From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης (ο κατά κόσμον Εμμανουήλ, ενώ ως μετέπειτα Ιεροδιάκονος έφερε αρχικά το εκκλησιαστικό όνομα Παΐσιος), υπήρξε στρατιωτικός ιερέας και ιεροκήρυκας της Ορθόδοξης Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας στον Ελληνικό Στρατό, με εμβληματική δράση στους απελευθερωτικούς αγώνες του ελληνικού έθνους τον 20ο αιώνα (Α΄ κ΄ Β΄ Βαλκανικοί πόλεμοι 1912 - 1913, Μικρασιατική εκστρατεία 1919 - 1922, Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940 - 1941). Επίσης, έγινε γνωστός για την τολμηρή πράξη του[1][2][3] να τελέσει τη μοναδική Θεία Λειτουργία εντός του Ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, μετά την Άλωση της Πόλης το 1453.
Aρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1872/1874 Αλώνες Ρεθύμνης |
Θάνατος | 5 Αυγούστου 1941 Αθήνα |
Αιτία θανάτου | Φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελληνική |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Εκπαίδευση | Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Σχολή (τέλη 19ου - αρχές 20ου αι.)
Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή (1905 - 1907) Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1907 - 1911) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Αρχιμανδρίτης Στρατιωτικός ιερέας με βαθμό Ταγματάρχη και ιεροκήρυκας της Ορθόδοξης Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας στον Ελληνικό Στρατό (1912 - 1940) Ελληνοδιδάσκαλος |
Οικογένεια | |
Γονείς | Σπυρίδων Νουφράκης, Ελένη Κυριακάκη |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Διακρίσεις και παράσημα από την ενεργό συμμετοχή στους Απελευθερωτικούς Αγώνες του Ελληνικού Στρατού (1912 - 1940) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης, γεννήθηκε στο ιστορικό χωριό Αλώνες Ρεθύμνου Κρήτης, το έτος 1872 - κατ΄ άλλους το έτος 1874, την εποχή όπου στη Μεγαλόνησο εντείνονταν οι ηρωικοί αγώνες των επαναστατημένων Κρητών για την ελευθερία τους έναντι της πολύχρονης τουρκικής κυριαρχίας, αλλά και για την επίτευξη του πάγκοινου σκοπού, την ενσωμάτωση της Κρήτης στον κεντρικό εθνικό κορμό, δηλαδή στο ελληνικό κράτος - το οποίο ήδη υφίστατο ελεύθερο από το 1830 - ως ανήκε τόσο εθνικά, όσο ψυχικά, ιστορικά, φυλετικά, πολιτισμικά και φυσικά γεωγραφικά.
Πατέρας του υπήρξε ο φλογερός πατριώτης και αγωνιστής, σημαιοφόρος των Κρητικών Επαναστάσεων, Σπυρίδων Νουφράκης, με καταγωγή από τις Αλώνες και μητέρα του η Ελένη Κυριακάκη, με καταγωγή από το παρακείμενο χωριό Αρολίθι Ρεθύμνου, απόγονοι και οι δύο των ηρωικών εν πολέμοις οικογενειών, Βρανάδων και Γαβαλάδων από τα Σφακιά Χανίων.
Το επώνυμο "Νουφράκης" εικάζεται ως τοπικό παλαιόθεν προσωνύμιο, σχετιζόμενο - τιμής ένεκεν - με την προ αιώνων δεσπόζουσα θέση στο κέντρο των Αλωνών, Ιερού Ναού αφιερωμένου στον Άγιο Ονούφριο τον εν Αιγύπτω.[4]
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το οικογενειακό περιβάλλον επηρέασε καθοριστικά τον ψυχισμό, τη σκέψη και τον χαρακτήρα του Εμμανουήλ, με αποτέλεσμα να σημαδέψουν απόλυτα τη ζωή του, καθώς το πατριωτικό του φρόνημα πολύ νωρίς συνυφάνθηκε με τα υψηλά ιδεώδη των οσίων και ιερών του Ελληνικού Γένους.
To έτος 1880 και σε ηλικία 6/8 ετών, με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων και κατόπιν παραίνεσης του νονού του, μετέβη στα Ρούστικα, κεφαλοχώρι της ευρύτερης περιοχής των Αλωνών, προκειμένου να μάθει τα πρώτα του γράμματα στο σχολείο που λειτουργούσε εντός της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλία - πιθανόν άτυπα, δεδομένου του γεγονότος ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δε λειτουργούσε κανονικό σχολείο τόσο στις Αλώνες[5] όσο στα Ρούστικα - έχοντας για δασκάλους φωτισμένους μοναχούς της Μονής, με προεξάρχοντα τον Ιερομόναχο διδάσκαλο Αγαθάγγελο Βερνάδο. Η ιστορική Μονή του Προφήτη Ηλία[6] στα Ρούστικα, ιδρυθείσα κατά την εποχή της Βενετοκρατίας[7], υπήρξε πνευματικός φάρος της Ορθοδοξίας, θεματοφύλακας και μάρτυρας των εθνικών ιδεωδών και παραδόσεων σε παγκρήτια κλίμακα.[8] Κατά τη διάρκεια δε της Τουρκοκρατίας[9] βρισκόταν σε πνευματική ακμή, έχοντας σημαντικότατο ρόλο σε όλες τις Επαναστάσεις των Κρητών κατά των Τούρκων.[10]
Σ΄αυτό, λοιπόν, το μοναστήρι προσερχόμενος ο μικρός Εμμανουήλ Νουφράκης, μαθαίνοντας τα πρώτα γράμματα της ζωής του καλλιέργησε και την ψυχή του, σφυρηλατώντας παράλληλα το εθνικό και το θρησκευτικό του φρόνημα, ασκούμενος και παιδαγωγούμενος έως το έτος 1887, έχοντας πλέον συμπληρώσει την ηλικία των 15 ετών. Ήταν εκείνη η χρονική στιγμή κατά την οποία, απόφοιτος πια, εξέφρασε την επιθυμία να ακολουθήσει τον βίο των μοναχών, έχοντας πρότυπο το παράδειγμα της αδελφότητας της Μονής. Ακολουθώντας, λοιπόν, την "άνωθεν κλήσιν", αναχώρησε από την Κρήτη, πιθανόν περί το 1890, με προορισμό το Άγιον Όρος στο οποίο εγκαταβίωσε ως δόκιμος μοναχός σε κάποιο από τα Μοναστήρια του Άθω, ίσως σε κάποια Καλύβη, σε κάποια Σκήτη[11], Ησυχαστήριο ή Ερημητήριο[12] (δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία). Η ζωή και η εν γένει δραστηριότητα του Εμμανουήλ για το διάστημα μεταξύ των ετών 1890 - 1905, περίοδος της εγκαταβίωσής του στον Άθω, δεν παρουσιάζει λεπτομερείς αναφορές. Στο περιβάλλον αυτό και ως δόκιμος μοναχός του Αγίου Όρους "την αρωγή" κάποιας Μονής, εγγράφηκε στην Αθωνιάδα Σχολή, στην οποία συνέχισε τις σπουδές του στο πνεύμα εκείνων που σπούδασε στην Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού στα Ρούστικα, ενώ σε παράλληλο χρόνο ασκούμενος και ως δόκιμος, εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Παϊσιος. Να σημειωθεί δε ότι, συνέπεια των πνευματικών και γνωστικών του αναζητήσεων, πάντα στο πλαίσιο της αναφερόμενης δεκαπενταετίας, φοίτησε και στο σχολείο της Αγιοταφικής Αδελφότητας στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου[13], στην Κωνσταντινούπολη, στοχεύοντας να συνεχίσει σε ανώτερες σπουδές φοιτώντας στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στόχος ο οποίος εν τέλει δεν επιτεύχθηκε. Η ενεργή του σχέση ως μοναχός του Αγίου Όρους τόσο με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όσο και με τη Μητρόπολη Μυτιλήνης, σηματοδότησε την πορεία του στον πόθο να διακονήσει την Εκκλησία του Τριαδικού Θεού κοντά στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα σε κάποιον απ΄ αυτούς τους σταθμούς να λάβει χειροτονία και τον πρώτο βαθμό της Ιεροσύνης.
Ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης, με την καρδιά να χτυπά στον ρυθμό της εθνικής αποκατάστασης των αλύτρωτων πατρίδων του Ελληνισμού, γράφτηκε το έτος 1905 ως εξωτερικός ιεροσπουδαστής στα μαθητολόγια της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών, στην οποία και φοίτησε έως το 1907, υπό τη διεύθυνση του Επισκόπου Πενταπόλεως, Νεκταρίου Κεφαλά (1894 - 1908), του εν συνεχεία μεγάλου σύγχρονου Αγίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε αυτό το παιδαγωγικό, πνευματικό και εκκλησιαστικό περιβάλλον ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης ανδρώθηκε ως σπουδαστής, ενώ παράλληλα συμμετείχε και στις ιερές ακολουθίες, προεξάρχοντος του Αγίου Πενταπόλεως.
