εδάφη που κυβερνήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Βρετανική Αυτοκρατορία (αγγλικά: British Empire) αποτελείτο από τις κτήσεις, τις αποικίες, τα προτεκτοράτα, τις εντολές και άλλα εδάφη που κυβερνήθηκαν ή διοικήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο και τα οποία προήλθαν από υπερπόντιες αποικίες και εμπορικούς σταθμούς ιδρυμένους από την Αγγλία στον ύστερο 16ο και πρώιμο 17ο αιώνα[1]. Κατά την ακμή της ήταν η μεγαλύτερη αυτοκρατορία στην ιστορία και για πάνω από ένα αιώνα αποτέλεσε τη μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη. Το 1922 η Βρετανική Αυτοκρατορία διοικούσε έναν πληθυσμό περίπου 458 εκατομμυρίων ανθρώπων, το ένα τέταρτο του τότε παγκόσμιου πληθυσμού,[2] και κάλυπτε περισσότερο από 33.670.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το ένα τέταρτο περίπου της συνολικής έκτασης της ξηράς της Γης.[3] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έντονη πολιτική, γλωσσική και πολιτισμική της επίδραση παγκοσμίως. Στο ύψιστο σημείο της δύναμής της, συχνά λεγόταν ότι «ο ήλιος δεν δύει ποτέ στη Βρετανική Αυτοκρατορία», επειδή η εξάπλωσή της σε όλα σχεδόν τα γεωγραφικά μήκη του κόσμου σήμαινε ότι ο ήλιος πάντα έλαμπε σε τουλάχιστον ένα από τα πολυάριθμα εδάφη της ανά τη γη.
Βρετανική Αυτοκρατορία
British Empire | ||
---|---|---|
| ||
Εθνικός ύμνος: God save the King | ||
Οι περιοχές του κόσμου που κάποτε ήταν τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Τα τωρινά Βρετανικά Υπερπόντια Εδάφη υπογραμμίζονται με κόκκινο. | ||
Λονδίνο | ||
Κατά την Εποχή των ανακαλύψεων το 15ο και 16ο αιώνα, η Πορτογαλία και η Ισπανία πρωτοστάτησαν στην ευρωπαϊκή εξερεύνηση του πλανήτη και εγκαθίδρυσαν τεράστιες πολυπληθείς αυτοκρατορίες. Εποφθαλμιώντας τον πλούτο που προσέφεραν αυτές οι αυτοκρατορίες, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία άρχισαν και αυτές να ιδρύουν αποικίες και εμπορικά δίκτυα στην Αμερική και την Ασία.[4] Μία σειρά πολέμων το 17ο και 18ο αιώνα ενάντια στην Ολλανδία και τη Γαλλία κατέστησε την Αγγλία (Βρετανία μετά την πράξη ένωσης με τη Σκωτία το 1707) κυρίαρχη αποικιακή δύναμη στη Βόρεια Αμερική και την Ινδία. Η απώλεια όμως των δεκατριών αποικιών στη Βόρεια Αμερική το 1783 μετά από την Αμερικανική Επανάσταση ήταν βαρύ πλήγμα για τη Βρετανία, καθώς της στέρησε τις πιο πολυπληθείς αποικίες της. Παρά το γεγονός αυτό, το βρετανικό ενδιαφέρον σύντομα στράφηκε προς την Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό. Μετά την ήττα της Ναπολεόντειας Γαλλίας το 1815, η Βρετανία γνώρισε έναν αιώνα αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας και επεξέτεινε την κυριαρχία της σε όλο τον κόσμο. Δόθηκε σταδιακή αυτονομία στις αποικίες με λευκό πληθυσμό, κάποιες από τις οποίες μετατράπηκαν σε κτήσεις.
Η ανάπτυξη της Γερμανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής περιόρισε την οικονομική κυριαρχία της Βρετανίας στο τέλος του 19ου αιώνα. Οι επακόλουθες στρατιωτικές και οικονομικές εντάσεις ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γερμανία ήταν τα κύρια αίτια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου η Βρετανία στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην αυτοκρατορία της. Ο πόλεμος επέφερε τεράστια οικονομική επιβάρυνση στη Βρετανία και παρόλο που η αυτοκρατορία πέτυχε τη μεγαλύτερη εδαφική επέκταση της αμέσως μετά τον πόλεμο, δεν ήταν πια μια απαράμιλλη βιομηχανική ή στρατιωτική δύναμη. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι βρετανικές αποικίες της Νοτιοανατολικής Ασίας κατελήφθησαν από την Ιαπωνία, γεγονός που έπληξε το γόητρό της και επιτάχυνε την παρακμή της αυτοκρατορίας παρά τη νίκη της στον πόλεμο. Δυο χρόνια μετά τον πόλεμο η Βρετανία παραχώρησε ανεξαρτησία στην Ινδία, την πολυπληθέστερη και πολυτιμότερη αποικία της.
Κατά το υπόλοιπο του 20ου αιώνα, στα πλαίσια του κινήματος της αποαποικιοποίησης, οι περισσότερες περιοχές της αυτοκρατορίας απέκτησαν ανεξαρτησία, με κατάληξη την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα το 1997. Δεκατέσσερα εδάφη παρέμειναν κάτω από βρετανική κυριαρχία, τα Βρετανικά Υπερπόντια Εδάφη. Μετά την ανεξαρτητοποίησή τους πολλές πρώην αποικίες εντάχθηκαν στην Κοινοπολιτεία των Εθνών, μια ελεύθερη ένωση ανεξάρτητων κρατών. Δεκαέξι κοινοπολιτειακά κράτη έχουν κοινό αρχηγό κράτους τον εκάστοτε μονάρχη του Ηνωμένου Βασειλείου.
Οι βάσεις για τη Βρετανική Αυτοκρατορία τέθηκαν όταν η Αγγλία και η Σκωτία ήταν ακόμα ξεχωριστά βασίλεια. Το 1496 ο βασιλιάς Ερρίκος Ζ΄ της Αγγλίας, μετά τις επιτυχίες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας στις υπερπόντιες εξερευνήσεις, ανέθεσε στον Τζον Κάμποτ την ηγεσία μιας αποστολής για την ανακάλυψη της διαδρομής προς Ασία μέσω του Βορείου Ατλαντικού.[5] Ο Κάμποτ σάλπαρε το 1497 και παρόλο που έφτασε στην ακτή της Νέας Γης (πιστεύοντας λανθασμένα όπως ο Χριστόφορος Κολόμβος πέντε χρόνια νωρίτερα ότι είχε φτάσει στην Ασία)[6] δεν υπήρξε κάποια προσπάθεια για ίδρυση αποικίας. Ο Κάμποτ ηγήθηκε μιας ακόμα αποστολής τον επόμενο χρόνο, αλλά τα πλοία του χάθηκαν.[7]
Δεν υπήρξαν άλλες προσπάθειες για ίδρυση αγγλικών αποικιών στην Αμερική μέχρι τη βασιλεία της Ελισάβετ Α΄, τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα.[8] Η Αγγλική Μεταρρύθμιση έκανε εχθρούς την Αγγλία και την Καθολική Ισπανία.[5] Το 1562 το Αγγλικό Στέμμα ενέκρινε οι κουρσάροι Τζων Χώκινς και Φράνσις Ντρέικ να συμμετέχουν σε επιδρομές σε αφρικανικές πόλεις και πορτογαλικά πλοία ανοικτά των ακτών της Δυτικής Αφρικής[9] με στόχο την είσοδο στον Ατλαντικό εμπορικό σύστημα. Η προσπάθεια αυτή αποκρούστηκε, και αργότερα καθώς ο αγγλοϊσπανικός πόλεμος εντάθηκε, η Ελισάβετ έδωσε την έγκρισή της για περαιτέρω πειρατικές επιδρομές εναντίον ισπανικών λιμανιών στην Αμερική και πλοίων που επέστρεφαν από τον Νέο Κόσμο, φορτωμένα με θησαυρούς.[10] Την ίδια περίοδο συγγραφείς με επιρροή όπως ο Ρίτσαρντ Χάκλουιτ και ο Τζων Ντη (ο οποίος ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «Βρετανική Αυτοκρατορία»[11] άρχισαν να πιέζουν για την εγκαθίδρυση μιας αγγλικής αυτοκρατορίας, για να ανταγωνιστεί αυτές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Εκείνη την περίοδο, η Ισπανία ήταν εδραιωμένη στην Αμερική, η Πορτογαλία είχε ιδρύσει μια σειρά εμπορικών σταθμών και οχυρών από τις ακτές της Αφρικής και της Βραζιλίας έως την Κίνα, και η Γαλλία είχε αρχίσει να εγκαθιστά αποίκους στην περιοχή του Αγίου Λαυρεντίου, τη μετέπειτα Νέα Γαλλία.
Αν και με μια καθυστέρηση σε σχέση με την Ισπανία και την Πορτογαλία, η Αγγλία κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα είχε εμπλακεί στον αποικισμό της Ιρλανδίας με Προτεστάντες με βάση προηγούμενα που χρονολογούνταν από τη νορμανδική εισβολή στην Ιρλανδία το 1171.[12][13] Αρκετοί που συμμετείχαν στην ίδρυση των Φυτειών της Ιρλανδίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αρχικό αποικισμό της Βόρειας Αμερικής, ειδικά μια ομάδα γνωστή ως Άνδρες της Δυτικής Χώρας, που περιελάμβανε τους Χάμφρεϊ Γκίλμπερτ, Ουόλτερ Ράλεϊ, Φράνσις Ντρέικ, Τζων Χώκινς, Ρίτσαρντ Γκρένβιλ και Ραλφ Λέιν.[14]
Το 1578, η βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ χορήγησε αποκλειστικά δικαιώματα στον Χάμφρεϊ Γκίλμπερτ για ανακαλύψεις και υπερπόντιες εξερευνήσεις.[15] Την ίδια χρονιά ο Γκίλμπερτ έπλευσε στις Δυτικές Ινδίες με στόχο τη συμμετοχή σε πειρατεία και την ίδρυση αποικίας στη Βόρεια Αμερική, αλλά η εκστρατεία ματαιώθηκε πριν διασχίσει τον Ατλαντικό.[15][16] Το 1583 ξεκίνησε μια δεύτερη προσπάθεια, αυτή τη φορά στο νησί της Νέας Γης, του οποίου το λιμάνι διεκδίκησε επίσημα για την Αγγλία, αλλά δεν εγκαταστάθηκαν άποικοι. Ο Γκίλμπερτ δεν επέζησε από το ταξίδι και τον διαδέχθηκε ο ετεροθαλής αδερφός του Ουόλτερ Ράλεϊ, στον οποίο χορηγήθηκαν δικά του αποκλειστικά δικαιώματα το 1584 από την Ελισάβετ. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, ο Ράλεϊ ίδρυσε την αποικία του Ροανόκε στην ακτή της σημερινής Βόρειας Καρολίνας, αλλά η έλλειψη εφοδίων οδήγησε στην αποτυχία της αποικίας.[17]
Το 1603, ο Ιάκωβος ΣΤ΄ της Σκωτίας ανέβηκε στον αγγλικό θρόνο ως Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας και το 1604 διαπραγματεύτηκε τη Συνθήκη του Λονδίνου, δίνοντας τέλος στον πόλεμο με την Ισπανία. Σε ειρήνη πλέον με τον κύριο ανταγωνιστή της, η Αγγλία έστρεψε την προσοχή της από τις επιθέσεις στις αποικιακές υποδομές άλλων χωρών στην προσπάθεια εγκαθίδρυσης δικών της υπερπόντιων αποικιών.[18] Η Βρετανική Αυτοκρατορία άρχισε να διαμορφώνεται κατά τις αρχές του 17ου αιώνα, με τον αγγλικό εποικισμό της Βόρειας Αμερικής και των μικρότερων νησιών της Καραϊβικής και την ίδρυση μιας ιδιωτικής εταιρίας, της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, για το εμπόριο με την Ασία. Αυτή η περίοδος, μέχρι την απώλεια των Δεκατριών Αποικιών μετά την Αμερικανική Επανάσταση στο τέλος του 18ου αιώνα, αναφέρεται ως «Πρώτη Βρετανική Αυτοκρατορία».[19]
Στην Καραϊβική αρχικά υπήρχαν οι πιο σημαντικές και κερδοφόρες αποικίες,[20] αλλά όχι πριν αποτύχουν αρκετές προσπάθειες αποικισμού. Μια προσπάθεια να ιδρυθεί αποικία στη Βρετανική Γουιάνα το 1604 διήρκεσε μόνο δυο χρόνια και απέτυχε στον κύριο στόχο της να βρει κοιτάσματα χρυσού.[21] Αποικίες στην Αγία Λουκία το 1605 και στη Γρενάδα το 1609 εγκαταλείφθηκαν γρήγορα, αλλά ιδρύθηκαν με επιτυχία οικισμοί στον Άγιο Χριστόφορο το 1624, στο Μπαρμπάντος το 1627 και στο Νέβις το 1628.[22] Οι αποικίες σύντομα υιοθέτησαν το σύστημα των φυτειών ζάχαρης που χρησιμοποιούνταν επιτυχημένα από τους Πορτογάλους στη Βραζιλία. Το σύστημα αυτό βασιζόταν στη δουλεία και -αρχικά- στα ολλανδικά πλοία, που πουλούσαν σκλάβους κι αγόραζαν ζάχαρη. Για να διασφαλιστεί ότι το όλο και πιο κερδοφόρο αυτό εμπόριο θα παρέμενε σε αγγλικά χέρια, το Κοινοβούλιο αποφάσισε ότι μόνο αγγλικά πλοία θα εμπορεύονταν στις αγγλικές αποικίες. Αυτό οδήγησε σε εχθροπραξίες με τις Ενωμένες Ολλανδικές Επαρχίες, που τελικά ενίσχυσαν τη θέση της Αγγλίας στην Αμερική σε βάρος των Ολλανδών. Το 1655 η Αγγλία προσάρτησε την Τζαμάικα από τους Ισπανούς και το 1666 κατάφερε να εποικήσει τις Μπαχάμες.
