ιδρυτής και πρώτος αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αύγουστος (Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus, 23 Σεπτεμβρίου 63 π.Χ. - 19 Αυγούστου 14 μ.Χ.) ήταν Ρωμαίος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας, κυβερνώντας τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από το 27 π.Χ. μέχρι τον θάνατο του το 14 μ.Χ.[21]
Γεννήθηκε ως Γάιος Οκτάβιος Θουρίνος, σε έναν παλιό και πλούσιο κλάδο του πληβείου γένους των Οκταβίων. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου Ρούφου, ανθυπάτου, και της Ατίας Βάλβας, που η μητέρα της Ιουλία η Νεότερη ήταν αδελφή του Ιουλίου Καίσαρα. Ήταν λοιπόν μικρανιψιός του Ιουλίου Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε και τον όρισε κληρονόμο του. Έτσι έλαβε το επώνυμο (nomen) αυτού: Ιούλιος Καίσαρ, αλλά είχαν το ίδιο μικρό όνομα (praenomen): Γάιος. Έτσι, ο περίγυρός του, για να μην τον συγχέει με τον θείο του, τον αποκαλούσε Οκταβιανό (μικρό Οκτάβιο). Όταν ο Ιούλιος Καίσαρ δολοφονήθηκε το 44 π.Χ., ο Οκταβιανός, ο Μάρκος Αντώνιος και ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος σχημάτισαν τη Δεύτερη Τριανδρία, για να τιμωρήσουν τους δολοφόνους του Καίσαρα. Μετά τη νίκη τους στη μάχη των Φιλίππων, χώρισαν τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία μεταξύ τους και κυβέρνησαν ως στρατιωτικοί δικτάτορες[22]. Η Τριανδρία τελικά διαλύθηκε εξαιτίας των ανταγωνιστικών φιλοδοξιών των μελών της. Ο Λέπιδος οδηγήθηκε στην εξορία και καθαιρέθηκε από τη θέση του, ενώ ο Αντώνιος αυτοκτόνησε μετά την ήττα του στη ναυμαχία του Ακτίου από τον Οκταβιανό το 31 π.Χ.
Μετά την κατάρρευση της Δεύτερης Τριανδρίας, ο Αύγουστος αποκατέστησε την προς τα έξω εικόνα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, εμπιστευόμενος την κυβερνητική εξουσία στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Ωστόσο, στην πράξη παρέμενε απόλυτος μονάρχης. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να οριστικοποιηθεί το θεσμικό πλαίσιο, μέσω του οποίου ένα πρώην δημοκρατικό κράτος μετατράπηκε σε μοναρχία, οδηγώντας στην ίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ιδιότητα του αυτοκράτορα δεν ήταν ποτέ ένα δημόσιο αξίωμα, όπως αυτό του δικτάτορα, στο οποίο ο Καίσαρ και ο Σύλλας είχαν ανέλθει στο παρελθόν. Μάλιστα, ο Οκταβιανός, όταν ο ρωμαϊκός λαός τον προέτρεψε να γίνει δικτάτορας, αρνήθηκε.[23] Δια νόμου ο Οκταβιανός απέκτησε ένα σύνολο από εξουσίες που του πρόσφερε διά βίου η Σύγκλητος, όπως του τριβούνου των πληβείων (tribunus plebis) και του τιμητή (censor). Ήταν, επίσης, ύπατος (consul) μέχρι το 23 π.Χ.[24] και ανθύπατος (proconsul). Την ισχύ του υποστήριξαν η οικονομική ενίσχυση που προήλθε από τους πολέμους και τις κατακτήσεις, η οικοδόμηση σχέσεων πατρωνίας σε όλα τα μήκη της αυτοκρατορίας, η πίστη που έδειχναν στο πρόσωπό του ο στρατός και οι βετεράνοι, οι εξουσίες που απέρρεαν από τα πολλά αξιώματα, που του προσέφερε η Σύγκλητος και ο σεβασμός του απλού λαού. Ο άγρυπνος έλεγχος που ο Αύγουστος ασκούσε στην πλειοψηφία των ρωμαϊκών λεγεώνων, αποτελούσε ένα μέσο επιβολής απέναντι στη Σύγκλητο, που του επέτρεπε να κατευθύνει τις αποφάσεις της.
