Remove ads
Ιταλός πολιτικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο (ιταλ. Giorgio Napolitano, ορθή προφορά: Τζόρτζο Ναπολιτάνο, Νάπολη, 29 Ιουνίου 1925 - Ρώμη, 22 Σεπτεμβρίου 2023) ήταν Ιταλός πολιτικός και ισόβιος γερουσιαστής, που υπηρέτησε ως Πρόεδρος της Ιταλίας (11ος) από το 2006 έως το 2015[15]. Υπήρξε σημαντική μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας ως τη διάλυσή του, το 1991. Ήταν Πρόεδρος της Βουλής (1992–1994), Υπουργός Εσωτερικών (1996–1998) και 2 φορές (1989 - 1992 και 1999 - 2004) Ευρωβουλευτής.
Στις εκλογές για την ανάδειξη Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας στις αρχές Μαΐου του 2006 ήταν υποψήφιος της Ένωσης του Ρομάνο Πρόντι και εξελέγη Πρόεδρος στην τέταρτη ψηφοφορία. Ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου της Ιταλίας στις 15 Μαΐου 2006, διαδεχόμενος τον Πρόεδρο Κάρλο Ατζέλιο Τσιάμπι. Το 2013 έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας ο οποίος επανεκλέγεται για δεύτερη συνεχόμενη θητεία. Παραιτήθηκε λόγω ηλικίας στις 14 Ιανουαρίου 2015[15].
Γεννήθηκε στη Νάπολη, στις 29 Ιουνίου 1925. Ο πατέρας του, Τζιοβάνι, ήταν ένας φιλελεύθερος δικηγόρος ενώ η μητέρα του, Καρολίνα Μπόμπιο, κόρη ενός ναπολιτάνου επαγγελματία από το Πιεμόντε.[16] Το 1942 εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, στο τμήμα Νομικής. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια έγινε μέλος της φασιστικής νεολαίας του πανεπιστημίου (GUF - Gioventù Universitaria Fascista).[17][18] Ταυτόχρονα αρθρογραφούσε θεατρικές κριτικές στο εβδομαδιαίο περιοδικό IX Maggio, ενώ έπαιξε και σε μερικές παραστάσεις ως ηθοποιός, τις οποίες διοργάνωνε η GUF. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει αργότερα για τη σχέση του με την GUF, επρόκειτο «...στην πραγματικότητα για ένα αληθινό φυτώριο αντιφασιστικών πνευματικών δράσεων, μασκαρεμένο και ανεκτό μέχρι ενός ορισμένου σημείου...»[19]
Την περίοδο που φοιτούσε στο πανεπιστήμιο της Νάπολης γνώρισε την μελλοντική του σύζυγο, Κλιό Μαρία Μπιτόνι (1934–2024) η οποία ήταν και αυτή φοιτήτρια της Νομικής.[20] Παντρεύτηκαν το 1959 και απέκτησαν δύο γιους.
Από το πανεπιστήμιο αποφοίτησε το 1947, με μια διατριβή πάνω στην πολιτική οικονομία και την αποτυχία της βιομηχανικής ανάπτυξης στη νότιο Ιταλία μετά την Ιταλική ενοποίηση (Il mancato sviluppo industriale del Mezzogiorno dopo l'unità e la legge speciale per Napoli del 1904).[21]
Την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε μέρος στην Ιταλική αντίσταση (Resistenza italiana).[22] Το 1944 ήρθε σε επαφές με μέλη της κομμουνιστικής ομάδας της Νάπολης, ενώ βοήθησε στην άφιξη στην πόλη του προέδρου του Κομμουνιστικού Κόμματος, Παλμίρο Τολιάτι. Τον επόμενο χρόνο (1945) έγινε και επίσημα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI - Partito Comunista Italiano). Υπήρξε μέλος της Γραμματείας του Ιταλικού Οικονομικού Κέντρου της Νότιας Ιταλίας, ενώ το 1953 εξελέγη για πρώτη φορά στην Βουλή των Αντιπροσώπων (Camera dei Deputati).[23] Το 1956 έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, κατά το 8ο συνέδριο, υπό την υποστήριξη του ίδιου του Τολιάτι.
