Φύρερ και Καγκελάριος της Γερμανίας, Αρχηγός του Ναζιστικού Κόμματος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αδόλφος Χίτλερ (γερμανικά: Adolf Hitler, προφέρεται ˈadɔlf ˈhɪtlɐ ( ακούστε), 20 Απριλίου 1889 - 30 Απριλίου 1945), αποκαλούμενος με την προσωνυμία «Φύρερ» (Führer, δηλαδή: ηγέτης), ήταν Γερμανός πολιτικός αυστριακής καταγωγής, ηγέτης του Ναζιστικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP), καγκελάριος και στη συνέχεια, δικτάτορας του Γερμανικού Ράιχ από το 1933 έως το 1945.
Με την ηγεσία του Χίτλερ οι ναζί εγκαθίδρυσαν στη Γερμανία φασιστικό καθεστώς. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης κηρύχθηκαν εκτός νόμου, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι καταδιώκονταν και δολοφονούνταν. Ο περιβόητος «Εξουσιοδοτικός νόμος», το 1933, έδωσε την εξουσία στον Αδόλφο Χίτλερ και στο Ναζιστικό (επίσημα «Εθνικό Σοσιαλιστικό») Εργατικό Κόμμα να καταργήσουν το Σύνταγμα και να εκδίδουν νομοθετικά διατάγματα και νόμους που συνέφεραν μόνο το κόμμα και προέρχονταν αποκλειστικά από την κρατική εξουσία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το κράτος της Γερμανίας, κάτω από το ναζιστικό καθεστώς, για 12 ολόκληρα χρόνια ήταν ένα κράτος χωρίς Σύνταγμα, παρασυρόμενο στο χάος και τη βία. Λόγοι που εξυμνούσαν τον Ναζισμό μεταδίδονταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε ολόκληρη την επικράτεια της Γερμανίας, ενώ τεράστιες στρατιωτικές συγκεντρώσεις έγιναν πολιτικό φαινόμενο στη Γερμανία εκείνη την περίοδο, με χιλιάδες έως εκατομμύρια ανθρώπους να χαιρετούν ναζιστικά και να παρακολουθούν με αφοσίωση την άνοδο ενός νέου ηγέτη στην εξουσία. Η κρατική προπαγάνδα λειτουργούσε με αμείωτους ρυθμούς εκείνη την περίοδο, ενώ το επίσημο σύμβολο της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας έγινε ο αγκυλωτός σταυρός (σβάστικα). Ο Χίτλερ και οι οπαδοί του εφάρμοσαν τη συστηματική στέρηση δικαιωμάτων και την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης, καθώς και άλλων θρησκευτικών, εθνικών ή κοινωνικών ομάδων και πυροδότησαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως συνέπεια αυτής της πολιτικής, μόνο στο ευρωπαϊκό θέατρο του πολέμου έχασαν τη ζωή τους τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι, μεταξύ αυτών έξι εκατομμύρια Εβραίοι. Η Γερμανία και η Ευρώπη κατά μεγάλο μέρος έγιναν ερείπια και διαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά την απόρριψη από την Πολωνία των γερμανικών απαιτήσεων σχετικά με την «Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ» και τον «Πολωνικό Διάδρομο», ο Χίτλερ διέταξε επίθεση, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, πυροδοτώντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από μια σειρά στρατιωτικών επιτυχιών, βασισμένων κυρίως στην τακτική του «αστραπιαίου πολέμου» (Blitzkrieg), η ναζιστική Γερμανία είχε υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Το 1942 όμως, μετά την αποτυχία στο Ανατολικό Μέτωπο και τη μάχη του Ελ Αλαμέιν στη Βόρεια Αφρική, ο πόλεμος πήρε νέα τροπή και η Γερμανία του Χίτλερ βρέθηκε να αμύνεται ενάντια στους προελαύνοντες Συμμάχους. Αντιμέτωπος με την ολοκληρωτική ήττα, ο Χίτλερ αυτοκτόνησε στο Βερολίνο τον Απρίλιο του 1945, λίγο πριν την κατάληψη του υπόγειου καταφυγίου της Καγκελαρίας από τον Κόκκινο Στρατό. Το τέλος του σήμανε και το τέλος του καθεστώτος, το οποίο άφησε τη Γερμανία σε ερείπια.
Γονείς του Αδόλφου Χίτλερ ήταν ο τελωνειακός υπάλληλος Αλοΐσιος Χίτλερ και η τρίτη γυναίκα του Κλάρα Χίτλερ (πατρικό Κλάρα Πελτσλ, Klara Pölzl).[8] Ο Αλοΐσιος ήταν εξώγαμο παιδί της, υπηρέτριας σε αγρόκτημα Άννας Μαρίας Σίκλγκρουμπερ (Schicklgruber). Οι Σίκλγκρουμπερ ήταν ανέκαθεν φτωχοί αγρότες από την περιοχή Βαλντφίρτελ (Waldviertel) της βορειοδυτικής Αυστρίας, στα σύνορα με τη Βοημία. Η Άννα Μαρία αργότερα παντρεύτηκε τον άνεργο πλανόδιο μυλωνά Γιόχαν Γκέοργκ Χίντλερ (Johann Georg Hiedler) από το Σπιτάλ (Spital). Το επίθετο Hitler, Hiedler ή Hüttler φαίνεται να είναι τσεχικής προέλευσης και σημαίνει μικροϊδιοκτήτης αγρότης.[9] Στη συνέχεια, καθώς το ζευγάρι ήταν πολύ φτωχό, η Άννα Μαρία άφησε τον γιο της Αλοΐσιο στη φροντίδα του κουνιάδου της Γιόχαν Νέπομουκ Χίντλερ (Johann Nepomuk Hüttler), στο Σπιτάλ. Το 1876, όταν ο Αλοΐσιος ήταν πλέον 40 ετών και η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει πριν από 29 και ο σύζυγός της πριν 19 χρόνια, ο Γιόχαν Νέπομουκ Χίντλερ δήλωσε στην τοπική ενορία, με μία κάπως παράτυπη διαδικασία, ότι ο Αλοΐσιος ήταν γιος του αδελφού του και οτι τον υιοθετεί τώρα ο ίδιος. Έτσι ο Αλοΐσιος άλλαξε το επίθετό του Σίκλγκρουμπερ σε Χίτλερ. Κατά μία υπόθεση, τη διαδικασία προκάλεσε ο Αλοΐσιος, επειδή ήθελε να αποκτήσει «έντιμο» όνομα, πράγμα που θα χρειαζόταν στην καριέρα του ως δημόσιος υπάλληλος.[10] Κατά άλλη εκδοχή, ο Αλοΐσιος δεν ένιωθε στιγματισμένος ως νόθος και ίσως προκάλεσε την υιοθεσία για να κληρονομήσει τον Νέπομουκ, αν και τα ακριβή κίνητρά του παραμένουν άγνωστα[11].
Η Κλάρα, από νομικής πλευράς τουλάχιστον, ήταν ανιψιά του Αλοΐσιου καθώς ήταν εγγονή του Νέπομουκ. Ωστόσο, από τη στιγμή που δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς υποθέσεις για την ταυτότητα του πατέρα του Αλοΐσιου, και παππού του Αδόλφου, δεν μπορεί σήμερα να διαπιστωθεί αν υπήρχε και εξ αίματος συγγένεια μεταξύ Κλάρας και Αλοΐσιου.[12] Πάντως ο Αδόλφος ήταν στενά συνδεδεμένος μαζί της. Αργότερα μιλούσε με τρυφερότητα για αυτή και, μέχρι τις τελευταίες μέρες του, είχε πάντα μια φωτογραφία της πάνω του. Ίσως μάλιστα η μητέρα του να ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που αγάπησε αληθινά σε όλη του τη ζωή.[13]
Στις αρχές της δεκαετίας του '20, κυκλοφορούσαν στα καφέ του Μονάχου φήμες ότι ο παππούς του Χίτλερ ήταν Εβραίος. Κατά τη δεκαετία του '30, ο ξένος κίτρινος τύπος υποδαύλιζε αυτές τις φήμες.[14] Ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ δεν γνώριζε ποιος ήταν ο πραγματικός παππούς του, ιδίως μετά τα αποτελέσματα της μυστικής έρευνας την οποία διεξήγαγε κατόπιν δικής του εντολής ο τότε δικηγόρος του, Χανς Φρανκ.[15] Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Φρανκ, εκείνη η έρευνα είχε δώσει ενδείξεις ότι πραγματικός παππούς του ήταν ένας Εβραίος από το Γκρατς, στο σπίτι του οποίου υποτίθεται ότι είχε εργαστεί ως υπηρέτρια η Άννα Μαρία Σίκλγκρουμπερ. Ωστόσο η υπόθεση της εβραϊκής καταγωγής έχει απορριφθεί οριστικά από τους σημερινούς ιστορικούς και η ταυτότητα του παππού του Χίτλερ παραμένει αβέβαιη. Ο σύγχρονος ιστορικός Ίαν Κέρσοου απορρίπτει τελείως την πιθανότητα να έδωσε ο Χίτλερ τέτοια εντολή στον Φρανκ.[16][17]
Το 1938 ο Χίτλερ απαγόρευσε στους κατοίκους της περιοχής Βαλντφίρτελ να αναρτούν, σε δημόσιους χώρους, πινακίδες με γενεαλογικά δέντρα της οικογένειάς του. Επιπλέον, απέτρεψε την έκδοση, από τον δήμο της κωμόπολης Ντέλερσαϊμ (Döllersheim), γραμματοσήμου όπου η πόλη αυτή αναφερόταν ως «η γενέτειρα του Αρχηγού». Την ίδια χρονιά, μάλλον όχι συμπτωματικά και δείχνοντας την έλλειψη εκτίμησης του Χίτλερ για τις πατρογονικές του εστίες, η περιοχή γύρω από τις κωμοπόλεις Ντέλερσαϊμ, Τσβετλ και Αλλενστάιγκ μετατράπηκε στο μεγαλύτερο πεδίο στρατιωτικής εκπαίδευσης στη Δυτική Ευρώπη και οι κάτοικοί της μεταφέρθηκαν σε άλλες περιοχές.[18] Ανάμεσα στα μικρότερα χωριά της περιοχής που ισοπεδώθηκαν περιλαμβανόταν το Στρόνες, όπου γεννήθηκαν ο πατέρας του και η γιαγιά του και το Κλάιν-Μόττεν, όπου γεννήθηκε η Μαρία Άννα Χίντλερ (γεν. Σικλγκρούμπερ). Το γεγονός έδωσε τροφή σε υποθέσεις ότι ο Χίτλερ ήθελε να εξαφανίσει τα ίχνη της καταγωγής του. Είναι αλήθεια πως ο Χίτλερ δεν ήθελε να ακούσει οτιδήποτε για συγγενείς του, αιτιολογώντας το με τη δήλωση ότι δε γνώριζε τίποτε για την ιστορία της οικογένειάς του και ότι πλέον ανήκε στην κοινότητα του λαού του[18]. Δύσκολα μπορεί να βρεθεί άλλη εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα που να απέκρυπτε με τέτοιο ζήλο το παρελθόν της. Η απόκρυψη αυτή δεν θεωρείται ότι οφειλόταν μόνο στην πρόθεση να δημιουργήσει, για λόγους εντυπωσιασμού, μυστήριο γύρω από τον εαυτό του. Το οικογενειακό παρελθόν του προκαλούσε πάντοτε αγωνία και απευχόταν το ενδεχόμενο να μάθουν οι εχθροί του λεπτομέρειες για την καταγωγή του. Για παράδειγμα, την εποχή που η αδελφή του Πάολα φρόντιζε το σπίτι του στο Ομπερσάλτσμπεργκ, την είχε αναγκάσει να αλλάξει επίθετο. Επίσης, ανέφερε τον πατέρα του ως ταχυδρομικό υπάλληλο ενώ εκείνος ήταν τελωνειακός και είχε δώσει εντολή να εκτελέσουν τον Ράινχολντ Χάνις, πρώην συγκάτοικό του όταν έμεναν στο φτωχοκομείο.[16]
