Μυστράς
βυζαντινή καστροπολιτεία στην Λακωνία From Wikipedia, the free encyclopedia
βυζαντινή καστροπολιτεία στην Λακωνία From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μυστράς, γνωστός και ως Μυζηθράς στο Χρονικόν του Μορέως, ήταν μία οχυρωμένη ελληνική πόλη και πρώην δήμος (Δήμος Μυστρά) στη Λακωνία της Περιφέρειας Πελοποννήσου[1]. Ευρισκόμενος στον Ταΰγετο, κοντά στην αρχαία Σπάρτη, ο Μυστράς υπήρξε πρωτεύουσα του βυζαντινού Δεσποτάτου του Μυστρά τον 14ο και 15ο αιώνα, βιώνοντας μία περίοδο ευημερίας και πολιτιστικής άνθησης. Η περιοχή παρέμεινε κατοικημένη καθ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, όταν εσφαλμένα θεωρήθηκε από τους δυτικούς ταξιδιώτες ότι ήταν η αρχαία Σπάρτη. Τη δεκαετία του 1830, εγκαταλείφθηκε και χτίστηκε η νέα πόλη της Σπάρτης, περίπου 8 χιλιόμετρα ανατολικά.
Μυστράς | |
---|---|
Μυστράς | |
Είδος | αρχαιολογική θέση και οχυρωμένη πόλη |
Αρχιτεκτονική | βυζαντινή αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Σπάρτης |
Χώρα | Ελλάδα |
Προστασία | Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (από 1989) και αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Μετά τη μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης το 2011 (πρόγραμμα «Καλλικράτης»), αποτελεί δημοτική ενότητα του δήμου Σπάρτης της Π.Ε. Λακωνίας[2]. Η δημοτική ενότητα έχει έκταση 131,95 τ. χλμ.
Η ιστορία «της νεκρής πολιτείας» σήμερα του Μυστρά αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249, ο πρίγκιπας των Φράγκων Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος έκτισε ισχυρό τείχος και κάστρο στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή, που λεγόταν Μυστράς ή Μυζηθράς[3].
Το όνομα Μυστράς ή Μυζηθράς προϋπήρχε της ίδρυσης του κάστρου και ήταν η ονομασία με την οποία αποκαλούσε το βουνό ο τοπικός πληθυσμός πριν από το 1249. Μάλιστα, σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως, ο Γουλιέλμος ονόμασε το κάστρο Μυζηθράν, "διατί το κράζαν ούτως" («Βουνίν εύρε παράξενο, απόκομμα εις όρος. Κάστρον εποίκεν αφηρόν, Μυ(ζη)θράν ονομασέν το»). Η ονομασία σχετίζεται με τη μυζήθρα και, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, συνδέεται με το σχήμα του βουνού. Κατ' άλλους, προέρχεται από το Μυζηθράς, το οποίο αποδίδεται στον κύριο της περιοχής (ως όνομα ή ως επάγγελμα).
Η οχύρωση του βουνού και η μετεξέλιξη του Μυστρά, κατά τους επόμενους δύο αιώνες (ύστερη βυζαντινή περίοδος), σε ισχυρό πολιτικό, στρατιωτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο συνδέεται με την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τη Δ΄ Σταυροφορία (1204). Μετά από αυτή μετατοπίστηκε το ενδιαφέρον του Βυζαντίου προς τις δυτικές επαρχίες του. Η αλλαγή συνδέεται και με την εμπορική διείσδυση των ιταλικών πόλεων (Βενετίας, Γένοβα, Πίζας κ.ά.), η οποία αναβάθμισε τη σημασία των εμπορικών κέντρων και των ναυτικών σταθμών της Πελοποννήσου.
Στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν το 1204, έχοντας ως ηγέτη τους τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Ίδρυσαν το πριγκιπάτο της Αχαΐας (ή Μορέως), όμως κατόρθωσαν να επεκτείνουν τα όριά του ως τη νότια Πελοπόννησο μετά το 1248, όταν ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος κατέλαβε τη Μονεμβασιά. Η ίδρυση του κάστρου στον Μυστρά το 1249 σηματοδοτούσε την εδραίωση της κυριαρχίας τους στην Πελοπόννησο.
