Βεργίνα
κωμόπολη της Μακεδονίας From Wikipedia, the free encyclopedia
κωμόπολη της Μακεδονίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Βεργίνα είναι μικρή κωμόπολη στη Μακεδονία, στον Νομό Ημαθίας που διοικητικά υπάγεται στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Βρίσκεται 13 χλμ. νοτιοανατολικά της Βέροιας, πρωτεύουσας του νομού, και περίπου 80 χλμ. νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Ο πληθυσμός της κωμόπολης ανέρχεται στους 2.000 περίπου κατοίκους και βρίσκεται στους πρόποδες των Πιερίων Ορέων, σε υψόμετρο 120 μέτρων από τη θάλασσα.
Αρχαιολογικός Χώρος Βεργίνας (αρχαίες Αιγές) | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Ελλάδα |
Τύπος | Πολιτισμικό |
Κριτήρια | i, iii |
Ταυτότητα | 780 |
Περιοχή | Ευρώπη και Βόρεια Αμερική |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1996 (20η συνεδρίαση) |
Η κωμόπολη πιστεύεται ότι βρίσκεται στη θέση των αρχαίων Αιγών (Αἰγαί ή Αἰγέαι), πρωτεύουσας της αρχαίας Μακεδονίας, και έγινε παγκοσμίως γνωστή το 1977, όταν η πανεπιστημιακή ανασκαφή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, υπό τον καθηγητή αρχαιολογίας Μανόλη Ανδρόνικο και τους συνεργάτες του, ανακάλυψε τους τόπους ταφής των Μακεδόνων βασιλέων και ανάμεσα στους άλλους τάφους και ένα ταφικό μνημείο που, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Ανδρόνικου, ήταν του βασιλιά Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ανακάλυψη αυτών των ευρημάτων θεωρείται από πολλούς ότι πιστοποίησε και τη θέση της αρχαίας πόλης των Αιγών, της πρώτης πρωτεύουσας του μακεδονικού βασιλείου[1].
Η Πιερία και η Βοττιαία αποτέλεσαν τον πυρήνα του βασιλείου των Μακεδόνων. Το 479 π.Χ. Ο Μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ νικά τους Πέρσες και το κράτος ελευθερώνεται.
Την εποχή αυτή πρωτεύουσα των Μακεδόνων ήταν οι Αιγές που ταυτίζονται με τη σημερινή Βεργίνα. Το 413 π.Χ. ο βασιλιάς Αρχέλαος 413-399 π.Χ. μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τις Αιγές στην Πέλλα, η οποία την εποχή εκείνη ήταν κοντά στη θάλασσα. Με τις προσχώσεις 4 ποταμών (Αλιάκμονα, Λουδία, Αξιού, Γαλλικού) η Πέλλα σήμερα βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα.