Την περίοδο της εισβολής της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία το 1956, ο Ναπολιτάνο θα εναρμονιστεί με την επίσημη θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, το οποίο τάχθηκε υπέρ της βίαιης καταστολής των Ούγγρων διαδηλωτών. Αργότερα, στην αυτοβιογραφία του (Dal PCI al socialismo europeo) θα εμφανιστεί μετανιωμένος για τη θέση του αυτή, για την οποία δήλωσε πως ένιωθε μια «σοβαρή αυτοκριτική τιμωρία». Αργότερα, οι πολιτικές του θέσεις επηρεάστηκαν βαθιά από τον Τζόρτζιο Αμεντόλα, ηγέτη της δεξιάς πτέρυγας του Κομμουνιστικού Κόμματος, που υποστήριζε την απαγκίστρωση του Κόμματος από την Σοβιετική Ένωση και την στροφή προς τον Ευρωκομμουνισμό.[24]
Μεταξύ του 1963 και του 1966 υπήρξε γραμματέας της τοπικής επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Νάπολη. Μετά το 10ο συνέδριο του Κόμματος, ο Ναπολιτάνο ανέλαβε θέση συντονιστή του γραφείου του Γραμματέα και του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος (1966 έως 1969).
Μεταξύ 1969 και 1975 αναλαμβάνει υπεύθυνος της επιτροπής του κόμματος για θέματα πολιτισμού, ενώ από το 1976 έως το 1979 ήταν υπεύθυνος για την οικονομική πολιτική του κόμματος, αλλά και η επίσημη φωνή του κόμματος για τις σχέσεις του με την Κυβέρνηση Αντρεότι. Μεταξύ 1981 και 1986 υπήρξε επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του PCI στην Κάτω Βουλή, ενώ από το 1989 έως το 1992 ευρωβουλευτής.[23]
Παρέμεινε στο Κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι και τη διάλυσή του το 1991.
Το 1964, στις συζητήσεις που ακολούθησαν τον θάνατο του Τολιάτι, υποστήριξε πιο μετριοπαθείς θέσεις, πιο κοντά προς αυτές του μεσαίου χώρου. Έτσι ο Ναπολιτάνο θα μετατραπεί σε ηγετική μορφή της λεγόμενης, σκωπτικά από τους αντιπάλους τους, «corrente migliorista», μιας πολιτικής πτέρυγας του Κομμουνιστικού Κόμματος επηρεασμένης από τις ρεφορμιστικές τάσεις του Αμεντόλα. Σύμφωνα με τους «miglioristi», ο στόχος ήταν η βελτίωση (miglioramento) του καπιταλιστικού συστήματος εκ των έσω, μέσω σταδιακών μεταρρυθμίσεων αντί επαναστατικών δράσεων. Για τον λόγο αυτό, προωθούσαν τον διάλογο με τα πιο μετριοπαθή κεντροαριστερά κόμματα παρά με τα νέα κόμματα και κινήματα της παραδοσιακής Αριστεράς που ήταν πιστά στον μαρξισμό.