Την ίδια χρονική περίοδο και στο πλαίσιο της ευρύτερης αθηναϊκής κοινωνίας, η Ριζάρειος είχε αναδειχθεί ως κέντρο ορθοδόξου πνεύματος και πατριωτισμού, με αποτέλεσμα στις τάξεις των σπουδαστών της να δημιουργηθεί και να καλλιεργηθεί έντονο ρεύμα υπέρ του Μακεδονικού Αγώνα (1904 - 1908) που διεξήγαγε τότε το Ελληνικό Έθνος με σκοπό τη διάσωση της Μακεδονίας, την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό και την ένταξή της στον κεντρικό εθνικό κορμό στον οποίο και προαιώνια ανήκε, ρεύμα το οποίο από την πρώτη στιγμή εξέφρασε έναν πολυμορφικό αγώνα, μετουσιωμένο στη χορήγηση υποτροφιών της Ριζαρείου περιουσίας εκ μέρους του Συμβουλίου της Σχολής σε νέους Μακεδονόπαιδες υποψηφίους κληρικούς, στη διενέργεια εράνων υπέρ των Μακεδόνων και στην τέλεση μνημοσύνων υπέρ των πεσόντων Μακεδονομάχων[14].
Ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης, μετά την αποφοίτησή του από τη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, εισήχθη το έτος 1907 στη Θεολογική Σχολή[15] του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο και κρίθηκε πτυχιούχος το 1911. Στη συνέχεια διορίστηκε το ίδιο έτος ή το επόμενο (1912) ως ελληνοδιδάσκαλος[16] στο ελληνικό σχολείο Αιτωλικού του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στο οποίο εντοπίστηκε να υπηρετεί κατά τη διάρκεια της έναρξης του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβριο του έτους 1912.
Ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης, με την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου ζήτησε άδεια από την υπηρεσία του προκειμένου να καταταγεί στον ελληνικό στρατό, με αποτέλεσμα να λάβει το επίσημο φύλλο πορείας και να σπεύσει αμέσως στο μέτωπο.
Γράφει ο ίδιος, απευθυνόμενος στη μητέρα του:
"Ο Νόμος της Πατρίδας μας μ΄ εμπόδισε, Μητέρα,
ν΄ακολουθήσω τον στρατό με όπλον εις την χέρα.
Και με πολλά προσκόμματα έτυχον ευκαιρίας
να αποσπάσω επίσημον το φύλλον της πορείας.
Αφού δ΄ επρομηθεύτηκα τα της Διακονίας
έσπευσ΄ αμέσως αρωγός Πατρίδος μας αγίας"[17]
Από την Αθήνα αναχώρησε την 2 Οκτωβρίου για τη Λάρισα, για να προωθηθεί στην Ελασσόνα, την οποία είχαν ήδη ελευθερώσει την 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού, διάδοχο Κωνσταντίνο τον Α΄.
Την 7 Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός προχώρησε προς τα στενά του Σαραντάπορου, στα οποία νωρίτερα είχαν οχυρωθεί ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Στην αποφασιστική και θρυλική μάχη του Σαραντάπορου (9/10 Οκτωβρίου 1912), η οποία έστεψε με την πρώτη μεγάλη νίκη τα όπλα των Ελλήνων ανοίγοντας έτσι διάπλατα τον δρόμο τους προς τα Σέρβια (10/10/1912), τον Αλιάκμονα ποταμό και την Κοζάνη - την οποία και κατέλαβαν την 11 Οκτωβρίου 1912 - ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης έλαβε το "βάπτισμα του πυρός".
Στα απομνημονεύματά του, αναφέρει γλαφυρά:
"Και με την αύριο είχαμεν μάχην Σαρανταπόρου
καθ΄ όλην κείνην έδρασα, ως είδος οδοιπόρου.
Να τρέχω, Μάνα μου, παντού παρηγοριά να δίδω
στες τουφεκιές και κανονιές πεντάρα να μη δίδω.
Να κοινωνώ τ΄ αδέλφια μας κι άλλους να ενταφιάζω,
άλλους δε πάλιν να καλώ, εμπρός πάντα να κράζω [...][17]
Μετά τις νικηφόρες μάχες στα Σέρβια, στην Καστανιά και την κατάληψη της Κοζάνης, των Γρεβενών και της Κατερίνης (16 Οκτ.), ακολούθησε η αποφασιστική για την περαιτέρω εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων, Μάχη των Γιαννιτσών (18/20 Οκτ.), στην οποία ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης επέδειξε ανυπέρβλητο ηρωισμό και ανδρεία, όχι μόνο εμψυχώνοντας τους συμπολεμιστές του, αλλά πολεμώντας ο ίδιος στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Στη Μάχη των Γιαννιτσών, τη φονικότερη και σημαντικότερη ίσως του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης έλαβε το πρώτο παράσημο, το πρώτο αριστείο ανδρείας. Μετά την κατάληψη της πόλεως των Γιαννιτσών από τον ελληνικό στρατό, άνοιξε ελεύθερα ο δρόμος για την προέλαση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων προς την καρδιά της Μακεδονίας και τη Θεσσαλονίκη, την οποία και ελευθέρωσαν την 26 Οκτωβρίου 1912, ανήμερα του πολιούχου της, Αγίου Δημητρίου. Ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης ήταν κι εκεί παρών, αυτόπτης μάρτυρας των μεγάλων εκείνων επικών και ανεπανάληπτων στιγμών του Ελληνισμού.
Γράφει:
"[...] Κατά το δείλι, Μάνα μου, οι Πρέσβεις κατεβήκαν
Θεσσαλονίκη ολότελα εις χείρας μας αφήκαν.
Και ΄μεις την περισφύγξαμεν μέχρι μεσονυκτίου
έξι και είκοσι μηνός αυτού του Οκτωβρίου.
Όπου, ως γνωστόν, γιορτάζομεν γιορτήν του Δημητρίου
γιορτήν του Μυροβλήτου μας, γιορτήν μεγάλου Αγίου. [...]
Και με την αύριον πρωί τ΄ αδέλφια μας εξήλθον
όπου ημείς εμείναμεν, άνδρες, γυναίκες, ήλθον.
Κλαίοντας και φιλούντας μας για την Ελευθερίαν,
όπου τοις εδωρήσαμεν μετά πολλήν θυσίαν. [...][17]
Eπόμενος σταθμός του Ιεροδιακόνου Παϊσίου Νουφράκη υπήρξε το Όστροβο, με σκοπό κι εκεί να ενισχύσει το ηθικό και το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών.
Μετά το Όστροβο, ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης συμμετείχε στη νικηφόρα επίθεση που εξαπέλυσε ο ελληνικός στρατός για την απελευθέρωση του Γκορνίτσοβου, ενώ στη Μπάνιτσα κήδευσε με τιμές τους 20 πεσόντες Έλληνες στρατιώτες. Στη συνέχεια και καθώς προωθήθηκε στη Φλώρινα, ανήμερα της εορτής των Παμμεγίστων Ταξιαρχών (8/11) - η οποία είχε απελευθερωθεί την αμέσως προηγούμενη μέρα - επισκέφθηκε για λίγο και τις αγωνιζόμενες για την ελευθερία τους, νήσους Λέσβο και Χίο, τις οποίες απελευθέρωσε ο ελληνικός στόλος στις 11 και 13 Νοεμβρίου 1912, αντίστοιχα.
Ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος συμμετείχε και στην πολιορκία του Μπιζανίου[18] στην Ήπειρο, τον Φεβρουάριο του 1913, επιτελώντας - πέρα από τα στρατιωτικά - και τα θρησκευτικά του καθήκοντα, εμψυχώνοντας τους Έλληνες στρατιώτες στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στον αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων[19], στην πόλη των οποίων ο ελληνικός στρατός τελικά εισήλθε πανηγυρικά ελευθερωτής την 21/22 Φεβρουαρίου 1913.
Αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο ίδιος:
"Μόλις, Μητέρα μου, έμαθον Σέρβους στο Μοναστήρι,
όπερ για τον Ελληνισμόν είχε πολύ χατήρι,
τον δρόμον μου ανέκοψα διήλθον Μυτιλήνη,
εκείθεν εις την Χίον μας κι εις χάνι του Εμίνη.
Παντού και πάντοτ΄ ομιλών τα δέοντα προς άνδρας
με γλώσσα και με αίσθημα πύρινον υπό λαύρας.[...]