Κατά τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. η περιοχή κυριαρχείτο από ιλλυρικές φυλές που δημιούργησαν μια στρατηγική βάση στη θέση των μετέπειτα Αιγών. Όταν στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. τοπικές θρακικές και παιονικές φυλές επαναστάτησαν, οι Ιλλυριοί αποσύρθηκαν.[2] Το 650 π.Χ. περίπου, οι Αργεάδες, ένας αρχαίος ελληνικός βασιλικός οίκος με αρχηγό τον Περδίκκα τον Α΄, έφυγαν από το Άργος και ίδρυσαν την πρωτεύουσά τους στις Αιγές, ιδρύοντας έτσι ταυτόχρονα και το βασίλειο της Μακεδονίας.[2] Από τις Αιγές απλώθηκαν στην κεντρική Μακεδονία και μετατόπισαν τον τοπικό πληθυσμό των Πιέρων. Η περιοχή της σημερινής Βεργίνας, η οποία κατοικούνταν από τους Πίερες, έμεινε έτσι ακατοίκητη μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Μετά το 550 π.Χ., ένας μακεδονικός πληθυσμός εγκαταστάθηκε στην περιοχή. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., ο βασιλιάς Αρχέλαος ο Α΄ μετέφερε την μακεδονική πρωτεύουσα βορειότερα στην Πέλλα, μέσα στην κεντρική μακεδονική πεδιάδα.[3] Οι Αιγές παρέμειναν ένα σπουδαίο τελετουργικό κέντρο, αλλά έχασαν μια γιορτή προς τιμήν του Δία που τελούνταν πλέον στο Δίον.[3] Οι Αιγές συνέχισαν να ακμάζουν ακόμη και μετά τις επιδρομές του 3ου αιώνα π.Χ. και νέες ανασκαφές αποδεικνύουν ότι κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. κατοικούνταν ακόμη.[4][5]
Η σύγχρονη κωμόπολη της Βεργίνας ιδρύθηκε το 1922 ανάμεσα στους δύο οικισμούς Κούτλες και Μπάρμπες[6], οι οποίοι προηγουμένως ανήκαν στον Τούρκο μπέη των Παλατιτσίων, και στους οποίους κατοικούσαν 25 οικογένειες στην υπηρεσία του μπέη. Κατά την επανάσταση του 1821 οι κάτοικοι των δύο οικισμών αγωνίστηκαν κατά των Οθωμανών. Σπουδαίοι αγωνιστές της επανάστασης του 1821 ήταν οι Σταμάτιος Κωνσταντίνου (γεν. 1804), Δήμος Μαργαρίτη και Κωνσταντίνος Μαργαρίτη.[7][Σημ. 1][8][Σημ. 1] Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (24/7/1923) και την έξωση των μπέηδων, η γη διαμοιράστηκε σε οικόπεδα στους εκεί κατοίκους και σε 121 ελληνικές οικογένειες από τη Βουλγαρία και τη Μικρά Ασία, μετά από τις ανταλλαγές πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Το όνομα της νέας πόλης προτάθηκε από τον τότε μητροπολίτη Βέροιας, Κωνστάντιο Β΄, ο οποίος την ονόμασε Βεργίνα προς τιμήν της θρυλικής βασίλισσας Βεργίνας (Θεοδώρας), που έζησε στην περιοχή της Βέροιας και ήταν η τελευταία Ελληνίδα ηγεμόνας της περιοχής, γόνος της οικογένειας των Παλαιολόγων, πριν από την οριστική άλωση της Βέροιας από τους Οθωμανούς το 1433.
Η θέση της σημερινής Βεργίνας αρχικά θεωρήθηκε από τους ανασκαφείς ότι συμπίπτει με την αρχαία πόλη Βάλλα, που, σύμφωνα με τον Πλίνιο (Φυσ. Ιστ. 4.10.34), ήταν μια πόλη που βρισκόταν στα Πιέρια Όρη, νότια του ποταμού Αλιάκμονα.[9] Το 1968, ο Βρετανός ιστορικός Νίκολας Χάμοντ (Nicolas Hammond), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, πρότεινε τον συσχετισμό του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας με τις αρχαίες Αιγές, την πρώτη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, στην οποία βρισκόταν το βασιλικό νεκροταφείο των Μακεδόνων, αλλά η πρότασή του δεν έγινε δεκτή από τους άλλους επιστήμονες και απορρίφθηκε και από τον Μανόλη Ανδρόνικο.[9] Το 1977, ωστόσο, με την ανακάλυψη από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης του σημαντικού ασύλητου τάφου της Βεργίνας, ο τότε ανασκαφέας Μ. Ανδρόνικος, αν και αρχικά είχε πολλές επιφυλάξεις, πείστηκε για την άποψη του Χάμοντ• έτσι, συμφώνησε ότι στη Βεργίνα βρίσκεται το βασιλικό νεκροταφείο των Μακεδόνων, ότι ο τάφος που ανακάλυψε είναι βασιλικός και ότι στη σημερινή Βεργίνα πρέπει να ήταν η θέση των αρχαίων Αιγών.