Η ηγεμονία του Αυγούστου αποτέλεσε την αφετηρία μιας σχετικά ειρηνικής περιόδου, που είναι γνωστή ως Pax Romana, δηλαδή Ρωμαϊκή Ειρήνη. Παρά τους συνεχείς πολέμους στα σύνορα και έναν εμφύλιο πόλεμο για τη διαδοχή της αυτοκρατορίας, η Μεσόγειος γνώρισε την ειρήνη για πάνω από δύο αιώνες. Ο Αύγουστος επέκτεινε τα εδάφη της αυτοκρατορίας, διασφάλισε τα σύνορά της με τα υποτελή γειτονικά έθνη και συνήψε ειρήνη με την Παρθία χρησιμοποιώντας διπλωματικά μέσα. Μεταρρύθμισε το φορολογικό σύστημα, φρόντισε για την κατασκευή οδικού δικτύου και επίσημου κρατικού «ταχυδρομείου», συγκρότησε μόνιμο στρατό και έναν μικρό στόλο, ίδρυσε την Πραιτωριανή Φρουρά, καθώς και αστυνομικό και πυροσβεστικό σώμα για την πόλη της Ρώμης, μεγάλο μέρος της οποίας οικοδομήθηκε εκ νέου, κατά τη διάρκεια της θητείας του. Τέλος, συνέγραψε την αυτοβιογραφία του, γνωστή ως Res Gestae Divi Augusti, η οποία επιβιώνει ως τις μέρες μας.
Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας θεοποιήθηκε από τη Σύγκλητο, ο Οκταβιανός πρόσθεσε το divi filius (θεού υιός) στο όνομά του. Όταν ανέλαβε την Αρχιστρατηγία, πρόσθεσε το Imperator και όταν έλαβε τον θρησκευτικό τίτλο τού Σεβαστού πρόσθεσε το Augustus, έτσι το όνομά του τελικά έγινε Imperator Caesar divi filius Augustus. Έγινε μέγιστος ιερέας (pontifex maximus) και ύπατος (consul).
Μετά τον θάνατο του το 14 μ.Χ. η Σύγκλητος του απέδωσε τη θεϊκή ιδιότητα και όρισε τη λατρεία του από τους Ρωμαίους. Τα ονόματα Αύγουστος και Καίσαρ υιοθετήθηκαν από όλους τους μετέπειτα Αυτοκράτορες, ενώ ο μήνας Έκτος (Sex) μετονομάστηκε επισήμως Αύγουστος προς τιμήν του Αυτοκράτορα, όνομα που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Διάδοχός του ορίστηκε ο θετός του γιος, ο Τιβέριος.
Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 23 Σεπτεμβρίου 63 π.Χ. και του δόθηκε το όνομα Γάιος Οκτάβιος.[25] Ήταν μέλος του παλαιού και πλούσιου κλάδου της πληβείας οικογένειας των Οκταβίων από την πλευρά του πατέρα του. Η μητέρα του, που ονομαζόταν Ατία Βάλβα Καισονία, ήταν ανιψιά του Ρωμαίου πολιτικού και στρατιωτικού Γάιου Ιουλίου Καίσαρα. Ο νεαρός Οκτάβιος είχε δύο μεγαλύτερα αδέλφια: μια ετεροθαλή αδελφή, από τον πρώτο γάμο του πατέρα του, την Οκταβία την Πρεσβύτερη και μια όμαιμη αδελφή, την Οκταβία τη Νεότερη. Η οικογένεια ήταν εύπορη, χάρη στις τραπεζικές της επιχειρήσεις στο Βέλετρι, στην τοπική αριστοκρατία του οποίου ανήκαν. Ο πατέρας του Οκταβίου ήταν ο πρώτος της οικογενείας, που αποτέλεσε μέλος της Ρωμαϊκής Συγκλήτου (novus homo), προνόμιο που του αποδόθηκε, όταν ανακηρύχτηκε ταμίας (quaestor) το 70 π.Χ.