Ο πρώτος μόνιμος οικισμός της Αγγλίας στην Αμερική ιδρύθηκε το 1607 στο Τζέιμσταουν από τον Τζον Σμιθ και διευθυνόταν από την Εταιρεία της Βιρτζίνια, ένα παρακλάδι της οποίας ίδρυσε μια αποικία στις Βερμούδες, που είχαν ανακαλυφθεί το 1609. Το 1624 η Εταιρία πέρασε κάτω από τον άμεσο έλεγχο του στέμματος και ιδρύθηκε έτσι η αποικία της Βιρτζίνια.[23] Το 1610 ιδρύθηκε η Εταιρία Νέας Γης με στόχο τη δημιουργία ενός μόνιμου οικισμού στη Νέα Γη, αλλά απέτυχε. Το 1620 ιδρύθηκε το Πλίμουθ ως καταφύγιο πουριτανών θρησκευτικών αυτονομιστών.[24] Η φυγή από θρησκευτικές διώξεις ήταν κίνητρο πολλών Άγγλων που είχαν διάθεση να διακινδυνεύσουν το επικίνδυνο υπερατλαντικό ταξίδι: το Μέριλαντ ιδρύθηκε ως καταφύγιο για Καθολικούς το 1634, το Ρόουντ Άιλαντ ως αποικία ανεκτική προς όλες τις θρησκείες το 1636 και το Κονέκτικατ για τους Κονγκρεγκασιοναλιστές. Το 1663 ιδρύθηκε η επαρχία της Καρολίνας. Με την παράδοση του Οχυρού Άμστερνταμ (Fort Amsterdam) το 1664 η Αγγλία απέκτησε τον έλεγχο της ολλανδικής αποικίας των Νέων Κάτω Χωρών μετονομάζοντάς την σε Νέα Υόρκη. Αυτό επισημοποιήθηκε στις διαπραγματεύσεις μετά τον δεύτερο αγγλοολλανδικό πόλεμο σε αντάλλαγμα για το Σουρινάμ. Το 1681 ιδρύθηκε η αποικία της Πενσιλβάνια από τον Γουίλιαμ Πεν. Οι αμερικανικές αποικίες ήταν λιγότερο επιτυχείς οικονομικά από εκείνες της Καραϊβικής, αλλά είχαν μεγάλες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης και προσήλκυαν πολύ περισσότερους Άγγλους αποίκους που προτιμούσαν τo εύκρατο κλίμα τους.[25]
Το 1670 ο Κάρολος Β΄ της Αγγλίας έδωσε στην Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον (Hudson's Bay Company) τα αποκλειστικά δικαιώματα εμπορίου γούνας στη Γη του Ρούπερτ, μια τεράστια περιοχή που σήμερα αποτελεί μεγάλο μέρος του Καναδά. Οχυρά και εμπορικοί σταθμοί της εταιρείας ήταν συχνά θύματα επιθέσεων από τους Γάλλους, οι οποίοι είχαν ήδη ιδρύσει δική τους αποικία για εμπόριο γούνας στην κοντινή Νέα Γαλλία.[26]
Δύο χρόνια αργότερα ιδρύθηκε η Βασιλική Αφρικανική Εταιρία, λαμβάνοντας από τον Κάρολο το μονοπώλιο του εμπορίου σκλάβων στις βρετανικές αποικίες της Καραϊβικής.[27] Από την αρχή, η δουλεία ήταν η βάση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις Δυτικές Ινδίες. Μέχρι την κατάργηση του δουλεμπορίου το 1807, η Βρετανία ήταν υπεύθυνη για τη μεταφορά 3,5 εκατομμυρίων Αφρικανών σκλάβων στην Αμερική, το ένα τρίτο όλων των σκλάβων που μεταφέρθηκαν στην Αμερική.[28] Για να διευκολυνθεί αυτό το εμπόριο, δημιουργήθηκαν οχυρά στις ακτές της Δυτικής Αφρικής, όπως στη νήσο Τζέημς, την Άκκρα και τη νήσο Μπουνς. Στη βρετανική Καραϊβική το ποσοστό των μαύρων αυξήθηκε από 25% το 1650 σε περίπου 80% το 1780 και στις Δεκατρείς Αποικίες την ίδια περίοδο από 10% σε 40% (κυρίως στις νότιες αποικίες).[29] Για τους δουλεμπόρους, το εμπόριο ήταν εξαιρετικά κερδοφόρο και έγινε σημαντικό οικονομικό στήριγμα για βρετανικές πόλεις όπως το Μπρίστολ και το Λίβερπουλ, που αποτελούσαν την τρίτη γωνία του λεγόμενου τριγωνικού εμπορίου με την Αφρική και την Αμερική. Ένας στους επτά μεταφερόμενους σκλάβους πέθαινε εξ αιτίας των σκληρών και ανθυγιεινών συνθηκών στα πλοία και της κακής διατροφής.[30]
Το 1695 το σκωτσέζικο κοινοβούλιο χορήγησε άδεια στην Εταιρεία της Σκωτίας, η οποία ίδρυσε έναν οικισμό το 1698 στον Ισθμό του Παναμά. Η αποικία εγκαταλείφθηκε δύο χρόνια αργότερα πολιορκημένη από τους Ισπανούς αποίκους της Νέας Γρανάδας και χτυπημένη από την ελονοσία. Το σχέδιο Ντάριεν ήταν οικονομική καταστροφή για τη Σκωτία, καθώς το ένα τέταρτο του σκωτσέζικου κεφαλαίου[31] χάθηκε στην επιχείρηση και έβαλε τέλος στις ελπίδες της Σκωτίας για την ίδρυση δικής της υπερπόντιας αυτοκρατορίας. Το επεισόδιο είχε επίσης σημαντικές πολιτικές συνέπειες, επειδή έπεισε τις κυβερνήσεις και της Αγγλίας και της Σκωτίας για τα πλεονεκτήματα της ένωσης των δύο χωρών και όχι μόνο των στεμμάτων.[32] Αυτό συνέβη το 1707 με τη Συνθήκη της Ένωσης και τη δημιουργία του Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας.
Στο τέλος του 16ου αιώνα η Αγγλία και η Ολλανδία άρχισαν να αμφισβητούν το πορτογαλικό μονοπώλιο εμπορίου με την Ασία, ιδρύοντας ιδιωτικές μετοχικές εταιρείες για να χρηματοδοτήσουν τα ταξίδια. Ιδρύθηκαν έτσι η Αγγλική, αργότερα Βρετανική, και η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, το 1600 και το 1602. Ο κύριος στόχος αυτών των εταιρειών ήταν να εκμεταλλευτούν το επικερδές εμπόριο μπαχαρικών και επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην πηγή, το αρχιπέλαγος της Ινδονησίας, και σε ένα σημαντικό κέντρο του εμπορικού δικτύου, την Ινδία. Η μικρή απόσταση του Λονδίνου από το Άμστερνταμ και η έντονη αντιπαλότητα μεταξύ της Αγγλίας και της Ολλανδίας οδήγησαν αναπόφευκτα σε σύγκρουση τις δύο εταιρείες, με τους Ολλανδούς να κερδίζουν το πάνω χέρι στα νησιά Μολούκες (πρώην Πορτογαλικό προπύργιο) μετά την αποχώρηση των Άγγλων το 1622, και τους Άγγλους να απολαμβάνουν μεγαλύτερη επιτυχία στην Ινδία, στο Σουράτ με την ίδρυση εμπορικού σταθμού το 1613.
Αν και τελικά η Αγγλία θα ξεπερνούσε την Ολλανδία ως αποικιοκρατική δύναμη, βραχυπρόθεσμα το πιο προηγμένο οικονομικό σύστημα της Ολλανδίας[33] και οι τρεις αγγλοολλανδικοί πόλεμοι του 17ου αιώνα έκαναν την Ολλανδία ισχυρότερη στην Ασία. Οι εχθροπραξίες έληξαν μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688 με την άνοδο του Ολλανδού Γουλιέλμου στον θρόνο της Αγγλίας, που έφερε ειρήνη ανάμεσα στις δύο χώρες. Μια συμφωνία των δύο κρατών άφησε το εμπόριο μπαχαρικών του αρχιπελάγους της Ινδονησίας στην Ολλανδία και την κλωστοϋφαντουργία της Ινδίας στην Αγγλία, αλλά η κλωστοϋφαντουργία σύντομα ξεπέρασε τα μπαχαρικά σε κερδοφορία και μέχρι το 1720 η Αγγλική Εταιρεία είχε ξεπεράσει την Ολλανδική σε επίπεδο πωλήσεων.[33] Η Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών έστρεψε το ενδιαφέρον της από το Σουράτ, κομβικό σημείο του εμπορικού δικτύου μπαχαρικών, στο οχυρό του Αγίου Γεωργίου (που αργότερα έγινε η πόλη Μαντράς), τη Βομβάη, που δόθηκε από τους Πορτογάλους στον Κάρολο Β΄ της Αγγλίας το 1661 ως προίκα για την Αικατερίνη της Μπραγκάνσα, και το Σουτανούτι, που αργότερα θα ενωνόταν με άλλα δύο χωριά για να σχηματίσει την Καλκούτα.