Πολλά, βεβαίως, έχουν γραφτεί σχετικά με το ποια είναι η αρχαία πόλη που υπήρξε στη θέση της σημερινής Βεργίνας, σε συνδυασμό με το αν οι Αιγές σχετίζονται ή όχι με την Έδεσσα (όπως πολλοί επιστήμονες είχαν στο παρελθόν υποστηρίξει, αγνοώντας ωστόσο το ζήτημα “εάν οι Αιγές βρίσκονταν στην Έδεσσα, πού άραγε βρισκόταν η Έδεσσα;”). Σήμερα η άποψη ότι οι αρχαιότητες της Βεργίνας ανήκουν στις αρχαίες Αιγές και ότι εκεί βρίσκονται οι βασιλικοί τάφοι φαίνεται να έχει επικρατήσει, παρά το ότι υπάρχουν επιστημονικές μελέτες που την αμφισβητούν.[4] Επιγραφικά ευρήματα από την αγορά της αρχαίας πόλης που βρίσκεται στη Βεργίνα[10] και πρόσφατες ταφές από την ίδια θέση οι οποίες ερμηνεύθηκαν ως βασιλικές, μια από τις οποίες σχετίστηκε με τον γιο του Αλέξανδρου και της Βαρσίνης, Ηρακλή[11] προβάλλονται για να υποστηρίζουν με νέα δεδομένα την ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας με την παλιά πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου και βασιλική νεκρόπολη της δυναστείας των Τημενιδών (μέσα 7ου- τέλη 4ου π.Χ. αι.), αν και οι ακλόνητες επιγραφικές αποδείξεις εξακολουθούν να λείπουν.
Η ονομασία Αιγές (αρχ. Αἰγαὶ, από τη λέξη αἴξ που σημαίνει «κατσίκα») πιστεύεται ότι σημαίνει «πόλη των κατσικιών». Ενώ καμία ετυμολογία μυθολογικής βάσης δεν παραδίδεται[Σημ. 2], πιστεύεται ότι η πρωτεύουσα των Μακεδόνων βασιλέων ονομάστηκε έτσι από τον βασιλιά Περδίκκα τον Α΄, ο οποίος πήρε συμβουλή από την Πυθία να χτίσει την πρωτεύουσα του βασιλείου του εκεί όπου θα τον οδηγούσαν τα κατσίκια.[12]
Οι αρχαιολόγοι είχαν δείξει ενδιαφέρον για τους λόφους γύρω από τη Βεργίνα ήδη από το 1850, υποψιαζόμενοι ότι μπορεί να βρίσκονταν ταφικά μνημεία. Ανασκαφές άρχισαν το 1861 υπό την επίβλεψη του Γάλλου αρχαιολόγου Λεόν Εζέ, ο οποίος υποστηριζόταν από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄. Βρέθηκαν στη θέση Αγία Τριάδα τμήματα ενός μεγάλου κτηρίου που θεωρείται από πολλούς ότι χρησίμευε ως θερινό βασιλικό ανάκτορο, στην εποχή του βασιλιά Αντίγονου του Δώσωνος. Παρ' όλ’ αυτά, οι ανασκαφές του Εζέ σταμάτησαν λόγω κινδύνου προσβολής της ανασκαφικής αποστολής από ελονοσία. Ο ανασκαφέας υποστήριξε ότι αυτή ήταν η θέση της αρχαίας πόλης Βάλλας, μια άποψη που επικράτησε μέχρι το 1976.[13] Νεότερες ανασκαφές χρονολόγησαν το ανάκτορο στην εποχή του Φιλίππου Β΄.[14]
Το 1937 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με πρωτοβουλία του καθηγητή αρχαιολογίας Κωνσταντίνου Ρωμαίου, αποφάσισε να ιδρύσει στη Βεργίνα πανεπιστημιακή ανασκαφή για την εκπαίδευση των φοιτητών του. Ο Κ. Ρωμαίος ανέσκαψε περισσότερα τμήματα του θεωρούμενου ανακτόρου και έναν μακεδονικό τάφο, ο οποίος προς τιμήν του ανασκαφέα του ονομάζεται "τάφος του Ρωμαίου"[15], αλλά και πάλι οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Μετά τον πόλεμο οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν κατά την περίοδο 1950 με 1960 και το υπόλοιπο του "ανακτόρου" ήρθε στην επιφάνεια.