Ως ηγέτης των «miglioristi» καταδίκασε την εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν, θέση που υιοθετήθηκε και από το σύνολο του κόμματος. Οι miglioristi έλαβαν αρνητική κριτική από την αριστερή πτέρυγα του PCI, ενώ ήρθαν σε κόντρα και με τον ίδιο τον Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος, Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, παρά τις προσπάθειές του για χειραφέτηση του κόμματος από τη Μόσχα, επικρίνοντας τον για σταδιακή υποχώρησή του από τις θέσεις του «ιστορικού συμβιβασμού» (compromesso storico) και την εχθρική του στάση προς τον Μπετίνο Κράξι, κατηγορώντας τον πως άφηνε έτσι τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος να μονοπωλεί τη «νεωτερικότητα» στην πολιτική. Διάφορες κριτικές κατά των miglioristi επισημαίνουν πως με την στάση τους αυτή χρησιμοποιήθηκαν από τον Κράξι ως εργαλείο κατά του Μπερλινγκουέρ.[25] Μετά τον θάνατο του Μπερλινγκουέρ, ο Ναπολιτάνο φερόταν ως ένας από τους πιθανούς υποψήφιους για τη θέση του Γραμματέα του Κόμματος, αλλά στη θέση αυτή προτιμήθηκε ο Αλεσάντρο Νάτα.
Σταδιακά η φήμη του Ναπολιτάνο μεγάλωσε και εκτός Ιταλίας. Ο Ναπολιτάνο έδωσε μια σειρά διαλέξεων σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη. Τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι ΗΠΑ αρνήθηκαν την παραχώρηση βίζας ώστε να ταξιδέψει για μια διάλεξη στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης. Το 1978 θα αποκτήσει τελικά την άδεια να παρευρεθεί στις ΗΠΑ για διαλέξεις, κάνοντας τον έτσι τον πρώτο ηγετικό στέλεχος Κομμουνιστικού κόμματος που λάμβανε βίζα από της Ηνωμένες Πολιτείες[26], ενώ και τη δεκαετία του 1980, ύστερα και από μεσολάβηση του Τζούλιο Αντρεότι, θα μπορέσει να παραδώσει μια νέα σειρά διαλέξεων στα πιο έγκριτα πανεπιστήμια των ΗΠΑ.
Μετά τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος, προσχώρησε στις τάξεις του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (PDS - Partito Democratico della Sinistra), το οποίο δημιουργήθηκε το 1991 ως εξέλιξη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, δημοκρατικό-σοσιαλιστικής κατεύθυνσης. Όπως ανέφερε σε συνέντευξή του το 1992, είχε την παλιά πεποίθηση πως το PCI είχε αργήσει «...να μετατραπεί σε ένα ευρωπαϊκό δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα...»[27]
Το 1992 ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, διαδεχόμενος στη θέση τον Όσκαρ Λουίτζι Σκάλφαρο, ο οποίος είχε εκλεγεί Πρόεδρος της Ιταλίας. Στη θέση αυτή θα παραμείνει μέχρι τον Απρίλιο του 1994.[23] Κατά τη διάρκεια της θητείας του και ενώ η πολιτική σκηνή της χώρας αντιμετώπιζε το σκάνδαλο Tangentopoli, ο Ναπολιτάνο κατάφερε με την στάση του να αποκτήσει αδιαμφισβήτητο κύρος ανάμεσα στους δημόσιους φορείς, παρά την έντονη δυσπιστία προς τις δημόσιες αρχές την εποχή εκείνη. Στην εκδίκαση του σκανδάλου, καταναλώθηκε κυρίως στην κόντρα του με τον Μπετίνο Κράξι. Ο Κράξι κατηγορούσε των Ναπολιτάνο για πιθανή έλλειψη ουδετερότητας, καθώς ο τελευταίος υπήρξε υπεύθυνος της Εξωτερικής πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος (σκιώδης Υπουργός Εξωτερικών).
