From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 (ουγγρικά: 1956-os forradalom) ή Ουγγρική Εξέγερση ήταν μια πανεθνική επανάσταση κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και των πολιτικών της που είχαν επιβληθεί από τη Σοβιετική Ένωση, που διήρκεσε από τις 23 Οκτωβρίου ως τις 10 Νοεμβρίου 1956. Χωρίς ηγεσία στην αρχή ήταν η πρώτη μεγάλη απειλή για τη Σοβιετική εξουσία αφότου ο Κόκκινος Στρατός έδιωξε τη ναζιστική Γερμανία από το έδαφός της στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η εξέγερση ξεκίνησε ως φοιτητική διαμαρτυρία, που συγκέντρωσε χιλιάδες άτομα καθώς προχώρησαν στο κέντρο της Βουδαπέστης προς το Κτίριο του Ουγγρικού Κοινοβουλίου, φωνάζοντας στους δρόμους χρησιμοποιώντας ένα βαν με μεγάφωνα. Μια φοιτητική αντιπροσωπεία, που μπήκε στο κτίριο της ραδιοφωνίας για να προσπαθήσει να μεταδώσει τα αιτήματα των φοιτητών, συνελήφθη. Όταν ζητήθηκε η απελευθέρωση της αντιπροσωπείας από τους διαδηλωτές αυτοί πυροβολήθηκαν μέσα από το κτίριο από την Αστυνομία Κρατικής Προστασίας, γνωστή ως ÁVH (Államvédelmi Hatóság). Πολλοί φοιτητές σκοτώθηκαν και ένας τυλίχτηκε σε μια σημαία και περιφερόταν από το πλήθος. Αυτή ήταν η αρχή της επόμενης φάσης της επανάστασης όταν, καθώς τα νέα διαδόθηκαν, αναστάτωση και βία ξέσπασε σε όλη την πρωτεύουσα.
Η εξέγερση εξαπλώθηκε γρήγορα και η κυβέρνηση κατέρρευσε. Χιλιάδες οργανώθηκαν σε πολιτοφυλακές, πολεμώντας την ÁVH και τα σοβιετικά στρατεύματα. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης σημειώθηκαν βίαια επεισόδια, ορισμένοι τοπικοί ηγέτες και μέλη της ÁVH λιντσαρίστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ πρώην πολιτικοί κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι και εξοπλίστηκαν. Τα ριζοσπαστικά αυτοσχέδια εργατικά συμβούλια αφαίρεσαν το δημοτικό έλεγχο από το κυβερνών Ουγγρικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού (Magyar Dolgozók Pártja) και ζήτησαν πολιτική αλλαγή. Η νέα κυβέρνηση του Ίμρε Νάγκυ διέλυσε επίσημα την ÁVH, διακήρυξε την πρόθεσή του να αποσυρθεί από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και δεσμεύτηκε να επαναφέρει τις ελεύθερες εκλογές. Στα τέλη Οκτωβρίου οι μάχες είχαν σχεδόν σταματήσει και οι μέρες της κανονικότητας άρχισαν να επιστρέφουν. Ορισμένοι εργάτες συνέχισαν να αγωνίζονται ενάντια τόσο στο σταλινικό καθεστώς όσο και στις εμφανίσεις των αστικών κομμάτων μετά από αυτό.[1]
Αρχικά εμφανιζόμενο ανοιχτό να διαπραγματευτεί την απόσυρση των Σοβιετικών δυνάμεων, το Πολίτμπιρο αιφνιδίως άλλαξε γνώμη και προχώρησε σε κεραυνοβόλα εισβολή και στη συντριβή της επανάστασης. Στις 4 Νοεμβρίου μια μεγάλη Σοβιετική δύναμη εισέβαλε στη Βουδαπέστη και σε άλλες περιοχές της χώρας. Η ουγγρική αντίσταση συνεχίστηκε μέχρι τις 10 Νοεμβρίου. Περισσότεροι από 2.500 Ούγγροι και 700 Σοβιετικοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στη σύγκρουση και 200.000 Ούγγροι διέφυγαν ως πρόσφυγες. Στην Αυστρία κατασκευάστηκαν μεγάλοι καταυλισμοί προσφύγων από τους οποίους οργανώθηκε η μετανάστευση σε άλλες χώρες για τους πολλούς πρόσφυγες που διέφυγαν πέρα από τα σύνορα πριν από το κλείσιμό τους από το στρατό.[2] Οι μαζικές συλλήψεις και καταγγελίες συνεχίστηκαν για μήνες στη συνέχεια. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1957 η νέα κυβέρνηση που είχε εγκατασταθεί από τη Σοβιετική Ένωση είχε καταστείλει κάθε λαϊκή αντίσταση. Αυτές οι σοβιετικές ενέργειες ενώ ενίσχυαν τον έλεγχο πάνω στο Ανατολικό Μπλοκ αποξένωσαν πολλούς δυτικούς μαρξιστές, οδηγώντας σε διασπάσεις και/ή σημαντικές απώλειες μελών των κομμουνιστικών κομμάτων στα καπιταλιστικά κράτη.
Κατά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ουγγαρία ανήκε στις Δυνάμεις του Άξονα, σύμμαχος με τις δυνάμεις της Ναζιστικής Γερμανίας, της Φασιστικής Ιταλίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Το 1941 ο Ουγγρικός στρατός συμμετείχε στην κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας και την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Ο Σοβιετικός Στρατός μπόρεσε να αναχαιτίσει τον Ουγγρικό και άλλους στρατούς του Άξονα και προέλασε προς την Ουγγαρία το 1944.[3]
Φοβούμενη την εισβολή η Ουγγρική κυβέρνηση άρχισε διαπραγματεύσεις ανακωχής με τους Συμμάχους. Αυτές τελείωσαν όταν η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλε και κατέλαβε τη χώρα και σχημάτισε τη γερμανόφιλη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Τόσο οι Ουγγρικές όσο και οι Γερμανικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Ουγγαρία ηττήθηκαν στη συνέχεια όταν η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στη χώρα στα τέλη του 1944.[4] Μια επίσημη συνθήκη ειρήνης υπεγράφη στο Παρίσι στις 10 Φεβρουαρίου 1947 για να επικυρώσει την ήττα της Ουγγαρίας και όριζε ότι οι σοβιετικές δυνάμεις θα καταλάμβαναν τη χώρα για να επιβλέπουν τους όρους της.[3]
Με το τέλος του πολέμου η Ουγγαρία τέθηκε υπό τη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Αμέσως μετά τον πόλεμο η Ουγγαρία ήταν μια πολυκομματική δημοκρατία και οι βουλευτικές εκλογές του 1945 έδωσαν μια κυβέρνηση συνασπισμού με πρωθυπουργό τον Ζόλταν Τίλντυ. Ωστόσο το Ουγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα, μια μαρξιστική -λενινιστική ομάδα που συμμεριζόταν τις ιδεολογικές πεποιθήσεις της σοβιετικής κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι είχε λάβει μόνο το 17%, αποσπούσε συνεχώς μικρές παραχωρήσεις σε μια διαδικασία που ονομάστηκε τακτική του σαλαμιού και έτσι ροκάνισε την επιρροή της εκλεγμένης κυβέρνησης.[5][6]
Μετά τις εκλογές του 1945 το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εσωτερικών, που επέβλεπε την Ουγγρική Αστυνομία Κρατικής Ασφάλειας (lamllamvédelmi Hatóság, συντομογραφία ÁVH), μεταφέρθηκε από το Ανεξάρτητο Κόμμα των Μικροϊδιοκτητών σε υποψήφιο του Κομμουνιστικού Κόμματος.[7] Η ÁVHχρησιμοποίησε μεθόδους εκφοβισμού, ψευδείς κατηγορίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια για την καταστολή της αντιπολίτευσης.[8] Η σύντομη περίοδος της πολυκομματικής δημοκρατίας έφτασε στο τέλος της όταν το Κομμουνιστικό κόμμα συγχωνεύτηκε με το Σοσιαλδημοκρατικό για να γίνει το Ουγγρικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού, που κατέβηκε με τη λίστα των υποψηφίων του χωρίς αντίπαλο στις βουλευτικές εκλογές του 1949. Στη συνέχεια ανακηρύχθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας.[6]
Το Ουγγρικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού άρχισε να μετατρέπει την οικονομία σε σοσιαλιστική, αναλαμβάνοντας ριζική εθνικοποίηση με βάση το σοβιετικό μοντέλο. Οι συγγραφείς και οι δημοσιογράφοι ήταν οι πρώτοι που εξέφρασαν ανοιχτή κριτική για την κυβέρνηση και τις πολιτικές της, δημοσιεύοντας κριτικά άρθρα το 1955.[9] Μέχρι τις 22 Οκτωβρίου 1956 οι φοιτητές του Πολυτεχνείου ανέστησαν την απαγορευμένη φοιτητική ένωση MEFESZ [10] και πραγματοποίησαν μια διαδήλωση στις 23 Οκτωβρίου που πυροδότησε μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν άμεσα στην επανάσταση.
Η Ουγγαρία έγινε σοσιαλιστικό κράτος υπό την αυταρχική ηγεσία του Mάτυας Ράκοσι.[11] Υπό την κυβέρνησή του η Κρατική Ασφαλεία (ÁVH) ξεκίνησε μια σειρά εκκαθαρίσεων, πρώτα στο Κομμουνιστικό Κόμμα για να τερματίσει την αντίθεση στις πολιτικές του Ράκοσι. Τα θύματα χαρακτηρίστηκαν ως "τιτοϊκοί", "δυτικοί πράκτορες" ή "τροτσκιστές" για το έγκλημα της συμμετοχής στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Συνολικά περίπου οι μισοί από όλους τους αξιωματούχους μεσαίου και κατώτερου επιπέδου του κόμματος - τουλάχιστον 7.000 άτομα - εκκαθαρίστηκαν.[12][13][14]
Από το 1950 ως το 1952 η Κρατική Ασφαλεία μετεγκατέστησε χιλιάδες ανθρώπους για να αποκτήσει περιουσία και στέγη για τα μέλη του Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού και να απομακρύνει την απειλή της τάξης των διανοούμενων και των αστών. Χιλιάδες συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, δικάστηκαν και φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, απελάθηκαν στα ανατολικά ή εκτελέστηκαν, συμπεριλαμβανομένου του ιδρυτή της ÁVH Λάζλο Ράικ.[13][15] Σε ένα μόνο χρόνο μετακινήθηκαν βίαια από τη Βουδαπέστη περισσότεροι από 26.000 άνθρωποι, που ήταν πολύ δύσκολο να βρουν θέσεις εργασίας και στέγη. Οι απελαθέντες βίωσαν γενικά τρομερές συνθήκες διαβίωσης και εργάστηκαν σκληρά σε αγροτικές κολεκτίβες. Πολλοί πέθαναν από τις κακές συνθήκες διαβίωσης και τον υποσιτισμό.[14]
Η κυβέρνηση Ράκοσι πολιτικοποίησε ολοκληρωτικά το εκπαιδευτικό σύστημα της Ουγγαρίας για να αντικαταστήσει τις μορφωμένες τάξεις με μια «εργατική διανόηση». [16] Η μελέτη της ρωσικής γλώσσας και η κομμουνιστική πολιτική διδασκαλία έγιναν υποχρεωτικές σε σχολεία και πανεπιστήμια πανεθνικά. Τα θρησκευτικά σχολεία εθνικοποιήθηκαν και οι ηγέτες της εκκλησίας αντικαταστάθηκαν από πιστούς στην κυβέρνηση. .[17] Το 1949 ο ηγέτης της Ουγγρικής Καθολικής Εκκλησίας, αντισημίτης Καρδινάλιος Γιόζεφ Μίντσεντυ,[18][19] συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για προδοσία.[20] Επί Ράκοσι η κυβέρνηση της Ουγγαρίας ήταν από τις πιο καταπιεστικές στην Ευρώπη.[6][15]
Η μεταπολεμική ουγγρική οικονομία υπέφερε από πολλαπλές προκλήσεις. Η Ουγγαρία συμφώνησε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις συνολικά 300 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση, την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία, και να συντηρεί σοβιετικές φρουρές.[21] Η Ουγγρική Εθνική Τράπεζα το 1946 εκτίμησε το κόστος των αποζημιώσεων "μεταξύ 19 και 22 % του ετήσιου εθνικού εισοδήματος".[22] Το 1946 το ουγγρικό νόμισμα γνώρισε μια σκόπιμη σημαντική υποτίμηση από στελέχη που είχε τοποθετήσει η Σοβιετική Ένωση, με αποτέλεσμα τα υψηλότερα ιστορικά ποσοστά υπερπληθωρισμού στην παγκόσμια ιστορία, με τις τιμές να διπλασιάζονται συνέχεια κάθε 15 ώρες.[23] Η συμμετοχή της Ουγγαρίας στη χρηματοδοτούμενη από τη Σοβιετική Ένωση Κομεκόν (Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας) την εμπόδισε να εμπορεύεται με τη Δύση ή να λάβει βοήθεια από το Σχέδιο Μάρσαλ.[24] Επιπλέον ο Ράκοσι ξεκίνησε το πρώτο του πενταετές σχέδιο το 1950, βασισμένο στο ομώνυμο βιομηχανικό πρόγραμμα του Ιωσήφ Στάλιν, που επεδίωκε να αυξήσει τη βιομηχανική παραγωγή κατά 380%. Όπως το αντίστοιχό του σοβιετικό το σχέδιο δεν πέτυχε ποτέ αυτούς τους εξωφρενικούς στόχους, εν μέρει λόγω του καταλυτικού αποτελέσματος της εξαγωγής των περισσότερων πρώτων υλών και τεχνολογίας της Ουγγαρίας στη Σοβιετική Ένωση, καθώς και των εκκαθαρίσεων του Ράκοσι σε μεγάλο μέρος της πρώην τάξης των επαγγελματιών. Στην πραγματικότητα το πενταετές σχέδιο αποδυνάμωσε την υπάρχουσα βιομηχανική δομή της Ουγγαρίας και προκάλεσε πτώση των πραγματικών βιομηχανικών μισθών κατά 18% μεταξύ 1949 και 1952.[12]