Η ειρήνη ανάμεσα στην Αγγλία και την Ολλανδία το 1688 σήμαινε ότι οι δύο χώρες συμμετείχαν στον Εννεαετή Πόλεμο ως σύμμαχοι, αλλά η σύγκρουση που μαινόταν στην Ευρώπη και υπερπόντια μεταξύ της Γαλλίας, της Ισπανίας και της αγγλοολλανδικής συμμαχίας, άφησε την Αγγλία δυνατότερη αποικιακή δύναμη από την Ολλανδία που αναγκάστηκε να αφιερώσει μεγαλύτερο μέρος του στρατιωτικού προϋπολογισμού της στον δαπανηρό πόλεμο στην Ευρώπη.[34] Κατά το 18ο αιώνα η Βρετανία θα γινόταν η κύρια παγκόσμια αποικιακή δύναμη και η Γαλλία ο κύριος ανταγωνιστής της στο παγκόσμιο πεδίο.[35]
Ο θάνατος του Καρόλου Β΄ της Ισπανίας το 1700 και η κληροδότηση της Ισπανίας και της αποικιακής αυτοκρατορίας της στον Φίλιππο του Ανζού, εγγονό του βασιλιά της Γαλλίας, έθεσε το ενδεχόμενο ενοποίησης της Γαλλίας, της Ισπανίας και των αποικιών τους, μια απαράδεκτη κατάσταση για την Αγγλία και τις άλλες δυνάμεις της Ευρώπης.[36] Το 1701 η Αγγλία, η Πορτογαλία και η Ολλανδία συμμάχησαν με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενάντια στην Ισπανία και τη Γαλλία στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής που κράτησε μέχρι το 1714. Με τη σύναψη της Συνθήκης της Ουτρέχτης, ο Φίλιππος παραιτήθηκε του δικαιώματός του και των απογόνων του στον γαλλικό θρόνο και η Ισπανία έχασε την αυτοκρατορία της στην Ευρώπη.[37] Η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε εδαφικά κέρδη: από τη Γαλλία κέρδισε τη Νέα Γη και την Ακαδία και από την Ισπανία το Γιβραλτάρ και τη Μινόρκα. Το Γιβραλτάρ που εξακολουθεί να είναι βρετανικό έδαφος μέχρι σήμερα, έγινε σημαντική ναυτική βάση και επέτρεψε στους Βρετανούς να ελέγχουν το σημείο εξόδου και εισόδου του Ατλαντικού για τη Μεσόγειο. Η Μινόρκα επιστράφηκε στην Ισπανία με τη Συνθήκη της Αμιένης το 1802. Η Ισπανία παραχώρησε ακόμα στη Βρετανία τα δικαιώματα για το κερδοφόρο ασιέντο (την άδεια να πουλάει σκλάβους στην Ισπανική Αμερική).[38]
Ο Επταετής Πόλεμος, που άρχισε το 1756, ήταν ο πρώτος πόλεμος που εξελίχθηκε σε παγκόσμιο κλίμακα, με μέτωπα στην Ευρώπη, την Ινδία, τη Βόρεια Αμερική, την Καραϊβική, τις Φιλιππίνες και την παράκτια Αφρική. Η Συνθήκη του Παρισιού (1763) είχε σημαντικές συνέπειες για το μέλλον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στη Βόρεια Αμερική, το μέλλον της Γαλλίας ως αποικιακής δύναμης εκεί έληξε με την αναγνώριση των βρετανικών αξιώσεων στη Γη του Ρούπερτ,[26] την παραχώρηση της Νέας Γαλλίας στη Βρετανία (αφήνοντας ένα σημαντικό αριθμό Γαλλόφωνων κάτω από βρετανικό έλεγχο) και της Λουιζιάνα στην Ισπανία. Η Ισπανία παραχώρησε τη Φλόριντα στη Βρετανία. Στην Ινδία, ο Καρνατικός Πόλεμος άφησε τη Γαλλία να εξακολουθεί να ελέγχει τους θύλακές της, αλλά με στρατιωτικούς περιορισμούς και με την υποχρέωση να στηρίζει τα βρετανικά προτεκτοράτα, αφήνοντας ουσιαστικά το μέλλον της Ινδίας στη Βρετανία. Επομένως η βρετανική νίκη επί της Γαλλίας στον Επταετή Πόλεμο τη μετέτρεψε στην κυρίαρχη παγκόσμια αποικιακή δύναμη.[39]
Τον πρώτο αιώνα λειτουργίας της η Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών επικεντρώθηκε στο εμπόριο με την ινδική χερσόνησο, αφού δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την ισχυρή Μογγολική Αυτοκρατορία της Ινδίας,[40] η οποία της είχε παραχωρήσει εμπορικά δικαιώματα το 1617. Αυτό άλλαξε το 18ο αιώνα, καθώς μειώθηκε η εξουσία των Μογγόλων και η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών αντιμετώπισε τη γαλλική ομόλογή της, τη Γαλλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, στους Καρνατικούς Πολέμους στα μέσα του αιώνα. Το 1757 οι Βρετανοί υπό τον Ρόμπερτ Κλάιβ νίκησαν τους Γάλλους και τους Ινδούς συμμάχους τους στη μάχη του Πλασαί, και η Εταιρεία απέκτησε τον έλεγχο της Βεγγάλης και έγινε η κυρίαρχη στρατιωτική και πολιτική δύναμη της Ινδίας.[24] Τις επόμενες δεκαετίες επεξέτεινε την κυριαρχία της, διοικώντας τα εδάφη της είτε άμεσα είτε μέσω των ενεργουμένων της ντόπιων ηγετών με την απειλή του Βρετανικού Ινδικού Στρατού, η πλειονότητα του οποίου αποτελούνταν από Ινδούς.[41] Η κατάκτηση της Ινδίας από την Εταιρεία ολοκληρώθηκε μέχρι το 1857. Η ινδική εξέγερση εκείνον τον χρόνο οδήγησε στη διάλυση της Εταιρείας και η Ινδία πέρασε κάτω από τον άμεσο έλεγχο της Βρετανίας.
Στις δεκαετίες του 1760 και 1770 οι σχέσεις μεταξύ των αποικιών και της Βρετανίας γινόταν όλο και πιο τεταμένες, κυρίως εξαιτίας της δυσαρέσκειας για τις προσπάθειες του Βρετανικού Κοινοβουλίου να διοικεί και να φορολογεί τους Αμερικανούς αποίκους χωρίς τη συγκατάθεσή τους.[42] Η δυσαρέσκεια αυτή εκφραζόταν με το σύνθημα «Όχι φορολόγηση χωρίς εκπροσώπηση». Η διαφωνία σχετικά με τα δικαιώματα των αποίκων ως Άγγλων οδήγησε στην Αμερικανική Επανάσταση το 1775. Τον επόμενο χρόνο, οι άποικοι διακήρυξαν την ανεξαρτησία των Ηνωμένων Πολιτειών. Με τη βοήθεια της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας οι Ηνωμένες Πολιτείες κέρδισαν τον πόλεμο και αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία τους με τη Συνθήκη των Παρισίων το 1783.
Η απώλεια ενός τόσο μεγάλου μέρους της Βρετανικής Αμερικής, που εκείνη την εποχή ήταν η πολυπληθέστερη υπερπόντια κτήση, θεωρείται από τους ιστορικούς ως το γεγονός που καθορίζει τη μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη αυτοκρατορία,[43] στην οποία η προσοχή της Βρετανίας μετατοπίστηκε από την Αμερική στην Ασία, τον Ειρηνικό και αργότερα στην Αφρική. Ο Άνταμ Σμιθ στο έργο του Ο Πλούτος των Εθνών που εκδόθηκε το 1776, υποστήριξε ότι οι αποικίες ήταν περιττές και ότι το ελεύθερο εμπόριο θα έπρεπε να αντικαταστήσει τις παλιές μερκαντιλιστικές πολιτικές που χαρακτήριζαν την πρώτη περίοδο αποικιακής εξάπλωσης και χρονολογούνταν από τον προστατευτισμό της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.[39][44] Η ανάπτυξη του εμπορίου ανάμεσα στις ανεξάρτητες Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία μετά το 1783 φάνηκε να επιβεβαιώνει την άποψη του Σμιθ ότι ο πολιτικός έλεγχος δεν ήταν απαραίτητος για την οικονομική επιτυχία.[45][46] Οι εντάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες κλιμακώθηκαν κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, επειδή η Βρετανία προσπάθησε να εμποδίσει το αμερικανικό εμπόριο με τη Γαλλία και συνέλαβε αμερικανικά πλοία για να ναυτολογήσει στο Βασιλικό Ναυτικό άνδρες που είχαν γεννηθεί στη Βρετανία. Οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο του 1812 και εισέβαλαν στον Καναδά αλλά με τη Συνθήκη της Γάνδης το 1815 επανήλθαν στα προπολεμικά σύνορά τους.[47]
Τα γεγονότα στην Αμερική επηρέασαν τη βρετανική πολιτική στον Καναδά, όπου 40.000 με 100.000[48] ηττημένοι υποστηρικτές της Βρετανίας μετανάστευσαν από την Αμερική μετά την Ανεξαρτησία. Οι 14.000 που εγκαταστάθηκαν στις κοιλάδες των ποταμών Σαιντ Τζον και Σαιντ Κρουά στη Νέα Σκωτία ήταν πολύ απομακρυσμένοι από την επαρχιακή κυβέρνηση στο Χάλιφαξ, οπότε αποσπάστηκε το Νιου Μπράνσγουικ ως ξεχωριστή αποικία το 1784.[49] Η συνταγματική πράξη του 1791 δημιούργησε τις επαρχίες του Άνω Καναδά (κυρίως αγγλόφωνη) και του Κάτω Καναδά (κυρίως γαλλόφωνη) για να μειώσει τις εντάσεις ανάμεσα στις γαλλικές και βρετανικές κοινότητες και εφάρμοσε κυβερνητικά συστήματα παρόμοια με εκείνα της Βρετανίας, με στόχο να ενισχύσει την αυτοκρατορική εξουσία και να μην αφήσει το είδος της λαϊκής εξουσίας που θεωρήθηκε ότι οδήγησε στην Αμερικανική Επανάσταση.[50]
Από το 1718, η μεταφορά στις αμερικανικές αποικίες ήταν τιμωρία για διάφορα ποινικά αδικήματα στη Βρετανία, με περίπου χίλιους κατάδικους κάθε χρόνο να μεταφέρονται στην Αμερική.[51] Μετά την απώλεια των αποικιών το 1783, η βρετανική κυβέρνηση αναγκασμένη να βρει άλλο τόπο τιμωρίας, στράφηκε στην πρόσφατα ανακαλυφθείσα Αυστραλία.[52] Η δυτική ακτή της Αυστραλίας είχε ανακαλυφθεί από τον Ολλανδό εξερευνητή Willem Jansz το 1606 και αργότερα ονομάστηκε από την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών Νέα Ολλανδία,[53] αλλά δεν έγινε καμιά απόπειρα αποικισμού. Το 1770 ο Τζέιμς Κουκ ανακάλυψε την ανατολική ακτή της κατά της διάρκεια επιστημονικού ταξιδιού στον Νότιο Ειρηνικό και διεκδίκησε την ήπειρο για τη Βρετανία ονομάζοντάς τη Νέα Νότια Ουαλία.[52] Το 1778 ο Τζόζεφ Μπανκς, ο βοτανολόγος της αποστολής, παρουσίασε στοιχεία στην κυβέρνηση για την καταλληλότητα του κόλπου Μπότανι για την ίδρυση οικισμού καταδίκων, και το 1787 απέπλευσε η πρώτη αποστολή καταδίκων φτάνοντας εκεί το 1788.[52] Η Βρετανία συνέχισε να μεταφέρει κατάδικους στη Νέα Νότια Ουαλία μέχρι το 1840, όταν ο πληθυσμός της αποικίας έφτασε στους 56.000, η πλειοψηφία των οποίων ήταν κατάδικοι, πρώην κατάδικοι και απόγονοί τους.[54] Οι αυστραλιανές αποικίες έγιναν κερδοφόροι εξαγωγείς μαλλιού και χρυσού.[54]
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του ο Κουκ επισκέφτηκε και τη Νέα Ζηλανδία, που ανακαλύφτηκε από τον Ολλανδό Άμπελ Τάσμαν το 1642, και διεκδίκησε το Βόρειο και το Νότιο Νησί για το Βρετανικό Στέμμα το 1769 και 1770 αντίστοιχα. Αρχικά οι σχέσεις μεταξύ των ιθαγενών Μαορί και των Ευρωπαίων περιορίστηκαν στις ανταλλαγές αγαθών. Οι ευρωπαϊκοί οικισμοί αυξήθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα με την ίδρυση πολλών εμπορικών σταθμών, ειδικά στον Βορρά. Το 1839 η Εταιρία Νέας Ζηλανδίας ανακοίνωσε σχέδια για αγορά μεγάλων εκτάσεων γης και ίδρυση αποικιών στη Νέα Ζηλανδία. Στις 6 Φεβρουαρίου 1840 ο Γουίλιαμ Χόμπσον και περίπου 40 αρχηγοί των Μαορί υπέγραψαν τη συνθήκη του Γουαϊτάνγκι.[55] Αυτή η συνθήκη θεωρείται από πολλούς ως το ιδρυτικό έγγραφο της Νέας Ζηλανδίας,[56] αλλά εξαιτίας των διαφορετικών ερμηνειών ανάμεσα στη μαορί και αγγλική έκδοση του κειμένου[57] συνεχίζει να αποτελεί πηγή διενέξεων.[58]
Η Βρετανία αμφισβητήθηκε ξανά από τη Γαλλία του Ναπολέοντα, σε έναν αγώνα που σε αντίθεση με τους προηγούμενους πολέμους αποτέλεσε ένα ανταγωνισμό των ιδεολογιών μεταξύ των δύο χωρών.[60] Δεν απειλούνταν μόνο η θέση της Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, αφού ο Ναπολέων απειλούσε να εισβάλει και στην ίδια τη Βρετανία, όπως ακριβώς οι στρατιές του είχαν κατακτήσει πολλές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Στους Ναπολεόντειους Πολέμους η Βρετανία επένδυσε μεγάλα κεφάλαια και πόρους για να κερδίσει. Γαλλικά λιμάνια αποκλείστηκαν από το Βασιλικό Ναυτικό, το οποίο κέρδισε μια σημαντική νίκη ενάντια στο γαλλικό και ισπανικό στόλο στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ. Οι υπερπόντιες αποικίες δέχθηκαν επίθεση και καταλήφθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Ολλανδίας που προσαρτήθηκε από τον Ναπολέοντα το 1810. Η Γαλλία τελικά νικήθηκε το 1815 από ένα συνασπισμό ευρωπαϊκών στρατών. Η Βρετανία ήταν και πάλι η κερδισμένη των συνθηκών ειρήνης. Η Γαλλία παραχώρησε τα Επτάνησα, τη Μάλτα (που είχε καταλάβει το 1797 και το 1798), τις Σεϋχέλλες, τον Μαυρίκιο, την Αγία Λουκία και το Τομπάγκο, η Ισπανία το Τρινιντάντ, η Ολλανδία τη Γουιάνα και την Αποικία του Ακρωτηρίου. Η Βρετανία επέστρεψε τη Γουαδελούπη, τη Μαρτινίκα, το Γκορέ, τη Γαλλική Γουιάνα και τη Ρεουνιόν στη Γαλλία και την Ιάβα και το Σουρινάμ στην Ολλανδία.
