Χατούν |
Θρησκεία | Ισλάμ |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Μετά την κατάκτηση ο Μωάμεθ διεκδίκησε τον τίτλο του Καίσαρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (οθωμανικά τουρκικά: قیصر روم, εκλατινισμένο: Qayser-i Rûm), με βάση το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν η έδρα και η πρωτεύουσα της επιζήσασας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την καθιέρωσή της το 330 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνo.[1] Η αξίωσή του αυτή αναγνωρίστηκε μόνο από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Παρ' όλα αυτά ο Μωάμεθ Β' θεωρούσε το Οθωμανικό κράτος ως συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για το υπόλοιπο της ζωής του, θεωρώντας τον εαυτό του ότι "συνέχιζε" την Αυτοκρατορία παρά την "αντικατέστησε".
Ο Μωάμεθ συνέχισε τις κατακτήσεις του στη Μικρά Ασία με την επανένωση της και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη δυτικά μέχρι τη Βοσνία. Στο εσωτερικό έκανε πολλές πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ενθάρρυνε τις τέχνες και τις επιστήμες και μέχρι το τέλος της βασιλείας του το πρόγραμμα ανοικοδόμησής του είχε μετατρέψει την Κωνσταντινούπολη σε μια ακμάζουσα αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Θεωρείται ήρωας στη σύγχρονη Τουρκία και σε μέρη του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου. Μεταξύ άλλων φέρουν το όνομά του η συνοικία Φατίχ της Κωνσταντινούπολης, η γέφυρα Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ και το Τζαμί Φατίχ.
Ο Μωάμεθ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1432 στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα τότε του Οθωμανικού κράτους. Ήταν τρίτος γιος του Σουλτάνου Μουράτ Β΄ (1404–1451) και της Χιουμά Χατούν, σκλάβας μη μουσουλμανικής αλλά ακαθόριστης καταγωγής.[2] [3] [4] Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα και τον πήρε στην προστασία της η Μάρα Μπράνκοβιτς, σύζυγος του Μουράτ και κόρη του ηγεμόνα των Σέρβων Γεωργίου Μπράνκοβιτς, πράγμα που τον έκανε να τρέφει σε όλη του τη ζωή βαθιά εκτίμηση προς το πρόσωπο της Μάρας.
Όταν ο Μωάμεθ Β' έγινε έντεκα ετών εστάλη στην Αμάσεια της Μικράς Ασίας με τους δύο συμβούλους του για να κυβερνήσει και έτσι να αποκτήσει εμπειρία, σύμφωνα με το έθιμο των Οθωμανών ηγεμόνων πριν από την εποχή του.[4] Ο Σουλτάνος Μουράτ Β' έστειλε επίσης αρκετούς δασκάλους για την εκπαίδευσή του. Αυτή η ισλαμική εκπαίδευση είχε μεγάλο αντίκτυπο στη διαμόρφωση της νοοτροπίας του Μωάμεθ και στην ενίσχυση των μουσουλμανικών του πεποιθήσεων. Επηρεάστηκε στην πρακτική του στην ισλαμική επιστημολογία από επαγγελματίες επιστήμονες, ιδιαίτερα από τον μέντορά του Mολά Γκιουρανί και ακολούθησε την προσέγγισή τους. Η επιρροή του Ακσαμσαντίν στη ζωή του έγινε κυρίαρχη από νεαρή ηλικία, ειδικά στην επιτακτική ανάγκη να εκπληρώσει το ισλαμικό του καθήκον να ανατρέψει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακτώντας την Κωνσταντινούπολη.
Αφού ο Μουράτ Β' έκανε ειρήνη με την Ουγγαρία στις 12 Ιουνίου 1444, παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ του 12χρονου γιου του Μωάμεθ Β' τον Ιούλιο/Αύγουστο[5]
Στην πρώτη βασιλεία του ο Μωάμεθ Β' νίκησε τη σταυροφορία με επικεφαλής τον Ιωάννη Ουνυάδη, όταν οι ουγγρικές εισβολές στη χώρα του παραβίασαν τους όρους της Συνθήκης του Σέγκεντ τον Σεπτέμβριο του 1444, καθώς Ο καρδινάλιος Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, εκπρόσωπος του Πάπα, είχε πείσει τον βασιλιά της Ουγγαρίας ότι η παραβίαση της εκεχειρίας με τους Μουσουλμάνους δεν αποτελούσε προδοσία. Τότε ο Μωάμεθ Β' ζήτησε από τον πατέρα του Μουράτ Β' να ανακτήσει τον θρόνο, αλλά ο Μουράτ Β' αρνήθηκε. Σύμφωνα με τα χρονικά του 17ου αιώνα[6] ο Μωάμεθ Β΄ έγραψε: "Αν είσαι ο σουλτάνος, έλα να ηγηθείς των στρατευμάτων σου. Αν εγώ είμαι ο σουλτάνος, σε διατάζω να έρθεις να ηγηθείς των στρατευμάτων μου". Στη συνέχεια ο Μουράτ Β' ηγήθηκε του Οθωμανικού στρατού και νίκησε στη Μάχη της Βάρνας στις 10 Νοεμβρίου 1444.[7] Ο Χαλίλ Ιναλτσίκ αναφέρει ότι ο Μωάμεθ Β' δεν απευθύνθηκε στον πατέρα του, αντίθετα ο Τσανταρλή Χαλίλ Πασάς προσπάθησε να επαναφέρει τον Μουράτ Β' στον θρόνο.[6] [8]
Το 1446 ο Μουράτ Β' επέστρεψε στον θρόνο και ο Μωάμεθ Β' διατήρησε τον τίτλο του σουλτάνου αλλά ενεργούσε μόνο ως κυβερνήτης της Μανίσα. Μετά τον θάνατο του Μουράτ Β' το 1451 ο Μωάμεθ Β' έγινε σουλτάνος για δεύτερη φορά. Ο Μωάμεθ Β' διεξήγαγε την πρώτη εκστρατεία του εναντίον του Ιμπραίμ Μπέη του Καραμάν, που εισέβαλε σε αμφισβητούμενη περιοχή και υποκίνησε διάφορες εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής κυριαρχίας. Οι Βυζαντινοί απείλησαν να απελευθερώσουν τον Οθωμανό διεκδικητή του θρόνου Ορχάν.[7]
Όταν ο Μωάμεθ Β' ανέβηκε ξανά στον θρόνο το 1451 αφοσιώθηκε στην ενίσχυση του οθωμανικού ναυτικού και προετοιμάστηκε για μια επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Στα στενά του Βοσπόρου το φρούριο Αναντολουχισάρι είχε χτιστεί από τον προπάππου του Βαγιαζήτ Α΄ στην ασιατική πλευρά. Ο Μωάμεθ έχτισε ένα ακόμη ισχυρότερο φρούριο που ονομάsthke Ρουμελί Χισάρ στην ευρωπαϊκή πλευρά και έτσι απέκτησε τον πλήρη έλεγχο των στενών. Έχοντας ολοκληρώσει τα φρούριά του ο Μωάμεθ προχώρησε στην επιβολή διοδίων στα πλοία που περνούσαν από τα στενά. Ένα βενετσιάνικο σκάφος που αγνόησε τα σήματα να σταματήσει βυθίστηκε με μία μόνο βολή και όλοι οι επιζώντες ναύτες αποκεφαλίστηκαν,[10] εκτός από τον καπετάνιο, που ανασκολοπίσθηκε και αναρτήθηκε σαν ανθρώπινο σκιάχτρο ως προειδοποίηση για τους άλλους ναύτες στα στενά.[11]
Ο Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί, σύντροφος και σημαιοφόρος του προφήτη του Ισλάμ Μωάμεθ, είχε πεθάνει κατά την πρώτη Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (674-678). Καθώς ο στρατός του Μωάμεθ Β' πλησίαζε την Κωνσταντινούπολη ο σεΐχης του Ακσαμσαντίν[12] ανακάλυψε τον τάφο του Αμπού Αγιούμπ αλ-Ανσαρί. Μετά την κατάκτηση ο Μωάμεθ Β΄ έχτισε το Τζαμί Εγιούπ Σουλτάν στην τοποθεσία για να τονίσει τη σημασία της κατάκτησης για τον ισλαμικό κόσμο και να τονίσει τον ρόλο του ως γαζή[13]
Το 1453 ο Μωάμεθ άρχισε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης με στρατό μεταξύ 80.000 και 200.000 ανδρών, μια σειρά πάνω από εβδομήντα μεγάλων πυροβόλων[14] και ένα στόλο 320 πλοίων, το μεγαλύτερο μέρος τους μεταγωγικά και εφοδιασμού. Η πόλη περικυκλώθηκε από θάλασσα και στεριά. ο στόλος στην είσοδο του Βοσπόρου εκτεινόταν από τη μια ακτή στην άλλη με τη μορφή ημισελήνου, για να αναχαιτίσει ή να αποκρούσει κάθε βοήθεια προς την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα.[10] Στις αρχές Απριλίου άρχισε η Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Αρχικά τα τείχη της πόλης συγκρατούσαν τους Τούρκους, παρόλο που ο στρατός του Μωάμεθ χρησιμοποίησε το νέο γιγαντιαίο κανόνι που είχε σχεδιάσει ο Όρμπαν. Το λιμάνι του Κεράτιου Κόλπου ήταν φραγμένο από μια αλυσίδα και το υπερασπίζονταν είκοσι οκτώ πολεμικά πλοία.
Στις 22 Απριλίου ο Μωάμεθ μετέφερε τα ελαφρύτερα πολεμικά πλοία του στην ξηρά, γύρω από το Γενοβέζικο οικισμό του Γαλατά και στη βόρεια ακτή του Κόλπου : oγδόντα γαλέρες μεταφέρθηκαν από τον Βόσπορο αφού ανοίχτηκε ένας διάδρομος, λίγο περισσότερο από ένα μίλι, με ξύλο. Έτσι οι Βυζαντινοί άπλωσαν τα στρατεύματά τους σε μεγαλύτερο τμήμα των τειχών. Περίπου ένα μήνα αργότερα η Κωνσταντινούπολη έπεσε, στις 29 Μαΐου, μετά από πολιορκία πενήντα επτά ημερών.[15]. Μετά από αυτή την κατάκτηση ο Μωάμεθ μετέφερε την οθωμανική πρωτεύουσα από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β' μπήκε στα ερείπια του Παλατιού του Βουκολέοντα, γνωστού στους Οθωμανούς και τους Πέρσες ως Παλάτι των Καισάρων, που πιθανώς είχε χτιστεί πάνω από χίλια χρόνια πριν από τον Θεοδόσιο Β', είπε τα περίφημα λόγια του Σααντί:[16] [17] [18] [19]
Η αράχνη είναι κουρτινοφόρος στο παλάτι του Χοσρόη/Η κουκουβάγια ηχεί το ανάγλυφο στο κάστρο του Αφρασιγιάμπ.