Αν και το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε το πρώτο τρίτο της δεκαετίας του 1950, το βιοτικό επίπεδο μειώθηκε. Οι τεράστιες μειώσεις εισοδήματος για τη χρηματοδότηση βιομηχανικών επενδύσεων μείωσαν το διαθέσιμο προσωπικό εισόδημα. Η κακοδιαχείριση δημιούργησε χρόνιες ελλείψεις σε βασικά τρόφιμα, με αποτέλεσμα τη διανομή ψωμιού, ζάχαρης, αλευριού και κρέατος με το δελτίο.[25] Οι υποχρεωτικές εγγραφές για τα κρατικά ομόλογα μείωσαν περαιτέρω το προσωπικό εισόδημα. Το καθαρό αποτέλεσμα ήταν το διαθέσιμο πραγματικό εισόδημα των εργατών και των υπαλλήλων το 1952 να είναι μόνο τα δύο τρίτα εκείνου του 1938, ενώ το 1949 ήταν 90%.[26] Αυτές οι πολιτικές είχαν σωρευτική αρνητική επίδραση και τροφοδότησαν τη δυσαρέσκεια καθώς το εξωτερικό χρέος μεγάλωνε και ο πληθυσμός αντιμετώπιζε ελλείψεις αγαθών.[27]
Στις 5 Μαρτίου 1953 ο Ιωσήφ Στάλιν πέθανε, εγκαινιάζοντας μια περίοδο μετριοπαθούς φιλελευθεροποίησης, όταν τα περισσότερα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα ανέπτυξαν μια μεταρρυθμιστική πτέρυγα. Στην Ουγγαρία ο μεταρρυθμιστής Ίμρε Νάγκυ αντικατέστησε ως πρωθυπουργός τον Ράκοσι, «τον καλύτερο Ούγγρο μαθητή του Στάλιν»,[28] ωστόσο ο Ράκοσι παρέμεινε Γενικός Γραμματέας του Κόμματος και μπορούσε να υπονομεύει τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις του Νάγκι. Τον Απρίλιο του 1955 κατήγγειλε και απομάκρυνε τον Νάγκι. [29]
Στις 14 Μαΐου 1955 η Σοβιετική Ένωση δημιούργησε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, δεσμεύοντας την Ουγγαρία με τη Σοβιετική Ένωση και τα κράτη-δορυφόρους της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Μεταξύ των αρχών αυτής της συμμαχίας ήταν "ο σεβασμός της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας των κρατών" και "η μη επέμβαση στις εσωτερικές τους υποθέσεις".[30]
Το 1955 η Συνθήκη του Αυστριακού Κράτους και η κήρυξη ουδετερότητας που ακολούθησε καθιέρωσαν την Αυστρία ως αποστρατιωτικοποιημένη και ουδέτερη χώρα.[31] Αυτό αύξησε τις ουγγρικές ελπίδες να γίνουν επίσης ουδέτερες και ο Νάγκι είχε εξετάσει "τη δυνατότητα της Ουγγαρίας να υιοθετήσει ουδέτερο καθεστώς κατά το αυστριακό πρότυπο".[32]
Μετά τη «μυστική ομιλία» του Χρουστσόφ το Φεβρουάριο του 1956, που κατήγγειλε το Στάλιν και τους προστατευόμενούς του,[33] ο Ράκοσι καθαιρέθηκε από Γενικός Γραμματέας του Κόμματος και αντικαταστάθηκε από τον Ερνε Γκέρε στις 18 Ιουλίου 1956.[34] Το Radio Free Europe (RFE) μετέδωσε τη «μυστική ομιλία» στην Ανατολική Ευρώπη κατόπιν συμβουλής του Rέι Σ. Κλάιν, που την είδε ως τρόπο», όπως νομίζω ότι είπα [στον Αλεν Ντάλες] να πει,« κατηγορήστε ολόκληρο το Σοβιετικό σύστημα »." [35]
Τον Ιούνιο του 1956 μια βίαιη εξέγερση Πολωνών εργατών στο Πόζναν κατεστάλη από την κυβέρνηση, με δεκάδες διαδηλωτές νεκρούς και να τραυματίες. Ανταποκρινόμενη στο λαϊκό αίτημα τον Οκτώβριο του 1956 η κυβέρνηση διόρισε τον πρόσφατα αποκατασταθέντα μεταρρυθμιστή κομμουνιστή Βλάντισλαβ Γκομούλκα ως πρώτο γραμματέα του Πολωνικού Ενιαίου Εργατικού Κόμματος, με εντολή να διαπραγματευτεί εμπορικές παραχωρήσεις και μειώσεις στρατευμάτων με τη Σοβιετική κυβέρνηση. Μετά από μερικές τεταμένες ημέρες διαπραγματεύσεων στις 19 Οκτωβρίου οι Σοβιετικοί ενέδωσαν τελικά στις μεταρρυθμιστικά αιτήματα του Γκομούλκα.[36] Τα νέα για τις παραχωρήσεις που κέρδισαν οι Πολωνοί, γνωστά ως Πολωνικός Οκτώβρης, ενθάρρυναν πολλούς Ούγγρους να ελπίζουν σε παρόμοιες παραχωρήσεις για την Ουγγαρία, αισθήματα που συνέβαλαν σημαντικά στο έντονα φορτισμένο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην Ουγγαρία το δεύτερο μισό του Οκτωβρίου 1956.[37]
Στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου της εποχής, υπήρχε μια θεμελιώδης ένταση στην πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Ουγγαρίας και του Ανατολικού Μπλοκ γενικά μέχρι το 1956. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήλπιζαν να ενθαρρύνουν τις ευρωπαϊκές χώρες να αποχωρήσουν από το Μπλοκ με τις δικές τους προσπάθειες, αλλά ήθελαν να αποφύγουν μια στρατιωτική αντιπαράθεση ΗΠΑ -Σοβιετικής Ένωσης, καθώς η κλιμάκωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνικό πόλεμο. Για αυτούς τους λόγους οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έπρεπε να εξετάσουν άλλα μέσα μείωσης της σοβιετικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη και όχι μια πολιτική ανατροπής. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη πολιτικών ανάσχεσης, όπως οικονομικού και ψυχολογικού πολέμου, κρυφών επιχειρήσεων και, αργότερα, διαπραγματεύσεων με τη Σοβιετική Ένωση σχετικά με το καθεστώς των Ανατολικών χωρών.[38] Ο αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον είχε επίσης υποστηρίξει στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας ότι θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ εάν η Σοβιετική Ένωση αντιμετώπιζε μια νέα εξέγερση όπως στην Πολωνία, παρέχοντας μια πηγή αντικομμουνιστικής προπαγάνδας,[39] ωστόσο, ενώ ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) Αλεν Ντάλες είχε ισχυριστεί ότι δημιουργούσε ένα εκτεταμένο δίκτυο στην Ουγγαρία, τότε η υπηρεσία δεν είχε ούτε σταθμό στη χώρα, σχεδόν κανέναν πράκτορα που να μιλά τη γλώσσα και αναξιόπιστα, διεφθαρμένα τοπικά άτομα. Στο μυστικό ιστορικό της υπηρεσίας αναφέρεται "σε καμία στιγμή δεν είχαμε κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με επιχείρηση πληροφοριών".[40]
Το καλοκαίρι του 1956 οι σχέσεις μεταξύ Ουγγαρίας και Ηνωμένων Πολιτειών άρχισαν να βελτιώνονται. Εκείνη την εποχή οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν πολύ ευνοϊκά στις προτάσεις της Ουγγαρίας σχετικά με πιθανή επέκταση των διμερών εμπορικών σχέσεων. Η επιθυμία της Ουγγαρίας για καλύτερες σχέσεις αποδόθηκε εν μέρει στην καταστροφική οικονομική κατάσταση της χώρας. Ωστόσο προτού επιτευχθούν τα αποτελέσματα ο ρυθμός των διαπραγματεύσεων επιβραδύνθηκε από το Ουγγρικό Υπουργείο Εσωτερικών, που φοβόταν ότι οι καλύτερες σχέσεις με τη Δύση θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την κομμουνιστική κυριαρχία στην Ουγγαρία.[38]
Η παραίτηση του Ράκοσι τον Ιούλιο του 1956 ενθάρρυνε φοιτητές, συγγραφείς και δημοσιογράφους να είναι πιο ενεργοί και επικριτικοί στην πολιτική. Φοιτητές και δημοσιογράφοι ξεκίνησαν μια σειρά από διανοητικά φόρουμ που εξέταζαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ουγγαρία. Αυτά τα φόρουμ, που ονομάστηκαν κύκλοι Πέτεφι, έγιναν πολύ δημοφιλή και προσέλκυσαν χιλιάδες συμμετέχοντες.[41] Στις 6 Οκτωβρίου 1956 έγινε εκταφή και νέα ταφή του Λάζλο Ράικ, που είχε εκτελεστεί από την κυβέρνηση Ράκοσι, σε μια συγκινητική τελετή που ενίσχυσε την αντιπολίτευση του κόμματος.[42]
Στις 13 Οκτωβρίου 1956 μια μικρή ομάδα 12 φοιτητών από διάφορες σχολές στο Σέγκεντ, που συναντήθηκαν για ένα παιχνίδι μπριτζ ή άλλη ψυχαγωγία, αποφάσισαν να σνομπάρουν την επίσημη κομμουνιστική φοιτητική ένωση, το DISZ, με την ίδρυση της MEFESZ (Ενωση Ούγγρων Φοιτητών του Πανεπιστημίου και της Ακαδημίας), μιας δημοκρατικής φοιτητική οργάνωσης, που είχε προηγουμένως απαγορευτεί υπό τη δικτατορία του Ράκοσι.[10] Αλλά για να γίνει ευρέως διαδεδομένη, εκατοντάδες χειρόγραφες σημειώσεις αφέθηκαν σε διάφορες αίθουσες διδασκαλίας που υποδείκνυαν μια συνάντηση που θα πραγματοποιείτο στις 16 Οκτωβρίου, σε μια συγκεκριμένη τάξη. Ο λόγος δεν διευκρινιζόταν λόγω των κομμουνιστικών αρχών. Εκατοντάδες παραβρέθηκαν και στη συνάντηση προέδρευσε ένας από τους καθηγητές της Νομικής. Στη συνάντηση επανιδρύθηκε επίσημα η MEFESZ, με 20 σημεία, δέκα που αφορούσαν την επανίδρυση της MEFESZ αλλά δέκα άλλα είχαν άμεσες πολιτικές απαιτήσεις, π.χ. ελεύθερες εκλογές, αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και τα παρόμοια. Μέσα σε λίγες μέρες το φοιτητικό σώμα του Πετς, του Μίσκολτς και του Σόπρον ακολούθησε το παράδειγμά της. Στις 22 Οκτωβρίου ένας από τους αρχικούς δώδεκα φοιτητές της Νομικής πήγε στη Βουδαπέστη για να ανακοινώσει επίσημα την επανίδρυση της MEFESZ και σχετικά αιτήματα στους φοιτητές του Πολυτεχνείου. Ένας νέος κατάλογος καταρτίστηκε με δεκαέξι σημεία που περιείχαν πολλές αιτήματα εθνικής πολιτικής. [46] Αφού οι φοιτητές άκουσαν ότι η Ουγγρική Ένωση Συγγραφέων σχεδίαζε την επόμενη μέρα να εκφράσει την αλληλεγγύη της στα μεταρρυθμιστικά κινήματα στην Πολωνία καταθέτοντας στεφάνι στο άγαλμα του γεννημένου στην Πολωνία ήρωα στρατηγού Γιόζεφ Ζάχαριαζ Μπεμ, που ήταν επίσης ήρωας της Ουγγρικής Επανάστασης του 1848, οι μαθητές αποφάσισαν να οργανώσουν μια παράλληλη επίδειξη συμπάθειας και ενότητας.[37][43]
Νωρίς το απόγευμα της 22ας Οκτωβρίου τα αιτήματα των εξεγερθέντων οριστικοποιούνται από τους φοιτητές και δημιουργείται ένα ψήφισμα: τα 16 αιτήματα των φοιτητών. Κατά τη συνάντηση αυτή, ένας εκπρόσωπος της Ένωσης Συγγραφέων προτείνει την πραγματοποίηση τελετής στο μνημείο με το άγαλμα του στρατηγού Μπεμ, εθνικού ήρωα πολωνικής καταγωγής, που πολέμησε στο πλευρό των Ούγγρων το 1848-1849. Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αποφασίζουν να καλέσουν και άλλους φοιτητές και τους εργαζόμενους των εργοστασίων:
Θέλουμε μια σιωπηρή διαδήλωση, διότι μόνο μια σιωπηρή διαδήλωση, ειρηνική και ομαλή θα μας βοηθήσει να επιτύχουμε τους στόχους μας.
