Περίοδος από το 1945 έως το 1991 From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο Ψυχρός Πόλεμος έμεινε γνωστός στην ιστορία ο ανταγωνισμός σε γεωπολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο ανάμεσα σε δύο κύριες ομάδες χωρών (το Δυτικό μπλοκ, με ηγέτιδα δύναμη τις ΗΠΑ και το Ανατολικό μπλοκ με ηγέτιδα δύναμη την ΕΣΣΔ) από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την πτώση της ΕΣΣΔ και τη διάλυση του οικονομικού - πολιτικού και στρατιωτικού συνασπισμού που δημιούργησε.
Οι ιστορικοί δεν συμφωνούν πλήρως όσον αφορά την οριοθέτηση της αρχής της περιόδου, όμως είναι γενικά αποδεκτό το διάστημα από το 1945 μέχρι το 1991. Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Συμμαχία που νίκησε ολοκληρωτικά τις δυνάμεις του Άξονα διαλύθηκε.
Οι δύο ισχυρότερες δυνάμεις στον πλανήτη ήταν πλέον οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ και τις χώριζαν αβυσσαλέες διαφορές σε όλα τα επίπεδα: η ΕΣΣΔ ήταν μονοκομματικό σοσιαλιστικό κράτος βασισμένο στις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού, ενώ οι ΗΠΑ ήταν κράτος με καπιταλιστική οικονομία.
Χρησιμοποιήθηκε ο όρος «ψυχρός», διότι δεν συνέβη κάποια κύρια ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς χωρών, παρόλο που συνέβησαν περιφερειακές συρράξεις σε διάφορες περιοχές του πλανήτη (Κορέα, Βιετνάμ, Αφγανιστάν κ.α.) με άμεση ή έμμεση εμπλοκή των δύο πλευρών.
Οι δύο υπερδυνάμεις μπήκαν σε μακρόχρονη κούρσα εξοπλισμών και συγκρότησης ισχυρότατων στρατιωτικών δυνάμεων με τον φόβο ξεσπάσματος πιθανής γενικευμένης σύρραξης. Κομβικό ρόλο είχαν ιδιαίτερα τα πυρηνικά όπλα και τα συστήματα μεταφοράς τους (υποβρύχια, στρατηγικά βομβαρδιστικά, βαλλιστικοί πύραυλοι κλπ.).
Και οι δύο πλευρές διέθεταν κολοσσιαία οπλοστάσια πυρηνικών όπλων προκειμένου να εξασφαλισθεί η βέβαιη ολοκληρωτική καταστροφή του αντιπάλου εάν αυτός επιχειρούσε πρώτος επίθεση με ατομικά ή συμβατικά όπλα. Το δόγμα αυτό είναι γνωστό σαν Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή (Mutually Assured Destruction ή MAD).
Πέραν του στρατιωτικού ανταγωνισμού, η αντιπαράθεση των δύο συνασπισμών εκδηλώθηκε σε πολλές σφαίρες, συμπεριλαμβανομένης της ιδεολογικοπολιτικής, της οικονομικής και της τεχνολογικής. Η προπαγάνδα και ο ψυχολογικός πόλεμος ήταν πεδία έντονης δραστηριότητας και αντιπαράθεσης εκατέρωθεν. Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός οδήγησε μεταξύ των άλλων στην αυγή της αστροναυτικής (με την εκτόξευση του πρώτου τεχνητού δορυφόρου στην ιστορία, του σοβιετικού Σπούτνικ) και της διαστημικής εποχής γενικότερα.
Η αρχική φάση του Ψυχρού Πολέμου ξεκινά τα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Την περίοδο εκείνη η ΕΣΣΔ εξασφάλισε και σταθεροποίησε τον έλεγχό της στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, στις οποίες είχε εισέλθει ο Κόκκινος Στρατός κατά τη διάρκεια του πολέμου ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία και τις δυνάμεις του Άξονα στην Ευρώπη.
Παράλληλα οι ΗΠΑ έθεσαν τα θεμέλια της βασικής στρατηγικής τους σε παγκόσμιο επίπεδο, που προέβλεπε τον περιορισμό της σοβιετικής ισχύος με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της παροχής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας σε τρίτες χώρες προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν θα περάσουν στην επιρροή του αντίπαλου μπλοκ. Στα κομβικά σημεία στην υλοποίηση της στρατηγικής αυτής συγκαταλέγονται η υποστήριξη των αντικομμουνιστών στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο και μεταγενέστερα η συγκρότηση του ΝΑΤΟ.
Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, στο οποίο μετείχε η ΕΣΣΔ και οι περισσότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, συγκροτήθηκε λίγο μετά τη συγκρότηση του ΝΑΤΟ προς αντιμετώπιση του.
Κομβικό ζήτημα μετά το τέλος του παγκοσμίου πολέμου, άμεσα συνδεδεμένο με τον ρόλο και την ύπαρξη του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ήταν η διαχείριση της ηττημένης Γερμανίας μεταπολεμικά. Η τύχη της προηγμένης γερμανικής βιομηχανίας και το ζήτημα του επανεξοπλισμού της οδήγησαν σε σημαντικές διαφωνίες και εντάσεις. Τελικά δημιουργήθηκαν δύο ανεξάρτητα κράτη, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) που εντάχθηκαν στο Δυτικό και το Ανατολικό μπλοκ και αντίστοιχα, συμμετέχοντας και στα αμυντικά σύμφωνα των δύο συνασπισμών.
Ήδη από στα 1948-49 οι Σοβιετικοί απέκλεισαν το Βερολίνο προκειμένου να ασκήσουν πίεση όσον αφορά το γερμανικό ζήτημα. Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή κρίση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Παρά τις προσπάθειες για λύση του γερμανικού προβλήματος, το 1949 η Γερμανία διαχωρίστηκε σε δύο κράτη.
Τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων επηρέασε σημαντικά η νίκη και επικράτηση των κομμουνιστών, με ηγέτη τον Μάο Τσε Τουνγκ, στην Κίνα. Ο πόλεμος της Κορέας (1950-53) ήταν επίσης σημαντικό πεδίο τριβής ανάμεσα στους δύο πόλους. Τη δεκαετία του 1950 και του 1960 έλαβαν χώρα πολλές ακόμα διεθνείς κρίσεις, με κυριότερες την εξέγερση στην Ουγγαρία και την κρίση στη διώρυγα του Σουέζ το 1956, την κρίση στο Βερολίνο που οδήγησε στην ανέγερση του Τείχους το 1961 και την Κρίση των πυραύλων της Κούβας το επόμενο έτος. Παράλληλα ΕΣΣΔ και ΗΠΑ επιχείρησαν εκείνα τα χρόνια να επεκτείνουν την επιρροή τους στη Λατινική Αμερική, τη νοτιοανατολική Ασία και τις χώρες της Αφρικής, που ανεξαρτητοποιούνταν τότε από τις αποικιακές αυτοκρατορίες στις οποίες ανήκαν.
Μετά την κρίση στην Κούβα, οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων και κατά συνέπεια ο Ψυχρός Πόλεμος συνολικά, μπήκαν σε νέα φάση μεγαλύτερης συγκαταβατικότητας εκατέρωθεν και άμβλυνσης -τηρουμένων των αναλογιών- των μεταξύ τους εντάσεων. Το σινοσοβιετικό σχίσμα περιέπλεξε σημαντικά τις σχέσεις και τους συσχετισμούς δυνάμεων στο κομμουνιστικό μπλοκ, ενώ στη Δύση πολλοί σύμμαχοι των ΗΠΑ -ιδιαιτέρως η Γαλλία- ακολούθησαν διαφοροποιημένη γραμμή δράσης στα διεθνή ζητήματα και γενικότερα λειτουργούσαν με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Το 1968 η ΕΣΣΔ κατέστειλε με χρήση στρατιωτικών δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας τη λεγόμενη Άνοιξη της Πράγας.
Σημαντική παράμετρος των σχέσεων των δύο μπλοκ από τα μέσα στις δεκαετίας του 1950 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, στον οποίο οι ΗΠΑ είχαν σημαντικότατη εμπλοκή που αυξάνονταν με το πέρασμα του χρόνου.
Τη δεκαετία του 1970 οι δύο πλευρές επεδίωξαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα διεθνών σχέσεων που θα ήταν πιο σταθερό, θα είχε λιγότερες εντάσεις και θα ήταν περισσότερο προβλέψιμο. Ξεκίνησε μια περίοδος εξομάλυνσης που έμεινε γνωστή σαν détente. Έλαβαν χώρα για πρώτη φορά συζητήσεις σχετικά με τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων (Strategic Arms Limitation Talks). Το 1972 ο πρόεδρος Νίξον επισκέφθηκε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Ήταν μια ιστορική επίσκεψη, η πρώτη Αμερικανού προέδρου στη χώρα, που αποσκοπούσε μεταξύ των άλλων στην αξιοποίηση της Κίνας σαν στρατηγικού αντίβαρου της Σοβιετικής Ένωσης, με την οποία εξακολουθούσε να έχει κακές σχέσεις. Η détente κατέρρευσε όταν οι Σοβιετικοί εισέβαλαν στο Αφγανιστάν στις αρχές του 1979.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 επίσης υπήρχαν εντάσεις στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων, που σχετίζονταν εν πολλοίς με την παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Το 1983 το ΝΑΤΟ πραγματοποίησε μεγάλες στρατιωτικές ασκήσεις (Able Archer 83) και οι Σοβιετικοί κατέρριψαν αεροσκάφος της Korean Airlines που παραβίασε τον εναέριο χώρο της ΕΣΣΔ. Οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του προέδρου Ρήγκαν αύξησαν την πίεση που ασκούσαν στην ΕΣΣΔ σε όλα τα επίπεδα (διπλωματικό, στρατιωτικό, τεχνολογικό και οικονομικό) σε μια περίοδο που η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Η πολιτική άσκησης πίεσης έμεινε γνωστή σαν «δόγμα Ρήγκαν». Στα μέσα της δεκαετίας ο νέος ηγέτης της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, ξεκίνησε πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων (γκλάσνοστ και περεστρόικα) σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης των εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα. Επίσης επιδίωξε και πέτυχε τη σταδιακή απαγκίστρωση της χώρας από το Αφγανιστάν, όπου παρέμειναν σοβιετικές δυνάμεις για περίπου μία δεκαετία, πολεμώντας έναν επίπονο και αιματηρό πόλεμο ενάντια στους αντάρτες, με μεγάλο κόστος σε χρήματα και υλικό. Την ίδια περίοδο έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους κινήματα στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, ιδίως στην Πολωνία, με θεμελιώδες αίτημα την ανεξαρτητοποίηση τους από τη Μόσχα. Ο Γκορμπατσώφ αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει σοβιετικά στρατεύματα προς υποστήριξη των κομμουνιστικών καθεστώτων. Στα 1989 κύμα ειρηνικών επαναστάσεων σάρωσε τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και είχε σαν συνέπεια την ανατροπή του σοσιαλισμού. Εξαίρεση ήταν η Ρουμανία όπου το καθεστώς Τσαουσέσκου ανετράπη βίαια. Οι σαρωτικές αλλαγές δεν περιορίστηκαν έξω από και την ίδια την ΕΣΣΔ, που αντιμετώπιζε πλέον σοβαρά οικονομικά προβλήματα ενώ ήρθαν στην επιφάνεια αποσχιστικές τάσεις διάφορων σοσιαλιστικών δημοκρατιών. Το ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης), έχασε τον έλεγχο της κατάσταση τον Αύγουστο του 1991, ύστερα από ανεπιτυχές πραξικόπημα που αποσκοπούσε στην ανατροπή του Γκορμπατσώφ.
Τον Δεκέμβριο του 1991 η ΕΣΣΔ διαλύθηκε με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ.