Ορισμένοι μουσουλμάνοι μελετητές ισχυρίστηκαν ότι ένα χαντίθ στο Μουσνάντ Αχμάντ αναφερόταν συγκεκριμένα στην κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από το Χαντίθ, θεωρώντας το ως την εκπλήρωση μιας προφητείας και ένα σημάδι της επερχόμενης αποκάλυψης.[20] [21]
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Μωάμεθ διεκδίκησε τον τίτλο του καίσαρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Qayser-i Rûm), με βάση τον ισχυρισμό ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν η έδρα και πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 330 μ.Χ. και όποιος κατείχε την αυτοκρατορική πρωτεύουσα ήταν ο ηγεμόνας της Αυτοκρατορίας.[22] Ο λόγιος της εποχής του Γεώργιος Τραπεζούντιος υποστήριξε τον ισχυρισμό του,[23][24] που δεν αναγνωρίστηκε από την Καθολική Εκκλησία και σχεδόν όλη τη Δυτική Ευρώπη, αλλά αναγνωρίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Μωάμεθ εγκατέστησε το Γεννάδιο Σχολάριο, έναν ένθερμο αντίπαλο της Δύσης, ως Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης με όλα τα τελετουργικά στοιχεία, το καθεστώς του εθνάρχη (ή milletbashi) και δικαιώματα ιδιοκτησίας που τον κατέστησαν το δεύτερο μεγαλύτερο γαιοκτήμονα στην εν λόγω Αυτοκρατορία μετά τον ίδιο τον σουλτάνο το 1454, και με τη σειρά του ο Γεννάδιος Β' αναγνώρισε τον Μωάμεθ τον Πορθητή ως διάδοχο του θρόνου.[25][26]
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος πέθανε χωρίς να αποκτήσει διάδοχο, και αν η Κωνσταντινούπολη δεν έπεφτε στους Οθωμανούς, πιθανότατα θα τον διαδέχονταν οι γιοι του αποθανόντος μεγαλύτερου αδελφού του. Αυτοί μεταφέρθηκαν στην υπηρεσία του Μωάμεθ μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο μεγαλύτερος, που μετονομάστηκε Χας Μουράτ έγινε προσωπικός ευνοούμενος του Μωάμεθ και υπηρέτησε ως μπεηλέρμπεης των Βαλκανίων. Ο μικρότερος, που μετονομάστηκε Μεσίχ Πασάς, έγινε ναύαρχος του Οθωμανικού στόλου και σαντζάκμπεης της Καλλίπολης, υπηρετώντας τελικά δύο φορές ως Μεγάλος Βεζίρης υπό τον γιο του Μωάμεθ Βαγιαζήτ Β΄.[27]
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Μωάμεθ θα κατακτήσει επίσης το Δεσποτάτο του Μορέως στην Πελοπόννησο το 1460 και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στη βορειοανατολική Μικρά Ασία το 1461. Τα δύο τελευταία ίχνη της βυζαντινής κυριαρχίας απορροφήθηκαν έτσι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης χάρισε τεράστια δόξα και κύρος στη χώρα. Υπάρχουν κάποιες ιστορικές μαρτυρίες ότι, 10 χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ Β' επισκέφτηκε την τοποθεσία της Τροίας και καυχήθηκε ότι είχε εκδικηθεί για τους Τρώες κατακτώντας τους Έλληνες (Βυζαντινούς).[28][29][30]
Οι πρώτες εκστρατείες του Μωάμεθ Β' μετά την Κωνσταντινούπολη ήταν προς την κατεύθυνση της Σερβίας, που ήταν κράτος υποτελές στους Οθωμανούς μετά τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389. Ο Οθωμανός ηγεμόνας είχε σχέση με το Δεσποτάτο της Σερβίας –μια από τις συζύγους του Μουράτ Β΄ ήταν η Μάρα Μπράνκοβιτς– και χρησιμοποίησε αυτό το γεγονός για να διεκδικήσει ορισμένα σερβικά νησιά. Το γεγονός ότι ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς είχε πρόσφατα συμμαχήσει με τους Ούγγρους και δεν κατέβαλλε τον φόρο κανονικά, μπορεί να ήταν σημαντικός λόγος. Όταν η Σερβία αρνήθηκε αυτές τις απαιτήσεις, ο Οθωμανικός στρατός ξεκίνησε από την Αδριανούπολη προς τη Σερβία το 1454 και πολιόρκησε το Σμεντέρεβο, όπως και το Νόβο Μπρντο, το σημαντικότερο σερβικό κέντρο εξόρυξης και τήξης μετάλλων. Οθωμανοί και Ούγγροι πολέμησαν μέχρι το 1456.
Ο Οθωμανικός στρατός προχώρησε μέχρι το Βελιγράδι, όπου προσπάθησε αλλά απέτυχε να κατακτήσει την πόλη από τον Ιωάννη Ουνυάδη με πολιορκία στις 14 Ιουλίου 1456. Ακολούθησε περίοδος σχετικής ειρήνης στην περιοχή μέχρι την Άλωση του Βελιγραδίου το 1521, επί της βασιλείας του δισέγγονου του Μωάμεθ, γνωστού ως Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Ο σουλτάνος υποχώρησε στην Αδριανούπολη και ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς ανέκτησε ορισμένα μέρη της Σερβίας. Πριν το τέλος της χρονιάς όμως ο 79χρονος Μπράνκοβιτς πέθανε. Η σερβική ανεξαρτησία επέζησε μόνο για δύο ακόμη χρόνια, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσάρτησε επίσημα τα εδάφη του μετά από διαφωνίες μεταξύ της χήρας του και των τριών επιζώντων γιων του. Ο Λάζαρος, ο μικρότερος, δηλητηρίασε τη μητέρα του και εξόρισε τα αδέρφια του, αλλά πέθανε αμέσως μετά. Στη συνεχιζόμενη αναταραχή ο μεγαλύτερος αδελφός του Στέφαν Μπράνκοβιτς κέρδισε τον θρόνο αλλά εκδιώχθηκε τον Μάρτιο του 1459. Μετά από αυτό ο σερβικός θρόνος προσφέρθηκε στον Στεφάν Τομάσεβιτς, μελλοντικό βασιλιά της Βοσνίας, γεγονός που εξόργισε τον Σουλτάνο Μωάμεθ. Έστειλε τον στρατό του, που κατέλαβε το Σμεντέρεβο τον Ιούνιο του 1459, καταλύοντας το Δεσποτάτο της Σερβίας.[31]
Το Δεσποτάτο του Μορέως συνόρευε με τα νότια Οθωμανικά Βαλκάνια. Οι Οθωμανοί είχαν ήδη εισβάλει στην περιοχή υπό τον Μουράτ Β΄, καταστρέφοντας τη βυζαντινή οχύρωση-το Εξαμίλιον τείχος- στον Ισθμό της Κορίνθου το 1446. Πριν από την τελική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ο Μωάμεθ διέταξε τα οθωμανικά στρατεύματα να επιτεθούν στον Μορέα. Οι δεσπότες Δημήτριος και Θωμάς Παλαιολόγος, αδέρφια του τελευταίου αυτοκράτορα, δεν κατάφεραν να στείλουν καμία βοήθεια. Η δική τους ανικανότητα είχε ως αποτέλεσμα μια αλβανοελληνική εξέγερση εναντίον τους, κατά την οποία κάλεσαν οθωμανικά στρατεύματα για να βοηθήσουν στην καταστολή της.[32] Εκείνη την εποχή ορισμένοι ισχυροί Έλληνες και Αλβανοί της Πελοποννήσου έκαναν ιδιωτικά ειρήνη με τον Μωάμεθ.[33] Μετά από περισσότερα χρόνια ανίκανης διακυβέρνησης από τους δεσπότες, την αδυναμία τους να πληρώσουν τον ετήσιο φόρο τους στον Σουλτάνο και τελικά τη δική τους εξέγερση κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας, ο Μωάμεθ μπήκε στην Πελοπόννησο τον Μάιο του 1460. Η πρωτεύουσα Μυστράς έπεσε ακριβώς επτά χρόνια μετά την Κωνσταντινούπολη, στις 29 Μαίου 1460. Ο Δημήτριος κατέληξε αιχμάλωτος των Οθωμανών, ενώ ο μικρότερος αδελφός του Θωμάς τράπηκε σε φυγή. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού οι Οθωμανοί είχαν επιτύχει την υποταγή σχεδόν όλων των πόλεων που κατείχαν οι Έλληνες.
Λίγες νησίδες αντίστασης παρέμειναν για λίγο. Το νησί της Μονεμβασιάς αρνήθηκε να παραδοθεί και κυβερνήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα από έναν Καταλανό κουρσάρο. Όταν ο λαός τον έδιωξε έλαβαν τη συγκατάθεση του Θωμά να υποταχθούν στην προστασία του Πάπα πριν από το τέλος του 1460.[34] Η Μάνη, στο νότιο άκρο της Πελοποννήσου, αντιστάθηκε υπό ένα χαλαρό συνασπισμό τοπικών φυλών και η περιοχή στη συνέχεια περιήλθε στην κυριαρχία της Βενετίας. Το τελευταίο που άντεξε ήταν το Σαλμενίκο, στα βορειοδυτικά της Πελοποννήσου. Ο Γραίτζας Παλαιολόγος ήταν ο στρατιωτικός διοικητής εκεί, με έδρα το Κάστρο Σαλμενίκου (γνωστό και ως Κάστρο της Οργιάς). Ενώ η πόλη τελικά παραδόθηκε ο Γραίτζας και η φρουρά του και μερικοί κάτοικοι της πόλης παρέμειναν στο κάστρο μέχρι τον Ιούλιο του 1461, όταν διέφυγαν και έφτασαν στο έδαφος της Βενετίας.[35]
Αυτοκράτορες της Τραπεζούντας συνήψαν συμμαχίες μέσω βασιλικών γάμων με διάφορους μουσουλμάνους ηγεμόνες. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Δ' πάντρεψε την κόρη του με τον γιο του κουνιάδου του Ουζούν Χασάν, χαν των Ακ Κογιουνλού, με αντάλλαγμα την υπόσχεσή του να υπερασπιστεί την Τραπεζούντα. Εξασφάλισε επίσης υποσχέσεις υποστήριξης από τους Τούρκους μπέηδες της Σινώπης και της Καραμανίας και από τον βασιλιά και τους πρίγκιπες της Γεωργίας. Οι Οθωμανοί είχαν κίνητρο να καταλάβουν την Τραπεζούντα ή να αποσπάσουν ετήσιο φόρο. Την εποχή του Μουράτ Β' προσπάθησαν για πρώτη φορά να καταλάβουν την πρωτεύουσα από τη θάλασσα το 1442, αλλά οι υψηλοί κυματισμοί δυσχέραιναν την απόφαση και η προσπάθεια αποκρούστηκε. Ενώ ο Μωάμεθ Β' έλειπε για να πολιορκήσει το Βελιγράδι το 1456, ο Οθωμανός κυβερνήτης της Αμάσειας επιτέθηκε στην Τραπεζούντα και, παρόλο που ηττήθηκε, συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους και απέσπασε βαρύ φόρο.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη το 1459 ήρθε στην εξουσία ο αδελφός του Δαβίδ, που μηχανορραφούσε με διάφορες ευρωπαϊκές δυνάμεις για βοήθεια κατά των Οθωμανών, μιλώντας για άγρια σχέδια που περιλάμβαναν την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ. Ο Μωάμεθ Β' πληροφορήθηκε τελικά αυτές τις μηχανορραφίες και προκλήθηκε περαιτέρω να δράσει από την απαίτηση του Δαβίδ να τον απαλλάξει από τον φόρο που είχε επιβληθεί στον αδελφό του.
Η απάντηση του Μωάμεθ του Πορθητή ήρθε το καλοκαίρι του 1461. Ηγήθηκε ενός αρκετά μεγάλου στρατού από την Προύσα στην ξηρά και του οθωμανικού ναυτικού στη θάλασσα, πρώτα στη Σινώπη, ενώνοντας τις δυνάμεις του με τον αδελφό του Ισμαήλ, τον Αχμέτ (τον Κόκκινο). Κατέλαβε τη Σινώπη και τερμάτισε την επίσημη βασιλεία της δυναστείας των Ισφενδιγιαριδών, αν και διόρισε τον Αχμέτ κυβερνήτη της Κασταμονής και της Σινώπης, για να ανακαλέσει τον διορισμό την ίδια χρονιά. Σε διάφορα άλλα μέλη της δυναστείας αυτής προσφέρθηκαν σημαντικές λειτουργίες σε όλη την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά την πορεία προς την Τραπεζούντα ο Ουζούν Χασάν έστειλε ως πρεσβευτή τη μητέρα του Σαρά Χατούν. Ενώ ανέβαιναν με τα πόδια στα απότομα υψώματα της Ζιγάνας, εκείνη ρώτησε τον Σουλτάνο Μωάμεθ γιατί περνούσε τόσες δυσκολίες για χάρη της Τραπεζούντας και ο Μωάμεθ απάντησε:
Μητέρα, στο χέρι μου είναι το σπαθί του Ισλάμ, χωρίς αυτή την ταλαιπωρία δεν αξίζω το όνομα του γαζή και σήμερα και αύριο θα πρέπει να καλύψω το πρόσωπό μου από ντροπή ενώπιον του Αλλάχ.[36]
Έχοντας αποκλείσει την Τραπεζούντα ο Μωάμεθ την έπληξε γρήγορα πριν οι κάτοικοι καταλάβουν ότι θα ερχόταν, και την πολιόρκησε. Η πόλη άντεξε για ένα μήνα πριν ο αυτοκράτορας Δαβίδ παραδοθεί στις 15 Αυγούστου 1461.