"Τα βασικότερα από τα 16 σημεία της επαναστατικής Διακήρυξης που ψήφισαν οι φοιτητές της Βουδαπέστης στις 22 Οκτωβρίου του 1956, με τη σειρά που περιλαμβάνονταν στη Διακήρυξη ήταν το παρακάτω: - Απαιτούμε την άμεση αποχώρηση όλων των σοβιετικών στρατευμάτων, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης. - Η κυβέρνηση πρέπει να ανασυγκροτηθεί υπό την ηγεσία του συντρόφου Ιμρε Nάγκι. Ολοι οι ηγέτες-εγκληματίες της σταλινικής εποχής του Pάκοζι θα πρέπει αμέσως να καθαιρεθούν από τα πόστα τους. - Απαιτούμε τη δημόσια εκδίκαση της υπόθεσης του Μιχάλι Φάρκας και των συνεργών του. Ο Ματίας Pάκοζι, που είναι ο βασικός υπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα του πρόσφατου παρελθόντος και για την καταστροφή αυτής της χώρας, θα πρέπει να παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον Λαϊκού Δικαστηρίου. - Απαιτούμε τη διεξαγωγή γενικών εκλογών με καθολικό δικαίωμα ψήφου, μυστική ψηφοφορία και τη συμμετοχή διαφόρων κομμάτων, με σκοπό την εκλογή νέας Εθνοσυνέλευσης. Απαιτούμε να αναγνωριστεί το δικαίωμα των εργατών για απεργία. - Απαιτούμε την αναθεώρηση και επαναπροσαρμογή των ουγγρο-σοβιετικών και ουγγρο-γιουγκοσλαβικών πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων στη βάση της απόλυτης πολιτικής και οικονομικής ισότητας και της αρχής της μη επεμβάσεως σε εσωτερικές υποθέσεις. - Απαιτούμε καθολική αναθεώρηση των κανόνων της βιομηχανίας και μία επείγουσα και ριζική αναπροσαρμογή μισθών που θα ικανοποιεί τα αιτήματα των εργατών και των διανοουμένων. - Απαιτούμε την καθιέρωση κατώτατου μισθού για τους εργάτες.". |
Η επαναστατική διακήρυξη |
Η αναφορά των φοιτητών προχώρησε πολύ περισσότερο από ότι αυτή που δημιουργήθηκε ταυτόχρονα από τους ηγέτες της άλλης αντιπολίτευσης, του "Κύκλου Πέτοφι" (ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1956 από μαθητές της Κομμουνιστικής Νεολαίας, ένα σημαντικό κέντρο για τη διάδοση της κριτικής και της συζήτησης : παράνομα φυλλάδια, λογοτεχνικά περιοδικά ...) σε ένα ψήφισμα 10 σημείων. Ο "Κύκλος Πέτοφι" πήρε το όνομά του από το μεγάλο ποιητή του 19ου αιώνα, που ήταν υποστηρικτής της επανάστασης του 1848.
Οι Σοβιετικοί έβλεπαν την λαϊκή κατακραυγή κατά του καθεστώτος να αυξάνεται γι’ αυτό αποφάσισαν την αντικατάσταση του Ράκοζι από τον Έρνεστ Γκέρε, που απαγόρευσε τη διαδήλωση των φοιτητών στις 23 Οκτωβρίου. Στις 11 η ώρα το πρωί, μια ανακοίνωση δίνεται στο ραδιόφωνο: Για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης, ο Υπουργός Εσωτερικών δεν επιτρέπει, μέχρι νεωτέρας, καμία συνεδρίαση ή διαδήλωση. Στη μία το μεσημέρι, η κυβέρνηση ανακοινώνει ραδιοφωνικά, την άρση της απαγόρευσης.
Η εκδήλωση ξεκινά από το άγαλμα του Πέτοφι και καταλήγει στο άγαλμα του στρατηγού Μπεμ. Δέκα χιλιάδες άνθρωποι παίρνουν μέρος, κυρίως φοιτητές.
Με την άφιξη στο άγαλμα του στρατηγού Μπεμ, το πλήθος δεν διασκορπίζεται και συνεχίζει την πορεία προς το Κοινοβούλιο. Στις έξι το απόγευμα, 200.000 έως 300.000 άνθρωποι έχουν συγκεντρωθεί στο Κοινοβούλιο και ζητούν την καθαίρεση του κόκκινου αστεριού που υπάρχει στο κτίριο και την επιστροφή του Ίμρε Νάγκι στην εξουσία.
Στις 2.20 το πρωί αντικομμουνιστές εξεγερμένοι κατεδαφίζουν το άγαλμα του Στάλιν. Ο Γκέρε με μια ομιλία του προσπαθεί να ηρεμήσει το πλήθος αλλά το μόνο που κατορθώνει είναι να τους εξαγριώσει. Τη νύχτα της 23 προς 24 η διαδήλωση μετατρέπεται σε εξέγερση.
Η Κεντρική Επιτροπή συνεδριάζει και καταλήγει σε δύο αποφάσεις. Τοποθετεί τον Ίμρε Νάγκυ στην πρωθυπουργία και παράλληλα απευθύνει έκκληση βοήθειας στα ρωσικά στρατεύματα που βρίσκονται έξω από την πρωτεύουσα, ώστε να αποκατασταθεί η τάξη. Παράλληλα κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας και επιβάλλει στρατιωτικό νόμο.
Το απόγευμα της 23ης Οκτωβρίου περίπου 20.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν δίπλα στο άγαλμα του Γιόζεφ Μπεμ, εθνικού ήρωα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.[44] Ο Πέτερ Βέρες, πρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων (órószövetség), διάβασε ένα μανιφέστο στο πλήθος. Αιτήματά του ήταν η ανεξαρτησία της Ουγγαρίας από όλες τις ξένες δυνάμεις, ένα πολιτικό σύστημα βασισμένο στο δημοκρατικό σοσιαλισμό (αγροτική μεταρρύθμιση και δημόσια ιδιοκτησία στην οικονομία), η ένταξη της Ουγγαρίας στα Ηνωμένα Έθνη και όλα τα δικαιώματα και οι ελευθερίας για τους πολίτες της Ουγγαρίας.[45] Αφού διάβασε την προκήρυξη το πλήθος άρχισε να ψάλλει ένα λογοκριμένο πατριωτικό ποίημα, το Εθνικό Άσμα (Nemzeti dal), με το ρεφρέν: "Αυτό ορκιζόμαστε, αυτό ορκιζόμαστε, ότι δεν θα είμαστε πια σκλάβοι". Κάποιος από το πλήθος έκοψε το εθνόσημο της Κομμουνιστικής Δημοκρατίας από την ουγγρική σημαία, αφήνοντας μια χαρακτηριστική τρύπα στο μέσο της και άλλοι ακολούθησαν γρήγορα το παράδειγμά του.[46]
Στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους διέσχισε τον ποταμό Δούναβη για να ενωθεί με τους διαδηλωτές έξω από το κτίριο του Κοινοβουλίου. Στις 18:00 το πλήθος είχε ξεπεράσει τους 200.000 ανθρώπους και [47] η διαδήλωση ήταν ενθουσιώδης, αλλά ειρηνική.[48]
Στις 20:00 ο πρώτος γραμματέας του κυβερνώντος κόμματος Eρνε Γκέρε εκφώνησε μια ομιλία από το ραδιόφωνο, απορρίπτοντας τα αιτήματα των συγγραφέων και των φοιτητών.[48] Οργισμένοι από τη σκληρή απόρριψή του ορισμένοι διαδηλωτές αποφάσισαν να υλοποιήσουν ένα από τα αιτήματά τους, την αφαίρεση του χάλκινου αγάλματος του Στάλιν ύψους 9,1 μέτρων που είχε ανεγερθεί το 1951 στη θέση μιας πρώην εκκλησίας, που κατεδαφίστηκε για να γίνει το μνημείο.[49] Στις 21:30 το άγαλμα ανατράπηκε και το πλήθος το γιόρτασε τοποθετώντας ουγγρικές σημαίες στις μπότες του Στάλιν, που ήταν το μόνο που είχε απομείνει από το άγαλμα.
Την ίδια σχεδόν στιγμή ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε στα κεντρικά γραφεία της Ουγγρικής Ραδιοφωνίας, αυστηρά φρουρούμενα από την ÁVH. Η σπίθα άναψε όταν μια αντιπροσωπεία που προσπαθούσε να μεταδώσει τα αιτήματα του πλήθους συνελήφθη. Το πλήθος έξω από το κτίριο γινόταν όλο και πιο απείθαρχο καθώς διαδόθηκαν φήμες ότι τα μέλη της αντιπροσωπείας είχαν σκοτωθεί. Ρίχτηκαν δακρυγόνα από τα πάνω παράθυρα και η ÁVH άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους, σκοτώνοντας πολλούς.[50] Η ÁVH προσπάθησε να ανεφοδιαστεί, κρύβοντας όπλα μέσα σε ένα ασθενοφόρο, αλλά το πλήθος εντόπισε το τέχνασμα και το σταμάτησε. Στρατιώτες στάλθηκαν στο σημείο για να συνδράμουν τις δυνάμεις ασφαλείας, αλλά αντί γι' αυτό έβγαλαν τα κόκκινα αστέρια από τα πηλήκιά τους και ενώθηκαν με το πλήθος.[46][50] Προκληθέντες από την επίθεση της ÁVH οι διαδηλωτές αντέδρασαν βίαια. Αστυνομικά αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν, όπλα κατασχέθηκαν από στρατιωτικές αποθήκες και μοιράστηκαν στο πλήθος και τα σύμβολα του καθεστώτος βανδαλίστηκαν.[51]
Τη νύχτα της 23ης Οκτωβρίου ο Γραμματέας του Ουγγρικού Κόμματος του Εργαζόμενου Λαού Ερνε Γκέρε ζήτησε τη σοβιετική στρατιωτική επέμβαση "για να καταστείλει μια διαδήλωση που έπαιρνε όλο και μεγαλύτερη και άνευ προηγουμένου κλίμακα".[36] Η σοβιετική ηγεσία είχε διατυπώσει σχέδια έκτακτης ανάγκης για επέμβαση στην Ουγγαρία αρκετούς μήνες νωρίτερα.[52] Στις 02:00 της 24ης Οκτωβρίου, ενεργώντας σύμφωνα με τις διαταγές του Γκεόργκι Ζούκοφ, του Σοβιετικού Υπουργού Άμυνας, τα σοβιετικά άρματα εισήλθαν στη Βουδαπέστη.[53]
Το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου τα σοβιετικά άρματα είχαν τοποθετηθεί έξω από το Κοινοβούλιο και οι σοβιετικοί στρατιώτες φρουρούσαν τις βασικές γέφυρες και τις διασταυρώσεις. Ένοπλοι επαναστάτες έστησαν γρήγορα οδοφράγματα για την υπεράσπιση της Βουδαπέστης και αναφέρθηκε ότι είχαν ήδη καταλάβει κάποια σοβιετικά άρματα από το πρωί.[46] Εκείνη την ημέρα ο Iμρε Nάγκυ αντικατέστησε ως πρωθυπουργό τον Αντρας Χέγκεντυς.[54] Από το ραδιόφωνο ο Nάγκυ ζήτησε να σταματήσει η βία και υποσχέθηκε να ξεκινήσει πολιτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν ματαιωθεί τρία χρόνια νωρίτερα. Ο πληθυσμός συνέχισε να οπλίζεται καθώς ξεσπούσε σποραδική βία.[55]
Ένοπλοι διαδηλωτές κατέλαβαν το κτίριο της ραδιοφωνίας. Στα γραφεία της κομμουνιστικής εφημερίδας Szabad Nép άοπλοι διαδηλωτές πυροβολήθηκαν από φρουρούς της ÁVH, που στη συνέχεια εκδιώχθηκαν καθώς έφτασαν ένοπλοι διαδηλωτές.[55] Η οργή των επαναστατών επικεντρώθηκε στη συνέχεια στην ÁVH· [56] οι σοβιετικές στρατιωτικές μονάδες δεν είχαν ακόμη εμπλακεί πλήρως και υπήρχαν αναφορές για ορισμένα σοβιετικά στρατεύματα που έδειχναν ανοιχτή συμπάθεια για τους διαδηλωτές. .[57]
Στις 25 Οκτωβρίου μια μάζα διαδηλωτών συγκεντρώθηκε μπροστά από το κτίριο του Κοινοβουλίου. Μονάδες της ÁVH άρχισαν να πυροβολούν στο πλήθος από τις στέγες των γειτονικών κτιρίων.[58][59] Μερικοί Σοβιετικοί στρατιώτες ανταπέδωσαν το πυρ εναντίον της ÁVH , επειδή κατά λάθος πίστευαν ότι αυτοί ήταν οι στόχοι του πυροβολισμού,[46][60] Εφοδιασμένοι με όπλα που πήραν από την ÁVH ή τους δόθηκαν από Ούγγρους στρατιώτες που εντάχθηκαν στην εξέγερση μερικοί στο πλήθος άρχισαν να πυροβολούν.[46][58]
Εν τω μεταξύ ο Ουγγρικός Στρατός διχάστηκε καθώς η κεντρική διοικητική δομή διαλύθηκε με τις αυξανόμενες πιέσεις από τις διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησης. Η πλειοψηφία των ουγγρικών στρατιωτικών μονάδων στη Βουδαπέστη και την ύπαιθρο παρέμειναν αμέτοχες, καθώς οι τοπικοί διοικητές απέφευγαν γενικά τη χρήση βίας εναντίον των διαδηλωτών και των επαναστατών. Ωστόσο από τις 24 ως τις 29 Οκτωβρίου, υπήρξαν 71 περιπτώσεις ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ του στρατού και του πληθυσμού σε πενήντα κοινότητες, που κυμαίνονταν από την απάντηση σε επιθέσεις σε πολιτικούς και στρατιωτικούς στόχους ως μάχες με τους στασιαστές ανάλογα με το διοικητή. [65]
Για παράδειγμα στην πόλη Κέτσκεμετ στις 26 Οκτωβρίου διαδηλώσεις μπροστά από το γραφείο της Κρατικής Ασφάλειας και των τοπικών φυλακών κατέληξαν σε στρατιωτική δράση από το Τρίτο Σώμα υπό τις διαταγές του Υποστράτηγου Λάγιος Γκιούρκο, στην οποία επτά διαδηλωτές πυροβολήθηκαν και αρκετοί από τους διοργανωτές συνελήφθησαν. Σε μια άλλη περίπτωση ένα μαχητικό αεροσκάφος πραγματοποίησε διαμαρτυρία στην πόλη Τίσακετσκε, σκοτώνοντας 17 άτομα και τραυματίζοντας 117.[61]
Οι επιθέσεις στο Κοινοβούλιο οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης.[62] Ο κομμουνιστής Πρώτος Γραμματέας Eρνε Γκέρε και ο πρώην πρωθυπουργός Αντρας Χέγκεντυς κατέφυγαν στη Σοβιετική Ένωση. Ο Iμρε Nάγκυ έγινε πρωθυπουργός και ο Γιάνος Κάνταρ πρώτος γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος.[63] Οι επαναστάτες άρχισαν σφοδρή επίθεση εναντίον των σοβιετικών στρατευμάτων και των υπολειμμάτων της ÁVH.
