Σιάτιστα
κωμόπολη της Μακεδονίας, Ελλάδα From Wikipedia, the free encyclopedia
κωμόπολη της Μακεδονίας, Ελλάδα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Σιάτιστα είναι ορεινή Κωμόπολη της Μακεδονίας, ανήκει στον Δήμο Βοΐου (του οποίου είναι έδρα) της Περιφερειακής Ενότητας Κοζάνης και βρίσκεται σε υψόμετρο 918 μ.[1] Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της περιφερειακής ενότητας, στις νότιες πλαγιές του Άσκιου (Σινιάτσικου) όρους, 28 χλμ. νοτιοδυτικά της Κοζάνης.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σιάτιστα | |
---|---|
Χάρτης | |
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Δυτική Μακεδονία |
Περιφερειακή Ενότητα | Κοζάνης |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Μακεδονία |
Υψόμετρο | 918 μέτρα |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 5.057 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Ταχ. κώδικας | 503 00 |
Τηλ. κωδικός | 24650 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Δύο δρόμοι οδηγούν στη Σιάτιστα. Ο ένας περνάει μέσα από τη στενή κοιλάδα, που ονομάζεται Μπουγάζι (εθνική οδός Κοζάνης - Ιωαννίνων) και ο άλλος από τη βόρεια μεριά ανάμεσα από τα όρη Σβέρνιστσο και Βέλλια (επαρχιακή οδός Εράτυρας – Σιάτιστας – Νεάπολης).
Γύρω από τη Σιάτιστα βρίσκονται πολλά χωριά, όπως το Παλαιόκαστρο και το Δαφνερό (Νότια), η Γαλατινή, η Εράτυρα, ο Πελεκάνος και το Δρυόβουνο (Βόρεια), το Καλονέρι, το Μικρόκαστρο (Ανατολικά) η Νεάπολη και το Τσοτύλι (Βορειοανατολικά).
Το κλίμα της Σιάτιστας είναι μεσογειακό, υγιεινό και ξηρό, γιατί το έδαφος έχει αρκετή κλίση που επιτρέπει τα νερά της βροχής να στραγγίζουν. Ο αέρας είναι καθαρός και η ομίχλη σπάνια, γιατί πνέουν ισχυρά ρεύματα αέρα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η μέση θερμοκρασία είναι 12-14°C, το καλοκαίρι κυμαίνεται μεταξύ 22-30°C, ενώ το χειμώνα το θερμόμετρο δείχνει πολλές φορές κάτω από το μηδέν.
Το έδαφός της είναι αργιλοασβεστώδες και αργιλοαμμώδες που ευνοεί την ανάπτυξη των αμπελιών.
Για τον πρώτο συνοικισμό δεν υπάρχει κάποιο γραπτό μνημείο που να αναφέρει την κτίση του. Από την παράδοση μόνο γνωρίζουμε ότι στην περιοχή κάλυπταν απέραντα δάση, άρα ήταν περιοχή πλούσια σε βλάστηση που δεν ήταν δυνατό να μείνει ανεκμετάλλευτη από τους βοσκούς της εποχής. Έτσι κοντά στις πηγές “Βρέτος”, “Ψαρά” και “Τσιποτούρα” που σώζονται ασήμαντα ίχνη συνοικισμού, έφτιαξαν οι βοσκοί καλύβες που τις ονόμασαν “καλύβια”, ονομασία που δίνεται συχνά στα χωριά που μένουν τσοπάνηδες.
Ο Δημήτριος Κανατσούλης αναφέρει ότι στη θέση που είναι σήμερα κτισμένη η Σιάτιστα, προϋπήρξε ένας αρχαίος οικισμός, ίσως ελιμιωτικός και ιδρύθηκε μετά την εγκατάσταση των Ελιμιωτών στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα στο μεταίχμιο της Ελιμείας και Ορεστίδας και μάλιστα πάνω σε μια ορεινή διάβαση που συνέδεε τις δύο περιοχές. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγείται από την ανακάλυψη δύο αρχαίων τάφων, ενός στη Γεράνεια και ενός στη Χώρα. Ο δεύτερος περιείχε απολιθωμένους σχεδόν σκελετούς, που ο ένας μάλλον ανήκε σε γυναίκα, κρίνοντας από τα κτερίσματα που βρέθηκαν (ένα περιδέραιο και δύο αγγεία). Δεν ξέρουμε αν αυτού του οικισμού αποτελεί συνέχεια η σημερινή πόλη.
Η κτίση της Σιάτιστας έγινε πιθανόν το 15ο αιώνα, πιθανότατα μετά την τουρκική κατάκτηση και κάτω από περιστάσεις που τις επέβαλλε η ανάγκη και ο φόβος. Στα χρόνια του Σουλτάνου Μουράτ του Α΄ οι Τούρκοι Κονιάροι (από την περιοχή του Ικονίου) κυρίευσαν όλη σχεδόν τη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλία και τη ΝΔ. Μακεδονία, κατέλαβαν και τη γόνιμη και εύφορη πεδιάδα των Καραγιανίων (Ξηρολίμνης) και έτσι πολλοί χριστιανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές αυτές και να σκαρφαλώσουν στα βραχώδη υψώματα της Σιάτιστας, μέρος οχυρό, ασφαλές και απόκρυφο για να διαφυλάξουν με κάθε θυσία την πίστη τους, την εθνική τους ταυτότητα και την ελευθερία της συνείδησής τους. Οι κάτοικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν αρχικά στην κάτω συνοικία που ονομάζεται μέχρι σήμερα Γεράνεια.
Αλλά και κάτοικοι των γύρω χωριών, όπως το Τσιαρούσινο (Μικρόκαστρο), η Τραπεζίτσα, η Πέλκα (Πελεκάνος), το Παλιόκαστρο, το Έξαρχο, η Σαρακίνα, η Γιάνκοβη, η Τσερβένα, το Πέτροβο κ.ά., μη μπορώντας να αντέξουν τις λεηλασίες και το βίαιο εξισλαμισμό των Κονιάρων και αργότερα των Τουρκαλβανών, κατέφυγαν στα κρησφύγετα της Σιάτιστας, δημιουργώντας το δεύτερο συνοικισμό, τη Χώρα, που όπως φαίνεται και από το όνομά της ήταν εγκατεστημένες οι αρχές της Σιάτιστας.