Ο κατοπινός δικτάτορας γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1889, στα προάστια του Μπράουναου αμ Ιν (Braunau am Inn), στα βόρεια σύνορα της Αυστρίας. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του Αλοΐσιου και της Κλάρας. Από τα έξι παιδιά του Αλοΐσιου, μόνον ο Αδόλφος και η αδελφή του, Πάουλα, έφτασαν ως την εφηβεία. Ο Αλοΐσιος Χίτλερ είχε εκτός από αυτά και άλλα δύο παιδιά από τη δεύτερη γυναίκα του, τον Αλοΐσιο τον νεότερο και την Άνγκελα, τα οποία έμεναν μαζί τους. Λόγω και της εργασίας του Αλοΐσιου, η οικογένεια Χίτλερ μετακόμιζε συνεχώς, αλλάζοντας συνολικά 11 τουλάχιστον φορές τόπο κατοικίας. Μερικοί από τους πολλούς τόπους διαμονής τους ήταν το Πάσαου της Βαυαρίας, το Λάμπαχ (Lambach) και τελικά το Λέοντιγκ (Leonding) του Λιντς στην Αυστρία.[12]
Οι επιδόσεις του Αδόλφου στα διάφορα δημοτικά σχολεία ήταν καλές. Ήταν δραστήριος και ικανός μαθητής, που τον ευχαριστούσαν ιδιαίτερα τα θέματα αισθητικής.[19] Τα προτερήματά του όμως αυτά φάνηκε νωρίς ότι υπονομεύονταν από αδυναμία στην εκτέλεση εργασιών που απαιτούσαν σταθερή και μακρόχρονη προσπάθεια. Επίσης τον διέκρινε τάση προς την τεμπελιά και πεισματάρικος χαρακτήρας, χαρακτηριστικά που ο συνδυασμός τους τον οδηγούσε να αγνοεί συμβουλές και παρατηρήσεις.[20] Με βάση την καλή του επίδοση στη στοιχειώδη εκπαίδευση, οι γονείς του τον έγραψαν στο τεχνικό γυμνάσιο (Realschule) του Λιντς, το οποίο ήταν προσανατολισμένο στις θετικές σπουδές. Εκεί όμως, απρόσμενα, ο νεαρός Χίτλερ απέτυχε τελείως. Δύο φορές έμεινε μετεξεταστέος και μια τρίτη φορά πέρασε μετά από ειδική εξέταση. Οι έλεγχοί του πάντα ανέφεραν «έλλειψη φιλοπονίας» και μόνο στη γυμναστική, στη μουσική και στο σχέδιο είχε ικανοποιητικές ή καλύτερες επιδόσεις. Το 1905, οι βαθμοί του ήταν στα Γερμανικά, τα μαθηματικά και τη στενογραφία ήταν και πάλι μη ικανοποιητικοί ενώ είχε αποτύχει και στην ιστορία και τη γεωγραφία, μαθήματα για τα οποία αργότερα ισχυρίστηκε ότι είχε κλίση και ήταν ο καλύτερος της τάξης του.[20] Στην τρίτη σχολική χρονιά οι βαθμοί του ήταν τόσο κακοί που φαινόταν πως θα απορριφθεί ξανά. Επειδή, όμως, είχε πεθάνει ο πατέρας του, και κατόπιν παράκλησης της μητέρας του, το σχολείο δέχτηκε να τον προβιβάσει, αλλά με τον όρο ότι μετά θα άλλαζε σχολείο. Έτσι την επόμενη σχολική χρονιά ο Χίτλερ γράφτηκε στο αντίστοιχο σχολείο του Στάγιερ (Steyr), που ήταν λιγότερο απαιτητικό. Ο πρώτος του έλεγχος εκεί ήταν απογοητευτικός και, αργότερα, ο Χίτλερ θυμόταν πως, όντας μεθυσμένος, τον χρησιμοποίησε ως χαρτί τουαλέτας και αναγκάστηκε να ζητήσει δεύτερο αντίγραφο από το σχολείο. Το φθινόπωρο του 1905, οι βαθμοί του ήταν και πάλι κακοί και η μητέρα του του επέτρεψε να εγκαταλείψει οριστικά το σχολείο, σε ηλικία 16 ετών, χωρίς να πάρει απολυτήριο. Αν και αργότερα προσπάθησε να δικαιολογήσει την απόφασή του αυτή με τις καλλιτεχνικές του κλίσεις, ο κυριότερος λόγος που παράτησε το σχολείο φαίνεται να ήταν ότι απέτυχε και πάλι να προβιβαστεί.[21]
Αργότερα (στο Mein Kampf) ο Χίτλερ παρουσίασε τις αποτυχίες αυτές ως ένα είδος αντίστασης εναντίον του πατέρα του, ο οποίος επέμενε να τον κάνει κι αυτόν δημόσιο υπάλληλο, παρότι εκείνος ήταν αποτυχημένος. Στο Ο Αγών μου, ο Χίτλερ περιγράφει τον πατέρα του ως μεθύστακα, αυστηρό, αυταρχικό και, καμιά φορά, οξύθυμο και βίαιο. Είναι, όμως, αμφισβητήσιμο αν η ανατροφή του Χίτλερ υπήρξε πιο αυστηρή από την καθιερωμένη εκείνο τον καιρό. Η πάλη μεταξύ των δυο τους σχετικά με τη μελλοντική σταδιοδρομία του Χίτλερ είναι καθαρή φαντασία από μέρους του τελευταίου. Όπως φαίνεται, η διαμάχη τους ξεκίνησε όταν ο Αλοΐσιος συνταξιοδοτήθηκε, οπότε είχε περισσότερο χρόνο να επεμβαίνει στη ζωή του παιδιού του, περιορίζοντάς του την ελευθερία κινήσεων που απολάμβανε ως τότε με τις απαιτήσεις του για σεβασμό και πειθαρχία. Πάντως ο πατέρας του πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1903, σε ηλικία 65 ετών, όταν ο Αδόλφος ήταν τότε 13 ετών. Παρόλο που δεν υπήρχε πια κανείς να τον πιέσει να ακολουθήσει σταδιοδρομία υπαλλήλου, συνέχισε να μη θέλει να τελειώσει το σχολείο και το εγκατέλειψε από ιδιοτροπία και με απέχθεια. Φαίνεται πως σημαντικό ρόλο στις κακές του επιδόσεις στο Λιντς έπαιξε η διαφορά του περιβάλλοντος καθώς οι συμμαθητές του προέρχονταν από μεσαία κοινωνικά στρώματα. Εκεί ο επαρχιώτης Χίτλερ αισθανόταν άξεστος και απομονωμένος και δεν κατάφερε να κάνει φίλους.[22] Οι γνώσεις του από εκεί και πέρα, στην ουσία, δεν ήταν παρά συσσώρευση εκφράσεων και αυθεντιών που θα υποστήριζαν τις προκαταλήψεις του αν και διάβαζε πολύ, δεν τον ενδιέφεραν ο αγώνας και η απόλαυση που συνοδεύουν τη διαδικασία απόκτησης της γνώσης.[23]
Για δύο χρόνια, από το 1905 ως το τέλος του 1907, ο Χίτλερ περνούσε τον καιρό του χωρίς να προσπαθεί για κάτι συγκεκριμένο, ζώντας «μια ζωή παρασιτικής τεμπελιάς», όπως αναφέρει σύγχρονος ιστορικός. Η οικογένεια είχε μετακομίσει σε άνετο διαμέρισμα στο Λιντς. Ο Αδόλφος σχεδίαζε, ζωγράφιζε, διάβαζε και ονειροπολούσε. Τα βράδια πήγαινε με τον μοναδικό του φίλο, τον Άουγκουστ Κούμπιτσεκ (August Kubizek) στο θέατρο ή στην όπερα όπου παθιαζόταν με τα έργα του Βάγκνερ, και μετά έπεφτε αργά για ύπνο και κοιμόταν μέχρι αργά το πρωί. Αυτός ο νωθρός τρόπος ζωής, η ανικανότητα για συστηματική εργασία και η φαντασιοπληξία, όλα χαρακτηριστικά που συναντώνται και στον μετέπειτα Χίτλερ, διαφαίνονταν ήδη μέσα σε αυτά τα δύο ανέμελα χρόνια που πέρασε στο Λιντς.[24]
Εκτός από την οικονομική βοήθεια που είχε από τη μητέρα του, έπαιρνε και κάποιο επίδομα, επειδή έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Η Μπριγκίτε Χάμαν (Brigitte Hamann) χαρακτηρίζει μύθο την άποψη πως ο νεαρός Χίτλερ δεν ήταν φτωχός. Εντοπίζει την αρχή του στον Φραντς Γέτσινγκερ (Franz Jetzinger), από τους πρώτους βιογράφους του Χίτλερ. Η Χάμαν αναφέρει πως οι υπολογισμοί του Γέτσινγκερ για τα εισοδήματα της οικογένειας είναι πολύ υψηλοί, και πως λανθασμένα αναφέρει ότι η πατρική κληρονομιά των 652 κορονών μοιράστηκε όταν ο Χίτλερ έγινε 18 χρονών. Αυτό συνέβη τον Μάιο του 1913, όταν έκλεισε τα 24. Ως τότε έπαιρνε το μερίδιό του από τους τόκους. Επιπλέον ο Γέτσινγκερ υποστηρίζει ότι ο Χίτλερ κληρονόμησε 3.800 κορώνες από τη γιαγιά του Γιοχάνα Πελτσλ (Johanna Pölzl), αλλά ταυτόχρονα παραδέχεται πως δεν διαθέτει κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Με τον ισχυρισμό αυτό του Γέτσινγκερ και μια διαθήκη της προγιαγιάς του Χίτλερ στην οποία η Γιοχάνα οριζόταν μοναδική κληρονόμος, ο ιστορικός Βέρνερ Μάζερ (Werner Maser) χωρίς να παρουσιάσει κάποιο τεκμήριο υποστήριξε πως ο Χίτλερ κληρονόμησε ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό και έτσι κατέστη ιδιαίτερα εύπορος.[25] Ο ιστορικός Ίαν Κέρσοου συμφωνεί επίσης ότι ο Χίτλερ, κατά τον πρώτο χρόνο του στη Βιέννη, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο εύπορος όσο λέει ο Μάζερ, ωστόσο το δάνειο των 924 κορονών που είχε πάρει για λογαριασμό του η θεία του ισοδυναμούσε με τον ετήσιο μισθό νεαρού δικηγόρου ή δασκάλου[26].
Παρόλες τις συμβουλές των συγγενών του να βρει κάποια δουλειά, ο Χίτλερ ήθελε να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης. Η Ακαδημία απέρριψε δύο φορές την αίτησή του (1907 και 1908), λόγω έλλειψης ταλέντου, συγκεκριμένα για την αδυναμία του στα πρόσωπα-πορτραίτα[εκκρεμεί παραπομπή]. Συνειδητοποιώντας ότι ακόμη και η πραγματική του κλίση, η αρχιτεκτονική, ήταν πέρα από τις δυνατότητές του, θρηνολογούσε συχνά ότι δεν ήταν δυνατό να φοιτήσει κανείς στην Αρχιτεκτονική Σχολή χωρίς πρωτίστως να έχει φοιτήσει στη Σχολή Μηχανικών Τεχνίκ και η δεύτερη απαιτούσε απολυτήριο Λυκείου ενώ εγώ δεν είχα τίποτα από αυτά[27]. Από τότε, ο Χίτλερ δεν ξαναπροσπάθησε να βρει δουλειά ή έστω να μάθει μια τέχνη. Έμενε αρχικά στη Βιέννη, αλλά ξαναγύρισε στο Λιντς, μετά τον θάνατο της μητέρας του από καρκίνο του μαστού, στις 21 Δεκεμβρίου 1907.
Τον Φεβρουάριο του 1908 εγκαταστάθηκε τελικά στη Βιέννη. Εκεί γνώρισε τις ψευδοεπιστημονικές και νεοθρησκευτικές θεωρίες του ρατσιστή και αντισημίτη ιδεολόγου Γιεργκ Λαντζ φον Λίμπενφελς (Jörg Lanz von Liebenfels). Επίσης αφομοίωσε τον αντισημιτισμό διάφορων πολιτικών, όπως του Γκέοργκ Ρίτερ φον Σένερερ (Georg Ritter von Schönerer) που ήταν «Führer» (ηγέτης) του Παγγερμανικού Κινήματος, καθώς και του δημάρχου της Βιέννης, δρα Καρλ Λύγκερ (Karl Lüger).[28] Ο ίδιος δεν αναφέρθηκε ποτέ στα πολιτικά του πρότυπα και είδωλα.