Στις 30 Οκτωβρίου μονάδες με επικεφαλής τον Mπέλα Κίραλυ επιτέθηκαν στο κτίριο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος και εκτέλεσαν δεκάδες ύποπτους κομμουνιστές, μέλη της κρατικής ασφάλειας και στρατιωτικό προσωπικό. Οι φωτογραφίες έδειχναν θύματα με σημάδια βασανιστηρίων.[64] Στη χρηματοδοτηθείσα από την κυβέρνηση «λευκή βίβλο» του για την επανάσταση, ο Ούγγρος κομμουνιστής πολιτικός Γιάνος Μπέρετς ανέφερε ότι οι επαναστάτες συνέλαβαν χιλιάδες ανθρώπους και ότι χιλιάδων άλλων τα ονόματα ήταν στις λίστες θανάτων. Σύμφωνα με αυτή 64 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 13 αξιωματικών του στρατού, συνελήφθησαν στις 31 Οκτωβρίου στην πόλη Kάποσβαρ.[65]
Στη Βουδαπέστη και σε άλλες περιοχές, σύμφωνα με τον Μπέρετς και άλλες πηγές της περιόδου του Kάνταρ, οι κομμουνιστικές επιτροπές της Ουγγαρίας οργάνωσαν την άμυνά τους. Στο Τσέπελ, μια συνοικία της Βουδαπέστης, περίπου 250 κομμουνιστές υπερασπίστηκαν τα εργοστάσια σιδήρου και χάλυβα. Στις 27 Οκτωβρίου στάλθηκαν στρατιωτικές μονάδες για να υπερασπιστούν το Τσέπελ και να αποκαταστήσουν την τάξη. Αργότερα αποχώρησαν στις 29 Οκτωβρίου και οι επαναστάτες απέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής. Οι κομμουνιστές στο Ανγκυαλφελντ, επίσης συνοικία της Βουδαπέστης, ηγήθηκαν περισσότερων από 350 ένοπλων εργατών και 380 συντηρητών του Εργοστάσιου Λανγκ. Αντιφασίστες βετεράνοι της αντίστασης από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετείχαν στην επίθεση μέσω της οποίας ανακτήθηκαν τα γραφεία της εφημερίδας Szabad Nép. Στην ύπαιθρο ελήφθησαν αμυντικά μέτρα από τις κομμουνιστικές δυνάμεις. Στην Περιφέρεια Μπέκες, μέσα και γύρω από την πόλη Σάρβας, οι ένοπλοι φρουροί του Κομμουνιστικού Κόμματος είχαν τον έλεγχο παντού. .[66]
Καθώς η ουγγρική αντίσταση πολεμούσε τα σοβιετικά τανκς χρησιμοποιώντας βόμβες μολότοφ στους στενούς δρόμους της Βουδαπέστης, επαναστατικά εθνικά συμβούλια εμφανίστηκαν σε όλη τη χώρα, ανέλαβαν την τοπική αυτοδιοίκηση και κάλεσαν σε γενικές απεργίες. Τα δημόσια κομμουνιστικά σύμβολα όπως τα κόκκινα αστέρια και τα μνημεία του Σοβιετικού πολέμου αφαιρέθηκαν και τα κομμουνιστικά βιβλία κάηκαν. Προέκυψαν αυθόρμητες επαναστατικές πολιτοφυλακές, όπως η ομάδα 400 ατόμων με επικεφαλής τον Γιόζεφ Ντούντας, που επιτέθηκε ή δολοφόνησε σοβιετικούς συμπαθούντες και μέλη της ÁVH.[67] Οι σοβιετικές μονάδες πολέμησαν κυρίως στη Βουδαπέστη, αλλά αλλού, η ύπαιθρος παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ήρεμη. Μια μεραρχία τεθωρακισμένων που στάθμευσε στη Βουδαπέστη, με διοικητή τον Παλ Μάλετερ, επέλεξε να προσχωρήσει στους στασιαστές. Οι σοβιετικοί διοικητές διαπραγματεύονταν συχνά τοπικές εκεχειρίες με τους επαναστάτες.[68]
Σε ορισμένες περιοχές οι σοβιετικές δυνάμεις κατάφεραν να καταστείλουν την επαναστατική δράση. Στη Βουδαπέστη οι Σοβιετικοί αναχαιτίσθηκαν τελικά και οι εχθροπραξίες άρχισαν να εξασθενίζουν. Ο Ούγγρος στρατηγός Mπέλα Κίραλυ, απαλλαγμένος από ισόβια κάθειρξη για πολιτικά αδικήματα και ενεργώντας με την υποστήριξη της κυβέρνησης Nάγκυ, προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη συνενώνοντας στοιχεία της αστυνομίας, του στρατού και των επαναστατικών ομάδων σε μια Εθνοφρουρά.[69] Μια εκεχειρία επετεύχθη στις 28 Οκτωβρίου και μέχρι τις 30 Οκτωβρίου τα περισσότερα σοβιετικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από τη Βουδαπέστη σε φρουρές στην ουγγρική ύπαιθρο.[70]
Οι μάχες σταμάτησαν μεταξύ 28 Οκτωβρίου και 4 Νοεμβρίου, καθώς πολλοί Ούγγροι πίστεψαν ότι οι σοβιετικές στρατιωτικές μονάδες αποσύρονταν από την Ουγγαρία.[71] Σύμφωνα με κομμουνιστικές πηγές μετά την επανάσταση, υπήρχαν περίπου 213 μέλη του Ουγγρικού Εργατικού Λαϊκού Κόμματος που λιντσαρίστηκαν ή εκτελέστηκαν κατά την περίοδο.[72]
Η γρήγορη εξάπλωση της εξέγερσης στους δρόμους της Βουδαπέστης και η απότομη πτώση της κυβέρνησης των Γκέρε-Χέγκεντυς άφησε τη νέα εθνική ηγεσία έκπληκτη και στην αρχή αποδιοργανωμένη. Ο Νάγκυ, ένας πιστός μεταρρυθμιστής του κόμματος που περιγράφεται ως «με μόνο μέτρια πολιτικά προσόντα»,[73] αρχικά απηύθυνε έκκληση στο κοινό για ηρεμία και επιστροφή στην παλιά τάξη. Ωστόσο ο Νάγκυ, ο μόνος εναπομείνας Ούγγρος ηγέτης με αξιοπιστία τόσο στα μάτια του λαού όσο και στους Σοβιετικούς, "επιτέλους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι γινόταν λαϊκή εξέγερση και όχι αντεπανάσταση".[74] Στις 13:20 της 28ης Οκτωβρίου ο Νάγκυ ανακοίνωσε άμεση και γενική κατάπαυση του πυρός μέσω του ραδιοφώνου και, για λογαριασμό της νέας εθνικής κυβέρνησης, διακήρυξε τα εξής:
Την 1η Νοεμβρίου, σε ραδιοφωνική ομιλία προς τον ουγγρικό λαό, ο Nάγκυ ανακοίνωσε επίσημα την αποχώρηση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας καθώς και την ουδετερότητα της Ουγγαρίας.[61][75][76] Καθώς έμεινε στη θέση του μόνο για δέκα ημέρες, η Εθνική Κυβέρνηση είχε ελάχιστες δυνατότητες να διευκρινίσει λεπτομερώς τις πολιτικές της. Ωστόσο τα κύρια άρθρα εφημερίδων των ημερών τόνιζαν ότι η Ουγγαρία πρέπει να είναι μια ουδέτερη πολυκομματική σοσιαλιστική δημοκρατία.[77] Περίπου 8000 πολιτικοί κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, με γνωστότερο τον καρδινάλιο Γιόζεφ Μίντσεντυ.[78][79] Πολιτικά κόμματα που είχαν απαγορευτεί στο παρελθόν, όπως οι Ανεξάρτητοι Μικροϊδιοκτήτες και το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (με το όνομα "Κόμμα Πέτεφι"), [80] εμφανίστηκαν πάλι για να ενταχθούν στο συνασπισμό.[81]
Σε 1.170 κοινότητες σε όλη την Ουγγαρία, υπήρξαν 348 περιπτώσεις επαναστατικών συμβουλίων και διαδηλωτών που απέλυσαν υπαλλήλους των τοπικών διοικητικών συμβουλίων, 312 περιπτώσεις που απέλυσαν τους υπεύθυνους και 215 περιπτώσεις που έκαψαν τους τοπικούς διοικητικούς φακέλους και αρχεία. Επιπλέον σε 681 κοινότητες διαδηλωτές κατέστρεψαν σύμβολα της σοβιετικής εξουσίας, όπως κόκκινα αστέρια, αγάλματα του Στάλιν ή του Λένιν, σε 393 κατέστρεψαν σοβιετικά μνημεία του πολέμου και σε 122 κάηκαν βιβλίων.[12][61]
Τοπικά επαναστατικά συμβούλια σχηματίστηκαν σε όλη την Ουγγαρία,[82][83][84][85] γενικά χωρίς τη συμμετοχή της εθνικής κυβέρνησης της Βουδαπέστης, και ανέλαβαν διάφορες αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης από το πνέον τα λοίσθια Κομμουνιστικό Κόμμα.[86] Μέχρι τις 30 Οκτωβρίου τα συμβούλια είχαν εγκριθεί επίσημα από το Ουγγρικό Εργατικό Λαϊκό Κόμμα και η κυβέρνηση Νάγκυ ζήτησε την υποστήριξή τους ως "αυτόνομων, δημοκρατικών τοπικών οργάνων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης". Ομοίως ιδρύθηκαν εργατικά συμβούλια σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις και ορυχεία και εξαλείφθηκαν πολλοί αντιλαϊκοί κανονισμοί, όπως οι νόρμες παραγωγής. Τα εργατικά συμβούλια προσπάθησαν να διαχειριστούν τηις επιχειρήσεις προστατεύοντας τα συμφέροντα των εργαζομένων, δημιουργώντας μια σοσιαλιστική οικονομία χωρίς άκαμπτο κομματικό έλεγχο.[87] Ο τοπικός έλεγχος από τα συμβούλια δεν ήταν πάντα αναίμακτος. Στο Ντέμπρετσεν, το Γκιέρ, το Σόπρον, το Μόσονμαγκυαροβαρ και άλλες πόλεις, πλήθος διαδηλωτών πυροβολήθηκαν από την ÁVH, με πολλές ανθρώπινες απώλειες. Η ÁVH αφοπλίστηκε, συχνά με τη βία, σε πολλές περιπτώσεις με τη βοήθεια της τοπικής αστυνομίας.
Συνολικά υπήρχαν περίπου 2.100 τοπικά επαναστατικά και εργατικά συμβούλια με πάνω από 28.000 μέλη. Τα συμβούλια πραγματοποίησαν ένα συνέδριο στη Βουδαπέστη που αποφάσισε να τερματίσει τις πανεθνικές απεργίες και να συνεχίσει τις εργασίες του στις 5 Νοεμβρίου, με τα σημαντικότερα συμβούλια να στέλνουν αντιπροσώπους στο Κοινοβούλιο για να διαβεβαιώσουν την κυβέρνηση Νάγκυ για την υποστήριξή τους.
Στις 24 Οκτωβρίου, το Προεδρείο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης συζήτησε τις πολιτικές αναταράξεις στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Μια σκληρή παράταξη, με επικεφαλής τον Μολότοφ, πίεζε για παρέμβαση, αλλά ο Χρουστσόφ και ο Στρατάρχης Ζούκοφ ήταν αρχικά αντίθετοι. Αντιπροσωπεία στη Βουδαπέστη ανέφερε ότι η κατάσταση δεν ήταν τόσο τραγική όσο απεικονιζόταν. Ο Χρουστσόφ δήλωσε ότι πίστευε ότι το αίτημα του Γραμματέα του Κόμματος Ερνε Γκέρε για παρέμβαση στις 23 Οκτωβρίου έδειχνε ότι το Ουγγρικό Κόμμα εξακολουθούσε να διατηρεί την εμπιστοσύνη του ουγγρικού λαού. Επιπλέον είδε τις διαμαρτυρίες όχι ως έναν ιδεολογικό αγώνα αλλά ως μια λαϊκή δυσαρέσκεια για άλυτα βασικά οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα.[36] . Η ταυτόχρονη Κρίση του Σουέζ ήταν ένας άλλος λόγος για να μην παρέμβει. Όπως είπε ο Χρουστσόφ στις 28 Οκτωβρίου, θα ήταν λάθος να μιμηθούμε το «πραγματικό χάος» που προκάλεσαν Γάλλοι και των Βρετανοί.[88]
Μετά από κάποια συζήτηση,[89][90] το Προεδρείο στις 30 Οκτωβρίου αποφάσισε να μην απομακρύνει τη νέα ουγγρική κυβέρνηση. Ακόμη και ο Ζούκοφ είπε: "Θα πρέπει να αποσύρουμε στρατεύματα από τη Βουδαπέστη και αν χρειαστεί να αποσυρθούμε από την Ουγγαρία στο σύνολό της. Αυτό είναι ένα μάθημα για εμάς στο στρατιωτικό-πολιτικό τομέα". Υιοθέτησε μια Διακήρυξη της κυβέρνησης της ΕΣΣΔ σχετικά με τις αρχές της ανάπτυξης και της περαιτέρω ενίσχυσης της φιλίας και της συνεργασίας μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών, που εκδόθηκε την επόμενη ημέρα. Το έγγραφο διακήρυττε: "Η Σοβιετική Κυβέρνηση ετοιμάζεται να ξεκινήσει τις κατάλληλες διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και άλλα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας σχετικά με το ζήτημα της παρουσίας σοβιετικών στρατευμάτων στο έδαφος της Ουγγαρίας." [91] Έτσι μια ειρηνική λύση φαινόταν σύντομα δυνατή.