Κάτω από ισχυρή πίεση, η βρετανική κυβέρνηση θέσπισε νόμο το 1807 που κατάργησε το δουλεμπόριο στην αυτοκρατορία. Το 1808 η Σιέρρα Λεόνε ορίστηκε ως επίσημη βρετανική αποικία για ελευθερωμένους σκλάβους.[61] Η πράξη κατάργησης της δουλείας το 1833 έκανε παράνομο όχι μόνο το δουλεμπόριο, αλλά και την ίδια τη δουλεία, ελευθερώνοντας όλους τους δούλους της αυτοκρατορίας την 1 Αυγούστου 1834.[62]
Κατά το διάστημα 1815–1914, μια περίοδο που αναφέρεται από κάποιους ιστορικούς ως «ο αυτοκρατορικός αιώνας της Βρετανίας»,[63][64] 26.000.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 400 εκατομμύρια κάτοικοι προστέθηκαν στη βρετανική αυτοκρατορία.[65] Η νίκη επί του Ναπολέοντα άφησε τη Βρετανία χωρίς σοβαρό διεθνή ανταγωνιστή, εκτός από τη Ρωσία στην Κεντρική Ασία.[66] Αδιαμφισβήτητα κυρίαρχη στη θάλασσα, η Βρετανία ανέλαβε τον ρόλο διεθνή αστυνόμου, μια κατάσταση αργότερα γνωστή ως Pax Britannica,[67] και μια εξωτερική πολιτική «εξαίσιας απομόνωσης».[68] Εκτός από τον επίσημο έλεγχο που ασκούσε στις αποικίες της, η δεσπόζουσα θέση της Βρετανίας στο παγκόσμιο εμπόριο είχε ως αποτέλεσμα τον ουσιαστικό έλεγχο των οικονομιών πολλών χωρών, όπως της Κίνας, της Αργεντινής και του Σιάμ, που έχει χαρακτηριστεί από ορισμένους ιστορικούς ως «ανεπίσημη αυτοκρατορία».[69][70]
Η βρετανική αυτοκρατορική εξουσία στηρίχθηκε από το ατμόπλοιο και τον τηλέγραφο, νέες τεχνολογίες που εφευρέθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και της επέτρεπαν να ελέγχει και να υπερασπίζεται την αυτοκρατορία. Μέχρι το 1902 η βρετανική αυτοκρατορία συνδεόταν από ένα δίκτυο τηλεγραφικών καλωδίων.[71]
Το κύριο μέλημα της βρετανικής πολιτικής στην Ασία τον 19ο αιώνα ήταν η προστασία και επέκταση της κυριαρχίας της στην Ινδία, που θεωρούνταν η πιο σημαντική αποικία και κλειδί για την υπόλοιπη Ασία.[72] Η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών οδήγησε την επέκταση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Ασία. Ο στρατός της Εταιρείας ένωσε τις δυνάμεις του με το βασιλικό ναυτικό για πρώτη φορά στον Επταετή Πόλεμο, και συνέχισαν να συνεργάζονται σε χώρους εκτός της Ινδίας: στην έξωση του Ναπολέοντα από την Αίγυπτο το 1799, στην κατάληψη της Ιάβας από την Ολλανδία το 1811, στην απόκτηση της Σιγκαπούρης το 1819 και της Μαλάκα το 1824 και στη νίκη επί της Βιρμανίας το 1826.[66]
Από τη βάση της στην Ινδία, η Εταιρεία είχε εμπλακεί στις όλο και πιο κερδοφόρες εξαγωγές οπίου στην Κίνα από το 1730. Αυτό το εμπόριο, που ήταν παράνομο αφού είχε απαγορευτεί από τη Δυναστεία Τσινγκ το 1729, βοήθησε στην αντιστάθμιση της εμπορικής ανισορροπίας εξαιτίας των βρετανικών εισαγωγών τσαγιού, που είχε οδηγήσει σε σημαντικές εκροές ασημιού από τη Βρετανία στην Κίνα. Το 1839 η κατάσχεση από τις κινεζικές αρχές στην Καντώνα 20.000 κιβώτιων οπίου οδήγησε στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου, και την κατάληψη του Χονγκ Κονγκ από τη Βρετανία, ενός μικρού οικισμού εκείνη την εποχή.[73] Το τέλος της Εταιρείας επισπεύσθηκε από μια ανταρσία των Ινδών στρατιωτών κατά των Βρετανών διοικητών τους, εν μέρει λόγω των εντάσεων που προκαλούσαν οι βρετανικές απόπειρες δυτικοποίησης της Ινδίας.[74] Χρειάστηκε έξι μήνες για να κατασταλεί η ινδική εξέγερση με μεγάλες απώλειες και των δύο πλευρών. Στη συνέχεια η βρετανική κυβέρνηση ανέλαβε τον άμεσο έλεγχο της Ινδίας, οδηγώντας στην περίοδο γνωστή ως βρετανικό Raj, όπου ένας διορισμένος γενικός διοικητής κυβερνούσε την Ινδία, και η βασίλισσα Βικτωρία στέφθηκε Αυτοκράτειρα της Ινδίας. Η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών διαλύθηκε το επόμενο έτος, το 1858.[75]
Η Ινδία είχε μια σειρά κακών εσοδειών στα τέλη του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα λιμούς στους οποίους τουλάχιστον 10 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών δεν είχε κάποια συντονισμένη πολιτική για την αντιμετώπιση των λιμών. Αυτό άλλαξε την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας, κατά την οποία μετά από κάθε λιμό είχαν συσταθεί επιτροπές για να διερευνήσουν τα αίτια και να εφαρμόσουν νέες πολιτικές, που απέδωσαν όμως μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1900.[76]
Τον 19ο αιώνα η Βρετανία και η Ρωσική Αυτοκρατορία αγωνίστηκαν για να καλύψουν τα κενά εξουσίας που άφηναν οι παρακμάζουζες Οθωμανική, Περσική και Κινέζικη Αυτοκρατορίες.[72] Αυτή η αντιπαλότητα στην Ευρασία έγινε γνωστή ως το Μεγάλο Παιχνίδι.[72] Όσον αφορούσε τη Βρετανία, οι νίκες της Ρωσίας επί της Περσίας και της Τουρκίας στον ρωσοπερσικό πόλεμο (1826-1828) και στον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828–1829) φανέρωναν τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και δυνατότητές της, τροφοδοτώντας φόβους για εισβολή στην Ινδία.[77] Το 1839 η Βρετανία για να την προκαταλάβει εισέβαλε στο Αφγανιστάν, αλλά ο πρώτος αγγλοαφγανικός πόλεμος ήταν καταστροφικός για τη Βρετανία.[78] Όταν η Ρωσία εισέβαλε στα τουρκικά εδάφη των Βαλκανίων το 1853, οι φόβοι ρωσικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή οδήγησαν τη Βρετανία και τη Γαλλία να εισβάλουν στην Κριμαία για να καταστρέψουν τις ναυτικές της δυνατότητες.[78] Ο επακόλουθος κριμαϊκός πόλεμος, που περιελάμβανε νέες τεχνικές του σύγχρονου πολέμου,[79] και ήταν ο μόνος γενικευμένος πόλεμος της Βρετανίας με κάποια άλλη αυτοκρατορική δύναμη την περίοδο της Pax Britannica, είχε ως αποτέλεσμα ταπεινωτική ήττα για τη Ρωσία.[78] Η κατάσταση παρέμεινε άλυτη στην Κεντρική Ασία για πάνω από δυο δεκαετίες, με τη Βρετανία να προσαρτά το Βαλουχιστάν το 1876 και τη Ρωσία την Κιργιζία, το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν. Για λίγο φάνηκε ότι ένας ακόμα πόλεμος θα ήταν αναπόφευκτος, αλλά οι δύο χώρες κατέληξαν σε συμφωνία για τις σφαίρες επιρροής τους στην περιοχή το 1878 και για όλα τα εκκρεμή θέματα το 1907 με την υπογραφή της αγγλορωσικής Αντάντ.[72] Επιπλέον, η καταστροφή του ρωσικού ναυτικού στη ναυμαχία του Πορτ Άρθουρ στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο περιόρισε την απειλή προς τους Βρετανούς.[80]
Η Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών είχε ιδρύσει την Αποικία του Ακρωτηρίου στο νότιο άκρο της Αφρικής το 1652 ως σταθμό για τα πλοία της που ταξίδευαν από και προς τις αποικίες της στις Ανατολικές Ινδίες. Η Βρετανία απέκτησε επίσημα την αποικία με το μεγάλο πληθυσμό Μπόερς το 1806, κατέχοντάς την από το 1795 για να μην πέσει στα χέρια των Γάλλων μετά την εισβολή της Γαλλίας στην Ολλανδία.[81] Η βρετανική μετανάστευση άρχισε να αυξάνεται μετά το 1820 και ανάγκασε χιλιάδες Μπόερς να κινηθούν προς τα βόρεια για να ιδρύσουν τις δικές τους, κυρίως βραχύβιες, ανεξάρτητες δημοκρατίες στις δεκαετίες του 1830 και 1840. Αυτοί οι Μπόερς συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τους Βρετανούς, οι οποίοι είχαν το δικό τους πρόγραμμα για την αποικιοκρατική επέκταση στη Νότιο Αφρική και με αρκετές αφρικανικές εθνότητες, όπως τους Σότο και τους Ζουλού. Τελικά οι Μπόερς ίδρυσαν δυο κράτη που κράτησαν περισσότερο, τη Δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής ή Τράνσβααλ (1852–77, 1881–1902) και το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης (1854–1902). Το 1902 η Βρετανία ολοκλήρωσε τη στρατιωτική κατοχή των δύο δημοκρατιών μέσω της σύναψης μιας συνθήκης με τις δύο δημοκρατίες των Μπόερς, μετά το δεύτερο πόλεμο των Μπόερς το 1899–1902.