Οι Οθωμανοί από τις αρχές του 15ου αιώνα προσπάθησαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Βλαχία (οθωμανικά τουρκικά: والاچیا) βάζοντας τον δικό τους εκλεκτό στον θρόνο, αλλά κάθε προσπάθεια κατέληγε σε αποτυχία. Οι Οθωμανοί θεωρούσαν τη Βλαχία ως ουδέτερη ζώνη μεταξύ αυτών και του Βασιλείου της Ουγγαρίας και αντί ενός ετήσιου φόρου δεν ανακατεύονταν στις εσωτερικές της υποθέσεις. Οι δύο κύριες βαλκανικές δυνάμεις, η Ουγγαρία και οι Οθωμανοί, είχαν αποδυθεί σε ένα διαρκή αγώνα να κάνουν τη Βλαχία δική τους υποτελή. Για να αποτρέψουν την ένταξη της Βλαχίας στο ουγγρικό βασίλειο οι Οθωμανοί απελευθέρωσαν τον νεαρό Βλαντ (Δράκουλα), που είχε περάσει, μαζί με τον αδελφό του Ράντου Γ΄ του Όμορφου τέσσερα χρόνια αιχμάλωτος του Μουράτ, ώστε να διεκδικήσει τον θρόνο της Βλαχίας. Ωστόσο η διακυβέρνησή του ήταν βραχύβια, καθώς ο Ουνυάδης εισέβαλε στη Βλαχία και αποκατέστησε στον θρόνο τον σύμμαχό του Βλάντισλαβ Β΄, από τον Οίκο Ντάνεστι.
Ο Βλαντ Γ΄ Δράκουλας κατέφυγε στη Μολδαβία, όπου ζούσε υπό την προστασία του θείου του Μπογκντάν Β΄. Τον Οκτώβριο του 1451 ο Μπογκντάν δολοφονήθηκε και ο Βλαντ κατέφυγε στην Ουγγαρία. Εντυπωσιασμένος από την τεράστια γνώση του Βλαντ για τη νοοτροπία και τις εσωτερικές λειτουργίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και το μίσος του προς τους Τούρκους και τον νέο σουλτάνο Μεχμέτ Β', ο Ουνυάδης συμφιλιώθηκε με τον πρώην εχθρό του και προσπάθησε να τον κάνει' δικό του σύμβουλο, αλλά ο Βλαντ αρνήθηκε.
Το 1456, τρία χρόνια αφότου οι Οθωμανοί είχαν κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη, απείλησαν την Ουγγαρία πολιορκώντας το Βελιγράδι. Ο Ουνυάδης ξεκίνησε μια συντονισμένη αντεπίθεση στη Σερβία και, ενώ πήγε εκεί ο ίδιος και ανακούφισε την πολιορκία (πριν πεθάνει από την πανούκλα), ο Βλαντ Γ΄ Δράκουλας οδήγησε το δικό του σώμα στη Βλαχία, ανακατέλαβε την πατρίδα του και σκότωσε τον Βλάντισλαβ Β΄.
Το 1459 ο Μωάμεθ Β' έστειλε απεσταλμένους στον Βλαντ για να τον παροτρύνουν να πληρώσει φόρο που καθυστερούσε[37]. 10.000 δουκάτων και 500 νεοσύλλεκτων στις οθωμανικές δυνάμεις. Ο Βλαντ Γ' Δράκουλας αρνήθηκε και σκότωσε τους Οθωμανούς απεσταλμένους καρφώνοντας τα τουρμπάνια τους στο κεφάλι, με το πρόσχημα ότι αρνήθηκαν να του σηκώσουν τα «καπέλα» τους, γιατί αφαιρούσαν το κάλυμμά της κεφαλής τους μόνο ενώπιον του Θεού.
Εν τω μεταξύ ο Σουλτάνος έστειλε τον Μπέη της Νικόπολης Χαμζά Μπέι να συνάψει ειρήνη και, αν χρειαστεί, να εξολοθρεύσει τον Βλαντ Γ'. Ο Βλαντ Γ' του έστησε ενέδρα, οι Οθωμανοί περικυκλώθηκαν και σχεδόν όλοι τους πιάστηκαν και παλουκώθηκαν, με τον Χαμζά Μπέι στον υψηλότερο πάσσαλο, όπως άρμοζε στον βαθμό του.[38] Exploringromania.com. Archived from the original on 8 June 2009. Retrieved 17 August 2012
Τον χειμώνα του 1462 ο Βλαντ Γ' πέρασε τον Δούναβη και κατέκαψε όλη τη Βουλγαρία μεταξύ Σερβίας και Μαύρης Θάλασσας. Φερόμενος να μεταμφιέστηκε σε Τούρκο Σπαχή και χρησιμοποιώντας τουρκική γλώσσα και έθιμα, ο Βλαντ Γ' διείσδυσε στα οθωμανικά στρατόπεδα, έστησε ενέδρα και σφαγίασε ή αιχμαλώτισε αρκετούς Οθωμανούς. Σε μια επιστολή του προς τον Κορβίνο με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου, έγραψε:
Έχω σκοτώσει αγρότες, άντρες και γυναίκες, ηλικιωμένους και νέους, που ζούσαν στην Ομπλούσιτσα και στο Noβοσέλο, όπου ο Δούναβης χύνεται στη θάλασσα, μέχρι τη Ράχοβα, που βρίσκεται κοντά στην Κίλια, από τον κάτω Δούναβη μέχρι μέρη όπως το Σάμοβιτ και το Γκίγκεν. Σκοτώσαμε 23.884 Τούρκους χωρίς να υπολογίζουμε αυτούς που κάψαμε στα σπίτια ή τους Τούρκους που έκοψαν τα κεφάλια τους οι στρατιώτες μας... Έτσι, Υψηλότατε, πρέπει να ξέρετε ότι παραβίασα την ειρήνη μας με αυτόν [Μωάμεθ Β΄].[39]
Ο Μωάμεθ Β' εγκατέλειψε την πολιορκία του της Κορίνθου για να εξαπολύσει επίθεση τιμωρίας κατά του Βλαντ Γ' στη Βλαχία[40], αλλά υπέστη πολλές απώλειες σε μια αιφνιδιαστική νυχτερινή επίθεση υπό την ηγεσία του Βλαντ Γ' Δράκουλα, ο που κατά τα φαινόμενα ήθελε να σκοτώσει προσωπικά τον Σουλτάνο.[41] Λέγεται ότι όταν οι δυνάμεις του Μωάμεθ του Πορθητή και του Ράντου Γ΄ του Όμορφου ήρθαν στο Τιργκόβιστε, είδαν τόσους πολλούς Τούρκους παλουκωμένους γύρω από την πόλη που, τρομοκρατημένος από το θέαμα, ο Μωάμεθ σκέφτηκε να αποσυρθεί, αλλά πείστηκε από του διοικητές του να μείνει. Ωστόσο η πολιτική της σθεναρής αντίστασης του Βλαντ κατά των Οθωμανών δεν ήταν δημοφιλής και προδόθηκε από την κατευναστική παράταξη των βογιάρων (τοπικής αριστοκρατίας), οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν επίσης υπέρ του Ντάνεστι (αντίπαλος πριγκιπικός κλάδος). Ο καλύτερος φίλος και σύμμαχός του Στέφανος Γ' της Μολδαβίας, που είχε υποσχεθεί να τον βοηθήσει, άδραξε την ευκαιρία και αντ' αυτού του επιτέθηκε προσπαθώντας να ανακτήσει το Φρούριο της Κίλιας. Ο Βλαντ Γ' αναγκάστηκε να υποχωρήσει στα βουνά. Μετά από αυτό οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πρωτεύουσα της Βλαχίας Τιργκόβιστε και ο Μωάμεθ Β΄ αποχώρησε, αφήνοντας ως άρχοντα της Βλαχίας τον Ράντου. Ο Τουραχάνογλου Ομέρ μπέης, που διακρίθηκε και εξολόθρευσε μια δύναμη 6.000 Βλάχων και κατέθεσε 2.000 από τα κεφάλια τους στα πόδια του Μωάμεθ Β', αποκαταστάθηκε επίσης, ως ανταμοιβή, στην παλιά του θέση του κυβερνήτη της Θεσσαλίας.[42] Ο Βλαντ τελικά δραπέτευσε στην Ουγγαρία, όπου φυλακίστηκε με ψευδή κατηγορία για προδοσία του κυρίου του, Ματθία Κορβίνου.
Ο Δεσπότης της Σερβίας Λάζαρ Μπράνκοβιτς πέθανε το 1458 και ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των κληρονόμων του που είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της Σερβίας από τους Οθωμανούς το 1459/1460. Ο Στεφάν Τομάσεβιτς, γιος του βασιλιά της Βοσνίας, προσπάθησε να θέσει τη Σερβία υπό τον έλεγχό του, αλλά οι οθωμανικές επιθέσεις τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το σχέδιό του και ο Στεφάν κατέφυγε στη Βοσνία, αναζητώντας καταφύγιο στην αυλή του πατέρα του.[43] Μετά από μερικές μάχες η Βοσνία έγινε βασίλειο υποτελές στους Οθωμανούς.