Το 1996, υπό την πρώτη αριστερή μεταπολεμική κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι (Governo Prodi I) ο Ναπολιτάνο αναλαμβάνει τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών. Έγινε έτσι ο πρώτος πρώην κομμουνιστής που ανέλαβε τη συγκεκριμένη θέση, που παραδοσιακά θεωρούταν ρόλος που ανήκε στους Χριστιανοδημοκράτες. Μαζί με την υπουργό Κοινωνικών Θεμάτων, Λίβια Τούρκο, με νόμο του 1998, προχώρησαν στη δημιουργία Κέντρων Προσωρινής Κράτησης για τους παράνομους μετανάστες (Legge Turco-Napolitano).[28]
Το 1998, ο Ναπολιτάνο επικρίθηκε για την εξαφάνιση του Λίτσιο Τζέλι, την παραμονή της φυλάκισης του μετά την καταδίκη του για το σκάνδαλο της κατάρρευσης της Τράπεζας Ambrosiano. Ο Λίτσιο εκείνο τον καιρό βρισκόταν σε κατ' οίκον περιορισμό και στις δίκες που είχαν προηγηθεί είχε καταδικαστεί σε 12 χρόνια φυλάκιση. Η αντιπολίτευση ζήτησε την παραίτηση του Ναπολιτάνο (και αυτή του Υπουργού Δικαιοσύνης), όμως η βουλή παρείχε ψήφο εμπιστοσύνης.[29]
Μετά την πτώση της πρώτης κυβέρνησης Πρόντι, ακολούθησε τους Δημοκράτες της Αριστεράς (DS - Democratici di Sinistra), την μετεξέλιξη του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς. Το 1999 εξελέγη ευρωβουλευτής (έως το 2004), μέλος του κόμματος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανέλαβε τη θέση του Προέδρου της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων.[23]
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 2005 ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Κάρλο Ατζέλιο Τσιάμπι, έχρισε τον Ναπολιτάνο δια βίου Γερουσιαστή, από κοινού με τον σχεδιαστή αυτοκινήτων Σέρτζιο Πινινφαρίνα.[30]
Με την λήξη της θητείας του Κάρλο Ατζέλιο Τσιάμπι από την Προεδρία της Ιταλικής Δημοκρατίας, η βουλή κλήθηκε να αποφασίσει τον επόμενο Πρόεδρο της χώρας, τον Μάιο του 2006. Ο Τσιάμπι είχε αρνηθεί την πρόταση των δύο κύριων συμμαχιών για μια νέα θητεία, υποστηρίζοντας πως κανένας από τους προηγούμενους εννέα προέδρους δεν έχει επανεκλεγεί • «... νομίζω ότι αυτό έχει γίνει σημαντικός κανόνας. Είναι καλύτερα να μην παραβιαστεί...», είχε δηλώσει ο ίδιος.[31]
Για την κεντροαριστερή συμμαχία του Ρομάνο Πρόντι, το όνομα του Ναπολιτάνο μαζί με αυτό του Μάσσιμο Ντ'Αλέμα ακουγόταν ως πιθανές υποψηφιότητες για τη θέση του προέδρου. Αν και η πρόταση Ναπολιτάνο φαινόταν πιθανό να υποστηριχθεί από την κεντροδεξιά, απορρίφθηκε στις πρώτες συζητήσεις.[32]
«Η Ένωση» (L'Unione), η κεντροαριστερή συμμαχία, υποστήριξε ως υποψήφιό της τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, με σκοπό να αποσπάσει την συναίνεση του «Οίκου των Ελευθεριών» (CdL - Casa delle Libertà), της κεντροδεξιάς συμμαχίας με ηγέτη τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η συναίνεση των δύο συμμαχιών απαιτούταν για την ανάδειξη Προέδρου από την πρώτη ψηφοφορία (τουλάχιστον 673 ψήφοι). Η τελευταία αρνήθηκε να υποστηρίξει την υποψηφιότητα Ναπολιτάνο, κατεβάζοντας δικό της υποψήφιο τον Τζιάννι Λέττα.[32] Η υποψηφιότητα του Ναπολιτάνο ως υποψήφιου προέδρου έβρισκε επίσης την συναίνεση του Βατικανού, όπως είχε εκφραστεί μέσω της επίσημης εφημερίδας του κρατιδίου L'Osservatore Romano.
