Μακεδονία (ελληνικό διαμέρισμα)
γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μακεδονία, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, είναι το μεγαλύτερο σε έκταση και το δεύτερο μεγαλύτερο σε πληθυσμό γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής έχει πληθυσμό 2.408.530 κατοίκους[1] και έκταση 34.178 τετρ. χλμ. που αντιστοιχεί στο 25,9% της συνολικής έκτασης της Ελληνικής επικράτειας. Η Μακεδονία, αποτελείται από τις περιφερειακές ενότητες Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Καβάλας, Δράμας, Σερρών, Κιλκίς, Πιερίας, Πέλλας, Ημαθίας, Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών.
Μακεδονία | |||
---|---|---|---|
| |||
Ύμνος: Μακεδονία ξακουστή | |||
Χώρα | Ελλάδα | ||
Πρωτεύουσα | Θεσσαλονίκη | ||
Έκταση (km2) | 34.178 χλμ² | ||
Πληθυσμός | 2.262.775 (απογραφή 2021) | ||
Δυτική Μακεδονία Κεντρική Μακεδονία Αν. Μακεδονία & Θράκη |
Εκτείνεται ανάμεσα στην οροσειρά της Πίνδου και τον ποταμό Νέστο στα ευρύτερα όρια της ιστορικής περιοχής της αρχαίας Μακεδονίας στη βόρεια Ελλάδα, οριζόμενη προς βορρά από τα σύνορα με τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και τη Βουλγαρία, προς ανατολικά από τη Θράκη, προς νότια από τη Θεσσαλία και το Αιγαίο Πέλαγος και δυτικά από την Ήπειρο και την Αλβανία.
Εδώ επίσης βρίσκεται και η αυτοδιοικούμενη, μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους στην χερσόνησο του Άθω της Χαλκιδικής, με τα 20 μοναστήρια της, από τα σημαντικότερα κέντρα της Ορθοδοξίας παγκοσμίως καθώς και η πόλη της Θεσσαλονίκης, μητρόπολη και κύρια πόλη της Μακεδονίας, κέντρο της Βόρειας Ελλάδας και δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 25/12/2017) |
Η Μακεδονία έχει μια μακρά και πλούσια ιστορία. Εδώ βρίσκεται ένα μέρος από τον Όλυμπο, η έδρα, κατά τη μυθολογία, του αρχαίου Δωδεκάθεου, όπως επίσης και το Δίον, η Πέλλα και η Βεργίνα, τόποι λατρείας και διοικητικές πρωτεύουσες της αρχαίας περιοχής.
Τα πρώτα δείγματα οργανωμένης παρουσίας στη Μακεδονία χρονολογούνται στην πρώιμη Νεολιθική περίοδο και εντοπίζονται στη Νέα Νικομήδεια (κοντά στα Γιαννιτσά) και στον οικισμό Δισπηλιό, δίπλα στη λίμνη της Καστοριάς. Όμως άνθρωποι ζούσαν στη Μακεδονία πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, όπως μαρτυρεί η ανεύρεση του απολιθωμένου ανθρώπινου κρανίου στα Πετράλωνα Χαλκιδικής, που εκτιμάται ότι έχει ηλικία 200.000 ετών.
Στις αρχές της Αρχαϊκής περιόδου εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μακεδονίας άποικοι από την Κεντρική Ελλάδα, δημιουργώντας σημαντικές πόλεις-λιμάνια, κυρίως στην Πιερία και στη Χαλκιδική. Η ενδοχώρα κατοικούνταν από τους Μακεδόνες, φύλο δωρικό σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Α, 56).
Οι Μακεδόνες άρχισαν να σχηματίζουν ξεχωριστό κράτος στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., υπό την ηγεμονία του βασιλικού οίκου των Τημενιδών. Με τα χρόνια, η κυριαρχία των Τημενιδών επεκτάθηκε στη δυτική και στην ανατολική Μακεδονία.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. το Μακεδονικό κράτος βρισκόταν σε συνεχείς διενέξεις με τα θρακικά φύλα και με άλλους γειτονικούς λαούς, ενώ ταυτόχρονα ταλανιζόταν από δυναστικές έριδες. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου έγιναν αρκετές μάχες στο έδαφος της Μακεδονίας. Ο βασιλιάς Αρχέλαος Α΄ κατόρθωσε πάντως να διατηρήσει την ακεραιότητα του κράτους του, και μάλιστα να το ενισχύσει στρατιωτικά και οικονομικά.
Οι δυναστικές συγκρούσεις που ταλαιπώρησαν τη Μακεδονία στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. έληξαν με την άνοδο στο θρόνο του Φιλίππου Β' το 359 π.Χ. Ο Φίλιππος κατόρθωσε να μεταβάλει τη Μακεδονία σε σημαντικότερη δύναμη του ελλαδικού χώρου και να ενώσει τους Έλληνες κάτω από το σκήπτρο του. Παρά τη δολοφονία του το 336 π.Χ., ο γιος του, Αλέξανδρος, κατόρθωσε να ελέγξει τις φυγόκεντρες δυνάμεις και να εκστρατεύει στην Ασία έχοντας όλους τους Έλληνες στο πλευρό του. Εκεί διέλυσε την Περσική Αυτοκρατορία και δημιούργησε ένα μεγάλο κράτος, που εκτεινόταν από τη Μακεδονία έως την Αίγυπτο και πέρα από τον Ύφαση ποταμό στην Ινδία. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Μακεδονία αποτέλεσε πεδίο σκληρών συγκρούσεων για τη διαδοχή στο θρόνο. Μεταξύ άλλων, δολοφονήθηκαν η μητέρα του, Ολυμπιάδα, η σύζυγός του, Ρωξάνη, και ο γιος του, Αλέξανδρος Δ΄ της Μακεδονίας.
Οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου εξασθένισαν το βασίλειο με τις διενέξεις τους. Μοναδική εξαίρεση υπήρξε ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας (221 π.Χ.-179 π.Χ.), ο οποίος κατόρθωσε να ισχυροποιήσει το βασίλειο πολιτικά -και κυρίως οικονομικά- και να το ξανακάνει υπολογίσιμο αντίπαλο της Ρώμης.
Η Μακεδονία υποτάχθηκε στους Ρωμαίους το 168 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Περσέας της Μακεδονίας νικήθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Αιμίλιο Παύλο στη Μάχη της Πύδνας. Η Μακεδονία έγινε τότε ρωμαϊκή επαρχία, και μάλιστα αποτέλεσε το σημαντικότερο θέατρο των συγκρούσεων κατά τους Εμφυλίους Πολέμους της Ρώμης. Η επικοινωνία της Μακεδονίας με τη Ρώμη ήταν εξασφαλισμένη μέσω της Εγνατίας οδού.
Τον 4ο αιώνα ο Γαλέριος μετέφερε την πρωτεύουσά του στη Θεσσαλονίκη, την οποία κόσμησε με νέα μεγαλοπρεπή κτήρια και οχύρωσε με υψηλά τείχη. Τα τείχη βοήθησαν την πόλη να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των ποικίλων βαρβαρικών φύλων που λυμαίνονταν τη Μακεδονία κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Αποτέλεσμα των επιδρομών αυτών ήταν να ερημώσει η ύπαιθρος και ο πληθυσμός να συγκεντρωθεί στις πόλεις. Μετά τον 7ο αιώνα στην έρημη πια ύπαιθρο εγκαταστάθηκαν - άλλοτε με την έγκριση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και άλλοτε χωρίς - σλαβικοί πληθυσμοί.
Οι συνεχείς επιδρομές των Βουλγάρων στην ύπαιθρο και των Αράβων στα παράλια, οι οποίοι μάλιστα κατόρθωσαν το 904 να εκπορθήσουν και να λεηλατήσουν τη Θεσσαλονίκη, είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πνευματικής παραγωγής και της πολιτισμικής δραστηριότητας. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε η επικράτηση του κοινοβιακού βίου στο Άγιο Όρος και η ίδρυση αρκετών μονών.
Η πνευματική αναγέννηση της Μακεδονίας ξεκίνησε ουσιαστικά τον 12ο αιώνα, όταν πλέον είχε αρχίσει η παρακμή της κεντρικής εξουσίας και οι βυζαντινές επαρχίες είχαν αποκτήσει σχετική αυτονομία.