Παρόλο που υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με το πότε οριοθετείται η αρχή του Ψυχρού Πολέμου, αναμφισβήτητα η πτώση της ΕΣΣΔ σηματοδότησε το τέλος του και τη μετάβαση σε έναν μονοπολικό κόσμο, με τις ΗΠΑ να είναι τα επόμενα χρόνια αναμφισβήτητα η ισχυρότερη γεωπολιτικά χώρα στην υφήλιο.
Στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο συγγραφέας Τζωρτζ Όργουελ χρησιμοποίησε τον όρο ψυχρός πόλεμος (cold war) στο δοκίμιο του με τίτλο You and the Atomic Bomb το οποίο δημοσιεύθηκε στη βρετανική εφημερίδα Tribune στις 19 Οκτωβρίου 1945.[1] Αναφερόμενος σε ένα κόσμο που ζούσε με τον φόβο του πυρηνικού πολέμου,[1] ο Όργουελ σχολίασε τις προβλέψεις του James Burnham σχετικά με ένα πολωμένο κόσμο:
Βλέποντας τον κόσμο σαν σύνολο, η τάση εδώ και πολλές δεκαετίες δεν ήταν προς την αναρχία αλλά προς την επαναφορά της δουλείας... Η θεωρία του James Burnham έχει συζητηθεί πολύ, όμως ελάχιστοι έχουν μέχρι στιγμής λάβει υπόψη τις ιδεολογικές επιπτώσεις- δηλαδή το είδος της κοσμοθεωρίας, το είδος των πεποιθήσεων και των κοινωνικών δομών που πιθανότατα θα επικρατούσαν σε ένα κράτος που είναι ταυτόχρονα αδύνατον να κατακτηθεί και βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ψυχρού πολέμου με τα γειτονικά κράτη.
— [N 1]
Στις 10 Μαρτίου 1946 ο Όργουελ έγραψε στην Observer ότι, μετά τη συνδιάσκεψη της Μόσχας τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ρωσία ξεκίνησε «ψυχρό πόλεμο» ενάντια στη Βρετανία και τη Βρετανική Αυτοκρατορία.[2]
Πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει συγκεκριμένα τη μεταπολεμική γεωπολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ ο Μπέρναρντ Μπαρούχ, σύμβουλος πολλών δημοκρατικών προέδρων των ΗΠΑ με σημαντική επιρροή.[3] Έγιναν και άλλες αναφορές στον όρο, για παράδειγμα από τον Herbert Bayard Swope[4] που δήλωσε: «Ας μην απατόμαστε: βρισκόμαστε σήμερα στη μέση ενός ψυχρού πολέμου».[1][5] Ο αρθρογράφος Walter Lippmann έκανε τον όρο ευρέως γνωστό με το βιβλίο του The Cold War (Ο Ψυχρός Πόλεμος)· όταν ρωτήθηκε το 1947 για την προέλευση του όρου, ο Lippmann την ανήγαγε σε έναν γαλλικό όρο από τη δεκαετία του 1930: la guerre froide.[6]
Οι ιστορικοί διαφωνούν σχετικά με την οριοθέτηση της αρχής του Ψυχρού Πολέμου. Η κρατούσα άποψη είναι ότι ξεκινά αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όμως έχουν εκφρασθεί και άλλες απόψεις, όπως ότι η αρχή του βρίσκεται στα γεγονότα που συνέβησαν στα τέλη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή στην πτώση των Ρομανόφ και τη συγκρότηση της ΕΣΣΔ, παρόλο που υπήρχαν εντάσεις ανάμεσα στη Ρωσική Αυτοκρατορία, τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις ΗΠΑ ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.[7]
Συνέπεια της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ανόδου των Μπολσεβίκων στην εξουσία το 1917 ήταν μεταξύ των άλλων και η διεθνής διπλωματική απομόνωση της νεοσύστατης Σοβιετικής Ρωσίας.[8] Ο Λένιν ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η ΕΣΣΔ «ήταν περικυκλωμένη από εχθρικές καπιταλιστικές χώρες», ενώ σημαντικά συστατικά της εξωτερικής πολιτικής του ήταν η αξιοποίηση της διπλωματίας προκειμένου να προκαλέσει διαιρέσεις και ρήγματα στο αντίπαλο στρατόπεδο καθώς και η εγκαθίδρυση της Κομιντέρν, που καλούσε τους λαούς άλλων χωρών να εξεγερθούν.[9] Ο Στάλιν, ηγέτης της χώρας για τρεις δεκαετίες, έβλεπε την ΕΣΣΔ σαν ένα «σοσιαλιστικό νησί», αναφέροντας μάλιστα ότι «η τρέχουσα περικύκλωση της από τις καπιταλιστικές χώρες πρέπει να αντικατασταθεί από περικύκλωση σοσιαλιστικών χωρών».[10] Ήδη από το 1925 είχε δηλώσει ότι θεωρούσε πως ο κόσμος ήταν διπολικός με την ΕΣΣΔ να προσελκύει τις χώρες που τείνουν προς τον σοσιαλισμό και τις καπιταλιστικές χώρες να προσελκύουν τις χώρες που τείνουν προς τον καπιταλισμό, ενώ ο κόσμος βρίσκονταν σε περίοδο «προσωρινής σταθεροποίησης του καπιταλισμού» πριν από την ολοκληρωτική του κατάρρευση.[11]
Πριν ακόμα από το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις δυτικές δυνάμεις είχε εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους πέραν της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης.[12] Καταρχάς πρέπει να αναφερθεί η ενεργή εμπλοκή των δυτικών στο πλευρό των αντεπαναστατών που μάχονταν τους Μπολσεβίκους στον Ρωσικός Εμφύλιο Πόλεμο.[7] Στα 1926 η σοβιετική υποστήριξη και χρηματοδότηση των γενικών απεργιών στη Μεγάλη Βρετανία είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών,[13] ενώ οι ΗΠΑ δεν αναγνώρισαν διπλωματικά την ΕΣΣΔ μέχρι το 1933.[14] Από την άλλη πλευρά τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΣΣΔ επέλεξαν, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους, τον απομονωτισμό τη δεκαετία του 1930.[15]
Η έλευση των εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930 άλλαξε άρδην το γεωπολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη και αύξησε σημαντικά τον κίνδυνο νέου γενικευμένου πολέμου. Στα 1939 υπεγράφη ανάμεσα στη Ναζιστική Γερμανία και την ΕΣΣΔ σύμφωνο μη επίθεσης (Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ) το οποίο στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ήταν αμοιβαία επωφελές για τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των δύο δυνάμεων. Παρόλα αυτά η συμφωνία ήταν εμφανέστατα θνησιγενής και τον Ιούνιο του 1941 η Γερμανία εισέβαλε στην ΕΣΣΔ (επιχείρηση Μπαρμπαρόσα). Άμεσα η Μεγάλη Βρετανία, που βρίσκονταν ήδη από το 1939 σε πόλεμο με τη Γερμανία, και μάλιστα έπειτα από την πτώση της Γαλλίας το καλοκαίρι του 1940 χωρίς αξιόλογους συμμάχους, υποστήριξε την ΕΣΣΔ. Τον Δεκέμβριο του 1941 οι Ιάπωνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στον κύριο ναύσταθμο του αμερικανικού στόλου του Ειρηνικού στο Περλ Χάρμπορ, με συνέπεια να εισέλθουν οι ΗΠΑ στη σύρραξη και αυτή να γίνει παγκόσμια. ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και ΕΣΣΔ συγκρότησαν συμμαχία με στόχο την ολοκληρωτική ήττα των δυνάμεων του Άξονα. Η Μεγάλη Βρετανία σύναψε επισήμως σε συμμαχία με την ΕΣΣΔ, ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε ανεπίσημη συμφωνία και συνεννόηση μαζί της. Την ίδια περίοδο οι ΗΠΑ τροφοδοτούσαν ΕΣΣΔ και Μεγάλη Βρετανία με μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού μέσω του προγράμματος Lend-Lease.[16] Παρά τη συνεργασία, υπήρχε καχυποψία -τουλάχιστον από την πλευρά των Σοβιετικών, που θεωρούσαν ότι οι δυτικοί Σύμμαχοι αργούσαν να ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη προκειμένου η ΕΣΣΔ να σηκώσει το φορτίο της μάχης ενάντια στη Ναζιστική Γερμανία ενώ αυτοί θα έμπαιναν δυναμικά στη σύγκρουση όταν η Γερμανία θα ήταν επί της ουσίας ηττημένη για να διαμορφώσουν προς όφελός τους τις εξελίξεις. Συνεπώς οι σοβιετικές αντιλήψεις σχετικά με τη στάση των δυτικών δημιούργησαν ισχυρές υποβόσκουσες εντάσεις και αντιπαλότητα ανάμεσα στους Συμμάχους.[17]
Πριν ακόμα από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, διατυπώθηκαν οι διαφωνίες των Συμμάχων σχετικά με το πως θα διαμορφώνονταν μεταπολεμικά η Ευρώπη.[18] Οι δύο πλευρές είχαν διαφορετικές ιδέες σχετικά με την εγκαθίδρυση και τη συντήρηση του νέου συστήματος ασφαλείας.[18] Οι δυτικοί Σύμμαχοι επιθυμούσαν την εγκαθίδρυση ενός συστήματος δημοκρατικών χωρών που θα επέλυαν τις διαφορές τους μέσω των διεθνών οργανισμών.[19] Από την άλλη η Σοβιετική Ένωση, ιστορικός διάδοχος της Ρωσίας που είχε υποστεί πλείστες όσες μεγάλες εισβολές, μόλις έβγαινε από τον παγκόσμιο πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου υπέστη τρομακτικές ανθρώπινες απώλειες (εκτιμώνται στα 27 εκατομμύρια) καθώς και την καταστροφή του δυτικού -και πιο ανεπτυγμένου- τμήματος της.[20] Πάγια επιδίωξη της ΕΣΣΔ ήταν ο αμεσότερος και εντατικότερος έλεγχος των χωρών στα σύνορά της καθώς και των εσωτερικών τους υποθέσεων.[18][21] Στις χώρες τις ανατολικής Ευρώπης όπου πήρε τον έλεγχο ο Κόκκινος Στρατός καταργήθηκαν οι σοβιετικές αρχές σύντομα πήραν τον έλεγχο των ΜΜΕ και απαγόρευσαν ανεξάρτητων θεσμών και πρωτίστως των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων.[22] Από την άλλη πλευρά ο Στάλιν επεδίωξε να έχει ειρηνικές σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ, θέλοντας να εστιάσει στην ανοικοδόμηση της χώρας -που είχε καταστραφεί από τον πόλεμο- και στην οικονομική ανάκαμψη.[23]
Οι δυτικοί Σύμμαχοι δεν είχαν ενιαία στάση σχετικά με τον τρόπο συγκρότησης του μεταπολεμικού κόσμου. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ είχε θέσει προ πολλού φιλόδοξους στόχους: αρχικά την ολοκληρωτική ήττα των δυνάμεων του Άξονα σε Ευρώπη και Ασία, στη συνέχεια η εξασφάλιση της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ έναντι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και η δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού που θα εξασφάλιζε την ειρήνη. Από την άλλη ο Τσόρτσιλ είχε πιο περιορισμένους στόχους, με κύριο μέλημα την εξασφάλιση του ελέγχου της Μεσογείου, που ήταν κομβικής σημασίας για την επιβίωση της αυτοκρατορίας, καθώς και της διασφάλισης της ανεξαρτησίας των χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, που θα λειτουργούσαν σαν ουδέτερη ζώνη ασφαλείας ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΣΣΔ.[24]
Ενώ οι Αμερικανοί θεωρούσαν πως θα μπορούσαν ίσως να έρθουν σε συνεννόηση με τον Στάλιν προκειμένου να προωθήσουν τις βασικές τους επιδιώξεις, οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι αυτός ήταν το κύριο εμπόδιο για την υλοποίηση της ατζέντας τους. Έχοντας τον έλεγχο, μέσω του Κόκκινου Στρατού, στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη ο Στάλιν μπορούσε να διαπραγματευτεί από πλεονεκτική θέση. Οι διαφορές Ρούσβελτ-Τσόρτσιλ είχαν σαν αποτέλεσμα οι δύο κύριες δυτικές δυνάμεις να έρθουν ανεξάρτητα σε συμφωνία με την ΕΣΣΔ για διάφορα ζητήματα: τον Οκτώβριο του 1944 ο Τσόρτσιλ πήγε στη Μόσχα όπου συμφώνησε στον διαχωρισμό των Βαλκανίων σε ζώνες επιρροής, ενώ στη Γιάλτα ο Ρούσβελτ υπέγραψε ανεξάρτητη συμφωνία με τον Στάλιν σχετικά με την Ασία ενώ παράλληλα δεν υποστήριξε τον Τσόρτσιλ στα ζητήματα της ανεξαρτησίας της Πολωνίας και των πολεμικών αποζημιώσεων.[24] Οι συζητήσεις στη Γιάλτα είχαν ευρύτερο χαρακτήρα και αφορούσαν την ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο μετά την ήττα του Άξονα. Οι συνομιλίες δεν έφεραν συμφωνία σχετικά με το πώς θα διαμορφώνονταν η νέα τάξη πραγμάτων στη μεταπολεμική Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 1945 απεβίωσε ο Ρούσβελτ και τον διαδέχθηκε στον προεδρικό θώκο ο Χάρυ Τρούμαν, που δεν εμπιστευόταν τον Στάλιν. Όπως και ο Τσόρτσιλ, ο Τρούμαν ήταν αντίθετος στην επιθυμία των Σοβιετικών να εγκαθιδρύσουν στην Πολωνία ελεγχόμενη από αυτούς κυβέρνηση (τη λεγόμενη κυβέρνηση του Λούμπλιν).