Σαν αρχαιότερη συνοικία θεωρείται η Γεράνεια, αν κρίνουμε από τον τρόπο που μιλιέται το τοπικό ιδίωμα, το οποίο είναι λιγότερο επηρεασμένο από την κοινή νεοελληνική. Εξάλλου στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί και η ύπαρξη της αρχαιότερης σωζόμενης εκκλησίας, της Αγίας Παρασκευής.
Μεταξύ των δύο συνοικιών υπήρχε πάντα μία αντιπαλότητα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια αποτελούσαν δύο ξεχωριστές συνοικίες που οι κάτοικοί τους συχνά έφταναν μέχρι και τον πετροπόλεμο, όπως μου διηγείται ο Δημήτριος Σιάσιος, που κι ο ίδιος πήρε πολλές φορές μέρος στις “μάχες”. Το γνωστό μέχρι τις μέρες μας : “Πήγα στη χώρα γιόμσα ψώρα, πήγα στη Γεράνεια γιόμσα περηφάνια” φανερώνει του λόγου το αληθές. Σήμερα οι δύο συνοικίες έχουν ενωθεί, αποτελώντας την πόλη της Σιάτιστας, αλλά δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο έχει εκλείψει εντελώς αυτή η προαιώνια αντιπαλότητα.
Αργότερα, μετά τις καταδιώξεις των Αλβανών το 1612 η Σιάτιστα δέχτηκε και πάλι μετανάστες ιδιαίτερα από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία αλλά και από τη Μοσχόπολη, το Σούλι, τη Δάρδα, τη Λάγγα, την Πελοπόννησο και αλλού.
Ο πληθυσμός της ήταν αμιγώς ελληνικός, εκτός από τις τουρκικές αρχές που είχαν την έδρα τους στην πόλη, ομιλούνταν πάντα τα ελληνικά και καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της φαίνεται ότι κατείχε κάποια προνόμια.
H λέξη είναι Σλαβικής προέλευσης: shata (ή shator) που σημαίνει σκηνή με την τοπωνυμική κατάληξη -ishtse και έτσι έχουμε shata + tishtse = Shatishtse = Σιάτιστα που σημαίνει μέρος, όπου υπήρχαν σκηνές. Μια άλλη άποψη είναι ότι πρόκειται για τον συνδυασμό των λέξεων: siata (=δίψα) + sta (σταματά), δηλαδή «που σταματάει τη δίψα», «ξεδίψασμα». Το δεύτερο τοπωνύμιο για τη Σιάτιστα είναι το τουρκικό όνομα Armud-Koy (Αρμούτ-Κιόι = Αχλαδότοπος) και συναντάται τον 16ο αιώνα στην πρώτη τουρκική απογραφή πληθυσμού.[4]
Όποια κι αν είναι η σύνθεση του πληθυσμού της Σιάτιστας γεγονός είναι ότι μέσα στο 17ο αιώνα είχε προχωρήσει η αφομοίωση των ετερόκλητων πληθυσμιακών στοιχείων σε τέτοιο βαθμό, ώστε από τα μέσα του αιώνα αυτού να αρχίσει η οικονομική ανάπτυξη της πόλης που θα διαρκέσει μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, που στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στο εμπόριο που διεξήγαγαν οι Σιατιστινοί έμποροι – πραματευτάδες μαζί με τους εμπόρους άλλων μακεδονικών πόλεων όπως η Καστοριά, η Κοζάνη, η Έδεσσα, η Θεσσαλονίκη κ.λ.π. με τη Βενετία στην αρχή και στη συνέχεια με τις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Η Βενετία, η Τεργέστη, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι και η Βιέννη ήταν πόλεις οικείες για τους Σιατιστινούς πραματευτάδες.[εκκρεμεί παραπομπή]
Τα προϊόντα που μετέφεραν ήταν δέρματα, γουναρικά, κρόκος και βαμβάκι και εισήγαγαν μεταξωτά υφάσματα, κρύσταλλα και πορσελάνες, καθρέφτες με ξύλινες επιχρυσωμένες κορνίζες, κοσμήματα με πολύτιμους λίθους κ.ά., πολλά από τα οποία σώζονται σήμερα σε διάφορες οικογένειες.
Η μεγάλη ακμή και ο πλούτος, σε συνδυασμό με την αξιόλογη αγωνιστική της δράση, ήταν η αιτία που τέσσερις φορές σε μισό περίπου αιώνα, από το 1784, πολυάριθμες ορδές Τουρκαλβανών έκαναν επιδρομές στην πόλη. Οι επιδρομές αποκρούστηκαν με γενναιότητα από τους κατοίκους που αμύνθηκαν οχυρωμένοι στα αρχοντικά και στις εκκλησίες. Τα σημάδια από τις επιθέσεις αυτές έμειναν τόσο ανεξίτηλα στην ψυχή των Σιατιστινών.
Σημαντική είναι και η συμβολή της Σιάτιστας στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η ενεργός ανάμειξή της αρχίζει με το Γεώργιο Παπαζώλη, ο οποίος συνδέθηκε με στενή φιλία με το Γρηγόριο Ορλώφ. Με την υποστήριξή του κατατάχτηκε στο ρωσικό στρατό όπου προάχθηκε σε αξιωματικό. Θερμός πατριώτης και οραματιστής της ελληνικής ελευθερίας μιλά στην αυτοκράτειρα της Ρωσίας, Αικατερίνη για την Ελλάδα και τα δεινά των Ελλήνων. Έτσι το έτος 1770 στέλνεται από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας στην Ελλάδα, για να προπαρασκευάσει την επανάσταση. Ανεξάρτητα από την επιτυχία του έργου του, ο Παπαζώλης υπήρξε πρόδρομος του Ρήγα και των Φιλικών.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η συμμετοχή της Σιάτιστας στη δράση του Ρήγα Βελεστινλή είναι έκδηλη και ο αριθμός των νεαρών Σιατιστινών που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο Ρήγα πραγματικά συγκινητικός.