Το αποτέλεσμα, βέβαια, της αμυντικής παρακμής ήταν η εκπόρθηση των περισσότερων πόλεων της Μακεδονίας από τους Νορμανδούς το 1185 και η κατάληψή τους από τους Σταυροφόρους το 1204. Στο λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, με βασιλέα το Βονιφάτιο Μομφερρατικό, περιλήφθηκε όλη σχεδόν η Μακεδονία. Όμως, το κράτος αυτό αποδείχθηκε εφήμερο, καθώς το 1224 καταλύθηκε από τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα, Δεσπότη της Ηπείρου.
Το 1246 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης βρέθηκε στη Θράκη, όπου επιθεωρούσε τις φρουρές των πόλεων, εν όψει της λήξης ανακωχής με τους Φράγκους. Όταν έμαθε, ότι ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Καλιμάν Ασέν Α΄, απεβίωσε, αφήνοντας στον θρόνο τον ανήλικο αδελφό του, επετέθη κατά των Βουλγάρων. Σε σύντομο διάστημα προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Νικαίας ολόκληρη η νότια και νοτιοδυτική Βουλγαρία και τμήματα της Μακεδονίας. Σημαντικές πόλεις, όπως οι Σέρρες, η Βέροια, το Μελένοικο και τα Σκόπια απελευθερώθηκαν από τους Βούλγαρους και περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο, οι περισσότερες εξ αυτών αμαχητί. Στράφηκε τότε και προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία κατέλαβε σε συνεργασία με δυσαρεστημένους από τη διακυβέρνηση του νέου δεσπότη Δημήτριου, αριστοκράτες της πόλης. Με τη συμβασιλεύουσα υπό την κατοχή του, ο Βατάτζης εδραίωσε τη θέση του ως μοναδικός Βυζαντινός Αυτοκράτορας στη συνείδηση του λαού.[2][3][4][5]
Το 1261 η περιοχή αποτέλεσε και πάλι μέρος της αναγεννημένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όχι όμως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, κύριοι της Μακεδονίας έγιναν διαδοχικά οι Σέρβοι, οι μισθοφόροι της Καταλανικής Εταιρείας και επίδοξοι διεκδικητές του θρόνου του Βυζαντίου. Οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις έστρεψαν μεγάλο μέρος του κόσμου στις τέχνες, στα γράμματα και στη θρησκεία, με αποτέλεσμα ο 14ος αιώνας να θεωρείται από τους πιο σημαντικούς ως προς την ανάπτυξη των γραμμάτων και του πολιτισμού στη Μακεδονία.
Στα τέλη του 14ου αι. οι Οθωμανοί είχαν ήδη εδραιώσει την παρουσία τους στη Μακεδονία και στα μέσα του 15ου αιώνα είχαν γίνει μοναδικοί κυρίαρχοι στην περιοχή. Η κατάσταση που αντιμετώπισαν οι Οθωμανοί δεν ήταν καλή. Οι περισσότερες πόλεις ήταν κατεστραμμένες και έρημες και η οικονομία έπνεε τα λοίσθια. Οι νέοι κυρίαρχοι μετέφεραν πληθυσμό (χριστιανούς και μουσουλμάνους) από άλλες επαρχίες και δέχτηκαν πρόσφυγες από άλλες χώρες (κυρίως Εβραίους), προκειμένου να εποικίσουν τις έρημες μακεδονικές πόλεις. Επίσης, έχτισαν καινούργιες πόλεις, όπως τα Γιαννιτσά, στις οποίες κατοικούσαν αποκλειστικά μουσουλμάνοι. Αρχικά οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αργότερα όμως στις πόλεις δημιουργήθηκαν πλήθος εργαστήρια, όπου παράγονταν βιοτεχνικά προϊόντα. Τα προϊόντα αυτά εξάγονταν εν μέρει στα γειτονικά κράτη, απ' όπου γίνονταν εισαγωγές άλλων προϊόντων. Διοικητικά η Μακεδονία χωρίστηκε στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, στα οποία περιλαμβάνονταν και εδάφη εκτός της ιστορικής Μακεδονίας.
Τους πρώτους αιώνες μετά την τουρκική κατάκτηση οι Έλληνες αποτραβήχτηκαν στα βουνά, όπου έχτισαν σημαντικά αστικά κέντρα, όπως τη Σιάτιστα, την Κλεισούρα, το Κρούσοβο, την Κοζάνη, κ.ά. Με την αλματώδη ανάπτυξη του εμπορίου, κατάφεραν να γίνουν ρυθμιστές της παραγωγής, να πλουτίσουν και να αποκτήσουν ισχύ. Μεγάλο μέρος της περιουσίας τους το δαπανούσαν για να ιδρύσουν εκκλησίες και σχολεία, στα οποία δίδασκαν Έλληνες δάσκαλοι. Απόρροια αυτών των εξελίξεων ήταν ο λεγόμενος Νεοελληνικός Διαφωτισμός που οδήγησε αρχικά στην αφύπνιση του Γένους, και εν συνεχεία στην προσπάθεια αποτίναξης του τουρκικού ζυγού.[εκκρεμεί παραπομπή]
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρχε διοικητικό διαμέρισμα με το όνομα «Μακεδονία».[6] Πριν την εμφάνιση του ελληνικού εθνικού κινήματος, η μη εγγράμματη πλειονότητα των κατοίκων των αρχαίων ελληνικών χωρών δε χρησιμοποιούσε τις αρχαίες ονομασίες τους, όπως «Μακεδονία»· οι περισσότεροι αναφέρονταν κυρίως σε περιοχές μικρότερης κλίμακας (όπως «Κοζάνη», «Βέροια» κ.ο.κ.), εντός των ορίων των οποίων περνούσαν ολόκληρη τη ζωή τους.[7] Τις αρχαίες ονομασίες γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν οι εγγράμματοι κοσμικοί και κληρικοί των ελληνικών χωρών, που διάβαζαν τους κλασικούς συγγραφείς και δυτικούς περιηγητές, δίχως, ωστόσο, να συμφωνούν μεταξύ τους ή να έχουν σαφή εικόνα για τα όρια των περιοχών αυτών. Η σύγχυση των κλασικών συγγραφέων σχετικά με τα όρια των ελληνικών χωρών αναπαράχθηκε από όσους ασχολούνταν με το ζήτημα ανατρέχοντας στις αρχαίες πηγές.[8] Οι αναζητήσεις των ορίων της Μακεδονίας από Έλληνες και μη γεωγράφους που ακολουθούσαν τον Στράβωνα είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν ως αδιαμφισβήτητα όρια της περιοχής προς βορρά τα όρη Σκάρδος και Όρβηλος και μέσα από τα γραπτά τους να ταυτιστεί με την αρχαία Μακεδονία η ευρύτερη αυτή γεωγραφική περιοχή.[9]