Καθώς η πρώτη ψηφοφορία θα οδηγούταν σε αποτυχία, η Ένωση ανακοίνωσε πως θα ψήφιζε λευκό σε αυτή, με σκοπό να οδηγήσει τη διαδικασία σε επανάληψη μέχρι και την τέταρτη ψηφοφορία αν δεν υπήρξε συναίνεση, όπου για την ανάδειξη Προέδρου χρειαζόταν η απλή πλειοψηφία και όχι αυξημένη, όπως στις τρεις πρώτες.[33] Οι συζητήσεις μεταξύ των δύο κύριων σχηματισμών γύρω από την υποψηφιότητα Ναπολιτάνο συνεχίζονταν, με την κεντροδεξιά να αποφασίζει να ψηφίσει και αυτή λευκό στην δεύτερη ψηφοφορία. Με την πρόθεση μελών της συμμαχίας της κεντροδεξιάς να συμπράξουν με την υποψηφιότητα Ναπολιτάνο να έχει αρχίσει να διαφαίνεται, η Ένωση συνέχισε να υποστηρίζει τον Ναπολιτάνο, οδηγώντας με την μέθοδο της λευκής ψήφου την διαδικασία σε τέταρτη ψηφοφορία.
Κατά την τέταρτη ψηφοφορία στις 10 Μαΐου 2006, στην οποία χρειαζόταν η απλή πλειοψηφία για την ανάδειξη Προέδρου, η Ένωση ανέδειξε, μαζί με την υποστήριξη και του κόμματος της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών και Κεντρώων (η οποία ανήκε στην συμμαχία της κεντροδεξιάς), τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο ως νέο Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, με 543 ψήφους.[34]
Ο 80χρονος Ναπολιτάνο έγινε ο πρώτος πρώην κομμουνιστής που ανακηρυσσόταν Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας. Τόσο η Ένωση όσο και ο Οίκος των Ελευθεριών εξέφρασαν μετά την εκλογή του την εκτίμηση στο πρόσωπό του.[34] Ωστόσο, κάποιες δεξιές εφημερίδες εξέφρασαν κάποιες συγκρατημένες ανησυχίες σχετικά με το κομμουνιστικό του παρελθόν. Ο Ναπολιτάνο ανέλαβε επισήμως καθήκοντα στις 15 Μαΐου 2006.
Στις 9 Ιουλίου 2006, ο Ναπολιτάνο ήταν παρών στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου της FIFA, όπου η ιταλική ομάδα νίκησε τη Γαλλία και κέρδισε το τέταρτο Παγκόσμιο Κύπελλο της. Έγινε έτσι ο δεύτερος πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας ο οποίος παρίσταται σε έναν θριαμβευτικό τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου για την Ιταλική ποδοσφαιρική ομάδα, μετά τον Σάντρο Περτίνι.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 2006, ο Ναπολιτάνο πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, όπου απέτισε φόρο τιμής στην πτώση κατά την επανάσταση του 1956, την οποία αρχικά ήταν αντίθετος ως μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με την κατάθεση στεφάνου στον τάφο του Ίμρε Νάγκυ.[35]
Τον Φεβρουάριο του 2007 δηλώσεις του[36] γύρω από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την αποχώρηση των Ιταλών από τις περιοχές της Δαλματίας και της χερσονήσου της Ίστριας, που συνοδεύτηκαν με επιθέσεις κατά Ιταλών της περιοχής από Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους, προκάλεσαν την αντίδραση του προέδρου της Κροατίας Στίπε Μέσιτς, ο οποίος κατηγόρησε τον Ναπολιτάνο για «ρατσιστικό λόγο», «ιστορικό ρεβιζιονισμό» και «πολιτικό ρεβανσισμό».[37] Τα ιταλικά κόμματα υποστήριξαν τον Ναπολιτάνο, ενώ και ο Μέσιτς χαμήλωσε αργότερα τους τόνους.