Εκεί μπροστά παρέμεινα επ΄ είκοσιν ημέρας,
διδάσκων τε και νουθετών ημέρας τε κι εσπέρας.
Τον θάνατον περιφρονών πήγαινα και ηρχόμην
όπου οι άνδρες εν νυκτί (ήλασσον τας προφυλακάς) μαζί των προσηυχόμην [...][17]
Ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης μετά και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, συμμετείχε και στους νικηφόρους απελευθερωτικούς αγώνες που διεξήγαγε ο Ελληνικός Στρατός στο Αργυρόκαστρο[20] και στους Αγίους Σαράντα[21], την 27/2 και 3/3/1913 αντίστοιχα, εξελίξεις οι οποίες ιστορικά οδήγησαν στο τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου με την υπογραφή - μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών - της Συνθήκης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913), σύμφωνα με την οποία η Τουρκία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους Βαλκανικούς συμμάχους όλα τα εδάφη δυτικά από τη γραμμή Αίνου - Μήδειας[22] και επιπλέον να παραιτηθεί κάθε δικαιώματος και στην Κρήτη, γεγονός που προκάλεσε ανείπωτη συγκίνηση και φρενίτιδα ενθουσιασμού στον Ιεροδιάκονο Παϊσιο Νουφράκη, στους Κρήτες και σ΄όλους γενικά τους Έλληνες, μια και ο δρόμος της ενσωμάτωσης[23] της Μεγαλονήσου με τη Μητέρα Ελλάδα ήταν πια ανοιχτός. Όμως, η ειρήνη στα Βαλκάνια δε διατηρήθηκε για πολύ, δεδομένης της διάθεσης εκ μέρους των Βουλγάρων, να σφετεριστούν κυρίως την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη προκειμένου να εξασφαλίσουν πρόσβαση στο Αιγαίο Πέλαγος, επιδίωξη που ιστορούσε από την εποχή του Βυζαντίου. Αποτέλεσμα όλων αυτών, την 16 Ιουνίου 1913, να ξεσπάσει σφοδρός ο Β΄Βαλκανικός Πόλεμος, η έκβαση του οποίου θα είχε καθοριστική σημασία για τον Ελληνισμό. Όπως ήταν φυσικό, η εξέλιξη αυτή δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον Ιεροδιάκονο Παϊσιο, ο οποίος εξασφάλισε εγκαίρως επίσημη άδεια εκ μέρους του Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητου Α΄ Μηνόπουλου, με ημερομηνία "εν Αθήναις τη 19η Ιουνίου 1913, [...] ίνα αδεία του Υπουργείου των Στρατιωτικών παρακολουθήση τον στρατόν παρέχων τας εκ του αξιώματος αυτού εκκλησιαστικάς υπηρεσίας" [...].[24]
O Iεροδιάκονος Παϊσιος, κατόπιν τούτων, προωθήθηκε στο Ιστίπ μετέχοντας ενεργά του αγώνα για την ανακατάληψή του από τον Ελληνικό Στρατό, σημειώνοντας επίσης εμβληματική την παρουσία του και στην επική μάχη του Λαχανά.
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος που ξέσπασε την 16 Ιουνίου 1913, έληξε οριστικά την 28 Ιουλίου του ίδιου έτους, με την υπογραφή - μεταξύ των εμπολέμων - της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ολοκληρώνοντας έτσι τον θρίαμβο των Ελλήνων[25] σε διπλωματικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, δημιουργώντας ένα ισχυρό και με τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης ελληνικό κράτος.
Γράφει ο Παϊσιος, "επί τη υπογραφή της εν Βουκουρεστίω ειρήνης του Ελληνοβουλγαρικού Πολέμου":
[...] "Ερχόμεθ΄ απ΄τα Σύνορα αυτής της Βουλγαρίας
που απαιτούσε μια φορά την γην Μακεδονίας.
Και την Θεσσαλονίκην μας χρυσήν κληρονομίαν
να μας αρπάση ήθελε με πάσαν ατιμίαν.
Φέρομεν πάλιν με τιμήν του Έθνους τας ασπίδας
δεν διεψεύσαμεν χρυσάς πατρίδος τας ελπίδας.
Ο όρκος "Ταν ή επί Τας" μητρός ημών Ελλάδος
είναι για μας παντοτεινά της δάφνης μας ο κλάδος
....Την γαλανή Σημαία μας άστρον της ΄λευθερίας
την ΄στησαμεν στα σύνορα αυτής της Βουλγαρίας.
Και τώρα την Σημαίαν μας στο αίμα μας βαμμένη,
σας φέρομεν αδέλφια μας δαφνοστεφανωμένη" [...][17]
Μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων[26], ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης επανέκαμψε στην υπηρεσία του ως ελληνοδιδάσκαλος στο Σχολαρχείο Αιτωλικού του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στο οποίο εξακολούθησε να διδάσκει έως τη λήξη του σχολικού έτους 1915 - 1916. Το διάστημα αυτό προχώρησε και στην έκδοση πονήματος με ακριβή τίτλο: "Παϊσίου Σ. Νουφράκη, Αρχιδιακόνου - Θεολόγου, Πολεμικαί Αναμνήσεις ήτοι Εν σμικρώ ιστορική έκθεσις των όσων κατά τον Ελληνοτουρκικόν πόλεμον αντελήφθημεν και Συλλογή επικαίρων ποιημάτων εκ των εντυπώσεων των δύο δαφνηφόρων Αγώνων μας, Αθήνησι 1914", αφιερωμένο "Τη Ιερά Σκιά των πολυφίλητών μοι Πατρός Σπυρίδωνος και Μητρός Ελένης".[27]
Κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο Ιεροδιάκονος Παϊσιος Νουφράκης χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο - Ιερομόναχο λαμβάνοντας παράλληλα το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη, μετονομασθείς από Παϊσιος σε Ελευθέριο. Η συγκεκριμένη μετονομασία διόλου τυχαία ήταν. Ο πόθος του για ελευθερία των απανταχού αλύτρωτων Ελλήνων ήταν κυρίαρχο συναίσθημα που καθόρισε την πορεία, τη σκέψη και τη φιλοσοφία του, στοιχεία που συνέθεσαν εν γένει τη ζωή του. Επιπλέον, επέλεξε το όνομα "Ελευθέριος", τιμώντας με αυτόν τον τρόπο και τον μεγάλο εθνικό ηγέτη Ελευθέριο Βενιζέλο, στο πρόσωπο του οποίου η Κρήτη "είδε" να πραγματώνεται το αιώνιο όνειρο της ενσωμάτωσή της με τη Μητέρα Ελλάδα, ενώ παράλληλα σαρκώθηκαν οι προσδοκίες ολόκληρου του Γένους για την επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας.
Η κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (15 Ιουλίου 1914) με αφορμή την επίθεση της Αυστρίας κατά της Σερβίας, σήμανε για την Ελλάδα και τον Μείζονα Ελληνισμό απερίγραπτα δεινά και οδυνηρές περιπέτειες, αποτέλεσμα της διάστασης απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλέως Κωνσταντίνου του Α΄ σχετικά με την εθνική στάση έναντι των εμπολέμων (χώρες της Αντάντ - Αυτοκρατορίες του Άξονα). Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υποστήριζε την ανάγκη συμμετοχής της Ελλάδας στον πόλεμο ως συμμαχική δύναμη μ΄εκείνες της Αντάντ, με την πεποίθηση ότι αυτό επέβαλε το εθνικό συμφέρον. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος σθεναρά προέκρινε την ουδετερότητα της Ελλάδας, γεγονός που εμμέσως πλην σαφώς λειτούργησε προς όφελος των δυνάμεων του Άξονα. Η εξέλιξη αυτής της διαφωνίας, είχε ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση στις σχέσεις τους με αποκορύφωμα τη δημιουργία του "Κινήματος Εθνικής Άμυνας" (16 Αυγούστου 1916) και τον σχηματισμό κυβέρνησης (26 Σεπτεμβρίου 1916) από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης, υπηρετώντας την περίοδο εκείνη ως ελληνοδιδάσκαλος στο Σχολαρχείο του Αιτωλικού, παρακολουθούσε την Ελλάδα να έχει οδηγηθεί σε διχασμό, διηρημένη σε δυο αντιμαχόμενα κράτη. Έτσι, ακολουθώντας το φρόνημά του, αναχώρησε εσπευσμένα την 20 Αυγούστου 1916 για τη Θεσσαλονίκη προσχωρώντας στο "Κίνημα Εθνικής Άμυνας", τάσσοντας τον εαυτό του στο πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ακολούθως, ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης, εισχωρώντας στις τάξεις του 1ου Συντάγματος Πεζικού της Μεραρχίας Σερρών, έλαβε ενεργό μέρος στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις οποίες συμμετείχαν ή διεξήγαγαν και ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο των ετών 1917 - 1918 διέπρεψε στις μάχες που έγιναν στο μέτωπο της Μακεδονίας και ιδιαίτερα στη Μάχη της Δοϊράνης (8 Σεπτεμβρίου 1918). Στο ποίημα που φέρει τον τίτλο: "Μούσα Εις τον ερχομόν Ελευθερίου Νουφράκη Αρχιμανδρίτου"[28], τυπωμένο "Εν Αθήναις" στο τυπογραφείο Αφών Μπλαζουδάκη με την υπογραφή κάποιου εκ των συναγωνιστών του με τα αρχικά Π.Γ., δηλώνεται και εμφατικά εξυμνείται η συμμετοχή του Αρχιμανδρίτη Ελευθερίου Νουφράκη στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατά τα έτη 1917 - 1918 (Ραβινέ, Σκρα, Δοϊράνη κ.ά.)[29]
Παρατίθενται αποσπασματικά οι στίχοι:
"Μας ήλθ΄ από το μέτωπον ο Γίγας της Ιδέας
της Εθνικής Ελευθεριάς χωρίς λέξεις ματαίας,
Ατρόμητος, καρτερικός, τρέχει στα μιτιρίζια
και συμβουλεύει τους σκοπούς άγρυπνος 'μερονύκτια.