Ο αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος πείστηκε από τον καθηγητή του Κ. Ρωμαίο ότι ένας λοφίσκος, που ανήκε στους τύμβους του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης και λεγόταν "η Μεγάλη Τούμπα", έκρυβε σημαντικούς τάφους. Το 1977 ο Ανδρόνικος ξεκίνησε μια ανασκαφή έξι εβδομάδων στην τούμπα αυτή και ανακάλυψε τέσσερα θαμμένα ταφικά κτίσματα, τα δύο από τα οποία ήταν ασύλητα από τυμβωρύχους. Ο Ανδρόνικος, ενθαρρυμένος και από τη θεωρία του Νίκολας Χάμοντ, υποστήριξε ότι αυτοί οι ταφικοί θάλαμοι ήταν τόποι ταφής Μακεδόνων βασιλέων, συμπεριλαμβανομένου του τάφου του Φιλίππου Β΄ -πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου- και μίας από τις γυναίκες του, καθώς και του τάφου του έφηβου γιου τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, Αλεξάνδρου Δ΄ της Μακεδονίας. Η άποψη αυτή προκάλεσε παγκόσμιο ενθουσιασμό.
Ο ισχυρισμός αυτός αμφισβητήθηκε από ορισμένους επιστήμονες, οι οποίοι, βασιζόμενοι σε μελέτες που έκαναν χρήση της άποψης ότι κάποια κατασκευαστικά στοιχεία των τάφων, οι ζωγραφικές παραστάσεις και ορισμένα κτερίσματα των τάφων αυτών χρονολογούνται δύο δεκαετίες μετά τη δολοφονία και την ταφή του Φιλίππου Β΄ το 336 π.Χ.[16], καθώς και σε μελέτες που χρησιμοποίησαν ανθρωπολογικά στοιχεία[17], υποστήριξαν ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ΄, γιο του Φιλίππου Β΄ και ετεροθαλή αδελφό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και στην περίπτωση αυτή, είναι πιθανόν η πλούσια (χρυσελεφάντινη) πανοπλία που βρέθηκε στον τάφο να ανήκει στον Μέγα Αλέξανδρο, καθώς πιστεύεται ότι ο Φίλιππος Γ΄ έφερε τα όπλα πίσω στην Μακεδονία μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα.
Μια άλλη μερίδα επιστημόνων αμφισβητεί ότι οι τάφοι είναι βασιλικοί και θεωρεί ότι ανήκουν σε σημαντικούς Μακεδόνες αξιωματούχους, που απέκτησαν μεγάλο πλούτο από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία, με βάση την άποψη ότι, την εποχή της επιστροφής των Μακεδόνων από την εκστρατεία αυτή, στη Μακεδονία εισρέει τόσο μεγάλος πλούτος από τα κέρδη της εκστρατείας, που όχι μόνο κοινοί θνητοί διαθέτουν αμύθητους θησαυρούς, αλλά και η αξία του χρυσού, λόγω των μεγάλων ποσοτήτων του, μειώθηκε. Η άποψη αυτή κερδίζει διεθνώς όλο και περισσότερο έδαφος με βάση την ασφαλή χρονολόγηση του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας μετά το 317 π.Χ. δηλαδή μετά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία.