Το 1869 άνοιξε από τον Ναπολέοντα Γ΄ η Διώρυγα του Σουέζ, η οποία ενώνει τη Μεσόγειο με τον Ινδικό Ωκεανό. Οι Βρετανοί αρχικά αντιτέθηκαν στη διώρυγα[82], αλλά μόλις άνοιξε, η στρατηγική της αξία γρήγορα αναγνωρίστηκε. Το 1875, η συντηρητική κυβέρνηση του Μπέντζαμιν Ντισραέλι αγόρασε το 44% των μετοχών της διώρυγας από τον χρεωμένο Αιγύπτιο ηγεμόνα Ισμαήλ Πασά για 4 εκατομμύρια λίρες. Αν και αυτό δεν έδωσε ολοκληρωτικό έλεγχο της διώρυγας, έδωσε στους Βρετανούς μέσο πίεσης. Ο κοινός αγγλογαλλικός οικονομικός έλεγχος της Αιγύπτου έληξε με την ολοκληρωτική βρετανική κατοχή το 1882.[83] Οι Γάλλοι ήταν ακόμα πλειοψηφικοί μέτοχοι και προσπάθησαν να αποδυναμώσουν τη βρετανική θέση,[84] αλλά επετεύχθη συμβιβασμός στο συνέδριο της Κωνσταντινούπολης το 1888. Αυτό τέθηκε σε ισχύ το 1904 και έκανε τη διώρυγα ουδέτερο έδαφος, αλλά de facto έλεγχο ασκούσαν οι Βρετανοί, που κατείχαν την περιοχή μέχρι το 1954.
Καθώς η γαλλική, η βελγική και η πορτογαλική δραστηριότητα στην κάτω περιοχή του Κονγκό απειλούσε να υπονομεύσει την ομαλή διείσδυση στην τροπική Αφρική, το Συνέδριο του Βερολίνου το 1884 προσπάθησε να ρυθμίσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων ορίζοντας την αποτελεσματική κατοχή ως κριτήριο για τη διεθνή αναγνώριση των εδαφικών διεκδικήσεων.[85] Ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε και τη δεκαετία του 1890 και έκανε τη Βρετανία να επανεξετάσει την απόφασή της να αποχωρήσει από το Σουδάν το 1885. Μια κοινή δύναμη Βρετανών και Αιγυπτίων νίκησε τον σουδανικό στρατό το 1896 και απέκρουσε μια γαλλική απόπειρα εισβολής στη Φασόντα το 1898. Το Σουδάν πέρασε κάτω από αγγλοαιγυπτιακή συγκυριαρχία, ένα κοινό προτεκτοράτο τυπικά, αλλά στην πραγματικότητα βρετανική αποικία.[85]
Τα βρετανικά κέρδη στη Νότια και Ανατολική Αφρική παρακίνησαν τον Σέσιλ Ρόουντς, πρωτοπόρο της βρετανικής επέκτασης στην Αφρική, να ζητήσει μια σιδηροδρομική σύνδεση από το Ακρωτήριο στο Κάιρο, που θα συνέδεε τη στρατηγικής σημασίας Διώρυγα του Σουέζ με τον πλούσιο σε μέταλλα Νότο.[86] Το 1888 ο Ρόουντς με την ιδιωτική του Εταιρεία Βρετανικής Νοτίου Αφρικής κατέλαβε και προσάρτησε εδάφη που αργότερα πήραν το όνομά του ως Ροδεσία.
Από το 18ο αιώνα, υπήρχε μια αξιοσημείωτη αντίθεση μεταξύ του καθεστώτος των λευκών αποικιών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και των αποικιών με μη λευκούς πληθυσμούς. Παρότι η αυτοκρατορία χαρακτηριζόταν από αυτοκρατορική εξουσία και στρατιωτικό ιμπεριαλισμό, εν τέλει έγινε υποστηρικτής της ελεύθερης σκέψης και αναπτυσσόμενης αυτοδιοίκησης στις λευκές αποικίες.[87]
Ο δρόμος για την ανεξαρτησία των λευκών αποικιών της αυτοκρατορίας άνοιξε με την Έκθεση Ντάρχαμ που πρότεινε ενοποίηση και αυτονομία του Άνω και Κάτω Καναδά ως λύση της εκεί πολιτικής αναταραχής. Αυτό ξεκίνησε με την ψήφιση της Πράξης της Ένωσης που δημιούργησε την Επαρχία του Καναδά. Ανεξάρτητη κυβέρνηση δόθηκε πρώτα στη Νέα Σκωτία το 1848 και σύντομα επεκτάθηκε και στις άλλες βρετανικές αποικίες της Βόρειας Αμερικής. Το 1867 ο Άνω και Κάτω Καναδάς, το Νιου Μπράνσγουικ και η Νέα Σκωτία σχημάτισαν την Κτήση του Καναδά, μια συνομοσπονδία που είχε πλήρη αυτονομία με εξαίρεση τις διεθνείς σχέσεις.[88]
Η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία απέκτησαν παρόμοια επίπεδα αυτονομίας μετά το 1900, με τις αυστραλέζικες αποικίες να δημιουργούν ομοσπονδία το 1901.[89] Ο όρος καθεστώς κτήσης (dominion status) επικράτησε επίσημα στην Αποικιακή Σύσκεψη του 1907 για να αναφέρεται στον Καναδά, στη Νέα Γη και Λαμπραντόρ, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Το 1910 η Αποικία του Ακρωτηρίου, το Νατάλ, το Τράνσβααλ και το Ελεύθερο Κράτος της Οράγγης σχημάτισαν την ένωση Νότιας Αφρικής που επίσης απέκτησε καθεστώς κτήσης.[89]
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα υπήρξαν συντονισμένες πολιτικές εκστρατείες για την αυτονομία της Ιρλανδίας. Η Ιρλανδία είχε ενωθεί με το Ηνωμένο Βασίλειο με την Πράξη της Ένωσης του 1800 μετά την Ιρλανδική εξέγερση του 1798 και είχε υποστεί καταστρεπτικό λιμό από το 1845 έως το 1852. Η αυτονομία υποστηριζόταν και από το βρετανό πρωθυπουργό Γουίλιαμ Γκλάντστοουν, που ήλπιζε ότι η Ιρλανδία θα ακολουθούσε την πορεία του Καναδά ως κτήση μέσα στην αυτοκρατορία, αλλά το νομοσχέδιό του το 1886 δεν ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο, καθώς πολλοί βουλευτές φοβόντουσαν ότι μια μερικώς ανεξάρτητη Ιρλανδία θα μπορούσε να αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της Μεγάλης Βρετανίας ή θα ήταν η αρχή της διάλυσης της αυτοκρατορίας. Ένα δεύτερο νομοσχέδιο αυτονομίας το 1893 απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους.[90] Ένα τρίτο νομοσχέδιο ψηφίστηκε το 1914, αλλά δεν εφαρμόστηκε λόγω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οδήγησε στην Εξέγερση του Πάσχα του 1916.
Στο τέλος του 19ου αιώνα είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται φόβοι στη Βρετανία ότι δε θα μπορούσε να προστατευθεί η μητρόπολη και ολόκληρη η αυτοκρατορία αν διατηρούνταν παράλληλα η πολιτική της απομόνωσης.[91] Η Γερμανία αναπτυσσόταν ταχύτατα ως στρατιωτική και βιομηχανική δύναμη και θεωρούνταν ως ο πιο πιθανός αντίπαλος σε οποιονδήποτε μελλοντικό πόλεμο. Αναγνωρίζοντας ότι ήταν εκτεθειμένη στον Ειρηνικό[92] και ότι απειλούνταν από το γερμανικό ναυτικό στην πατρίδα, η Βρετανία συμμάχησε με την Ιαπωνία το 1902 και με τους παλιούς της αντιπάλους, τη Γαλλία και τη Ρωσία, το 1904 και το 1907 αντίστοιχα.[93]
Οι φόβοι της Βρετανίας για πόλεμο με τη Γερμανία έγιναν πραγματικότητα το 1914 με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η βρετανική κήρυξη πολέμου στη Γερμανία και τους συμμάχους της συμπεριελάμβανε τις αποικίες και τις κτήσεις που προσέφεραν πολύτιμη στρατιωτική, οικονομική και υλική υποστήριξη. Πάνω από 2,5 εκατομμύρια άντρες υπηρέτησαν στις στρατιές των κτήσεων καθώς και πολλές χιλιάδες εθελοντές από τις αποικίες του στέμματος.[94] Οι περισσότερες υπερπόντιες αποικίες της Γερμανίας στην Αφρική γρήγορα κατελήφθησαν και στον Ειρηνικό η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία κατέλαβαν τη Γερμανική Νέα Γουινέα και τη Σαμόα αντίστοιχα. Η συνεισφορά της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας το 1915 στη μάχη της Καλλίπολης ενάντια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε σημαντικό αντίκτυπο στην εθνική τους συνείδηση και αποτέλεσε ορόσημο για τη μετάβαση της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας από αποικίες σε ανεξάρτητα έθνη. Οι δυο χώρες εξακολουθούν να τιμούν αυτό το γεγονός στις 25 Απριλίου. Παρόμοια βλέπουν οι Καναδοί τη μάχη του Βιμύ.[95] Η σημαντική συμβολή των κτήσεων στην πολεμική προσπάθεια αναγνωρίστηκε το 1917 από τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, όταν κάλεσε τους πρωθυπουργούς των κτήσεων να συμμετάσχουν σε μια αυτοκρατορική πολεμική κυβέρνηση, για να συντονίσει την αυτοκρατορική πολιτική.[96]
Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών που υπογράφτηκε το 1919, η αυτοκρατορία έφτασε στη μεγαλύτερη έκτασή της με την προσθήκη 4,700,000 τετραγωνικών χιλιομέτρων και 13 εκατομμυρίων νέων κατοίκων.[97] Οι αποικίες της Γερμανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μοιράστηκαν στις συμμαχικές δυνάμεις ως Εντολές της Κοινωνίας των Εθνών. Η Βρετανία απέκτησε τον έλεγχο της Παλαιστίνης, της Υπεριορδανίας, του Ιράκ, μέρος του Καμερούν και του Τόγκο και την Τανγκανίκα. Οι κτήσεις απέκτησαν και δικές τους εντολές: η Νοτιοδυτική Αφρική (σημερινή Ναμίμπια) δόθηκε στην ένωση Νότιας Αφρικής, η Γερμανική Νέα Γουινέα στην Αυστραλία και η Σαμόα στη Νέα Ζηλανδία. Το Ναουρού έγινε κοινή εντολή της Βρετανίας και των δύο κτήσεων του Ειρηνικού.[98]
Η αλλαγή της παγκόσμιας τάξης που έφερε ο πόλεμος και κυρίως η ανάπτυξη των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας ως μεγάλων ναυτικών δυνάμεων, καθώς και η άνοδος κινημάτων ανεξαρτησίας στην Ινδία και την Ιρλανδία, οδήγησε σε μια σημαντική επανεκτίμηση της βρετανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής.[99] Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, αναγκασμένη να επιλέξει ανάμεσα στη συμμαχία με τις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία, η Βρετανία αποφάσισε να μην ανανεώσει τη συμμαχία της με την Ιαπωνία και υπέγραψε το 1922 τη ναυτική συνθήκη της Ουάσινγκτον, με την οποία η Βρετανία δέχθηκε ναυτική ισοτιμία με τις ΗΠΑ.[100] Αυτή η απόφαση ήταν αντικείμενο μεγάλης διαμάχης στη Βρετανία τη δεκαετία του 30[101] καθώς μιλιταριστικές κυβερνήσεις κυριάρχησαν στην Ιαπωνία και τη Γερμανία, εν μέρει λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929, και υπήρχε ο φόβος ότι η αυτοκρατορία δε θα άντεχε την ταυτόχρονη επίθεση και των δύο κρατών.[102] Αν και το θέμα της ασφάλειας της αυτοκρατορίας ήταν ένα σοβαρό μέλημα της Βρετανίας, την ίδια στιγμή η αυτοκρατορία ήταν ζωτικής σημασίας για τη βρετανική οικονομία: κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, οι εξαγωγές προς τις αποικίες και τις κτήσεις αυξήθηκαν από το 32 στο 39 τοις εκατό του συνόλου των εξαγωγών στο εξωτερικό, και οι εισαγωγές αυξήθηκαν από το 24 στο 37 τοις εκατό.[103]
Το 1919 η απογοήτευση που προκλήθηκε από την καθυστέρηση της ιρλανδικής αυτονομίας οδήγησε μέλη του Σιν Φέιν, ενός κόμματος υπέρ της ανεξαρτησίας που είχε κερδίσει την πλειοψηφία των ιρλανδικών εδρών στο Κοινοβούλιο στις βρετανικές εκλογές του 1918, να δημιουργήσουν μια ιρλανδική συνέλευση, στην οποία κηρύχθηκε η ιρλανδική ανεξαρτησία. Παράλληλα, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο εναντίον της βρετανικής διοίκησης.[104] Ο ιρλανδικός πόλεμος ανεξαρτησίας έληξε το 1921 με την υπογραφή της αγγλοϊρλανδικής συνθήκης, τη δημιουργία του ελεύθερου κράτους της Ιρλανδίας, μιας κτήσης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας με εσωτερική ανεξαρτησία, αλλά συνταγματικά συνδεδεμένη με το βρετανικό στέμμα.[105] Η Βόρεια Ιρλανδία που αποτελούνταν από 6 από τις 32 κομητείες της Ιρλανδίας, η οποία είχε συσταθεί ως αποκεντρωμένη περιφέρεια το 1920, άσκησε αμέσως το δικαίωμά της, σύμφωνα με τη συνθήκη, να διατηρήσει το υπάρχον καθεστώς της εντός του Ηνωμένου Βασιλείου.[106]