Τον Μάιο του 1945 τελείωσε ο πόλεμος στην Ευρώπη με ολοκληρωτική νίκη των Συμμάχων. Η επόμενη μέρα έφερε τους Σοβιετικούς να έχουν ουσιαστικά υπό την κατοχή τους την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, ενώ στο δυτικό μέρος της ηπείρου παρέμεναν ισχυρότατες αγγλοαμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η ίδια η Γερμανία -της οποίας η μεταπολεμική διαχείριση έμελλε να γίνει μείζον σημείο αντιπαράθεσης των δύο πλευρών- χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής και ελέγχου (γαλλική, αμερικανική, βρετανική και σοβιετική). Οι τέσσερις δυνάμεις εγκαθίδρυσαν ένα αρκετά χαλαρό πλαίσιο για τον έλεγχο των κατεχόμενων περιοχών.[25]
Το 1945 ιδρύθηκε επίσης ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος σαν πρωταρχική του αποστολή θα είχε την εξασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης. Πρακτικά η δυνατότητα επιβολής των αποφάσεων του νέου θεσμού ήταν όμως πολύ περιορισμένη, εξ αιτίας της δυνατότητας χρήσης βέτο. Συνεπώς ο ΟΗΕ λειτούργησε κατά κύριο λόγο σαν φόρουμ για την ανταλλαγή απόψεων και τη διατύπωση πολεμικής ενάντια στην αντίπαλη πλευρά.[26] Οι Σοβιετικοί θεωρούσαν πως επί της ουσίας επρόκειτο για βήμα για την προώθηση προπαγάνδας.[27]
Στη διάσκεψη του Πότσδαμ, που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1945, διατυπώθηκαν σημαντικές διαφωνίες σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις στη Γερμανία και την υπόλοιπη κεντρική και ανατολική Ευρώπη.[28] Επιπλέον η εμφανής αντιπάθεια ανάμεσα στις δύο πλευρές επιβεβαίωσε την αμοιβαία καχυποψία και οδήγησε σε περιχαράκωση.[29] Σε αυτή τη διάσκεψη ο Τρούμαν ενημέρωσε επισήμως τον Στάλιν για τα πυρηνικά όπλα που πλέον διέθεταν οι ΗΠΑ.[30] Μία εβδομάδα μετά τη διάσκεψη βομβαρδίστηκαν με πυρηνικά όπλα η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας ο Στάλιν διαμαρτυρήθηκε διότι επί της ουσίας οι Αμερικανοί δεν επέτρεψαν στους Σοβιετικούς να έχουν επιρροή σε αυτή τη χώρα, που πέρασε αποκλειστικά στη δική τους σφαίρα.
Ήδη από τα πρώιμα στάδια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1939-40) η Σοβιετική Ένωση ενσωμάτωσε στην επικράτειά της γειτονικές της χώρες ή περιοχές τους. Τμήματα της ανατολικής Πολωνίας ενσωματώθηκαν στη ΣΣΔ Λευκορωσίας και στη ΣΣΔ Ουκρανίας μετά από την γερμανική επίθεση και τον διαμελισμό της χώρας.[31] Οι τρεις μικρές χώρες της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) ενσωματώθηκαν στην ΕΣΣΔ ως σοσιαλιστικές δημοκρατίες (ΣΣΔ Εσθονίας,[32][33] ΣΣΔ Λετονίας[32][33] και ΣΣΔ Λιθουανίας[32][33] αντίστοιχα), ενώ μετά τον σοβιετο-φινλανδικό πόλεμο του χειμώνα του 1939-40, περιοχές της ανατολικής Φινλανδίας πέρασαν στη ΣΣΔ Καρελίας και το επόμενο έτος αποσχίσθηκε η Βεσσαραβία από τη Ρουμανία για να γίνει η ΣΣΔ Μολδαβίας.[34][35] Οι χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης που απελευθέρωσε ο Ερυθρός Στρατός στα 1944-45 ενώ προέλαυνε προς την καρδιά του Τρίτου Ράιχ μετατράπηκαν σε κράτη-δορυφόρους μεταπολεμικά και συγκρότησαν το Ανατολικό Μπλοκ. Οι λαϊκές δημοκρατίες της ανατολικής Ευρώπης (ΛΔ Γερμανίας, ΛΔ Πολωνίας, ΛΔ Βουλγαρίας, ΛΔ Ουγγαρίας, ΛΔ Ρουμανίας και ΛΔ Τσεχοσλοβακίας) είχαν σοσιαλιστικά καθεστώτα όμοια στη θεμελιώδη τους συγκρότηση με της ΕΣΣΔ. Στην Ασία ο Ερυθρός Στρατός είχε καταλάβει τη Μαντζουρία -που προηγουμένως ήταν υπό ιαπωνικό έλεγχο- και το βόρειο τμήμα (βορείως του 38ου παραλλήλου) της κορεατικής χερσονήσου.[36]
Ο Τσόρτσιλ εξέφρασε δημοσίως τις ανησυχίες του για την κατάσταση, διότι δεδομένου του κολοσσιαίου μεγέθους των σοβιετικών δυνάμεων στην Ευρώπη και της αναξιοπιστίας -κατά την κρίση του- του Ιωσήφ Στάλιν, η ΕΣΣΔ αποτελούσε απειλή για τη Δύση.[37]
Τον Φεβρουάριο του 1946 ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα, Τζορτζ Κένναν (George F. Kennan) έστειλε το περίφημο τηλεγράφημα του στην Ουάσιγκτον, στο οποίο ζητούσε την αλλαγή της πολιτικής της Δύσης σε σχέση με την ΕΣΣΔ, θεωρώντας ότι η τότε στάση του κατευνασμού δεν επρόκειτο να αποδώσει αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Κένναν η Δύση έπρεπε να επιδιώξει τη συγκρότηση μιας συνομοσπονδίας στη δυτική Ευρώπη με πρωταρχικό σκοπό τον περιορισμό της σοβιετικής επιρροής και τον ανταγωνισμό με το ανατολικό μπλοκ.[38] Το έγγραφο αυτό αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής των ΗΠΑ για όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.[39] Οι ΗΠΑ θα ακολουθούσαν σκληρή γραμμή έναντι της ΕΣΣΔ σε όλα τα επίπεδα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ήλθε από την άλλη πλευρά το «τηλεγράφημα Νοβικόφ», ένα έγγραφο που είχε συντάξει ο σοβιετικός πρέσβης στις ΗΠΑ Νοβικόφ σε συνεργασία με τον υπουργό εξωτερικών Μολότοφ. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, οι ΗΠΑ παρουσιάζονταν σαν χώρα υπό τον έλεγχο του μονοπωλιακού καπιταλισμού που εξοπλίζονταν προκειμένου «να προετοιμάσουν τις συνθήκες επίτευξης της παγκόσμιας κυριαρχίας σε ένα νέο πόλεμο».[40]
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1946 ο James F. Byrnes σε λόγο του στη Γερμανία αποκήρυξε το Σχέδιο Μόργκενταου (που πρότεινε τη διαίρεση και την αποβιομηχάνιση της μεταπολεμικής Γερμανίας) προειδοποιώντας τους Σοβιετικούς ότι οι ΗΠΑ θα διατηρούσαν στρατιωτική παρουσία στην ευρωπαϊκή ήπειρο επ' αόριστον.[41] Ένα μήνα αργότερα ο Byrnes παραδέχτηκε ότι σκοπός του προγράμματός τους ήταν «να κερδίσουν τον γερμανικό λαό» και «ότι επρόκειτο για μια μάχη ανάμεσα σε εμάς (τις ΗΠΑ) και τη Ρωσία για τα μυαλά των ανθρώπων...»[42]
Λίγες εβδομάδες μετά το τηλεγράφημα Κένναν, Τσόρτσιλ εκφώνησε την περίφημη ομιλία του στην οποία αναφέρθηκε στο «σιδηρούν παραπέτασμα».[43] Στην ίδια ομιλία απεύθυνε κάλεσμα για τη συγκρότηση αγγλοαμερικανικής συμμαχίας ενάντια στους Σοβιετικούς.[44][45]
Τον Σεπτέμβριο του 1947 ιδρύθηκε η Κομινφόρμ, που μεταξύ των άλλων θα λειτουργούσε και ως μέσω επιβολής των απόψεων του ΚΚΣΕ στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και της ενίσχυσης του ελέγχου των Σοβιετικών στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και γενικότερα του συντονισμού των κομμουνιστικών τους κομμάτων.[46] Τον Ιούνιο του επόμενου έτους η Κομινφόρμ υπέστη πλήγμα από το σχίσμα Τίτο-Στάλιν που είχε σαν συνέπεια την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από τις τάξεις της, παρόλο που παρέμεινε καθαρά σοσιαλιστική στη δομή της.[47]
Στα 1947 οι σύμβουλοι του προέδρου Τρούμαν τον παρακίνησαν να λάβει άμεσα μέτρα προκειμένου να περιορισθεί η επιρροή των Σοβιετικών που εκτιμούσαν ότι επιχειρούσαν να δημιουργήσουν και να εκμεταλλευτούν ρήγματα ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες και ότι αυτό ίσως ήταν το προοίμιο νέου πολέμου.[48] Τον Φεβρουάριο του 1947 η Βρετανική κυβέρνηση, που μέχρι τότε υποστήριζε το μοναρχικό καθεστώς στον πόλεμο που διεξήγαγε ενάντια στους Έλληνες κομμουνιστές, ανακοίνωσε ότι δεν θα μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί οικονομικά. Η αντίδραση των Αμερικανών ήταν άμεση: θα ακολουθούνταν πολιτική του περιορισμού του κομμουνισμού.[49] Ο Τρούμαν σε ομιλία του ζήτησε την άμεση διάθεση 400 εκατομμυρίων δολαρίων για επέμβαση στον πόλεμο ενώ παράλληλα παρουσίασε το δόγμα Τρούμαν, σύμφωνα με το οποίο η σύγκρουση ήταν πάλη ανάμεσα στους ελεύθερους λαούς και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.[49] Παρόλο που η όποια υποστήριξη έλαβαν οι κομμουνιστές αντάρτες προέρχονταν από τον Τίτο, οι Αμερικανοί ψευδώς κατηγόρησαν την ΕΣΣΔ ότι συνωμοτούσε ενάντια στους Έλληνες βασιλόφρονες επιδιώκοντας να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της.[14]