Εκείθεν πάλι ακούραστος στας εφεδρείας φεύγει
για κήρυγμα και λειτουργιές όλους τους συμμαζεύει.
Ναι' σαν αιτός πετά ψηλά, παρηγοριά σκορπίζει,
με κάθε λέξιν κι έργον του όλους μας συνετίζει,
να φέρωμεν αγόγγυστα κάθε κακόν και πόνον,
γιατί έτσιδά θα δοξασθή πάλι η Πατρίς μας μόνον [...]
Στας επιθέσεις πάντοτε ως πρώτος κινδυνεύει
και της Ελλάδος την τιμήν πολύ τρανήν θηρεύει!
Κι οι στρατιώτες βλέποντες την τόσην του ανδρείαν
κι ακούοντές του τας κραυγάς με τόσην ψυχραιμίαν
τρέχουσι κατά πόδας του για να τον βοηθήσουν,
τον Βούλγαρον και Γερμανόν γρήγορα να τσακίσουν!
Ποιος άλλος πρώτος ΄πέρασε τον λόφον του Δογάνη
Ποιος άλλος εις το 'Ραβινέ, στο Σκρα, στη Δοϊράνη,
που όλους μας εξέπληξε ν΄ ακούμε τας κραυγάς του,
να ιδούμε την ταχύτητα, τα κατορθώματά του!
Εκατοντάδες έπιασε τους πρώτους αιχμαλώτους
σ΄ ολίγους τους παρέδωκε κι έτρεξε με τους πρώτους.
Αφού τα νώτα εκτύπησε Βουλγάρων πολεμούντων
κι έτρεξαν εις τα πόδια του, το έλεος ζητούντων! [...][30]
O Aρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης, υπήρξε μέλος του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος το οποίο απέστειλε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Κριμαία κατόπιν αίτησης εκ μέρους των Γάλλων και γενικότερα των δυτικών συμμάχων, προκειμένου αυτό να συμμετάσχει στον αγώνα εναντίον των Ρώσων επαναστατών και στο πλαίσιο της γενικότερης επέμβασης της Αντάντ[31] στη νότια Ρωσία, με σκοπό να εμποδιστούν οι Μπολσεβίκοι να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην περιοχή, μετά και την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν πέραν των ελληνικών, γαλλικές και πολωνικές στρατιωτικές δυνάμεις και Λευκορώσοι εθελοντές. Η απόφαση για τη συμμετοχή της Ελλάδας σ΄αυτή την πολεμική επέμβαση ελήφθη από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατόπιν επίσημης δέσμευσης εκ μέρους του Γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσώ στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, Άθω Ρωμανό ότι " η Γαλλία θα λάβει πρωτοβουλίαν επί εδαφικής επεκτάσεως της Ελλάδος εις Θράκην και εκθύμως θα υποστηρίξει υπέρ της Ελλάδος λύσιν του ζητήματος της Σμύρνης, αν προταθεί υπό της Αγγλίας ή Αμερικής"[32]. Προφανώς με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο της Κριμαίας, ο Βενιζέλος επεδίωκε την εξασφάλιση ευνοϊκότερης στάσης των δυνάμεων της Αντάντ προς τις εθνικές διεκδικήσεις στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία, δίχως όμως να υπολογίσει την αντίδραση των Ρώσων επαναστατών, που όπως εντέλει απέδειξαν τα γεγονότα, υπήρξε καταστροφική για τον Ελληνισμό.
Η μεταφορά των πρώτων ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στην Κριμαία, στο σύνολο των δυο Μεραρχιών με τις οποίες η Ελλάδα συμμετείχε στο συμμαχικό εκστρατευτικό σώμα, ξεκίνησε την 1 Ιανουαρίου 1919 και ολοκληρώθηκε την 21 Μαρτίου 1919[33]. Παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις των Ρώσων επαναστατών κατόρθωσαν να μετατρέψουν τη δράση των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων σε μια σειρά υποχωρητικών αγώνων οπισθοφυλακής, οι ελληνικές δυνάμεις διακρίθηκαν για τον ηρωισμό και την πειθαρχία τους[34].
Ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης ανήκε στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού της 2ης Μεραρχίας. Ήταν η πρώτη μονάδα που αναχώρησε για την Κριμαία και έλαβε μέρος στη μάχη της Μπερόζβκας, στη μάχη της Κρεμμυδόβκας και στην άμυνα της Οδησσού[35]. Μάλιστα, στην άμυνα της Κριμαίας υπήρξε η σημαντικότερη συμμαχική στρατιωτική μονάδα. Την 10 Μαρτίου 1919 μεταφέρθηκε στη Σεβαστούπολη λαμβάνοντας μέρος στις μάχες του Γιουσούν (23 Μαρτίου) και Εσκήκιοϊ Ζάμα[36] (25 Μαρτίου), ενώ την 14 Απριλίου 1919 πέρασε στο έδαφος της Ρουμανίας για να υπερασπίσει την άμυνα της Βεσσαραβίας[37] από ενδεχόμενη επίθεση του Ερυθρού Στρατού. Η μονάδα, στην οποία απ΄ αρχής ανήκε ο φλογερός Αρχιμανδρίτης, παρέμεινε έως τα τέλη του 1919 στη Ρουμανία, απ΄ όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σμύρνη.
Για τη συμμετοχή του σ΄ αυτή την εκστρατεία, σημειώνει στη "Μούσα" ο συναγωνιστής του Π.Γ., χαρακτηριστικά:
" [...] Και σαν την ειδ΄ ελεύθερη έτρεξε στην Ρωσίαν,
την χώραν που μας έδειξεν πολλήν την προστασίαν!
Κι αφήσας πλειά την Άμυναν 'πήγε στην Μεραρχίαν
την Δεύτερη, των Αθηνών, δια την σωτηρίαν
των ευγενών μας προστατών κι αγίας μας θρησκείας [...]
Κι εκεί εφάνη πρότυπον υπέρ Ελευθερίας
της θείας, όπου κι ο Θεός ως άνθρωπος ετάφη,
δια να δείξει την τιμήν και δόξαν που θε νάχη
εκείνος που σκοτώνεται, άλλους ελευθερώνων
κι από την άτιμον σκλαβιάν Πατρίδα του γλυτώνων! ..." [38]
Η συμμετοχή της Ελλάδας[39] στην πλήρως αποτυχημένη στρατιωτική επέμβαση της Αντάντ στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της Ρωσίας, κόστισε βαρύτατα στις ελληνικές κοινότητες του ρωσικού νότου, οι οποίες δυστυχώς, θεωρήθηκαν ως "αμφίβολης νομιμοφροσύνης" στο πλαίσιο της νέας πολιτικής που επικράτησε στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), καθώς ταυτόχρονα, θεωρήθηκε "εχθρική ενέργεια" εις βάρος της χώρας προδιαθέτοντας δυσμενώς τους Ρώσους έναντι της παρουσίας του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, με αποτέλεσμα αυτοί να στραφούν προς τον Μουσταφά Κεμάλ, συμβάλλοντας στην τελική επικράτησή του στην εγγύς Ανατολή[40], η οποία οδήγησε εν τέλει στη μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του Ελληνισμού.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη μεταφορά μονάδων του Ελληνικού Στρατού προκειμένου να συμμετάσχουν στις πολεμικές συμμαχικές επιχειρήσεις στην Κριμαία, τα μεταγωγικά πολεμικά πλοία "Tigre" και Normandie"[41], συνοδεία του ελληνικού στόλου με ναυαρχίδα το θωρηκτό "Γ. Αβέρωφ" κατάφορτα από Έλληνες στρατιώτες, αγκυροβόλησαν την 5 Ιανουαρίου 1919 ανοιχτά της Κωνσταντινούπολης, η οποία εκείνη την εποχή και μετά τη συνθηκολόγηση της ηττημένης Τουρκίας στο πλαίσιο των αποτελεσμάτων[42] του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρισκόταν υπό την επικυριαρχία των δυνάμεων της Αντάντ. Ένα από τα προαναφερόμενα πλοία μετέφερε και το 34ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον διοικητή Χρήστο Τσολακόπουλο[43], στο οποίο επίσης μετείχε και ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης.