Από το 1790 εκδίδεται από τους Σιατιστινούς αδερφούς Μαρκίδες Πούλιου στη Βιέννη το πρώτο δημοσιογραφικό όργανο των σύγχρονων Ελλήνων, Εφημερίς. Η πρώτη δημοσιογραφική εξόρμηση των Σιατιστινών αδερφών είχε έναν πατριωτικό χαρακτήρα και ερχόταν να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική και πολιτική αφύπνιση του απόδημου ελληνισμού. Στο πρώτο φύλλο της Εφημερίδος, που κυκλοφόρησε στις 31 Δεκεμβρίου 1870 διαβάζουμε τα εξής: «Όντες υστερημένοι οι απόγονοι εκείνων των περιβόητων Ελλήνων από την αυτονομίαν και υποδεδουλωμένοι εις πολλά βάσανα, με όλον τούτο δεν παύουσι ποτέ μιμούμενοι τους παλαιούς προπάτορας».[εκκρεμεί παραπομπή]
Η ευεργετική επίδραση της «Εφημερίδος» ήταν μεγάλη. Στη Βιέννη και στα τυπογραφεία των αδερφών Μαρκιδών Πούλιου ο Ρήγας τύπωσε την περίφημη «Χάρτα», το Θούριο και τις υπόλοιπες επαναστατικές προκηρύξεις.
Στο στενό κύκλο του Ρήγα ανήκε και ο Σιατιστινός Θεοχάρης Γ. Τουρούντζιας, έμπορος, που μοίραζε άφθονο επαναστατικό υλικό στα διάφορα κέντρα της Αυστροουγγαρίας, όπου περιφερόταν δήθεν για εμπορικές συναλλαγές. Στραγγαλίστηκε μαζί με το Ρήγα και τους άλλους συντρόφους του στο Βελιγράδι στις 24-6-1798. Ακολουθούν οι Ι. Μανούσης, οι αδερφοί Ζαβίρα (Γεώργιος και Ιωάννης), ο Κ. Δούκας, ο Μιχαήλ Δούκας, ο Χ. Περραιβός, Ιωάννης Αγακίδης, Σιατιστινοί που η συμβολή τους στην επανάσταση ήταν μεγάλη.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σιατιστινός επίσης ήταν και ο οπλαρχηγός Γεώργιος Νιόπλιος, ο οποίος εκπροσωπώντας τη Σιάτιστα συνεννοήθηκε με τους πρόκριτους της δυτικής Μακεδονίας για τον κοινό ξεσηκωμό. Αργότερα, ως προεστός, μαζί με άλλους 500 Σιατιστινούς απέκρουσε για δεύτερη φορά επιδρομή γκέκηδων. Σπουδαίοι οπλαρχηγοί της επανάστασης του 1821 ήταν και ο Ιωάννης (Νάνος) Τουρούντζιας και Λάμπρος Κασσανδρηνός, που μετείχαν στην υπεράσπιση των Ψαρών, ο Αναστάσιος Γεωργίου (διατέλεσε μεταξύ άλλων και έπαρχος Καρπενησίου)[5] καθώς και οι αξιωματικοί Παντελής Δημητρίου και Δημήτριος Τζήνος (ή Ζήνος)[6] και οι Φιλικοί Ιωάννης Παπαγόρας και Νικόλαος Λασπάς.[7]
Τον Ιούλιο του 1904 η Σιάτιστα υποδέχεται με ενθουσιασμό τον ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα, Παύλο Μελά. Το σώμα του και άλλα ανταρτικά σώματα στελεχώνονται από δεκάδες Σιατιστινών, πολλοί από τους οποίους σκοτώθηκαν στα βουνά της Μακεδονίας. Συνεχιστής του μεγάλου αγώνα του Παύλου Μελά υπήρξε και ο Σιατιστινός Παύλος Νεράντζης ή Καπετάν Περδίκας, που η προτομή του κοσμεί τη Σιάτιστα. Άλλοι σπουδαίοι οπλαρχηγοί από τη Σιάτιστα ήταν ο Σπυρίδων Δαρδάλης (Τσαούσης) και ο Τριαντάφυλλος Σαμαράς (Καραπιπέρης).[εκκρεμεί παραπομπή]
Απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1912. Στις 4-6 Μαρτίου του 1943 έγιναν στην περιοχή οι μάχες της Βίγλας και του Φαρδύκαμπου, στις οποίες τμήματα του Ε.Α.Μ-Ε.Λ.Α.Σ και κάτοικοι της Σιάτιστας αιχμαλώτισαν έναν ιταλικό λόχο αρχικά και ύστερα ολόκληρο τάγμα Ιταλών.
Η Σιάτιστα αν και κατέχει μια απομονωμένη θέση μέσα στη δυτική Μακεδονία, αποτελεί, από το 1600 περίπου, ένα αξιόλογο βιοτεχνικό κέντρο. Οι κάτοικοί της ασχολούνται κυρίως με την υφαντική, τη γουνοποιία, τη βαφική τέχνη και την αμπελοκαλλιέργεια. Αρχίζει ταυτόχρονα μια εμποροαγωγιάτικη δραστηριότητα των Σιατιστινών προς τα Γιάννενα, που με τον καιρό επεκτείνεται προς τα βόρεια, τη Βενετία, τη Ρωσία και περισσότερο στην Κεντρική Ευρώπη, τη Βουδαπέστη και τη Βιέννη.