Ο ιστορικός Μιλτ. Χατζόπουλος το 2008 συνοψίζει την αντιπαράθεση που υπήρξε μέχρι τότε γύρω από την ταυτοποίηση του τάφου και τονίζει τα σφάλματα ή και την προσπάθεια ορισμένων επιστημόνων να μεταχρονολογήσουν τα ευρήματα, ώστε να τα προσαρμόσουν στον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο, ενώ ο ίδιος επιχειρεί να τεκμηριώσει ότι πρόκειται πράγματι για τον τάφο του Φιλίππου Β΄.[18] Το 2010, επιστημονική μελέτη των οστών που βρέθηκαν στον τάφο απορρίπτει την περίπτωση να πρόκειται για τον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο και υποστηρίζει βάσιμα ότι τα ευρήματα είναι συμβατά μόνο με τον Φίλιππο τον Β΄.[19] Επιπλέον, πρόσφατες ανακαλύψεις στη νεκρόπολη υποδεικνύουν άλλη τοποθεσία για τον τάφο του Αρριδαίου και της συζύγου του Ανταίας Ευρυδίκης, αν και εκκρεμεί η παρουσίαση λεπτομερειών σχετικά μ’ αυτόν τον ισχυρισμό.[20]
Σε επίρρωση των παραπάνω έρχεται η επιστημονική ανακοίνωση της τέως διευθύντριας της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα, καθηγήτριας αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Χρυσούλας Παλιαδέλη με θέμα “Σκελετικό υλικό από τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας - Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στα ανθρωπολογικά δεδομένα”[21], στην οποία αναφέρεται ότι μετά από επανεξέταση από τον ιππίατρο Θ. Αντίκα του σκελετικού υλικού από τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα με τη συνδρομή ιατρικών και φυσικοχημικών εξετάσεων και με βάση σειρά επιστημονικών και ιστορικών [22] δεδομένων αποδυναμώνεται η θεωρία της ταύτισής του με τον Φίλιππο τον Αρριδαίο και τεκμαίρεται ότι "Ο βασιλικός τάφος της Βεργίνας ανήκει στον βασιλιά Φίλιππο τον Β΄". Το θέμα φαίνεται ότι παραμένει ανοιχτό και εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά στον διεθνή αρχαιολογικό προβληματισμό.
Τρεις ακόμα τάφοι βρέθηκαν το 1980. Οι ανασκαφές στη Μεγάλη Τούμπα συνεχίστηκαν και κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Τον Μάρτιο του 2014 ανακαλύφθηκαν στη Βεργίνα πέντε ακόμη βασιλικοί τάφοι, οι οποίοι, στη φάση της έρευνας, πιθανολογείται ότι ανήκουν στον Αλέξανδρο τον Α΄ και την οικογένειά του ή στην οικογένεια του Κασσάνδρου της Μακεδονίας.
Μεγάλος αριθμός κτερισμάτων, που είναι έργα τέχνης ή έχουν αξία έργων τέχνης, ήρθε στο φως από τους τάφους, πολλά από τα οποία από χρυσό, όπως η περίφημη λάρνακα με τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β΄, που φέρει τον δεκαεξάκτινο ήλιο (ή αστέρι)-σύμβολο της μακεδονικής δυναστείας, η μικρότερη λάρνακα με το δωδεκάκτινο αστέρι και τα στεφάνια από φύλλα και καρπούς βαλανιδιάς.
Όλα τα ευρήματα βρίσκονται μέσα στο μουσείο, το οποίο εγκαινιάσθηκε το 1993 και το οποίο κατασκευάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να εγκιβωτίσει τα ταφικά κτίσματα προστατεύοντάς τα, να αναδεικνύει τα εκθέματα και να δείχνει την επανεπιχωματωμένη τούμπα, όπως ήταν πριν από τις ανασκαφές. Μέσα υπάρχουν τέσσερεις τάφοι και ένα μικρό ιερό, το Ηρώον. Οι δύο σπουδαιότεροι τάφοι, του Φιλίππου Β΄ και του Αλεξάνδρου Δ΄, δεν ήταν συλημένοι και περιείχαν τους κύριους θησαυρούς του μουσείου.