Τον πρώτο χρόνο της παραμονής του στη Βιέννη, ο Χίτλερ παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις του αυστριακού κοινοβουλίου. Στο Mein Kampf αναφέρει πως, αρχικά, όχι μόνο δεν είχε αντικοινοβουλευτικά αισθήματα, αλλά αντίθετα θαύμαζε το βρετανικό κοινοβούλιο και θεωρούσε αδιανόητο ένα άλλο σύστημα διακυβέρνησης. Λέει πως άλλαξε γνώμη από αυτό που είδε στη Βιέννη. Το 1907, η καθιέρωση καθολικού εκλογικού δικαιώματος για τους άνδρες 24 χρονών και άνω ανέτρεψε την κυριαρχία των πλούσιων και γερμανόφωνων. Κανένα κόμμα δεν διέθετε απόλυτη πλειοψηφία και η κυβέρνηση στηριζόταν στις ψήφους του Πολωνικού μπλοκ, των Ρουμάνων, των Ιταλών και διάφορων γερμανικών κομμάτων. Με εξαίρεση τους Πολωνούς, τα εθνικά μπλοκ δεν ήταν συμπαγή και οι εσωτερικές διενέξεις ήταν συνηθισμένες. Η απουσία διερμηνέων και χρονικού ορίου στις αγορεύσεις και η προτεραιότητα των επίκαιρων ερωτήσεων, έκαναν εύκολη την παρεμπόδιση του κοινοβουλευτικού έργου.[29]
Όπως αναφέρει, όμως, ο Άουγκουστ Κούμπιτσεκ (August Kubizek), φίλος και συγκάτοικος του Χίτλερ εκείνου του καιρού, σε αυτά τα χρόνια υπάρχει και κάτι άλλο που ενθουσίαζε τον Χίτλερ ακόμη περισσότερο απ' όσο η πολιτική: Η όπερα, ιδιαίτερα, οι όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Όταν η Επιτροπή της Ακαδημίας τον απέρριψε για δεύτερη φορά, τα οικονομικά περιθώρια του Χίτλερ άρχισαν να στενεύουν. Το 1909 κατέληξε σε ένα ίδρυμα αστέγων στην οδό Μέλντεμαν (Meldemannstraße) και κέρδιζε λίγα χρήματα πουλώντας τις ζωγραφιές του με τα αξιοθέατα της Βιέννης. Στο Mein Kampf γράφει ότι εκείνο τον καιρό εξελισσόταν ο αντισημιτισμός του, σήμερα όμως ο ισχυρισμός αυτός του Χίτλερ δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός με βεβαιότητα. Αξιοσημείωτο γεγονός πάντως ήταν ότι ένας από τους δύο στενότερους συνεργάτες του ήταν ένας Εβραίος, ο Γιόζεφ Νόιμαν (Josef Neumann), ο οποίος τον βοηθούσε στην πώληση των έργων του.[30]
Αφού τον Μάιο του 1913 εκταμίευσε την κληρονομιά του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στο Μόναχο.[31] Στο Μein Kampf γράφει ότι νοσταλγούσε μια «γερμανική πόλη». Εδώ, στο Μόναχο, μελέτησε τα έργα του ρατσιστή συγγραφέα Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν. Επίσης, πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι, με τη μετακόμισή του, ο Χίτλερ απέφυγε τη στρατιωτική θητεία στην Αυστρία.[32] Πρόκειται για την πρώτη του ξεκάθαρη πολιτική απόφαση: υπέρ του γερμανικού έθνους και κατά του αυστροουγγρικού πολυεθνικού κράτους. Δεν ήταν εναντίον της στρατιωτικής θητείας για λόγους αρχής και αυτό θα αποδειχθεί το 1914.
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χίτλερ κατατάχθηκε ως εθελοντής στον πρωσικό στρατό, στις 16 Αυγούστου 1914, και εστάλη στο δυτικό μέτωπο, με το 16ο Βαυαρικό Σύνταγμα Εφέδρων Πεζικού Λιστ. Πήρε το βάπτισμα του πυρός κοντά στο Υπρ, σε μια μάχη όπου το σύνταγμά του έχασε το 70% της δύναμής του.[33] Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Συντάγματος Λίστ, το σύνταγμα έχασε 1.600 οπλίτες και όλους τους αξιωματικούς πλην ενός.[34] Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους προήχθη σε δεκανέα και αυτή ήταν η τελευταία προαγωγή του κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στη συνέχεια ο λοχίας Άμαν, μετέπειτα βαρόνος του Τύπου στο Γ' Ράιχ, τον πρότεινε για υπαξιωματικό (unteroffizier) και η διοίκηση του συντάγματός του συνεδρίασε για να εξετάσει αυτή την πρόταση. Ο Φριτς Βίντεμαν, τότε υπασπιστής του συντάγματος και μετέπειτα υπασπιστής του ίδιου του Φύρερ, μετά το τέλος του πολέμου βεβαίωνε ότι οι επικεφαλής έκριναν πως ο Χίτλερ δεν διέθετε ηγετικά προσόντα. Ωστόσο συμφωνεί με τον Άμαν ότι ο Χίτλερ αρνήθηκε το ενδεχόμενο να κριθεί για προαγωγή, ίσως επειδή δεν επιθυμούσε να αποχωριστεί το σύνταγμά του.[35] Ως το φθινόπωρο του 1915, ο Χίτλερ ήταν ο μοναδικός επιζών από τα αρχικά μέλη της διμοιρίας του.[36] Στις 9 Νοεμβρίου έγινε αγγελιαφόρος του συντάγματος, ιδιότητα που στη συνέχεια αποσιώπησε όταν έγραψε το Mein Kampf, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πολέμησε στα χαρακώματα. Ωστόσο δεν θεωρούνται σωστές οι προσπάθειες των πολιτικών του αντιπάλων αργότερα να τον δυσφημίσουν ως λουφαδόρο και δειλό, επειδή ήταν αγγελιαφόρος. Οι αγγελιαφόροι περνούσαν μεν καλύτερα όταν υπήρχε ηρεμία στο μέτωπο αλλά οι απώλειές τους κατά τις μάχες ήταν σχετικά υψηλές.[35] Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου πήρε το παράσημο του Σιδηρού Σταυρού Δεύτερης Τάξης. Το 1916 ο Χίτλερ τραυματίστηκε στο πόδι, σε μια μάχη στη βόρεια Γαλλία ανάμεσα στις κωμοπόλεις Μπαπόμ και Λε Μπάρκ, όπου ολόκληρη η ομάδα των αγγελιοφόρων βγήκε κυριολεκτικά εκτός μάχης[37] ενώ στις αρχές Μαρτίου του 1917, έχοντας αναρρώσει, επέστρεψε στο μέτωπο. Το 1918 παρασημοφορείται με τον Σιδηρό Σταυρό Πρώτης Τάξης.
Λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, στις 15 Οκτωβρίου 1918, μετά από μια επίθεση με αέρια (συγκεκριμένα με αέριο μουστάρδας) νότια του Βέρβικ, στη Φλάνδρα, ο Χίτλερ εισήχθη στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης Πάζεβαλκ της Πομερανίας. Την παροδική τύφλωσή του την απέδιδε ο ίδιος σε βλάβη των ματιών του εξαιτίας της επίδρασης των αερίων. Κάτι τέτοιο είναι δυνατό, καθώς θύματα του αερίου της μουστάρδας συχνά έχαναν την όρασή τους.
Ο Σεμπάστιαν Χάφνερ χαρακτηρίζει την εμπειρία του Χίτλερ στο μέτωπο ως «μοναδικό εκπαιδευτικό βίωμα», επειδή στα επόμενα χρόνια της ζωής του θα φανεί ότι είχε αποκτήσει σημαντική αντίληψη σε στρατιωτικά ζητήματα.
Σχεδόν όλοι οι βιογράφοι του Χίτλερ σημειώνουν την τεράστια απόκλιση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μισού της ζωής του. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών ήταν, σύμφωνα με τα αστικά μέτρα της εποχής του, ένας άνθρωπος χωρίς επαγγελματική σταδιοδρομία, χωρίς αξιόλογες σχέσεις και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τον οποίο η Γερμανία είχε ηττηθεί, ήταν επίσης και ένας στρατιωτικός χωρίς προοπτικές και, κυρίως, χωρίς αναγνωρίσιμες ικανότητες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν εύλογα την άνοδο που επακολούθησε. Παρόλα αυτά, αυτός ο άνθρωπος αναρριχήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, στην Καγκελαρία του Γερμανικού Ράιχ και, τελικά, έγινε δικτάτορας - κυρίαρχος του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης, ασκώντας καταστροφική επίδραση που μόνο λίγοι, πριν ή μετά από αυτόν, άσκησαν.[38]
Ο Χίτλερ ισχυρίστηκε αργότερα ότι η αγανάκτησή του για τον χαμένο πόλεμο και η «προδοσία των εγκληματιών του Νοέμβρη» ωρίμασαν μέσα του την απόφαση να γίνει πολιτικός («εγκληματίες του Νοέμβρη» εννοεί τους πολιτικούς που υπέγραψαν την παράδοση της Γερμανίας, ενώ ακόμα ο γερμανικός στρατός κατείχε εχθρικό έδαφος). Οι Γερμανοί εθνικιστές δεν παραδέχθηκαν τη στρατιωτική ήττα τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και για αυτό τον λόγο διαμόρφωσαν την αναληθή συνωμοτική θεωρία της προδοσίας, βάσει της οποίας η γερμανική πατρίδα προδόθηκε από τους πολιτικούς και τους μαρξιστές με τη λεγόμενη «μαχαιριά στην πλάτη» (Dolchstoßlegende). Αυτή την προδοσία παρουσιάζει ο Χίτλερ εκ των υστέρων ως κίνητρο για την απόφασή του να γίνει πολιτικός, καθώς και τη θέληση του να κυνηγήσει τους μαρξιστές και λενινιστές που ο ίδιος θεωρούσε ανεπιθύμητους και βλαπτικούς για το κόμμα.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός του Χίτλερ δεν είναι αληθής. Πολιτικές φιλοδοξίες, αμέσως μετά τον πόλεμο, ο Χίτλερ δεν είχε. Γύρισε στο στρατώνα του συντάγματός του, στο Μόναχο, και η μόνη του προσπάθεια ήταν να μην απολυθεί από τον στρατό. Εξελέγη ως ένας από τους αντιπροσώπους του συντάγματος και, με βάση αυτή την εκλογή, έγινε ένα είδος συνδέσμου με την επαναστατική Σοβιετική Κυβέρνηση του Μονάχου, του σοσιαλιστή Βαυαρού Πρωθυπουργού, Κουρτ Άισνερ (Kurt Eisner).
Στις ταραχές που ξέσπασαν μετά τη δολοφονία του Άισνερ (1919), ο Χίτλερ δεν φαίνεται να ήταν ούτε με το μέρος του Κόμματος της Σοβιετικής Δημοκρατίας, αλλά ούτε και με το μέρος των αντιπάλων του, των ακραία εθνικιστικών και αντιδημοκρατικών Φράικορπς (όπως θα περίμενε κανείς, με βάση τη μετέπειτα εξέλιξή του). Φαίνεται να περιμένει επιφυλακτικά τις εξελίξεις. Ένα φιλμ της εποχής (1919), μάλιστα, δείχνει τον Χίτλερ στη νεκρική πομπή του δολοφονημένου Άισνερ, ο οποίος ήταν Εβραίος. Γι' αυτούς τους λόγους σύγχρονοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές απόψεις του Χίτλερ δεν είχαν φτάσει ακόμα, το 1918, στην εξέλιξη που κατέγραψε το 1924 στο πρώτο μέρος του Mein Kampf. (Ο Αγών Μου). Ένα ντοκιμαντέρ της Λένι Ρίφενσταλ, με τίτλο Ο Θρίαμβος της Θέλησης (Der Triumph Zur Wille), απεικονίζει τη Ναζιστική Γερμανία στο απόγειο της δύναμής της.