Ένας παρόμοιος αγώνας ξεκίνησε στην Ινδία, όταν ο Νόμος για την Κυβέρνηση της Ινδίας του 1919 απέτυχε να ικανοποιήσει το αίτημα για ανεξαρτησία.[107] Οι ανησυχίες σχετικά με κομμουνιστικά και ξένα σχέδια μετά τη Συνωμοσία του Γκαντάρ διασφάλισαν ότι οι εν καιρώ πολέμου περιορισμοί ανανεώθηκαν με τον Νόμο του Ρόουλατ, δημιουργώντας ένταση[108] ιδίως στο Πεντζάμπ, όπου τα κατασταλτικά μέτρα κορυφώθηκαν με τη Σφαγή του Αμριτσάρ. Η κοινή γνώμη στη Βρεταννία διχάστηκε: υπήρχαν αυτοί που είδαν το γεγονός ως σωτήρια για την Ινδία από την αναρχία και αυτοί που το αντιμετωπίσαν με αποστροφή.[108] Το επακόλουθο κίνημα μη-συνεργασίας ματαιώθηκε τον Μάρτιο του 1922, μετά το περιστατικό του Τσόρι Σάουρα, και η δυσαρέσκεια συνέχισε να σιγοβράζει για τα επόμενα 25 χρόνια.[109] Το 1922, στην Αίγυπτο, η οποία είχε κηρυχθεί βρετανικό προτεκτοράτο στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε χορηγηθεί επίσημη ανεξαρτησία, αν και συνέχισε να αποτελεί βρετανικό εξαρτημένο κράτο μέχρι το 1954. Βρετανικά στρατεύματα συνέχισαν να σταθμεύουν στην Αίγυπτο μέχρι την υπογραφή της Αγγλοαιγυπτιακής Συνθήκης το 1936,[110] σύμφωνα με την οποία συμφωνήθηκε ότι τα στρατεύματα θα αποσύρονταν, αλλά θα συνεχίζαν να κατέχουν και να υπερασπίζουν τη ζώνη της Διώρυγας του Σουέζ. Σε αντάλλαγμα, η Αίγυπτος είχε βοηθηθεί να ενταχθεί στην Κοινωνία των Εθνών.[111] Το Ιράκ, μια βρετανική εντολή από το 1920, κατάφερε επίσης να γίνει μέλος της Κοινωνίας από μόνο του, μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας του από τη Βρετανία το 1932.[112]
Η ικανότητα των Κτήσεων να καθορίζουν τη δική τους εξωτερική πολιτική, ανεξάρτητα από τη Βρετανία, αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο της Αυτοκρατορικής Διάσκεψης του 1923.[113] Το αίτημα της Βρετανίας για στρατιωτική βοήθεια από τις Κτήσεις κατά το ξέσπασμα της κρίσης του Τσανάκ τον προηγούμενο χρόνο είχε απορριφθεί από τον Καναδά και τη Νότια Αφρική, και ο Καναδάς είχε αρνηθεί να δεσμευθεί από τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923.[114][115] Μετά από πιέσεις από την Ιρλανδία και τη Νότια Αφρική, η Αυτοκρατορική Διάσκεψη του 1923 εξέδωσε τη Διακήρυξη Μπάλφουρ, κηρύσσοντας ότι οι Κτήσεις είναι «αυτόνομες Κοινότητες στο πλαίσιο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, σε ισότιμο καθεστώς, σε καμία περίπτωση υπαγόμενες η μία στην άλλη» εντός μιας «Βρετανικής Κοινοπολιτείας των Εθνών».[116] Στη δήλωση αυτή δόθηκε νομική υπόσταση στο πλαίσιο του Καταστατικού του Ουεστμίνστερ του 1931.[117] Τα κοινοβούλια του Καναδά, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Ένωσης της Νότιας Αφρικής, του Ιρλανδικού Ελεύθερου Κράτους και της Νέας Γης ήταν πλέον ανεξάρτητα του βρετανικού νομοθετικού ελέγχου, θα μπορούσαν να ακυρώσουν βρετανική νομοθεσία και η Βρετανία δεν μπορούσε πλέον να περάσει νόμους για αυτά χωρίς τη συγκατάθεσή τους.[118] Η Νέα Γη επανήλθε στην αποικιακή κατάσταση το 1933, έχοντας υποφέρει οικονομικές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης του 1929.[119] Η Ιρλανδία αποστασιοποιήθηκε περαιτέρω από τη Βρετανία με την εισαγωγή ενός νέου συντάγματος το 1937, που την κατέστησε δημοκρατία σε όλα εκτός από το όνομα.[120]
Η κήρυξη πολέμου της Βρετανίας εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας τον Σεπτέμβριο του 1939 περιλάμβανε τις αποικίες του Στέμματος και την Ινδία, αλλά δεν υποχρέωνε αυτόματα τις Κτήσεις. Αυστραλία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία και Νότιος Αφρική σύντομα κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, αλλά το Ιρλανδικό Ελεύθερο Κράτος επέλεξε να παραμείνει νόμιμα ουδέτερο σε όλο τον πόλεμο.[121] Μετά τη γερμανική κατοχή της Γαλλίας το 1940, η Βρετανία και η Αυτοκρατορία βρισκόταν σχεδόν μόνες εναντίον της Γερμανίας, μέχρι την είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο το 1941. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ πίεσε με επιτυχία τον Πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούζβελτ για στρατιωτική βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ο Ρούσβελτ δεν ήταν ακόμα έτοιμος να ζητήσει από το Κογκρέσο να κηρύξει τον πόλεμο.[122] Τον Αύγουστο του 1941, ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ συναντήθηκαν και υπέγραψαν τον Χάρτη του Ατλαντικού, ο οποίος περιελάμβανε τη διακήρυξη ότι «τα δικαιώματα όλων των λαών να επιλέγουν τη μορφή της διακυβέρνησης υπό την οποία ζουν πρέπει να γίνονται σεβαστά». Η διατύπωση ήταν διφορούμενη ως προς το αν αναφερόταν στις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες εισέβαλε η Γερμανία ή στους λαούς που αποικίστηκαν από τα ευρωπαϊκά έθνη, και αργότερα ερμηνεύτηκε με διαφορετικό τρόπο από τους Βρετανούς, τους Αμερικανούς και τα εθνικιστικά κινήματα.[123][124]
Τον Δεκέμβριο του 1941, η Ιαπωνία ξεκίνησε σύντονες επιθέσεις στη βρετανική Μαλαισία, τη ναυτική βάση των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ και το Χονγκ Κονγκ. Η Ιαπωνία σταθερά αναπτυσσόταν ως μια αυτοκρατορική δύναμη στην Άπω Ανατολή έπειτα από τη νίκη της επί της Κίνας στον πρώτο σινοϊαπωνικό πόλεμο το 1895,[125] οραματιζόμενη μια Ευρύτερη Σφαίρα Ευημερίας στην Άπω Ανατολή υπό την ηγεσία της. Οι ιαπωνικές επιθέσεις στις βρετανικές και αμερικανικές κτήσεις στον Ειρηνικό, είχαν άμεσο και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Η αντίδραση του Τσώρτσιλ για την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο ήταν ότι η Βρετανία ήταν πλέον βέβαιη για τη νίκη και το μέλλον της αυτοκρατορίας ήταν ασφαλές,[126] αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι Βρετανοί γρήγορα παραδόθηκαν σε ορισμένες από τις αποικίες τους έβλαψε ανεπανόρθωτα τη θέση και το κύρος της Βρετανίας ως αυτοκρατορικής δύναμης.[127][128] Πιο επιζήμια από όλες ήταν η πτώση της Σιγκαπούρης, η οποία είχε προηγουμένως χαιρετιστεί ως ένα απόρθητο φρούριο και το ανατολικό αντίστοιχο του Γιβραλτάρ.[129] Η συνειδητοποίηση ότι η Βρετανία δεν μπορούσε να υπερασπιστεί ολόκληρη την Αυτοκρατορία έσπρωξε την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, οι οποίες τώρα φαίνονταν να απειλούνται από τις ιαπωνικές δυνάμεις, σε στενότερους δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίοι μετά τον πόλεμο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να συναφθεί το 1951 το σύμφωνο ANZUS μεταξύ Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.[123]
Αν και η Βρετανία και η αυτοκρατορία αναδείχθηκαν νικήτριες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα αποτελέσματα της σύγκρουσης ήταν καθοριστικά, τόσο στη Βρετανία όσο και στο εξωτερικό. Μεγάλο μέρος της Ευρώπης, μιας ηπείρου που είχε κυριαρχήσει στον κόσμο για πολλούς αιώνες, ήταν ερείπια και κατεχόταν από τα στρατεύματα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, στις οποίες είχε τώρα μετατοπιστεί η παγκόσμια δύναμη.[130] Η Μεγάλη Βρετανία κατέληξε ουσιαστικά σε πτώχευση, με τη χρεωκοπία να έχει αποσοβηθεί το 1946 μόνο μετά τη διαπραγμάτευση ενός αγγλοαμερικανικού δάνειου 3,5 δισεκατομμυρίων δολλαρίων από τις Ηνωμένες Πολιτείες,[131] η τελευταία δόση του οποίου επιστράφηκε το 2006.[132]
Την ίδια στιγμή, αντιαποικιοκρατικά και αυτονομιστικά κινήματα ήταν σε άνοδο στις αποικίες των ευρωπαϊκών εθνών. Η κατάσταση έγινε περισσότερο περίπλοκη από την επιτεινόμενη ψυχροπολεμική αντιπαλότητα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Κατ' αρχήν, και τα δύο έθνη εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Στην πράξη, ωστόσο, ο αμερικανικός αντικομμουνισμός υπερίσχυσε του αντιιμπεριαλισμού και ως εκ τούτου οι ΗΠΑ υποστήριξαν τη συνέχιση της ύπαρξης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, για να διατηρείται μεταξύ άλλων υπό έλεγχον η κομμουνιστική επέκταση.[133]
Ο «άνεμος της αλλαγής» τελικά σήμαινε ότι οι ημέρες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν μετρημένες και, σε γενικές γραμμές, η Βρετανία υιοθέτησε μια πολιτική ειρηνικής απεμπλοκής από τις αποικίες της, όταν σταθεροποιημένες μη κομμουνιστικές κυβερνήσεις ήταν διαθέσιμες για τη μεταβίβαση της εξουσίας. Αυτό σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Πορτογαλία,[134] οι οποίες διεξήγαγαν δαπανηρούς και τελικά ανεπιτυχείς πολέμους για να κρατήσουν ανέπαφες τις αυτοκρατορίες τους. Μεταξύ 1945 και 1965, ο αριθμός των ατόμων υπό βρετανική κυριαρχία έξω από το Ηνωμένο Βασίλειο έπεσε από 700 εκατομμύρια σε πέντε εκατομμύρια, τρία εκατομμύρια από τα οποία ήταν στο Χονγκ Κονγκ.[135]
Η φιλική προς την αποαποικιοποίηση κυβέρνηση των Εργατικών, που εξελέγη στις γενικές εκλογές του 1945 με επικεφαλής τον Κλέμεντ Άττλη, κινήθηκε γρήγορα για να αντιμετωπίσει το πιο πιεστικό ζήτημα που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία, αυτό της ινδικής ανεξαρτησίας.[136] Τα δύο μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα των Ινδιών —το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο και ο Μουσουλμανικός Σύνδεσμος— συμμετείχαν σε εκστρατείες για την ανεξαρτησία εδώ και δεκαετίες, αλλά διαφώνησαν ως προς το πώς θα πρέπει να εφαρμοστεί. Το Κογκρέσο ήταν υπέρ ενός ενιαίου κοσμικού ινδικού κράτους, ενώ ο Σύνδεσμος, φοβούμενος την κυριαρχία της ινδουιστικής πλειοψηφίας, επιθυμούσε ένα ξεχωριστό ισλαμικό κράτος για τις μουσουλμανικές περιοχές. Η αύξηση των πολιτικών αναταραχών και η ανταρσία του Βασιλικού Ινδικού Ναυτικού κατά τη διάρκεια του 1946 οδήγησαν τον Άττλη να υπόσχεται ανεξαρτησία το αργότερο μέχρι το 1948. Όταν ο επείγων χαρακτήρας της κατάστασης και ο κίνδυνος εμφυλίου πολέμου έγινε εμφανής, ο νεοδιορισθείς (και τελευταίος) αντιβασιλεύς, Λόρδος Μαουντμπάτεν, επέσπευσε την ημερομηνία στις 15 Αυγούστου 1947.[137] Τα σύνορα που χάραξαν οι Βρετανοί για την ευρεία διχοτόμηση της Ινδίας σε ινδουιστικές και μουσουλμανικές περιοχές άφησαν δεκάδες εκατομμύρια ως μειονότητες στα νέα ανεξάρτητα κράτη της Ινδίας και του Πακιστάν.[138] Εκατομμύρια μουσουλμάνοι στη συνέχεια πέρασαν από την Ινδία προς το Πακιστάν και οι ινδουιστές προς την αντίθετη κατεύθυνση, και η βία μεταξύ των δύο κοινοτήτων κόστισε εκατοντάδες χιλιάδες ζωές. Η Βιρμανία, η οποία είχε κυβερνηθεί ως μέρος του Βρετανικού Ρατζ, και η Κεϋλάνη απέκτησαν την ανεξαρτησία τους το επόμενο έτος, το 1948. Η Ινδία, το Πακιστάν και η Κεϋλάνη έγιναν μέλη της Κοινοπολιτείας, ενώ η Βιρμανία επέλεξε να μην συμμετάσχει.[139]
Η Βρετανική Εντολή της Παλαιστίνης, όπου η αραβική πλειοψηφία ζούσε μαζί με την εβραϊκή μειονότητα, ήταν για τους Βρετανούς ένα παρόμοιο πρόβλημα με αυτό της Ινδίας.[140] Το θέμα περιπλεκόταν από τον μεγάλο αριθμό Εβραίων προσφύγων που επιθυμούσαν να γίνουν δεκτοί στην Παλαιστίνη μετά τη ναζιστική καταπίεση και γενοκτονία στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντί να ασχοληθεί με το θέμα, η Βρετανία ανακοίνωσε το 1947 ότι θα αποσυρόταν το επόμενο έτος και θα άφηνε το θέμα να επιλυθεί από τα Ηνωμένα Έθνη,[141] πράγμα που έπραξε ψηφίζοντας για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε ένα εβραϊκό και ένα αραβικό κράτος.