Την περίοδο του Διαφωτισμού και της εμφάνισης του ελληνικού εθνικού κινήματος[10] στην περιοχή της Μακεδονίας η ελληνοφωνία περιοριζόταν στην παραλιακή της ζώνη (τα νότια τμήματα της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας), ενώ η ζώνη ομιλίας της σλαβικής εκτεινόταν προς νότο ως τα πεδινά της Ημαθίας και της Θεσσαλονίκης.[11] Στις αρχές του 19ου αιώνα οι ζώνες ομιλίας της ελληνικής, της αλβανικής και της σλαβικής, συνέκλιναν στην περιοχή των λιμνών Οχρίδας, Πρεσπών και Ορεστιάδας,[12] ενώ όριο μεταξύ της ζώνης συμπαγούς ελληνοφωνίας και σλαβοφωνίας αποτελούσε μια νοητή γραμμή που από το Γράμμο διερχόταν νοτίως της Καστοριάς, βορείως της Κοζάνης και της Βέροιας, νοτίως της Έδεσσας και των Γιαννιτσών, και κατέληγε στην περιοχή των εκβολών του Αξιού, στη Θεσσαλονίκη.[13] Στην περιοχή βορείως αυτής της νοητής γραμμής επικρατούσε η σλαβοφωνία, ενώ σε όλη την έκτασή της υπήρχαν ετερόγλωσσες νησίδες, θύλακες όπου ομιλούνταν τα τούρκικα, τα ελληνικά και τα βλάχικα.[14] Στην αλλόφωνη ενδοχώρα, τα αστικά κέντρα αποτελούσαν κέντρα ελληνοφωνίας, ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν κατά κανόνα σλαβόφωνοι.[15] Ανατολικά του Αξιού, η παρουσία της ελληνικής περιοριζόταν σε μια στενή παράλια ζώνη στα νότια, έως μια νοητή γραμμή που διερχόταν νοτίως του Κιλκίς και της Δράμας.[16]
Χάρη στις λαϊκές παραδόσεις για τον Μέγα Αλέξανδρο, η αρχαία Μακεδονία είχε γίνει σύμβολο ανδρείας με ευρύτερη απήχηση στους πληθυσμούς της περιοχής.[17] Η συγκρότηση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας με αναφορά στην κλασική αρχαιότητα κατέστησε αναπόφευκτη τη συμπερίληψη σε αυτή της Μακεδονίας.[18] Την περίοδο του ώριμου Διαφωτισμού δεν υπήρχε ομοφωνία μεταξύ των Ελλήνων λογίων για τη θέση της Μακεδονίας στην ελληνική γεωγραφία, αναφορικά με το αν ήταν τμήμα της Ελλάδας (που οριζόταν με διαφορετικούς τρόπους), το ποια ήταν τα όριά της και ποιο ήταν το νόημα του όρου «Μακεδόνες».[19]
Στη Μακεδονία, η Ελληνική Επανάσταση εκδηλώθηκε αρχικά στη Χαλκιδική τον Ιούνιο του 1821, υπό τον Εμμανουήλ Παππά. Αφού κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης και την περιοχή της Βόλβης, επιχείρησαν να επιτεθούν ταυτόχρονα από Νότο και Ανατολή στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο ερχομός ισχυρών Οθωμανικών δυνάμεων τους ανάγκασε σε ήττα στη Μάχη της Ρεντίνας και τελικά οπισθοχώρηση στην Κασσάνδρα,[εκκρεμεί παραπομπή] όπου ενισχύθηκαν από 400 άνδρες υπό τους Μήτρο Λιακόπουλο και Μπίνο.[20] Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Φαίνεται πως η κίνηση των επαναστατών είχαν εξαπλωθεί ως τη Γευγελή και το Τίκφες, όπου συνελήφθησαν δύο κάτοικοι ως ύποπτοι.[21]
Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, με αρχηγούς τους Καρατάσο, Γάτσο και Ζαφειράκη, καθώς και χωριά του Βερμίου και του Ολύμπου.[22] Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα και με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, κατέστρεψαν τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στον ποταμό Αράπιτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό.[23] Στη συνέχεια προχώρησαν σε καταστροφές πολλών Ελληνικών χωριών και κωμοπόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων της περιοχής γύρω από τη Νάουσα.[24]
Αρματολοί από την περιοχή της Μακεδονίας, όπως και της Ηπειροθεσσαλίας, όπου η επανάσταση κατεστάλη και οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να επανέλθουν στην υπηρεσία των οθωμανικών αρχών, έχοντας αντικατασταθεί από Τουρκαλβανούς, κατέφυγαν στις περιοχές που ήλεγχε η επαναστατική κυβέρνηση.[25] Σχηματίστηκε μία στρατιωτική ένωση προσφύγων «Μακεδονο-Θεταλλο-Θρακών», που βρισκόταν σε επαφή με τους «Θρακοσερβοβουλγάρους» έφιππους εθελοντές υπό τον Χατζηχρήστο Βούλγαρη, πολλοί από τους οποίος προέρχονταν από τη «μακεδονική Ελλάδα», δηλαδή τη Χαλκιδική, την Έδεσσα και τη Νάουσα.[26] Η συμμετοχή της Μακεδονίας στην Επανάσταση οδήγησε στην ενθουσιώδη θεώρησή της ως ελληνικής επαρχίας.[27] Ενώ από τις αρχές της Επανάστασης έγινε αποδεκτή η διάκριση ανάμεσα στις επικράτεια του μελλοντικού κράτους και των ορίων του ελληνικού έθνους, ο περιορισμός προϊοντος του χρόνου της πολεμικής δραστηριότητας στις νότιες ελληνικές χώρες έτεινε στο να ταυτίζεται η Ελλάδα με την περιοχή αυτή.[28] Οι πληρεξούσιοι των εκτός «ελευθέρας Ελλάδος» περιοχών, όπως της Μακεδονίας, γίνονταν δεκτοί μεταξύ των εθνικών αντιπροσώπων στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις, αλλά αργότερα συνήθως ως «πληρεξούσιοι παροίκων» και στην Ε΄ Εθνοσυνέλευση έγιναν δεκτοί μετά από πολλές παρακλήσεις.
Μέσα στην πρώτη δεκαετία του βίου του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, εντός των ορίων του είχαν καταφύγει χιλιάδες πρόσφυγες από νησιά του Αιγαίου, αλλά κυρίως από τις βόρειες ελληνικές χώρες, την Ηπειροθεσσαλία και τη Μακεδονία. Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν σε τοποθεσίες κοντά στα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους, όπως τη Λαμία, την Αταλάντη, το Μεσολόγγι κ.α. Συνήθως ενταγμένοι ως τότε στο αρματολικό σύστημα της έμμισθης παροχής ένοπλων υπηρεσιών στους Οθωμανούς και μη γνωρίζοντας άλλη τέχνη από εκείνη των όπλων, σχημάτιζαν ένοπλες ομάδες που επέδραμαν επέκεινα του ελληνοτουρκικού συνόρου σε περιόδους κρίσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ενώ κάποιοι από αυτούς είχαν στραφεί στη ληστεία. Σε αλυτρωτικές εφημερίδες των Αθηνών οι δραστηριότητές τους παρουσιάζονταν ως επιχειρήσεις απελευθέρωσης των αλύτρωτων ομοεθνών.[29] Οι πρόσφυγες αυτοί αποτέλεσαν το πρώτο κύμα προσφύγων από αλύτρωτες ελληνικές χώρες και συνέστησαν μια ισχυρή πολιτικά ομάδα που επηρέαζε τις ελληνικές κυβερνήσεις υποστηρίζοντας την υποδαύλιση αλυτρωτικών εξεγέρσεων στις περιοχές αυτές.[30] Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Μακεδόνες πήραν τα όπλα αρκετές φορές για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό (με σημαντικότερες το 1854, το 1878 και το 1896), χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την ίδια εποχή η οθωμανική διοίκηση σκλήρυνε τη στάση της απέναντι στο ελληνικό στοιχείο. Παράλληλα, η γενικότερη παρακμή της οικονομίας και η αποσύνθεση της δημόσιας διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών (και ιδιαίτερα των Ελλήνων) της Μακεδονίας.