Μετά την αιματηρή συντριβή της Σοβιετικής Δημοκρατίας, ο Χίτλερ προσελήφθη από τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων (Ράιχσβερ, Reichswehr) του Μονάχου, που τότε ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας εξουσίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι εξαγόρασε την εύνοια των ισχυρών προδίδοντας παλιούς συντρόφους του, οι οποίοι ήταν με την πλευρά της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Σημαντικές προσωπικότητες της αποκαλούμενης μαύρης Ράιχσβερ, όπως ο λοχαγός Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), διέκριναν σύντομα στον υποδεκανέα Χίτλερ έναν ενδεχόμενο προπαγανδιστή ο οποίος θα προκαλούσε ζυμώσεις στην εργατική τάξη με σκοπό την εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Γι' αυτό τον λόγο τον έστειλαν να παρακολουθήσει μαθήματα προπαγανδιστικής ρητορικής. Παράλληλα κατασκόπευε τις δραστηριότητες πολιτικών κομμάτων και πολιτικών κύκλων, οι οποίες ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια στο μετεπαναστατικό Μόναχο.[39]
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1919 πήρε μέρος για πρώτη φορά σε συνέλευση του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (DAP). Το κόμμα αυτό το είχαν ιδρύσει ο κλειδαράς Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler) και ο δημοσιογράφος Καρλ Χάρερ (Karl Harrer) και προπαγάνδιζε ιδέες ξενοφοβικές, αντισημιτικές και ψευδοσοσιαλιστικές. Ο Χίτλερ πήρε μέρος στην πολιτική συζήτηση και διακρίθηκε για το ρητορικό του ταλέντο. Για πρώτη φορά ανακάλυψε ένα ταλέντο στον εαυτό του, το οποίο αναγνώριζαν και άλλοι: Το να συναρπάζει τους ακροατές του και να διεγείρει συναισθήματα. Ο Αδόλφος Χίτλερ υπήρξε επίσης και ερασιτέχνης ζωγράφος. Ο Ντρέξλερ του πρότεινε την ίδια μέρα να γίνει μέλος του κόμματος. Στις 19 Οκτωβρίου ο Χίτλερ έγινε, με εντολή των προϊσταμένων του, 55ο μέλος του DAP και όχι 7ο όπως ισχυριζόταν αργότερα. Εκείνο τον καιρό γνώρισε και τον αντισημίτη συγγραφέα Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckart), ο οποίος συνειδητοποίησε ότι ο Χίτλερ ήταν ικανός να κερδίσει τους εργάτες και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπέρ της ακροδεξιάς ιδεολογίας. Είναι ένας από τους πρώτους που το συνειδητοποίησε και γι' αυτό υποστήριξε τον Χίτλερ με λόγια και έργα. Το 1920 έγινε εκδότης της κομματικής εφημερίδας «Λαϊκός Παρατηρητής» (Völkischer Beobachter).
Επειδή ο Χίτλερ με τους φλογερούς του λόγους προσέλκυε όλο και περισσότερους ακροατές και μέλη του κόμματος, απέκτησε μεγάλη δύναμη μέσα στο κόμμα, το οποίο εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από αυτόν. Την άνοιξη του 1920 συνέβαλε και αυτός στο νέο πρόγραμμα του κόμματος. Επίσης, με πρωτοβουλία του άλλαξε η ονομασία του κόμματος: το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) λεγόταν πλέον Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών (NSDAP).
Τελικά, απολύθηκε από τον στρατό στις 31 Μαρτίου 1920. Ήδη εκείνο το διάστημα ζούσε άνετα με τα χρήματα που κέρδιζε ως πολιτικός ρήτορας. Γνώριζε πολύ καλά ότι το NSDAP εξαρτάται πλέον απόλυτα από αυτόν και το εκμεταλλεύτηκε: τον Ιούλιο του 1921 ανάγκασε, με ένα τελεσίγραφο, το παλιό προεδρείο να παραιτηθεί και ψηφίστηκε νέος πρόεδρος του κόμματος. Ο Χίτλερ ήταν πλέον τοπική πολιτική φυσιογνωμία. Εκτός της Βαυαρίας, όμως, προκαλούσε μάλλον θυμηδία παρά φόβο. Το ίδιο όμως δεν ίσχυσε στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπως θα έδειχνε αργότερα η Ιστορία.
Μετά τη συντριβή της «Σοβιετικής Δημοκρατίας» στη Βαυαρία[40] κυβερνά, ουσιαστικά, ο εθνικιστής και μοναρχικός Γκούσταβ Ρίτερ[41] φον Καρ (Gustav Ritter von Kahr), ο οποίος δεν έκρυβε καθόλου την αντιπάθειά του για τη δημοκρατία και τη λεγόμενη «Κόκκινη Κυβέρνηση» (δηλαδή τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, που, το 1918, μετά την πτώση της μοναρχίας, εγκαθίδρυσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης). Ο Χίτλερ και ο πρώην Επικεφαλής Επισταθμίας του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Έριχ Λούντεντορφ (Erich Ludendorf), που ανήκε στους συμπαθούντες του NSDAP, είδαν στον Καρ έναν σύμμαχο για το σχέδιό τους: Τη βίαιη ανατροπή της κυβέρνησης του Βερολίνου, κατά το πρότυπο της Πορείας προς τη Ρώμη του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1922. Λόγω της κατοχής του Ρουρ από τη Γαλλία, του τεράστιου πληθωρισμού και των σοβαρών ταραχών που είχαν ξεσπάσει στη Γερμανία, ο Χίτλερ πίστευε ότι θα έβρισκε μεγάλη λαϊκή υποστήριξη.
Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923 ο Χίτλερ με μερικούς ένοπλους έκανε έφοδο σε μια μπιραρία, έξω από το Μόναχο, όπου εκφωνούσε λόγο ο Καρ. Αλλά μόνο με την απειλή των όπλων δέχτηκε αυτός, για τα μάτια του κόσμου, την πρόταση του Χίτλερ να ανατρέψουν την κυβέρνηση του Βερολίνου. Το επόμενο πρωί, ο Χίτλερ με έναν αριθμό υποστηρικτών του επιτέθηκε στο Βαυαρικό Υπουργείο Στρατιωτικών, ως αρχή της ανατροπής της βαυαρικής κυβέρνησης. Η αστυνομία, όμως, έκανε χρήση όπλων και οι επιτιθέμενοι τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 16 νεκρούς, μέλη του NSDAP. Ο Λούντεντορφ συνελήφθη στις 9 Νοεμβρίου, ο Χίτλερ μερικές μέρες αργότερα. Η δίκη για αυτούς που συμμετείχαν στο Πραξικόπημα Λούντεντορφ-Χίτλερ άρχισε στις 26 Φεβρουαρίου 1924.
Με βάση τη νομοθεσία της εποχής, ο Χίτλερ θα έπρεπε να καταδικαστεί σε μακροχρόνια φυλάκιση για εσχάτη προδοσία ή, τουλάχιστον, να απελαθεί από τη Γερμανία, γιατί είχε ακόμα την αυστριακή υπηκοότητα. Αλλά, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης φερόταν με εξαιρετική επιείκεια στους ακροδεξιούς παραβάτες του νόμου.
Ενώ οι άλλοι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος αποστασιοποιήθηκαν και δεν ανέλαβαν την ευθύνη για το πραξικόπημα, με αποτέλεσμα πολλοί να αθωωθούν, (όπως π.χ. ο Λούντεντορφ), ο Χίτλερ, που ήξερε ότι δεν ριψοκινδυνεύει πολλά πράγματα, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να προβάλει τον εαυτό του ως μόνο εμπνευστή του πραξικοπήματος. Έτσι το πραξικόπημα περνά στην ιστορία με το όνομά του (Hitlerputsch ή, κατ' άλλους, «Πραξικόπημα της μπιραρίας», γερμανικά: Bierkeller-Putsch).
Τελικά ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, ποινή η οποία ήταν, στην προκειμένη περίπτωση, ιδιαίτερα επιεικής. Επίσης το NSDAP διαλύθηκε και κηρύχθηκε εκτός νόμου. Αργότερα, όμως, θα επανιδρυθεί με όλες τις νόμιμες διαδικασίες.
Από τα πέντε χρόνια της φυλάκισής του, ο Χίτλερ δεν εξέτισε ούτε το ένα πέμπτο. Απολύθηκε τον ίδιο χρόνο κιόλας, στις 20 Δεκεμβρίου 1924, λόγω της αμνηστίας που δόθηκε στους πολιτικούς κρατουμένους. Την παραμονή του στη φυλακή τη χρησιμοποίησε για να γράψει, μαζί με τον γραμματέα του, Ρούντολφ Ες (Rudolf Hess), το πρώτο, αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίου του Ο Αγών μου (Mein Kampf). Στο βιβλίο αυτό εξηγεί με σαφήνεια τους πολιτικούς του στόχους και την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού (Nationalsozialismus). (Αρχικά ο Χίτλερ προόριζε για τίτλο του βιβλίου: Τεσσεράμισι χρόνια αγώνα ενάντια στο ψέμα, τη βλακεία και τη δειλία.) Το βιβλίο θα πουλήσει, μεταξύ 1925 και 1934, 240.000 αντίτυπα. Μέχρι το τέλος του πολέμου θα πουληθούν ή θα διανεμηθούν δωρεάν (σε νεόνυμφους και στρατιώτες) 10 εκατομμύρια αντίτυπα. Ο Χίτλερ, λόγω συστηματικής φοροδιαφυγής για τα συγγραφικά του δικαιώματα, έφτασε να οφείλει 405.500 μάρκα (σημερινά 6 εκατομμύρια ευρώ), τα οποία και παραγράφηκαν όταν έγινε Καγκελάριος.
Χάρη στα ρεπορτάζ για τη δίκη, έγινε γνωστός και στη βόρειο Γερμανία ως ο πλέον ριζοσπάστης εθνικιστής πολιτικός της Γερμανίας. Έτσι, έγινε διάσημος και απέκτησε επιρροή και σε πολλά άλλα εθνικιστικά κινήματα εκτός του NSDAP. Ενώ μέχρι τότε έβλεπε τον εαυτό του ως βοηθό («τυμπανιστή») του κινήματος, του οποίου η δουλειά είναι να ανοίξει τον δρόμο για τον «Σωτήρα της Γερμανίας» (για τον ρόλο του οποίου προοριζόταν ο Λούντεντορφ), άρχισε από εδώ και πέρα να βλέπει οριστικά τον εαυτό του στον ρόλο του μεγάλου ηγέτη (Führer).
Όμως, η ώρα του δεν είχε έρθει ακόμα. Το NSDAP επανιδρύθηκε, αλλά η οικονομία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης σταθεροποιήθηκε σιγά σιγά (μέχρι το 1929). Γι αυτό τα ριζοσπαστικά κόμματα και κινήματα δεν είχαν και πολύ υλικό για να κάνουν ζύμωση. Αυτό καθυστέρησε –προσωρινά– την πορεία του Χίτλερ, ο οποίος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και τη φυλάκισή του αποφάσισε να εφαρμόσει τη «στρατηγική της νομιμότητας», δηλαδή να κερδίσει πρώτα την εξουσία με νόμιμα μέσα και ύστερα να εγκαθιδρύσει τη ναζιστική δικτατορία, την οποία οραματιζόταν.
Το 1925 έχασε την αυστριακή υπηκοότητα (ο ίδιος υπέβαλε την αίτηση, η οποία εγκρίθηκε). Στα επόμενα επτά χρόνια έζησε ως ανιθαγενής, χωρίς υπηκοότητα. Εκείνο τον καιρό αφοσιώθηκε απόλυτα στην επανίδρυση και αναδιοργάνωση του NSDAP. Το κόμμα αυτό αποτέλεσε τη βάση της νέας του στρατηγικής, να αποκτήσει την κυβερνητική εξουσία με νόμιμα μέσα. Το 1928, το NSDAP πήρε στις εθνικές εκλογές 2,6 %, ενώ το 1930 εκτοξεύτηκε στο ποσοστό του 18,3%.
Παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, στην αρχή το κόμμα στηριζόταν στις συνδρομές των μελών του και κάποιων λίγων πλούσιων υποστηρικτών. Η αριστοκρατία και η πλειοψηφία των μεγαλοαστών προτιμούσαν τα κόμματα της δεξιάς και του κέντρου. Με τον καιρό φυσικά η κατάσταση άλλαξε και το NSDAP αρχίζει να αποκτά όλο και πιο μεγάλα ερείσματα στο στρώμα των βιομηχάνων και τον στρατό.
Ο στρατός ήλπιζε ότι με τον Χίτλερ στην Καγκελαρία θα πετύχει την εθνική ανόρθωση της Γερμανίας, την ακύρωση της συνθήκης των Βερσαλλιών και τον επανεξοπλισμό της Ράιχσβερ. Εθνικιστικά και συντηρητικά στελέχη της οικονομίας και της πολιτικής άρχισαν να τον υποστηρίζουν, επειδή νόμισαν ότι με την άνοδό του στην εξουσία η Γερμανία θα αποκτήσει πολιτική σταθερότητα και θα αναπροσανατολίσει τον πολιτικό της πολιτισμό στην κατεύθυνση μιας αυταρχικής μοναρχίας. Εξάλλου, φοβούνταν την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Γερμανία και έτσι υποστήριξαν τον Χίτλερ, ο οποίος ήθελε να εξαφανίσει τον μπολσεβικισμό.