Την ίδια ημέρα ένοπλοι διαδηλωτές επιτέθηκαν στο απόσπασμα της ÁVH που φρουρούσε τα κεντρικά γραφεία της Βουδαπέστης του Ουγγρικού Εργατικού Λαϊκού Κόμματος στην Κέζταρσασαγκ τερ (Πλατεία Δημοκρατίας), έχοντας υποκινηθεί από φήμες για κρατούμενους εκεί και για τους πρώτους πυροβολισμούς διαδηλωτών από την ÁVH στην πόλη Μόσονμαγκυαροβαρ.[86][92][93] Πάνω από 20 αξιωματικοί και στρατεύσιμοι της ÁVH σκοτώθηκαν, μερικοί από τους οποίους λιντσαρίστηκαν από τον όχλο. Τα άρματα μάχης του Ουγγρικού Στρατού που στάλθηκαν για τη διάσωση της έδρας του κόμματος βομβάρδισαν κατά λάθος από το κτίριο.[93] Ο επικεφαλής της επιτροπής του κόμματος της Βουδαπέστης, Iμρε Μέζε, τραυματίστηκε θανάσιμα.[94][95] Λίγες ώρες αργότερα εμφανίστηκαν σκηνές από την Πλατεία Δημοκρατίας στα σοβιετικά επίκαιρα.[96] Ηγέτες της επανάστασης στην Ουγγαρία καταδίκασαν το περιστατικό και έκαναν έκκληση για ψυχραιμία και η βία του όχλου σύντομα σταμάτησε. .[97] Ωστόσο οι εικόνες των θυμάτων χρησιμοποιήθηκαν ως προπαγάνδα από διάφορα όργανα των Κομμουνιστών.[95]
Στις 31 Οκτωβρίου, οι σοβιετικοί ηγέτες αποφάσισαν να ανατρέψουν την απόφασή τους της προηγούμενης ημέρας. Υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών εάν η διακήρυξη της Ουγγαρίας για έξοδο από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας προκάλεσε τη δεύτερη σοβιετική επέμβαση. Πρακτικά της συνεδρίασης του Προεδρείου της 31ης Οκτωβρίου καταγράφουν ότι η απόφαση για στρατιωτική επέμβαση ελήφθη μία ημέρα πριν η Ουγγαρία διακηρύξει την ουδετερότητά της και την αποχώρησή της από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.[98] Ιστορικοί που αρνούνται ότι η ουγγρική ουδετερότητα ή άλλοι παράγοντες όπως η Δυτική αδράνεια στην Ουγγαρία ή η εικαζόμενη αδυναμία της Δύσης από την κρίση του Σουέζ προκάλεσαν την παρέμβαση δηλώνουν ότι η σοβιετική απόφαση βασίστηκε αποκλειστικά στην ταχεία απώλεια του κομμουνιστικού ελέγχου στην Ουγγαρία. [88] Ωστόσο ορισμένοι Ρώσοι ιστορικοί που δεν είναι απολογητές της κομμουνιστικής εποχής υποστηρίζουν ότι η ουγγρική κήρυξη ουδετερότητας έκανε το Κρεμλίνο να επέμβει για δεύτερη φορά.[99]
Δύο ημέρες νωρίτερα, στις 30 Οκτωβρίου, όταν οι εκπρόσωποι του Σοβιετικού Πολιτικού Γραφείου Αναστάς Μικογιάν και Μιχαήλ Σουσλόφ βρίσκονταν στη Βουδαπέστη, ο Nάγκυ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι η ουδετερότητα ήταν ένας μακροπρόθεσμος στόχος για την Ουγγαρία και ότι έλπιζε να συζητήσει το θέμα με τους ηγέτες στο Κρεμλίνο. Οι πληροφορίες αυτές διαβιβάστηκαν στη Μόσχα από τους Μικογιάν και Σουσλόφ.[100][101] Εκείνες τις μέρες ο Χρουστσόφ βρισκόταν στη ντάτσα του Στάλιν και εξέταζε τις επιλογές του σχετικά με την Ουγγαρία. Ένας από τους λογογράφους του δήλωσε αργότερα ότι η κήρυξη ουδετερότητας ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στη μετέπειτα απόφασή του να υποστηρίξει την παρέμβαση.[102] Επιπλέον ορισμένοι Ούγγροι ηγέτες της επανάστασης καθώς και φοιτητές είχαν ζητήσει την αποχώρηση της χώρας τους από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας πολύ νωρίτερα, γεγονός που μπορεί να επηρέασε τη σοβιετική απόφαση.[103]
Αρκετά άλλα βασικά γεγονότα θορύβησαν το Προεδρείο και εδραίωσαν τη θέση των υποστηρικτών της επέμβασης:[104][105]
Οι στασιαστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι "το Κόμμα είναι η ενσάρκωση του γραφειοκρατικού δεσποτισμού" και ότι "ο σοσιαλισμός μπορεί να αναπτυχθεί μόνο στα θεμέλια της άμεσης δημοκρατίας". Για αυτούς ο αγώνας των Ούγγρων εργατών ήταν ένας αγώνας "για την αρχή της άμεσης δημοκρατίας" και "όλη η εξουσία έπρεπε να μεταφερθεί στις Εργατικές Επιτροπές της Ουγγαρίας".[112] Το Προεδρείο αποφάσισε να σπάσει την de facto κατάπαυση του πυρός και να συντρίψει την Ουγγρική Επανάσταση.[113] Το σχέδιο ήταν να ανακηρυχθεί μια «Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση» υπό το Γιάνος Κάνταρ, που θα έκανε έκκληση για σοβιετική βοήθεια για την αποκατάσταση της τάξης. Σύμφωνα με μάρτυρες ο Κάνταρ βρισκόταν στη Μόσχα στις αρχές Νοεμβρίου [114] και ήταν σε επαφή με τη σοβιετική πρεσβεία ενώ ήταν ακόμα μέλος της κυβέρνησης του Nάγκυ.[115] Αντιπροσωπείες εστάλησαν σε άλλες κομμουνιστικές κυβερνήσεις στην Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα για να αποφύγουν μια περιφερειακή σύγκρουση και προπαγανδιστικά μηνύματα ετοιμάστηκαν για μετάδοση όταν θα άρχιζε η δεύτερη σοβιετική επέμβαση. Για να συγκαλύψουν τις προθέσεις τους οι Σοβιετικοί διπλωμάτες επρόκειτο να απασχολήσουν την κυβέρνηση Νάγκυ σε συνομιλίες για την αποχώρηση των σοβιετικών δυνάμεων.[98]
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές ο Κινέζος ηγέτης Μάο Τσετούνγκ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Χρουστσόφ να καταστείλει την ουγγρική εξέγερση. Ο Αντιπρόεδρος του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος Λιού Σαουτσί πίεσε τον Χρουστσόφ να στείλει στρατεύματα για να καταστείλει την εξέγερση με τη βία.[116][117] Παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ Κίνας και Σοβιετικής Ένωσης είχαν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, τα λόγια του Μάο εξακολουθούσαν να έχουν μεγάλο βάρος στο Κρεμλίνο και ήταν σε συχνά επαφή κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αρχικά ο Μάο αντιτάχθηκε σε μια δεύτερη επέμβαση και οι πληροφορίες αυτές διαβιβάστηκαν στον Χρουστσόφ στις 30 Οκτωβρίου, προτού συνεδριάσει το Προεδρείο και αποφανθεί για επέμβαση.[118] Ο Μάο άλλαξε γνώμη για να υποστηρίξει την επέμβαση, αλλά, σύμφωνα με τον Γουίλιαμ Τάουμπμαν, παραμένει ασαφές πότε και πώς το έμαθε ο Χρουστσόφ και αν επηρέασε την απόφασή του στις 31 Οκτωβρίου.[119]
Από την 1η έως τις 3 Νοεμβρίου ο Χρουστσόφ έφυγε από τη Μόσχα για να συναντηθεί με τους συμμάχους του στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και να τους ενημερώσει για την απόφαση επέμβασης. Στην πρώτη τέτοια συνάντηση συναντήθηκε με τον Βλάντισλαβ Γκομούλκα στο Μπρεστ. Στη συνέχεια είχε συνομιλίες με τους Ρουμάνους, Τσεχοσλοβάκους και Βούλγαρους ηγέτες στο Βουκουρέστι. Τέλος ο Χρουστσόφ πέταξε μαζί με τον Μαλενκόφ στη Γιουγκοσλαβία (κομμουνιστική αλλά έξω από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας) όπου συνάντησαν τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο στο νησί διακοπών του Μπριγιούνι. Οι Γιουγκοσλάβοι έπεισαν επίσης τον Χρουστσόφ να επιλέξει τον Γιάνος Κάνταρ, αντί του Φέρεντς Μύνιχ, ως νέο ηγέτη της Ουγγαρίας. .[120][121] Δύο μήνες μετά τη σοβιετική καταστολή ο Τίτο εμπιστεύτηκε στο Νικολάι Φιριούμπιν, το σοβιετικό πρεσβευτή στη Γιουγκοσλαβία, ότι «η αντίδραση σήκωσε κεφάλι, ειδικά στην Κροατία, όπου τα αντιδραστικά στοιχεία υποκίνησαν ανοιχτά τους υπαλλήλους των γιουγκοσλαβικών οργάνων ασφαλείας στη βία».[122]
Τα γεγονότα στην Ουγγαρία προξένησαν μια πολύ αυθόρμητη αντίδραση στην Πολωνία. Σημαίες της Ουγγαρίας αναρτήθηκαν σε πολλές πόλεις και χωριά της Πολωνίας. Μετά τη σοβιετική εισβολή η βοήθεια που έδωσαν οι απλοί Πολωνοί στους Ούγγρους ήταν μεγάλης κλίμακας. Σε ολόκληρη την Πολωνία δημιουργήθηκαν οργανώσεις πολιτών και αυθόρμητες επιτροπές για τη διανομή βοήθειας στον ουγγρικό πληθυσμό, π.χ. η Κοινωνική Πολιτική Επιτροπή Δημιουργικών Συλλόγων (Μπίντγκοστς), η Φοιτητική Επιτροπή για Βοήθεια στους Ούγγρους (Κρακοβία), η Εταιρεία Φίλων των Ούγγρων (Tάρνουφ), η Επιτροπή για τη Βοήθεια των Ούγγρων (Λούμπλιν) και η Επιτροπή για τη Βοήθεια στους Ούγγρους (Τσούξουφ). Εκτός από την επίσημη υποστήριξη που συντόνισε ο Πολωνικός Ερυθρός Σταυρός, έγινε μόνο μία αποστολή - που οργανώθηκε από την Επιτροπή Φοιτητικής Βοήθειας για Ούγγρους από την Κρακοβία. Άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες εμποδίστηκαν.[123]
Μέχρι τις 12 Νοεμβρίου πάνω από 11.000 εθελοντές αιμοδότες είχαν εγγραφεί σε όλη την Πολωνία. Οι στατιστικές του Πολωνικού Ερυθρού Σταυρού δείχνουν ότι μόνο με αεροπορικές μεταφορές (15 αεροσκάφη) παραδόθηκαν στην Ουγγαρία 44 τόνοι φαρμάκων, αίματος και άλλων ιατρικών εφοδίων. Η βοήθεια που εστάλη οδικώς και σιδηροδρομικώς ήταν πολύ μεγαλύτερη. Η πολωνική βοήθεια εκτιμάται σε αξία περίπου 2 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ του 1956.[124][125][126]
Παρόλο που ο Τζον Φόστερ Ντάλες, ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, πρότεινε στις 24 Οκτωβρίου να συνεδριάσει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για να συζητήσει την κατάσταση στην Ουγγαρία, ελάχιστα άμεσα μέτρα ελήφθησαν για την εισαγωγή ενός ψηφίσματος,[127] εν μέρει επειδή άλλα παγκόσμια γεγονότα εκτυλίχθηκαν την επόμενη μέρα μετά την έναρξη του ειρηνικού διαλείμματος, όταν η σύμπραξη των συμμάχων ξεκίνησε την Κρίση του Σουέζ. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι το Σουέζ αποσπούσε την προσοχή των Αμερικανών από την Ουγγαρία, αλλά ότι καθιστούσε πολύ δύσκολη την καταδίκη των σοβιετικών ενεργειών. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον εξήγησε αργότερα: «Δεν μπορούσαμε από τη μία να διαμαρτυρηθούμε για την επέμβαση των Σοβιετικών στην Ουγγαρία και από την άλλη να εγκρίνουμε οι Βρετανοί και οι Γάλλοι να επιλέγουν τη συγκεκριμένη στιγμή για να επέμβουν εναντίον του [Γκαμέλ Αμπντέλ] Νάσερ. "[38] Παρά τις προηγούμενες εκκλήσεις του για" ανατροπή "του κομμουνισμού και" απελευθέρωση "της Ανατολικής Ευρώπης, ο Ντάλες έστειλε στους σοβιετικούς ηγέτες το μήνυμα:" Δεν βλέπουμε αυτά τα κράτη [Ουγγαρία και Πολωνία] ως εν δυνάμει στρατιωτικούς συμμάχους ".[78]