Στις 10 Ιουλίου 1461 ο Τόμας της Βοσνίας πέθανε και ο Στεφάν Τομάσεβιτς τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς της Βοσνίας. Το 1461 συνήψε συμμαχία με τους Ούγγρους και ζήτησε από τον Πάπα Πίο Β' βοήθεια ενόψει μιας επικείμενης οθωμανικής εισβολής. Το 1463, μετά από μια διαμάχη για τον φόρο που κατέβαλε κάθε χρόνο το Βοσνιακό Βασίλειο στους Οθωμανούς, ζήτησε βοήθεια από τους Ενετούς. Ωστόσο κανένας δεν έφτασε ποτέ στη Βοσνία. Το 1463 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β' εισέβαλε στη χώρα και η βασιλική πόλη Μπόμποβατς σύντομα έπεσε, αναγκάζοντας τον Στεφάν Τομάσεβιτς να υποχωρήσει στο Γιάιτσε και στη συνέχεια στο Kλιουτς. Ο Μωάμεθ στη Βοσνία κατέκτησε πολύ γρήγορα τη Βοσνία, εκτελώντας τον Στεφάν Τομάσεβιτς και τον θείο του Ραντιβόι. Η Βοσνία έπεσε επίσημα το 1463 και έγινε η δυτικότερη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύμφωνα με τον βυζαντινό ιστορικό Μιχαήλ Κριτόβουλο οι εχθροπραξίες ξέσπασαν όταν ένας Αλβανός σκλάβος του Οθωμανού διοικητή της Αθήνας κατέφυγε στο ενετικό φρούριο της Κορώνης με κλεμμένα από τον θησαυρό του κυρίου του. Ο φυγάς στη συνέχεια ασπάστηκε τον χριστιανισμό, έτσι οι οθωμανικές απαιτήσεις για την παράδοσή του απορρίφθηκαν από τις βενετικές αρχές.[44] Χρησιμοποιώντας αυτό ως πρόσχημα τον Νοέμβριο του 1462 ο Οθωμανός διοικητής της κεντρικής Ελλάδας Τουραχάνογλου Ομέρ μπέης επιτέθηκε και παραλίγο να καταφέρει να καταλάβει το στρατηγικά σημαντικό ενετικό φρούριο του Λεπάντο (Ναύπακτος). Στις 3 Απριλίου 1463 ωστόσο ο κυβερνήτης του Μοριά, Ισα Μπέη, κατέλαβε με προδοσία την πόλη του Άργους που κατείχαν οι Ενετοί.[44]
Η νέα συμμαχία ξεκίνησε μια επίθεση με δύο άξονες κατά των Οθωμανών: ένας βενετσιάνικος στρατός, υπό τον Αρχιναύαρχο Αλβίζε Λορεντάν, αποβιβάστηκε στον Μοριά, ενώ ο Ματθίας Κορβίνος εισέβαλε στη Βοσνία.[45] Την ίδια περίοδο ο Πίος Β' άρχισε να συγκεντρώνει στρατό στην Ανκόνα, ελπίζοντας να ηγηθεί αυτοπροσώπως.[46] Ξεκίνησαν επίσης διαπραγματεύσεις με άλλους αντιπάλους των Οθωμανών, όπως οι Καραμανίδες, ο Ουζούν Χασάν και το Χανάτο της Κριμαίας.[46]
Στις αρχές Αυγούστου οι Ενετοί ανακατέλαβαν το Άργος και ενίσχυσαν τον Ισθμό της Κορίνθου, αναστηλώνοντας το Εξαμίλιον τείχος και εξοπλίζοντάς το με πολλά κανόνια.[47] Στη συνέχεια προχώρησαν στην πολιορκία του φρουρίου του Ακροκόρινθου, που έλεγχε τη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Οι Βενετοί συμμετείχαν σε επανειλημμένες συγκρούσεις με τους υπερασπιστές και με τις δυνάμεις του Ομέρ Μπέη, μέχρι που υπέστησαν μεγάλη ήττα στις 20 Οκτωβρίου και στη συνέχεια αναγκάστηκαν να άρουν την πολιορκία και να υποχωρήσουν στο Εξαμίλιον και στη Ναυπλία (Ναύπλιο).[47] Στη Βοσνία ο Ματθίας Κορβίνος κατέλαβε πάνω από εξήντα οχυρωμένα μέρη και πέτυχε να καταλάβει την πρωτεύουσά της Γιάιτσε, μετά από 3μηνη πολιορκία, στις 16 Δεκεμβρίου.[48]
Η αντίδραση των Οθωμανών ήταν γρήγορη και αποφασιστική: ο Μωάμεθ Β' έστειλε τον Μέγα Βεζίρη του, Μαχμούτ Πασάς Αντζέλοβιτς, με στρατό εναντίον των Ενετών. Για να αντιμετωπίσει τον βενετσιάνικο στόλο, που ναυλοχούσε έξω από την είσοδο των στενών των Δαρδανελίων, ο Σουλτάνος διέταξε περαιτέρω τη δημιουργία του νέου ναυπηγείου Καντιργκά Λιμάνι (που πήρε το όνομά του από τη γαλέρα τύπου "kadirga") στον Κεράτιο Κόλπο και δύο οχυρών για τη φύλαξη των Στενών, του Κιλιτμπαχίρ και του Τσανάκκαλε.[49] Η εκστρατεία του Μοριά απέβη γρήγορα νικηφόρα για τους Οθωμανούς, που ισοπέδωσαν το Εξαμίλιον και προχώρησαν στον Μοριά. Το Άργος έπεσε και πολλά οχυρά και τοποθεσίες που είχαν αναγνωρίσει την εξουσία των Βενετών επανήλθαν στην υποταγή τους στους Οθωμανούς.
Ο Σουλτάνος Μεχμέτ Β', που ακολουθούσε τον Μαχμούτ Πασά με άλλο στρατό για να τον ενισχύσει, είχε φτάσει στο Ζητούνι (Λαμία) πριν ενημερωθεί για την επιτυχία του Βεζίρη του. Αμέσως έστρεψε τους άνδρες βόρεια, προς τη Βοσνία.[49] Ωστόσο η προσπάθεια του να ανακαταλάβει το Γιάιτσε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1464 απέτυχε, με τους Οθωμανούς να υποχωρούν βιαστικά μπροστά στον στρατό του Κορβίνου που πλησίαζε. Στη συνέχεια ένας νέος οθωμανικός στρατός υπό τον Μαχμούντ Πασά ανάγκασε τον Κορβίνο να αποσυρθεί, αλλά το Γιάιτσε δεν ανακαταλήφθηκε για πολλά χρόνια αργότερα.[48] Ωστόσο ο θάνατος του Πάπα Πίου Β' στις 15 Αυγούστου στην Ανκόνα σήμανε το τέλος της Σταυροφορίας.[46][50]
Εν τω μεταξύ η Ενετική Δημοκρατία είχε διορίσει τον Σιγισμόνδο Μαλατέστα για την επερχόμενη εκστρατεία του 1464. Ξεκίνησε επιθέσεις κατά των οθωμανικών οχυρών και συμμετείχε σε μια αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο. Ο πόλεμος μικρής κλίμακας συνεχίστηκε και από τις δύο πλευρές, με επιθέσεις και αντεπιθέσεις, αλλά η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και χρημάτων είχε ως αποτέλεσμα οι Ενετοί να παραμένουν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένοι στις οχυρωμένες βάσεις τους, ενώ ο στρατός του Ομέρ Μπέη περιπλανιόταν στην ύπαιθρο.
Στο Αιγαίο οι Ενετοί προσπάθησαν να καταλάβουν τη Λέσβο την άνοιξη του 1464 και πολιόρκησαν την πρωτεύουσα Μυτιλήνη για έξι εβδομάδες, μέχρι που η άφιξη ενός οθωμανικού στόλου υπό τον Μαχμούτ Πασά στις 18 Μαΐου τους ανάγκασε να αποσυρθούν.[51] Μια άλλη προσπάθεια να καταληφθεί το νησί λίγο μετά επίσης απέτυχε. Το βενετικό ναυτικό πέρασε το υπόλοιπο του έτους σε τελικά άκαρπες επιδείξεις δύναμης έξω από τα Δαρδανέλια.[51] Στις αρχές του 1465 ο Μωάμεθ Β' έστειλε προτάσεις στη Βενετική Γερουσία, που δυσπιστώντας για τα κίνητρά του αυτή τις απέρριψε.[52]
Τον Απρίλιο του 1466 η βενετική πολεμική προσπάθεια επανήλθε υπό τον Βετόρε Καπέλο: ο στόλος κατέλαβε τα νησιά του βόρειου Αιγαίου Ίμβρο, Θάσο και Σαμοθράκη και στη συνέχεια έπλευσε στον Σαρωνικό.[53] Στις 12 Ιουλίου ο Καπέλο αποβιβάστηκε στον Πειραιά και βάδισε εναντίον της Αθήνας, της κύριας περιφερειακής βάσης των Οθωμανών. Δεν κατάφερε να καταλάβει την Ακρόπολη και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην Πάτρα, πρωτεύουσα της Πελοποννήσου και έδρα του Οθωμανού μπέη, που πολιορκείτο από κοινή δύναμη Βενετών και Ελλήνων.[54] Πριν προλάβει να φτάσει ο Καπέλο, και καθώς η πόλη φαινόταν στα πρόθυρα της πτώσης, ο Ομέρ Μπέης εμφανίστηκε ξαφνικά με 12.000 ιππείς και έδιωξε τους πολιορκητές. Εξακόσιοι Βενετοί και εκατό Έλληνες αιχμαλωτίστηκαν από μια δύναμη 2.000 ανδρών, ενώ ο ίδιος ο Μπαρμπαρίγκο σκοτώθηκε.[55] Ο Καπέλο, που έφτασε λίγες μέρες αργότερα, επιτέθηκε στους Οθωμανούς αλλά υπέστη δεινή ήττα. Αποκαρδιωμένος επέστρεψε με τα υπολείμματα του στρατού του στο Νεγρεπόντε (Χαλκίδα), όπου αρρώστησε και πέθανε στις 13 Μαρτίου 1467.[56] Το 1470 ο Μωάμεθ ηγήθηκε προσωπικά ενός οθωμανικού στρατού για να πολιορκήσει το Νεγρεπόντε. Το ενετικό ναυτικό που προσέτρεξε ηττήθηκε και το Νεγρεπόντε καταλήφθηκε.
Την άνοιξη του 1466 ο σουλτάνος Μωάμεθ βάδισε με μεγάλο στρατό εναντίον των Αλβανών, που υπό τον αρχηγό τους Σκεντέρμπεη είχαν αντισταθεί επί μακρόν στους Οθωμανούς και είχαν ζητήσει επανειλημμένα βοήθεια από την Ιταλία.[45] Ο Μωάμεθ Β' απάντησε βαδίζοντας ξανά κατά της Αλβανίας, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο χειμώνας έφερε μια επιδημία πανώλης, που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο υπονομεύοντας τη δύναμη της τοπικής αντίστασης.[53] Ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης πέθανε από ελονοσία στο ενετικό προπύργιο της Λισσού (Λέζα), τερματίζοντας την ικανότητα της Βενετίας να χρησιμοποιεί τους Αλβανούς άρχοντες για δικό της όφελος.[57] Μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη ορισμένες φρουρές της βόρειας Αλβανίας που ελέγχονταν από τη Βενετία συνέχισαν να κατέχουν εδάφη που επιθυμούσαν οι Οθωμανοί, όπως το Ζάμπλιακ Τσρνογέβιτσα, το Ντριστ, η Λέζα και η Σκόδρα – τα πιο σημαντικά. Ο Μωάμεθ Β' έστειλε τον στρατό του να καταλάβει τη Σκόδρα το 1474[58] αλλά απέτυχε. Στη συνέχεια πήγε προσωπικά για να ηγηθεί της πολιορκίας της πόλης του 1478–79. Οι Βενετοί και οι κάτοικοι της Σκόδρας αντιστάθηκαν στις επιθέσεις και συνέχισαν να κρατούν το φρούριο ως ότου η Βενετία παραχώρησε τη Σκόδρα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης ως προϋπόθεση για τον τερματισμό του πολέμου.
Η συμφωνία συνήφθη καθώς ότι οι Οθωμανοί έφτασαν στα περίχωρα της Βενετίας. Με βάση τους όρους της επετράπη στους Βενετούς να κρατήσουν το Ούλτσιν, το Aντιβαν και το Δυρράχιο. Ωστόσο παραχώρησαν τη Σκόδρα, που βρισκόταν υπό Οθωμανική πολιορκία για πολλούς μήνες, καθώς και άλλα εδάφη στη Δαλματική ακτογραμμή και παραιτήθηκαν από τον έλεγχο των ελληνικών νησιών Νεγρπόντε (Εύβοιας) και Λήμνου. Επιπλέον οι Βενετοί αναγκάστηκαν να πληρώσουν 100.000 δουκάτα για επανορθώσεις[59] και συμφώνησαν σε φόρο περίπου 10.000 δουκάτων ετησίως προκειμένου να αποκτήσουν εμπορικά προνόμια στη Μαύρη Θάλασσα. Αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης ήταν η Βενετία να αποδυναμώσει τη θέση της στο Λεβάντε.[60]
Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση εξεστράτευσε αρκετές φορές κατά των Τουρκομανικών εμιράτων, καταφέρνοντας να καταλύσει την ηγεμονία των Καραμανιδών και να απωθήσει τις ορδές των Ασπροπροβατάδων του Ουζούν Χασάν από τη Μικρά Ασία. Με τις κατακτήσεις του αυτές οι διάδοχοί του θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις δύο άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες της Μέσης Ανατολής, τους Μαμελούκους της Αιγύπτου και τους Σαφαβίδες της Περσίας.