Την ίδια περίοδο ο Πρόντι υπέβαλε στον Ναπολιτάνο την παραίτησή του, ύστερα από μια αποτυχημένη ψηφοφορία.[38] Ο Ναπολιτάνο δεν έκανε δεκτή την παραίτηση και πρότεινε στον Πρόντι να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από την Γερουσία και τη Κάτω Βουλή. Ο Πρόντι έλαβε την ψήφο εμπιστοσύνης από τα δύο σώματα, και παρέμεινε στην εξουσία.
Τον Φεβρουάριο του 2009 ήρθε σε κόντρα με τον πρωθυπουργό Μπερλουσκόνι για την υπόθεση της ευθανασίας της Ελουάνα Ενγκλάρο. Ο Ναπολιτάνο αρνήθηκε να υπογράψει νομοθετικό διάταγμα που προωθούσε η Κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, σύμφωνα με το οποίο θα απαγόρευε στους γιατρούς να διακόψουν τη σίτιση της Ενγκλάρο. Η Ενγκλάρο βρισκόταν σε κατάσταση φυτού, ύστερα από τροχαίο ατύχημα, με την οικογένειά της να επιθυμεί την σταδιακή διακοπή χορήγησης τροφής και νερού. Ο Μπερλουσκόνι, μετά τον θάνατο της Ενγκλάρο, κατηγόρησε τον Ναπολιτάτο πως είχε υποπέσει σε «ένα σοβαρό λάθος», με την υπόθεση να προκαλεί μεγάλη πολιτική διαμάχη στην χώρα.[39]
Στις 24 Ιανουαρίου 2008, ο Ρομάνο Πρόντι έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στη Γερουσία με ψήφους 161 με 156 ψήφους. Ο Πρόεδρος Ναπολιτάνο ζήτησε από τον πρόεδρο της Γερουσίας, Φράνκο Μαρίνι, να εκτιμήσει τη δυνατότητα να σχηματίσει μια προσωρινή κυβέρνηση.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2008, ο Μαρίνι αναγνώρισε την αδυναμία σχηματισμού προσωρινής κυβέρνησης, διότι τα κεντροδεξιά κόμματα δεν θα ενταχθούν, και στις 6 Φεβρουαρίου 2008 ο Ναπολιτάνο διέλυσε το Κοινοβούλιο.
Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 13 Απριλίου και 14 Απριλίου 2008, μαζί με τις διοικητικές εκλογές, και κέρδισε από ένα συνασπισμό της δεξιάς και κεντροδεξιά κόμματα.
Στις 7 Μαΐου 2008, ο Πρόεδρος Ναπολιτάνο προσέφερε τη θέση του επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μετά τη νίκη του στις βουλευτικές εκλογές. Το υπουργικό συμβούλιο εγκαινιάστηκε επίσημα μία ημέρα αργότερα, με τον Μπερλουσκόνι και έγινε έτσι ο δεύτερος πρωθυπουργός υπό τον Πρόεδρο Ναπολιτάνο.
Τον Νοέμβριο του 2011, ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε από τη θέση του ως επικεφαλής της κυβέρνησης, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου μετά όλο και πιο δραματικές οικονομικές συνθήκες.
Ο Πρόεδρος Ναπολιτάνο τότε αποφάσισε να διορίσει τον πρώην επίτροπο της ΕΕ Μάριο Μόντι δια βίου γερουσιαστή και έπειτα πρωθυπουργό. Ο Μόντι, επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από τη συντριπτική πλειοψηφία και των δύο σωμάτων του ιταλικού Κοινοβουλίου, σε ό,τι ευρέως αναφέρεται ως "κυβέρνηση του προέδρου".
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2012, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι αποφάσισε την απόσυρση της υποστήριξής του στην κυβέρνηση Μόντι, οδηγώντας την χώρα σε εκλογές. Η εκλογική αναμέτρηση του Φεβρουαρίου του 2013 δεν οδήγησε σε αυτοδυναμία κάποιου κόμματος στην Γερουσία, με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγηθεί εκ νέου σε πολιτική κρίση.