Έτσι φτάνει να γνωρίσει κατά το 18ο και 19ο αιώνα τεράστια οικονομική ακμή, που υπέστη κάποια κάμψη στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η Αυστρία, μετά τον ατυχή πόλεμο με τη Γαλλία, καταστράφηκε οικονομικά και παρέσυρε στην πτώχευση και πολλούς εμπορικούς οίκους της Σιάτιστας. Η επαφή αυτή των Σιατιστινών με τον πολιτισμό της ελεύθερης Ευρώπης είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και κοινωνική ανάπτυξή τους και την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι συνθήκες της γενικής αυτής ευημερίας συντέλεσαν και στην ανάπτυξη της τέχνης και προπάντων της αρχιτεκτονικής και χαρακτηριστικά δείγματα της αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα στη Σιάτιστα είναι τα αρχοντικά της, χτισμένα από περιπλανώμενες συντεχνίες (συνάφια) Ηπειρωτών και Μακεδόνων μαστόρων. Τριάντα περίπου απ’ αυτά σώζονται ακόμη και σήμερα με εμφανή όμως τα σημάδια της εγκατάλειψης και των αυθαίρετων επισκευών και προσθηκών.
Όλα σχεδόν τα αρχοντικά είναι οικοδομημένα πάνω στο ίδιο περίπου σχέδιο και με την ίδια διαρρύθμιση των εσωτερικών χώρων. Εξωτερικά πρόκειται για διώροφα σπίτια, που επιβάλλονται με τον όγκο τους, τους ψηλούς, πέτρινους κι απόρθητους τοίχους της αυλής και τις πολεμίστρες που ανοίγονται σε διάφορα σημεία για την προστασία τους από τις αλβανικές επιδρομές. Εκείνο που χαρακτηρίζει το εσωτερικό τους είναι οι άνετοι και πλούσια διακοσμημένοι χώροι οι οποίοι χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια, αλλά διατηρείται και η εσωτερική επικοινωνία μεταξύ τους, με την ύπαρξη ενός πυρήνα, γύρω από τον οποίο γίνεται η διάταξη των χώρων.
Τον πυρήνα αυτόν τον συναντάμε μπαίνοντας από τη χαμηλή πόρτα της εισόδου στο ισόγειο. Πρόκειται για μια πλακοστρωμένη αυλή, τη μεσιά ή εμπατή από την οποία ξεκινούν δυο σκάλες. Η δεξιά οδηγεί στον πρώτο όροφο και η αριστερή στο δεύτερο, το ανώι. Όλος ο υπόλοιπος χώρος του ισογείου καταλαμβάνεται από αποθήκες (μαγαζιά), το κατώι, όπου φύλαγαν τα βαρέλια του κρασιού και το πουστάβι, το πατητήρι δηλαδή των σταφυλιών. Ανεβαίνοντας τη δεξιά πέτρινη σκάλα βρισκόμαστε σε έναν ανοιχτό διάδρομο, που περιβάλλει από τρεις πλευρές τη μεσιά, σαν εσωτερικός εξώστης, και φέρει προστατευτικά κάγκελα. Στο διάδρομο αυτό βγαίνουν τα δωμάτια του πρώτου ορόφου, τα οποία καταλαμβάνουν τις τέσσερις γωνίες του. Είναι οι χειμωνιάτικοι οντάδες, όπου έμεναν οι οικογένειες το χειμώνα. Ανάμεσα στα δωμάτια της βορινής πλευράς μένει ένας ελεύθερος χώρος, που φωτίζεται από μια σειρά δύο ή τριών παραθύρων, ο ντηλιακός. Το επίπεδο του ντηλιακού βρίσκεται ένα σκαλοπάτι ψηλότερα από το διάδρομο, από τον οποίο συχνά χωρίζεται με ωραία σκαλιστά κάγκελα και λεπτές κολόνες, που συνδέονται στο πάνω μέρος τους με ελαφρά τόξα. Οι τοίχοι του είναι επενδυμένοι με ξύλο, ζωγραφισμένα με πολύχρωμα σχέδια και η οροφή είναι στολισμένη με ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις. Είναι λοιπόν ο ωραιότερος χώρος του ορόφου αυτού και χρησιμεύει σαν χώρος υποδοχής στις γιορτές.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η αριστερή σκάλα που ξεκινάει από τη μεσιά οδηγεί στη μεγάλη σάλα του δεύτερου ορόφου, το ανώι. Στη βόρεια και νότια πλευρά του σχηματίζει προεξοχές, τα σαχνισιά και φωτίζεται με σειρές παραθύρων, που συχνά τα τζάμια τους είναι ζωγραφισμένα (βιτρό). Οι υπόλοιποι χώροι του δεύτερου ορόφου ακολουθούν τη διάταξη του πρώτου, με δωμάτια στις τέσσερις γωνίες (καφέ-οντάδες, μπας-οντάδες), που αποτελούν τα καλά καλοκαιρινά δωμάτια του σπιτιού. Ανάμεσα στους οντάδες που βρίσκονται αριστερά από το ανώι, μεσολαβεί διάδρομος που οδηγεί στο αναγκαίο, το οποίο κατά κανόνα προεξέχει. Οι τοίχοι κι εδώ είναι επενδυμένοι με ξύλο και ζωγραφισμένοι με ζωηρά χρώματα. Ο όροφος αυτός είναι ο ωραιότερος και επιβλητικότερος του σπιτιού, γιατί είχε ως προορισμό να χρησιμοποιείται για χορούς και κοινωνικές εκδηλώσεις.[εκκρεμεί παραπομπή]
Έξω από το σπίτι, στις πλακοστρωμένες αυλές υπήρχε ο φούρνος, το μαγειριό, αποθήκες, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι κ.λ.π., όπως και πηγάδι, στέρνα και κιόσκι. Την εικόνα συμπλήρωναν πράσινοι κήποι με λουλούδια, γλάστρες και κληματαριές που περιέβαλαν το σπίτι.
Ακολουθεί κατάλογος με τα επώνυμα και γνωστότερα αρχοντικά, που απ’ αυτά τρία είναι προσιτά στον επισκέπτη, της Πούλκως στη Γεράνεια και του Νεραντζόπουλου και Μανούση στη χώρα.
Αρχοντικά
Η Σιάτιστα του 17ου αιώνα εξελίχτηκε σε εμπορική και βιοτεχνική πολιτεία.