Μετά την ήττα της Ιαπωνίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα αντι-ιαπωνικά κινήματα αντίστασης στη Μαλαισία έστρεψαν την προσοχή τους προς τους Βρετανούς, που είχαν κινηθεί γρήγορα για να ξαναπάρουν τον έλεγχο της αποικίας, εκτιμώντας την ως πηγή καουτσούκ και κασσίτερου.[142] Το γεγονός ότι οι αντάρτες ήταν κυρίως κινεζικής καταγωγής Μαλαίσιοι κομμουνιστές σήμαινε ότι η βρετανική προσπάθεια καταστολής της εξέγερσης υποστηρίχθηκε από τη μουσουλμανική μαλαισιανή πλειοψηφία, εξυπακουομένου βέβαια ότι μετά την καταστολή της εξέγερσης θα χορηγούνταν ανεξαρτησία.[142] Η Μαλαισιανή Έκτακτη Ανάγκη, όπως ήταν γνωστή, ξεκίνησε το 1948 και διήρκεσε μέχρι το 1960, αλλά από το 1957 η Βρετανία αισθάνθηκε αρκετά βέβαιη για τη χορήγηση ανεξαρτησίας στη Μαλαισιακή Ομοσπονδία στο πλαίσιο της Κοινοπολιτείας. Το 1963, τα 11 κράτη της ομοσπονδίας μαζί με τη Σιγκαπούρη, το Σαράουακ και η Βόρειος Βόρνεο ενώθηκαν σχηματίζοντας τη Μαλαισία, αλλά το 1965 η κυριαρχούμενη από τους Κινέζους Σιγκαπούρη εκδιώχθηκε από την ένωση μετά τις εντάσεις μεταξύ των μαλαισιανών και κινεζικών πληθυσμών.[143] Το Μπρουνέι, το οποίο ήταν ένα βρετανικό προτεκτοράτο από το 1888, αρνήθηκε να προσχωρήσει στην ένωση[144] και διατήρησε το καθεστώς μέχρι την ανεξαρτησία του το 1984.
Το 1951, το Συντηρητικό Κόμμα επέστρεψε στην εξουσία στη Βρετανία, υπό την ηγεσία του Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ο Τσώρτσιλ και οι Συντηρητικοί πίστευαν ότι η θέση της Βρετανίας ως παγκόσμιας δύναμης στηριζόταν στη συνέχιση της ύπαρξης της Αυτοκρατορίας, καθώς η βάση στη διώρυγα του Σουέζ επέτρεπε στη Βρετανία να διατηρεί την εξέχουσα θέση της στη Μέση Ανατολή, παρά την απώλεια της Ινδίας. Ωστόσο, ο Τσώρτσιλ δεν μπορούσε να αγνοήσει τη νέα επαναστατική κυβέρνηση της Αιγύπτου υπό τον Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ που είχε πάρει την εξουσία το 1952, και το επόμενο έτος συμφωνήθηκε ότι τα βρετανικά στρατεύματα θα αποσυρθούν από τη ζώνη της Διώρυγας του Σουέζ και ότι στο Σουδάν θα χορηγηθεί αυτοδιάθεση από το 1955, και εν συνεχεία ανεξαρτησία.[145] Στο Σουδάν χορηγήθηκε ανεξαρτησία την 1η Ιανουαρίου 1956.
Τον Ιούλιο του 1956, ο Νάσερ μονομερώς εθνικοποίησε τη Διώρυγα του Σουέζ. Η απάντηση του Άντονι Ήντεν, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Τσώρτσιλ ως πρωθυπουργός, ήταν να συνεννοηθεί με τη Γαλλία ώστε να προκαλέσουν μία ισραηλινή επίθεση κατά της Αιγύπτου που θα έδινε στη Βρετανία και τη Γαλλία μια δικαιολογία για να επέμβουν στρατιωτικά και να ξαναπάρουν το κανάλι.[146] Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ εξοργίστηκε γιατί δεν ζητήθηκε η γνώμη του για τις αγγλογαλλικές ενέργειες και αρνήθηκε να υποστηρίξει την εισβολή.[147] Μια άλλη από τις ανησυχίες του Αϊζενχάουερ ήταν η πιθανότητα ενός ευρύτερου πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση μετά την απειλή της ότι θα παρέμβει υπέρ της Αιγύπτου. Ο Αϊζενχάουερ εφάρμοσε οικονομική πίεση, απειλώντας να πωλήσει τα αποθέματα των ΗΠΑ σε βρετανικές λίρες και έτσι να επιταχύνει την κατάρρευση του βρετανικού νομίσματος.[148] Αν και η εισβολή ήταν επιτυχής,[149] η παρέμβαση του ΟΗΕ και η πίεση των ΗΠΑ ανάγκασε τη Βρετανία σε μια ταπεινωτική αποχώρηση των δυνάμεών της, και ο Ήντεν παραιτήθηκε.[150][151]
Η κρίση του Σουέζ κατέδειξε διεθνώς τα περιορισμένα πλέον όρια της Βρετανίας, αποδεικνύοντας ότι πλέον δεν μπορούσε να δράσει χωρίς τουλάχιστον τη συναίνεση, αν όχι την πλήρη υποστήριξη, από τις Ηνωμένες Πολιτείες.[152][153][154] Τα γεγονότα στο Σουέζ τραυμάτισαν τη βρετανική εθνική υπερηφάνεια, οδηγώντας κάποιον βουλευτή να τα περιγράψει ως το «βρετανικό Βατερλό»[155] και έναν άλλο να υποστηρίζει ότι η χώρα είχε γίνει ένας «αμερικανικός δορυφόρος».[156] Η Μάργκαρετ Θάτσερ περιέγραψε αργότερα τη νοοτροπία στην οποία πίστευε ότι είχε πέσει το βρετανικό πολιτικό κατεστημένο ως «σύνδρομο του Σουέζ», από την οποία η Βρετανία δεν ανέκαμψε μέχρι την επιτυχή ανακατάληψη των Νήσων Φώκλαντ από την Αργεντινή το 1982.[157]
Παρόλο που η κρίση του Σουέζ έκανε τη βρετανική δύναμη στη Μέση Ανατολή να αποδυναμωθεί, δεν κατέρρευσε.[158] Η Βρετανία ανέπτυξε σύντομα τις ένοπλες δυνάμεις της στην περιοχή, παρεμβαίνοντας σε Ομάν (1957), Ιορδανία (1958) και Κουβέιτ (1961), αν και σε αυτές τις περιπτώσεις με την αμερικανική έγκριση,[159] καθώς η εξωτερική πολιτική του νέου πρωθυπουργού Χάρολντ Μακμίλαν ήταν η σταθερή ευθυγράμμιση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.[155] Η Βρετανία διατήρησε την παρουσία της στη Μέση Ανατολή για άλλη μια δεκαετία, αποσυρόμενη από το Άντεν το 1967 και το Μπαχρέιν το 1971.[160]
Ο Μακμίλλαν μίλησε στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής τον Φεβρουάριο 1960 και αναφέρθηκε στον «άνεμο αλλαγής που φυσάει σ' αυτή την ήπειρο».[161] Ο Μακμίλλαν θέλησε να αποφύγει το ίδιο είδος αποικιακού πολέμου που διεξήγαγε η Γαλλία στην Αλγερία, και κάτω από την πρωθυπουργία του η αποαποικιοποίηση προχώρησε με ταχείς ρυθμούς.[162] Στις τρεις αποικίες στις οποίες είχε χορηγηθεί ανεξαρτησία το 1950 —Σουδάν, Χρυσή Ακτή και Μαλαισία— προστέθηκαν σχεδόν δεκαπλάσιες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.[163]
Στις εναπομείνασες βρετανικές αποικίες στην Αφρική, εκτός από τη Νότια Ροδεσία, χορηγήθηκε ανεξαρτησία μέχρι το 1968 (δείτε τον χάρτη). Η βρετανική αποχώρηση από το νότιο και ανατολικό τμήμα της Αφρικής ήταν περίπλοκη λόγω του πληθυσμού λευκών εποίκων της περιοχής, ιδιαίτερα στη Ροδεσία, όπου οι φυλετικές εντάσεις οδήγησαν τον πρωθυπουργό Ίαν Σμιθ, σε μια μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας από τη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1965.[164] Η Ροδεσία παρέμεινε σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου μεταξύ του μαύρου και λευκού πληθυσμού της, έως τη συμφωνία του 1979, με την οποία επανήλθε προσωρινά σε αποικιακό καθεστώς μέχρι το επόμενο έτος, οπότε έγιναν εκλογές υπό βρετανική επιτήρηση και ο Ρόμπερτ Μουγκάμπε έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του νέου ανεξάρτητου κράτους της Ζιμπάμπουε.[165]
Στη Μεσόγειο, ο αγώνας που διεξήγαγαν οι Ελληνοκύπριοι για απελευθέρωση και Ένωση με την Ελλάδα έληξε (το 1960) με την Κύπρο ανεξάρτητη και το Ηνωμένο Βασίλειο να διατηρεί τις στρατιωτικές βάσεις του στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλεια. Στη Μάλτα χορηγήθηκε ειρηνικά ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1964, αν και είχε τεθεί το 1955 η ιδέα για ένταξη στη Βρετανία.[166]
Τα περισσότερα εδάφη του Ηνωμένου Βασιλείου στις Δυτικές Ινδίες απέκτησαν ανεξαρτησία μετά την αποχώρηση το 1961 και το 1962 της Τζαμάικα και του Τρινιντάντ από την Ομοσπονδία Δυτικών Ινδιών, που ιδρύθηκε το 1958 σε μια προσπάθεια να ενωθούν οι βρετανικές αποικίες της Καραϊβικής κάτω από την ίδια κυβέρνηση, και η οποία κατέρρευσε μετά την απώλεια των δύο μεγαλύτερων μελών της.[167] Το Μπαρμπάντος απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1966 και τα υπόλοιπα νησιά της ανατολικής Καραϊβικής στις δεκαετίες του 1970 και του 1980,[167] αλλά η Ανγκουίλα και τα Τερκς και Κέικος επέλεξαν να επανέλθουν υπό τη βρετανική εξουσία, ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι διαδικασίες για την ανεξαρτησία.[168] Οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι,[169] οι Κέιμαν Νήσοι και το Μοντσερράτ επέλεξαν να διατηρήσουν τους δεσμούς με τη Βρετανία.[170] Η Γουιάνα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία το 1966. Η τελευταία αποικία της Βρετανίας στην αμερικανική ήπειρο, η Βρετανική Ονδούρα, έγινε μια αυτοδιοικούμενη αποικία το 1964 και μετονομάστηκε σε Μπελίζ το 1973, επιτυγχάνοντας την πλήρη ανεξαρτησία το 1981. Μια διαφωνία με τη Γουατεμάλα έναντι των απαιτήσεών της προς την Μπελίζ έμεινε άλυτη.[171]
Τα βρετανικά εδάφη στον Ειρηνικό απέκτησαν ανεξαρτησία μεταξύ του 1970 (Φίτζι) και 1980 (Βανουάτου). Η ανεξαρτησία του τελευταίου είχε καθυστερήσει λόγω της πολιτικής σύγκρουσης μεταξύ της αγγλόφωνης και της γαλλόφωνης κοινότητας, καθώς στα νησιά ασκούνταν συγκυριαρχία της Γαλλίας.[172] Τα Φίτζι, το Τουβαλού, τα Νησιά Σολομώντα και η Παπούα Νέα Γουινέα επέλεξαν να μπουν στη σφαίρα της Κοινοπολιτείας.