Μεταξύ των στρατιωτών επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός και απερίγραπτη συγκίνηση, καθώς η θέα στο θάμβος της Αγίας Σοφίας συγκλόνιζε τις καρδιές τους. Τότε "ο Τσολακόπουλος διατάζει όλους τους άνδρες του Συντάγματος που βρίσκονται στο πλοίο να παραταχθούν ένοπλοι στο κατάστρωμα. Αφού δίνει τις απαραίτητες οδηγίες, ανεβαίνει στη γέφυρα. Οι σαλπιγκτές σαλπίζουν το παράγγελμα να τοποθετηθούν οι λόγχες στα όπλα. Και μετά το "παρουσιάστε όπλα". Σε αυτή τη θέση και ενώ παιανίζει το σάλπισμα του χαιρετισμού της Σημαίας, ο συνταγματάρχης Τσολακόπουλος ξεδιπλώνει την πολεμική Σημαία του Συντάγματος ... Στη θέα της ο πλοίαρχος Χατζηκυριάκος, κυβερνήτης του θωρηκτού "Γ. Αβέρωφ" και ο πλωτάρχης Θεοχάρης, κυβερνήτης του αντιτορπιλικού "Κεραυνός"[44], διατάσσουν την παράταξη των πληρωμάτων των σκαφών τους και υψώνουν στους πρωραίους ιστούς τους τιμητικά κι αυτά την Ελληνική Σημαία και ακούγεται να παιανίζει ο Εθνικός μας Ύμνος. Στρατιώτες και πληρώματα ξεσπούν σε ζητωκραυγές υπέρ του Έθνους".[45]
Το νέο για την άφιξη των Ελλήνων στρατιωτών στον Βόσπορο διαδόθηκε ταχύτατα σ΄όλη την Πόλη, με αποτέλεσμα εκατοντάδες Ρωμιοί να ξεχυθούν στους δρόμους και να συγκεντρωθούν στις προκυμαίες παρακολουθώντας με ανείπωτη συγκίνηση τα τεκταινόμενα. Πολλοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν με λέμβους να πλησιάσουν τα πολεμικά πλοία και να χαιρετίσουν από κοντά τους Έλληνες στρατιώτες. Μάλιστα, μια επιτροπή αποτελούμενη από μεγαλόσχημους 'Ελληνες της Πόλης με επικεφαλής τον καθηγητή Γιαγκίτση, χαιρέτησε με έντονο πατριωτικό πάθος τους αφιχθέντες, ζητώντας από τον συνταγματάρχη Χρήστο Τσολακόπουλο να δώσει άδεια στους άνδρες του να επισκεφθούν την Κωνσταντινούπολη. Πραγματικά, ο επικεφαλής του 34ου Συντάγματος Πεζικού, έδωσε άδεια να εξέλθουν του πλοίου μερικοί αξιωματικοί και όσοι στρατιώτες είχαν συγγενείς στην Πόλη. Το κλιμάκιο αυτό ακολούθησε και ο στρατιωτικός ιερέας του Συντάγματος, Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης. Ο "όμιλος" αυτός των Ελλήνων στρατιωτικών επρόκειτο επίσης να επισκεφθεί στο Πατριαρχείο και τον τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου, Μητροπολίτη Προύσσης Δωρόθεο.[46]
Η επίσκεψή τους στη Βασιλεύουσα με οδηγό τον φλογερό Αρχιμανδρίτη Νουφράκη, δε θα μπορούσε να είχε ως πρώτο σταθμό άλλον από τον Ναό της του Θεού Σοφίας, το Μέγα αυτό και αιώνιο Σύμβολο του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης, που τότε ήταν τζαμί.[47]
Σε λίγο, όλοι οι παρευρισκόμενοι δεν πίστευαν στα μάτια και στ΄ αυτιά τους όταν άκουσαν αρχικά τον παπα Λευτέρη να ψέλνει μεγαλόφωνα ύμνους, τροπάρια, δοξολογίες και παρακλήσεις, στη συνέχεια να φορά το πετραχήλι του, να βάζει το "Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ..." και να αρχίζει τη Θεία Λειτουργία κάτω από τους χιλιόχρονους θόλους και τον ουρανογείτονα τρούλο της Μεγάλης Εκκλησίας, πρώτη φορά μετά από 466 ολόκληρα χρόνια[48][49].
Οι τέσσερις Έλληνες αξιωματικοί του κλιμακίου, ο ταξίαρχος Φραντζής, ο ταγματάρχης Λιαρομάτης, ο λοχαγός Σταματίου κι ο υπολοχαγός Νικολάου, καθώς επίσης λιγοστοί Ρωμιοί που βρέθηκαν εκείνη την ώρα στην Αγία Σοφία, αφού συνήλθαν από την έκπληξη που τους προκάλεσε αυτό το απίστευτο γεγονός, ενστερνίστηκαν με ενθουσιασμό την ηρωική απόφαση του πατρός Ελευθερίου και συμμετείχαν ως ιεροψάλτες με μεγάλη ευλάβεια και απερίγραπτη συγκίνηση στη Θεία Λειτουργία![50]
Το γεγονός, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε σύγχυση, αμηχανία και εν συνεχεία την έντονη λεκτική αντίδραση του φύλακα αλλά και των άλλων παρευρισκομένων Τούρκων, που ωστόσο στην αρχή, δεν τολμούσαν να αντιδράσουν στη θέα των στρατιωτικών.
Σε λίγο, η Αγία Σοφία γέμισε με Ρωμιούς που δε μπορούσαν να πιστέψουν το μεγαλειώδες γεγονός που εξελισσόταν μπροστά τους[51].
Ο παπα Λευτέρης συνέχιζε ατάραχος τη Θεία Μυσταγωγία με τη συνδρομή αξιωματικών και στρατιωτών στους ρόλους των ιεροψαλτών και των λαμπαδαρίων. Έτσι, η Θεία Λειτουργία κόντευε να ολοκληρωθεί.
Όμως οι Τούρκοι και πολλοί εκ μέρους του κινήματος των νεότουρκων του Ατατούρκ, άρχισαν ξαφνικά να αντιδρούν δυναμικά. Οι Έλληνες υπερασπίστηκαν όσα τελούνταν με αποτέλεσμα - την τελευταία στιγμή - να αποφευχθεί γενικευμένη σύρραξη εντός του Ναού, αν δεν παρενέβαιναν εν αρχή οι Αγγλογάλλοι κι αν δεν παρουσιαζόταν ένας Τούρκος επίσημος, ο οποίος εν τέλει διέταξε τους ομόπιστούς του να ηρεμήσουν και να αφήσουν τους Έλληνες να αποχωρήσουν ασφαλείς από τη Μεγάλη Εκκλησία[52].
Όντως, αφού ολοκληρώθηκε η Θεία Λειτουργία, ο παπα Λευτέρης, οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες αλλά και οι Ρωμιοί που βρίσκονταν στην Αγία Σοφία, αποχώρησαν χωρίς εμπόδια. Όμως, την ώρα που ο παπα Νουφράκης βρισκόταν στον περίβολο της Μεγάλης Εκκλησίας, δέχτηκε την άνανδρη επίθεση κάποιου Τούρκου, ο οποίος τον τραυμάτισε στον ώμο, όχι όμως ιδιαίτερα σοβαρά.