Η πρόοδος του βουλγαρικού εθνικού κινήματος είχε ως αποτέλεσμα τη διεκδίκηση και περιοχών που θεωρούνταν «ιστορικές ελληνικές χώρες», συμπεριλαμβανομένης της Μακεδονίας, που γινόταν αντιληπτή ως βόρεια Ελλάδα, δυτική Βουλγαρία ή νότια Σερβία.[31] Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 θορύβησε το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο με αποτέλεσμα το μακεδονικό ζήτημα να γίνει σημαντικότερο ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.[32] Μήλο της έριδας μεταξύ των αντιδιεκδικητών της περιοχής υπήρξαν πρωτίστως οι σλάβοι της Μακεδονίας.[33] Οι ανταγωνιστές της Ελλάδας βάσιζαν τα επιχειρήματά τους κυρίως στη γλώσσα που μιλούσαν οι Σλάβοι της Μακεδονίας,[34] ενώ οι Έλληνες επιχειρηματολογούσαν σχετικά με την καταγωγή των «βουλγαρόφωνων Ελλήνων» ή «Σλάβων της Μακεδονίας», όπως τους αποκαλούσαν πλέον, θεωρώντας τους εκσλαβισθέντες Έλληνες,[35] τα ιστορικά δίκαια και την εθνική «συνείδηση» ή το «φρόνημα» των σλαβοφώνων, που συναγόταν από την πνευματική υπακοή στον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη.[36] Για την καταπολέμηση της βουλγαρικής κίνησης στο εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό επίπεδο, ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην περιοχή συνεργάστηκαν με εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης.[33] Προξενώντας μία πρωτοφανή για την περιοχή εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα, οι διεκδικητές της Μακεδονίας επιδόθηκαν σε έναν ανταγωνισμό για τον έλεγχο των εκκλησιών και των κοινοτικών σχολείων,[33] όπου, πέρα από τη διδασκαλία της γλώσσας, διαμορφωνόταν η εθνική ταυτότητα.[37] Ο θρησκευτικός προσηλυτισμός εξελίχθηκε σε ολομέτωπο εθνικιστικό αγώνα.[38]
Το 1893 ιδρύθηκε η ΕΜΕΟ, μία οργάνωση που αποσκοπούσε στο να γίνει η Μακεδονία αυτόνομη[39] και που προσανατολίστηκε στην οικοδόμηση ενός παράλληλου κράτους στα σλαβόφωνα χωριά της Μακεδονίας, χρησιμοποιώντας τρομοκρατικές μεθόδους για να εδραιώσει τη βάση της.[40] Η ΕΜΕΟ απέκτησε σημαντικά ερείσματα στους χωρικούς, που συντάχθηκαν μαζί της εξαιτίας κοινωνικών μεριμνών, βραχυπρόθεσμα εξαιτίας όσων αποσπούσαν με την απειλή της βίας ένοπλα σώματα της ΕΜΕΟ από μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και χάρη στην προοπτική της κοινωνικής αλλαγής που υποσχόταν, ιδίως της ριζοσπαστικής αγροτικής μεταρρύθμισης.[41] Η δράση της EMEO κορυφώθηκε το 1903, όταν πραγματοποίησε την εξέγερση του Ίλιντεν, που γρήγορα καταπνίγηκε από τις οθωμανικές αρχές.[42]
Η εξέγερση αυτή ώθησε Έλληνες στρατιωτικούς και διπλωμάτες να προσπαθήσουν να βρουν διέξοδο για την επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας με τις μεθόδους του ανταρτοπολέμου.[42] Το 1904 ιδρύθηκε στην Αθήνα μια κατ' όνομα ιδιωτική οργάνωση, το Ελληνομακεδονικό Κομιτάτο, που λάμβανε ηθική και υλική υποστήριξη από την ελληνική κυβέρνηση. Έλληνες αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από τις μονάδες τους για να λάβουν μέρος στον Αγώνα και το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης έγινε το οργανωτικό κέντρο του.[43] Ο θάνατος του Παύλου Μελά το φθινόπωρο του 1904 εξώθησε πολλούς εθελοντές να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και κατέστησε αδύνατο για τις ελληνικές κυβερνήσεις να παραβλέψουν το ζήτημα. Από το 1904 ως το 1908 σώματα της ΕΜΕΟ συγκρούστηκαν με ελληνικές αντάρτικες ομάδες,[44] ντόπιων σλαβόφωνων συνταγμένων με την ελληνική πλευρά (που αποκαλούνταν υποτιμητικά από τους αντιπάλους τους «γραικομάνοι») και εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα (κυρίως την Κρήτη), πλαισιωμένων από έμπειρους αξιωματικούς και επιτελικούς του Ελληνικού Στρατού.[εκκρεμεί παραπομπή] Τα ελληνικά σώματα κατάφεραν να υπερισχύσουν, αναχαιτίζοντας τη βουλγαρική δραστηριότητα στη νότια και κεντρική Μακεδονία.[43]
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913 οδήγησαν στον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή και την απελευθέρωση μεγάλου τμήματός της. Από τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας το 51% προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, το 38% στη Σερβία και το 10% στη Βουλγαρία. Η νότια Μακεδονία, που περιήλθε στην Ελλάδα, ταυτιζόταν περίπου με τα όρια της Μακεδονίας των κλασικών χρόνων και περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της ζώνης για την οποία αντιδικούσαν Έλληνες και Βούλγαροι.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν άλλαξε ουσιαστικά τα σύνορα που είχαν χαραχτεί μόλις ένα χρόνο πριν, έφερε όμως μεγάλα δεινά στον πληθυσμό, καθώς στη Μακεδονία δημιουργήθηκε το τρίτο μεγαλύτερο μέτωπο στην Ευρώπη, το Βαλκανικό Μέτωπο. Στην κεντρική και δυτική Μακεδονία συγκρούστηκαν από τη μια Γερμανοί, Αυστριακοί, Τούρκοι και Βούλγαροι και από την άλλη Βρετανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Σέρβοι και Έλληνες. Μάλιστα, η διχογνωμία μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου σχετικά με τη συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον πόλεμο είχε ως επακόλουθο τη μεταξύ τους ρήξη (Εθνικός Διχασμός), το Κίνημα Εθνικής Αμύνης και την επακόλουθη εγκατάσταση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη με δημιουργία Κυβέρνησης Τριανδρίας, την παράδοση της Μακεδονίας από τη φιλοβασιλική Κυβέρνηση των Αθηνών στους Γερμανοβουλγάρους και τελικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των δυνάμεων της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ).
Συγκεκριμένα, η φιλοβασιλική Κυβέρνηση Σκουλούδη για να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός υπέρ των Γερμανών αποφάσισε την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στους Βούλγαρους, συμμάχους των Γερμανών. Ειδικότερα, ο πρωθυπουργός Σκουλούδης, ο υπουργός Στρατιωτικών Γιαννακίτσας, ο τότε αναπληρωτής του επιτελάρχη του Στρατού (και κατοπινός δικτάτορας) Ιωάννης Μεταξάς, με τη σύμφωνη γνώμη του φιλογερμανού βασιλιά Κωνσταντίνου, αποφάσισαν την αμαχητί παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανοβουλγάρους, στις 26 Μαΐου 1916 και ακολούθως της Καβάλας. Έτσι, οι Βούλγαροι ως σύμμαχοι των Γερμανών, κατέλαβαν αμαχητί την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, χωρίς καν να υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.[45][46][47]
Η Β΄ Βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας ήταν συνέπεια της επεκτατικο-εθνικιστικής πολιτικής των Βουλγάρων αλλά και της πολιτικο-στρατιωτικής πίεσης των Αγγλο-Γάλλων για τη σύμπραξη των Ελλήνων μαζί τους στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918).[48]
Υπολογίζεται πως κατά τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή 42.000 Έλληνες, ηλικίας 17-60 ετών, εκτοπίσθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Βουλγαρία, για την εκτέλεση καταναγκαστικών έργων. Από τους εξορισθέντες περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί.[49]
Τον Αύγουστο του 1916, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μονάδες της 7ης Βουλγαρικής Μεραρχίας κατέλαβαν πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας, όπως τη Δράμα, τις Σέρρες και την Καβάλα. Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους. Στην Ανατολική Μακεδονία είχαν εγκατασταθεί μόνιμα από το 1913 πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και την Ανατολική Θράκη, ο οποίοι μαζί με τους ντόπιους Μακεδόνες υπέστησαν και αυτοί, ελάχιστα χρόνια μετά την έλευσή τους, τον λιμό τις εξορίες και τις βιαιότητες του Βουλγαρικού κατοχικού στρατού.[50][51][52][53][54]
Κατά τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Υπολογίζεται πως εξορίστηκαν 42.000 Έλληνες, ηλικίας 17-60 ετών. Από τους εξορισθέντες περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί. Πάνω από το 1/4 των εκπατρισμένων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.[51][53][55][56][57][58]
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ελληνικοί πληθυσμοί που είχαν παραμείνει στο βόρειο τμήμα της Μακεδονίας, το οποίο πέρασε στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, προσέφυγαν στο ελεύθερο τμήμα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στις πόλεις αλλά και σε μικρότερα χωριά. Έτσι Έλληνες του Μοναστηρίου, της Οχρίδας, του Κρουσόβου, του Μοριχόβου, των Τικφών, της Γευγελής, της Βογδάντσας, της Παλαιάς Δοϊράνης, της Στρώμνιτσας κ.λ.π. εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, τη Φλώρινα, την Έδεσσα, το Κιλκίς και αλλού.