Ο Μυστράς, ένα απομονωμένο βουνό, ύψους 634 μ., ανήκει στον ορεινό όγκο του Ταΰγετου και αποτελεί μία πολύ ισχυρή στρατηγική θέση. Το ιδιόμορφο ανάγλυφο του βουνού, με τα δύο πλατώματα στην κορυφή (όπου χτίστηκε το κάστρο) και στη βόρεια ράχη (όπου βρίσκονται τα παλάτια και η πλατεία), οι απότομες και απρόκρημνες πλαγιές στη νότια και νοτιοανατολική πλευρά του, και η δυνατότητα εύκολης οχύρωσης των υπόλοιπων πλευρών, που ήθελε από εδώ να ελέγχει και τα ατίθασα σλαβικά φύλα της περιοχής (τους Μηλιγγούς), ήταν τα φυσικά πλεονεκτήματα αυτής της θέσης και ερμηνεύουν την επιλογή του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου.
Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, στην οποία συγκρούστηκε το πριγκιπάτο της Αχαΐας με την αυτοκρατορία της Νίκαιας, οι Φράγκοι ηττήθηκαν και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος συνέλαβε τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Ο τελευταίος, για να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του, παραχώρησε στο Βυζάντιο τα κάστρα της Μεγάλης Μαΐνης, της Μονεμβασιάς και του Μυστρά.
Μετά από το 1262, ο Μυστράς έγινε έδρα βυζαντινού στρατηγού, του «σεβαστοκράτορος», ο οποίος άλλαζε κάθε χρόνο και διοικούσε όλη την Πελοπόννησο. Από τότε άρχισε η κυρίως ιστορική περίοδος του Μυστρά, που διήρκεσε δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της πεδιάδας άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους γύρω από το κάστρο, για να προστατευτούν από τις επιδρομές. Ο πληθυσμός αυξήθηκε ταχύτατα, δημιουργώντας μία νέα πόλη, που ονομάστηκε Χώρα και στη συνέχεια περιτειχίστηκε. Οι κάτοικοι που αναζητούσαν μόνιμη διαμονή συνέχιζαν να αυξάνουν, με αποτέλεσμα να κατοικηθεί και η περιοχή γύρω από το δεύτερο τείχος. Σταδιακά διαμορφώθηκε και η Κάτω Χώρα, η οποία επίσης περιτειχίστηκε. Την περίοδο αυτή ο Μυστράς γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της μητρόπολης Λακεδαιμονίας, χτίστηκε η μητρόπολη, η μονή των Αγίων Θεοδώρων, το Αφεντικό (Οδηγήτρια) και υπήρξε ιδιαίτερη πνευματική άνθηση.
Από το 1308 το σύστημα της διοικήσεως μεταβλήθηκε και ο τίτλος του στρατηγού έδωσε τη θέση του σε μόνιμους διοικητές. Πρώτος διοικητής ήταν ο Μιχαήλ Καντακουζηνός (απεβ. 1316) (1308-1316). Τον διαδέχτηκε ο Ανδρόνικος Ασάν (1316-1322).
Το 1348 δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο του Μορέως, με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Τον διαδέχτηκαν ο αδερφός του Ματθαίος Καντακουζηνός (1380-1383) και ο γιος του Ματθαίου Δημήτριος Α΄ Καντακουζηνός (1383-1384). Ο τελευταίος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, όταν διεκδίκησε μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την Κωνσταντινούπολη, και έδωσε τη θέση του στο γιο του αυτοκράτορα, Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο (1383-1407). Τα χρόνια που ακολούθησαν το δεσποτάτο επεκτάθηκε σε όλη την Πελοπόννησο, αναβαθμίζοντας την πολιτική, διοικητική και πνευματική σημασία του Μυστρά.
Το 1429 δημιουργήθηκε ένα δεύτερο δεσποτάτο στο Μοριά, με έδρα τη Γλαρέντζα, ηγέτης του οποίου ορίστηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ενώ το 1430 ιδρύθηκε και τρίτο, με έδρα τα Καλάβρυτα, με δεσπότη τον Θωμά Παλαιολόγο, αδερφό του Κωνσταντίνου και του Θεόδωρου Β΄ Παλαιολόγου, ο οποίος ήταν δεσπότης του Μυστρά την περίοδο 1407-1443. Το 1443 ο Κωνσταντίνος έγινε δεσπότης του Μυστρά, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1448, οπότε χρίστηκε αυτοκράτορας -ο τελευταίος- της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τελευταίος δεσπότης του Μυστρά ήταν ο Δημήτριος Παλαιολόγος (1449-1460).
Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσπότου, σπουδαιότερος και σημαντικότερος απ' όλους ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.