Το γεγονός ότι ο παπα Λευτέρης λειτούργησε στην Αγία Σοφία[53], έγινε αμέσως ευρύτατα γνωστό στους Ρωμιούς της Πόλης, στους στρατιώτες που όδευαν προς την Κριμαία και φυσικά στους εκπροσώπους των δυνάμεων της Αντάντ στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι κατόπιν διαβήματος εκ μέρους του σουλτάνου Μεχμέτ Στ΄, διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον Ελευθέριο Βενιζέλο για την πρόκληση που προκάλεσε το γεγονός. Εξαιτίας αυτής της αντίδρασης λίγο έλειψε να δημιουργηθεί σοβαρότατο διπλωματικό επεισόδιο εις βάρος της Ελλάδας, γεγονός που ανάγκασε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αποδοκιμάσει δημόσια και να αποκηρύξει διεθνώς τόσο το συμβάν όσο και τον πρωταγωνιστή του, Αρχιμανδρίτη Ελευθέριο Νουφράκη. Όμως, στη συνέχεια, όχι μόνο τον επαίνεσε αλλά τον παρασημοφόρησε για την ηρωική και ύψιστης σημασίας πράξη του, που έκανε πραγματικότητα το πιο ιερό όνειρο του Γένους των Ελλήνων[54].
Ο πολεμικός ανταποκριτής του Εκστρατευτικού Σώματος της Ουκρανίας, Κώστας Μισαηλίδης, αναφέρει στα "Πολεμικά Φύλλα" του[55], μεταξύ των άλλων:
"Όταν τα ελληνικά καράβια στα 1919 περνούσαν από την Πόλη μεταφέροντα τη 2α και τη 13η μεραρχίες μας στη Ρωσία, ο Νουφράκης μ΄ έναν όμιλον αξιωματικών της 2ας Μεραρχίας βγήκαν στην Πόλη, τράβηξαν ίσια στην Αγια-Σοφιά. Μόλις βρέθηκαν εκεί μέσα, ο παπα Νουφράκης φορεί ευθύς το πετραχήλι του κι αρχινά τη Λειτουργία. Οι Τούρκοι φύλακες της Αγια-Σοφιάς ξαφνιάζονται, αγριεύουν, ειδοποιούν κι άλλους και σε λίγο γεμίζει η Εκκλησία από Τούρκους με πιστόλια στο χέρι. Ο Νουφράκης δεν ταράζεται κι εξακολουθεί τη Λειτουργία του. Οι αξιωματικοί μας βγάζουν όλοι τα πιστόλια, αποφασισμένοι να σκοτωθούν όλοι εκεί μέσα. Και ποιος ξέρει τι θα γινότανε μέσα στην Αγια-Σοφιά, αν δεν πρόφταιναν Άγγλοι και Γάλλοι αξιωματικοί να χωρίσουν τους έτοιμους να πετσοκοπηθούν Έλληνας και Τούρκους".
Ο αντιστράτηγος Δημήτριος Βακάς, συμπληρώνει[56] για το πρόσωπο και την εν γένει πατριωτική δράση του Αρχιμανδρίτη Ελευθερίου Νουφράκη:
"Το επεισόδιον της λειτουργίας στην Αγια-Σοφιά που προκάλεσε αναβρασμό μεταξύ των Τούρκων, περιήλθε εις γνώσιν του αειμνήστου Κυβερνήτου Βενιζέλου, όστις βραδύτερον καλέσας τούτον, τον επετίμησεν, αλλά συγχρόνως τον συνεχάρη δια την πατριωτικήν του πρωτοβουλίαν, ειπών εις αυτόν: "Άν είχα ακόμα δέκα παπάδες σαν και σένα, θα μπορούσα να κατορθώσω πολλά πράγματα". Ο αξέχαστος ούτος στρατιωτικός ιερεύς ήτο γνωστός εις όλον τον τότε στρατιωτικόν κόσμον και φυσικά και εις τον Μεγαλουργόν Κυβερνήτην δια την υπέροχον πατριωτικήν του δράσιν. Ο ατρόμητος παπα Νουφράκης κατά την μάχη της Δοϊράνης, φέρων ένα τεράστιο πιστόλι "Μάνλιχερ", με κοντάκι και αορτήρα, λάφυρο βουλγαρικό προηγούμενης μάχης, μεταβαίνει από λόχον σε λόχο και από τάγμα σε τάγμα, ενθαρρύνων και ενθουσιάζων τους άνδρας, αλλά και τιθέμενος επί κεφαλής τμήματος, του οποίου ο ηγήτωρ είχε τεθεί εκτός μάχης. Από τα τμήματα πάλιν της πρώτης γραμμής μετέβαινεν εις τον σταθμόν Διοικήσεως του Συντάγματος (1ου Σερρών) πληροφορών περί της θέσεως των διαφόρων τμημάτων, χρησιμεύων ούτω ως σύνδεσμος μεταξύ των τμημάτων της πρώτης γραμμής και της Διοικήσεως του Συντάγματος.
Κατά τας ημέρας που ο στρατός ευρίσκετο εις καταυλισμούς αναπαυόμενος, ο παπα Νουφράκης ήτο πάλιν αεικίνητος, μεταβαίνων διαδοχικώς εις όλα τα τμήματα δις και τρις του μηνός δια να τελέση λειτουργίας εις τα τμήματα της δικαιοδοσίας του, αλλά και εις τα γειτονικά των άλλων μονάδων.
Εις την εκστρατείαν της Ρωσίας εζήτησεν επιμόνως να λάβη μέρος, παρουσιασθείς εις το Γενικόν Στρατηγείον και αξιώσας τούτο ως ρουσφέτι, γιατί ο ατρόμητος αυτός λειτουργός του Υψίστου είχεν οραματισθεί την Αγια-Σοφιά!".
Στο προσωπικό του ανέκδοτο αυτόγραφο "ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ", το οποίο φυλάσσεται στο Ιστορικό Μουσείο της γενέτειράς του, στις Αλώνες Ρεθύμνου, ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης αναφέρεται ρητά στο ανδραγάθημά του στην Αγια Σοφιά, σε δυο τουλάχιστον σημεία.
Χαρακτηριστικά, στο πρώτο αναφέρει ότι είναι ευγνώμων που τον αξίωσε ο Παντοδύναμος Θεός και του "έλαχε ο κλήρος" να μπει στην Αγιά Σοφιά νικητής και τροπαιούχος[57] "μ΄ άλλα πλείστα παιδιά της 2ης Μεραρχίας" και να αναπέμψει "ύμνους, θούρεια και ευχαριστίας εξ όλης ψυχής και ευσεβείας στον Πανάγαθο, Φιλεύσπλαχνο και κραταιό Θεό".
Στο δεύτερο σημείο της αναφοράς του γίνεται πιο αναλυτικός και ταυτόχρονα διδακτικός.
Συγκεκριμένα αποσπασματικά:
"Και μόλις εις την Πόλιν μας (εις το Βυζάντιον) εφθάσαμεν αισίως
με μια φωνή ετραβήξαμεν εις τον Ναόν οσίως.
Η ημέρα ήτο βροχερή ως και συννεφιασμένη
μα εμείς απ΄ ενθουσιασμόν όλοι μας θεργιεμένοι.
Έχοντες επί κεφαλής Λάκωνα Γαργαλίδην (Π.Δ.Μ.Π)
ευθυτενείς τραβήξαμεν πεζή και διαρρήδην.
Ναι!! στον Ναόν ετρέξαμεν χριστιανικά αμέσως
και μέσα ευρεθήκαμεν! χωρίς κανένα μέσον.
Κι εψάλαμεν τα θούρεια, ύμνους κι ευχαριστήσεις
στην πανσοφία του Θεού δια τας προτιμήσεις
να πέση ο κλήρος εις ημάς με ξίφη μας να ΄μπούμεν
εις τον Ναόν τον θρυλικόν και να προσευχηθούμεν.
Κι όταν οι Χοτζάδες άρχισαν πολύ να αγριεύουν
εγώ πλειά εβροντοφώνησα ήσυχοι για να μένουν
ώσπου να συμπληρώσωμεν όλην την προσευχήν μας
κι έπειτα θα ζητήσωμεν για Οδησσόν γραμμήν μας.
Αυτά όλα έγιναν προς δόξαν του Σταυρού μου
του απαρχής καλού εμπνευστού για λύπην του εχθρού μου.
Ναι!! ουδέποτε εκάκιωσα για τόσας τας πικρίας
ούτε δε και απήργησα για πλείστας αδικίας
για αμοιβάς ατομικάς προς χάριν του συνόλου
που υπηρετούν ...πιστά, αγνά και άνευ δόλου.
Γιατί εθεώρουν σκύβαλα την ύλην, τους επαίνους
παρέμενα απτόητος με τ΄ ανθηρού του μένους.
Έτσι κι όταν στην κάθοδον τσ΄ άκουσα να μου ψάλλουν!!
παράπονα παράλογα και να με διαβάλλουν
πως δήθεν ΄γω δυσχαίρανα επίσκεψιν Ναού μας!!
εύκολα τσ΄ απεστόμωσα προς δόξαν του Σταυρού μας!
Τότε των είπα πως εγώ είμαι έτοιμος! εμπρός των!
... τους βάλω για καλά κι εκτοπισθεί ο εχθρός των!