Η αμερικανική απάντηση στηρίχθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) για την κρυφή αλλαγή καθεστώτος, τόσο με μυστικούς πράκτορες όσο και με το Radio Free Europe. Ωστόσο οι επιχειρήσεις τους στην Ουγγαρία κατέρρευσαν γρήγορα και δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν καμία από τις κρυφές αποθήκες όπλων που ήταν κρυμμένες σε όλη την Ευρώπη ή να είναι σίγουροι σε ποιον θα στείλουν όπλα. Η κύρια πηγή πληροφοριών του οργανισμού ήταν οι εφημερίδες και ένας υπάλληλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στη Βουδαπέστη, ονόματι Γκέζα Κάτονα.[40] Σις 28 Οκτωβρίου, την ίδια νύχτα που ήρθε στην εξουσία η νέα κυβέρνηση Νάγκυ, το RFE ανέβαζε τις εκπομπές του ενθαρρύνοντας τον ένοπλο αγώνα, συμβουλεύοντας πώς να πολεμήσουν τα τανκς και τελειώνοντας με το «Ελευθερία ή Θάνατος!». με εντολή του Φρανκ Ουίσνερ. Όταν ο Νάγκυ ήρθε στην εξουσία ο διευθυντής της CIA Άλεν Νταλeς συμβούλευσε το Λευκό Οίκο ότι ο καρδινάλιος Μίντσεντι θα ήταν καλύτερος ηγέτης λόγω του κομμουνιστικού παρελθόντος του Νάγκυ και έκανε ραδιοφωνικά προπαγάνδα εναντίον του Νάγκυ και τον αποκαλούσε προδότη. Οι εκπομπές συνέχισαν να καλού σε ένοπλη απάντηση ενώ η CIA πίστευε λανθασμένα ότι ο ουγγρικός στρατός άλλαξε πλευρά και ότι οι στασιαστές αποκτούσαν όπλα.[128] Ο Ουίσνερ χαρακτηρίστηκε ότι είχε πάθει «νευρικό κλονισμό» από τον Γουίλιαμ Κόλμπι καθώς η εξέγερση συντρίβονταν.[129]
Απαντώντας στην έκκληση του Νάγκυ κατά τη δεύτερη μαζική σοβιετική επέμβαση στις 4 Νοεμβρίου η Σοβιετική Ένωση έθεσε βέτο στο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, που επέκρινε τις σοβιετικές και, αντ 'αυτού υιοθετήθηκε το ψήφισμα 120 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για την παραπομπή του θέματος στη Γενική Συνέλευση, που, με 50 ψήφους υπέρ, 8 κατά και 15 αποχές, κάλεσε τη Σοβιετική Ένωση να τερματίσει την επέμβασή της στην Ουγγαρία, αλλά η νέα κυβέρνηση Kάνταρ δεν δέχθηκε τους παρατηρητές του ΟΗΕ.[130]
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ήταν γνώστης λεπτομερούς μελέτης της ουγγρικής αντίστασης που είχε ταχθεί κατά της αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης [131] και προηγούμενων πολιτικών συζητήσεων στο πλαίσιο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, που είχαν επικεντρωθεί στην ενθάρρυνση της δυσαρέσκειας στα σοβιετικά δορυφορικά κράτη μόνο με την οικονομική πολιτική και την πολιτική ρητορική.[38][132] Σε συνέντευξή του το 1998 o Oύγγρος Πρέσβης Γκέζα Γιέσενσκυ επέκρινε την αδράνεια των Δυτικών το 1956 και επεσήμανε την επιρροή των Ηνωμένων Εθνών τότε και έδωσε το παράδειγμα της επέμβασής τους στην Κορέα από το 1950 ως το 1953.[133] Μια έκθεση του Υπουργείου Άμυνας που αποχαρακτηρίστηκε πρόσφατα από το Αρχείο Εθνικής Ασφάλειας υποστηρίζει ότι ένας από τους κύριους λόγους που δεν επενέβησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο κίνδυνος ακούσιας έναρξης πυρηνικού πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση. Αυτές οι ανησυχίες έκαναν τη διοίκηση του Αϊζενχάουερ να υιοθετήσει μια πιο προσεκτική προσέγγιση της κατάστασης.[134]
Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης το Radio Free Europe είχε στην Ουγγαρία εκπομπές που μετέδιδαν ειδήσεις για την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση, καλούσαν τους Ούγγρους να πολεμήσουν τις σοβιετικές δυνάμεις και περιλάμβαναν τακτικές συμβουλές για μεθόδους αντίστασης. Μετά τη σοβιετική καταστολή της επανάστασης το RFE επικρίθηκε επειδή είχε παραπλανήσει τον ουγγρικό λαό ότι το ΝΑΤΟ ή ο ΟΗΕ θα επενέβαιναν αν οι πολίτες συνέχιζαν να αντιστέκονται.[135] Ο Αλεν Ντάλες είπε ψέματα στον Αϊζενχάουερ ότι το RFE δεν είχε υποσχεθεί βοήθεια από τις ΗΠΑ. Ο Αϊζενχάουερ τον πίστεψε αφού οι μεταγραφές των μεταδόσεων κρατήθηκαν μυστικές.[128]
Την 1η Νοεμβρίου, ο Iμρε Nάγκυ έλαβε αναφορές ότι οι Σοβιετικές δυνάμεις είχαν εισέλθει στην Ουγγαρία από τα ανατολικά και κινούνταν προς τη Βουδαπέστη.[136] Ο Νάγκυ ζήτησε και έλαβε διαβεβαιώσεις, που αποδείχθηκαν ψευδείς, από το Σοβιετικό πρέσβη Γιούρι Αντρόπωφ ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα εισβάλει. Το Υπουργικό Συμβούλιο, με τη συμφωνία του Γιάνος Κάνταρ, κήρυξε την ουδετερότητα της Ουγγαρίας, αποχώρησε από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και ζήτησε βοήθεια από το διπλωματικό σώμα στη Βουδαπέστη και τον Νταγκ Χάμαρσκελντ, Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, για την υπεράσπιση της ουδετερότητας της Ουγγαρίας. .[137] Από τον Αντρόπωφ ζητήθηκε να ενημερώσει την κυβέρνησή του ότι η Ουγγαρία θα ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την απομάκρυνση των σοβιετικών δυνάμεων αμέσως.[138][139]
Στις 3 Νοεμβρίου, μια ουγγρική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον υπουργό Άμυνας Παλ Μάλετερ κλήθηκε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση των Σοβιετικών στη Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση στο Tέκελ, κοντά στη Βουδαπέστη. Περίπου τα μεσάνυχτα εκείνο το βράδυ ο Στρατηγός Ιβάν Σερόφ, αρχηγός της Σοβιετικής Αστυνομίας Ασφαλείας (Κα Γκε Μπε) διέταξε τη σύλληψη της ουγγρικής αντιπροσωπείας [140] και την επόμενη μέρα ο Σοβιετικός στρατός επιτέθηκε ξανά στη Βουδαπέστη.[141]
Η δεύτερη σοβιετική επέμβαση, με την κωδική ονομασία "Επιχείρηση Ανεμοστρόβιλος", εξαπολύθηκε από το Στρατάρχη Ιβάν Κόνιεφ.[105][142] Τα πέντε σοβιετικά τμήματα που είχαν εγκατασταθεί στην Ουγγαρία πριν από τις 23 Οκτωβρίου αυξήθηκαν σε συνολική δύναμη 17 μεραρχιών.[143] Η 8η Μηχανοκίνητη Στρατιά υπό τη διοίκηση του Αντιστράτηγου Χαμαζάσμπ Μπαμπαντζανιάν και η 38η Στρατιά υπό τον Αντιστράτηγο Χάντζι-Ομάρ Μαμσούροφ από την κοντινή Στρατιωτική Περιοχή των Καρπαθίων αναπτύχθηκαν στην Ουγγαρία για την επιχείρηση.[144] Σύμφωνα με πληροφορίες μερικοί σοβιετικοί στρατιώτες πίστευαν ότι στέλνονταν στο Ανατολικό Βερολίνο για να πολεμήσουν τους Γερμανούς φασίστες.[145] Στις 21:30 στις 3 Νοεμβρίου ο Σοβιετικός Στρατός είχε περικυκλώσει πλήρως τη Βουδαπέστη.[146]
Στις 03:00 της 4ης Νοεμβρίου, τα σοβιετικά άρματα μάχης διείσδυσαν στη Βουδαπέστη κατά μήκος της πλευράς Πέστης του Δούναβη με δύο πλήγματα: το ένα ανεβαίνοντας την οδό Σόροκσαρι από το νότο και το άλλο κατεβαίνοντας την οδό Βάτσι από τα βόρεια. Έτσι, χωρίς να ριχτεί ούτε ένας πυροβολισμός οι Σοβιετικοί είχαν ουσιαστικά κόψει την πόλη στα δύο, έλεγχαν όλες τις γέφυρες και οχυρώθηκαν προς τα πίσω από τον πλατύ ποταμό Δούναβη. Τεθωρακισμένες μονάδες πέρασαν στη Βούδα και, στις 04:25, έριξαν τους πρώτους πυροβολισμούς στους στρατώνες στην οδό Μπούνταερσι. Σύντομα σε όλες τις περιοχές της Βουδαπέστης ακούγονταν οι βολές του πυροβολικού και των τανκς των Σοβιετικών.[146] Η Επιχείρηση Ανεμοστρόβιλος συνδύαζε αεροπορικές επιδρομές, πυροβολικό και τη συντονισμένη δράση αρμάτων μάχης και πεζικού 17 μεραρχιών.[147] Ο Σοβιετικός στρατός ανέπτυξε μεσαία άρματα μάχης T-34-85 καθώς και τα νέα T-54, βαριά άρματα μάχης IS-3, κινητά πυροβόλα όπλων 152 χιλιοστών ISU-152 και ανοιχτά τεθωρακισμένα μεταφοράς προσωπικού BTR-152.[148]
Μεταξύ 4 και 9 Νοεμβρίου, ο Ουγγρικός στρατός αντέταξε σποραδική και ανοργάνωτη αντίσταση, με τον Ζούκοφ να αναφέρει τον αφοπλισμό δώδεκα μεραρχιών, δύο τεθωρακισμένων συνταγμάτων και όλης της Ουγγρικής Πολεμικής Αεροπορίας. Οι Ούγγροι μαχητές συνέχισαν την εντονότερη αντίστασής του σε διάφορες συνοικίες της Βουδαπέστης (γνωστότερη η Μάχη του Περάσματος του Κόρβιν) και μέσα και γύρω από την πόλη Πετς στα Ορη Μέτσεκ και στο βιομηχανικό κέντρο του Ντούναουϊβαρος (που τότε ονομαζόταν Στάλινβαρος). Στις μάχες στη Βουδαπέστη συμμετείχαν δέκα ως δεκαπέντε χιλιάδες μαχητές της αντίστασης, με τις σφοδρότερες μάχες να γίνονται στο προπύργιο της εργατικής τάξης στο Τσέπελ στον ποταμό Δούναβη. Αν και μερικοί ανώτατοι αξιωματικοί ήταν ανοιχτά φιλοσοβιετικοί οι στρατιώτες ήταν σαφώς πιστοί στην επανάσταση και είτε πολέμησαν ενάντια στην εισβολή είτε λιποτάκτησαν. Ο ΟΗΕ ανέφερε ότι δεν υπήρξαν καταγεγραμμένα περιστατικά μονάδων του ουγγρικού στρατού που πολέμησαν υπέρ των Σοβιετικών.[149]
Στις 05:20 της 4ης Νοεμβρίου, ο Iμρε Nάγκυ μετέδωσε την τελευταία του έκκληση στο έθνος και το λαό και ανακοίνωσε ότι οι σοβιετικές δυνάμεις επιτίθενται στη Βουδαπέστη και ότι η κυβέρνηση παραμένει στη θέση της.[150] Ο ραδιοφωνικός σταθμός Ελεύθερο Ράδιο Κόσουτ σταμάτησε να εκπέμπει στις 08:07.[151] Μια έκτακτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου πραγματοποιήθηκε στη Βουλή, στην οποία συμμετείχαν μόνο τρεις υπουργοί. Καθώς τα σοβιετικά στρατεύματα έφτασαν για να καταλάβουν το κτίριο, ακολούθησε εκκένωση με διαπραγματεύσεις, αφήνοντας τελευταίο εκπρόσωπο της Εθνικής Κυβέρνησης στη θέση του τον Υπουργό Επικρατείας Ιστβαν Μπίμπο,[152] που έγραψε Για την Ελευθερία και την Αλήθεια, μια συγκλονιστική διακήρυξη προς το έθνος και τον κόσμο.[153]
Στις 06:00 της 4 Νοεμβρίου,[154] στην πόλη Σόλνοκ, ο Γιάνος Κάνταρ ανακήρυξε την «Ουγγρική Επαναστατική Εργατοαγροτική Κυβέρνηση». Στη δήλωσή του ανέφερε: "Πρέπει να τερματίσουμε τις υπερβολές των αντεπαναστατικών στοιχείων. Η ώρα για δράση έφτασε. Θα υπερασπιστούμε το συμφέρον των εργατών και των αγροτών και τα επιτεύγματα της λαϊκής δημοκρατίας." [155]
Αργότερα εκείνο το βράδυ ο Κάνταρ κάλεσε "τους πιστούς αγωνιστές της αληθινής υπόθεσης του σοσιαλισμού" να σταματήσουν να κρύβονται και να πάρουν τα όπλα. Ωστόσο η υποστήριξη από τους Ούγγρους δεν υλοποιήθηκε και οι μάχες δεν πήραν το χαρακτήρα ενός εσωτερικά διχαστικού εμφύλιου πολέμου, αλλά μάλλον, σύμφωνα με μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, ενός «καλά εξοπλισμένου ξένου στρατού που κατέστειλε με τη συντριπτική του υπεροπλία ένα εθνικό κίνημα και κατάργησε την Κυβέρνηση».[156]
Μέχρι τις 08:00 η οργανωμένη άμυνα της πόλης είχε λήξει μετά την κατάληψη του ραδιοφωνικού σταθμού και πολλοί υπερασπιστές επέστρεψαν σε οχυρωμένες θέσεις.[157] Την ίδια ώρα η κοινοβουλευτική φρουρά κατέθεσε τα όπλα και οι δυνάμεις υπό τον Υποστράτηγο Κ. Γκρέμπενικ κατέλαβαν το Κοινοβούλιο και απελευθέρωσαν αιχμάλωτους υπουργούς της κυβέρνησης Ράκοσι-Χέγκεντυς. Μεταξύ των απελευθερωθέντων ήταν οι Ιστβαν Ντόμπι και Σάντορ Ρόναϊ, που έγιναν και οι δύο μέλη της παλινορθωμένης σοσιαλιστικής κυβέρνησης της Ουγγαρίας.[158][Χρειάζεται σελίδα] Καθώς δέχονταν επιθέσεις ακόμη και σε μη στρατιωτικούς χώρους, τα σοβιετικά στρατεύματα δεν μπόρεσαν να διαφοροποιήσουν τους στρατιωτικούς από τους πολιτικούς στόχους.[159] Για το λόγο αυτό τα σοβιετικά τανκς συχνά πορεύονταν κατά μήκος των κεντρικών δρόμων και πυροβολούσαν αδιάκριτα σε κτίρια.[157] Η ουγγρική αντίσταση ήταν ισχυρότερη στις βιομηχανικές περιοχές της Βουδαπέστης, με το Τσέπελ να βρίσκεται στο στόχαστρο των σοβιετικών επιθέσεων του πυροβολικού και της αεροπορίας.[160]