Ο Ναπολιτάνο έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον νικητή των εκλογών, τον κεντροαριστερό Πιέρ Λουίτζι Μπερσάνι, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβερνητικό συνασπισμό, αφενός επειδή δεν επιθυμούσε τη συμμαχία με την κεντροδεξιά του Μπερλουσκόνι (ο οποίος εμφανιζόταν πρόθυμος σε συνεργασία), αφετέρου επειδή δεν μπορούσε να επιτύχει συνεργασία με το Κίνημα 5 Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, της μεγάλης έκπληξης των γενικών εκλογών. Ο Ναπολιτάνο ανέλαβε μια προσπάθεια διερεύνηση λύσης που θα απέτρεπε τη διενέργεια νέων εκλογών, σχηματίζοντας δύο «επιτροπές σοφών», χωρίς όμως να επιτύχει κανένα αποτέλεσμα.[40]
Μέσα στην ακυβερνησία που ακολούθησε τις επόμενες εβδομάδες, η θητεία του Ναπολιτάνο έφτασε στο τέλος της και η Βουλή κλήθηκε να επιλέξει νέο Πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, τον Απρίλιο του 2013. Η ακυβερνησία είχε δημιουργήσει διάσπαση στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος του Μπερσάνι, με αποτέλεσμα η συμφωνία του με τον Μπερλουσκόνι για κάθοδο στην εκλογική διαδικασία με κοινό υποψήφιο, τον Φράνκο Μαρίνι, να οδηγηθεί σε αποτυχία.[41] Το ίδιο αποτυχημένη ήταν και η πρόταση του Μπερσάνι για εκλογή του Ρομάνο Πρόντι κατά την τέταρτη ψηφοφορία, κατά την οποία αρκούσε η απλή πλειοψηφία την οποία η κεντροαριστερή του συμμαχία είχε στην Κάτω Βουλή. Τα μέλη του κόμματός του, όμως, έσπασαν την κομματική γραμμή και η υποψηφιότητα Πρόντι απέτυχε.[42]
Έπειτα από 5 άκαρπες ψηφοφορίες για εκλογή προέδρου, ο Ναπολιτάνο συμφώνησε να είναι υποψήφιος για επανεκλογή στο προεδρικό αξίωμα. Αυτό ήταν χωρίς προηγούμενο για την ιταλική πολιτική ιστορία και έγινε κατόπιν εκκλήσεων από τον Μάριο Μόντι, τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τον Πιέρ Λουίτζι Μπερσάνι.[43] Επανεξελέγη εύκολα στις 20 Απριλίου 2013, συγκεντρώνοντας 738 από τις 1.007 πιθανές ψήφους, και ορκίστηκε πρόεδρος στις 22 Απριλίου 2013.
Την επανεκλογή Ναπολιτάνο, του πρώτου Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας για δεύτερη συνεχόμενη περίοδο, ακολούθησε η παραίτηση Μπερσάνι από τη θέση του γενικού γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Ναπολιτάνο έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον προσωρινό αντικαταστάτη του Μπερσάνι, Ενρίκο Λέτα, ο οποίος κατάφερε τελικά να σχηματίσει κυβερνητικό σχηματισμό και να βγάλει την χώρα από την ακυβερνησία.
