Ο όρος Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ή Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ (επίσημα: Γερμανοσοβιετική Συνθήκη) χαρακτηρίζει το σύμφωνο μη επίθεσης που υπέγραψαν στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα ο Υπουργός Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) και ο Υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, Βιατσεσλάβ Μιχάηλοβιτς Μόλοτοφ (Вячесла́в Миха́йлович Мо́лотов). Τη συνθήκη αυτή επικύρωσε το Ανώτατο Σοβιέτ, οκτώ ημέρες μετά, στις 31 Αυγούστου.

Thumb
Ο Μόλοτοφ (υπογράφοντας), ο Ρίμπεντροπ (με τα μαύρα πίσω από τον Μόλοτοφ) και ο Στάλιν (δεξιά) στις 23 Αυγούστου 1939

Πολιτικές συνθήκες

Σύμφωνα, ωστόσο, με τον σοβιετικό ιστορικό (ειδικευμένο σε ζητήματα διεθνών σχέσεων) Σ. Χουντιάκοφ[1] η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ βρέθηκε σε δύσκολη θέση, που την απειλούσε με διεθνή απομόνωση, καθώς την άνοιξη του 1939 ιθύνοντες κύκλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας ματαίωσαν τις διεξαγόμενες στη Μόσχα άγγλο-γάλλο-σοβιετικές διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συμφώνου αλληλοβοηθείας κατά της φασιστικής επίθεσης. Είχαν προηγηθεί, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο ιστορικό, εκκλήσεις των σοβιετικών για συνασπισμό εναντίον της γερμανικής επεκτατικότητας, που όμως δεν εισακούσθηκαν από τις δυτικές δημοκρατίες, από τον Μάρτιο του 1938. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η ΕΣΣΔ δέχθηκε τη γερμανική πρόταση για βελτίωση των γερμανο-σοβιετικών οικονομικών σχέσεων και για υπογραφή συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ των δυο χωρών και προχώρησε στην αποδοχή της.

Από την πλευρά της ναζιστικής Γερμανίας, ο Χίτλερ, ενώ σχεδίαζε επίθεση κατά της Πολωνίας, ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο των δυο μετώπων, όπως υπήρξε για τη Γερμανία ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος του 1914[2].

Υπό αυτές τι συνθήκες, υπεγράφη στις 23 Αυγούστου του 1939 το Σύμφωνο μη Επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της ναζιστικής Γερμανίας. Κατόπιν αυτού, οι ναζί μπορούσαν να ασχοληθούν με την Πολωνία δίχως τον κίνδυνο να τους εμποδίσει η Σοβιετική Ένωση, ενώ η ΕΣΣΔ, η οποία γνώριζε καλά την επιθυμία του Χίτλερ να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» για τους Γερμανούς στην ανατολική Ευρώπη για επίθεση στη Σοβιετική Ένωση, κέρδισε χρόνο για να προετοιμάσει τον Κόκκινο Στρατό, την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης καθώς επίσης να κάνει τις απαραίτητες μετεγκαταστάσεις πληθυσμού προς τα ενδότερα της χώρας και για την προστασία τους και για την προστασία των συνόρων από κοινότητες με επικινδυνότητα σύναψης συμμαχίας με τον εχθρό, ώστε να μπορεί να αντισταθεί σε πιθανή επίθεση των ναζιστικών δυνάμεων.[2] Σύμφωνα με τον Ρεϊμόν Καρτιέ, ο μεν Στάλιν υπέγραψε το Σύμφωνο με στόχο να κερδίσει χρόνο και ο Χίτλερ με την εκ των προτέρων απόφαση "να το ξεσχίσει"[2]

Περιεχόμενο

Με τη συμφωνία αυτή οι δύο χώρες υποχρεώνονται να μην επιτεθεί η μία στην άλλη. Επίσης καθεμία πρέπει να μείνει ουδέτερη, αν η άλλη αναμιχθεί σε πόλεμο.