Ένας άλλος σημαντικός ευνοϊκός παράγοντας για τον Χίτλερ θα αποδειχτεί η νέα οικονομική κρίση. Αυτή τον βοηθά οριστικά στην αποσταθεροποίηση της ούτως η άλλως πολιτικά αδύναμης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Τέλη Φεβρουαρίου 1932 εγκρίθηκε επιτέλους η αίτησή του για απόκτηση της γερμανικής υπηκοότητας και απέκτησε έτσι το δικαίωμα να κατέβει υποψήφιος στις εθνικές εκλογές του 1932. Σε αυτές, το NSDAP αναδείχθηκε ως το ισχυρότερο κόμμα και κέρδισε τις περισσότερες έδρες στη νέα Βουλή με ποσοστό 37,2% και 230 έδρες, φέρνοντάς το στην πρώτη θέση στη Γερμανία.[42] Ο 85χρονος πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, επηρεασμένος από την εθνικιστική κλίκα που είχε συγκεντρωθεί γύρω του, πίστεψε ότι μπορούσε να ελέγξει τους εθνικοσοσιαλιστές και κάλεσε τον Χίτλερ να αναλάβει την καγκελαρία (πρωθυπουργία). Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος της Γερμανίας. Η διαδικασία αναρρίχησης των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία ονομάζεται και Machtergreifung («Κατάκτηση της εξουσίας»).
Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 πυρπολήθηκε το Ράιχσταγκ (Κοινοβούλιο). Ως δράστης συνελήφθη ο Ολλανδός Κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe), που κατηγορήθηκε από τους ναζιστές ότι ήθελε έτσι να διαμαρτυρηθεί για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Στον αντιφασιστικό, όμως, κόσμο υπήρχε η πεποίθηση ότι ο εμπρησμός ήταν προβοκάτσια της χιτλερικής κυβέρνησης. Χαρακτηριστικά η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα αναφέρει: «Πιστεύεται ευρύτατα ότι ο εμπρησμός στήθηκε από την ίδια τη νεοσχηματισμένη ναζιστική κυβέρνηση για να στρέψει την κοινή γνώμη ενάντια στους αντιπάλους της και να περιβληθεί με έκτακτες εξουσίες (...) Ο Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ, φέρεται να είχε καταστρώσει το σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο δέκα πράκτορες του NSDAP με επικεφαλής τον Καρλ Ερνστ μπήκαν στο Ράιχσταγκ από μια υπόγεια σήραγγα, η οποία συνέδεε το Ράιχσταγκ με την επίσημη κατοικία του Γκέρινγκ». Ο Ερνστ δολοφονήθηκε το 1934, κατά την εκκαθάριση των SA. Στη διαθήκη του ομολόγησε την ενοχή του για τον εμπρησμό, που είχε γίνει με διαταγή του Χίτλερ. Με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ δόθηκε η ευκαιρία στον Χίτλερ να πείσει τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ να εκδώσει αναγκαστικό διάταγμα βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Με αυτό ο Χίντενμπουργκ εξουσιοδότησε στην ουσία τον Χίτλερ να καταργήσει τα κυριότερα πολιτικά δικαιώματα των Γερμανών για ένα διάστημα και να αρχίσει διωγμούς και συλλήψεις κομμουνιστών και αριστερών.
Καθώς η εξουσιοδότηση που είχε πάρει από τον Χίντεμπουργκ είχε περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, ο Χίτλερ συγκάλεσε τη Βουλή και ζητεί να του δοθούν έκτακτες εξουσίες βάσει του «Εξουσιοδοτικού νόμου» (Ermächtigungsgesetz, ο οποίος λεγόταν επίσημα και «Νόμος αποτροπής κινδύνου για τον λαό και το Ράιχ») και να παραχωρηθεί όλη η νομοθετική εξουσία στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το Ράιχσταγκ. Για ενεργοποίηση του νόμου αυτού ο Χίτλερ χρειαζόταν όμως την υποστήριξη τουλάχιστον των δύο τρίτων της Βουλής. Για να το επιτύχει εκμεταλλεύτηκε την εξουσία του και τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ: οι βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD, 81 άτομα) καταζητούνταν ή συνελήφθησαν (και φυσικά δεν εμφανίστηκαν στη Βουλή) και οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD, σημερινό κυβερνητικό κόμμα, που τότε όμως επικαλούνταν τον μαρξισμό) τρομοκρατήθηκαν από ομάδες των SA (Sturmabteilung, Τάγματα Εφόδου). Οι βουλευτές του SPD ψήφισαν παρ' όλα αυτά κατά του Χίτλερ. Όλοι οι άλλοι βουλευτές όμως (όπως κεντρώοι και φιλελεύθεροι) τον υποστήριξαν. Έτσι, στις 24 Μαρτίου 1933 το Ράιχσταγκ αποφασίζει, με βάση τον Εξουσιοδοτικό νόμο, την παραχώρηση όλης της νομοθετικής εξουσίας στη χιτλερική κυβέρνηση.
Με την απόφαση αυτή αρχίζει στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, που προπαγανδιστικά ονομάστηκε από τους εθνικοσοσιαλιστές «Τρίτο Ράιχ».
Την 1 Ιουλίου 1933 καθιερώθηκε η «Δωρεά της γερμανικής οικονομίας για τον Αδόλφο Χίτλερ » (Adolf-Hitler-Spende der deutschen Wirtschaft), με την οποία υποχρεώνονται οι επιχειρήσεις να καταβάλλουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό των κερδών τους στο NSDAP. Μέχρι το 1945 συγκεντρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο περίπου 700 εκατομμύρια μάρκα (Reichsmark) (1 δισ. ευρώ, σημερινά χρήματα) στους λογαριασμούς του κόμματος. Το NSDAP και ο Χίτλερ δεν αντιμετώπισαν ξανά οικονομικά προβλήματα.
Στις 14 Οκτωβρίου 1933, ενώ έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα πολεμικού επανεξοπλισμού, ο Χίτλερ ανακοινώνει την αποχώρησή του από την Κοινωνία των Εθνών και προσφεύγει σε δημοψήφισμα. Στις 12 Νοεμβρίου 1933, η Γερμανία ψηφίζει υπέρ του Χίτλερ με ποσοστό άνω του 95%.
Με διαταγή του Χίτλερ δολοφονήθηκε στις 30 Ιουνίου με 1 Ιουλίου 1934 (Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, στη γλώσσα των εθνικοσοσιαλιστών προπαγανδιστών και Πραξικόπημα του Ρεμ, Röhmputsch) η ηγεσία των SA, αλλά και στρατιωτικοί και πολιτικοί αντίπαλοι του Χίτλερ γενικώς, όπως ο πρώην στρατηγός και Καγκελάριος φον Σλάιχερ και η σύζυγός του. Συνολικά, περίπου 200 άτομα εκτελέστηκαν εκείνες τις ημέρες. Η ενέργεια αυτή αμνηστεύτηκε με νόμο του Χίτλερ, λίγες μέρες αργότερα, γιατί θεωρήθηκε ως προληπτικό μέτρο κατά του δήθεν αναμενόμενου πραξικοπήματος του αρχηγού των SA και παλιού φίλου του Χίτλερ (μιλούσαν μεταξύ τους στον ενικό) Ερνστ Ρεμ. Στην πρώτη αυτή μαζική δολοφονία ο Χίτλερ επηρεάστηκε κυρίως από τον αρχηγό των SS Χάινριχ Χίμλερ και τον Χέρμαν Γκαίριγκ, οι οποίοι ήθελαν να εξουδετερώσουν έτσι τον αντίζηλό τους Ρεμ.
Η Γερμανοαμερικανίδα καθηγήτρια πανεπιστημίου Χάνα Άρεντ θα πει, το 1964, ότι η Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών και τα άλλα φοβερά συμβάντα που έχουν αρχίσει ήδη από το 1933 ωχριούν μπροστά στα φρικαλέα γεγονότα που θα ακολουθήσουν.
Μετά τον θάνατο του Προέδρου Χίντενμπουργκ στις 2 Αυγούστου 1934 ο γερμανικός στρατός (Ράιχσβερ, Reichswehr, που με την καθιέρωση της υποχρεωτικής θητείας το 1935 μετονομάζεται σε Βέρμαχτ, Wehrmacht) ορκιζόταν στο πρόσωπο του Χίτλερ, ο οποίος από εδώ και εμπρός ήταν και Αρχηγός του Κράτους, φέροντας τον τίτλο «Ηγέτης και Καγκελάριος» (Führer und Reichskanzler).
Τέλος, τον Ιανουάριο του 1938, ο Χίτλερ ανέλαβε την αρχηγία της Βέρμαχτ. Ο μέχρι τότε αρχηγός της Βέρνερ φον Φριτς (Werner von Fritsch), όπως και ο υπουργός Άμυνας Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ (Werner von Blomberg), αναγκάστηκαν να παραιτηθούν, ο πρώτος επειδή, σύμφωνα με σκευωρία των SS του Χίμλερ, ήταν ομοφυλόφιλος και ο άλλος γιατί, σε δεύτερο γάμο παντρεύτηκε κάποιαν αμφιβόλου ηθικής.
Ένα από τα βασικά κίνητρα της πολιτικής του Χίτλερ ήταν η εξόντωση των αλλοεθνών και κυρίως των Εβραίων, καθώς στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία αλλά και στον χώρο που θα κατακτούσε, μόνον η γερμανική φυλή ήταν επιτρεπτό να ζει. Από την αρχή των δημόσιων εμφανίσεών του μέχρι τον θάνατό του, επιτίθεται συνεχώς στους Εβραίους αλλά και σε άλλες αποκαλούμενες «κατώτερες φυλές», στις οποίες συγκαταλέγει και τους Τσιγγάνους (Ρομά), τους Πολωνούς και τους Ρώσους.
Όσον αφορά τον κοινωνικό δαρβινισμό, είναι ολοφάνερος, αν εξετάσει κανείς τις αντιλήψεις του σχετικά με τους ασθενείς και τους σωματικά ή πνευματικά ανάπηρους. Κατά τη γνώμη του, οι άνθρωποι αυτοί δεν αξίζει καν να ζουν (lebensunwert). Η παγκόσμια ιστορία, κατά την άποψή του, είναι μια συνεχής μάχη στην οποία οι «δυνατές» φυλές θα εξαλείψουν τις «αδύναμες», οι «ισχυρότερες» φυλές τις «ασθενέστερες». Έτσι, έλεγε π.χ. το 1929, στο συνέδριο του NSDAP στη Νυρεμβέργη: «Εάν στη Γερμανία γεννιούνταν κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο παιδιά και εξολοθρεύαμε από αυτά 700.000-800.000, τα πιο αδύναμα, το αποτέλεσμα θα ήταν ίσως η αναβάθμιση της δύναμης.». Η ρήση αυτή περιέχει, εν σπέρματι, το πρόγραμμα ρατσιστικής γενετικής μηχανικής μέσω μαζικών δολοφονιών («Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4», όπως κατ' ευφημισμόν ονομάστηκε), που θα υιοθετηθεί ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα, όταν θα έχει πλέον αναλάβει την εξουσία.[43]
Αυτό και άλλα πολλά από αυτά που έλεγε αποδεικνύουν ότι η πραγματοποίηση των ρατσιστικών του αντιλήψεων και του κοινωνικού δαρβινισμού ήταν βασικός του στόχος και όχι απλά ένα «δευτερεύον στοιχείο» του προγράμματος των εθνικοσοσιαλιστών, όπως πίστευαν πολλοί ψηφοφόροι του μέχρι το 1933.
Παρόλο που στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο σκοτώθηκαν 12.000[44] Γερμανοεβραίοι στρατιώτες για την πατρίδα τους, ο Χίτλερ, στο Mein Kampf (1924/25), επιτίθεται εναντίον των Εβραίων ως εξής: «Εάν πριν από τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του είχαμε βάλει δώδεκα με δεκαπέντε χιλιάδες κεφάλια αυτών των Εβραίων διαφθορέων του λαού μέσα σε δηλητηριώδες αέριο, όπως συνέβη στο πεδίο της μάχης σε εκατοντάδες χιλιάδες των καλύτερών μας Γερμανών εργατών, η θυσία εκατομμυρίων στρατιωτών ίσως να μην είχε πάει χαμένη.»[45]
Ακόμη και στη διαθήκη του, την οποία έγραψε λίγο πριν αυτοκτονήσει, απαιτεί την «απόλυτη τήρηση των νόμων της φυλετικής καθαρότητας και άκαμπτη αντίσταση στον παγκόσμιο δηλητηριαστή όλων των λαών, τον διεθνή εβραϊσμό»[46].