Η περίοδος που μητροπολίτης της Σιάτιστας ήταν ο Ζωσιμάς Ρούσης (1686 – 1746) θεωρείται η χρυσή περίοδος για την πόλη. Την εποχή εκείνη χτίστηκαν και οι περισσότεροι ναοί, αφού επιφανείς Σιατιστινοί παρείχαν σημαντική οικονομική βοήθεια.
Ο πιο παλιός ναός που σώζεται ως σήμερα είναι ο ναός της Αγίας Παρασκευής στην πλατεία της Γεράνειας. Χτίστηκε το 1677 και αποτελεί αξιόλογο μνημείο μεταβυζαντινής τέχνης. Το εξαιρετικό επίχρυσο ξυλόγλυπτο τέμπλο αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού όλων των επισκεπτών. Στο ναό της Αγίας Παρασκευής λειτουργούσε, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, κρυφό σχολειό, όπως μου διηγήθηκε ο γερο παπά-Νικόλας. Χαρακτηριστικός είναι και ο επιτάφιος της εκκλησίας, έργο του 1741, με ζωγραφική και στις δυο όψεις του ξύλου,επισης άξια προσοχής είναι η απεικόνιση στο νότιο τοίχο του νάρθηκα - γυναικωνίτη αρχαίων Ελλήνων σοφών: Σόλωνα, Πλούταρχου, Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Θουκυδίδη και Σίβυλλας πράγμα που δεν συναντάμε σε πολλούς ναούς.[εκκρεμεί παραπομπή]
Νότια της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται κολλημένος ο ναΐσκος της Παναγίας, που μαζί με την κοινή αυλή και το τεράστιο καμπαναριό αποτελούν ένα όμορφο σύνολο.
Για το καμπαναριό της Αγίας Παρασκευής είχε διηγηθεί παλιότερα ο αείμνηστος δάσκαλος Λ. Κούγιας ότι οι “Χωριώτες” είχαν χτίσει πρώτοι το καμπαναριό της χώρας δίπλα στο ναό του Αγίου Δημητρίου και για να μη φανεί ότι οι “Γερανιώτες” υστερούσαν σε τέτοιου είδους έργα και προπαντός επειδή δεν άντεχαν τα πειράγματα των Χωριωτών, έκαναν τα αδύνατα δυνατά να υψώσουν κι αυτοί το δικό τους καμπαναριό, μεγαλύτερο και επιβλητικότερο απ’ αυτό της Χώρας. Μαζεύτηκαν τότε όλοι οι Γερανιώτες και απαίτησαν από τους επιτρόπους της ενορίας να διαθέσουν όλα τα χρηματικά αποθέματα στο χτίσιμο του καμπαναριού. Επειδή τα χρήματα πάλι δεν ήταν αρκετά σκέφτηκαν να ζητήσουν δανεικά από τους ευπορότερους. Έτσι αμέσως μετά την απόφαση αυτή, πραγματοποιήθηκε η φιλοδοξία τους και χτίστηκε το καμπαναριό που δεσπόζει από το 1862, όπως αναγράφεται σε μια πλάκα της ανατολικής πλευράς, μέχρι σήμερα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μια άλλη παλιά και όμορφη εκκλησία είναι του Προφήτη Ηλία, στο μέσο σχεδόν των δύο συνοικιών. Χτίστηκε το 1701 και ανακαινίστηκε το 1740. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραστάσεις της δημιουργίας του Αδάμ, της Δευτέρας Παρουσίας και της ρίζας του Ιεσσαί με τους αρχαίους φιλοσόφους, θέμα όχι συνηθισμένο σε χριστιανικούς ναούς. Η αντίστοιχη απεικόνιση στο ναό της αγίας Παρασκευής φανερώνει την άνθηση των γραμμάτων εκείνη ρην περίοδο στη Σιάτιστα.
Την περίοδο αρχιερατείας του Ζωσιμά χτίστηκαν κι άλλοι ναοί. Το 1702 ο Άγιος Μηνάς στο μέσο του δρόμου Χώρας – Γεράνειας, το 1709 στην είσοδο της Γεράνειας ο Άγιος Νικάνορας, το 1744 ο ναός των δώδεκα Αποστόλων. Όλοι αυτοί ναοί είναι χτισμένοι σε σχετικό βάθος, αφού γνωρίζουμε ότι οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν το χτίσιμο των εκκλησιών πάνω από το έδαφος.
Μεταγενέστεροι είναι οι ναοί του Αγίου Γεωργίου (1760), του Αγίου Χριστοφόρου (1801), των Αγίων Ταξιαρχών (1798).
Μικρότεροι ναοί, που χτίστηκαν σχετικά πρόσφατα ανεβάζουν τον αριθμό των εκκλησιών της Σιάτιστας σε 22. Στη Σιάτιστα λειτουργούν σήμερα δύο ενοριακοί ναοί, του Αγίου Δημητρίου στη χώρα και του Αγίου Νικολάου στη Γεράνεια. Ο αρχικός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Δημητρίου είχε χτιστεί αρχικά το 1647, κατεδαφίστηκε το 1801 και ξαναχτίστηκε, κάηκε όμως το 1910, για να χτιστεί τον επόμενο χρόνο με τη σημερινή του μορφή. Και ο ναός του Αγίου Νικολάου είχε χτιστεί παλιότερα, το 1743, αλλά κατεδαφίστηκε το 1929 και οικοδομήθηκε ο σύγχρονος. Η Σιάτιστα είναι έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Σισανίου και Σιατίστης. Από τον τίτλο φαίνεται ότι αρχικά είχε την έδρα στο Σισάνι. Η έδρα της μεταφέρθηκε όταν μητροπολίτης ήταν ο Ζωσιμάς και στο χρονικό διάστημα 1695 – 1699. Μέχρι το 1767 ήταν επισκοπή, αλλά προάγεται σε μητρόπολη το 1767, όταν με την κατάργηση της επισκοπής Αχρίδος στην οποία υπαγόταν, κατατάχτηκε στις επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Την εποχή της ακμής της η Σιάτιστα αριθμούσε πάνω από 12.000 κατοίκους. Αυτό το μαρτυρεί τόσο η έκτασή της όσο και ο αριθμός των σπιτιών, των ενοριών κ.λ.π. τον καιρό εκείνο. Ένας τέτοιος πληθυσμός δεν μπορούσε φυσικά να εξυπηρετηθεί οικονομικά με τα λίγα και φτωχά χωράφια, αλλά ούτε η αμπελουργία και η κτηνοτροφία στάθηκαν ικανές να απορροφήσουν όλο το εργατικό τους δυναμικό. Γι’ αυτό οι κάτοικοί της αναζήτησαν άλλους τρόπους για να ζήσουν, τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Κάτω από τους όρους αυτούς η κοινωνική και οικονομική διάρθρωση της Σιάτιστας διαμορφώθηκε σιγά σιγά σε αστική. Η αμπελουργία ήταν τότε ο κυριότερος κλάδος της γεωργίας, αλλά οι περισσότεροι αμπελουργοί ήταν συγχρόνως και κατά κύριο λόγο έμποροι ή βιοτέχνες. Όσο για την κτηνοτροφία περιοριζόταν πάντοτε, όπως και στις μέρες μας, στη συντήρηση αιγοπροβάτων.