Κατά την περίοδο των δικών Μπερλουσκόνι το 2013, αρχικά για υποθέσεις φοροδιαφυγής και στη συνέχεια για υπόθεση μαστροπείας («σκάνδαλο Ρουμπιγκέιτ»), οι σχέσεις του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού με τον πρόεδρο Ναπολιτάνο οδηγήθηκαν σε κρίση. Ο Μπερλουσκόνι, μετά την καταδίκη του για φοροδιαφυγή σχετικά με την εξαγορά από την εταιρία Fininvest του εκδοτικού οίκου Μονταντόρι, ζήτησε από τον Ναπολιτάνο προεδρική χάρη. Ο Ναπολιτάνο αρνήθηκε ενώ ο Μπερλουσκόνι κατηγόρησε τον Ιταλό Πρόεδρο για παρέμβαση στη διαδικασία, πριν τη δημοσίευση της απόφασης του Αρείου Πάγου, που οδήγησε στην οριστική καταδίκη του Μπερλουσκόνι.[44] Σε απάντησή, ο Ναπολιτάνο χαρακτήρισε τις κατηγορίες του Μπερλουσκόνι ως «μία ακόμα παραληρηματική, χυδαία και συκοφαντική επινόηση σχετικά με τον αρχηγό του κράτους».[44] Στις δε απειλές του Μπερλουσκόνι να οδηγήσει τη χώρα σε νέα πολιτική κρίση, λίγο πριν την απόφαση για αποπομπή του από τη Γερουσία μετά την καταδίκη του για φοροδιαφυγή, αποχωρώντας από την κυβέρνηση συνεργασίας, ο Ναπολιτάνο επιτέθηκε στον πρώην πρωθυπουργό, κατηγορώντας τον πως εκφράζεται με θέσεις «από τις οποίες λείπει κάθε μέτρο».[45]
Από τον Νοέμβριο του 2014 δημοσιεύματα στον ιταλικό Τύπο έκαναν λόγο για πρόθεση του Ναπολιτάνο να παραιτηθεί του αξιώματος του Προέδρου πολύ πριν την ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας του, καθώς ανταποκρινόταν με δυσκολία στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη θέση, έχοντας να αντιμετωπίσει προβλήματα υγείας λόγω της προχωρημένης του ηλικίας.[46] Η ιταλική Προεδρία δεν διέψευσε ούτε επιβεβαίωσε τα δημοσιεύματα, υπενθυμίζοντας πως ο Ναπολιτάνο είχε θέσει, μεταξύ άλλων, και προϋποθέσεις χρονικού χαρακτήρα κατά την αποδοχή της δεύτερης θητείας του.[47] Και ο ίδιος ο Ναπολιτάνο άφηνε σε δηλώσεις του σε δημόσιες εμφανίσεις ανοιχτό το ενδεχόμενο παραίτησης, τονίζοντας πως υπάρχει ανάγκη να εξασφαλιστεί μια «θεσμική συνέχεια».[48]
Ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο επιβεβαίωσε τελικά τις φήμες για επικείμενη παραίτησή του εντός του 2015 στο πρωτοχρονιάτικο τηλεοπτικό μήνυμά του προς τον ιταλικό λαό, αναφέροντας πως «οι ενδείξεις κόπωσης» που προκαλούνται από τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει «και οι αβεβαιότητες που αυτές συνεπάγονται δεν πρέπει να υποτιμούνται»[49].
Τελικά υπέβαλε την παραίτησή του στις 14 Ιανουαρίου 2015[15].
Στις 29 Ιουνίου 2023, ημέρα των 98ων γενεθλίων του, ο Ναπολιτάνο εισήχθη σε νοσοκομείο της Ρώμης.[50] Στις 19 Σεπτεμβρίου, αναφέρθηκε ότι βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση, με την υγεία του να επιδεινώνεται και αφαιρέθηκε το σύστημα υποστήριξης ζωής.[51] Πέθανε τρεις ημέρες αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 98 ετών. [52][53]Το Υπουργικό Συμβούλιο της Ιταλίας κήρυξε εθνικό πένθος και διέταξε να κυματίζουν μεσίστιες για πέντε ημέρες προς τιμήν του. Η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα από τις 24 μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου στο Παλάτσο Μαντάμα, την έδρα της Ιταλικής Γερουσίας. Η κρατική του κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2023, στο Παλάτσο Μοντετσιτόριο, την έδρα της Ιταλικής Βουλής των Αντιπρόσωπων. Δεδομένου ότι ο Ναπολιτάνο ήταν άθεος, η τελετή ήταν πολιτική. Ενταφιάστηκε στο Προτεσταντικό Κοιμητήριο της Ρώμης.[54][55]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.