Η Ανατολική Μακεδονία υπέστη τα πάνδεινα τόσο κατά την Α΄ Βουλγαρική Κατοχή (Οκτώβριος 1912-Ιούνιος 1913) όσο και κατά τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918). Κατά τις δύο αυτές περιόδους ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ακόμη κλάπηκαν, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης της Μητροπόλεως Δράμας αλλά και της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών και των Μονών Παναγίας Καλαμούς και Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης.[59][60][61][62]
Στη Μακεδονία είχαν εγκατασταθεί μόνιμα από το 1913 πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και την Ανατολική Θράκη. Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919, μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας αφενός πολλοί κάτοικοι της Μακεδονίας, βουλγαρικής συνείδησης προσέφυγαν στη Βουλγαρία και αφετέρου Έλληνες κάτοικοι της βορειοδυτικής Μακεδονίας (Άνω Τζουμαγιά, Άνω Νευροκόπι, Πετρίτσι, Μελένικο κ.λ.π.) αλλά και οι Έλληνες από την Ανατολική Ρωμυλία εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Μακεδονία. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 με την εγκατάσταση χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων, επιτάχυνε τις πληθυσμιακές αλλαγές που είχαν ήδη ξεκινήσει. Με τη συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923-24, Τούρκοι αναχώρησαν για την Τουρκία και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τη Μικρά Ασία (Ιωνία, Καππαδοκία, Πόντος, Βιθυνία, Λυκαονία), τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και την Ανατολική Θράκη. Η Μακεδονία είχε πλέον ομογενοποιηθεί πληθυσμιακά και το 1926 οι Έλληνες ξεπερνούσαν το 88% του πληθυσμού.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η περιοχή γνώρισε τριπλή κατοχή. Η ανατολική Μακεδονία παραχωρήθηκε στη Βουλγαρία, η δυτική τέθηκε υπό ιταλική κατοχή, ενώ την κεντρική κράτησαν υπό τον άμεσο έλεγχό τους οι Γερμανοί. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Βούλγαροι επέκτειναν τη ζώνη κατοχής τους ως τη Χαλκιδική και το Κιλκίς και δημιούργησαν φρουραρχείο στη δυτική Μακεδονία. Παράλληλα, ο εβραϊκός πληθυσμός της Μακεδονίας ξεκληρίστηκε, καθώς ελάχιστοι Εβραίοι κατόρθωσαν να αποφύγουν τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η συνθηκολόγηση της Γερμανίας δεν σήμανε και το τέλος των δεινών για τη Μακεδονία, καθώς αποτέλεσε το σημαντικότερο θέατρο της αναμέτρησης μεταξύ του Ελληνικού Στρατού και του Δημοκρατικού Στρατού στα χρόνια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η τελική επικράτηση του Ελληνικού Στρατού που επιτεύχθηκε μετά τις νίκες στο Γράμμο και το Βίτσι το 1949, καθώς και η ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με το κομμουνιστικό μπλοκ το 1948, σήμαναν και τον τερματισμό της αποσχιστικής προπαγάνδας στη Μακεδονία.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο η Μακεδονία αναπτύχθηκε αλματωδώς. Με κρατικές, κυρίως, επενδύσεις δημιουργήθηκαν έργα υποδομής (ενεργειακά, συγκοινωνιακά, αρδευτικά, κ.ά.), απαραίτητα για την ανάπτυξη της περιοχής. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980 επιδίωξη της πολιτείας ήταν η ταυτόχρονη ανάπτυξη του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας. Αργότερα, προωθήθηκε και η δημιουργία τουριστικών υποδομών που να ικανοποιούν τα ενδιαφέροντα επισκεπτών μέσου και υψηλού εισοδηματικού επιπέδου, με δράσεις που αναπτύσσονται όλο το χρόνο και που ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή.
Σήμερα η Μακεδονία, από τις Πρέσπες μέχρι την Καβάλα θεωρείται στρατηγικού σχεδιασμού νοτιο-ευρωπαϊκή περιφέρεια και αποτελεί εμπορικό και οικονομικό κέντρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Το όνομά της Μακεδονίας προέρχεται από την Ελληνική μυθολογία, που πέρασε στη κυρίως Αρχαία Ιστορία και που πρώτος την κατέγραψε ο Ηρόδοτος (Ε 17).
Ο «Πατέρας της Ιστορίας» ο Ηρόδοτος ονομάζει Μακεδονία την πέρα της Πρασιάδας λίμνης και του Δυσώδους όρους χώρα (Ε 18) που ορίζεται προς Ν. από τον Πηνειό και τον Όλυμπο (Ζ’ 173), άλλως «Μακεδονίς» (Ζ 127). Οι κάτοικοι αυτής Μακεδόνες (Ε 18) ή «Μακεδνόν έθνος» (Α 56, Η 43) ήταν κατ΄ εκείνον Δωρικό γένος που κατοικούσε πρώτα στη Φθιώτιδα επί Δευκαλίωνα, παρά την Όσσα και τον Όλυμπο επί Δώρου και που τελικά εκδιώχθηκε από τους Καδμείους και κατέφυγε στην Πίνδο (Α 56).
Στην Ελληνική μυθολογία υπάρχουν τρεις παραδόσεις για το όνομα της Μακεδονίας:
Ετυμολογικά το όνομα των Μακεδόνων όπως και εκείνο της χώρας των καθώς και τα Μακεδνός, Μάγνης, Μακέτης λογίζεται από τη δωρική ρίζα μακ- από την οποία παράγονται οι λέξεις μακεδνός (Οδύσσεια η’ 106 = ευμήκης), μάκεδνα, μακεδανός, μηκεδανός, μάκαρ, μακρός, μήκος, magnus κλπ. και σημαίνει επομένως τους ψηλούς σε ανάστημα, τους ορεσίβιους. (Σημ. στη δωρική «μάκος» = μήκος)
Η Μακεδονία αποτελεί το μεγαλύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας, με τις περισσότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Ειδικότερα τα σύνορα του διαμερίσματος αυτού είναι: νότια το Αιγαίο Πέλαγος, από τις εκβολές του ποταμού Νέστου, στη δυτική πλευρά της Θράκης, έως τη παραλία Αιγάνης, κοντά στο Πλαταμώνα, στη βόρεια πλευρά της Θεσσαλίας. Στη συνέχεια προς νότο, σύνορα του διαμερίσματος είναι οι νομοί Λαρίσης και Τρικάλων της Θεσσαλίας ως και ένα τμήμα της Ηπείρου έως τη κορυφή Μαυροβούνι της Πίνδου. Δυτικά δε είναι η Ήπειρος από τη κορυφή Μαυροβούνι ως τη λίμνη Μεγάλη Πρέσπα. Και προς βορρά είναι τα σύνορα της Βόρειας Μακεδονίας σε μήκος 244 χλμ. και συνέχεια τα σύνορα της Βουλγαρίας με ίσο περίπου μήκος. Τέλος ανατολικά είναι ο Νομός Ξάνθης της Θράκης, με φυσική διαχωριστική γραμμή κατά το μεγαλύτερο μέρος με τον ποταμό Νέστο. Η συνολική έκταση της Μακεδονίας φθάνει τα 34.178 τετρ. χλμ. και ο πληθυσμός της τους 2.408.530 κατ.
Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του διαμερίσματος της Μακεδονίας στα όρια αυτά είναι: Πλάτος (φ) 39° 50’ Βόρειο ως και 41° 32’ Β, Μήκος (λ) 20° 47’ Ανατολικό και 24° 47’ Α. Οι μέσες συντεταγμένες είναι (φ) 40° 30’ Β και (λ) 23° 00’ Α. που συμπίπτουν με τη θέση του χωρίου Νέο Ρύσιο στο Νομό Θεσσαλονίκης.
Τα δύο από τα τρία «τριεθνή» σημεία των Ελληνικών συνόρων βρίσκονται στα Μακεδονικά σύνορα, το ένα εντός της λίμνης Μεγάλη Πρέσπα, νότια της νησίδας του Αγίου Αχιλλείου, το δε άλλο επί κορυφής του όρους Μπέλλες (Κερκίνη) με υψόμετρο 1.883 μ. (το τρίτο βρίσκεται στα σύνορα της Θράκης).