Ο νεαρός Οκτάβιος δεν πρέπει να είχε στενή επαφή με τον πατέρα του, δεδομένης της ενασχόλησης του τελευταίου με την πολιτική (το 61 π.Χ. εξελέγη πραίτωρ). Ένα από τα πρόσωπα που άσκησαν επάνω του επιρροή, ήταν ένας από τους δούλους της μητέρας του, ο Σφαίρος. Είναι πιθανόν ο Σφαίρος να τον συνόδευε στις σχολικές του υποχρεώσεις, είτε στον τόπο διαμονής του, είτε στη Ρώμη. Είχε τόσο θετική επιρροή στον μικρό του κύριο, που τελικά κέρδισε την ελευθερία του.
Όταν ολοκλήρωσε την πραιτωρική του θητεία, ο πατέρας Οκτάβιος υπηρέτησε για δύο χρόνια ως κυβερνήτης της επαρχίας της Μακεδονίας.[26] Εκεί αποδείχτηκε ικανός διοικητής. Μετά την επιστροφή του στην Ιταλία το 59 π.Χ., πριν προλάβει να θέσει υποψηφιότητα για ύπατος, απεβίωσε ξαφνικά στη Νώλα. Έτσι ο Οκτάβιος, έμεινε ορφανός από πατέρα στην ηλικία των τεσσάρων ετών.
Η μητέρα του Ατία Βάλβα ανέλαβε την εκπαίδευση του γιου της, παρέχοντάς του τη μόρφωση τού μέσου Ρωμαίου αριστοκράτη. Ο Οκτάβιος διδάχτηκε τα λατινικά και τα ελληνικά, ενώ παράλληλα εκπαιδεύτηκε στη ρητορική. Η Ατία παντρεύτηκε ξανά, όταν ο Οκτάβιος ήταν έξι ετών, αυτή τη φορά με τον Λεύκιο Μάρκιο Φίλιππο, υποστηρικτή του Ιουλίου Καίσαρα και πρώην κυβερνήτη της Συρίας.[27] Ο Φίλιππος φρόντισε τα παιδιά της σαν να ήταν πραγματικά δικά του. Εξελέγη ύπατος το 56 π.Χ. μαζί με τον Γναίο Κορνήλιο Λέντουλο Μαρκελλίνο.
Την περίοδο αυτή άρχιζε η κατάρρευση της Πρώτης Τριανδρίας, μίας πολιτικής συμμαχίας ανάμεσα στον Ιούλιο Καίσαρα, τον Πομπήιο τον Μεγάλο και τον Μάρκο Λικίνιο Κράσσο. Ο συνασπισμός αυτός έλαβε οριστικά τέλος το 53 π.Χ. με τον θάνατο του Κράσσου στην Παρθία, ενώ ο Οκτάβιος ήταν περίπου δέκα ετών. Λίγο αργότερα ο τελευταίος έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση, όταν πρωτοστάτησε στην κηδεία της γιαγιάς του Ιουλίας της Νεότερης, αδελφής του Καίσαρα.[28] Τότε τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή του θείου του.
Το 50 π.Χ. η Σύγκλητος, υποκινούμενη από τον Πομπήιο, αρνήθηκε να επιτρέψει στον Καίσαρα να θέσει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για το αξίωμα του υπάτου in absentia (ενώ απουσίαζε από την Ρώμη), τον διέταξε να διαλύσει τον στρατό του στη Γαλατία και θα τον κήρυττε εχθρό του κράτους αν δεν συμμορφωνόταν. Ο Καίσαρ πέρασε τον Ρουβίκωνα με μία μόνο λεγεώνα αρχικά και μπήκε στην Ρώμη χωρίς μάχη, ενώ ο Πομπήιος και το συγκλητικό κόμμα κατέφυγαν στην Ελλάδα. Ο Καίσαρ τους ακολούθησε και επέτυχε καθοριστική νίκη στη μάχη των Φαρσάλων, σε μια σύντομη σύρραξη το 48 π.Χ.