Κατά τη μετασουλτζουκική εποχή, το δεύτερο μισό του Μεσαίωνα, εμφανίστηκαν στη Μικρά Ασία πολλά Τουρκομανικά Εμιράτα, συλλογικά γνωστά ως μπεηλίκια της Ανατολίας. Οι Καραμανίδες, η σημαντικότερη δύναμη στη Μικρά Ασία αρχικά συγκεντρώθηκαν γύρω από τις σημερινές επαρχίες Καραμάν και Ικονίου. Αλλά προς τα τέλη του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί άρχισαν να κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, μειώνοντας την επιρροή και το κύρος τους.
Ο Ιμπραήμ Β' του Καραμάν ήταν ο ηγεμόνας του και τα τελευταία του χρόνια οι γιοι του άρχισαν να ανταγωνίζονται για τον θρόνο. Ο προφανής διάδοχός του ήταν ο Ισάκ του Καραμάν, κυβερνήτης της Σίλιφκε. Αλλά ο Πιρ Αχμέτ, μικρότερος γιος, αυτοανακηρύχθηκε μπέης του Καραμάν στο Ικόνιο. Ο Ιμπραήμ διέφυγε σε μια μικρή πόλη στα δυτικά εδάφη όπου πέθανε το 1464. Οι ανταγωνιστικές διεκδικήσεις για τον θρόνο είχαν ως αποτέλεσμα μια μεσοβασιλεία στο μπεϊλίκι. Παρόλα αυτά, με τη βοήθεια του Ουζούν Χασάν, σουλτάνου των Τουρκομάνων Ακ Κογιουνλού (Ασπροπροβατάδων), ο Ισάκ μπόρεσε να ανέβει στον θρόνο. Ωστόσο η βασιλεία του ήταν σύντομη, καθώς ο Πιρ Αχμέτ έκανε έκκληση στον Σουλτάνο Μωάμεθ Β' για βοήθεια, προσφέροντάς του κάποια εδάφη που ο Ισάκ αρνήθηκε να του παραχωρήσει. Με τη βοήθεια των Οθωμανών ο Πιρ Αχμέτ νίκησε τον Ισάκ στη μάχη του Νταγκπαζαρί. Ο Ισάκ αναγκάσθηκε να αρκεστεί στη Σίλιφκε μέχρι νεωτέρας.[61] Ο Πιρ Αχμέτ τήρησε την υπόσχεσή του και παραχώρησε ένα μέρος από το μπεϊλίκι στους Οθωμανούς, αλλά ήταν δυσαρεστημένος με την απώλεια αυτή. Έτσι κατά την οθωμανική εκστρατεία στη Δύση ανακατέλαβε την πρώην επικράτειά του. Ο Μωάμεθ επέστρεψε, ωστόσο, και κατέλαβε τόσο το Καραμάν (Λαρέντε) όσο και το Ικόνιο το 1466. Ο Πιρ Αχμέτ μόλις και μετά βίας διέφυγε στην Ανατολή. Λίγα χρόνια αργότερα ο Οθωμανός βεζίρης (μετέπειτα Μεγάλος Βεζίρης Γκεντίκ Αχμέτ Πασάς κατέλαβε την παράκτια περιοχή του μπεϊλικίου.[62]
Ο Πιρ Αχμέτ καθώς και ο αδελφός του Κασίμ διέφυγαν στην επικράτεια του Ουζούν Χασάν. Αυτό έδωσε στον Ουζούν Χασάν την ευκαιρία να παρέμβει. Το 1472 ο στρατός των Ακ Κογιουνλού εισέβαλε και εισέβαλε στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας (αυτός ήταν ο λόγος πίσω από τη Mάχη του Oτλουκμπελί το 1473). Στη συνέχεια όμως ο Μωάμεθ έκανε μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον του Ουζούν Χασάν το 1473 που είχε ως αποτέλεσμα την αποφασιστική νίκη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μάχη του Oτλουκμπελί. Πριν από αυτό ο Πιρ Αχμέτ με τη βοήθεια των Ακ Κογιουνλού είχε καταλάβει το Καραμάν. Ωστόσο ο Πιρ Αχμέτ δεν μπόρεσε να απολαύσει άλλη θητεία. Διότι αμέσως μετά την κατάληψη του Καραμάν ο στρατός των Ακ Κογιουνλού ηττήθηκε από τους Οθωμανούς κοντά στο Μπέισεχιρ και ο Πιρ Αχμέτ χρειάστηκε να διαφύγει για άλλη μια φορά. Αν και προσπάθησε να συνεχίσει τον αγώνα του, έμαθε ότι τα μέλη της οικογένειάς του είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη από τον Γκεντίκ Αχμέτ Πασά, οπότε τελικά τα παράτησε. Αποκαρδιωμένος διέφυγε στην επικράτεια των Ακ Κογιουνλού όπου του δόθηκε ένα τιμάριο (φέουδο) στο Μπαϊμπούρτ και πέθανε το 1474.[63]
Η ένωση των μπεϊλικίων της Μικράς Ασίας ολοκληρώθηκε για πρώτη φορά από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄, περισσότερα από πενήντα χρόνια πριν από τον Μωάμεθ Β', αλλά μετά την καταστροφική Μάχη της Άγκυρας το 1402, η νεοσυσταθείσα ενοποίηση εξαφανίστηκε. Ο Μωάμεθ Β' ανέκτησε την οθωμανική εξουσία στα άλλα τουρκικά κράτη και αυτές οι κατακτήσεις του επέτρεψαν να πιέσει περαιτέρω στην Ευρώπη.
Μια άλλη σημαντική πολιτική οντότητα που διαμόρφωσε την ανατολική πολιτική του Μωάμεθ Β' ήταν οι Τουρκομάνοι Ασπροπροβατάδες. Υπό την ηγεσία του Ουζούν Χασά, αυτό το βασίλειο απέκτησε δύναμη στην Ανατολή, αλλά λόγω των στενών σχέσεών του με τις χριστιανικές δυνάμεις όπως η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και η Δημοκρατία της Βενετίας, και της συμμαχίας τουτης φυλής των Καραμανιδών, ο Μωάμεθ τους θεωρούσε απειλή για τη δική του εξουσία.
Το 1456 ο Πέτρος Γ' Ααρών συμφώνησε να πληρώνει στους Οθωμανούς ετήσιο φόρο 2.000 χρυσών δουκάτων για να διασφαλίσει τα νότια σύνορά του και έτσι έγινε ο πρώτος Μολδαβός ηγεμόνας που αποδέχτηκε τις τουρκικές απαιτήσεις.[64] Ο διάδοχός του Στέφανος ο Μέγας απέρριψε την οθωμανική επικυριαρχία και ακολούθησε μια σειρά σκληρών πολέμων.[65] Ο Στέφανος προσπάθησε να φέρει στη σφαίρα επιρροής του τη Βλαχία και έτσι υποστήριξε τη δική του επιλογή για τον θρόνο της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια διαρκή πάλη μεταξύ διαφορετικών Βλάχων ηγεμόνων που υποστηρίζονταν από Ούγγρους, Οθωμανούς και τον Στέφανο. Ένας Οθωμανικός στρατός υπό τον Χαντίμ Πασά (κυβερνήτη της Ρούμελης) εστάλη το 1475 για να τιμωρήσει τον Στέφανο για την ανάμιξή του στη Βλαχία. Ωστόσο οι Οθωμανοί υπέστησαν δεινή ήττα στη Μάχη του Βασλούι. Ο Στέφανος κατέφερε μια αποφασιστική νίκη επί των Οθωμανών, που περιγράφεται ως «η μεγαλύτερη που εξασφάλισε ποτέ ο Σταυρός ενάντια στο Ισλάμ», με απώλειες, σύμφωνα με τα βενετικά και πολωνικά αρχεία, που ξεπέρασαν τις 40.000 στην οθωμανική πλευρά. Η Μάρα Μπράνκοβιτς (Μάρα Χατούν), η πρώην νεότερη σύζυγος του Μουράτ Β', είπε σε έναν Βενετό απεσταλμένο ότι η εισβολή ήταν η χειρότερη ήττα όλων των εποχών για τους Οθωμανούς. Αργότερα στον Στέφανο απονεμήθηκε ο τίτλος "Athleta Christi" (Πρωταθλητής του Χριστού) από τον Πάπα Σίξτο Δ', που τον ανέφερε ως "verus christianae fidei athleta" ("ο αληθινός υπερασπιστής της χριστιανικής πίστης"). Ο Μωάμεθ Β' συγκέντρωσε μεγάλο στρατό και μπήκε στη Μολδαβία τον Ιούνιο του 1476. Εν τω μεταξύ ομάδες Τατάρων από το Χανάτο της Κριμαίας (τον πρόσφατο σύμμαχο των Οθωμανών) εστάλησαν για να επιτεθούν στη Μολδαβία. Ρουμανικές πηγές αναφέρουν ότι ενδεχομένως απωθήθηκαν.[66] Άλλες πηγές αναφέρουν ότι οι κοινές δυνάμεις των Οθωμανών και των Τατάρων της Κριμαίας "κατέλαβαν τη Βεσσαραβία και το Άκκερμαν, αποκτώντας τον έλεγχο της νότιας εκβολής του Δούναβη. Ο Στέφανος προσπάθησε να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση με τους Οθωμανούς ακολουθώντας μια πολιτική καμένης γης".[67]
Τελικά ο Στέφανος αντιμετώπισε τους Οθωμανούς στο πεδίο της μάχης. Οι Μολδαβοί παρέσυραν τις κύριες οθωμανικές δυνάμεις σε ένα δάσος που πυρπολήθηκε, προκαλώντας τους μερικές απώλειες. Σύμφωνα με μια άλλη περιγραφή της μάχης οι αμυνόμενες μολδαβικές δυνάμεις απέκρουσαν αρκετές οθωμανικές επιθέσεις με σταθερά πυρά.[68] Οι επιτιθέμενοι Τούρκοι Γενίτσαροι αναγκάστηκαν να σκύβουν αντί να επιτεθούν όρθιοι στις θέσεις των αμυνόμενων. Βλέποντας την επικείμενη ήττα των δυνάμεών του ο Μωάμεθ επιτέθηκε με την προσωπική του φρουρά εναντίον των Μολδαβών, καταφέρνοντας να συσπειρώσει τους Γενίτσαρους και να αναστρέψει την πορεία της μάχης. Οι Τούρκοι γενίτσαροι διείσδυσαν μέσα στο δάσος και ενέπλεξαν τους υπερασπιστές σε μάχη εκ του συστάδην.
Ο Μολδαβικός στρατός ηττήθηκε ολοκληρωτικά (οι απώλειες ήταν πολύ υψηλές και από τις δύο πλευρές), και τα χρονικά λένε ότι ολόκληρο το πεδίο της μάχης ήταν καλυμμένο με οστά των νεκρών, μια πιθανή πηγή για το τοπωνύμιο (Valea Albă στα ρουμανικά και Akdere στα τουρκικά σημαίνει "Λευκή Κοιλάδα").
Ο Στέφανος ο Μέγας υποχώρησε στο βορειοδυτικό τμήμα της Μολδαβίας ή ακόμα και στο Βασίλειο της Πολωνίας[69] και άρχισε να σχηματίζει νέο στρατό. Οι Οθωμανοί δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν κανένα από τα μεγάλα οχυρά της Μολδαβίας (Σουτσεάβα, Nέαμτς και Χότιν).[66] και παρενοχλούντο συνεχώς από μικρής κλίμακας επιθέσεις των Μολδαβών. Σύντομα βρέθηκαν επίσης αντιμέτωποι με την πείνα, κατάσταση που επιδεινώθηκε από το ξέσπασμα της πανώλης, και ο οθωμανικός στρατός επέστρεψε στα οθωμανικά εδάφη. Η απειλή του Στέφανου για τη Βλαχία συνεχίστηκε για δεκαετίες. Την ίδια ακριβώς χρονιά ο Στέφανος βοήθησε τον ξάδερφό του Βλαντ τον Παλουκωτή να επιστρέψει στον θρόνο της Βλαχίας για τρίτη και τελευταία φορά. Ακόμη και μετά τον πρόωρο θάνατο του Βλαντ, αρκετούς μήνες αργότερα, ο Στέφανος συνέχισε να υποστηρίζει, με τη δύναμη των όπλων, διάφορους διεκδικητές του θρόνου της Βλαχίας, πετυχαίνοντας μετά τον θάνατο του Μωάμεθ να τοποθετήσει τον Βλαντ Τσουλιγκιρούλ, ετεροθαλή αδερφό του Βλαντ τον Παλουκωτή, για μια περίοδο 13 ετών από το 1482 έως το 1495.