Αρκεί καρδιά να δείξουνε για να μ΄ ακολουθήσουν
και μην τα νώτα στρέψουνε και ματαιοπονήσουν!
Τότε πλειά με αφήκανε κι άλλαξαν ομιλία
κι έτσι επροσπεράσαμεν για την Μικράν Ασίαν.
..........................................................................
Αυτήν την γλώσσαν εύρηκα να ομιλώ σταράτα
και δεν τα μετανόησα που πήρα αυτήν την στράτα.
Πικρά είναι η αλήθεια μα πρέπει να λαλήται
διότι μόνον με αυτήν ο κόσμος ωφελείται ..."
Η πράξη του Αρχιμανδρίτη Ελευθέριου Νουφράκη μέσα στον Ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη[58], αναπτέρωσε τις ελπίδες και ενδυνάμωσε τους αγώνες των Ελλήνων για πλήρη δικαίωση των εθνικών τους πόθων.
Στο πλαίσιο της διασυμμαχικής εκστρατείας στην Κριμαία, η συμμετοχή της Ελλάδας ήταν απ΄αρχής έντιμη και στεφανωμένη την ευθιξία της ένδοξης αιώνιας αγωνιστικής ιστορίας της[59]. Όταν τα δεκαοχτώ μεταγωγικά και άλλα πολεμικά πλοία, στα οποία είχαν επιβιβαστεί μονάδες του Ελληνικού Στρατού (Α΄ Σ.Σ.), απέπλευσαν από το λιμάνι Ελευθερών Καβάλας την 30 Απριλίου 1919, ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζαφειρίου εξέδωσε την ημερήσια διαταγή της 1ης Μεραρχίας του Α΄ Σώματος, στην οποία ανέφερε τα εξής:
"Οπουδήποτε και αν διευθυνθώμεν, πάντως πρόκειται να ελευθερώσωμεν υποδούλους αδελφούς μας. Ο ενθουσιασμός υπό του οποίου πάντες πληρούμεθα είναι λίαν δικαιολογημένος, είναι όμως αδικαιολόγητος οιοσδήποτε απρεπής τρόπος εκδηλώσεως αυτού", απευθυνόμενος στους στρατιώτες του οι οποίοι δε γνώριζαν ακόμη σε ποιο ακριβώς λιμάνι κατευθύνονταν[60].
Η νηοπομπή έφτασε την 1 Μαΐου στη Γέρα της Λέσβου και τα ξημερώματα της 2 Μαΐου, με επίσημο διάγγελμα του Έλληνα πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου, ανακοινώθηκε η Σμύρνη της τρισχιλιετούς ελληνικής ιστορίας ως ο τελικός προορισμός της.
Η αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού άρχισε την επομένη το πρωί στην προκυμαία της Σμύρνης, εν μέσω θυελλώδους ενθουσιασμού εκ μέρους πυκνού πλήθους Ελλήνων που είχε συγκεντρωθεί από πολύ νωρίς για να τον υποδεχτεί. Η μεγαλύτερη ιστορική περιπέτεια και τραγωδία[61] του Ελληνικού Γένους μόλις είχε αρχίσει και μάλιστα μ΄αυτόν τον μεγαλειώδη, συγκινητικό και με ανείπωτη πατριωτική έξαρση τρόπο.
Δυστυχώς, η εντολή των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ προς την Ελλάδα, περί της ασφάλειας της Σμύρνης και της ευρύτερης περιοχής της από τον Ελληνικό Στρατό, ήταν νεφελώδης, διότι όπως σημειώνουν και οι έγκριτοι καταξιωμένοι ιστορικοί Κ. Μεγαλοκονόμος[62] και Κ. Φωτιάδης[63], οι σύμμαχοι της Ελλάδας απέστειλαν εκεί τους Έλληνες στρατιώτες όχι για να αποκαταστήσουν τα πατρώα δίκαια του Ελληνισμού στις προαιώνιες ρίζες του, αλλά για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους αλληλοσυγκρουόμενα οικονομικοπολιτικά συμφέροντα. Η απόφασή τους αυτή "επρόκειτο περισσότερο για απόρροια των ενδοσυμμαχικών συγκρούσεων παρά για συνειδητή απόφαση στήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μικρά Ασία".[64]
Οι Έλληνες όμως πίστεψαν σ΄αυτό το ελπιδοφόρο φτερούγισμα του Ελληνισμού στην ιερή γη της Ιωνίας, στη γη των πατέρων τους. Πήγαν εκεί, στο όνομα της εθνικής τους συνείδησης[65] να δώσουν έναν ακόμα απελευθερωτικό αγώνα, ο οποίος όμως υπονομεύτηκε από τους συμμάχους που στήριξαν την ανέλιξη του Μουσταφά Κεμάλ στην εξουσία και το Κίνημα των Νεότουρκων.
Tην πορεία του ελληνικού στρατεύματος στη γη της Ιωνίας ακολούθησε και ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης, αφού φτάνοντας στη Σμύρνη την 3 Ιουλίου 1919, έχοντας πλέον επιστρέψει από την εκστρατεία στην Κριμαία, εντάχθηκε αμέσως στη Στρατιά Μικράς Ασίας.
Ο ίδιος στο ανέκδοτο χειρόγραφο "Ημερολόγιόν" του αναφέρει τα εξής:
"Στην Σμύρνην απεβιβάσθημεν στας τρεις του Ιουλίου (1919)
κι ετύχαμεν υποδοχής λόγου πολλού αξίου.
Στο Φρουραρχείον εύρηκα άνδρα Γερωνυμάκην
γίγαντα εις το φρόνημα κι ατρόμητον στην μάχην.
Αλλά κι εις το Σεβδίκιοϊ με δώρα εις τα χέρια
μικροί μεγάλοι εβγήκανε και μας υποδεχθήκαν
με λόγια και με τρόπους των έκθαμβους μας αφήκαν.
....................................................................................
Για σένα Ιωνία μας επήγαμε Ρωσσία
αίμα κι εκεί εδώκαμε να βγεις από δουλείαν
του Τούρκου του απαίσιου και άπιστου θηρίου
του αιμοβόρου κι άθλιου δια παντός του βίου.
Στο Δνείστερο εμείναμε μια νύκτα και μια μέρα
ώσπου να τον περάσομεν και νάρθωμε από πέρα.
Το ρεύμα όλο επλήθαινε, κόντεψε να πνιγούμεν
και να μην φθάσωμεν εδώ νάρθωμεν να σε ιδούμεν.
Μα τώρα απού σε είδαμεν χαρά ΄χωμεν μεγάλην
να βλέπωμεν Σε ελεύθερη και τιμημένην πάλιν.
Όπως Συ ήσουν απαρχής στον κόσμο ξακουσμένη
πολύ δε υπερήφανη και πολυτιμημένη.
Συ εγέννησας την ποίησιν και την φιλοσοφίαν,
Συ ήνοιξας τας αγκάλας σου στην άγια θρησκείαν
του Ιησού που έφερε εις τον κόσμον την ειρήνην
την θεσπεσίαν λευτεριάν και την δικαιοσύνην ..."
Ως τις αρχές Δεκεμβρίου 1919 η στάση των Ελλήνων ήταν αμυντική στις επιθέσεις που δέχονταν από τους Τούρκους. Την άνοιξη όμως του 1920 άρχισε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην ενδοχώρα. Ο παπα Λευτέρης έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, όχι μόνο ως ιερέας ανταποκρινόμενος στο ιερατικό του καθήκον αλλά και ως εμψυχωτής των στρατιωτών, καθώς και ο ίδιος μετείχε πολεμιστής στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Στην τρομερή μάχη της 27 Μαρτίου 1921 που έδωσε το 34ο Σύνταγμα Πεζικού για την υπεράσπιση του Τομλού-Μπουνάρ[66], κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ, που σήμανε την άτακτη υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων προς την Κιουτάχεια, επιτρέποντας μάλιστα στο Α΄ Σώμα Στρατού να φτάσει στο Ουσάκ, ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο 1ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Σμύρνης. Παρά την αρκετά μακρά παραμονή του στο νοσοκομείο (πλέον του μήνα), αποφασίστηκε από τους θεράποντες γιατρούς να μεταφερθεί στην Αθήνα για περαιτέρω θεραπεία. Εκεί "ο χειρουργός Χρυσοσπάθης με μεγάλο επιτελείον, με εντριβάς και ηλεκτρισμούς ..." (απόσπασμα από το χειρόγραφο ανέκδοτο "Ημερολόγιόν" του) κατόρθωσε να βελτιώσει την κατάστασή του, προκειμένου σε συνέχεια της θεραπείας να μεταβεί στην Αιδηψό για ιαματικά λουτρά.