Την ίδια χρονιά με την καθοριστική νίκη του Καίσαρα επί του Πομπήιου, ο Οκτάβιος έγινε 15 ετών και φόρεσε για πρώτη φορά την τήβεννο (toga), ένδυμα αντιπροσωπευτικό του Ρωμαίου πολίτη, στις 18 Οκτωβρίου.[29] Ανήλθε στο πρώτο του δημόσιο αξίωμα, όταν έγινε δεκτός στον Σύλλογο των Ποντιφήκων.[29] Την υποψηφιότητά του προώθησε ο Καίσαρ. Αν και είναι άγνωστο το κατά πόσον ο Καίσαρ αφιέρωσε χρόνο, στο να του εξηγήσει την τρέχουσα στρατιωτική και πολιτική κατάσταση, ωστόσο έδειξε ενδιαφέρον για τον μικρανιψιό του. Κατά τη διάρκεια εορτασμών διόρισε τον Οκτάβιο στο αξίωμα του πολίαρχου (Praefectus urbi) μέχρι να επιστρέψει. Παρόλο που η θέση ήταν απλά τιμητική και δεν παρείχε πραγματική εξουσία, ο νεαρός Οκτάβιος είχε την ευκαιρία να προβληθεί στα μάτια του λαού.
Από το 46 π.Χ. και μετά ο Οκτάβιος ανήκε στον στενό κύκλο του Καίσαρος. Τον συνόδευε στο θέατρο, σε συμπόσια και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Μάλιστα έλαβε μέρος και στον θρίαμβο του Καίσαρα για τη νικηφόρα εκστρατεία του στην Αφρική, παρόλο που δεν είχε υπηρετήσει ποτέ στον στρατό. Σύντομα απέκτησε σημαντική επιρροή στον θείο του, τόσο που άλλοι του ζητούσαν να προωθήσει στον Καίσαρα διάφορες υποθέσεις τους.
Ο Οκτάβιος, ακολουθώντας το σύνηθες μονοπάτι των νεαρών Ρωμαίων, είχε ανάγκη από στρατιωτική πείρα, κάτι που αντιλήφθηκε ο Καίσαρ. Παρόλο που ο Οκτάβιος ασθένησε, του πρότεινε να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία του στην Αφρική. Όμως, αν και σύμφωνα με τον νόμο ήταν πλέον ώριμος άνδρας, η Ατία ήταν ακόμη σημαίνον πρόσωπο στη ζωή του και, σύμφωνα με τον Νικόλαο Δαμασκηνό, εναντιώθηκε στην ιδέα της αναχώρησής του. Τελικά ο Καίσαρ αναγνώρισε, πως προτεραιότητα αποτελούσε η διαφύλαξη της υγείας του νεαρού,[30] αλλά η Ατία επέτρεψε στον γιο της να συναντήσει τον θείο του στην Ισπανία, όπου θα γινόταν μάχη κατά των ανδρών του Πομπήιου. Ωστόσο, ο Οκτάβιος αρρώστησε και πάλι και δεν μπόρεσε να ταξιδέψει.
Μόλις ο Οκτάβιος ανέρρωσε, με τη συνοδεία μερικών φίλων, μετέβη με πλοίο στην Ισπανία. Ατυχώς το πλοίο ναυάγησε και, αφού κατάφερε να φτάσει με τους συντρόφους του στη στεριά, αναγκάστηκε να περάσει κρυφά εχθρική περιοχή για να βρεθεί στο στρατόπεδο του Καίσαρα. Αυτό εντυπωσίασε τόσο τον θείο του, που αποφάσισε να του διδάξει την τέχνη της διοίκησης των επαρχιών. Οι δύο τους έμειναν στην Ισπανία μέχρι τον Ιούνιο του 45 π.Χ., οπότε και επέστρεψαν στη Ρώμη. Όταν έφτασαν, ο Καίσαρ κατέθεσε νέα διαθήκη στις Εστιάδες Παρθένες, όπου ονόμαζε τον Οκτάβιο κυριότερο κληρονόμο του.