Το δόγμα Τρούμαν σηματοδότησε την αρχή της σύγκλισης των απόψεων του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σχετικά με ζητήματα της άμυνας και της οικονομικής πολιτικής, που θα εστιάζονταν στον περιορισμό και την αποτροπή. Το δόγμα αυτό έχασε έδαφος κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ και μετά από αυτόν, αλλά επί της ουσίας παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τα μετριοπαθή και τα συντηρητικά κόμματα στην Ευρώπη, καθώς και οι σοσιαλδημοκράτες, έδωσαν την πλήρη και επί της ουσίας την άνευ όρων στήριξη τους στη δυτική συμμαχία.[50]
Στις αρχές του 1947 Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ επιχείρησαν χωρίς επιτυχία να έρθουν σε συμφωνία με την ΕΣΣΔ όσον αφορά ένα πρόγραμμα για τη μετατροπή της Γερμανίας σε οικονομικά αυτάρκη χώρα, το οποίο περιελάμβανε και αναλυτική αναφορά στις βιομηχανίες, τα αγαθά και τις υποδομές που είχαν ήδη αφαιρέσει οι Σοβιετικοί.[51] Τον Ιούνιο του 1947, ακολουθώντας τη γραμμή του δόγματος Τρούμαν, οι ΗΠΑ θέσπισαν το σχέδιο Μάρσαλ, ένα πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που θα ήθελαν να συμμετάσχουν, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης.[51]
Κύριος και ουσιαστικός στόχος του σχεδίου ήταν η ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και η αντιμετώπιση απειλών για την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη, όπως τουλάχιστον τις εκλάμβαναν οι Δυτικοί, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ανόδου στην εξουσία κομμουνιστικών κομμάτων μέσω εκλογών ή επαναστάσεων.[52] Κομβικό σημείο του σχεδίου ήταν ότι η οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης συνολικά ήταν άμεσα εξαρτημένη από την οικονομική ανάκαμψη της ίδιας της Γερμανίας.[53] Έναν μήνα μετά την ανακοίνωση του σχεδίου Μάρσαλ συγκροτήθηκε ενιαίο Υπουργείο Άμυνας, η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (Central Intelligence Agency ή CIA) καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (National Security Council ή NCS), θεσμοί που απετέλεσαν τα θεμέλια για την εφαρμογή της αμερικανικής πολιτικής στον Ψυχρό Πόλεμο.[54]
Η ηγεσία της ΕΣΣΔ έκρινε ότι ενδεχόμενη οικονομική ενοποίηση με τη Δύση θα επέτρεπε σε χώρες του Ανατολικού Μπλοκ να φύγουν από τον σοβιετικό έλεγχο και ότι οι ΗΠΑ επιχειρούσαν μέσω της οικονομικής βοήθειας να μεταστρέψουν προς όφελός τους τον συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρώπη.[46] Συνέπεια αυτών ήταν η ΕΣΣΔ να απαγορεύσει στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ να λάβουν βοήθεια μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Η εναλλακτική που προσέφεραν οι Σοβιετικοί για να ενισχύσουν τις οικονομίες των χωρών αυτών ήταν το λεγόμενο «σχέδιο Μολότοφ» (το οποίο αργότερα απετέλεσε τη βάση για την Κομεκόν).[14] Επιπλέον η ΕΣΣΔ δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση την επάνοδο της γερμανικής ισχύος στην ήπειρο: σύμφωνα με τον σχεδιασμό των Σοβιετικών δεν θα έπρεπε να της δοθεί το δικαίωμα να εξοπλισθεί και ως εκ τούτου να αποτελέσει εκ νέου απειλή.[55]
Στις αρχές του 1948, έπειτα από συνεχείς αναφορές για την εμφάνιση και ενίσχυση αντιδραστικών στοιχείων, έγινε στην Τσεχοσλοβακία πραξικόπημα -με τον έλεγχο των Σοβιετικών- ώστε να ανατραπεί η κυβέρνηση (η μόνη με δημοκρατικές δομές σε χώρα του Ανατολικού Μπλοκ).[56] Η απροκάλυπτη βιαιότητα του πραξικοπήματος προκάλεσε αίσθηση στη Δύση και είχε ως αποτέλεσμα να σιωπήσουν οι λίγοι διαφωνούντες με το σχέδιο Μάρσαλ στο Κογκρέσο των ΗΠΑ.[57]
Χάρη στο θεμελιώδες δίδυμο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (Δόγμα Τρούμαν και Σχέδιο Μάρσαλ) δόθηκε στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, στην Ελλάδα και την Τουρκία οικονομική και στρατιωτική βοήθεια αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Χάρη στην αμερικανική βοήθεια, η φιλομοναρχική παράταξη κέρδισε τον εμφύλιο στην Ελλάδα,[54] ενώ στην Ιταλία ο Αλτσίντε ντε Γκάσπερι κατάφερε να επικρατήσει στις εκλογές του 1948 ενάντια στον ισχυρότατο συνασπισμό κομμουνιστών και σοσιαλιστών. Την ίδια περίοδο αυξήθηκε δραματικά η δραστηριότητα των υπηρεσιών πληροφοριών εκατέρωθεν, οι απελάσεις διπλωματών και ο αριθμός των προερχομένων από τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ που ζητούσαν άσυλο στη Δύση.[58]
Την 1η Ιανουαρίου 1947 Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ ένωσαν τις ζώνες κατοχής τους στη Γερμανία σε μια ενιαία διοικητική ενότητα, στην οποία προστέθηκε τον Απρίλιο του 1949 και η γαλλική ζώνη κατοχής.[59] Ήδη από τις αρχές του 1948 αντιπρόσωποι ευρωπαϊκών χωρών καθώς και των ΗΠΑ ανακοίνωσαν την ένωση των περιοχών της δυτικής Γερμανίας υπό τον έλεγχο ενός νέου ομοσπονδιακού συστήματος.[60] Επιπλέον ξεκίνησε υπό τη σκέπη του σχεδίου Μάρσαλ η βιομηχανική ανασυγκρότηση και η οικονομική παλινόρθωση της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής νέου νομίσματος, του γερμανικού μάρκου (Deutsche Mark) που θα αντικαθιστούσε το παλιό νόμισμα του Ράιχ (Reichsmark), το οποίο είχαν απαξιώσει οι Σοβιετικοί.[61]
Αντιδρώντας σε αυτές τις εξελίξεις, ο Στάλιν επέβαλε από τις 24 Ιουνίου 1948 αποκλεισμό στο Βερολίνο,[62] το οποίο βρίσκονταν στη σοβιετική ζώνη κατοχής αλλά ήταν υπό διαιρεμένο σε τέσσερις ζώνες ελέγχου από τις νικήτριες δυνάμεις. Ο αποκλεισμός, που διήρκησε μέχρι τις 12 Μαΐου 1949, ήταν η πρώτη μεγάλη κρίση του Ψυχρού Πολέμου. Οι Σοβιετικοί δεν επέτρεπαν τη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων στις ζώνες του Βερολίνου υπό δυτικό έλεγχο. Οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και άλλες χώρες ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση ξεκινώντας τη μαζική μεταφορά εφοδίων και στο δυτικό Βερολίνο από αέρος.[63]
Στο ίδιο το Βερολίνο συνεχίστηκαν οι υποκινούμενες από τους Σοβιετικούς εντάσεις. Στο ανατολικό Βερολίνο οι κομμουνιστές επιχείρησαν να παρεμποδίσουν την ομαλή διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών της 5ης Δεκεμβρίου 1948 (όπως είχαν κάνει και στις εκλογές του 1946),[59] που έφεραν όμως συντριπτική νίκη (86,3%) των μη κομμουνιστικών δυνάμεων.[64] Τα αποτελέσματα των εκλογών χώρισαν επί της ουσίας το Βερολίνο στο διακριτό δυτικό και ανατολικό τμήμα. Τριακόσιες χιλιάδες Βερολινέζοι διαδήλωσαν υπέρ της συνέχισης της διεθνούς αερογέφυρα που μετέφερε προμήθειες στην πόλη.[65] Τελικά τον Μάιο του 1949 ο Στάλιν υποχώρησε και διεκόπη ο αποκλεισμός της πόλης.[66][67]
Το 1952 η ΕΣΣΔ πρότεινε επανειλημμένα σχέδιο ενοποίησης της ανατολικής (ελεγχόμενης από τους Σοβιετικούς) και της δυτικής (ελεγχόμενης από τις δυτικές δυνάμεις) Γερμανίας κάτω από ενιαία κυβέρνηση που θα ανέβαινε στην εξουσία ύστερα από εκλογές που θα γίνονταν με την επίβλεψη των Ηνωμένων Εθνών, υπό τον όρο ότι το νέο ενιαίο γερμανικό κράτος δεν θα συμμετείχε σε στρατιωτικές συμμαχίες με άλλες δυτικές δυνάμεις. Οι δυτικοί απέρριψαν την πρόταση.