Το τοπίο χαρακτηρίζεται από ποικιλία, μιας και η Δυτική και Ανατολική Μακεδονία είναι ορεινή με την εξαίρεση ορισμένων μεγάλων, γόνιμων κοιλάδων, ενώ στην Κεντρική Μακεδονία βρίσκεται η πεδιάδα των Γιαννιτσών, η μεγαλύτερη της Ελλάδας.
Ακολουθεί κατάλογος των κυριότερων βουνών της Μακεδονίας:
Η προϊστορική χλωρίδα διέφερε σημαντικά από τη σημερινή. Υπήρχαν αρκετά είδη που σήμερα έχουν εξαφανιστεί και είναι γνωστά μόνο από απολιθώματα φύλλων και καρπών ή από τμήματα απολιθωμένων κορμών.
Από τα κωνοφόρα ξεχωρίζει η Σεκόια η ελατόμορφη, συγγενής της Σεκόιας της αειθαλούς που ζει σήμερα στη Βόρεια Αμερική. Από τα πλατύφυλλα ο Σφένδαμος ο παλαιοσακχάρινος (Acer palaeosaccharinum), ο Σφένδαμος ο πλατύφυλλος (Acer platyphyllum), το Κλήθρο το τζουλιανόμορφο (Alnus julianiformis), το Κλήθρο το κεκροπτόφυλλο (Alnus cecropiaefolia), ο Σασσαφράς ο φερρετιανός (Sassafras ferretianum), το Κιννάμωμον το πολύμορφο (Cinnamomum polymorphum), ο Γαύρος ο Μέγας (Carpinus grandis), καθώς και τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά είδη λεύκας. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι υπήρξαν στην περιοχή και περίοδοι με κλίμα πιο θερμό από το σημερινό. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι κατά τις μεσοπαγετώδεις περιόδους το κλίμα της Γης γινόταν θερμό.
Νησιά της Μακεδονίας είναι η Θάσος, αντίκρυ από τις ακτές της ανατολικής Μακεδονίας και το λιμάνι της Καβάλας, και η Αμμουλιανή, αντίκρυ από τις ακτές της Κεντρικής Μακεδονίας, στo νομό Χαλκιδικής, μεταξύ του πρώτου και δεύτερου ποδιού και δίπλα στην Ουρανούπολη.
Η Θεσσαλονίκη είναι η μητρόπoλη, οικονομικό και εμπορικό κέντρο και κύρια πόλη της Μακεδονίας, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας και πρωτεύουσα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη είναι έδρα του Υφυπουργείου Μακεδονίας-Θράκης.[63]
Έτος | Πληθυσμός | Μεταβολή πληθ. | Ποσ. πληθ. Ελλάδος | Πυκνότητα πληθ. |
2021[74] | 66 κατ / χμ² |
Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατηγική του Ελευθέριου Βενιζέλου και του τότε Βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου Α΄, οδηγεί στη διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας και το κομμάτι της νoτίου Μακεδονίας (περίπου το μισό της πρόσφατης γεωγραφικής περιοχής) ενώνεται με την Ελλάδα.
Mέχρι το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και την ενσωμάτωση του διαμερίσματος της Μακεδονίας με το ελληνικό κράτος, ο πληθυσμός της περιοχής αποτελούνταν από Έλληνες, Μουσουλμάνους (Τούρκους και μη Τούρκους), Βούλγαρους, Σλάβους και, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, Σεφαρδίτες Εβραίους. Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, τις αναταραχές και την επαναχάραξη των συνόρων, οι μη ελληνικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν, κατά πλειοψηφία, στις μητροπολιτικές τους χώρες. Οι Εβραίοι είτε μετανάστευσαν μετά από την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917, είτε εξοντώθηκαν κατά τη γερμανική κατοχή της Θεσσαλονίκης.
Έλληνες της βόρειας Μακεδονίας, από πόλεις όπως η Στρώμνιτσα, το Μελένικο και το Πετρίτσι, μετακινήθηκαν προς τις ελληνικές περιοχές ύστερα από εντολή του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1913. Το έτος 1914, μετά τις πρώτες συστηματικές διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης, πολλοί πρόσφυγες κατέφυγαν στη Μακεδονία.[75] Τον Ιούνιο του 1915 κατέφθασαν στη Μακεδονία πρόσφυγες από τη Ανατολική Ρωμυλία (που ανήκει σήμερα στη Βουλγαρία),[50] την Ανατολική Θράκη, τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο.[76]
Η Ανατολική Μακεδονία υπέστη τα πάνδεινα τόσο κατά την Α' Βουλγαρική Κατοχή (Οκτώβριος 1912-Ιούνιος 1913) όσο και κατά τη Β' Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918). Κατά τις δύο αυτές περιόδους ο ελληνικός πληθυσμός υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό.
Ειδικότερα κατά τη Β' Βουλγαρική Κατοχή εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού της Ανατολικής: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.[51][53][55][56][57][58]
Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ τον Νοέμβριο του 1919 και τη σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας περί ανταλλαγής πληθυσμών, μετακινήθηκαν από τη Βουλγαρία προς τη Μακεδονία και άλλοι ελληνικοί πληθυσμοί.
Μετά τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής, τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και τη Συνθήκη της Λωζάνης, στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.[77][78]
Ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εξαιτίας της πείνας, των εκτελέσεων και των μετατοπίσεων. Η Κεντρική Μακεδονία, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης, βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή ενώ η Ανατολική Μακεδονία υπό βουλγαρική κατοχή. Οι συνολικοί θάνατοι πολιτών στη Μακεδονία υπολογίζονται περίπου στους 400.000, ανάμεσα σε αυτούς 55.000 Έλληνες Εβραίοι. Η περιοχή επηρεάστηκε επίσης πληθυσμιακά και αργότερα εξαιτίας του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.
Σήμερα, οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Έλληνες (98%)[εκκρεμεί παραπομπή] και η κύρια θρησκεία των κατοίκων είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι.[εκκρεμεί παραπομπή] Πολλοί Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ακολούθως με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κατά το 1922-1923 και οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, κυρίως σε πόλεις και χωριά όπου υπήρχε μουσουλμανικός πληθυσμός πριν το 1922. Σύμφωνα με την Οθωμανική απογραφή του Χιλμί Πασά το 1904 καταγράφηκαν 373.227 Έλληνες και 204.317 Βούλγαροι στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με την ίδια απογραφή, οι Έλληνες ήταν επίσης κυρίαρχοι πληθυσμιακά και στο βιλαέτι του Μοναστηριού (σημερινή Μπίτολα της πΓΔΜ), αριθμώντας 261,283 Έλληνες και 178,412 Βούλγαρους.[79]
Αν και στις αρχές του 20ού αιώνα η περιοχή αποτελούσε μωσαϊκό εθνοτήτων (Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, Βλάχοι, Αρμένιοι, Εβραίοι, Αλβανοί, Σέρβοι), σήμερα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική, καθώς ο πληθυσμός της Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από εθνική ομοιογένεια.
Το βουλγαρικό στοιχείο αποχώρησε από τα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1920, στο πλαίσιο της συμφωνίας για την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας.
Οι μουσουλμάνοι (Τούρκοι στην πλειοψηφία τους), οι οποίοι κατοικούσαν σε συμπαγείς κοινότητες, κυρίως στις μεγάλες πόλεις και στις αγροτικές περιοχές του Κιλκίς, της Ημαθίας, των Γιαννιτσών, της Κοζάνης, των Σερρών και της Δράμας (έφταναν τις 330.000), αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να αναχωρήσουν για τη Μικρά Ασία, λόγω της συμφωνίας για την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που υπογράφτηκε τον Ιανουάριο του 1923.
Ένα μέρος των Βλάχων της Μακεδονίας, οι «ρουμανίζοντες», είχαν επίσης την ευκαιρία να αναχωρήσουν για τη Ρουμανία το 1926-1927 μετά από συμφωνία μεταξύ των πρωθυπουργών Ελευθέριου Βενιζέλου και Μαγιορέσκου.
Το μεγαλύτερος μέρος των Εβραίων που κατοικούσε στη Μακεδονία χάθηκε στα κρεματόρια των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ αρκετοί από τους επιζήσαντες προτίμησαν να μεταναστεύσουν στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ.