Ο αντισημιτισμός του Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών έγινε για πρώτη φορά εμφανής στις διακρίσεις και στη στέρηση των δικαιωμάτων των Εβραίων και οδήγησε, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στο Ολοκαύτωμα. Η αποκαλούμενη «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος» (Endlösung), την οποία είχε υποδείξει ο Χίτλερ ήδη στο Mein Kampf, δηλαδή η εξόντωση όλων των Εβραίων, είχε ως θύματα περίπου έξι εκατομμύρια Εβραίους σε όλη την Ευρώπη. Τα πραγματικά αίτια του αντισημιτισμού του δεν προέκυψαν όμως μόνο και μόνο από τα προσωπικά του πάθη. Ο Χίτλερ είχε πρόβλημα να ενώσει πολλές αντικρουόμενες μερίδες του γερμανικού λαού κάτω από την επιρροή του και οι Εβραίοι έπαιξαν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, ο οποίος ευθυνόταν για όλα ανεξαιρέτως τα δεινά της Γερμανίας, αν και οι Εβραίοι αποτελούσαν μόνο το 2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Έτσι, ο Χίτλερ απέδωσε στους Εβραίους τόσο την κακή στάση των πολιτικών ηγετών της μεσοπολεμικής Γερμανίας και κατά συνέπεια την ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και την οικονομική κρίση της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Την όλη υπόθεση χειρίστηκε με μεγάλη επιμέλεια ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς καταφέρνοντας έτσι να ξεπεραστούν τα εμπόδια συνένωσης ασυμβίβαστων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν η πρωσική αριστοκρατία και οι εύποροι βιομήχανοι από τη μια, και η φτωχή εργατική τάξη και οι κομμουνιστές από την άλλη, τάξεις οι οποίες μισούνταν θανάσιμα. Ο Γκέμπελς κατηγορούσε τους Εβραίους ότι βρίσκονταν πίσω από την καθεμιά από αυτές τις κοινωνικές ομάδες, αποφεύγοντας έτσι να πάρει το μέρος της μιας ή της άλλης. Ο αντισημιτισμός εκείνος υπήρξε για τους Ναζί ο μοχλός της πολιτικής χειραγώγησης μιας χώρας η οποία επρόκειτο να υποταχθεί στο δόγμα «ένα Έθνος, ένας Λαός, ένας Ηγέτης» (Ein Nation, ein Volk, ein Führer). Η τακτική αυτή του «εσωτερικού εχθρού» ευδοκιμεί πάντοτε στις χώρες, στις οποίες οι αρχές σκοπεύουν να στρέψουν την προσοχή του λαού από τα πραγματικά προβλήματα εν όψει ενός προσχεδιασμένου πολέμου, στον οποίον απαιτούν την απόλυτη σύμπνοια όλων των κοινωνικών στρωμάτων τους. Ιστορικά δεν είναι η πρώτη φορά που ο αντισημιτισμός θα παίξει αυτόν τον ρόλο σε χώρες της Ευρώπης, όπως στα τελευταία χρόνια της τσαρικής Ρωσίας και στη Γαλλία μετά την ταπεινωτική ήττα στον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο (Υπόθεση Ντρέιφους).
Οι διακρίσεις στη Γερμανία αρχίζουν να υλοποιούνται λίγες μέρες μετά την έκδοση του Εξουσιοδοτικού νόμου (Ermächtigungsgesetz) από το γερμανικό Κοινοβούλιο, στις 24 Μαρτίου 1933. Τον Απρίλιο του 1933 η νέα κυβέρνηση συνέστησε το μποϊκοτάρισμα των εβραϊκών καταστημάτων για μια μέρα ως απάντηση στην «απαίσια εβραϊκή προπαγάνδα» του εξωτερικού. Ακολούθησαν διατάξεις και νόμοι που περιόρισαν όλο και περισσότερο τα δικαιώματα των Εβραίων και τους υποβίβασαν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Βάσει, π.χ., του «Νόμου για την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών», από τις 7 Απριλίου δεν είχαν πλέον το δικαίωμα να προσλαμβάνονται στο Δημόσιο. Όσοι Εβραίοι εργάζονταν μέχρι τότε στο Δημόσιο απολύθηκαν. Με την πάροδο του χρόνου αποκλείστηκαν και από άλλους τομείς: Απαγορεύτηκε σε Εβραίους γιατρούς και δικηγόρους να έχουν πελάτες μη Εβραίους. Άλλα επαγγέλματα έγιναν εντελώς κλειστά για τους Εβραίους.
Με τους φανερά ρατσιστικούς «νόμους της Νυρεμβέργης» του 1935, οι Εβραίοι έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Μεταξύ άλλων, αυτοί οι νόμοι απαγόρευαν τον γάμο μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων και οι σεξουαλικές σχέσεις με Εβραίους, που ονομάζονται «φυλετική ντροπή» (Rassenschande), τιμωρούνται. Το κράτος και το Κόμμα υποστήριξαν τη λεγόμενη αριοποίηση, δηλαδή την ανάληψη εβραϊκών επιχειρήσεων από μη Εβραίους. Εννοείται ότι οι νέοι ιδιοκτήτες πλήρωναν μηδαμινές αποζημιώσεις στους παλαιούς. Στους Εβραίους που ήθελαν να μεταναστεύσουν επιβλήθηκε ο «φόρος φυγής από το Ράιχ». Με τον φόρο αυτό εξασφαλιζόταν να μην τους απομείνει αξιόλογη περιουσία, όταν εγκατέλειπαν τη Γερμανία. Η προπολεμική καταδίωξη των Εβραίων κορυφώθηκε με το νυχτερινό πογκρόμ της 9 Νοεμβρίου 1938, που αποκαλείται Νύχτα των Κρυστάλλων (Kristallnacht) και διήρκεσε μέχρι τα ξημερώματα της 10ης Νοεμβρίου. Τότε ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς οργάνωσε, με διαταγή του Χίτλερ, βίαια επεισόδια, με στόχο τις εβραϊκές κοινότητες και συναγωγές, οι οποίες και πυρπολήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα. Επίσημα, τα επεισόδια αυτά θα παρουσιαστούν ως «αυθόρμητο ξέσπασμα της λαϊκής οργής» κατά των Εβραίων.
Μετά την έναρξη του πολέμου, το καθεστώς του Χίτλερ πέρασε από την εκτόπιση και την απέλαση των Εβραίων στην εξόντωσή τους. Η μετανάστευση των Εβραίων, που ως τότε ευνοούνταν, απαγορεύτηκε. Στόχος των αντισημιτικών μέτρων δεν ήταν πλέον μόνον οι Εβραίοι της Γερμανίας, αλλά όλοι οι Εβραίοι των περιοχών που ελέγχονταν από τη Γερμανία. Από την 1η Σεπτεμβρίου 1941 ο Χίτλερ υποχρέωσε όλους τους Εβραίους άνω των έξι ετών να φέρουν στα ρούχα ένα κίτρινο αστέρι, το οποίο έπρεπε να είναι αρκετά ευδιάκριτο. Τους επιβλήθηκαν, επίσης, αναρίθμητες διακρίσεις και περιορισμοί. Τους απαγορεύθηκε, μεταξύ άλλων, η χρήση δημόσιων μέσων μεταφοράς καθώς και αυτοκινήτων, ραδιοφώνων ή ακόμη και η κατοχή κατοικιδίων ζώων. Βαθμιαία οι Εβραίοι μεταφέρθηκαν στα γκέτο των γερμανικών «περιοχών ελέγχου» ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τέλος, το 1942 κατασκευάστηκαν στην κατεχόμενη Πολωνία στρατόπεδα εξόντωσης, όπως το Άουσβιτς και το Μαϊντάνεκ. Αυτά θα εξυπηρετήσουν αποκλειστικά την επιστημονικά οργανωμένη μαζική δολοφονία Ρώσων, Πολωνών, Ρομά, αντιστασιακών κάθε εθνικότητας, Εβραίων, Γερμανών της αντιπολίτευσης και άλλων.
Μετά τον πόλεμο, οι αρνητές του Ολοκαυτώματος αμφισβήτησαν την προσωπική ευθύνη του Χίτλερ για τις πράξεις αυτές. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιούν την έλλειψη εγγράφου υπογεγραμμένου από τον ίδιο τον Χίτλερ με τη διαταγή της εξόντωσης των Εβραίων, όπως έγινε με το πρόγραμμα ευθανασίας Τ-4. Το ότι η φυλετική πολιτική της κυβέρνησής του, όμως, αντιστοιχεί τόσο στους προσωπικούς του στόχους όσο και στις αντιλήψεις του, το αποδεικνύει ο ίδιος με πολλά από αυτά που συνεχώς δήλωνε δημοσίως και τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Οι εκφράσεις του στο Mein Kampf δεν είναι η αρχή, ούτε ο λόγος του στο Ράιχσταγκ στις 30 Ιανουαρίου 1939 το τέλος, όταν απείλησε, σε περίπτωση πολέμου, με την «εξολόθρευση της εβραϊκής φυλής στην Ευρώπη». Το γεγονός εξάλλου ότι δεν υπέγραφε ο ίδιος τις σχετικές διαταγές δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη, εφόσον αυτός καθόριζε την πολιτική της κυβέρνησής του, όντας επικεφαλής της, και ανέθετε την εκτέλεση των εντολών του στους καθ' ύλην αρμόδιους υφισταμένους του.
Διαφορετικά από ό,τι στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος, η προσωπική ευθύνη του Χίτλερ για τα εγκλήματα των εθνικοσοσιαλιστών, σε μια άλλη περίπτωση, αποδεικνύεται με έγγραφα: Τον Οκτώβριο του 1939 υπέγραψε ιδιόχειρα τη διαταγή για την πραγματοποίηση του «Προγράμματος Τ-4»[47]. Έτσι, έγινε δυνατή η δολοφονία, αποκαλούμενη κατ' ευφημισμόν ευθανασία, σωματικά ή πνευματικά αναπήρων, των οποίων η ύπαρξη ήταν, κατά την ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ, «ζωές ανάξιες να ζουν».
Νευρολογικές κλινικές, νοσοκομεία και θεραπευτήρια μετατράπηκαν σε ιδρύματα εξόντωσης, τα αποκαλούμενα «Κέντρα Ευθανασίας», όπως το Κάστρο Χάρτχαϊμ και το Χάνταμαρ. Μόνο στη Γερμανία, μέσα στα σύνορά της του 1939, δολοφονήθηκαν 190.000 άνθρωποι σε παρόμοια κέντρα και με διάφορους τρόπους: με δηλητηριώδη αέρια, με δηλητηρίαση, με φαρμακευτική αγωγή, με πυροβόλο όπλο ή αφέθηκαν να πεθάνουν από την πείνα. Μεταξύ άλλων, οι δολοφόνοι τους χρησιμοποίησαν μικρά κλειστά φορτηγά, των οποίων τα καυσαέρια (μονοξείδιο του άνθρακα) διοχετεύθηκαν στο ερμητικά κλειστό εσωτερικό τους.
Αντιπρόσωποι των δύο μεγάλων εκκλησιών της Γερμανίας, όπως ο Επίσκοπος του Μίνστερ Κλέμενς Άουγκουστ Γκραφ φον Γκάλεν[48] (Clemens August Graf von Galen), εναντιώθηκαν στις δολοφονίες αυτές, με αποτέλεσμα το «Πρόγραμμα Τ-4» να ανασταλεί επίσημα. Ωστόσο, εξακολούθησε να εκτελείται στα κρυφά. Μέχρι το τέλος του πολέμου, οι μισοί περίπου από τους τροφίμους των ιδρυμάτων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα είχαν θανατωθεί. Η δολοφονία των αναπήρων χρησίμευσε στα «Αποσπάσματα Δράσης» των SS, ως πεδίο πειραματισμού για τη μαζική θανάτωση των Εβραίων που θα επακολουθούσε.