Μετά την επιστροφή του στη Ρώμη ο Καίσαρ κέρδιζε ολοένα και μεγαλύτερη εξουσία και επιρροή στα κρατικά ζητήματα. Ορίστηκε ύπατος για δέκα χρόνια και δικτάτωρ για την ίδια περίοδο. Του επετράπη να ορίζει κάθε χρόνο του μισούς δικαστικούς, ακόμη και να ονομάζει νέους πατρικίους. Ο Οκτάβιος, όπως και πολλοί άλλοι, επωφελήθηκε των νέων αρμοδιοτήτων του θείου του.[31]
Ευελπιστώντας να συνεχίσει την εκπαίδευση του Οκταβίου, προς τα τέλη του 45 π.Χ. ο Καίσαρ έστειλε τον Οκτάβιο και μερικούς φίλους του, τον Αγρίππα, τον Μαικήνα και τον Ρούφο, στην Απολλωνία της Ιλλυρίας. Εκεί ο Οκτάβιος δεν πήρε μόνο ακαδημαϊκές γνώσεις, αλλά έμαθε τον αυτοέλεγχο και τις στρατιωτικές τακτικές. Ο Καίσαρ ωστόσο δεν είχε στο μυαλό του μονάχα την εκπαίδευση του μικρανιψιού του. Η Μακεδονία ήταν έδρα πέντε λεγεώνων και ήλπιζε να τη χρησιμοποιήσει ως βάση για μελλοντικό πόλεμο με την Παρθία στη Μέση Ανατολή.[32] Κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών του διόρισε τον Οκτάβιο επικεφαλής του ιππικού (Magister Equitum) για το έτος 43 π.Χ., κάνοντάς τον δεύτερο ισχυρότερο ιεραρχικά άνδρα του κράτους στην ηλικία των 19 ετών.
Εντούτοις ο πόλεμος με την Παρθία δεν έλαβε χώρα ποτέ, ούτε και η προαγωγή του Οκταβίου. Όσο ήταν ακόμη στην Απολλωνία, έφθασαν νέα πως ο Καίσαρ δολοφονήθηκε στις Ειδούς του Μαρτίου του 44 π.Χ. Τότε έγινε και ευρέως γνωστό, πως ο Καίσαρ είχε υιοθετήσει τον νεαρό και τον είχε ονομάσει διάδοχό του και τότε ο Οκτάβιος άλλαξε το όνομά του σε Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. Ωστόσο, ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του Καίσαρα. Αγνοώντας τις συμβουλές ορισμένων αξιωματικών τού στρατού να καταφύγει με τους άνδρες του στη Μακεδονία, ο Οκταβιανός έπλευσε στην Ιταλία για να διεκδικήσει την κληρονομιά του.
Όταν ο Οκταβιανός αποβιβάστηκε στην Ιταλία, σε μια περιοχή κοντά στο σημερινό Μπρίντιζι (λατ. Brundisium, Βρινδήσιο), έμαθε το περιεχόμενο της διαθήκης του Καίσαρα και μόνο τότε αποφάσισε να γίνει πολιτικός κληρονόμος του θείου του αλλά και των δύο τρίτων της προσωπικής του περιουσίας.[33] Τότε έγινε ευρέως γνωστό πως ο Καίσαρ είχε υιοθετήσει τον νεαρό και τον είχε ονομάσει διάδοχό του. Ως αποτέλεσμα, ο Οκτάβιος άλλαξε το όνομά του σε Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. Απέκτησε δηλαδή το όνομα του Καίσαρα, στο οποίο σύμφωνα με τον νόμο συνένωσε το όνομα της βιολογικής του οικογένειας. Στην πράξη δεν έχουμε σήμερα αποδείξεις πως πράγματι χρησιμοποίησε ποτέ το όνομα Οκταβιανός, μιας και υποδείκνυε την ταπεινή του καταγωγή.[34][35] Ο Μάρκος Αντώνιος πολύ αργότερα υποστήριξε πως ο Οκταβιανός πέτυχε την υιοθεσία του κάνοντας ερωτικές παραχωρήσεις, αν και ο Σουητώνιος θεωρεί την κατηγορία αυτή πολιτικό λίβελο.[36]