Το μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο

Υπήρξαν μυστικά προσαρτήματα στη συνθήκη αυτή, τα οποία προέβλεπαν ότι:

Το γερμανικό αντίγραφο υπήρχε μόνο σε μικροφίλμ, καθώς το χάρτινο αντίγραφο καταστράφηκε στους βομβαρδισμούς του Βερολίνου. Δόθηκε στη δημοσιότητα το 1946 μέσω του Βρετανικού και Αμερικανικού τύπου. Το σοβιετικό αντίγραφο αποχαρακτηρίστηκε το 1992 και δόθηκε στη δημοσιότητα το 1993. [4]

Thumb
ΣΣΔ-Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία
ΣΟΣΔ-Σοβιετική Ομοσπονδία Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
Ε.Π.-Ελεύθερη πόλη.

Συνέπειες

Ο Χίτλερ, με την υπόσχεση ουδετερότητας εκ μέρους της ΕΣΣΔ, εξασφάλιζε ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τον πόλεμο που προετοίμαζε κατά της Πολωνίας. Παράλληλα, όμως, προσέφερε στους Σοβιετικούς τη δυνατότητα να εξοπλιστούν, αφού μέχρι τον Ιούνιο του 1941 είχαν καταφέρει, με ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα στρατιωτικοποίησης, να ανανεώσουν ένα τμήμα του διαλυμένου από τις εκκαθαρίσεις στρατού τους. Έτσι αποδεικνύεται πως το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης τελικώς βοήθησε τους Σοβιετικούς να αποκρούσουν τη Γερμανική επίθεση, αφού τους αντιμετώπισαν μετά τις εκστρατείες τους στη Γαλλία και τα Βαλκάνια.

Με το άνοιγμα του ως σήμερα απόρρητου φακέλου των εγγράφων της Συμφωνίας του Μονάχου[5] γίνεται, επίσης, σαφέστερη η αιτία για την οποία η ΕΣΣΔ υπέγραψε το Σύμφωνο μη Επίθεσης με τη Ναζιστική Γερμανία

Λίγες μέρες μετά την έναρξη του Πολέμου (αρχές Σεπτεμβρίου του 1939) η Πολωνία ήταν σε δύσκολη θέση στρατιωτικά, αφού της ήταν αδύνατο να αποκρούσει, με τα στρατεύματα και τον εξοπλισμό που διέθετε, τις ναζιστικές δυνάμεις και υποχωρούσε σε νέες θέσεις άμυνας. Η σοβιετική εισβολή στην Πολωνία από τα ανατολικά ξεκίνησε 16 μέρες μετά τη γερμανική εισβολή από τα δυτικά. Ο Κόκκινος Στρατός επικράτησε του Πολωνικού στρατού λόγω αριθμητικής υπεροχής, στρατηγικής και τακτικής εξαπάτησης συλλαμβάνοντας 230.000 Πολωνούς στρατιώτες και αξιωματικούς (πολλοί αξιωματικοί και επιφανείς προσωπικότητες εκτελέστηκαν κατά τη Σφαγή του Κατύν τον Απρίλιο και Μάιο του 1940). Έτσι η Πολωνία χωρίστηκε σε ένα κομμάτι κατεχόμενο από τη ναζιστική Γερμανία και ένα κατεχόμενο από τη Σοβιετική Ένωση. Περίπου 13,5 εκατομμύρια Πολωνοί πολίτες μετατράπηκαν σε Σοβιετικούς υπηκόους μετά από εικονικές εκλογές που οργάνωσε η NKVD σε κλίμα τρόμου[6][7][8]. Βάσει, όμως, μιας συμφωνίας της 28ης Σεπτεμβρίου, με την οποία τροποποιήθηκε το Σύμφωνο μη Επίθεσης, η Λιθουανία πέρασε στη σοβιετική σφαίρα επιρροής, ενώ η Γερμανία έλαβε ως αντάλλαγμα μεγαλύτερο μέρος της κατακτημένης Πολωνίας (μέχρι τον ποταμό Μπουγκ). Το 1940 η Σοβιετική Ένωση κατέκτησε τμήματα της Ρουμανίας (Βεσσαραβία και βόρεια Βουκοβίνα, η οποία σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Επίσης εισέβαλε και στις βαλτικές χώρες Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία, που ενσωματώθηκαν στη Σοβιετική Ένωση.

Στις 22 Ιουνίου του 1941 ο Χίτλερ παραβίασε το Σύμφωνο αυτό και επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα).

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Wikiwand in your browser!

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.

Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.

Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.