Τον Απρίλιο του 1949 Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ, Καναδάς και άλλες οκτώ χώρες υπέγραψαν τη συνθήκη ιδρύσεως του ΝΑΤΟ.[66] Τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι Σοβιετικοί δοκίμασαν στο Σεμιπαλατίνσκ την πρώτη πυρηνική τους βόμβα.[14] Ύστερα από την άρνηση της ΕΣΣΔ να συμμετάσχει μαζί με τους δυτικούς στο πρόγραμμα ανοικοδόμησης της Γερμανίας,[60][68] ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία έθεσαν τις βάσεις για τη συγκρότηση της Δυτικής Γερμανίας, που θα αποτελούνταν από τις περιοχές του γερμανικού εδάφους που είχαν διαμεριστεί στις ζώνες κατοχής υπό τον έλεγχό τους.[69] Η ΕΣΣΔ ανακήρυξε τη συγκρότηση του ανεξάρτητου κράτους της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας στη ζώνη κατοχής υπό τον έλεγχό της.[28]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 εντάθηκαν επίσης οι προσπάθειες των προπαγανδιστικών μηχανισμών εκατέρωθεν. Εκτός από τις αναμεταδόσεις του BBC και του Voice of America στις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης,[70] ξεκίνησε το 1949 μεγάλη προπαγανδιστική προσπάθεια μέσω του νεοσυσταθέντος Radio Free Europe/Radio Liberty, που ήταν αφιερωμένο στην πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων του Ανατολικού Μπλοκ με ειρηνικά μέσα.[71] Τα μέσα αυτά προσέφεραν εναλλακτική πηγή πληροφόρησης στους λαούς των χωρών αυτών[71] και ήταν δημιούργημα προσωπικοτήτων με κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της αμερικανικής στρατηγικής στα πρώτα στάδια του πολέμου και ιδίως όσων πίστευαν ότι τα κύρια μέσα διεξαγωγής του πολέμου θα ήταν πολιτικά και όχι στρατιωτικά.[72] Από την άλλη πλευρά, τα μέσα ενημέρωσης των σοσιαλιστικών χωρών ήταν ελεγχόμενα από το κράτος και απηχούσαν τη θεμελιώδη θέση των Σοβιετικών ότι ο καπιταλισμός είχε σαν δομικά στοιχεία του την εκμετάλλευση της εργασίας και την προώθηση των ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών ακόμα και με στρατιωτικά μέσα.[73]
Εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο Κένναν και ο John Foster Dulles, αναγνώρισαν ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν επί της ουσίας ιδεολογικοπολιτικός πόλεμος.[72] Οι ΗΠΑ, μέσω της CIA, χρηματοδότησαν πληθώρα εγχειρημάτων προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν την επιρροή του κομμουνισμού και της ιδεολογίας του στην ιντελιγκέντσια των χωρών της Ευρώπης και του αναπτυσσόμενου κόσμου.[74] Η CIA χρηματοδότησε επίσης προπαγανδιστική εκστρατεία στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών χωρών με την ονομασία «Εκστρατεία για την Ελευθερία» (Crusade for Freedom).[75]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τις προσπάθειες για τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας ενώ το 1955 εξασφάλισαν την είσοδό της στο ΝΑΤΟ,[28] ενώ είχε προηγηθεί τον Μάιο του 1953 άκαρπη προσπάθεια του Μπέρια για επανένωση των δύο γερμανικών κρατών σε ενιαία ουδέτερη οντότητα προκειμένου να αποτραπεί η ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ.[76]
Το 1949 ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ νίκησε ολοκληρωτικά τις δυνάμεις του Τσιάνγκ Κάι Σεκ -που είχε την υποστήριξη των ΗΠΑ- και η ΕΣΣΔ σύναψε συμμαχία με τη νεοσύστατη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.[77] Ο Τσιάνγκ Κάι Σεκ και οι δυνάμεις του Κουομιτάνγκ που απέμειναν κατέφυγαν στην Ταϊβάν. Η είσοδος της Κίνας στο σοσιαλιστικό μπλοκ καθώς και το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ διέθετε πλέον ατομικά όπλα (μέχρι τότε οι ΗΠΑ είχαν το πυρηνικό μονοπώλιο) επέφεραν κατακλυσμιαίες επιπτώσεις στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Η κυβέρνηση Τρούμαν έσπευσε να κλιμακώσει και να επεκτείνει την πολιτική του περιορισμού.[14] Σε απόρρητο έγγραφό του το 1950 (NSC-68),[78] το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας πρότεινε την ενίσχυση των φιλοδυτικών συμμαχιών και τον τετραπλασιασμό των αμυντικών δαπανών.[14]
Συνέπεια αυτών ήταν η επέκταση της πολιτικής του περιορισμού στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα επαναστατικά κινήματα που μάχονταν τα αποικιακά καθεστώτα και είχαν συχνά την υποστήριξη της Μόσχας.[79] Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι ΗΠΑ συνήψαν επίσης με την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ταϊλάνδη και τις Φιλιππίνες (κυρίως ANZUS το 1951 και SEATO το 1954), χάρη στις οποίες θα μπορούσαν να διατηρήσουν στρατιωτική παρουσία καθώς και πολεμικές βάσεις στις χώρες αυτές.[28]
Από τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η κορεάτικη χερσόνησος, που προηγουμένως ήταν ιαπωνική κτήση, είχε διαμερισθεί σε δύο ζώνες (βορείως και νοτίως του 38ου παραλλήλου) από τις σοβιετικές και τις αμερικανικές δυνάμεις που κατέλαβαν τις περιοχές αυτές αντίστοιχα. Τον Ιούνιο του 1950, ο Κιμ Ιλ Σουνγκ, ηγέτης του καθεστώτος της Βόρειας Κορέας, κήρυξε τον πόλεμο στη Νότια Κορέα.[80] Προς έκπληξη του Στάλιν, το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασε την επίθεση και υπεστήριξε την υπεράσπιση της Νότιας Κορέας, παρόλο που τότε οι Σοβιετικοί μποϊκόταραν τις διαδικασίες επειδή τη μόνιμη θέση στο συμβούλιο κατείχε η Ταϊβάν και όχι η ΛΔ Κίνας.[81] Στρατιωτική δύναμη προερχόμενη από τη Νότια Κορέα, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τουρκία, την Ελλάδα, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Γαλλία, τη Νότια Αφρική και άλλες χώρες μετέβη στην κορεατική χερσόνησο υπό τη σκέπη του ΟΗΕ για να αντιμετωπίσει την εισβολή.[82]
Μεταξύ των άλλων ο πόλεμος στην Κορέα επιτάχυνε τις διαδικασίες ανάπτυξης της στρατιωτικής δομής του ΝΑΤΟ.[83] Από την άλλη πλευρά η κοινή γνώμη στις εμπλεκόμενες χώρες ήταν διαιρεμένη όσον αφορά την υποστήριξη ή όχι του πολέμου. Υπήρχαν ανησυχίες για κλιμάκωση του πολέμου πέρα από τα στενά όρια της κορεατικής χερσονήσου, με γενικευμένη σύρραξη με την Κίνα ή ακόμα και με το ξέσπασμα πυρηνικού πολέμου. Οι σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με τις ΗΠΑ ήταν συχνά τεταμένες εξ αιτίας της ισχυρής αντίθεσης στη συνέχιση του πολέμου. Για αυτούς τους λόγους η βρετανική διπλωματία έστρεψε τις προσπάθειές της στον γρήγορο τερματισμό του πολέμου, αποσκοπώντας στον σχηματισμό ενιαίου και ουδέτερου κορεατικού κράτους υπό την αιγίδα του ΟΗΕ καθώς και στην αποχώρηση όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων από το έδαφός του.[84]
Τελικά η ανακωχή συμφωνήθηκε τον Ιούλιο του 1953,[28] μετά τον θάνατο του Στάλιν. Είχε προηγηθεί αιματηρός πόλεμος με εκατόμβες νεκρών -εμπολέμων και αμάχων- καθώς και τρομακτικές καταστροφές στις υποδομές σε ολόκληρη τη χερσόνησο χωρίς κάποια από τις δύο πλευρές να επιτύχει τις επιδιώξεις της. Στο βόρειο μισό ο Κιμ Ιλ Σουγκ εγκαθίδρυσε ολοκληρωτικό δικτατορικό καθεστώς, με ισχυρότατο ρεύμα προσωπολατρίας που παραμένει στην εξουσία μέχρι σήμερα. Στον νότο εγκαθιδρύθηκε με την υποστήριξη των ΗΠΑ αυταρχικό και διεφθαρμένο καθεστώς υπό τον Syngman Rhee.[85] Το 1960 ο Rhee ανετράπη από τον στρατό που επέβαλε δικτατορία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία.
Το 1953, έτος τερματισμού του πολέμου στην Κορέα, έλαβαν χώρα σημαντικές αλλαγές στην ηγεσία των δύο υπερδυνάμεων, που άλλαξαν δραματικά τη δυναμική του μεταξύ τους ανταγωνισμού.[86] Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ τον Ιανουάριο. Ο νέος πρόεδρος έσπευσε να μειώσει κατά ένα τρίτο τις αμυντικές δαπάνες -που είχαν τετραπλασιασθεί τους τελευταίους 18 μήνες της κυβέρνησης Τρούμαν- χωρίς όμως να παύσουν οι ΗΠΑ να εφαρμόζουν τα θεμελιώδη ψυχροπολεμικά τους δόγματα.
Στην ΕΣΣΔ το 1953 πέθανε ο Ιωσήφ Στάλιν, ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της από τη δεκαετία του 1920. Αφού κατάφερε να εξουδετερώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους (Λαβρέντι Μπέρια, Γκεόργκι Μαλενκόφ και Βιατσεσλάβ Μολότοφ) ο Νικίτα Χρουστσόφ έγινε ο νέος ισχυρός άνδρας της χώρας.[14] Σε ομιλία του την 25η Φεβρουαρίου 1956 στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ ο Χρουστσόφ προκάλεσε σοκ στους συνέδρους καταγγέλλοντας και αποκηρύσσοντας για πρώτη φορά τα εγκλήματα που διέπραξε ο Στάλιν.[87] Ξεκίνησε τότε το πρόγραμμα της αποσταλινοποίησης, δηλαδή της προσπάθειας του καθεστώτος να απομακρυνθεί από τις πολιτικές πρακτικές του Σταλινισμού μέσω της αναγνώρισης των σφαλμάτων που έγιναν στο παρελθόν. Το 1961 δήλωσε ότι παρόλο που η ΕΣΣΔ υστερούσε σε σχέση με τη Δύση μέσα σε μια δεκαετία το σοβαρότατο στεγαστικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η χώρα θα είχε επιλυθεί και τα καταναλωτικά αγαθά θα ήταν άφθονα, ενώ σε δύο δεκαετίες θα είχε επί της ουσίας ολοκληρωθεί η οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.[54]
Στις ΗΠΑ ο υπουργός εξωτερικών John Foster Dulles υιοθέτησε μια «Νέα Οπτική» (New Look) στον τρόπο εφαρμογής της στρατηγικής του περιορισμού, σύμφωνα με την οποία τον κύριο αποτρεπτικό ρόλο θα είχαν τα πυρηνικά όπλα σε περίπτωση σύρραξης.[54] Ο Dulles εισήγαγε επίσης τη στρατηγική των μαζικών αντιποίνων (massive retaliation), απειλώντας ότι οι ΗΠΑ θα επέφεραν μεγάλο πλήγμα στην ΕΣΣΔ σε περίπτωση εκδήλωσης σοβιετικής επιθετικότητας. Για παράδειγμα η υπεροχή που είχαν τότε σε πυρηνικά όπλα οι ΗΠΑ ήταν σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της κυβέρνησης Αϊζενχάουερ όταν αυτή κλήθηκε να αποτρέψει ενδεχόμενη σοβιετική παρέμβαση στην Κρίση του Σουέζ το 1956.[14]
Ήδη από το 1949, έτος ιδρύσεως του ΝΑΤΟ, η ΕΣΣΔ είχε συνάψει σύμφωνα συνεργασίας με τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ,[88] ενώ το 1955 συγκροτήθηκε επισήμως το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Το επόμενο έτος, λίγο καιρό μετά την πτώση του σταλινικού ηγέτη της Ουγγαρίας Mátyás Rákosi, ξέσπασε αντισοσιαλιστική εξέγερση στη χώρα αυτή. Επιχειρώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των εξεγερθέντων, το νέο καθεστώς με ηγέτη τον Ίμρε Νάγκι κατάργησε επίσημα τη μυστική αστυνομία, διακήρυξε την πρόθεση του να αποσύρει την Ουγγαρία από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και δήλωσε την πρόθεση του να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές. Οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας επενέβησαν για να αποκαταστήσουν την τάξη. Χιλιάδες Ούγγροι συνελήφθησαν και απελάθηκαν στη Σοβιετική Ένωση ενώ περίπου 200.000 εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο αρχηγός της κυβερνήσεως, Νάγκι, εκτελέστηκε.[89]