Εκτός από την εξόντωση των Εβραίων και τη διατήρηση της κυριαρχίας των εθνικοσοσιαλιστών με τη μορφή μιας μόνιμης δικτατορίας, ο Χίτλερ είχε μόνο έναν ακόμα πολιτικό στόχο, που τον είχε ήδη καθορίσει στο Mein Kampf: Να κάνει τη Γερμανία παγκόσμια δύναμη, ακυρώνοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1918, αλλά και κατακτώντας μια απέραντη αποικιακή αυτοκρατορία, που την ονόμαζε «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) στην Ανατολή. Επειδή όμως όλα αυτά δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν δίχως βία, ο Χίτλερ προετοίμασε από την αρχή της πολιτικής του καριέρας τον επόμενο πόλεμο.
Οι σχεδιαζόμενες κατακτήσεις στόχευαν στην ουσία τη Σοβιετική Ένωση. Επειδή την πολιτική αυτή την παρουσίαζε ως αγώνα εναντίον του μπολσεβικισμού, πολλοί δυτικοί πολιτικοί έβλεπαν τη ναζιστική Γερμανία ως «φρούριο» ενάντια στη Σοβιετική Ένωση και άφησαν επι μεγάλο χρονικό διάστημα τον Χίτλερ ανενόχλητο. Αντίκτυπο των απόψεων αυτών ήταν η «Πολιτική Κατευνασμού» που ακολούθησαν οι Πρωθυπουργοί της Αγγλίας Νέβιλ Τσάμπερλεν και της Γαλλίας Εντουάρ Νταλαντιέ. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε και η πίεση που εξασκούσε ο πληθυσμός των δύο χωρών –ιδιαίτερα της Γαλλίας–, που ήθελε να αποφύγει σε κάθε περίπτωση έναν νέο πόλεμο. Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα «Daily Mail» είχε γράψει πριν από την έναρξη του πολέμου: «Οι λεβέντες νεαροί ναζήδες αποτελούν το προπύργιό μας κατά του κομμουνισμού».[49]
Μετά την εισβολή του γερμανικού στρατού στην Πράγα, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο είδαν ότι ο πόλεμος κατά της Γερμανίας ήταν πλέον αναπόφευκτος. Έτσι, αύξησαν τις δαπάνες για εξοπλισμούς και στράφηκαν προς τη Σοβιετική Ένωση ως φυσικό τους σύμμαχο. Από εδώ και εμπρός επιδίωξαν τη συμμαχία με τον Ιωσήφ Στάλιν.
Ο Στάλιν, θεωρώντας ότι ματαιοπονεί επιδιώκοντας συνεννόηση κατά του Χίτλερ με τους Άγγλους και τους Γάλλους, που επί δύο χρόνια κωλυσιεργούν στις διαπραγματεύσεις, και πιστεύοντας ακράδαντα ότι τελικά η ναζιστική Γερμανία θα επιτεθεί στην ΕΣΣΔ, θέλησε να κερδίσει χρόνο για να αναδιοργανώσει τον Κόκκινο Στρατό, που πρόσφατα (1934) είχε εκκαθαριστεί από τους πλέον ικανούς και έμπειρους αξιωματικούς του.
Από την άλλη πλευρά ο Χίτλερ ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο σε δυο μέτωπα, όπως συνέβη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με ολέθριες για τη Γερμανία συνέπειες. Επομένως, τα συμφέροντα Γερμανίας - ΕΣΣΔ στην πράξη είχαν ένα κοινό σημείο. Έτσι, υπογράφηκε στις 23 Αυγούστου 1939, Σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας, το αποκαλούμενο και σύμφωνο «Μολότωφ - Ρίμπεντροπ». Το σύμφωνο αυτό, σε μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο, προέβλεπε τη διαίρεση της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνίας, Ρουμανίας) σε μια γερμανική και μια σοβιετική «σφαίρα συμφερόντων». Τώρα ο Χίτλερ μπορούσε να ασχοληθεί με την Πολωνία, δίχως τον κίνδυνο να τον εμποδίσει η Σοβιετική Ένωση, ενώ ο Στάλιν, ο οποίος γνώριζε καλά την επιθυμία του Χίτλερ να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» στην ανατολική Ευρώπη και στη Ρωσία, κέρδισε χρόνο για να προετοιμάσει τον Κόκκινο Στρατό, όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε στη ραδιοφωνική του ομιλία δέκα ημέρες μετά την έναρξη της επίθεσης του Χίτλερ στην ΕΣΣΔ.
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θεώρησαν τη συνομολόγηση του Συμφώνου μη Επίθεσης μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν ως ασφαλή ένδειξη ενός άμεσα επικείμενου πολέμου. Ο Χίτλερ ζήτησε την παραχώρηση του Πολωνικού Διαδρόμου μεταξύ της Πομερανίας και της Ανατολικής Πρωσίας και την προσάρτηση της ελεύθερης πόλης του Ντάντσιχ (Danzig, το σημερινό Γκντανσκ ή Gdansk) στο Ράιχ. Το Ντάντσιχ είχε παραχωρηθεί στην Πολωνία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν και οι ανταποκρίσεις του ελεγχόμενου από την κυβέρνηση γερμανικού Τύπου για δήθεν θηριωδίες και σφαγές στην Πολωνία εναντίον της γερμανικής μειονότητας της χώρας. Ο Τύπος απαίτησε να δοθεί απάντηση σε αυτές τις υποτιθέμενες προκλήσεις.
Τη νύχτα μεταξύ 31 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου, μία ομάδα SS, φορώντας στολές του πολωνικού στρατού, σκηνοθέτησε επίθεση κατά του γερμανικού ραδιοφωνικού σταθμού Γκλάιβιτς της ομώνυμης πόλης στη Σιλεσία (σημερινό Γκλίβιτσε της Πολωνίας). Αργότερα παρουσιάστηκαν στον Τύπο πτώματα αιχμάλωτων από στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ντυμένα και αυτά με πολωνικές στολές, ως πτώματα Πολωνών επιτιθέμενων.
Την 1 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ ανακοίνωσε στο Ράιχσταγκ ότι η Πολωνία επιτέθηκε στη Γερμανία και ότι από τις 5.45΄ το πρωί οι γερμανικές δυνάμεις πέρασαν στην αντεπίθεση. Στο ψεύδος αυτό ακόμη και η ώρα που αναφέρεται δεν ήταν σωστή: Στην πραγματικότητα η Βέρμαχτ εισέβαλε με πλατύ μέτωπο στις 04.45΄ στην Πολωνία, δίχως να της έχει κηρύξει πόλεμο. Ο Χίτλερ έσφαλλε όμως στην εκτίμησή του όσον αφορά στη στάση των Γάλλων και των Βρετανών απέναντι στην εισβολή. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με ότι συνέβη στην περίπτωση της εισβολής στην Τσεχοσλοβακία ένα χρόνο πριν, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία τήρησαν τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις και κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, δύο ημέρες μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία. Έτσι άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Παρά την κήρυξη πολέμου ωστόσο, ούτε η Γαλλία ούτε η Βρετανία κινήθηκαν για την υπεράσπιση της Πολωνίας ή, έστω, τη δημιουργία δεύτερου μετώπου στα δυτικά της Γερμανίας. Ο Χίτλερ δεν είχε σφάλει σε αυτό το σημείο. Η μόνη πολεμική συμπλοκή μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας την περίοδο της εισβολής της δεύτερης στην Πολωνία ήταν μερικές αψιμαχίες στην περιοχή του Σαάρλαντ στα γαλλογερμανικά σύνορα.
Η Πολωνία κατέρρευσε στρατιωτικά και κατακτήθηκε μέσα σε 18 μέρες. Βάσει του μυστικού συμπληρωματικού πρωτοκόλλου του Σύμφωνου Μολότωφ – Ρίμπεντροπ, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την ανατολική Πολωνία στις 17 Σεπτεμβρίου 1939. Λίγο αργότερα ο Στάλιν διέταξε επίθεση κατά της Φινλανδίας, όπου το χειμώνα του 1939-1940 υπέστη αρχικά βαριές ήττες. Οι ήττες αυτές ενίσχυσαν περαιτέρω την εκτίμηση του Χίτλερ ότι ο Κόκκινος Στρατός θα είναι εύκολος αντίπαλος. Τελικά, ο Στάλιν ήλθε σε συμφωνία ανακωχής με τη Φινλανδία.
Ο Χίτλερ είχε τις μεγαλύτερες στρατιωτικές του επιτυχίες την άνοιξη του 1940. Τότε οι γερμανικές δυνάμεις υπέταξαν, με μια σειρά «αστραπιαίων πολέμων» (Blitzkrieg), οι οποίοι δεν διήρκεσαν ούτε δυο μήνες, τη Δανία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία.
Το φθινόπωρο του ίδιου έτους η Βασιλική Αεροπορία της Αγγλίας (RAF) προξένησε στη γερμανική Luftwaffe την πρώτη της σημαντική ήττα στη Μάχη της Αγγλίας. Στο μεταξύ ο Νέβιλ Τσάμπερλεν είχε αντικατασταθεί από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος ήδη από το 1933 ήταν αντίθετος σε κάθε είδους συμβιβασμό με τον Χίτλερ, ενώ ο Χίτλερ θεωρούσε τη Μεγάλη Βρετανία ως πιθανό σύμμαχο. Έτσι έκανε την πρόταση να μην ενοχλήσει τη Βρετανία στην αποικιακή της πολιτική, εφόσον αυτή αναγνωρίσει τη γερμανική κυριαρχία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Τσώρτσιλ όμως, παρά τη δυσμενή θέση της Αγγλίας, αρνήθηκε κάθε συνεννόηση με τον Χίτλερ.[49]
Αφού οι γερμανικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να αποκτήσουν την κυριαρχία στον εναέριο χώρο της Βρετανίας, ο Χίτλερ σχεδίασε την απόβαση στη Νότια Αγγλία από τη θάλασσα, με βάση τη λεγόμενη Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων (Seelöwe). Την άνοιξη του 1941 όμως, εγκατέλειψε οριστικά αυτό το σχέδιο, επειδή, κατά τη γνώμη του, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αποτελούσε πλέον σοβαρή στρατιωτική απειλή. Θεώρησε ότι η βρετανική αποφασιστικότητα στηριζόταν στην ΕΣΣΔ και πως, συντρίβοντάς την, θα καταρρεύσει μαζί της και η Βρετανία. Αφιερώθηκε πλέον ολοκληρωτικά και με πάθος στον πραγματικό του στόχο, την επέκταση στην Ανατολή (βλ. και Mein Kampf, 1924).
Αφού η φασιστική Ιταλία απέτυχε τελείως στην κατάληψη της Ελλάδας και οι Έλληνες με αντεπίθεση ανάγκασαν τους Ιταλούς να υποχωρήσουν βαθιά μέσα στην Αλβανία, ο Χίτλερ έστειλε στις 6 Απριλίου 1941 στρατιωτική βοήθεια στον σύμμαχό του Μουσολίνι. Εκτός αυτού, ήθελε με την κατάκτηση των Βαλκανίων να εξασφαλίσει το νότιο πλευρό του γερμανικού στρατού, για τη σχεδιασμένη εισβολή στην ΕΣΣΔ και, κυρίως, τα πετρέλαια της Ρουμανίας. Η επίθεση κατά της ΕΣΣΔ έγινε –πάλι χωρίς να κηρυχτεί πόλεμος- στις 22 Ιουνίου 1941 (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα). Η καθυστέρηση αυτή (η επιχείρηση είχε αρχικά προγραμματισθεί για τις αρχές Μαΐου) οφειλόταν στην επέμβαση της Βέρμαχτ στα Βαλκάνια[εκκρεμεί παραπομπή] και αποδείχτηκε μοιραία για την έκβαση του πολέμου. Η ναζιστική προπαγάνδα παρουσίασε τον πόλεμο ως αγώνα μεταξύ του αντικομμουνισμoύ, του αντιμπολσεβικισμού και του «πολιτισμού της Εσπερίας» εναντίον της «ασιατικής βαρβαρότητας» και του «εβραϊκού μπολσεβικισμού». Στην πραγματικότητα επρόκειτο -και κατά την προσωπική αντίληψη του Χίτλερ- για ένα ληστρικό και εξολοθρευτικό πόλεμο. Εξυπηρετούσε μόνο τον σκοπό της κατάκτησης «ζωτικού χώρου» (lebensraum) για την «αρία φυλή», όσο δε για τους πληθυσμούς των κατακτημένων περιοχών, επιφυλασσόταν η υποδούλωση ή η εξόντωση, όπως γινόταν για τους Εβραίους. Ήδη στο Mein Kampf ο Χίτλερ είχε εξισώσει το «τέλος της εβραϊκής κυριαρχίας» στη Ρωσία με την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης.