Τα χρόνια αυτά ο Μυστράς, και γενικότερα η Πελοπόννησος, γνώρισε μία νέα οθωμανική επιδρομή (1446), την εξέγερση των Αλβανών (1453), τις συναλλαγές των δεσποτών με τον Μωάμεθ Β' για να καταπνιγούν οι στάσεις, τις εμφύλιες συγκρούσεις των δεσποτών και το διχασμό ανάμεσα στους δεσπότες που προσέβλεπαν προς τη Δύση και σ' εκείνους που έδειχναν διάθεση συναλλαγής με τους Οθωμανούς.
Στις 30 Μαΐου του 1460, ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε χωρίς μάχη τον Μυστρά στους Οθωμανούς και προσκολλήθηκε στην αυλή του σουλτάνου.
Το 1768, η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπήκε στον πόλεμο εναντίον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 1770, ο ρωσικός στόλος υπό την ηγεσία του κόμη Αλεξέι Ορλώφ, φεύγοντας από τη Βαλτική Θάλασσα, πέρασε το στενό του Γιβραλτάρ και τον Φεβρουάριο του 1770 έφτασε στις ακτές της χερσονήσου της Πελοποννήσου.
Στις 17 Φεβρουαρίου, στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον κόλπο του Οιτύλου. Σκοπός της απόβασης ήταν η κατάληψη τουρκικών οχυρών στον Μορία (Πελοπόννησο) και η υποστήριξη των Ελλήνων ανταρτών - Μανιωτών. Ο λοχαγός Μπάρκοφ διέταξε την απόβαση.
Στις 27 Φεβρουαρίου, το απόσπασμα του Μπάρκοφ, μαζί με Έλληνες αντάρτες, απέκλεισαν το φρούριο του Μυστρά και στέρησαν από την πολιορκημένη τουρκική φρουρά την πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Μετά από 9 ημέρες αποκλεισμού, οι Τούρκοι συνθηκολόγησαν. Ο Μπάρκοφ και το ρωσικό τμήμα της απόβασης ήλπιζαν να τους κρατήσουν ζωντανούς, αλλά οι επαναστάτες Έλληνες είχαν τόσο μίσος εναντίον των Τούρκων που σφάγιασαν όλους τους αιχμαλώτους. Αυτή η πράξη περιέπλεξε σοβαρά τη θέση των Ρώσων σε όλη τη χερσόνησο και έγινε η αιτία για την αποτυχία της απόβασης. Πολλές από τις αδύναμες τουρκικές φρουρές στον Μορία, ήδη έτοιμες να παραδοθούν, επέλεξαν να πολεμήσουν μέχρι το τέλος αντί να συνθηκολογήσουν από φόβο να σφαγιαστούν οι Έλληνες επαναστάτες.
Για τρεις εβδομάδες, ο Μπάρκοφ ενίσχυσε το φρούριο και στρατολόγησε μαζικά εθελοντές από ντόπιους κατοίκους στο απόσπασμά του, το οποίο έφτασε τα 8.000 άτομα μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Στις 26 Μαρτίου ο Μπάρκοφ ξεκίνησε με αυτό το απόσπασμα και κατέλαβε χωρίς μάχη το Λεοντάρι στη νότια Αρκαδία. Όμως στην περιοχή της Τριπολιτσάς, ένα κοινό απόσπασμα 600 Ρώσων και περισσότερων από 7 χιλιάδων Ελλήνων επαναστατών ηττήθηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στον Μυστρά.
Σύντομα, μετά την αναχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, η πόλη κατελήφθη και ερημώθηκε από τα αλβανικά στρατεύματα.
Στον Μυστρά δεσπόζουν 7 σημαντικές εκκλησίες:
Οι εκκλησίες αυτές υπήρξαν καθολικά μοναστηριών. Γενικά οι εκκλησίες του Μυστρά αποτελούσαν χώρο μάθησης της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής, αγιογραφίας και χωροταξικής μελέτης της εποχής λίγο πριν την αναγέννηση. Σήμερα, μόνο η Παντάνασσα λειτουργεί ως μοναστήρι. Πολλές από τις εκκλησίες οφείλουν τη σημερινή τους μορφή σε εργασίες συντήρησης που πραγματοποιήθηκαν από τον Αναστάσιο Ορλάνδο λίγο πριν το 1940. Η μορφή των εκκλησιών συνδέεται με το φυσικό ανάγλυφο της θέσης στην οποία χτίστηκαν. Έτσι, το σύνολο των εκκλησιών αποκλίνει προς την ανατολή, κατά παράβαση των σχετικών κανόνων της θρησκευτικής παράδοσης. Μία από αυτές, ο Άγιος Γεώργιος, έχει φορά από το βορρά προς το νότο. Ως προς την αρχιτεκτονική μορφή, κυριαρχούν ο απλός βασιλικός τύπος και ο χαρακτηριστικός για τον Μυστρά τύπος που συνδυάζει τη βασιλική στο ισόγειο και το ναό με τρούλους στο υπερώο. Σήμα κατατεθέν των εκκλησιών είναι και οι εξωτερικές στοές. Συνολικά, η αρχιτεκτονική μορφή και τα δομικά υλικά διαμορφώνουν ένα απόλυτα αρμονικό σύνολο με το περιβάλλον.