Για να εισέλθει επιτυχώς στην κλίμακα της ρωμαϊκής πολιτικής ιεραρχίας ο Οκταβιανός δεν μπορούσε να βασιστεί στα περιορισμένα οικονομικά μέσα που είχε στη διάθεσή του.[37] Αφού έτυχε θερμής υποδοχής στο Μπρίντιζι από τον στρατό,[38] απαίτησε μέρος των κεφαλαίων που είχαν συγκεντρωθεί για τον πόλεμο κατά της Παρθίας στη Μέση Ανατολή.[32] Το ποσό ανερχόταν σε 700 εκατομμύρια σηστερτίους που είχαν αποθηκευτεί στο Βρινδήσιο, το σημείο αναχώρησης του στρατού για τις εκστρατείες στην Ανατολή.[39] Μια κατοπινή έρευνα της Συγκλήτου σχετικά με την εξαφάνιση του δημόσιου χρήματος δεν επέφερε κυρώσεις στον Οκταβιανό, μια και το χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει εκστρατεία κατά του επικινδυνότερου εχθρού της Συγκλήτου, του Μάρκου Αντώνιου.[38] Ο Οκταβιανός έκανε μια νέα γενναία κίνηση το 44 π.Χ. όταν διεκδίκησε τον ετήσιο φόρο που εστάλη από τις ρωμαϊκές επαρχίες της Εγγύς Ανατολή στην Ιταλία, χωρίς να λάβει επίσημη άδεια.[35][40] Ο Οκταβιανός άρχισε να προετοιμάζει τα προσωπικά του στρατεύματα ενισχύοντάς τα με τους βετεράνους του Καίσαρα και με στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί για τον πόλεμο κατά της Παρθίας. Την υποστήριξή τους την εξασφάλισε προβάλλοντας τον εαυτό του ως κληρονόμο του Καίσαρα.[41] Κατά τη διάρκεια της προέλασής του στην Ιταλία με προορισμό τη Ρώμη η παρουσία του Οκταβιανού και τα χρήματα που συγκέντρωσε προσέλκυσαν πολλούς, ανάμεσα στους οποίους τους βετεράνους του Καίσαρα που στρατοπέδευαν στην Καμπανία.[35] Μέχρι τον Ιούνιο διέθετε έναν στρατό 3.000 πιστών βετεράνων, καθένας από τους οποίους πληρωνόταν μισθό 500 δηναρίων.[42][43][44]
Φτάνοντας στη Ρώμη, στις 6 Μαΐου 44 π.Χ.,[35] ο Οκταβιανός βρήκε τον ύπατο Μάρκο Αντώνιο, πρώην συνεργάτη του Καίσαρος, σε μια άτυπη συμμαχία με τους δολοφόνους του δικτάτορα. Οι τελευταίοι εξασφάλισαν γενική αμνηστία στις 17 Μαρτίου, ωστόσο ο Αντώνιος πέτυχε να διώξει τους περισσότερους από τη Ρώμη.[35] Αυτό χάρις στον «πύρινο» λόγο που εκφώνησε κατά τη διάρκεια της κηδείας του Καίσαρος, ο οποίος έστρεψε τον λαό κατά των δολοφόνων.[35] Παρόλο που ο Αντώνιος έχαιρε μεγάλης πολιτικής υποστήριξης, ο Οκταβιανός είχε ακόμη την ευκαιρία να διεκδικήσει την αρχηγία της πολιτικής παράταξης των υποστηρικτών του Καίσαρα (των Λαϊκών, λατ. "populares"). Ο Μάρκος Αντώνιος είχε πέσει στη δυσμένεια πολλών όταν εναντιώθηκε αρχικά στην απόδοση στον Καίσαρα θεϊκών τιμών.[45] Ο Οκταβιανός απέτυχε να πείσει τον Αντώνιο να του παραδώσει χρήματα του Καίσαρα, αλλά κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη πολλών υποστηρικτών του θείου του κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.