Μετά από τις αρχικές επιτυχίες, η επίθεση της Βέρμαχτ αναχαιτίστηκε τον Δεκέμβριο του 1941 λίγο έξω από τη Μόσχα (22 μόλις χιλιόμετρα). Τον ίδιο μήνα η σύμμαχος της Γερμανίας Ιαπωνία επιτέθηκε στην αμερικανική ναυτική βάση του Περλ Χάρμπορ στη (Χαβάη). Οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στην Ιαπωνία και μπήκαν πλέον επισήμως στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χίτλερ κήρυξε στις 7 Δεκεμβρίου του 1941 τον πόλεμο στις ΗΠΑ. Η Βέρμαχτ πέρασε ξανά στην επίθεση το 1942, αλλά, στις αρχές του 1943 υπέστη στη Μάχη του Στάλινγκραντ τη μέχρι τότε μεγαλύτερή της ήττα. Η μάχη του Στάλινγκραντ θεωρείται γενικώς το σημείο καμπής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπεύθυνος γι' αυτή τη βαριά ήττα ήταν ο ίδιος ο Χίτλερ, που είχε απαγορεύσει την υποχώρηση από το Στάλινγκραντ, με αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό της 6ης Στρατιάς της Βέρμαχτ. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η διαταγή του, η 6η Στρατιά να μην εγκαταλείψει το Στάλινγκραντ και η παρατεταμένη αντίστασή της, έσωσαν από την κύκλωση όλη τη νότια πτέρυγα του Γερμανικού Στρατού(1.000.000 άνδρες, ένα υπερστάλινγκραντ), που είχε απλωθεί μέχρι το Μπακού. Αποσιωπούν ότι και για την παράτολμη αυτή διασπορά των δυνάμεών του, υπεύθυνος ήταν πάλι ο Φύρερ και Αρχιστράτηγος[εκκρεμεί παραπομπή].
Το ίδιο έτος οι εναέριες συμμαχικές δυνάμεις κέρδισαν την υπεροχή στον εναέριο χώρο της Γερμανίας και άρχισαν οι βομβαρδισμοί πολλών γερμανικών πόλεων, πολλές από τις οποίες έγιναν ερείπια και στάχτη. Μια από τις αιτίες ήταν ότι, παρά το γεγονός του πολλαπλασιασμού της παραγωγής αεροσκαφών,κυρίως καταδιωκτικών,οι ώρες εκπαίδευσης των πιλότων μειωθηκαν δραματικά λόγω έλλειψης καυσίμων καί οι απώλειες από ατυχήματα εξισώνονταν σχεδόν με τις πολεμικές.Με εντολή του Χίτλερ τα πρώτα αεριωθούμενα θα ήταν βομβαρδιστικά,όπου τραγικά πλέον,υστερούσε η Λούφτβαφε.Αντιθέτως παρήχθησαν ως καταδιωκτικά και η αλλαγή πού ζήτησε ο Χίτλερ καθυστέρησε 6 μήνες τη μετατροπή τους,ικανό διάστημα όπου θα μπορούσαν να αποτρέψουν, ή τουλάχιστον να μειώσουν, τις επιθέσεις στις γερμανικές πόλεις. Μια επιπλέον αιτία ήταν ότι ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο επικεφαλής της Λουφτβάφε, δεν ασχολήθηκε με αυτήν παρά ελάχιστα, παραμελώντας τόσο τις τεχνολογικές βελτιώσεις όσο και την εκπαίδευση των ιπτάμενων πληρωμάτων.
Στις 6 Ιουνίου του 1944 οι δυτικοί Σύμμαχοι άνοιξαν και δεύτερο μέτωπο, με την απόβασή τους στη Νορμανδία. Και αυτό επίσης οφείλεται σε στρατηγικές αποφάσεις του Χίτλερ, που περιείχαν σοβαρά λάθη, την ώρα που η ναζιστική προπαγάνδα τον υμνούσε ως τον «μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων των εποχών». Παρ' όλες τις ήττες, τις τεράστιες απώλειες του άμαχου πληθυσμού και τις φοβερές καταστροφές και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει από το 1943 ότι δεν ήταν πλέον εφικτή μια στρατιωτική νίκη, συνέχισε τον πόλεμο δύο ολόκληρα χρόνια. Η προσωπική του ανάμειξη στη διεξαγωγή του πολέμου, με το να απαγορεύει την έγκαιρη υποχώρηση σε τμήματα του Στρατού που κινδύνευαν, είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί η Βέρμαχτ μαζικές απώλειες.
Έτσι, πέρασαν δύο χρόνια στα οποία οι Γερμανοί έχαναν συνεχώς μάχες και δυνάμεις. Την άνοιξη του 1945, οι δυτικοί Σύμμαχοι έφτασαν στον ποταμό Έλβα και ο Κόκκινος Στρατός βρισκόταν στο κέντρο του Βερολίνου.
Η κατάσταση της υγείας του Χίτλερ χειροτέρευε διαρκώς με την εξέλιξη του πολέμου. Σύμφωνα με την επικρατούσα σήμερα αντίληψη, υπέφερε από τη νόσο του Πάρκινσον σε προχωρημένο στάδιο.[50] Στις 19 Μαρτίου του 1945 εξέδωσε το διάταγμα «Μέτρα για την καταστροφή των εδαφών του Ράιχ» με το οποίο έδινε εντολή να καταστραφούν, από τις μονάδες της Βέρμαχτ και σε συνεργασία με τους γκάουλαϊτερ, όλα τα στρατιωτικά μεταφορικά μέσα, οι επικοινωνίες, οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις και οι υποδομές εφοδιασμού, καθώς και όλα τα υλικά αγαθά τα οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο εχθρός. Στον εχθρό δεν έπρεπε να αφεθεί παρά μόνο «καμένη γη». Όπως εκμυστηρεύτηκε ο Χίτλερ στον Υπουργό Εξοπλισμού, Άλμπερτ Σπέερ, ο γερμανικός λαός, λόγω της ήττας του, αποδείχθηκε ο πιο αδύναμος και επομένως δεν χρειαζόταν να ενδιαφέρεται για την επιβίωσή του.[51] Όμως, στην πράξη, ο Σπέερ με τον στρατάρχη Μόντελ έπεισαν τους γκαουλάιτερ να μην εφαρμόσουν τη διαταγή αυτή, παρόλο που ήταν απόλυτα σύμφωνη με τον τρόπο σκέψης του Χίτλερ. Λίγο αργότερα, ο Σπέερ ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη της εφαρμογής του διατάγματος, με σκοπό να μη το εφαρμόσει. Όλα αυτά τα γεγονότα ήταν το πρώτο σημάδι ότι κατέρρεε η εξουσία του Χίτλερ.[52]
Στις 22 Απριλίου 1945 ο Χίτλερ έπαθε νευρική κατάρρευση. Αυτό συνέβη όταν πληροφορήθηκε, κατά τη διάρκεια του καθημερινού σχολιασμού της κατάστασης στο υπόγειο καταφύγιο, κάτω από την Καγκελαρία στο Βερολίνο, ότι η επίθεση που είχε διατάξει για την άρση της πολιορκίας του Βερολίνου δεν είχε εκτελεστεί από τον Αρχηγό των μονάδων των Ες-Ες Στάινερ, γιατί εκείνος τη θεώρησε ανεφάρμοστη λόγω του συσχετισμού δυνάμεων. Ο Χίτλερ είπε ότι όλα πλέον χάθηκαν και ότι όλοι τον έχουν προδώσει, ακόμα και τα Ες-Ες. Άφησε ελεύθερο ένα μέρος του προσωπικού του και αρνήθηκε, παρά τις παρακλήσεις του Μπόρμαν, του Κάιτελ και του Γκαίρινγκ, να εγκαταλείψει το Βερολίνο. Διέταξε τον αρχιυπασπιστή του, Γιούλιους Σάουμπ, να κάψει όλα τα προσωπικά του στοιχεία και έγγραφα που βρίσκονταν στην Καγκελαρία και στο Καταφύγιο, καθώς και όσα βρίσκονταν στο Μόναχο.
Δύο θέματα κυριαρχούσαν στο καταφύγιο τις τελευταίες μέρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Πόσο κοντά είναι ο Κόκκινος Στρατός και ποιος είναι ο πιο σίγουρος τρόπος αυτοκτονίας. Στις 29 Απριλίου νυμφεύθηκε τη σύντροφο της ζωής του Εύα Μπράουν και αμέσως μετά υπαγόρευσε τη διαθήκη του. Όσοι από το προσωπικό ήθελαν, παρέλαβαν φιαλίδια με πρωσσικό οξύ (υδροκυάνιο), όμως ο Χίτλερ έτρεφε παρανοϊκές υποψίες για την αποτελεσματικότητά τους και γι' αυτό έδωσε εντολή να δοκιμάσουν το δηλητήριο στο αλσατικό λυκόσκυλό του, τη Μπλόντι, στην οποία είχε δείξει περισσότερη στοργή από όση είχε δείξει σε οποιοδήποτε άνθρωπο. Ο Χίτλερ μπήκε για λίγο στο δωμάτιο με το νεκρό ζώο και ύστερα έφυγε ανέκφραστος.[53] Την επόμενη μέρα, κατά τις 3:30, η Εύα Μπράουν αυτοκτόνησε με υδροκυάνιο. Συγχρόνως ο Χίτλερ έβαλε ένα πιστόλι στο στόμα του[49] και αυτοπυροβολήθηκε.[54] Ο Μάρτιν Μπόρμαν μαζί με τον οδηγό του Χίτλερ Έριχ Κέμπκα, τον υπηρέτη του Χάιντς Λίγκε, τον επιλοχία των SS Όττο Γκίνσε και μερικούς στρατιώτες της προσωπικής του φρουράς έκαψαν τα πτώματα, όπως είχαν διαταχθεί, λόγω του φόβου του Χίτλερ για εξευτελισμό τους, αν ανακαλύπτονταν από τους Συμμάχους. Η τέφρα τάφηκε αργότερα έξω από το καταφύγιο, μέσα σε έναν κρατήρα από βόμβα. Παρόλα αυτά, διασώθηκαν η κάτω γνάθος και μία οδοντική γέφυρα του Χίτλερ και μία γέφυρα της Εύας Μπράουν, που οι Σοβιετικοί έδειξαν στον οδοντίατρο του Χίτλερ, ο οποίος τα αναγνώρισε.[55]
Για να πραγματοποιήσει τις ιδέες του, ο Αδόλφος Χίτλερ ξεκίνησε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος στοίχισε τη ζωή σε 55 εκατομμύρια ανθρώπους, από τους οποίους τα 20 εκατομμύρια ήταν Σοβιετικοί. Ακόμα περισσότεροι στρατιώτες και πολίτες, εξαιτίας της πολιτικής του, τραυματίστηκαν, έμειναν άστεγοι, απελάθηκαν, εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Συνέπειες του πολέμου ήταν η διάλυση του γερμανικού κράτους, η καταστροφή ενός μεγάλου τμήματος της Ευρώπης, η ηγεμονία για 40 χρόνια της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη και η διαίρεση της Γερμανίας και της Ευρώπης σε δύο αντίθετα, εχθρικά στρατόπεδα, μέχρι το 1989-1990.
Στις Δίκες της Νυρεμβέργης, οι πρωταγωνιστές και οι κύριοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, διοικητές και λοχαγοί, καθώς και οι κύριοι στρατιωτικοί συνεργάτες του Αδόλφου Χίτλερ, δικάστηκαν και ύστερα οι περισσότεροι από αυτούς καταδικάστηκαν, ενώ η ιδεολογία του Ναζισμού θεωρήθηκε ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Το περιοδικό Time τον ανακήρυξε «Άνδρα του έτους 1938». Ο Χίτλερ χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη απειλητική δύναμη που αντιμετωπίζει σήμερα ο δημοκρατικός κόσμος που αγαπάει την ελευθερία. Δεν τιμήθηκε όμως ανάλογα, αφού το πρόσωπό του δεν ήταν στο εξώφυλλο[56]. Εμφανίζεται όμως στα εξώφυλλα του περιοδικού στις 13 Απριλίου, 1936 και στις 7 Μαΐου 1945[57][58]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.