Πρόκειται για συγκρότημα κτηρίων που βρίσκεται μέσα από το βορειότερο σημείο του εξωτερικού τείχους. Είναι το αρχαιότερο σωζόμενο μνημείο της πόλης[4]. Δύο είσοδοι, μια μικρή και παλαιότερη, νότια, και μια μεταγενέστερη και πιο επιβλητική, στη δυτική αυλή, οδηγούν στο εσωτερικό του συγκροτήματος και στο ναό, ο οποίος είναι αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο. Εδώ στέφθηκε αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος -η πλάκα με το δικέφαλο αετό στο κέντρο του ναού μαρτυρεί αυτό ακριβώς το γεγονός. Ο ναός είναι μια τροποποιημένη μορφή της αρχικής τρίκλιτης βασιλικής που άρχισε να χτίζεται μάλλον από το μητροπολίτη Ευγένιο το 1263. Στη συνέχεια προστέθηκαν οι εργασίες και η διακόσμηση (τέλη 13ου αι.) του μητροπολίτη Νικηφόρου Μοσχόπουλου, με χορηγία του αδερφού του Ααρών, η μορφή του οποίου ξεχωρίζει ανεπαίσθητα σε μια τοιχογραφία στο ιερό. Κατά το 15ο αι., ο μητροπολίτης Ματθαίος γκρέμισε την ξύλινη δίρριχτη στέγη. Στη θέση της κατασκευάστηκε ένα σύμπλεγμα τρούλων, ενώ παράλληλα προστέθηκε ο γυναικωνίτης και καταστράφηκε το πάνω μέρος των τοιχογραφιών του εσωτερικού κλίτους. Έτσι ο ναός μετατράπηκε σε βασιλική κάτω και σταυροειδή με τρούλο πάνω.
Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού εμφανίζει ποικιλία ως προς το ύφος και την εποχή, ενώ αξιοπρόσεκτος είναι ο ανάγλυφος δικέφαλος αετός των Παλαιολόγων στο δάπεδο, κάτω από τον τρούλο. Ποικιλία ως προς την τεχνοτροπία αλλά μεγαλύτερη εντόπιση ως προς το χρόνο (τελευταίο τέταρτο 13ου-αρχές 14ου αι.) εμφανίζουν οι εξαιρετικές τοιχογραφίες του ναού, που σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στον Νικηφόρο.
Το συγκρότημα της Μητρόπολης συμπληρώνουν κτήρια που προστέθηκαν μεταγενέστερα: το πυργόμορφο καμπαναριό (στη νοτιοανατολική γωνία του ναού), η στοά με τους πεσσούς και τις καμάρες στη δυτική πρόσοψη, μια δεύτερη στοά στη βόρεια πλευρά, απ' όπου η θέα προς την κοιλάδα είναι εξαιρετική, καθώς και η όμορφη βόρεια αυλή με τα τόξα και τα διώροφα κτήρια στη δυτική πλευρά της, έργα του μητροπολίτη Ανανία Λαμπαδάρη, ο οποίος, σφαγιάστηκε από τους Οθωμανούς το 1760. Το σημείο όπου μαρτύρησε, έξω από τη Μητρόπολη, είναι περιφραγμένο με κιγκλίδωμα. Ένας άλλος μητροπολίτης, ο Χρύσανθος, έχτισε το 1802 τη βρύση που υπάρχει στην ίδια αυλή.