Οι 100.000 και πλέον Αρμένιοι, που έφτασαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, επίσης αναχώρησαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε με προορισμό την Αρμενική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, είτε για τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Στη Μακεδονία εγκαταστάθηκαν Έλληνες πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία, τη Βόρεια Μακεδονία, την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία (Ιωνία, Βιθυνία, Λυκαονία, Πόντος, Καππαδοκία). Οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές, στην κεντρική και την ανατολική Μακεδονία, ενώ στη δυτική Μακεδονία οι πρόσφυγες έφτασαν τις 72.000. Επίσης, μεγάλο ποσοστό των προσφύγων που προέρχονταν από αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης εγκαταστάθηκε στις πόλεις της Μακεδονίας (Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, Κατερίνη, Ξάνθη, Γιαννιτσά, Βέροια, Κιλκίς, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα κ.ά.), και κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Προσφυγικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης είναι η Καλαμαριά, οι Συκιές, η Επτάλοφος, οι Αμπελόκηποι, το Κορδελιό, η Μενεμένη, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, η Πολίχνη, η Βάρνα, η Τούμπα, η Ξηροκρήνη, οι Σαράντα Εκκλησιές κ.ά.[80]
Ο κατάλογος με τις πόλεις και τις κωμοπόλεις της Μακεδονίας με πληθυσμό άνω των 5.000 κατοίκων (οι διευρυμένοι καλλικρατικοί δήμοι έχουν διαφορετικό πληθυσμό):[81]
# | Πόλη | Πληθυσμός (2021) |
---|---|---|
1 | Θεσσαλονίκη (Πολεοδομικό Συγκρότημα) | 802.392 |
2 | Κατερίνη | 59.189 |
3 | Σέρρες | 58.400 |
4 | Καβάλα | 51.947 |
5 | Δράμα | 43.445 |
6 | Βέροια | 42.508 |
7 | Κοζάνη | 42.140 |
8 | Πτολεμαΐδα | 31.537 |
9 | Γιαννιτσά | 28.759 |
10 | Κιλκίς | 23.182 |
11 | Ωραιόκαστρο | 22.691 |
12 | Θέρμη | 19.602 |
13 | Νάουσα | 17.830 |
14 | Φλώρινα | 17.188 |
15 | Έδεσσα | 17.168 |
16 | Περαία | 16.910 |
17 | Ευκαρπία | 15.416 |
18 | Αλεξάνδρεια | 15.042 |
19 | Πεύκα | 13.435 |
20 | Καστοριά | 12.548 |
21 | Γρεβενά | 12.293 |
22 | Διαβατά | 11.876 |
23 | Νέα Μουδανιά | 10.042 |
24 | Σίνδος | 9.406 |
25 | Χρυσούπολη | 8.824 |
26 | Λαγκαδάς | 8.447 |
27 | Επανομή | 8.377 |
28 | Νέα Μηχανιώνα | 7.846 |
29 | Κουφάλια | 7.267 |
30 | Άργος Ορεστικό | 7.237 |
31 | Χαλάστρα | 6.657 |
32 | Αριδαία | 6.639 |
33 | Λιτόχωρο | 6.615 |
34 | Πολύκαστρο | 6.602 |
35 | Τρίλοφος Θεσσαλονίκης | 6.557 |
36 | Πολύγυρος | 6.488 |
37 | Ασβεστοχώρι | 6.453 |
38 | Νέα Καλλικράτεια | 6.128 |
39 | Νέοι Επιβάτες | 5.882 |
40 | Σκύδρα | 5.686 |
41 | Φίλυρο | 5.531 |
42 | Πλαγιάρι | 5.091 |
*Με έντονα γράμματα σημειώνονται οι πρωτεύουσες των Περιφερειακών ενοτήτων
Το διαμέρισμα της Μακεδονίας μοιράζεται διοικητικά ανάμεσα σε τρεις1 Περιφέρειες:
Ο χάρτης της Μακεδονίας | Αριθμός | Περιφέρεια | Πρωτεύουσα | Έκταση | Πληθυσμός |
---|---|---|---|---|---|
Δυτικής Μακεδονίας με τις περιφερειακές ενότητες / νομούς: | Κοζάνη | 9.451 χμ² | 254.595 | ||
1 | Καστοριάς | Καστοριά | 1.720 χμ² | 45.929 | |
2 | Φλώρινας | Φλώρινα | 1.924 χμ² | 44.880 | |
3 | Κοζάνης | Κοζάνη | 3.516 χμ² | 137.210 | |
4 | Γρεβενών | Γρεβενά | 2.291 χμ² | 26.576 | |
Κεντρικής Μακεδονίας με τις περιφερειακές ενότητες / νομούς: | Θεσσαλονίκη | 18.811 χμ² | 1.795.669 | ||
5 | Πέλλας | Έδεσσα | 2.506 χμ² | 126.740 | |
6 | Ημαθίας | Βέροια | 1.701 χμ² | 131.001 | |
7 | Πιερίας | Κατερίνη | 1.516 χμ² | 119.384 | |
8 | Κιλκίς | Κιλκίς | 2.519 χμ² | 70.477 | |
9 | Θεσσαλονίκης | Θεσσαλονίκη | 3.683 χμ² | 1.092.919 | |
10 | Χαλκιδικής | Πολύγυρος | 2.918 χμ² | 102.085 | |
11 | Σερρών | Σέρρες | 3.968 χμ² | 151.317 | |
Ανατολικής Μακεδονίας2 με τις περιφερειακές ενότητες / νομούς: | Καβάλα | 5.580 χμ² | 215.942 | ||
12 | Δράμας | Δράμα | 3.468 χμ² | 86.643 | |
13 | Καβάλας | Καβάλα | 1.728 χμ² | 116.195 | |
14 | Θάσος3 | Λιμένας Θάσου | 384 χμ² | 13.104 | |
15 | Άγιο Όρος1 (αυτόνομη περιοχή) | Καρυές | 336 χμ² | 1.746 | |
Σύνολο | 34.178 χμ² | 2.266.206[81] |
Σημειώσεις
Η σημαία με το 16άκτινο «αστέρι» ή «ήλιο της Βεργίνας» σε μπλε φόντο είναι ανεπίσημη σημαία της Μακεδονίας, που έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία.[82]
Η χρήση του Ήλιου της Βεργίνας είναι επίσης ευρέως διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια και έχει κατοχυρωθεί από την Ελλάδα.[83]
Η Μακεδονία απαριθμεί μνημεία από όλο το φάσμα του ιστορικού χρόνου, με πλειάδα αρχαιοελληνικών, ρωμαϊκών, πρωτοχριστιανικών και βυζαντινών. Πολύ γνωστά μνημεία και σύμβολα που δεσπόζουν στη Μακεδονία είναι:
α) Στην Ανατολική Μακεδονία:
Νομός | Αξιοθέατα |
---|---|
Καβάλας | Οι Καμάρες, το παλιό υδραγωγείο, η παλιά συνοικία της Παναγιάς και το κάστρο της ομώνυμης πόλης, καθώς και ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων. |
Δράμας |
|
β) Στην Κεντρική Μακεδονία:
# | Νομός | Αξιοθέατα |
---|---|---|
1 | Ημαθίας |
|
2 | Θεσσαλονίκης | στη Θεσσαλονίκη: ο Λευκός Πύργος, η Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα), το μαυσωλείο του (Ροτόντα - Άγιος Γεώργιος), η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, ο Ναός της Αγίας Σοφίας, ο Ναός Αγίων Δώδεκα Αποστόλων και πλήθος άλλων βυζαντινών εκκλησιών, τα τείχη της πόλης και το Επταπύργιο, η πλατεία Αριστοτέλους, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και πολλά άλλα μουσεία. Εκτός πόλης η βυζαντινή καστροπολιτεία της Ρεντίνας, οι λίμνες Βόλβη και Κορώνεια, το Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων και οι τουριστικές ακτές των Νεών Βρασνών και της Ασπροβάλτας. |