Ο Χρουστσόφ διετύπωνε την ίδια περίοδο επιθετική ρητορική ισχυριζόμενος ότι οι εφοδιασμένοι με πυρηνικές κεφαλές βαλλιστικοί πύραυλοι που διέθετε πλέον η ΕΣΣΔ μπορούσαν να πλήξουν οποιοδήποτε στόχο στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Παράλληλα με τη ρητορική, υιοθέτησε το εκ διαμέτρου αντίθετο δόγμα της «ειρηνικής συνύπαρξης» των δύο συστημάτων, απορρίπτοντας το προγενέστερο σταλινικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.[90] Πλέον το σοβιετικό δόγμα μετακινήθηκε από τη θέση ότι η διεθνής ταξική πάλη αναπόφευκτα σήμαινε ότι τα δύο συστήματα βρίσκονταν σε τροχιά σύγκρουσης, στη θέση ότι η παρατεταμένη ειρήνη θα επέτρεπε την κατάρρευση του καπιταλισμού εσωτερικά,[91] ενώ η ΕΣΣΔ θα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο για να ενισχύσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες.[92] Το δόγμα αυτό παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την άνοδο του Γκορμπατσόφ στην εξουσία στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ο Γκορμπατσόφ μετέτρεψε την ειρηνική συνύπαρξη σε αυτοσκοπό, ενώ μέχρι τότε θεωρούνταν μορφή ταξικής πάλης.[93]
Η βίαιη καταστολή της εξέγερσης στην Ουγγαρία προκάλεσε τριβές ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα παγκοσμίως, ιδιαίτερα δε στη δυτική Ευρώπη.[94] Η συμμετοχή σε αυτά μειώθηκε καθώς πολλοί απογοητεύτηκαν από τη βιαιότητα της καταστολής στην Ουγγαρία. Τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης έχασαν μεγάλο μέρος της επιρροής του, κάτι που αναγνώρισε -μεταξύ των άλλων- και ο Γιουγκοσλάβος πολιτικός Μίλοβαν Τζίλας δηλώνοντας ότι «η πληγή που προκάλεσε η Ουγγρική Επανάσταση στον κομμουνισμό δεν πρόκειται ποτέ να επουλωθεί πλήρως».[94]
Οι ΗΠΑ επικεντρώθηκαν εκείνη την περίοδο στην ενίσχυση της δύναμης τους στο εξωτερικό και στην επιτυχία του φιλελεύθερου καπιταλισμού.[95] Παρόλα αυτά από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο ιδεολογικοπολιτικός πόλεμος είχε επί της ουσίας τελειώσει, ενώ η αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στην επίτευξη γεωπολιτικών στόχων και επιδιώξεων.[96]
Τη δεκαετία του 1950 τέθηκαν οι βάσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, την οποία υποστήριξαν οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά οι κυβερνήσεις Τρούμαν και Αϊζενχάουερ. Η ενοποίηση της δυτικής Ευρώπης, υποπροϊόν της παγκόσμιας γεωπολιτικής αντιπαράθεσης των δύο μπλοκ, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «ανάχωμα» απέναντι στο σοβιετικό μπλοκ. Κατοπινές αμερικανικές κυβερνήσεις θεώρησαν ότι ελλόχευε ο κίνδυνος μια ανεξαρτητοποιημένη Ευρώπη να έρθει σε ξεχωριστή συνεννόηση με την ΕΣΣΔ, κάτι που η τελευταία θα αξιοποιούσε για να οξύνει τις διαφωνίες και τη διχόνοια στη Δύση.[97]
Το σχίσμα στις σχέσεις ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη ΛΔ Κίνας είχε σοβαρές επιπτώσεις για το σοσιαλιστικό μπλοκ. Ο Μάο προασπίστηκε τον Στάλιν όταν ο Χρουστσόφ τον αποκήρυξε μετά τον θάνατό του. Ο κινέζος ηγέτης αντιμετώπιζε τον σοβιετικό ομόλογό του ως ένα επιφανειακό τυχάρπαστο, κατηγορώντας τον ότι έχει χάσει την επαναστατική πρωτοκαθεδρία.[98] Από την άλλη πλευρά ο Χρουστσόφ, ενοχλημένος από τη στάση του Μάο σχετικά με το ζήτημα του πυρηνικού πολέμου αναφέρονταν στον Μάο αποκαλώντας τον «φρενοβλαβή σε θρόνο».[99]
Ο Χρουστσόφ επιχείρησε επανειλημμένα να αποκαταστήσει τις σινοσοβιετικές σχέσεις αλλά ο Μάο απέρριψε κατηγορηματικά τις προσπάθειες αυτές.[98] Η εχθρότητα ανάμεσα στις δύο κύριες δυνάμεις του σοσιαλιστικού μπλοκ εκδηλώθηκε και μέσω του πολέμου προπαγάνδας ανάμεσα τους,[100] ενώ υπήρχε ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.[101]
Τα πυρηνικά όπλα, με την ασύγκριτα μεγάλη καταστρεπτική τους ισχύ, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιπαράθεση των δύο πόλων. Πέρα από την αύξηση της καταστρεπτικής τους ισχύος, ήταν απαραίτητη η ανάπτυξη ικανών μέσων μεγάλης ακτίνας δράσης που θα επέτρεπε πλήγματα βαθιά στην ενδοχώρα του αντιπάλου.[28] Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι Σοβιετικοί, που είχαν δώσει έμφαση στον τομέα της πυραυλικής, ανέπτυξαν επιχειρησιακά τους πρώτους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, που ήταν ικανοί να επιφέρουν πυρηνικά πλήγματα σε οποιοδήποτε σημείο της υφηλίου. Τον Αύγουστο του 1957 εκτοξεύτηκε ο πρώτος τέτοιος πύραυλος, τύπου R7, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου έτους τέθηκε σε τροχιά με πύραυλο του ίδιου τύπου ο πρώτος στην ιστορία τεχνητός δορυφόρος, ο Σπούτνικ 1.
Ο Σπούτνικ σηματοδότησε ταυτόχρονα την αυγή της αστροναυτικής και τη δημιουργία ενός εντελώς νέου πεδίου τεχνολογικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις υπερδυνάμεις. Τις επόμενες δύο δεκαετίες η αστροναυτική γνώρισε αλματώδη υλικοτεχνική και επιστημονική πρόοδο: το 1961 ταξίδεψε στο διάστημα ο πρώτος άνθρωπος (ο Σοβιετικός Γιούρι Γκαγκάριν), πραγματοποιήθηκε ο πρώτος διαστημικός περίπατος (από τον Σοβιετικό Αλεξέι Λεόνοφ), έφτασαν οι πρώτοι άνθρωποι στην επιφάνεια της Σελήνης (με το αμερικανικό πρόγραμμα Απόλλων), κατασκευάστηκαν οι πρώτοι διαστημικοί σταθμοί και τέθηκαν οι βάσεις για την εξερεύνηση του ηλιακού συστήματος με μη επανδρωμένα διαπλανητικά διαστημόπλοια. Την ίδια περίοδο θεμελιώθηκαν νέοι κλάδοι και δραστηριότητες, όπως η πρόγνωση του καιρού με τη χρήση δορυφόρων, τα συστήματα δορυφορικής πλοήγησης, οι δορυφορικές τηλεπικοινωνίες και οι κατασκοπευτικές δραστηριότητες μέσω εξειδικευμένων τροχιακών συστημάτων.
Τον Ιανουάριο του 1959 επαναστατικό κίνημα ανέτρεψε στην Κούβα το καθεστώς Μπατίστα. Οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κούβα ήταν τεταμένες μετά την πτώση του Μπατίστα, άλλα ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ εσκεμμένα έφυγε από την Ουάσιγκτον για να αποφύγει να συναντήσει τον νέο ηγέτη της Κούβας, Φιντέλ Κάστρο.[102] Τη διαπραγμάτευση ανέλαβε ο τότε αντιπρόεδρος της αμερικανικής κυβερνήσεως Ρίτσαρντ Νίξον. Η Κούβα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για την προμήθεια πολεμικού υλικού από το Ανατολικό Μπλοκ τον Μάρτιο του 1960.[103]
Τον Ιανουάριο του 1961, λίγο πριν την αποχώρηση του από τον προεδρικό θώκο, ο Αϊζενχάουερ επισήμως διέκοψε τις σχέσεις με την κουβανική κυβέρνηση. Τον Απρίλιο του 1961 η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Τζων Κένεντι οργάνωσε, μέσω της CIA, επιχείρηση ανατροπής της κυβέρνησης Κάστρο. Οργανώθηκε απόβαση δυνάμεων στον κόλπο των χοίρων, τις οποίες όμως κατατρόπωσαν οι κυβερνητικοί, κάτι που γελοιοποίησε παγκοσμίως τις ΗΠΑ.[104] Ο Κάστρο υιοθέτησε και επίσημα τον Μαρξισμό-Λενινισμό ενώ η ΕΣΣΔ υποσχέθηκε την αρωγή της στο καθεστώς του.[104]
Το 1961 έλαβε χώρα στο Βερολίνο το τελευταίο μεγάλο επεισόδιο που σχετίζονταν με το γερμανικό ζήτημα: ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι Σοβιετικοί είχαν επιβάλει περιορισμούς στη μετανάστευση στο εξωτερικό. Παρόμοιους περιορισμούς είχαν επιβάλει και οι άλλες ανατολικές χώρες.[105] Παρόλα αυτά μεγάλος αριθμός Ανατολικογερμανών έφθανε στη Δύση μέσω του δυτικού Βερολίνου, όπου ο έλεγχος των μετακινήσεων γίνονταν από τις τέσσερις νικήτριες δυνάμεις.[106] Η κατάσταση είχε σοβαρές επιπτώσεις για την Ανατολική Γερμανία, διότι μετανάστευαν στη Δυτική Γερμανία πολλοί νέοι και καταρτισμένοι πολίτες.[107] Τον Ιούνιο του 1961 η Σοβιετική Ένωση απαίτησε την αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων από το δυτικό Βερολίνο.[108] Το αίτημά τους απορρίφθηκε με συνέπεια στις 13 Αυγούστου η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας να ξεκινήσει τη σταδιακή οικοδόμηση του περίφημου τείχους του Βερολίνου.[109]
Το ζήτημα της Κούβας συνέχισε να απασχολεί την ηγεσία των ΗΠΑ μετά την καταστροφή στον κόλπο των χοίρων. Η κυβέρνηση Κένεντι επεξεργάστηκε διάφορα σχέδια ανατροπής του καθεστώτος Κάστρο. Τον Φεβρουάριο του 1962 η σοβιετική ηγεσία πληροφορήθηκε για τα σχέδια δολοφονίας του Κάστρο και ανατροπής του καθεστώτος του,[110] με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν άμεσα οι προετοιμασίες για την εγκατάσταση πυραύλων ικανών να μεταφέρουν πυρηνικές κεφαλές στο κουβανικό έδαφος.[110] Η κυβέρνηση Κένεντι επέβαλλε τελικά ναυτικό αποκλεισμό στο νησί, φέρνοντας τις δύο πλευρές πολύ κοντά στο ενδεχόμενο γενικευμένου πολέμου. Τελικά ο Χρουστσόφ υποχώρησε και η ΕΣΣΔ απέσυρε τους πυραύλους από την Κούβα, αφού πρώτα εξασφάλισε τη δέσμευση των Αμερικανών ότι δεν θα επιχειρούσαν να εισβάλουν ξανά στο νησί.[111]
Το επεισόδιο αυτό, που διήρκησε από τον Οκτώβριο μέχρι τον Νοέμβριο του 1962 και έμεινε γνωστό ως η Κρίση των πυραύλων της Κούβας, έφερε την ανθρωπότητα πολύ κοντά στο πυρηνικό ολοκαύτωμα.[112] Ήταν ισχυρότατη απόδειξη του δόγματος της Αμοιβαία Επιβεβαιωμένης Καταστροφής (MAD). Καμία από τις δύο υπερδυνάμεις δεν ήταν πρόθυμη να ρισκάρει τη χρήση πυρηνικών όπλων φοβούμενη τη μαζική ανταπόδοση της άλλης πλευράς με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή σε παγκόσμια κλίμακα.[113] Μετά την κρίση ξεκίνησαν για πρώτη φορά συνομιλίες για τον περιορισμό των πυρηνικών οπλοστασίων καθώς και για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων.[114]
Δέκα μήνες μετά την «κρίση των πυραύλων», που έφερε τις δύο υπερδυνάμεις στο χείλος της πυρηνικής αναμέτρησης, υπογράφτηκε στη Μόσχα η πρώτη συνθήκη περιορισμού των πυρηνικών δοκιμών στις 5 Αυγούστου του 1963. Τη συνθήκη, που απαγόρευε τις δοκιμές στη θάλασσα, την ατμόσφαιρα και το Διάστημα, υπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ντιν Ρασκ, της Ε.Σ.Σ.Δ. Αντρέι Γκρομίκο και της Βρετανίας Λόρδος Χιουμ. Το 1963, με νωπές ακόμη τις μνήμες από τις κρίσεις της Κούβας και του Βερολίνου, Ουάσινγκτον και Μόσχα αποφάσισαν να εγκαταστήσουν μία γραμμή άμεσης επικοινωνίας Λευκού Οίκου-Κρεμλίνου για τη διαχείριση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης. Το 1964 ο Χρουστσόφ εκδιώχθηκε από την ηγεσία της ΕΣΣΔ αλλά του επετράπη να αποσυρθεί χωρίς να υποστεί άλλες συνέπειες.[115] Κατηγορήθηκε για αγένεια και ανικανότητα, καθώς και για την καταστροφή της αγροτικής οικονομίας και το γεγονός ότι διακινδύνευσε την πρόκληση πυρηνικού πολέμου.[115]
Τη δεκαετία του 1960 και του 1970 οι εμπλεκόμενες στον Ψυχρό Πόλεμο δυνάμεις αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν σε ένα νέο, πιο περίπλοκο σκηνικό, όπου ο κόσμος δεν ήταν πλέον καθαρά διαιρεμένος σε δύο αντιμαχόμενα μπλοκ. Αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι χώρες της δυτικής Ευρώπης και η Ιαπωνία γνώρισαν αλματώδη οικονομική ανάκαμψη και στη συνέχεια ανάπτυξη για δύο δεκαετίες, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να πλησιάζει αυτό των ΗΠΑ ενώ οι οικονομίες των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ έμεναν στάσιμες συγκριτικά.
Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και σε συνδυασμό με την αυξανόμενη επιρροή σχημάτων όπως ο ΟΠΕΚ και το Κίνημα των Αδεσμεύτων, χώρες με κατά πολύ μικρότερη ισχύ απέκτησαν τη δυνατότητα χάραξης περισσότερο ανεξάρτητης πολιτικής όντας πλέον ικανές να προβάλουν την αντίθεσή τους στις πιέσεις της μίας ή της άλλης υπερδύναμης. Εν τω μεταξύ η Μόσχα μπήκε σε φάση εσωστρέφειας προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το καθεστώς. Σοβιετικοί ηγέτες όπως ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ και ο Αλεξέι Κοσίγκιν επεδίωξαν ενεργά την πολιτική της ύφεσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Ήδη από το 1958 η Γαλλία, επί προεδρίας ντε Γκωλ, διέσπασε την ενότητα του ΝΑΤΟ διαμαρτυρόμενη για τον ισχυρότατο ρόλο που είχαν οι ΗΠΑ στη συμμαχία καθώς και για την «ειδική σχέση» τους με τη Μεγάλη Βρετανία. Σε υπόμνημά του της 17ης Σεπτεμβρίου 1958, ο ντε Γκωλ ζητούσε τη συγκρότηση ενός τριμερούς διευθυντηρίου που θα επέτρεπε στη Γαλλία να συμμετέχει επί ίσοις όροις με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία στα ζητήματα της συμμαχίας. Επίσης ζήτησε την επέκταση της κάλυψης του ΝΑΤΟ ώστε να καλύπτει γεωγραφικές περιοχές που αφορούσαν τα γαλλικά συμφέροντα, ιδιαιτέρως τη Γαλλική Βόρεια Αφρική, όπου ο Γαλλικός Στρατός μάχονταν τους αυτονομιστές αντάρτες.
Θεωρώντας ότι η απάντηση που έλαβε δεν ήταν ικανοποιητική, ο ντε Γκωλ ξεκίνησε την ανάπτυξη ανεξάρτητου πυρηνικού προγράμματος ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1966, η Γαλλία αποσύρθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και όλα τα νατοϊκά στρατεύματα αποσύρθηκαν από το γαλλικό έδαφος.
Το 1968 κλιμακώθηκαν στην Τσεχοσλοβακία εξελίξεις που αφορούσαν προσπάθειες εκδημοκρατισμού και γενικότερης αλλαγή κατεύθυνσης του καθεστώτος, υπό την καθοδήγηση του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας με Γενικό Γραμματέα τον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Τα τεκταινόμενα έμειναν γνωστά ως η «Άνοιξη της Πράγας» και προκάλεσαν τελικά την επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας και τη διακοπή των μεταρρυθμίσεων. Το πρόγραμμα αλλαγών προέβλεπε μεταξύ των άλλων τη μεγαλύτερη ελευθερία του τύπου, την ελευθερία του λόγου και των μετακινήσεων, τη στροφή της οικονομίας στην παραγωγή των καταναλωτικών αγαθών, καθώς και το ενδεχόμενο εγκαθίδρυσης πολυκομματικού πολιτικού συστήματος. Επίσης εξετάστηκε το ενδεχόμενο απόσυρσης της χώρας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Προκειμένου να αποτραπεί η υλοποίηση του προαναφερθέντος προγράμματος, οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας εισέβαλαν στη χώρα και ανέτρεψαν τον Ντούμπτσεκ. Μεγάλος αριθμός Τσέχων και Σλοβάκων κατέφυγε τότε στη Δύση, ενώ Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Κίνα, καθώς και κομμουνιστικά κόμματα δυτικών χωρών διατύπωσαν έντονες αντιδράσεις στη στρατιωτική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία.
Τον Σεπτέμβριο του 1968, ένα μόλις μήνα μετά τη στρατιωτική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, ο ηγέτης της ΕΣΣΔ Λεονίντ Μπρέζνιεφ διατύπωσε σε ομιλία του στην Πολωνία το αποκαλούμενο «δόγμα Μπρέζνιεφ». Η πεμπτουσία αυτού ήταν ότι σε περίπτωση απόπειρας ανατροπής του σοσιαλισμού σε κάποια χώρα, διατηρούνταν το δικαίωμα παραβίασης της ανεξαρτησίας της προς αντιμετώπιση των αντεπαναστατών. Δήλωσε τότε:
Όταν δυνάμεις εχθρικές προς τον σοσιαλισμό επιχειρούν να τρέψουν την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής χώρας προς τον καπιταλισμό, τότε το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την εν λόγω χώρα, αλλά καθίσταται κοινό πρόβλημα και πηγή ανησυχίας για όλες τις σοσιαλιστικές χώρες
Ο πρόεδρος Νίξον αποφάσισε να εκμεταλλευτεί το σινοσοβιετικό σχίσμα και γενικότερα την επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο κύριες κομμουνιστικές δυνάμεις προκειμένου να γύρει η πλάστιγγα υπέρ της Δύσης στον παγκόσμιο γεωπολιτικό ανταγωνισμό. Οι Κινέζοι επίσης επεδίωκαν την ίδια περίοδο τη βελτίωση των σχέσεών τους με τις ΗΠΑ προκειμένου να αποκτήσουν το πλεονέκτημα στην αντιπαράθεση με τους Σοβιετικούς. Τον Φεβρουάριο του 1972 ο Νίξον ανακοίνωσε, προκαλώντας αίσθηση διεθνώς, την αποκατάσταση των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη ΛΔ Κίνας, ανακοινώνοντας παράλληλα το ταξίδι που θα πραγματοποιούσε για να συναντήσει τον Μάο και τον Ζου Ενλάι. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η ΕΣΣΔ είχε καταφέρει να συγκροτήσει για πρώτη φορά πυρηνικό οπλοστάσιο ισοδύναμο με των Αμερικανών, ενώ παράλληλα εξελίσσονταν ο Πόλεμος του Βιετνάμ που είχε σαν συνέπειες –μεταξύ πολλών άλλων- την εξασθένιση της επιρροής των ΗΠΑ στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και την ψύχρανση των σχέσεων τους με τις δυνάμεις της δυτικής Ευρώπης.
Παρόλο που η έμμεση σύγκρουση των δύο μπλοκ συνεχίζονταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησε περίοδος γενικότερης άμβλυνσης των εντάσεων.
Μετά από την επίσκεψη του στην Κίνα, ο Νίξον συναντήθηκε με τη σοβιετική ηγεσία στη Μόσχα, προκειμένου να γίνουν Συνομιλίες για τον Περιορισμό των Στρατηγικών Όπλων (αγγλικά: Strategic Arms Limitation Talks, SALT). Η SALT I ήταν η πρώτη ουσιαστική συμφωνία σχετικά με τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων που υπεγράφη από τις δύο πλευρές. Υπεγράφη επίσης συμφωνία για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους, η οποία προέβλεπε την απαγόρευση ανάπτυξης συστημάτων αναχαίτισης πυραύλων. Στόχος των συμφωνιών ήταν ο περιορισμός της ανάπτυξης πανάκριβων βαλλιστικών πυραύλων και συστημάτων αντιμετώπισης τους. Οι Νίξον και Μπρέζνιεφ ανακήρυξαν τη νέα εποχή της «ειρηνικής συνύπαρξης» και εγκαθίδρυσαν τη νέα –και πρωτοποριακή για την εποχή- πολιτική της détente. Παράλληλα ο Μπρέζνιεφ επεδίωξε να ανασυγκροτήσει την οικονομία της ΕΣΣΔ, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, εν μέρει οφειλόμενα στο δυσβάσταχτο κόστος των πολεμικών εξοπλισμών. Στα 1972-74 οι δύο πλευρές αποφάσισαν επίσης να ενισχύσουν τους οικονομικούς τους δεσμούς, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών εμπορικών συμφωνιών. Η πολιτική που ακολουθούσαν εκείνη την περίοδο οι δύο υπερδυνάμεις συνέπεσε χρονικά με την Ostpolitik, την προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων ανάμεσα στα δύο γερμανικά κράτη που ξεκίνησε ο δυτικογερμανός καγκελάριος Βίλλυ Μπραντ. Συνήφθησαν και άλλες συμφωνίες με στόχο την εξομάλυνση της κατάστασης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, με αποκορύφωμα τη Συμφωνία του Ελσίνκι (1975).
Κατά τη διάρκεια της περιόδου της détente συνεχίστηκε η έμμεση αντιπαράθεση των δύο μπλοκ, ιδίως στη Μέση Ανατολή και σε περιοχές του Τρίτου Κόσμου (Χιλή, Αιθιοπία, Ανγκόλα και αλλού). Παρόλο που ο Κάρτερ προσπάθησε να περιορίσει τη χρήση όπλων με τη σύναψη δεύτερης συμφωνίας περιορισμού των πυρηνικών όπλων (SALT II), οι προσπάθειές του απέτυχαν. Η αποτυχία οφείλεται σε σειρά γεγονότων που έλαβαν χώρα το έτος αυτό, όπως η Ιρανική Επανάσταση και η Νικαραγουανή Επανάσταση (που είχε την υποστήριξη της Μόσχας). Και οι δύο επαναστάσεις ανέτρεψαν φιλοαμερικανικά καθεστώτα. Τον Δεκέμβριο του 1979 η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά εξ αιτίας της στρατιωτικής επέμβασης των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν.
Με τον όρο «δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος» είναι γνωστή η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στα δύο μπλοκ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980.