Ο τάφος του Φιλίππου Β΄ (Τάφος II), που χωριζόταν σε δύο θαλάμους (στον κύριο θάλαμο βρέθηκαν τα οστά του αποτεφρωμένου νεκρού βασιλιά και στον προθάλαμο τα οστά μιας αποτεφρωμένης νεκρής γυναίκας), περιείχε τα πολυτιμότερα ευρήματα. Η δωρικού ρυθμού πρόσοψη του θολωτού ταφικού κτίσματος φέρει δύο ζωφόρους. Μια δωρική με τρίγλυφα και μετόπες και πάνω από αυτήν μια ιωνική με αρκετά μεγαλύτερο ύψος• η ζωφόρος αυτή κοσμείται με μια τοιχογραφία που, παρά την κακή κατάσταση στην οποία αποκαλύφθηκε, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική. Πρόκειται για μια ζωγραφική παράσταση με θέμα ένα ομαδικό κυνήγι και δηλώνει ίσως την αγαπημένη ασχολία του νεκρού που ετάφη εκεί.
Ο ελαφρώς μικρότερος Τάφος ΙΙΙ, που αποδίδεται στον Αλέξανδρο τον Δ΄ και στον κύριο θάλαμο του οποίου βρέθηκαν τα οστά του αποτεφρωμένου νεκρού εφήβου, απέδωσε επίσης σημαντικά ευρήματα, ενώ μια στενή ζωφόρος, που απεικόνιζε αρματοδρομία, στόλιζε τους τοίχους του τάφου.
Ο λεγόμενος τάφος της Περσεφόνης, στους τοίχους του οποίου βρέθηκε μια θαυμάσια τοιχογραφία με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη, και ο τέταρτος τάφος, που είχε μια εντυπωσιακή είσοδο με τέσσερεις δωρικούς κίονες και πιστεύεται ότι ανήκε στον βασιλιά Αντίγονο Β΄ Γονατά, βρέθηκαν άγρια συλημένοι και δεν απέδωσαν σημαντικά ευρήματα, αν και πρόκειται επίσης για μνημειώδη έργα της μακεδονικής ταφικής αρχιτεκτονικής.
Η χρυσή λάρνακα, μέσα στην οποία ο Μανόλης Ανδρόνικος ταυτοποίησε τα απομεινάρια του σώματος του Φιλίππου Β΄, φέρει στο επάνω μέρος της το δεκαεξάκτινο αστέρι, το οποίο καθιερώθηκε να ονομάζεται Ήλιος της Βεργίνας και υιοθετήθηκε ως σύμβολο της ελληνικής Μακεδονίας. Αυτός ο Ήλιος υπήρξε σημείο διεθνούς αντιπαράθεσης το 1992, όταν το νεοϊδρυθέν κράτος της Βόρειας Μακεδονίας τον χρησιμοποίησε ως σύμβολο πάνω στη σημαία του. Όμως, μετά από γενικευμένη αντίδραση του ελληνικού έθνους και των τότε ελληνικών κυβερνήσεων, που είδαν στην ενέργεια αυτή μια καπηλεία της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και υποστήριξαν σθεναρά ότι το σύμβολο βρέθηκε σε αρχαίο μνημείο εντός του ελλαδικού χώρου, η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας υποχρεώθηκε το 1995 να τον απομακρύνει από τη σημαία της.
Τον Απρίλιο του 2019, η ιστορικός Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ μαζί με και με άλλους ιστορικούς υποστηρίζουν ότι δεν είναι θαμμένος ο Φίλιππος Β' αλλά ο γιος του Αλέξανδρος ο Μέγας. Αυτή η θεωρία αναπτύχθηκε πρώτα από Αμερικανούς ιστορικούς.[23]
Το 1996 η UNESCO ανακοίνωσε την ένταξη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.