Η Ευαγγελίστρια βρίσκεται στο καλντερίμι που οδηγεί από τη Μητρόπολη στη Μονή Βροντοχίου[5]. Είναι ένας μικρός δίστηλος σταυροειδής ναός, με καλαίσθητο τρούλο, νάρθηκα και γυναικωνίτη, που χρονολογείται στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο γλυπτός διάκοσμος στο εσωτερικό του, στον οποίο ξεχωρίζουν τα σκαλισμένα κυβικά κιονόκρανα. Ο περίβολος του ναού χρησίμευε ως νεκροταφείο, αν και όπως μαρτυρεί η ιδιαίτερη κομψότητά του αυτός δεν προοριζόταν εξαρχής για κοιμητήριο.
Οι Άγιοι Θεόδωροι και η Παναγία η Οδηγήτρια, οι μεγαλύτερες και πιο εντυπωσιακές εκκλησίες του Μυστρά, βρίσκονται στη βόρεια γωνία του εξωτερικού τείχους. Αποτελούσαν τμήματα του μοναστηριακού συγκροτήματος του Βροντοχίου, το οποίο ήταν πνευματικό κέντρο του Μυστρά και χώρος ταφής των δεσποτών.
Η Αγία Σοφία, που μάλλον ήταν καθολικό μονής και επίσημος ναός του παλατιού και των ευγενών, βρίσκεται στην Επάνω Χώρα. Χτίστηκε ανάμεσα στο 1350 και το 1365 από τον Μανουήλ Καντακουζηνό, τον πρώτο δεσπότη του Μυστρά, και ταυτίζεται με το ναό του Ζωοδότη Χριστού, ο οποίος ιδρύθηκε από τον Μανουήλ και μετατράπηκε σε ανδρικό μοναστήρι με πατριαρχικό σιγίλλιο του 1365. Ανήκει στον απλό δίστυλο τύπο (τον ίδιο με την Ευαγγελιστρία και την Περίβλεπτο) και διατηρεί λίγα μόνο στοιχεία από το γλυπτό διάκοσμο και τις τοιχογραφίες της. Πάνω στα επίκρανα των κιόνων διακρίνεται το μονόγραμμα του κτήτορά της, Μανουήλ Καντακουζηνού: Μανουήλ Καντακουζηνός Παλαιολόγος Δεσπότης Κτήτωρ[6]
Το περίπλοκο και γραφικό μοναστηριακό συγκρότημα της Περιβλέπτου βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του οικισμού, δίπλα στον απόκρημνο βράχο. Υπήρξε καθολικό μοναστηριού αφιερωμένου στην Παναγία[7].
Εξαιρετικές τοιχογραφίες στον όροφο και στο ιερό, που χρονολογούνται γύρω στα 1430, ενώ αυτές του ισογείου είναι του 18ου αι.[8]
Το μουσείο ιδρύθηκε το 1951 και στεγάζεται σε διώροφο κτήριο της δυτικής πτέρυγας της βόρειας αυλής της Μητρόπολης. Το πρώτο άτυπο μουσείο στην ανατολική πτέρυγα του μητροπολιτικού συγκροτήματος ιδρύθηκε από τον Γάλλο βυζαντινολόγο Γκαμπριέλ Μιλέ στα τέλη του 19ου αιώνα[9]. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την ίδρυσή του το 1951, η συλλογή του μουσείου εμπλουτίστηκε σημαντικά και περιλαμβάνει γλυπτά, αρχιτεκτονικά μέλη, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες, ενδυματολογικά κατάλοιπα, κοσμήματα και χειρόγραφους κώδικες, που χρονολογούνται από τα παλαιοχριστιανικά ως τα μεταβυζαντινά χρόνια. Το σημαντικότερο έκθεμα του μουσείου είναι τμήματα μεταξωτού γυναικείου φορέματος και πλεξούδα μαλλιών, από τάφο που βρέθηκε στην Αγία Σοφία. Άλλα σημαντικά εκθέματα είναι:
Η ζωγραφική του Μυστρά αντιπροσωπεύεται με σπαράγματα τοιχογραφιών από τα παρεκκλήσια του και με αξιόλογες φορητές εικόνες, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν επίσης η συλλογή της μικροτεχνίας, που περιλαμβάνει βυζαντινά και ενετικά έργα (νομίσματα, δαχτυλίδια, πόρπες, ένα χάλκινο θυμιατήρι κ.ά.), και της κεραμικής, που περιλαμβάνει εκθέματα των βυζαντινών χρόνων.
Τέλος, στο μουσείο υπάρχουν τρεις χειρόγραφοι κώδικες της Ιεράς Μητρόπολης Μονεμβασίας και Σπάρτης, που χρονολογούνται στα υστεροβυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.