Ο Σκεντέρμπεης, μέλος της αλβανικής αριστοκρατίας και πρώην μέλος της οθωμανικής άρχουσας ελίτ, ηγήθηκε της εξέγερσης που φέρει το όνομά του ενάντια στην επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Ο Σκεντέρμπεης, γιος του Γκιόν Καστριώτη (που είχε συμμετάσχει στην αποτυχημένη Αλβανική εξέγερση του 1432–1436), ένωσε τα αλβανικά πριγκιπάτα σε μια στρατιωτική και διπλωματική συμμαχία, τον Σύνδεσμο της Λέζας, το 1444. Ο Μωάμεθ Β' δεν πέτυχε ποτέ στις προσπάθειές του να υποτάξει την Αλβανία ενώσο ζούσε ο Σκεντέρμπεης, παρόλο που δύο φορές (1466 και 1467) οδήγησε ο ίδιος οθωμανικό στρατό εναντίον της Κρούγιας.
Την άνοιξη του 1466 ο σουλτάνος Μωάμεθ βάδισε με μεγάλο στρατό εναντίον του Σκεντέρμπεη και των Αλβανών. Ο Σκεντέρμπεης είχε επανειλημμένα ζητήσει βοήθεια από την Ιταλία[45] και πίστευε ότι ο συνεχιζόμενος Βενετοτουρκικός Πόλεμος (1463–1479) πρόσφερε μια χρυσή ευκαιρία για να επαναβεβαιωθεί η αλβανική ανεξαρτησία. Για τους Βενετούς οι Αλβανοί παρείχαν χρήσιμη κάλυψη στις ενετικές παράκτιες κτήσεις του Δυρραχίου (ιταλικά: Durazzo) και της Σκόδρας (ιταλικά: Scutari). Το κυριότερο αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν η κατασκευή του φρουρίου του Ελμπασάν, κατά τα φαινόμενα μέσα σε μόλις 25 ημέρες. Αυτό το στρατηγικά τοποθετημένο φρούριο, στα πεδινά κοντά στο τέλος της αρχαίας Εγνατίας Οδού, έκοψε ουσιαστικά την Αλβανία στη μέση, απομονώνοντας τη βάση του Σκεντέρμπεη στα βόρεια υψίπεδα από τις ενετικές κτήσεις στον νότο.[57] Ωστόσο μετά την αποχώρηση του Σουλτάνου ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης πέρασε τον χειμώνα στην Ιταλία, αναζητώντας βοήθεια. Κατά την επιστροφή του στις αρχές του 1467 οι δυνάμεις του εξόρμησαν από τα υψίπεδα, νίκησαν τον Μπαλαμπάν Πασά και ήραν την πολιορκία του φρουρίου της Κρούγιας. Επιτέθηκαν επίσης στο Ελμπασάν αλλά δεν κατάφεραν να το καταλάβουν.[70][71] Ο Μωάμεθ Β' απάντησε βαδίζοντας ξανά κατά της Αλβανίας. Επιτέθηκε με σφοδρότητα κατά των αλβανικών οχυρών, ενώ έστειλε αποσπάσματα να κάνουν επιδρομές στις βενετικές κτήσεις για να τις κρατήσουν απομονωμένες.[70] Οι Οθωμανοί πάλι δεν κατάφεραν να καταλάβουν την Κρούγια ούτε να υποτάξουν τη χώρα. Ωστόσο ο χειμώνας έφερε μια επιδημία πανώλης, που θα επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο και θα υπονόμευε τη δύναμη της τοπικής αντίστασης.[53] Ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης πέθανε από ελονοσία στο ενετικό προπύργιο της Λέζας, τερματίζοντας την ικανότητα της Βενετίας να χρησιμοποιεί τους Αλβανούς άρχοντες για δικό της όφελος.[57] Οι Αλβανοί αφέθηκαν στην τύχη τους και υποτάχθηκαν σταδιακά την επόμενη δεκαετία.
Μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη ο Μωάμεθ Β' ηγήθηκε προσωπικά της πολιορκίας της Σκόδρας το 1478–79, για την οποία ο πρώιμος Οθωμανός χρονικογράφος Ασικπασαζαντέ (1400–81) έγραψε: «Όλες οι κατακτήσεις του σουλτάνου Μωάμεθ εκπληρώθηκαν με την κατάληψη της Σκόδρας».[72] Οι Βενετοί και οι κάτοικοι της Σκόδρας αντιστάθηκαν στις επιθέσεις και συνέχισαν να κρατούν το φρούριο ως ότου η Βενετία παραχώρησε τη Σκόδρα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης ως προϋπόθεση για τον τερματισμό του πολέμου.
Ένας αριθμός Τουρκικών φύλων, συλλογικά γνωστών ως Τάταροι της Κριμαίας, κατοικούσαν στη χερσόνησο από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Μετά την καταστροφή της Χρυσής Ορδής από τον Τιμούρ νωρίτερα τον 15ο αιώνα οι Τάταροι της Κριμαίας ίδρυσαν το ανεξάρτητο Χανάτο της Κριμαίας υπό τον Χατζί Α΄ Γκιράι, απόγονο του Τζένγκις Χαν.
Οι Τάταροι της Κριμαίας έλεγχαν τις στέπες που εκτείνονταν από το Κουμπάν μέχρι τον ποταμό Δνείστερο, αλλά δεν μπόρεσαν να πάρουν τον έλεγχο των εμπορικών γενοβέζικων πόλεων που ονομάζονταν Γκαζάρια (γενοβέζικες αποικίες), που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Γενοβέζων από το 1357. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι γενοβέζικες επικοινωνίες διακόπηκαν και όταν οι Τάταροι της Κριμαίας ζήτησαν βοήθεια από τους Οθωμανούς, εκείνοι απάντησαν με μια εισβολή στις γενοβέζικες πόλεις, με επικεφαλής τον Γκεντίκ Αχμέτ Πασά το 1475, θέτοντας τον Καφφά και τις άλλες εμπορικές πόλεις υπό τον έλεγχό τους.[73] Μετά την κατάληψη των γενοβέζικων πόλεων ο Οθωμανός Σουλτάνος κράτησε αιχμάλωτο τον Mενλί Α΄ Γκιράι,[74] Avalanchepress.com. Archived from the original on 1 August 2012. Retrieved 17 September 2013 που αργότερα τον απελευθέρωσε σε αντάλλαγμα για την αποδοχή της οθωμανικής επικυριαρχίας επί των Χαν της Κριμαίας και επιτρέποντάς τους να κυβερνούν ως υποτελείς πρίγκιπες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[73] Ωστόσο οι Χαν της Κριμαίας είχαν ακόμη μεγάλη αυτονομία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ οι Οθωμανοί έλεγχαν άμεσα μόνο τη νότια ακτή.
Οθωμανικός στρατός υπό τον Γκεντίκ Αχμέτ Πασά εισέβαλε στην Ιταλία το 1480, καταλαμβάνοντας το Οτράντο. Λόγω έλλειψης τροφής, ο Γκεντίκ Αχμέντ Πασάς επέστρεψε με τα περισσότερα στρατεύματά του στην Αλβανία, αφήνοντας πίσω του μια φρουρά 800 πεζών και 500 ιππέων για να υπερασπιστεί το Οτράντο στην Ιταλία σκοπεύοντας να επιστρέψει μετά τον χειμώνα. Δεδομένου ότι ήταν μόλις 28 χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, υπήρχε κάποιος φόβος ότι η Ρώμη θα είχε την ίδια μοίρα. Έγιναν σχέδια για τον Πάπα και τους πολίτες της Ρώμης να την εκκενώσουν. Ο Πάπας Σίξτος Δ΄ επανέλαβε την έκκλησή του το 1481 για σταυροφορία. Αρκετές ιταλικές πόλεις-κράτη, η Ουγγαρία και η Γαλλία ανταποκρίθηκαν θετικά στην έκκλησή του. Η Δημοκρατία της Βενετίας δεν το έκανε, ωστόσο, καθώς είχε υπογράψει μια επώδυνη συνθήκη ειρήνης με τους Οθωμανούς το 1479.
Το 1481 ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α' της Νάπολης συγκέντρωσε στρατό με επικεφαλής τον γιο του Αλφόνσο Β'. Ενα εκστρατευτικό σώμα πρόσφερε ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ματθίας Κορβίνος. Η πόλη πολιορκήθηκε από την 1η Μαΐου 1481. Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ στις 3 Μαΐου οι διαμάχες που ακολούθησαν για τη διαδοχή του πιθανώς εμπόδισαν τους Οθωμανούς να στείλουν ενισχύσεις στο Οτράντο. Έτσι η τουρκική κατοχή του Οτράντο έληξε με διαπραγματεύσεις με τις χριστιανικές δυνάμεις, επιτρέποντας στους Τούρκους να αποσυρθούν στην Αλβανία και το Οτράντο ανακαταλήφθηκε από τις Παπικές δυνάμεις το 1481.
Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, όταν ο Μωάμεθ Β' εισήλθε τελικά στην πόλη μέσω της γνωστής πλέον Πύλης του Τοπ Καπί, πήγε αμέσως με το άλογό του στην Αγία Σοφία, όπου διέταξε να προστατευθεί το κτίριο. Διέταξε να τον συναντήσει εκεί ένας ιμάμης για να ψάλλει το Μουσουλμανικό Σύμβολο της Πίστεως: "Μαρτυρώ ότι δεν υπάρχει θεός άλλος εκτός από τον Αλλάχκαι ότι ο Μωάμεθ είναι ο απεσταλμένος του Αλλάχ."[76] Ο ορθόδοξος καθεδρικός ναός μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τζαμί μέσω ενός βακουφίου, εδραιώνοντας την ισλαμική κυριαρχία στην Κωνσταντινούπολη.