3 | Κιλκίς | Οι καταρράκτες του Σκρά και η λίμνη Δοϊράνη. |
4 | Πέλλας |
|
5 | Πιερίας | η περιοχή του όρους Όλυμπος (Αρχαιολογικός Χώρος και Ιστορικός Τόπος εθνικής σημασίας), η αρχαία πόλη του Δίου, της Πύδνας, το βενετικό κάστρο του Πλαταμώνα, το Χιονοδρομικό κέντρο Ελατοχωρίου καθώς και όμορφες παραλίες του νομού. |
6 | Σερρών | Το Σπήλαιο Αλιστράτης και το φαράγγι του ποταμού Αγγίτη, η ιερά Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης, ο αρχαιολογικός χώρος της Αμφίπολης και το Αρχαιολογικό Μουσείο Αμφίπολης, το οχυρό Ρούπελ και το Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών. |
7 | Χαλκιδικής | στα Πετράλωνα Χαλκιδικής: το περίφημο σπήλαιο Πετραλώνων, καθώς και παραλίες του νομoύ. |
γ) Στη Δυτική Μακεδονία:
# | Νομός | Αξιοθέατα |
---|---|---|
1 | Γρεβενών | Το Χιονοδρομικό Κέντρο Βασιλίτσα, τα δεκάδες τοξωτά γεφύρια, στα πολυάριθμα χωριά του νομού και η πόλη των Γρεβενών. |
2 | Καστοριάς | στην Καστοριά: οι πολλές βυζαντινές και μεσαιωνικές εκκλησίες και η λίμνη Ορεστιάδα, το Νεστόριο και το Δισπηλιό με τα λείψανα ενός εκτεταμένου λιμναίου οικισμού της Μέσης και Νεότερης Νεολιθικής, από τους σημαντικότερους και παλαιότερους του είδους στην Ευρώπη. |
3 | Κοζάνης |
|
4 | Φλώρινας |
|
Η Μακεδονία παρουσιάζει πολλές μεταλλικές πηγές με αξιόλογη χημική σύσταση και θεραπευτικές ιδιότητες. Κυριότερες εξ αυτών κατά νομό είναι:
# | Πηγές | Πληροφορίες |
---|---|---|
1 | Πηγές Λαγκαδά | 18 χλμ. από Θεσσαλονίκη, τρεις στην ομώνυμη περιοχή, θερμ. 37-39° Με σύσταση ανά 1χγρ = 0,58 γρ. υδρανθρακικά άλατα ασβεστίου, μαγνησίου, νατρίου και χλωριούχα νατρίου και καλίου καλύπτοντας όλους τους όρους λουτρόπολης. |
2 | Πηγές Θέρμης | Από αυτές πήρε το όνομά του ο Θερμαϊκός, 15 χλμ. από Θεσσαλονίκη, τέσσερις, με στοιχεία όπως των πηγών του Λαγκαδά. |
3 | Πηγές Γιαννών (Μεταλλικού) | (νομός Κιλκίς) τρεις, θερμ. 18-21°. Σύσταση 1λίτρο = 0,58γρ ανθρακικό οξύ και κύρια συστατικά τα αυτά των πηγών Λαγκαδά, προτείνεται κατά στομαχικών παθήσεων. |
4 | Πηγές Λουτρών | στο Λουτροχώρι νομού Πέλλης, μεταξύ Έδεσσας και Βέροιας, με θειούχα ύδατα. |
5 | Πηγές Πετραλώνων | Θερμά ύδατα που αναβλύζουν παρά τη θέση Τελκιλή. |
6 | Πηγές Δουμπιών | (Χαλκιδική) όμοιας σύστασης με πηγές Γιάννες. |
7 | Πηγές Λουτρών Πόζαρ | στο Λουτράκι νομού Πέλλης, αναβλύζουν σε θερμ. 41°. |
8 | Πηγές Αγκίστρου | Πηγές σε θερμ. 44,5°. Πολύ γνωστές κατά τη Βυζαντινή περίοδο. |
9 | Πηγές Νιγρίτας | (Επαρχία Βισαλτίας, νομού Σερρών): 4χλμ από Σέρρες. Αναβλύζουν σε θερμ. 55° Μεγάλης περιεκτικότητας αλάτων, τυγχάνουν ευρείας κατανάλωσης. |
10 | Πηγές Έξυ-Σου (Ξυνού Νερού) | στο 165ο χλμ. Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου, όμοιες με εκείνες του Λαγκαδά |
11 | Πηγές Ελευθερών | ΝΔ της Καβάλας, ύδατα οξυανθρακικά, θεωρούνται ιαματικά κατά ψαμμίασης, λιθίασης, στομαχικών νοσημάτων κλπ. |
12 | Πηγές Αγίας Παρασκευής | στο νότιο άκρο της Κασσάνδρας, ύδατα θειούχα. |
13 | Πηγές Πικρολίμνης | στο νομό Κιλκίς. |
14 | Πηγές Θερμιών Δράμας | 40 χλμ. βόρεια του Παρανεστίου. |
15 | Πηγές Σουρωτής | στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. |
Η Μακεδονία είναι μία από τις πιο εύφορες εκτάσεις στην Ελλάδα με τις πεδιάδες της Βέροιας, της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας. Μία ευρεία ποικιλία αγροτικών προϊόντων παράγονται, όπως ρύζι, σιτάρι, φασόλια, ελιές, βαμβάκι, καπνός, φρούτα, σταφύλια και πιπεριές Φλωρίνης. Υπάρχει επίσης παραγωγή κρασιού και άλλων αλκοολούχων προϊόντων. Ο τουρισμός είναι μία σημαντική βιομηχανία στις παραλιακές περιοχές και κυρίως στη χερσόνησο της Χαλκιδικής, το νησί της Θάσου, καθώς και το όρος Όλυμπος. Πολλοί τουρίστες προέρχονται από τη Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη. Η Θεσσαλονίκη είναι ένα σημαντικό λιμάνι και βιομηχανικό κέντρο. Η Καβάλα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της Μακεδονίας. Εκτός από το κύριο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης (Αεροδρόμιο Μακεδονία), αεροδρόμια υπάρχουν επίσης στην Καβάλα, την Κοζάνη και την Καστοριά. Η «Εγνατία Οδός» διασχίζει ολόκληρη τη Μακεδονία,[84] συνδέοντας πολλές πόλεις μεταξύ τους. Υπάρχει επιπλέον και σιδηροδρομικό δίκτυο.
Αερολιμένας | Τύπος αερολιμένα | IATA/ICAO | Πόλη | Περιφέρεια |
---|---|---|---|---|
Μακεδονία | Πολιτικό/Στρατιωτικό | SKG / LGTS | Θεσσαλονίκη | Κεντρική Μακεδονία |
Μέγας Αλέξανδρος | Πολιτικό | KVA / LGKV | Καβάλα | Ανατολική Μακεδονία |
Φίλιππος | Πολιτικό/Στρατιωτικό | KZI / LGKZ | Κοζάνη | Δυτική Μακεδονία |
Αριστοτέλης | Πολιτικό/Στρατιωτικό | KSO / LGKA | Καστοριά | Δυτική Μακεδονία |
Σέδες | Στρατιωτικό | - / LGSD | Θεσσαλονίκη | Κεντρική Μακεδονία |
Αμυγδαλεώνας | Στρατιωτικό | - / LGKM | Καβάλα | Ανατολική Μακεδονία |
Στη Μακεδονία υπάρχουν 5 σιδηροδρομικές γραμμές με κυριότερη τη σιδηροδρομική γραμμή Πειραιά-Θεσσαλονίκης. Επίσης υπάρχουν και τρεις γραμμές προαστιακού σιδηροδρόμου που συνδέουν τη Θεσσαλονίκη με τη Λάρισα, την Φλώρινα και τις Σέρρες.
Λιμάνι | Τύπος λιμανιού | Πόλη | Περιφέρεια |
---|---|---|---|
Μακεδονία | Πολιτικό | Θεσσαλονίκη | Κεντρική Μακεδονία |
Φίλιπποι | Πολιτικό | Καβάλα | Ανατολική Μακεδονία |
Θάσος | Πολιτικό | Θάσος | Ανατολική Μακεδονία |
Στρυμόνας/Αμφίπολη | Πολιτικό | Νέα Κερδύλια | Κεντρική Μακεδονία |
Νέα Μηχανιώνα | Εμπορικό | Νέα Μηχανιώνα | Κεντρική Μακεδονία |
Σταυρός | Πολιτικό/Εμπορικό | Σταυρός | Κεντρική Μακεδονία |
Νέα Προποντίδα | Πολιτικό/Εμπορικό | Νέα Μουδανιά | Κεντρική Μακεδονία |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.