Η διαρκέστερη αντίσταση εναντίον της σοβιετικής επίθεσης σημειώθηκε στο Τσέπελ και στο Ντούναουϊβαρος, όπου οι μάχες διήρκεσαν ως τις 11 Νοεμβρίου πριν οι στασιαστές υποκύψουν τελικά στους Σοβιετικούς.[61][Χρειάζεται σελίδα] Στο τέλος των μαχών οι ουγγρικές απώλειες ανήλθαν σε περίπου 2.500 νεκρούς και 20.000 τραυματίες. Η Βουδαπέστη σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της αιματοχυσίας, με 1.569 άμαχους νεκρούς.[61] Μάλιστα το 53% των νεκρών ήταν εργαζόμενοι και περίπου το ήμισυ όλων των θυμάτων ήταν άτομα κάτω των τριάντα. Από τη σοβιετική πλευρά 699 άνδρες σκοτώθηκαν, άλλοι 1.450 άνδρες τραυματίστηκαν και 51 άνδρες ήταν αγνοούμενοι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις το 80% όλων των θυμάτων συνέβησαν στις μάχες με τους αντάρτες στο όγδοο και το ένατο διαμέρισμα της Βουδαπέστης.[61][161][162]
Οι σοβιετικές αναφορές για τα γεγονότα περί, κατά και μετά την αναταραχή ήταν αξιοσημείωτα σταθερές στις εκτιμήσεις τους, περισσότερο μετά τη δεύτερη σοβιετική επέμβαση που παγίωσε τη στήριξη της σοβιετικής θέσης μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων διεθνώς. Η Πράβντα δημοσίευσε μια περιγραφή 36 ώρες μετά το ξέσπασμα της βίας που έδωσε τον τόνο για όλες τις περαιτέρω αναφορές και τη μετέπειτα σοβιετική ιστοριογραφία:[163]
Η πρώτη σοβιετική έκθεση κυκλοφόρησε 24 ώρες μετά την πρώτη δυτική έκθεση. Η έκκληση του Νάγκυ στα Ηνωμένα Έθνη δεν περιλαμβανόταν σ' αυτή, όπως δεν περιλαμβανόταν και η σύλληψή του έξω από την πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης οι περιγραφές δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν πώς ο Νάγκυ από πατριώτης έγινε προδότης.[164] Ο σοβιετικός τύπος ανέφερε για ηρεμία στη Βουδαπέστη, ενώ ο δυτικός τύπος ανέφερε ότι ξέσπασε μια επαναστατική κρίση. Σύμφωνα με τη σοβιετική αφήγηση οι Ούγγροι δεν ήθελαν ποτέ καμία επανάσταση.[163]
Τον Ιανουάριο του 1957, εκπρόσωποι της Σοβιετικής Ένωσης, της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας συναντήθηκαν στη Βουδαπέστη για να εξετάσουν τις εσωτερικές εξελίξεις στην Ουγγαρία μετά την εγκατάσταση της κυβέρνησης που επέβαλαν οι Σοβιετικοί. Ένα ανακοινωθέν για τη συνάντηση "κατέληξε ομόφωνα" ότι οι Ούγγροι εργαζόμενοι, με την ηγεσία της κυβέρνησης Κάνταρ και την υποστήριξη του Σοβιετικού στρατού, ματαίωσαν τις προσπάθειες "εξάλειψης των σοσιαλιστικών επιτευγμάτων του ουγγρικού λαού".[165]
Οι σοβιετικές, κινεζικές και άλλες κυβερνήσεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας προέτρεψαν τον Κάνταρ να προχωρήσει σε ανακρίσεις και δίκη των πρώην υπουργών της κυβέρνησης Νάγκυ και ζήτησε τιμωρητικά μέτρα εναντίον των «αντεπαναστατών».[165][166] Επιπλέον η κυβέρνηση Κάνταρ δημοσίευσε μια εκτεταμένη σειρά «λευκών βίβλων» (Οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στα γεγονότα του Οκτωβρίου στην Ουγγαρία) που τεκμηρίωσαν πραγματικά περιστατικά βίας κατά μελών του Κομμουνιστικού κόμματος και της ÁVH και τις ομολογίες των υποστηρικτών του Νάγκυ. Οι «λευκές βίβλοι» διανεμήθηκαν ευρέως σε πολλές γλώσσες στις περισσότερες σοσιαλιστικές χώρες και, ενώ βασίζονταν στην πραγματικότητα, παρουσίαζαν πραγματικά στοιχεία με χρωματισμό και αφήγηση που δεν υποστηρίζονται γενικά από ιστορικούς που δεν είναι σύμφωνοι με τη Σοβιετική Ένωση.[167]
Αμέσως μετά συνελήφθησαν πολλές χιλιάδες Ούγγροι. Τελικά 26.000 από αυτούς οδηγήθηκαν ενώπιον των ουγγρικών δικαστηρίων, 22.000 καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν και 229 εκτελέστηκαν. Συνολικά 200.000 Ούγγροι εγκατέλειψαν την Ουγγαρία ως πρόσφυγες.[168] fled Hungary as refugees.[169][170][171] Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας Γκέζα Γέσενσκυ εκτιμά ότι 350 εκτελέστηκαν.[133] Η σποραδική αντίσταση και οι απεργίες των εργατικών συμβουλίων συνεχίστηκαν μέχρι τα μέσα του 1957, προκαλώντας οικονομική αναστάτωση.[172] Μέχρι το 1963 οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι από την ουγγρική επανάσταση του 1956 είχαν απελευθερωθεί.[173]
Με το μεγαλύτερο μέρος της Βουδαπέστης υπό σοβιετικό έλεγχο ως τις 8 Νοεμβρίου, ο Κάνταρ έγινε πρωθυπουργός της "Επαναστατικής Εργατικής-Αγροτικής Κυβέρνησης" και Γενικός Γραμματέας του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Λίγοι Ούγγροι επανεντάχθηκαν στο αναδιοργανωμένο Κόμμα, καθώς η ηγεσία του είχε εκκαθαριστεί υπό την επίβλεψη του Σοβιετικού Προεδρείου, με επικεφαλής τον Γκεόργκι Μαλενκόφ και τον Μιχαήλ Σουσλόφ.[174] Αν και τα μέλη του Κόμματος μειώθηκαν από 800.000 πριν από την εξέγερση σε 100.000 μέχρι το Δεκέμβριο του 1956 ο Κάνταρ αύξησε σταθερά τον έλεγχο του στην Ουγγαρία και εξουδετέρωσε τους διαφωνούντες. Η νέα κυβέρνηση προσπάθησε να γίνει αποδεκτή υιοθετόντας τις δημοφιλείς αρχές της ουγγρικής αυτοδιάθεσης που είχαν εκφραστεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, αλλά τα σοβιετικά στρατεύματα παρέμειναν.[175] Μετά το 1956 η Σοβιετική Ένωση εκκαθάρισε ευρέως τον Ουγγρικό στρατό και επανέφερε την πολιτική επιβολή στις μονάδες που είχαν απομείνει. Το Μάιο του 1957 η Σοβιετική Ένωση αύξησε τα στρατεύματά της στην Ουγγαρία και με συνθήκη η Ουγγαρία δέχτηκε τη σοβιετική παρουσία σε μόνιμη βάση.[176]
Ο Ερυθρός Σταυρός και ο Αυστριακός Στρατός ίδρυσαν στρατόπεδα προσφύγων στο Τραϊσκίρχεν και το Γκρατς.[171][177] Ο Iμρε Νάγκυ μαζί με τους Γκέοργκ Λούκατς, Γκέζα Λόσοντσυ και τη χήρα του Λάζλο Ράικ Γιούλια κατέφυγαν στην Πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας όταν οι σοβιετικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Βουδαπέστη. Παρά τις διαβεβαιώσεις των Σοβιετικών και της κυβέρνησης Kάνταρ για ασφαλή διέλευση από την Ουγγαρία ο Νάγκυ και η ομάδα του συνελήφθησαν όταν επιχείρησαν να φύγουν από την πρεσβεία στις 22 Νοεμβρίου και οδηγήθηκαν στη Ρουμανία. Ο Λόσοντσυ πέθανε ενώ ήταν σε απεργία πείνας στη φυλακή περιμένοντας τη δίκη του όταν οι δεσμοφύλακές του «έσπρωξαν απρόσεκτα ένα σωλήνα τροφοδοσίας κάτω από τον αεραγωγό του».[178]
Οι υπόλοιποι της ομάδας επέστρεψαν στη Βουδαπέστη το 1958. Ο Νάγκυ εκτελέστηκε, μαζί με τον Παλ Μάλετερ και τον Μίκλος Γκίμες, μετά από μυστικές δίκες τον Ιούνιο του 1958. Τα σώματά τους τοποθετήθηκαν σε τάφους χωρίς σήμανση στο Δημοτικό Κοιμητήριο έξω από τη Βουδαπέστη.[179]
Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής επίθεσης το Νοέμβριο του 1956 στη Βουδαπέστη ο καρδινάλιος Μίντσεντυ έλαβε πολιτικό άσυλο στην Πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου έζησε για τα επόμενα 15 χρόνια, αρνούμενος να φύγει από την Ουγγαρία, εκτός αν η κυβέρνηση ανέτρεπε την καταδίκη του για προδοσία το 1949. Λόγω της κακής υγείας του και αιτήματος του Βατικανού έφυγε τελικά από την πρεσβεία για την Αυστρία το Σεπτέμβριο του 1971.[180]
Ο Νίκολας Κράσο ήταν ένας από τους αριστερούς ηγέτες της εξέγερσης στην Ουγγαρία και μέλος της συντακτικής επιτροπής του New Left Review. Σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στον Πίτερ Γκόουαν λίγο πριν από το θάνατό του ο Κράσο συνόψισε το νόημα της Ουγγρικής Επανάστασης με μια ανάμνηση από τη σύντομη ομιλία του Στάλιν στο 19ο Συνέδριο της Σοβιετικής Ένωσης το 1952: «Ο Στάλιν παρέμεινε σιωπηλός σε όλο το Συνέδριο μέχρι το τέλος, οπότε έκανε μια σύντομη ομιλία που καλύπτει περίπου δυόμισι τυπωμένες σελίδες. Είπε ότι υπήρχαν δύο λάβαρα, που η προοδευτική αστική τάξη είχε πετάξει και που η εργατική τάξη πρέπει να σηκώσει - τα λάβαρα της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Σίγουρα κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι το 1956 οι Ούγγροι εργάτες σήκωσαν ψηλά αυτά τα λάβαρα. »[181]
Παρά τη ρητορική του Ψυχρού Πολέμου από τις Δυτικές χώρες που επιθυμούσαν την ανατροπή της σοβιετικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη και τις σοβιετικές υποσχέσεις για τον επικείμενο θρίαμβο του σοσιαλισμού, οι εθνικοί ηγέτες αυτής της περιόδου (καθώς και μεταγενέστεροι ιστορικοί) είδαν την αποτυχία της Ουγγρικής Επανάστασης ως απόδειξη ότι ο Ψυχρός Πόλεμος είχε οδηγήσει σε αδιέξοδο στην Ευρώπη.[182]
Ο Χάινριχ φον ΜπρεντάνοHeinrich_von_Brentano_di_Tremezzo, Υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας, συνέστησε οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης να μην ενθαρρύνονται για "τη λήψη δραματικών ενεργειών που θα μπορούσαν να έχουν καταστροφικές συνέπειες για τους ίδιους". Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ χαρακτήρισε την Ουγγρική εξέγερση «συλλογική αυτοκτονία ενός ολόκληρου λαού».[183] Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα το 1957 ο Χρουστσόφ σχολίασε "η υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες ... είναι μάλλον στη φύση της υποστήριξης που παρέχει το σχοινί σε έναν κρεμασμένο άνθρωπο".[184]
Τον Ιανουάριο του 1957 ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Νταγκ Χάμαρσκελντ, μετά τα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που ζητούσαν διερεύνηση και παρακολούθηση των γεγονότων στην κατεχόμενη από τη Σοβιετική Ένωση Ουγγαρία, δημιούργησε την Ειδική Επιτροπή για το Πρόβλημα της Ουγγαρίας.[185] Η επιτροπή, με εκπροσώπους από την Αυστραλία, την Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα), τη Δανία, την Τυνησία και την Ουρουγουάη, πραγματοποίησε ακροάσεις στη Νέα Υόρκη, τη Γενεύη, τη Ρώμη, τη Βιέννη και το Λονδίνο. Επί πάνω από πέντε μήνες πάρθηκαν συνεντεύξεις από 111 πρόσφυγες , συμπεριλαμβανομένων υπουργών, στρατιωτικών διοικητών και άλλων αξιωματούχων της κυβέρνησης του Νάγκυ, εργαζόμενων, μελών του επαναστατικού συμβουλίου, διευθυντές και τεχνικοί εργοστασίων, κομμουνιστών και μη, φοιτητών, συγγραφέων, δάσκαλων, ιατρικού προσωπικού και Ούγγρων στρατιωτών. Έγγραφα, εφημερίδες, ραδιοφωνικές μεταγραφές, φωτογραφίες, πλάνα ταινιών και άλλα αρχεία από την Ουγγαρία εξετάστηκαν επίσης, καθώς και γραπτές μαρτυρίες 200 άλλων Ούγγρων.[186]
Οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας αρνήθηκαν την είσοδο στους υπαλλήλους αυτής της επιτροπής και η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης δεν απάντησε σε αιτήματα για πληροφορίες. .[187] Η Έκθεση της Επιτροπής 268 σελίδων [188] παρουσιάστηκε στη Γενική Συνέλευση τον Ιούνιο του 1957, τεκμηριώνοντας την πορεία της εξέγερσης και της σοβιετικής επέμβασης και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι "η κυβέρνηση του Kάνταρ και η σοβιετική κατοχή παραβίαζαν τα ανθρώπινα δικαιώματα του ουγγρικού λαού".[189] Εγκρίθηκε ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης, με το οποίο εκφραζόταν η λύπη για «την καταστολή του ουγγρικού λαού και τη σοβιετική κατοχή», αλλά καμία άλλη ενέργεια δεν έγινε.[190]
Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής ήταν ο Άλσινγκ Άντερσεν, Δανός πολιτικός και ηγετική προσωπικότητα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Δανίας, που είχε υπηρετήσει στην κυβέρνηση Μπουλ το 1942 κατά τη ναζιστική γερμανική κατοχή στη Δανία. Είχε υπερασπιστεί τη συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής και είχε καταγγείλει την αντίσταση. Διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών το 1947 αλλά παραιτήθηκε μετά από έλεγχο του ρόλου του ως Υπουργού Άμυνας το 1940. Στη συνέχεια μπήκε στην αντιπροσωπεία της Δανίας στον ΟΗΕ το 1948.[191][192] Η έκθεση της επιτροπής και τα κίνητρα των συγγραφέων της επικρίθηκαν από τις αντιπροσωπείες στα Ηνωμένα Έθνη, από τη Σοβιετική Ένωση και την κυβέρνηση Kάνταρ. Ο Ούγγρος εκπρόσωπος διαφώνησε με τα συμπεράσματα της έκθεσης, κατηγορώντας την για παραποίηση των γεγονότων και υποστήριξε ότι η σύσταση της επιτροπής ήταν παράνομη. Η επιτροπή κατηγορήθηκε ως εχθρική απέναντι στην Ουγγαρία και το κοινωνικό της σύστημα.[193] Ένα άρθρο στο σοβιετικό περιοδικό "International Affairs", που εξέδιδε το Υπουργείο Εξωτερικών, φιλοξένησε ένα άρθρο το 1957 στο οποίο κατήγγειλε την έκθεση ως "συλλογή ψευδών και στρεβλώσεων".[194]
Το Time ονόμασε τον Ούγγρο Μαχητή της Ελευθερίας ως το Πρόσωπο της χρονιάς για το 1956. Το συνοδευτικό άρθρο του περιοδικού σχολίαζε ότι αυτή η επιλογή δεν μπορούσε να προβλεφθεί μέχρι τα εκρηκτικά γεγονότα της επανάστασης, σχεδόν στα τέλη του 1956. Το εξώφυλλο του περιοδικού και το συνοδευτικό κείμενο εμφάνιζαν την απεικόνιση από έναν καλλιτέχνη ενός Ούγγρου αγωνιστή ελευθερίας και χρησιμοποίησε ψευδώνυμα για τους τρεις συμμετέχοντες των οποίων οι ιστορίες αποτελούσαν το αντικείμενο του άρθρου.[195] Το 2006 ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Φέρεντς Γκιουρτσάνι αναφέρθηκε σε αυτό το περίφημο εξώφυλλο του Time ως "τα πρόσωπα της ελεύθερης Ουγγαρίας" σε μια ομιλία για την 50ή επέτειο της εξέγερσης.[196] Ο Γκιουρτσάνι (σε κοινή εμφάνιση με το Βρετανό πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ) σχολίασε "Είναι μια εξιδανικευμένη εικόνα, αλλά τα πρόσωπα των προσωπικοτήτων είναι πραγματικά το πρόσωπο των επαναστατών".[197]
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1956 στη Μελβούρνη, ο σοβιετικός χειρισμός της Ουγγρικής εξέγερσης οδήγησε σε μποϊκοτάζ από την Ισπανία, την Ολλανδία και την Ελβετία.[198] Στον ημιτελικό αγώνα της υδατοσφαίρισης έγινε μια αναμέτρηση μεταξύ της Σοβιετικής και της Ουγγρικής ομάδας στις 6 Δεκεμβρίου. Ο αγώνας ήταν εξαιρετικά βίαιος και διακόπηκε στο τελευταίο λεπτό για να σταματήσουν οι συγκρούσεις μεταξύ των θεατών. Αυτός ο αγώνας, τώρα γνωστός ως "αίμα στο νερό", έγινε το θέμα αρκετών ταινιών.[199][200] Η ομάδα της Ουγγαρίας κέρδισε το παιχνίδι 4–0 και στη συνέχεια κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο. Η Νορβηγία απέρριψε την πρόσκληση για το εναρκτήριο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μπάντι το 1957, αναφέροντας ως αιτία την παρουσία μιας ομάδας από τη Σοβιετική Ένωση.
Την Κυριακή, 28 Οκτωβρίου 1956, ενώ περίπου 55 εκατομμύρια Αμερικανοί παρακολουθούσαν το δημοφιλές τηλεοπτικό βαριετέ του Εντ Σάσλιβαν, με τον 21χρονο τότε Έλβις Πρίσλεϊ βασικό καλεσμένο για δεύτερη φορά, ο Σάλιβαν ζήτησε από τους θεατές να στείλουν βοήθεια στους Ούγγρους πρόσφυγες λόγω των επιπτώσεων της σοβιετικής εισβολής. Ο ίδιος ο Πρίσλεϊ έκανε ένα άλλη μία έκκλση για δωρεές κατά την τρίτη και τελευταία του εμφάνιση στην εκπομπή του Σάλιβαν στις 6 Ιανουαρίου 1957. Ο Πρίσλεϊ αφιέρωσε στη συνέχεια ένα τραγούδι για το φινάλε, που θεωρούσε ότι ταίριαζε στη διάθεση της εποχής, το γκόσπελ "Peace in the Valley" Μέχρι το τέλος του 1957 οι συνεισφορές, που διανεμήθηκαν από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό με έδρα τη Γενεύη ως μερίδες τροφίμων, ρούχα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, ανέρχονταν σε περίπου 26 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα (6 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ), που ισοδυναμούν με 55.300.000 σημερινά δολάρια. Την 1η Μαρτίου 2011 ο Ιστβαν Τάρλος, Δήμαρχος της Βουδαπέστης, έκανε τον Πρίσλεϊ επίτιμο πολίτη μετά θάνατον και μια πλατεία που βρίσκεται στη διασταύρωση δύο από τις σημαντικότερες λεωφόρους της πόλης πήρε το όνομά του ως χειρονομία ευγνωμοσύνης.
Εν τω μεταξύ, καθώς η δεκαετία του 1950 έφτανε στο τέλος, τα γεγονότα στην Ουγγαρία προκάλεσαν διασπάσεις στα κομμουνιστικά πολιτικά κόμματα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI) διασπάστηκε. Σύμφωνα με την επίσημη εφημερίδα του l'Unità τα περισσότερα απλά μέλη και η ηγεσία του κόμματος, συμπεριλαμβανομένων των Παλμίρο Τολιάτι και Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, υποστήριξαν τις ενέργειες της Σοβιετικής Ένωσης για την καταστολή της εξέγερσης.[201] Ωστόσο ο Γκιουζέπε ντι Βιτόριο, επικεφαλής του κομμουνιστικού συνδικάτου CGIL, τάχθηκε κατά της θέσης της ηγεσίας, όπως και τα εξέχοντα μέλη του κόμματος Αντόνιο, Λόρις Φορτούνα και πολλοί άλλοι με επιρροή στο κομμουνιστικό κόμμα. Ο Πιέτρο Νένι του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, στενός σύμμαχος του PCI, αντιτάχθηκε επίσης στη σοβιετική επέμβαση. Ο Ναπολιτάνο, που εξελέγη το 2006 Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, έγραψε στην πολιτική αυτοβιογραφία του το 2005 ότι μετάνιωσε που δικαιολόγησε τη σοβιετική δράση στην Ουγγαρία, δηλώνοντας τότε ότι πίστευε ότι η ενότητα του κόμματος και η ηγεσία του σοβιετικού κομμουνισμού ήταν πιο σημαντική.[202]
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας (CPGB) έχασε χιλιάδες μέλη του μετά τα γεγονότα στην Ουγγαρία. Αν και ο Πέτερ Φράιερ, ανταποκριτής της εφημερίδας του CPGB The Daily Worker, ανέφερε για τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης οι αποστολές του λογοκρίθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την ηγεσία του κόμματος.[145] Με την επιστροφή του από την Ουγγαρία ο Φράιερ παραιτήθηκε από την εφημερίδα και αργότερα διαγράφηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Στη Γαλλία οι μετριοπαθείς κομμουνιστές, όπως ο ιστορικός Εμμανυέλ Λε Ρουά Λαντυρί, αποχώρησαν από το κόμμα, αμφισβητώντας την πολιτική του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος να υποστηρίξει τις σοβιετικές ενέργειες. Ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ έγραψε μια ανοιχτή επιστολή, Το αίμα των Ούγγρων, επικρίνοντας την έλλειψη δράσης της Δύσης. Ακόμη και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, φανατικός ακόμη κομμουνιστής, επέκρινε τους Σοβιετικούς στο άρθρο του Le Fantôme de Staline, στις Situations VII.[203] Οι αριστεροί κομμουνιστές υποστήριξαν ιδιαίτερα την επανάσταση.
Στη βορειοδυτική γωνία του ΜακΑρθουρ Παρκ στο Λος Άντζελες η ουγγροαμερικανική κοινότητα κατασκεύασε ένα αναμνηστικό γλυπτό για να τιμήσει τους Ούγγρους μαχητές της ελευθερίας στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Πρόκειται για έναν οβελίσκο με με έναν αμερικανικό αετό στην κορυφή του που ατενίζει την πόλη του Λος Άντζελες. Υπάρχουν αρκετά μνημεία αφιερωμένα στη μνήμη της Ουγγρικής Επανάστασης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένα τέτοιο μνημείο βρίσκεται στο Κλίβελαντ, στην Πλατεία Καρδινάλιου Μίντσεντυ. Υπάρχει επίσης ένα μνημείο του Αγοριού από την Πέστη στην πόλη Στσέτσιν της Πολωνίας. Το Ντένβερ έχει το Ουγγρικό Πάρκο Ελευθερίας, που ονομάστηκε έτσι το 1968 για να τιμήσει την εξέγερση.[204]
Η δημόσια συζήτηση για την επανάσταση είχε κατασταλεί στην Ουγγαρία για περισσότερα από 30 χρόνια. Από το λιώσιμο των πάγων της δεκαετίας του 1980 αποτέλεσε αντικείμενο έντονης μελέτης και συζήτησης. Στην ανακήρυξη της Τρίτης Ουγγρικής Δημοκρατίας το 1989 η 23η Οκτωβρίου ανακηρύχθηκε εθνική αργία. Στις 16 Ιουνίου 1989, την 31η επέτειο της εκτέλεσής του, το σώμα του Ιμρε Νάγκι ετάφη εκ νέου με πλήρεις τιμές.[179][205]
Το Δεκέμβριο του 1991, η υπό διαμελισμό Σοβιετική Ένωση, υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, και η Ρωσία, εκπροσωπούμενη από τον Μπορίς Γέλτσιν, ζήτησαν επίσημα συγγνώμη για τις σοβιετικές ενέργειες του 1956 στην Ουγγαρία. Αυτή η συγγνώμη επαναλήφθηκε από τον Γέλτσιν το 1992 κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο ουγγρικό κοινοβούλιο.[133]
Στις 13 Φεβρουαρίου 2006, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ γιόρτασε την πεντηκοστή επέτειο της Ουγγρικής Επανάστασης του 1956. Η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις σχολίασε τη συμβολή των Ούγγρων προσφύγων του 1956 στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες υποδοχής, καθώς και το ρόλο της Ουγγαρίας στην παροχή καταφυγίου στους Ανατολικογερμανούς κατά τις διαδηλώσεις του 1989 κατά της κομμουνιστικής κυριαρχίας.[206] Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους επισκέφθηκε επίσης την Ουγγαρία στις 22 Ιουνίου 2006 για να τιμήσει την πεντηκοστή επέτειο.[207]
Μετά από 7 ημέρες παραμονής στην πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας, ο Nάγκι μαζί με την έκπτωτη κυβέρνησή του αιχμαλωτίστηκε από τους Σοβιετικούς. Εκτελέστηκε δύο χρόνια μετά, στις 16 Ιουνίου 1958 στη Βουδαπέστη. Χιλιάδες μαχητές της πολιτοφυλακής δικάστηκαν από έκτακτα στρατοδικεία και εκτελέστηκαν. Μεταξύ αυτών ο Σάμπο, ο Ντούντας, ο Μπάρανυ και ο Πόνγκρατς. Στην εξουσία εδραιώθηκε η νέα κυβέρνηση του Γιάνος Kάνταρ.
Ταινίες που έχουν γυριστεί για την ουγγρική επανάσταση:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.