Το κύριο μέλημα του Μωάμεθ για την Κωνσταντινούπολη ήταν η ανοικοδόμηση της άμυνας της πόλης και ο επανακατοίκησή της. Τα οικοδομικά έργα ξεκίνησαν αμέσως μετά την κατάκτηση και περιλάμβαναν την επισκευή των τειχών, την κατασκευή της ακρόπολης, ένα σημαντικό νοσοκομείο με φοιτητές και ιατρικό προσωπικό, ένα μεγάλο πολιτιστικό συγκρότημα, δύο ομάδες στρατώνων για τους γενίτσαρους, ένα χυτήριο όπλων στο Τοπ Χανέ έξω από τον Γαλατά και την ανέγερση νέου παλατιού.[77][78] Για να ενθαρρύνει την επιστροφή των Ελλήνων και των Γενοβέζων που είχαν φύγει από τον Γαλατά, την εμπορική συνοικία της πόλης, τους επέστρεψε τα σπίτια τους και τους παρείχε εγγυήσεις ασφάλειας. Ο Μωάμεθ εξέδωσε διαταγές σε όλη την αυτοκρατορία του ότι Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι έπρεπε να εγκατασταθούν στην Πόλη απαιτώντας πέντε χιλιάδες νοικοκυριά να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον Σεπτέμβριο.[77] Από όλη την Ισλαμική αυτοκρατορία αιχμάλωτοι πολέμου και εκτοπισμένοι στάλθηκαν στην πόλη. Αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονταν «Sürgün» στα τουρκικά (ελληνικά: σουργούνιδες δηλ. «μετανάστες»).[79]
Ο Μωάμεθ αποκατέστησε το Οικουμενικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο (6 Ιανουαρίου 1454), διορίζοντας τον μοναχό Γεννάδιο ως τον πρώτο Ορθόδοξο Πατριάρχη[80] και εγκατέστησε ένα Εβραίο Μεγάλο Ραββίνο (Χαχάμ Μπασί) και το περίβλεπτο Αρμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στην πρωτεύουσα, ως μέρος του συστήματος των μιλλέτ. Επιπλέον ίδρυσε και ενθάρρυνε τους βεζίρηδες του να ιδρύσουν αρκετά μουσουλμανικά ιδρύματα και εμπορικές εγκαταστάσεις στις κύριες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης, όπως το Τζαμί του Ρουμ Μεχμέτ Πασά που χτίστηκε από τον ομώνυμο Μεγάλο Βεζίρη. Από αυτούς τους πυρήνες αναπτύχθηκε ραγδαία η μητρόπολη. Σύμφωνα με έρευνα που έγινε το 1478, υπήρχαν τότε στην Κωνσταντινούπολη και στο γειτονικό Γαλατά 16.324 νοικοκυριά, 3.927 καταστήματα και εκτιμώμενος πληθυσμός 80.000.[81] Ο πληθυσμός ήταν περίπου 60% μουσουλμάνοι, 20% χριστιανοί και 10% Εβραίοι.[82]
Μέχρι το τέλος της βασιλείας του το φιλόδοξο πρόγραμμα ανοικοδόμησης του Μωάμεθ είχε μετατρέψει την πόλη σε μια ακμάζουσα αυτοκρατορική πρωτεύουσα.[12] Σύμφωνα με τον Οθωμανό ιστορικό της εποχής Νεσρί, «ο Σουλτάνος ΜωάμεθΜεχμέτ δημιούργησε όλη την Κωνσταντινούπολη».[12] Πενήντα χρόνια αργότερα η Κωνσταντινούπολη είχε γίνει πάλι η μεγαλύτερη πόλη της Ευρώπης.
Δύο αιώνες αργότερα ο γνωστός Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή έδωσε μια λίστα με ομάδες που εισήχθησαν στην πόλη με τις αντίστοιχες προελεύσεις τους. Ακόμη και σήμερα πολλές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης, όπως το Ακσαράι και το Καρσαμπά, φέρουν τα ονόματα των τόπων καταγωγής των κατοίκων τους. Ωστόσο πολλοί άνθρωποι έφυγαν ξανά από την πόλη και υπήρξαν αρκετές επιδημίες πανώλης, έτσι ώστε το 1459 ο Μωάμεθ επέτρεψε στους εκτοπισμένους Έλληνες να επιστρέψουν. Το μέτρο αυτό προφανώς δεν είχε μεγάλη επιτυχία, αφού ο Γάλλος ταξιδιώτης Πέτρος Γύλλιος γράφει στα μέσα του 16ου αιώνα ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης δεν ήταν σε θέση να ονομάσει καμία από τις αρχαίες βυζαντινές εκκλησίες που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά ή εγκαταλειφθεί. Αυτό δείχνει ότι η υποκατάσταση του πληθυσμού ήταν ολική.[83]
Ο Μωάμεθ Β' εισήγαγε τη λέξη Πολιτική στα αραβικά "Siyasah" από ένα βιβλίο που εξέδωσε και ισχυρίστηκε ότι ήταν η συλλογή των Πολιτικών δογμάτων των Βυζαντινών Καίσαρων πριν από αυτόν. Συγκέντρωσε Ιταλούς καλλιτέχνες, ανθρωπιστές και Έλληνες λόγιους στην αυλή του, επέτρεψε στη Βυζαντινή Εκκλησία να συνεχίσει να λειτουργεί, διέταξε τον πατριάρχη Γεννάδιο να μεταφράσει το χριστιανικό δόγμα στα τουρκικά και κάλεσε τον Τζεντίλε Μπελλίνι από τη Βενετία να ζωγραφίσει το πορτρέτο του[84] καθώς και βενετσιάνικες τοιχογραφίες, εξαφανισμένες σήμερα.[85]. Δημιούργησε στο παλάτι του μια βιβλιοθήκη που περιλάμβανε έργα στα ελληνικά, περσικά και λατινικά. Ο Μωάμεθ κάλεσε μουσουλμάνους επιστήμονες και αστρονόμους όπως ο Αλί Κουσί και καλλιτέχνες στην αυλή του στην Κωνσταντινούπολη, ίδρυσε ένα πανεπιστήμιο, κατασκεύασε τζαμιά (για παράδειγμα, το Τζαμί Φατίχ), διώρυγες και το Ανάκτορο Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη και το Τσινιλί Κιοσκ. Γύρω από το μεγάλο τζαμί που κατασκεύασε, έχτισε οκτώ μεντρεσέδες, που για σχεδόν έναν αιώνα διατήρησαν τη θέση τους ως τα ανώτατα ιδρύματα διδασκαλίας των ισλαμικών επιστημών στην αυτοκρατορία.
Ο Μωάμεθ Β' επέτρεπε στους υπηκόους του ένα σημαντικό βαθμό θρησκευτικής ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση ότι ήταν υπάκουοι στην εξουσία του. Μετά την κατάκτηση της Βοσνίας το 1463 εξέδωσε τον Αχτναμέ του Μιλοντράζ για τους Βόσνιους Φραγκισκανούς, παρέχοντάς τους ελευθερία να κυκλοφορούν ελεύθερα εντός της Αυτοκρατορίας, να ασκούν τη λατρεία τους στις εκκλησίες και τα μοναστήρια τους και τη θρησκεία τους χωρίς επίσημες και ανεπίσημες διώξεις, προσβολές ή ενοχλήσεις.[86][87] Ωστόσο ο μόνιμος στρατός του στρατολογείτο από το παιδομάζωμα, δηλαδή την παραλαβή χριστιανών υπηκόων σε νεαρή ηλικία (8–20 ετών), που εξισλαμίζονταν και στη συνέχεια εκπαιδεύονταν για τη διοίκηση ή το στρατιωτικό σώμα των Γενίτσαρων. Αυτή ήταν μια αξιοκρατική διαδικασία που «παρήγαγε από τους αποφοίτους τους τέσσερις στους πέντε Μεγάλους Βεζίρηδες από την εποχή αυτή και μετά».[88]
Εντός της Κωνσταντινούπολης ο Μωάμεθ ίδρυσε ένα μιλλέτ (ή αυτόνομη θρησκευτική κοινότητα) και διόρισε τον πρώην Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο θρησκευτικό ηγέτη των Ορθοδόξων Χριστιανών[89] της πόλης. Η εξουσία του επεκτεινόταν σε όλους τους Οθωμανούς Ορθόδοξους Χριστιανούς και αυτό απέκλειε τους Γενοβέικουςκαι τους Βενετσιάνικους οικισμούς στα προάστια και απέκλειε εξ ολοκλήρου τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους εποίκους. Αυτή η μέθοδος επέτρεψε την έμμεση διακυβέρνηση των χριστιανών Βυζαντινών και επέτρεψε στους κατοίκους να αισθάνονται σχετικά αυτόνομοι ακόμη και όταν ο Μωάμεθ Β' άρχισε την τουρκική αναδιαμόρφωση της πόλης, μετατρέποντάς την σε τουρκική πρωτεύουσα, όπως παρέμεινε μέχρι τη δεκαετία του 1920.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής εδραίωσε την εξουσία του δημιουργώντας την αυτοκρατορική του αυλή, το διβάνι, με αξιωματούχους που θα ήταν αποκλειστικά πιστοί σε αυτόν και θα του επέτρεπαν μεγαλύτερη αυτονομία και εξουσία. Επί προηγούμενων σουλτάνων το διβάνι είχε γεμίσει με μέλη αριστοκρατικών οικογενειών που μερικές φορές είχαν ενδιαφέρον ή νομιμοφροσύνη για τον σουλτάνο. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής απομάκρυνε την αυτοκρατορία μακριά από τη νοοτροπία των Γαζήδων που έδινε έμφαση στις αρχαίες παραδόσεις και τελετές στη διακυβέρνηση και την οδήγησε προς μια κεντρική γραφειοκρατία που αποτελείτο κυρίως από αξιωματούχους με προέλευση το παιδομάζωμα.[90] Επιπλέον ο Μωάμεθ ο Πορθητής έκανε το βήμα να μετατρέψει τους θρησκευτικούς λογίους που ανήκαν στους οθωμανικούς μεντρεσέδες σε μισθωτούς υπαλλήλους της οθωμανικής γραφειοκρατίας που του ήταν πιστοί.[90] Αυτός ο συγκεντρωτισμός ήταν δυνατός και επισημοποιήθηκε με ένα kanunname, που εκδόθηκε κατά την περίοδο 1477-1481 και για πρώτη φορά απαριθμούσε τους επικεφαλής αξιωματούχους της οθωμανικής κυβέρνησης, τους ρόλους και τις ευθύνες τους, τους μισθούς, το πρωτόκολλο και τις τιμωρίες τους, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους και με τον σουλτάνο.[91]
Από τη στιγμή που ο Μωάμεθ δημιούργησε μια οθωμανική γραφειοκρατία και μετέτρεψε την αυτοκρατορία από μια κοινωνία των συνόρων σε μια κεντρική κυβέρνηση, φρόντισε να διορίσει αξιωματούχους που θα τον βοηθούσαν να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Πρώτος του μεγάλος βεζίρης ήταν ο Ζαγκανός Πασάς, που προερχόταν από το παιδομάζωμα και όχι την αριστοκρατία,[92] και διάδοχος του ο Μαχμούτ Πασάς Αντζέλοβιτς, επίσης από το παιδομάζωμα.[93] Ο Μωάμεθ ήταν ο πρώτος σουλτάνος που μπόρεσε να κωδικοποιήσει και να εφαρμόσει τα kanunname αποκλειστικά με βάση τη δική του ανεξάρτητη εξουσία.[92] Επιπλέον μπόρεσε αργότερα να εφαρμόσει kanunname που έρχονταν σε αντίθεση με την παράδοση ή το προηγούμενο.[90] Αυτό ήταν μνημειώδες σε μια αυτοκρατορία που ήταν τόσο βουτηγμένη στην παράδοση και αργούσε να αλλάξει ή να προσαρμοστεί. Η ύπαρξη βεζίρηδων και άλλων αξιωματούχων που ήταν πιστοί στον Μωάμεθ ήταν ένα ουσιαστικό μέρος αυτής της κυβέρνησης, επειδή μεταβίβασε περισσότερη εξουσία στους βεζίρηδες από ό,τι έκαναν οι προηγούμενοι σουλτάνοι. Ανέθεσε σημαντικές εξουσίες και κυβερνητικές λειτουργίες στους βεζίρηδές του ως μέρος της νέας πολιτικής του της αυτοκρατορικής αποκλειστικότητας.[94] Ένας τοίχος χτίστηκε γύρω από το παλάτι ως στοιχείο της πιο κλειστής εποχής και, σε αντίθεση με τους προηγούμενους σουλτάνους, ο Μωάμεθ δεν ήταν πλέον προσβάσιμος στο κοινό ή ακόμη και στους κατώτερους αξιωματούχους. Οι βεζίρηδές του διηύθυναν τον στρατό και συναντούσαν τους ξένους πρεσβευτές, δύο βασικά μέρη της διακυβέρνησης, ιδίως με τις πολλές του εκστρατείες.[95] Ένας τέτοιος σημαντικός πρεσβευτής ήταν ο Καραμπετσού Κουζέν Kuzen Πασάς, που καταγόταν από μια οικογένεια με ρίζες κατασκόπων, γεγονός που του επέτρεψε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Μωάμεθ για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης.[96]