Ο αστικός χαρακτήρας της Σιάτιστας την χαρακτηρίζει από πολύ παλιά ως πόλη. Στην εποχή ακόμη της Τουρκοκρατίας την ώθησε στο εμπόριο και τη βιοτεχνία. Αργότερα και μέχρι το 1940 την ανάγκασε να αναπτύξει την επεξεργασία των φύλλων του καπνού. Ο αστικός αυτός χαρακτήρας είχε σαν συνέπεια το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού της υποαπασχολούνταν πάντοτε και αναγκαζόταν να ζητά διέξοδο στη μετανάστευση, επί τουρκοκρατίας στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, στις αρχές του αιώνα μας την Αμερική και αργότερα στην Αυστραλία και μεταπολεμικά στην Αμερική, την Αυστραλία και τη Γερμανία.
Στις μέρες μας οι περισσότεροι κάτοικοί της ασχολούνται κατά κύριο λόγο με την κατεργασία της γούνας, οι υπόλοιποι με την αμπελουργία, λιγότεροι με την κτηνοτροφία και με τα άλλα επαγγέλματα.
Η επεξεργασία και το εμπόριο των γουναρικών στη Σιάτιστα άρχισαν, σύμφωνα με την παράδοση, στο τέλος του 16ου αιώνα. Οι πραματευτάδες με τα καραβάνια τους μετέφεραν τα γουναρικά στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης, αφού πρώτα τα επεξεργάζονταν και τα έραβαν με τα υποτυπώδη εργαλεία της εποχής. Η εμπορική αυτή κίνηση σταμάτησε, όπως είδαμε και παραπάνω με την οικονομική καταστροφή της Αυστρίας, όπου πολλοί Σιατιστινοί διατηρούσαν εμπορικούς οίκους.
Με την εμφανιζόμενη κρίση στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα μεταναστεύουν πολλοί νέοι στην Αμερική, αρκετοί από τους οποίους ασχολούνται με τη γούνα. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αρκετοί Σιατιστινοί μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου εργάστηκαν είτε ως εργάτες είτε ως έμποροι και σιγά σιγά άρχισαν να μεταφέρουν ένα μέρος της επεξεργασίας της γούνας στη Σιάτιστα, όπου εμφανίζονται και οι πρώτες βιοτεχνίες επεξεργασίας και μεταποίησης αποκομμάτων. Χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι οι Σιατιστινοί συγκέντρωναν από τα εργοστάσια ή τα εργαστήρια στα οποία εργάζονταν τα αποκόμματα που περίσσευαν από την επεξεργασία ολόκληρων γουνοφόρων τμημάτων, τα έστελναν στη Σιάτιστα όπου συρράφονταν και έτοιμα υφάσματα πλέον προωθούνταν στο εξωτερικό για πώληση. Έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτες σοβαρές μεταπολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες μάλιστα είχαν και το αποκλειστικό προνόμιο επεξεργασίας μαζί με τη Καστοριά.
Σήμερα έχουν ιδρυθεί μονάδες επεξεργασίας δερμάτων αλλά και μονάδες εκτροφής γουνοφόρων ζώων, για να μην ανατρέπεται η οικολογική ισορροπία.
Από πολύ παλιά ασχολήθηκαν οι κάτοικοι της Σιάτιστας με την αμπελουργία. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της παλιά ανέρχονταν σε 15.000 στρέμματα, ενώ σήμερα δεν υπερβαίνουν τις 3.000 στρέμματα. Η άριστη ποιότητα των σιατιστινών κρασιών οφείλεται στα πετρώδη εδάφη, όπου καλλιεργείται η άμπελος. Ο Άγγλος περιηγητής Lake, που επισκέφτηκε τη Σιάτιστα το 1805, διαπιστώνει ότι «Οι Σιατιστείς κατασκευάζουν εν είδος κρασιού εκ των αρίστων της Ρουμελίας». Το κρασί αποτελούσε εμπορεύσιμο είδος από παλιά.
Οι αμπελουργοί φυλάγουν τα κρασιά τους σε κατώγια για πολλά χρόνια. Ονομαστό είναι το «λιαστό» κρασί της Σιάτιστας, που προέρχεται από ποικιλία μαύρων μοσχοστάφυλων, που τα απλώνουν σε ειδικά "κρεβάτια" με σήτα, έτσι ώστε να αφυδατωθούν, μέχρι και δύο μήνες. Ο όρος "λιαστό" προέρχεται από την λέξη "λιάτσι" που σημαίνει φάρμακο, γιατρικό. Επίσης από τα στέμφυλα παράγεται η πολύ καλή ρακή (τσίπουρο) της Σιάτιστας.
Η καπνοκαλλιέργεια, που μαζί με την αμπελουργία αποτελούσε προπολεμικά σημαντικό κλάδο της οικονομίας, βρίσκεται σήμερα σε πλήρη ύφεση και τείνει να εκλείψει.