Μετά από μικρό διάστημα και με έντονο τον πόθο να επιστρέψει στα πεδία των μαχών, ο ίδιος σημειώνει:
"Τας βακτηρίας άφησα κι άρπαξα το ραβδί μου
κι από λίγο κουτσαίνοντας έφυγα για τιμή μου,
το Σύνταγμά μου για να βρω στην Άγκυρα να πάω
κι από αυτό ολότελα πλειά να μην αλαργάρω".
Έτσι έφτασε στη Σμύρνη και παρουσιαζόμενος στο Φρουραρχείο ζήτησε να αναχωρήσει αμέσως για τη μονάδα του.
"Μ΄ απέτρεψαν τον δύσμοιρο και μου ΄λεγαν λυπήσου
ο πόδας σου δεν ειν΄ καλά, τα νειάτα σου σπλαχνίσου ...".
Τον Σεπτέμβριο του 1921 και παρά την επιμονή του Φρουραρχείου για το αντίθετο, ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης επαναπροωθήθηκε στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού και στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου και συμμετείχε στην τελευταία σημαντική στρατιωτική επιχείρηση στη Μικρά Ασία, την απόκρουση από τον Ελληνικό Στρατό της τουρκικής επίθεσης στο Αφιόν Καραχισάρ την περίοδο από 17 έως 25 Σεπτεμβρίου 1921, διακρινόμενος ιδιαίτερα στην κατάληψη του υψώματος Ίν-Τεπέ.
Φτάνοντας ο Αύγουστος του 1922[67], ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης έγινε μάρτυρας της απερίγραπτης βιβλικής καταστροφής και του ξεριζωμού[68] που υπέστη ο Ελληνισμός στη Μικρά Ασία και συγχρόνως του "θανάτου" της Μεγάλης Ιδέας του Γένους[69] που "τάφηκε" στην κοιλάδα του Αλή Βεράν.
Οι Τούρκοι τσέτες μπήκαν στη Σμύρνη, την 27 Αυγούστου 1922[70].
Ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης, δοκιμάζοντας την ύψιστη συντριβή από την ανείπωτη αυτή τραγωδία του Ελληνισμού[71], αναγκάστηκε να εγκαταλείψει μαζί με τους άλλους Έλληνες στρατιώτες την ιερή Ιωνία γη, την 1η Σεπτεμβρίου 1922. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ζήτησε αμέσως να μεταβεί στον Έβρο και να ενσωματωθεί στις στρατιωτικές μονάδες που βρίσκονταν εκεί, ενώπιον του κινδύνου να χαθεί και η Ανατολική Θράκη. Αποτέλεσμα ήταν να ενταχθεί στη δύναμη του Δ΄ Σώματος Στρατού. Οι αποφάσεις όμως της Αντάντ είχαν ήδη ληφθεί κι έτσι η Ανατολική Θράκη παραχωρήθηκε αμαχητί στον Μουσταφά Κεμάλ. Είχε προηγηθεί η υπογραφή της Ελλάδας στη "Συνθήκη Ειρήνης" (24 Ιουλίου 1923) μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας, σημαίνοντας τη σύγχρονη ιστορία της.
Κατόπιν όλων αυτών, ο Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης επέστρεψε στην Αθήνα. Με αίτησή του μονιμοποιήθηκε ως στρατιωτικός ιερέας και ιεροκήρυκας στον Ελληνικό Στρατό, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε μονάδες της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών ασκούμενος στην αρετή, στη νηστεία, στην προσευχή, ιερουργώντας και βοηθώντας εκείνους που είχαν πνευματική αλλά και υλική ανάγκη[72], διατηρώντας ο ίδιος ακραία ασκητική ζωή για τον εαυτό του σε χώρο που του παραχωρήθηκε εντός στρατοπέδου στην περιοχή των Αμπελοκήπων.
Την 14 Οκτωβρίου 1929 (Εγκύκλιος 462/1929), "επεστρατεύθη εκουσίως δυνάμει του νόμου 4191, απονεμομένης αυτώ συντάξεως ανωτέρου βαθμού", απόφαση η οποία του κοινοποιήθηκε την 1η Νοεμβρίου 1929 (Α.Π. 226844/25.11.1919).
Την 26 Φεβρουαρίου 1934 "μετετάχθη εις την κατάστασιν της αυτεπαγγέλτου αποστρατείας λόγω σωματικής ικανότητος" (Ν.5617 Δ.Ε.Δ.1934, 26 Φεβρουαρίου, Εγκύκλιος 161/34) με τον βαθμό του Αντισυνταγματάρχη. Ήταν τότε περίπου 60 ετών.
Η ολέθρια κατάληξη της Μικρασιατικής περιπέτειας για τον Ελληνισμό, ήταν το γεγονός από το οποίο δε μπόρεσε να συνέλθει ποτέ.
Κι όμως, παρά το ότι ο παπα Νουφράκης πλησίαζε την ηλικία των 70 ετών τις ώρες όπου οι Ιταλοί κήρυτταν τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας (28 Οκτωβρίου 1940), δεν παρέμεινε άπρακτος. Έτσι και παρά την κλονισμένη υγεία του, με "ανακαινισθείσαν ως αετού νεότητα" (Ψαλμ. 102,5), παρουσιάστηκε στο Φρουραρχείο Αθηνών και ζήτησε να ανακληθεί στην υπηρεσία ώστε να προωθηθεί στο Μέτωπο και να αναλάβει δράση. Αρχικά οι υπεύθυνοι για την επιστράτευση αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του, προφανώς λόγω της κατάστασης της υγείας του. Όμως μπροστά στο σθένος και την ιερή επιμονή του, κατόρθωσε τελικά να λάβει φύλλο πορείας.
Στα βουνά της Βορείου Ηπείρου[73] ο παπα Λευτέρης σήκωσε και πάλι ψηλά τη Σημαία του Αγώνα ευλογώντας και ενθαρρύνοντας με κουράγιο, πίστη και δύναμη τους πολεμιστές κι όταν το καλούσε η περίπτωση πολεμούσε κι εκείνος στο πλευρό τους ως απλός στρατιώτης[74]. Οι κακουχίες όμως του χειμώνα 1940-41 ήταν περισσότερες από κείνες που θα μπορούσε να αντέξει, με αποτέλεσμα να πάθει σοβαρά κρυοπαγήματα, να αποσυρθεί στα μετόπισθεν και εν τέλει να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου και νοσηλεύτηκε. Όμως παρά τη διθυραμβική νίκη των ελληνικών δυνάμεων έναντι του φασισμού, ο παπα Νουφράκης είδε τους Γερμανούς κατακτητές να εισέρχονται στην Αθήνα, την 27 Απριλίου 1941 και να καταλαμβάνουν εν τέλει, παρά τον επικό αμυντικό της αγώνα (20-29 Μαΐου), την Κρήτη, την 29 Μαΐου 1941.
Κάθε στιγμή διαλαλούσε και κήρυττε πως "κάθε θυσία ποτίζει το δέντρο του αγώνα και της λευτεριάς που ξανανθίζει για να ξανακαρπίσει" κι ας βίωνε ο ίδιος αβάσταχτη τη λύπη στη ψυχή του. Τα παράσημα ανδρείας και οι διακρίσεις που έλαβε απ΄τις συνολικά 27 μάχες της συμμετοχής του την περίοδο 1912-1922, μαρτυρούσαν το γενναίο και ακατάβλητο του χαρακτήρα του[εκκρεμεί παραπομπή]. Είχαν περάσει τέσσερις περίπου μήνες από την ημέρα που οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα και η υγεία του ολοένα χειροτέρευε. Η δύσκολη ψυχοσωματική του κατάσταση οδήγησε αυτή την εμβληματική μορφή του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στον ειρηνικό του θάνατο στην Αθήνα, την 5 Αυγούστου 1941, περνώντας στην αιωνιότητα μετεωριζόμενος στους ουρανούς του θρύλου και του ιδανικού. Η νεκρώσιμος ακολουθία για την κηδεία του έγινε την επομένη 6 Αυγούστου 1941 στον Άγιο Θεράποντα Ζωγράφου παρουσία των αδερφών του Μαρία Αλεβυζάκη και Δέσποινα Καλλιτσουνάκη καθώς και των ανηψιών του πατέρα Ιωσήφ Νουφράκη και Βαρδή Αλεβυζάκη όπως φαίνεται σε νεκρώσιμο αγγελία που δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολη στις 6 Αυγούστου 1941.
Αργότερα και κατόπιν εκπεφρασμένης επιθυμίας του, τα οστά του μεταφέρθηκαν στη γενέτειρά του, στις Αλώνες Ρεθύμνου, όπου ενταφιάστηκαν πλησίον εκείνων των γονέων και των αδελφών του.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.