Εκτός από τις προσπάθειές του να επεκτείνει την οθωμανική κυριαρχία σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο ο Μωάμεθ Β' καλλιέργησε επίσης μια μεγάλη συλλογή δυτικής τέχνης και λογοτεχνίας, μεγάλο μέρος της οποίας ήταν έργα καλλιτεχνών της Αναγέννησης. Από νεαρή ηλικία ο Μωάμεθ είχε δείξει ενδιαφέρον για την αναγεννησιακή τέχνη και την κλασική λογοτεχνία και τις ιστορίες, με τα σχολικά του βιβλία να έχουν σχηματικές εικονογραφήσεις αρχαίων νομισμάτων και προσωπογραφίες σκιαγραφημένες με ευδιάκριτα ευρωπαϊκά στυλ. Επιπλέον φέρεται να είχε δύο δάσκαλους, έναν εκπαιδευμένο στα ελληνικά και έναν άλλο στα λατινικά, που του διάβαζαν κλασικές ιστορίες, όπως εκείνες του Λαέρτιου, του Λίβιου και του Ηρόδοτου, τις μέρες που προηγήθηκαν της πτώσης της Κωνσταντινούπολης.[97]
Από την αρχή της βασιλείας του ο Μωάμεθ επένδυσε στην προστασία Ιταλών καλλιτεχνών της Αναγέννησης. Η πρώτη του τεκμηριωμένη ενέργεια το 1461 ήταν μια παραγγελία στον καλλιτέχνη Ματέο Ντε Πάστι, που διέμενε στην αυλή του άρχοντα του Ρίμινι Σιγισμόνδου Μαλατέστα. Ωστόσο αυτή η πρώτη απόπειρα ήταν ανεπιτυχής, καθώς ο Πάστι συνελήφθη στην Κρήτη από τις βενετικές αρχές που τον κατηγόρησαν ότι ήταν κατάσκοπος των Οθωμανών. Οι μεταγενέστερες προσπάθειες θα αποδειχθούν πιο καρποφόρες, με μερικούς αξιόλογους καλλιτέχνες όπως οι Κοστάντσο ντα Φεράρα και Τζεντίλε Μπελλίνι, που προσκλήθηκαν και οι δύο στην οθωμανική αυλή.[97]
Εκτός από την προστασία των καλλιτεχνών της Αναγέννησης ο Μωάμεθ ήταν επίσης άπληστος μελετητής της σύγχρονης και της κλασικής λογοτεχνίας και ιστορίας. Αυτό το ενδιαφέρον κορυφώθηκε με το έργο του για την οικοδόμηση μιας τεράστιας πολύγλωσσης βιβλιοθήκης που περιείχε πάνω από 8000 χειρόγραφα στα περσικά, οθωμανικά τουρκικά, αραβικά, λατινικά και ελληνικά, μεταξύ άλλων γλωσσών. Αξιοσημείωτο σε αυτή τη μεγάλη συλλογή ήταν το ελληνικό του scriptorium, που περιλάμβανε αντίγραφα της Αλεξάνδρου Ανάβασης του Αρριανού και της Ιλιάδας του Ομήρου.[97] Το ενδιαφέρον του για τα κλασικά έργα επεκτάθηκε σε πολλές κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης του Έλληνα συγγραφέα Κριτόβουλου του Ιμβριώτη, που έγραψε στα ελληνικά το χειρόγραφο Ιστορία του Μωάμεθ του Πορθητή, παράλληλα με τις προσπάθειές του να διασώσει και να επανεκδώσει ελληνικά χειρόγραφα που απέκτησε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.[98]
Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι τα εκτεταμένα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα του Μωάμεθ Β, ειδικά εκείνα που στόχευαν στη Δύση, εξυπηρετούσαν διάφορες σημαντικές διπλωματικές και διοικητικές λειτουργίες. Η υποστήριξή του των καλλιτεχνών της Αναγέννησης έχει ερμηνευτεί ως μέθοδος διπλωματίας με άλλα κράτη με επιρροή στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα πολλά ιταλικά κράτη, όπως το Βασίλειο της Νάπολης και η Δημοκρατία της Φλωρεντίας.[99] Επιπλέον οι ιστορικοί εικάζουν ότι το ελληνικό του scriptorium χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδευση των Ελλήνων αξιωματούχων της αυλής σε μια προσπάθεια επανένταξης των πρώην βυζαντινών διπλωματικών καναλιών με πολλά ιταλικά κράτη που διεξήγαγαν την αλληλογραφία τους στα ελληνικά.[98] Είναι σημαντικό ότι οι ιστορικοί ισχυρίζονται επίσης ότι η τεράστια συλλογή τέχνης και λογοτεχνίας του Μωάμεθ υπηρέτησε την προώθηση της αυτοκρατορικής εξουσίας και της νομιμοποίησής του, ειδικά στα πρόσφατα κατακτημένα εδάφη του. Αυτό επιτεύχθηκε με διάφορα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της επίκλησης της εικόνας του Μωάμεθ ως ανατολίζουσας νεοαλεξανδρινής μορφής, που φαίνεται από την κοινή διακόσμησης κράνους σε απεικονίσεις του Μωάμεθ και του Αλέξανδρου σε μετάλλια που παρήχθησαν επί της βασιλείας του Μωάμεθ, καθώς και ως επαναλαμβανόμενο θέμα στον Κριτόβουλο.[100][101] Επιπλέον οι παραγγελίες του για αναγεννησιακά έργα τέχνης ήταν από μόνη της πιθανώς μια προσπάθεια να διαρρήξει τη δυτική-ανατολική πολιτισμική διάσταση προκειμένου ο ίδιος να παρουσιαστεί ως δυτικοκεντρικός ηγέτης, ανάμεσα στις τάξεις των σύγχρονων Ευρωπαίων χριστιανών μοναρχών.[98]
Η συγγένεια του Μωάμεθ με τις τέχνες της Αναγέννησης και η ισχυρή πρωτοβουλία του στη δημιουργία και τη συλλογή τους, δεν είχαν μεγάλη βάση υποστήριξης μέσα στην αυλή του. Ένας από τους πολλούς αντιπάλους της συλλογής του Μωάμεθ ήταν ο γιος του και μελλοντικός σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄, που υποστηριζόταν από ισχυρές θρησκευτικές και τουρκικές φατρίες στην αντιπολίτευση του. Με την άνοδό του στον θρόνο ο Βαγιαζήτ Β' πούλησε τη συλλογή πορτρέτων του Μωάμεθ και αφαίρεσε το άγαλμά του.[97]
Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι ο Μωάμεθ είχε πάθος για τον όμηρο και ευνοούμενό του Ράντου Γ΄ τον Ωραίο.[42] Οι νεαροί άνδρες που καταδικάζονταν σε θάνατο γλίτωναν και προστίθεντο στο σαράι του Μωάμεθ, αν τους έβρισκε ελκυστικούς, και η Πύλη έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να του προμηθεύει νέους ευγενείς.[102][103][104][105]
Ο Μωάμεθ είχε έντονο ενδιαφέρον για τον αρχαίο ελληνικό και το μεσαιωνικό βυζαντινό πολιτισμό. Ήρωές του ήταν ο Αχιλλέας και ο Μέγας Αλέξανδρος και μπορούσε να συζητήσει τη χριστιανική θρησκεία με κάποια αυθεντία.[4] Λέγεται ότι μιλούσε άπταιστα πολλές γλώσσες, όπως τουρκικά, σερβικά, αραβικά, περσικά, ελληνικά και λατινικά.[106][107][108]
Κατά καιρούς συγκαλούσε τους Ουλεμάδες, μαθητευόμενους μουσουλμάνους δασκάλους, και τους ζητούσε να συζητήσουν θεολογικά προβλήματα παρουσία του. Επί της βασιλείας του τα μαθηματικά, η αστρονομία και η θεολογία έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των Οθωμανών. Ο κοινωνικός του κύκλος περιλάμβανε αριθμό ανθρωπιστών και σοφών όπως ο Κυριάκος Πιτσικόλι από την Ανκόνα, ο Μπενεντέτο Ντέι από τη Φλωρεντία και ο Μιχαήλ Κριτόβουλος από την Ίμβρο,[109] που αναφέρει τον Ίμβρο ως φιλέλληνα χάρη στο ενδιαφέρον του για τις ελληνικές αρχαιότητες και κειμήλια. Με εντολή του ο Παρθενώνας και άλλα αθηναϊκά μνημεία γλίτωσαν από την καταστροφή. Άλλωστε ο ίδιος ο Μωάμεθ Β' ήταν ποιητής που έγραφε με το όνομα «Αβνί» (ο βοηθός, ο βοηθητικός) και άφησε μια κλασική ποιητική συλλογή.
Σύζυγοι
Παιδιά
Το 1481 ο Μωάμεθ εκστράτευσε με τον Οθωμανικό στρατό, αλλά όταν έφτασε στο Μάλτεπε, στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης, αρρώστησε. Μόλις άρχιζε νέες εκστρατείες για να καταλάβει τη Ρόδο και τη Νότια Ιταλία, ωστόσο, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, η επόμενη εκστρατεία του σχεδιάστηκε για να ανατρέψει το Σουλτανάτο των Μαμελούκων της Αιγύπτου, να καταλάβει την Αίγυπτο και να διεκδικήσει το χαλιφάτο.[110] Αλλά μετά από μερικές μέρες πέθανε, στις 3 Μαΐου 1481, σε ηλικία σαράντα εννέα ετών και θάφτηκε στον τουρμπέ του κοντά στο συγκρότημα του Τζαμιού Φατίχ.[111] Εικάζεται ότι πέθανε από δηλητηρίαση, χωρίς να είναι βέβαιο ποιος ήταν υπεύθυνος για τον θάνατό του. Ο γιατρός του Μωάμεθ Β΄, Γιακούμπ Πασάς, ένας εβραίος που ασπάστηκε το Ισλάμ, ήταν ο βασικός ύποπτος για την χορήγηση δηλητηρίου στον Μωάμεθ για εκτεταμένο χρονικό διάστημα. Ο Γιακούμπ Πασάς σκοτώθηκε λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των γενίτσαρων. Μια άλλη πηγή αναφέρει ότι πιθανότατα ο Μωάμεθ Β' δηλητηριάστηκε από τον Πέρση γιατρό του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κόλιν Χέιγουντ, «υπάρχουν ουσιαστικές λεπτομερείς ενδείξεις ότι ο Μωάμεθ δηλητηριάστηκε, πιθανώς κατόπιν εντολής του μεγαλύτερου γιου και διαδόχου του Βαγιαζήτ Β΄».[112]
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε μεγάλη χαρά στην Ευρώπη, όπου ακολούθησαν κωδωνοκρουσίες και εορτασμοί. Η είδηση ανακοινώθηκε στη Βενετία ως εξής: "La Grande Aquila è morta!" ('Ο Μεγάλος Αετός είναι νεκρός!')[113][114]
Ο Μωάμεθ Β' αναγνωρίζεται ως ο πρώτος σουλτάνος που κωδικοποίησε το ποινικό και συνταγματικό δίκαιο, πολύ πριν από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Καθιέρωσε έτσι την κλασική εικόνα του αυταρχικού Οθωμανού σουλτάνου. Η τριανταενιάχρονη διακυβέρνηση και οι πολυάριθμοι πόλεμοι του Μωάμεθ επέκτειναν την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να συμπεριλάβει την Κωνσταντινούπολη, τα τουρκικά βασίλεια και εδάφη της Μικράς Ασίας, τη Βοσνία, τη Σερβία και την Αλβανία. Ο Μωάμεθ άφησε πίσω του μια επιβλητική φήμη τόσο στον ισλαμικό όσο και στον χριστιανικό κόσμο. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φραντς Μπάμπινγκερ θεωρείτο αιμοδιψής τύραννος από τον χριστιανικό κόσμο και από ένα μέρος των υπηκόων του.[115] Η γέφυρα Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ της Κωνσταντινούπολης (ολοκληρώθηκε το 1988), που διασχίζει τα στενά του Βοσπόρου, πήρε το όνομά του και το όνομά του και η μορφή του εμφανίζονταν στο χαρτονόμισμα των 1000 λιρών από το 1986 ως το 1992.[116]
Ο Μωάμεθ Β΄ μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1453) παραχώρησε σημαντικά προνόμια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τον χριστιανικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.