Η περιοχή της Σιάτιστας έχει 70.000 στρέμματα βοσκοτόπων και 15.000 στρέμματα δάσους (περιοχή Τσερβένας, Βούρινου). Λίγοι μόνο κάτοικοί της ασχολούνται με την κτηνοτροφία και ο αριθμός των αιγοπροβάτων, αν δε μειώνεται, παραμένει σταθερός τα τελευταία χρόνια. Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί για άλλη μια φορά στην ύπαρξη της γούνας.
Η Σιάτιστα στα χρόνια της τουρκοκρατίας αναδείχτηκε ένα από τα σπουδαιότερα εκπαιδευτικά κέντρα της Μακεδονίας, καθώς η οικονομική άνοδος, εξαιτίας του εμπορίου και της επικοινωνίας με τις χώρες της Ευρώπης, είχε αντίκτυπο και στην πνευματική εξύψωση, στην παιδεία.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα παρατηρείται στην πόλη αξιόλογη πνευματική και εκπαιδευτική κίνηση. Επί αρχιερατείας και εποπτείας Ζωσιμά ιδρύθηκε ανώτερη σχολή πριν από το 1700 στη Σιάτιστα, στην οποία φοίτησαν νέοι από την Καστοριά, τη Μοσχόπολη και τη Θεσσαλονίκη.
Το 1718 ιδρύθηκε ανώτερο σχολείο που χρηματοδότησαν τοπικοί δωρητές. Το σχολείο ονομάστηκε “Φροντιστήριον Ελληνικών Μαθημάτων”, γεγονός που αποδεικνύει την εξέχουσα από εκπαιδευτική θέση της Σιάτιστας. Στα επόμενα χρόνια δίδαξαν στη σχολή σπουδαίοι δάσκαλοι. Από τη Σιάτιστα ήταν, επίσης, ο λόγιος δάσκαλος και συγγραφέας Μιχαήλ Παπαγεωργίου (1727 - 1796) ο οποίος εξέδωσε στη Βιέννη το πρώτο ελληνικό αλφαβητάριο το 1771 με τίτλο Μέγα Αλφαβητάριον.[8]
Το 1816 με δωρεά της Σιατιστινής Βασιλικής Νικολάου ιδρύθηκε σχολή, που ονομάστηκε “Ελληνική Σχολή”, στην οποία ο Σιατιστινός καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρος Μανούσης (1793-1858) πρόσφερε 5.000 τόμους βιβλίων, δημιουργώντας έτσι την περίφημη “Μανούσειο Βιβλιοθήκη”, η οποία συντέλεσε στην πρόοδο του τόπου, αλλά προκάλεσε και την αντίδραση του πασά του Μοναστηρίου, ο οποίος το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έκαψε και κατάσχεσε πολλά βιβλία της δωρεάς Μανούση. Η βιβλιοθήκη, που περιλαμβάνει σπάνιες εκδόσεις του 16ου, 17ου, 18ου και 19ου αιώνα και κάποια χειρόγραφα στεγάζεται στο “Κουκουλίδειο Πνευματικό Κέντρο”. Σήμερα αριθμεί περί τους 32.000 τόμους βιβλίων. Το πιο παλιό βιβλίο είναι “Θουκυδίδου Ξυγγραφή και Ξενοφώντος Ελληνικά”, που είναι τυπωμένο στη Βενετία το έτος 1502.
Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στη Σιάτιστα λειτουργούσαν δύο αλληλοδιδακτικά, ένα ελληνικό σχολείο, ένα παρθεναγωγείο με αξιόλογους δασκάλους.
Σημαντικό σταθμό για στην εκπαιδευτική ιστορία της Σιάτιστας αποτελεί η ίδρυση του Τραμπαντζείου Γυμνασίου το 1888. Η λειτουργία πλήρους Γυμνασίου στη Σιάτιστα το 1889, όταν στη Μακεδονία ολόκληρη λειτουργούσαν μόνο τρία, φανερώνει την εξέχουσα θέση της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα.
Το Δημοτικό Σχολείο της Γεράνειας στεγαζόταν σ’ ένα παλιό κτίριο που είχε ανεγερθεί το 1830 και επισκευάστηκε το 1850. Το 1916 όμως χτίστηκε καινούριο το οποίο λειτουργούσε μέχρι το 1977. Από τη σχολική χρονιά 1998-1999 στεγάζεται το Μουσικό Γυμνάσιο σε έναν εντελώς αναπαλαιωμένο χώρο με δαπάνες του ευεργέτη της Σιάτιστας κ. Κ. Παπανικολάου.
Το Δημοτικό Σχολείο της χώρας χτίστηκε το 1863, αλλά το σημερινό σχολείο χτίστηκε το έτος 1910. Είναι διώροφο κτίριο, που αρχικά ο πάνω όροφος λειτουργούσε ως παρθεναγωγείο, αργότερα ως νηπιαγωγείο ενώ σήμερα αποτελεί μια εξαίρετη αίθουσα τελετών. Ο κάτω όροφος φιλοξενεί τις περισσότερες αίθουσες του σχολείου, καθώς και εργαστήριο Φυσικής – Χημείας και αίθουσας πολυμέσων με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Σήμερα λειτουργούν και άλλα δύο Δημοτικά Σχολεία, πέντε Νηπιαγωγεία, ένα Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο, ενώ το Γενικό Λύκειο στεγάζεται μαζί με το Γυμνάσιο σε ένα καινούριο κτίριο, το «Γεώργιος Παπαγεωργίου» δωρεά των αδερφών Παπαγεωργίου.Από το 1997-98 λειτουργεί στη Σιάτιστα το Μουσικό Σχολείο (Γυμνάσιο-Λύκειο).Από το σχολικό έτος 2006-2007 το Μουσικό Σχολείο Σιάτιστας στεγάζεται σ' ένα καινούργιο, σύγχρονο διδακτήριο, δωρεά των Μεγάλων Ευεργετών του σχολείου, Κωνσταντίνου & Ελένης Παπανικολάου.