Στις 27 Απριλίου 1978, το κομμουνιστικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν (PDP) κατέλαβε την εξουσία από τον προοδευτικό σοσιαλιστή Mohammed Daoud, με πραξικόπημα. Το νέο καθεστώς, υπό τους Νur Mohammad Taraki (πρόεδρο) και Hafizullah Amin (πρωθυπουργό), επέβαλε ακραίες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που αποξένωσαν τα συντηρητικά ισλαμικά στοιχεία αλλά και τη Μόσχα. Οι σχέσεις των δύο γρήγορα κατέστησαν ανταγωνιστικές και ο Taraki εξοντώθηκε από τον Amin, με δεύτερο πραξικόπημα, ο οποίος, στη συνέχεια εξοντώθηκε με τη σειρά του από την KGB. Η σοβιετική επέμβαση τοποθέτησε επικεφαλής τον τρίτο ηγέτη του DPD που είχε καταφύγει εξόριστος στη Μόσχα, Babrak Karmal. Οι παραδοσιακοί οπλαρχηγοί γρήγορα οργάνωσαν εξέγερση στις ανατολικές περιοχές της χώρας, που σύντομα εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις καθεστωτικές δυνάμεις και τους αντάρτες Μουτζαχεντίν. Οι αντάρτες του Πεσαβάρ εκπαιδεύτηκαν στο γειτονικό Πακιστάν και την Κίνα, ενώ, αργότερα, έλαβαν οπλισμό και χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σαουδική Αραβία, ενώ οι Σοβιετικοί έστειλαν χιλιάδες στρατιωτικούς συμβούλους για να υποστηρίξουν τη φιλοσοβιετική κυβέρνηση του Karmal.
Όταν το 1985 έγινε Γενικός Γραμματέας του ΚΚΣΕ ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, η σοβιετική οικονομία βρίσκονταν ήδη σε φάση αποτελμάτωσης και επιπλέον αντιμετώπιζε οξεία προβλήματα εξ αιτίας της πτώσης των τιμών του πετρελαίου (κύριου εξαγωγικού προϊόντος). Ο Γκορμπατσόφ ξεκίνησε πρόγραμμα αναμόρφωσης της οικονομίας προκειμένου να αντιμετωπίσει τη δυσχερή κατάσταση. Τα αρχικά μέτρα ήταν αναποτελεσματικά, με συνέπεια να κριθεί απαραίτητη από τη νέα ηγεσία η υλοποίηση πιο δραστικών δομικών αλλαγών. Τον Ιούνιο του 1987 ο Γκορμπατσόφ ανακοίνωσε πρόγραμμα οικονομικών αλλαγών, την περεστρόικα (ανασυγκρότηση), που προέβλεπε μεταξύ των άλλων τη χαλάρωση του συστήματος των ποσοστώσεων στην παραγωγή, την ιδιοκτησία επιχειρήσεων από ιδιώτες καθώς και τη δυνατότητα ξένων επενδύσεων. Κύριος στόχος ήταν η στροφή της οικονομίας από την παραγωγή πολεμικού υλικού και άλλες δεσμεύσεις που επέβαλε η ψυχροπολεμική αντιπαράθεση σε πιο παραγωγικούς ειρηνικούς τομείς.
Οι δυτικές ηγεσίες αντιμετώπισαν αρχικά τον Γκορμπατσόφ με σκεπτικισμό, όμως γρήγορα απέδειξε ότι ήταν αφοσιωμένος στην αναμόρφωση της επιδεινούμενης σοβιετικής οικονομίας αντί της συνέχισης του στρατιωτικού ανταγωνισμού με τη Δύση. Παράλληλα με το νέο οικονομικό πρόγραμμα, ο Γκορμπατσόφ εισήγαγε την πολιτική της γκλασνόστ, δηλαδή της αύξησης των ελευθεριών του τύπου καθώς και της μεγαλύτερης διαφάνειας στον τρόπο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Η Γκλασνόστ αποσκοπούσε στον περιορισμό της διαφθοράς στα ανώτατα κλιμάκια του ΚΚΣΕ ενώ παράλληλα οδήγησε στην αύξηση της επικοινωνίας ανάμεσα στους Σοβιετικούς πολίτες και τον δυτικό κόσμο, επιταχύνοντας τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Ανταποκρινόμενος στις παραχωρήσεις που ήταν πλέον πρόθυμη να κάνει η Μόσχα, ο Ρήγκαν συμφώνησε στην επανεκκίνηση των συνομιλιών σχετικά με οικονομικά ζητήματα καθώς και τον περιορισμό της κούρσας των εξοπλισμών. Η πρώτη επίσημη συνάντηση έλαβε χώρα στη Γενεύη το 1985. Οι ηγέτες των δύο υπερδυνάμεων συμφώνησαν επί της αρχής για τη μείωση των πυρηνικών οπλοστασίων τους κατά 50%. Ακολούθησε δεύτερη συνάντηση στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Οι συνομιλίες διεξάγονταν ομαλά μέχρι το σημείο που επικεντρώθηκαν στην Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας (αγγλ. Strategic Defence Initiative, SDI) της ολοκληρωτική διακοπή της οποίας επεδίωκε ο Γκορμπατσόφ, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να γίνει δεκτό από τους Αμερικανούς. Οι συνομιλίες στο Ρέικιαβικ δεν απέδωσαν καρπούς, όμως στην τρίτη κατά σειρά σύνοδο (1987) υπεγράφη η Συμφωνία για τις Πυρηνικές Δυνάμεις (όπλα) Ενδιάμεσου Βεληνεκούς (αγγλ. Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty, INF) βάσει της οποίας θα καταστρέφονταν όλοι οι οπλισμένοι με πυρηνικές κεφαλές βαλλιστικοί πύραυλοι με βεληνεκές από 500 έως 5.500 χλμ. καθώς και όλες οι σχετικές υποδομές υποστηρίξεως τους.
Οι αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο μπλοκ μειώθηκε ραγδαία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά. Αποκορύφωμα της τάσης αυτής ήταν υπογραφή της συνθήκης για τον έλεγχο των οπλοστασίων (START I) που υπέγραψαν Μπους και Γκορμπατσόφ το 1989 στη Μόσχα. Την επόμενη χρονιά είχε πια καταστεί σαφές στη σοβιετική ηγεσία ότι το κόστος της διατήρησης των κολοσσιαίων ενόπλων δυνάμεων της χώρας καθώς και η επιδοτούμενη παροχή πετρελαίου και φυσικού αερίου αποτελούσε τροχοπέδη για την οικονομία. Επίσης αναγνωρίστηκε το γεγονός ότι η διατήρηση μιας ζώνης προστασίας στην ανατολική Ευρώπη δεν προσέφερε πλέον στρατηγικά πλεονεκτήματα και ανακοινώθηκε ότι οι Σοβιετικοί δεν είχαν πλέον την πρόθεση να επέμβουν στα εσωτερικά ζητήματα των συμμαχικών χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης.
Στα 1989 οι σοβιετικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από το Αφγανιστάν και στα 1990 ο Γκορμπατσόφ συναίνεσε στην επανένωση των δύο γερμανικών κρατών. Στις 3 Δεκεμβρίου 1989 Γκορμπατσόφ και Μπους ανακοίνωσαν στη Μάλτα το οριστικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Στα 1989 το σύστημα συμμαχιών που είχαν εγκαθιδρύσει οι Σοβιετικοί ήδη από τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κατέρρεε. Τα σοσιαλιστικά καθεστώτα έχαναν τη δύναμη και την επιρροή τους, ενώ ήταν πλέον απίθανη η άμεση επέμβαση της ΕΣΣΔ προς υποστήριξή τους. Οργανώσεις όπως η «Αλληλεγγύη» στην Πολωνία σύντομα κέρδισαν σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Το 1989 οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας συζήτησαν για πρώτη φορά το ενδεχόμενο διεξαγωγής ελεύθερων εκλογών. Στην Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Γερμανία πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο μεγάλες διαδηλώσεις ενώ σε Ρουμανία και Βουλγαρία κατέρρεαν ήδη τα σοσιαλιστικά καθεστώτα, στη Ρουμανία εν μέσω βίαιων συγκρούσεων. Κολοφώνας των σαρωτικών αλλαγών που έλαβαν χώρα σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη στα 1989 ήταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που χώριζε επί μισό αιώνα περίπου το Βερολίνο σε δυτικό και ανατολικό μέρος. Εξαιρουμένης της Ρουμανίας, ο σοσιαλισμός ανετράπη με ειρηνικά μέσα το 1989 σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη.
Στην ίδια την ΕΣΣΔ η γκλασνόστ αποδυνάμωσε τους δεσμούς που κρατούσαν τη Σοβιετική Ένωση. Τον Φεβρουάριο του 1990, με τον διαφαινόμενο κίνδυνο διάλυσης της, το ΚΚΣΕ αναγκάστηκε να απολέσει το μονοπώλιο της εξουσίας που κατείχε από τον καιρό της Οκτωβριανής Επανάστασης. Την ίδια περίοδο η μεγαλύτερη ελευθερία στον τύπο επέτρεψε την εκδήλωση της υποβόσκουσας δυσαρέσκειας καθώς και των εθνικισμών, οδηγώντας αυτονόμηση κάποιων Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών από τη Μόσχα καθώς και την απόσχιση των τριών Δημοκρατιών της Βαλτικής (Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία) από την Ένωση. Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια, η αποδυνάμωση του ΚΚΣΕ και οι φωνές για απόσχιση Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Ρωσίας, οδήγησαν στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Αποτυχημένο πραξικόπημα, που αποσκοπούσε την επιστροφή στην πρότερη κατάσταση, σηματοδότησε την αρχή του τέλους. Η Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, που διαδέχθηκε επισήμως την ΕΣΣΔ την 21η Δεκεμβρίου 1991, ενώ η επίσημη διακήρυξη της διάλυσης της ΕΣΣΔ έγινε στις 25 Δεκεμβρίου.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία προχώρησε σε δραματικές περικοπές των αμυντικών δαπανών ενώ παράλληλα έλαβαν χώρα ριζικές αλλαγές στη δομή της οικονομίας που είχαν ως συνέπεια να μείνουν άνεργοι εκατομμύρια άνθρωποι.[116] Η αλλαγή της οικονομίας από κεντρικά σχεδιασμένη σοσιαλιστικού τύπου σε καπιταλιστική επέφερε ύφεση η οποία ήταν σοβαρότερη, συγκριτικά, με την περίφημη Μεγάλη Ύφεση του 1929.[117] Ο κόσμος θεωρείται πλέον μονοπολικός, με τις ΗΠΑ να αποτελούν τη μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη.[118][119][120] Η αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ διαμόρφωσε τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ μεταπολεμικά: το 1989 είχαν συνάψει συμμαχίες με 50 χώρες και διατηρούσαν μισό εκατομμύριο στρατιώτες στο εξωτερικό[121] (περ. 300.000 στην Ευρώπη[122] και άλλες 130.000 στην Ασία[121]). Ο Ψυχρός Πόλεμος σήμανε επίσης το ζενίθ της ανάπτυξης του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος, ιδίως στις ΗΠΑ, καθώς και τη συστηματική χρηματοδότηση μεγάλης κλίμακας επιστημονικών και τεχνολογικών προγραμμάτων από τις ένοπλες δυνάμεις.[123]
Οι ολικές αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτιμώνται στα οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια. Υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν 100.000 Αμερικανοί στους πολέμους της Κορέας και του Βιετνάμ.[124] Παρόλο που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, το κόστος της κούρσας των εξοπλισμών ήταν πολύ υψηλότερο (ως ποσοστό του ΑΕΠ) για τη σοβιετική οικονομία συγκριτικά με τις ΗΠΑ.[125]
Πολλές από τις εντάσεις και τις συγκρούσεις στις χώρες του Τρίτου Κόσμου παρέμειναν μετά το οριστικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η κατάσταση στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της ανατολικής Ευρώπης ήταν ανομοιόμορφη: ενώ οι περισσότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης μπήκαν σταδιακά σε φάση σχετικής ομαλότητας, η Γιουγκοσλαβία διαμελίστηκε και στη συνέχεια ακολούθησε πολυετής πόλεμος. Ένοπλες συρράξεις συνέβησαν σε διάφορες περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.