Η χορήγηση ανεξαρτησίας στη Ροδεσία (ως Ζιμπάμπουε), στις Νέες Εβρίδες (ως Βανουάτου) το 1980, και στην Μπελίζ το 1981 σήμαινε ότι, εκτός από διάσπαρτα νησιά και φυλάκια (και την εξαγορά το 1955 ενός ακατοίκητου βράχου στον Ατλαντικό Ωκεανό, του Ρόκολ),[173] η διαδικασία αποαποικιοποίησης που είχε αρχίσει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί. Το 1982, η απόφαση της Βρετανίας να υπερασπιστεί τα υπόλοιπα υπερπόντια εδάφη της δοκιμάστηκε όταν η Αργεντινή εισέβαλε στα Φώκλαντ, διεκδικώντας μακροχρόνιες απαιτήσεις που χρονολογούνταν από τον καιρό της Ισπανικής Αυτοκρατορίας.[174] Η τελικά επιτυχημένη στρατιωτική αντίδραση της Βρετανίας για να ξαναπάρει τα νησιά κατά τη διάρκεια του επακόλουθου Πολέμου των Φώκλαντ θεωρήθηκε από πολλούς ότι έχει συμβάλει στην αναστροφή της φθίνουσας τάσης της θέσης του Ηνωμένου Βασιλείου ως παγκόσμιας δύναμης.[175] Το ίδιο έτος, η καναδική κυβέρνηση απέκοψε νομικούς δεσμούς με τη Βρετανία καταργώντας την εξάρτηση του καναδικού Συντάγματος από βρετανικούς νόμους με την Πράξη του Καναδά (Canada Act).[176] Παρόμοιες ρυθμίσεις έγιναν για την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία το 1986.[177]
Τον Σεπτέμβριο του 1982, η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ μετέβη στο Πεκίνο για να διαπραγματευτεί με την κινεζική κυβέρνηση σχετικά με το μέλλον του τελευταίου μεγάλου και πιο πυκνοκατοικημένου υπερπόντιου έδαφους της Βρετανίας, του Χονγκ Κονγκ.[178] Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Νανκίνγκ του 1842, το καθαυτό Χονγκ Κονγκ, το νησί δηλαδή, είχε παραχωρηθεί στη Βρετανία «στο διηνεκές», αλλά το μεγαλύτερο μέρος της αποικίας αποτελούνταν από τις Νέες Χώρες, οι οποίες είχαν αποκτηθεί με μίσθωση 99 χρόνων το 1898, που έληγε το 1997.[179][180] Η Θάτσερ, βλέποντας παραλληλισμούς με τις Νήσους Φώκλαντ, αρχικά ήθελε να κρατήσει το Χονγκ Κονγκ και πρότεινε βρετανική διοίκηση υπό κινεζική κυριαρχία, αν και αυτό απορρίφθηκε από την Κίνα.[181] Τελικά, μία συμφωνία επιτεύχθηκε το 1984, που έμεινε γνωστή ως Σινοβρετανική Κοινή Διακήρυξη. Σύμφωνα με αυτήν, το Χονγκ Κονγκ θα γινόταν μια ειδική διοικητική περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, διατηρώντας τον τρόπο ζωής του για τουλάχιστον 50 χρόνια.[182] Η τελετή παράδοσης-παραλαβής το 1997 χαρακτηρίζεται από πολλούς,[183] συμπεριλαμβανομένου του Καρόλου, πρίγκιπα της Ουαλίας,[184] που ήταν παρών, «το τέλος της αυτοκρατορίας».[176][185]
Η Βρετανία διατηρεί την κυριαρχία σε πάνω από 14 περιοχές έξω από τις Βρετανικές Νήσους, οι οποίες μετονομάστηκαν σε Βρετανικά Υπερπόντια Εδάφη το 2002.[186] Μερικές είναι ακατοίκητες εκτός από παροδικό στρατιωτικό ή επιστημονικό προσωπικό, τα υπόλοιπα είναι αυτοδιοικούμενα σε διαφορετικό βαθμό και εξαρτώνται από το Ηνωμένο Βασίλειο για τις εξωτερικές σχέσεις και την άμυνα. Η βρετανική κυβέρνηση έχει δηλώσει την προθυμία της να βοηθήσει κάθε Υπερπόντιο Έδαφος που επιθυμεί να προχωρήσει στην ανεξαρτησία, όπου υπάρχει αυτή η επιλογή.[187] Η βρετανική κυριαρχία πολλών από τα υπερπόντια εδάφη, αμφισβητείται από τους γεωγραφικούς γείτονές τους: το Γιβραλτάρ διεκδικείται από την Ισπανία, οι Νήσοι Φώκλαντ και η Νότια Γεωργία και Νότια Νησιά Σάντουιτς ζητούνται από την Αργεντινή, και το Βρετανικό Έδαφος Ινδικού Ωκεανού διεκδικείται από τον Μαυρίκιο και τις Σεϋχέλλες.[188] Το Βρετανικό Έδαφος της Ανταρκτικής υπόκειται σε αλληλεπικαλυπτόμενες διεκδικήσεις από την Αργεντινή και τη Χιλή, ενώ πολλές χώρες δεν έχουν αναγνωρίσει οποιεσδήποτε εδαφικές διεκδικήσεις στην Ανταρκτική.[189]
Οι περισσότερες πρώην βρετανικές αποικίες είναι μέλη της Κοινοπολιτείας, μιας μη πολιτικής εθελοντικής ένωσης ισότιμων μελών. Δεκαπέντε μέλη της Κοινοπολιτείας συνεχίζουν να μοιράζονται τον ίδιο Αρχηγό του Κράτους με το Ηνωμένο Βασίλειο.[190]
Δεκαετίες, και σε ορισμένες περιπτώσεις αιώνες, βρετανικής κυριαρχίας και μετανάστευσης έχουν αφήσει το σημάδι τους στα ανεξάρτητα κράτη που προέκυψαν από τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορία εγκαθίδρυσε τη χρήση της αγγλικής γλώσσας σε περιοχές σε όλο τον κόσμο. Σήμερα είναι η κύρια γλώσσα για έως και 400 εκατομμύρια ανθρώπους και ομιλείται από περίπου ενάμισι δισεκατομμύριο ως πρώτη, δεύτερη ή ξένη γλώσσα.[191] Η εξάπλωση της αγγλικής γλώσσας από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχει βοηθηθεί εν μέρει από την πολιτισμική επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών, που οι ίδιες αρχικά σχηματίστηκαν από βρετανικές αποικίες. Το αγγλικό κοινοβουλευτικό σύστημα λειτούργησε ως πρότυπο για τις κυβερνήσεις πολλών πρώην αποικιών, και το αγγλικό κοινό δίκαιο για τα νομικά συστήματα.[192] Η βρετανική Δικαστική Επιτροπή του Συμβούλιου της Επικρατείας εξακολουθεί να λειτουργεί ως ακυρωτικό δικαστήριο για πολλές πρώην αποικίες της στην Καραϊβική και τον Ειρηνικό. Βρετανοί προτεστάντες ιεραπόστολοι που εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την υδρόγειο συχνά πριν από τους στρατιώτες και τους δημοσίους υπαλλήλους εξάπλωσαν την Αγγλικανική Κοινωνία σε όλες τις ηπείρους. Η βρετανική αποικιακή αρχιτεκτονική σε εκκλησίες, σιδηροδρομικούς σταθμούς και κυβερνητικά κτίρια, συνεχίζει να διατηρείται σε πολλές πόλεις που κάποτε ήταν μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.[193] Ατομικά και ομαδικά αθλήματα που αναπτύχθηκαν στη Βρετανία, ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο, το κρίκετ, το τένις σε γκαζόν και το γκολφ εξήχθησαν.[194] Η βρετανική επιλογή του συστήματος μέτρησης, το αυτοκρατορικό σύστημα, συνεχίζει να χρησιμοποιείται σε ορισμένες χώρες με διάφορους τρόπους. Η οδήγηση στην αριστερή πλευρά του δρόμου έχει διατηρηθεί σε μεγάλο μέρος της πρώην αυτοκρατορίας.[195]
Τα πολιτικά σύνορα που όρισαν οι Βρετανοί, δεν αντικατόπτριζαν πάντα ομοιογενείς εθνότητες ή θρησκείες, με αποτέλεσμα συγκρούσεις σε πρώην αποικισμένες περιοχές. Η Βρετανική Αυτοκρατορία ήταν επίσης υπεύθυνη για μεγάλες μεταναστεύσεις λαών. Εκατομμύρια άφησαν τις Βρετανικές Νήσους, με τους ιδρυτικούς πληθυσμούς εποίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία που προέρχονται κυρίως από τη Βρετανία και την Ιρλανδία. Οι εντάσεις παραμένουν μεταξύ των λευκών πληθυσμών των εποίκων αυτών των χωρών και των αυτοχθόνων μειονοτήτων τους, και μεταξύ των μειονοτήτων των εποίκων και των αυτοχθόνων πλειοψηφιών στη Νότια Αφρική και τη Ζιμπάμπουε. Οι άποικοι στην Ιρλανδία από τη Μεγάλη Βρετανία έχουν αφήσει το σημάδι τους με τη μορφή διαχωρισμένων καθολικών και προτεσταντικών κοινοτήτων στη Βόρεια Ιρλανδία. Εκατομμύρια άνθρωποι μετακινήθηκαν προς και από βρετανικές αποικίες, με μεγάλο αριθμό Ινδών που μετανάστευσαν σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Αυτά περιλαμβάνουν σήμερα τη Μαλαισία, τον Μαυρίκιο, τα Φίτζι, τη Γουιάνα, το Τρινιντάντ, την Κένυα, την Ουγκάντα, την Τανζανία και τη Νότια Αφρική. Η κινεζική μετανάστευση, κυρίως από τη Νότια Κίνα, οδήγησε στη δημιουργία τής υπό κινεζική πλειοψηφία Σιγκαπούρης και μικρών κινεζικών μειονοτήτων στην Καραϊβική. Τα δημογραφικά στοιχεία της ίδιας της Βρετανίας άλλαξαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος προς τη Βρετανία από τις πρώην αποικίες της.[196]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.