Στις καλές τέχνες συνετέλεσε με την ανάδειξη αξιόλογων ταλέντων όπως η ζωγράφος Θάλεια Φλωρά-Καραβία και ο λόγιος Δημήτριος Δημητρίου.
Η Σιάτιστα ανέδειξε πολλούς και μεγάλους ευεργέτες, οι οποίοι έκτισαν σχολεία, εκκλησίες, το διοικητήριο, το ξενοδοχείο, το Κέντρο Υγείας και άφησαν κληροδοτήματα προσφέροντας ολόκληρες περιουσίες για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου.
Στην πόλη δραστηριοποιούνται πολλοί πολιτιστικοί και άλλοι σύλλογοι, ενώ ο Μορφωτικός Σύλλογος “Μαρκίδαι Πούλιου” εκδίδει τοπικό δημοσιογραφικό φύλλο με τον τίτλο “Εφημερίς”.
Λειτουργούν επίσης παλαιοντολογική συλλογή, βοτανικό μουσείο, έκθεση φωτογραφίας κ.ά.
Η Σιάτιστα έχει πολλά έθιμα και παραδόσεις, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα με την ίδια χαρούμενη διάθεση. Όλες οι μεγάλες γιορτές είναι αφορμή για χαρά, γλέντι και χορό.
Από τις αρχές του Δεκέμβρη ακούγονται στις γειτονιές οι παιδικές φωνές που προτρέπουν με τραγούδια να αρχίσουν οι ετοιμασίες για τις γιορτές που πλησιάζουν.
Στις 23 Δεκεμβρίου το βράδυ ανάβονται σε όλες σχεδόν τις γειτονιές και στις πλατείες μεγάλες φωτιές, οι κλαδαριές, και όλος ο κόσμος χορεύει γύρω απ’ αυτές με τη συνοδεία τοπικών μουσικών οργάνων. Οι κλαδαριές ανάβονται στις πλατείες. Όσες γειτονιές έχουν πλατεία ανάβουν μια κλαδαριά. Τα ξύλα τα φέρναν παλιά με τα ζώα. Από την Τζερβένα και από άλλα δάση. Στο σούρουπο τα κουβαλάν και τα στοιβάζουν. Για τάμα. Το βράδυ, άμα νυχτώσει καλά, εξήμισι η ώρα, όταν τελειώσει η εκκλησία τα βάζουν φωτιά και μετά αρχίζει το γλέντι. Οι πολύ θαρραλέοι παίρνουν φόρα και πηδάν πάνω από την φωτιά. Ως τα μεσάνυχτα κρατούσε το γλέντι. Στο τέλος ρίχνανε πέτρες στην φωτιά να σβήσει.
Το ξημέρωμα της άλλης μέρας βρίσκει τα παιδιά να λένε τα κόλιαντα (κάλαντα). Παιδιά μικρά, μεγάλα κρατούν τη τζιουμάκα (=ξύλινο σφυρί) και χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών για να τους ανοίξουν οι νοικοκυρές και να τους δώσουν γλυκά, φρούτα ή ό,τι άλλο διαθέτει το κάθε νοικοκυριό για την περίσταση. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια το ζητούμενο είναι τα χρήματα, αλλά πολλά παιδιά ακόμη παραμένουν πιστά στο παλιό έθιμο.
Σε κάθε σπίτι λέγεται το τραγούδι που ταιριάζει. Έτσι υπάρχει ειδικό τραγούδι για τους γέρους, τους νιόπαντρους, τις νέες κοπέλες που βρίσκονται σε ηλικία γάμου, για τους ξενιτεμένους, τους κτηνοτρόφους κ.λ.π. Την ημέρα των Θεοφανίων γίνεται μεγάλο ξεφάντωμα με τα καρναβάλια, τα λεγόμενα “Μπουμπουσιάρια”. Άντρες, γυναίκες και παιδιά κρύβονται κάτω από παλιά ρούχα και καλύπτοντας το πρόσωπό τους με τούλινα υφάσματα γίνονται μη αναγνωρίσιμοι. Έτσι μπορούν να διασκεδάσουν και να κάνουν οτιδήποτε θελήσουν χωρίς κοινωνικούς ενδοιασμούς και ενοχές, αφού εκείνη την ημέρα όλα επιτρέπονται.
Το βράδυ της Αποκριάς οι άντρες επισκέπτονται τους γονείς, οι νύφες τα πεθερικά, τους κουμπάρους και τους άλλους συγγενείς, φιλώντας τους το χέρι, για να δείξουν σεβασμό και να ζητήσουν συγχώρεση, κατά το χριστιανικό έθιμο. Αργότερα όλα τα μέλη της οικογένειας συγκεντρώνονται γύρω από το τραπέζι και ο αρχηγός της οικογένειας κάνει το έθιμο του χάσκα. Κρεμάει δηλαδή σε έναν πλάστη ένα σκοινί, που στην απόληξή του έχει ένα βρασμένο αυγό. Το αυγό προσπαθεί κάθε μέλος της οικογένειας να το δαγκώσει, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, προκαλώντας ο καθένας το γέλιο των άλλων.
Το Δεκαπενταύγουστο οι Σιατιστινοί δίνουν εξαιρετική σημασία στο γραφικό έθιμο των καβαλάρηδων, με κέντρο το μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου, που απέχει από τη Σιάτιστα 12 χιλιόμετρα. Την ημέρα εκείνη μεγάλες παρέες με στολισμένα άλογα πηγαίνουν στο μοναστήρι, για να προσευχηθούν και να ασπαστούν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Το μεσημέρι επιστρέφουν στην πόλη, όπου τους υποδέχονται οι αρχές και πολύς κόσμος. Ακολουθεί χορός και γλέντι μέχρι το πρωί.
Έθιμα γίνονται και σε άλλες εκδηλώσεις, όπως στο γάμο, στη βάφτιση, στη θεμελίωση καινούριου σπιτιού, κατά την κατασκευή στέγης, κατά τη στρατολόγηση των νέων κ.λ.π.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.