[46] Τον Σεπτέμβρη ο ρήτορας Κικέρων, αντίπαλος των Λαϊκών και υποστηρικτής της Συγκλήτου, άρχισε να επιτίθεται στον Αντώνιο με τους λόγους που εκφωνούσε (τους «Φιλιππικούς»), θεωρώντας ότι ο Αντώνιος αποτελούσε τη μεγαλύτερη απειλή για τη Σύγκλητο.[47][48] Επειδή η Ρώμη στράφηκε εναντίον του και η θητεία του έληγε, ο Αντώνιος προσπάθησε να περάσει νόμους που θα του εξασφάλιζαν τη διοίκηση της Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, η οποία του είχε αποδοθεί από τον Βρούτο Αλμπίνο, μέλος της ομάδας των δολοφόνων του Καίσαρα.[49][50] Ο Οκταβιανός στο μεταξύ εξακολουθούσε να προετοιμάζει τον ιδιωτικό του στρατό με δέλεαρ το χρήμα.[51][52][53] Βλέποντας τη μεγάλη στρατιωτική δύναμη του Οκταβιανού ο Αντώνιος έκρινε συνετό να φύγει από τη Ρώμη στην επαρχία του, την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, η οποία θα του διδόταν την 1η Ιανουαρίου.[53]
Όταν ο Βρούτος Αλμπίνος αρνήθηκε να παραδώσει την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, ο Αντώνιος τον πολιόρκησε στη σημερινή Μόντενα.[54] Οι προτάσεις της Συγκλήτου για διακοπή των εχθροπραξιών έπεσαν στο κενό, καθώς εκείνη δεν διέθετε δικό της στρατό για να εναντιωθεί στον Αντώνιο. Αυτό αποδείχτηκε ευκαιρία για τον Οκταβιανό, για τον οποίο είχε ήδη διαδοθεί πως διέθετε στρατεύματα.[52] Ο Κικέρων, επιπροσθέτως, υπερασπίστηκε τον Οκταβιανό απέναντι στις νύξεις του Αντωνίου σχετικά με την ταπεινή του καταγωγή. Δήλωσε: «Δεν διαθέτουμε καλύτερο παράδειγμα παραδοσιακής αρετής ανάμεσα στους νέους μας».[55] Τα λόγια αυτά ήταν εν μέρει απάντηση στη θέση του Αντωνίου για τον Οκταβιανό, καθώς ο Κικέρων αναφέρει πως ο Αντώνιος είπε κάποτε στον Οκταβιανό: «Εσύ, νεαρέ, οφείλεις τα πάντα στο όνομά σου».[56][57] Χάρις σε αυτή την μάλλον απρόσμενη συμμαχία, την οποία ενορχήστρωσε ειρωνικά ο μεγαλύτερος εχθρός του Καίσαρα στη Σύγκλητο, ο Κικέρων, ο Οκταβιανός οφείλει την ένταξή του στη Σύγκλητο, την 1η Ιανουαρίου 43 π.Χ. Του δόθηκε επίσης το δικαίωμα ψήφου στο πλευρό των πρώην υπάτων.[52][53] Επιπλέον, στον Οκταβιανό αποδόθηκε το imperium (διοικητική εξουσία), βάσει της οποίας ήταν πλέον νόμιμος διοικητής του στρατού του. Μαζί με τον Ίρτιο και τον Πάνσα, τους υπάτους για το έτος εκείνο, εστάλη εναντίον του Αντωνίου που πολιορκούσε την Μόντενα.[52][58] Τον Απρίλιο, οι δυνάμεις του Αντώνιου ηττήθηκαν στις μάχες του Φόρουμ Γκαλόρουμ και της Μόντενα, αναγκάζοντάς τον να καταφύγει στην Πέραν των Άλπεων Γαλατία. Ωστόσο, και οι δύο ύπατοι έχασαν τη ζωή τους, αφήνοντας τον Οκταβιανό μόνο διοικητή των στρατευμάτων τους.[59][60]
Τελικά, το μεγαλύτερο όφελος για τη νίκη αυτή είχε ο Βρούτος Αλμπίνος, στον οποίο προσπάθησε η Σύγκλητος να αναθέσει τα στρατεύματα των αποθανόντων υπάτων. Εντούτοις ο Οκταβιανός αποφάσισε να μη συνεργαστεί.[61] Αντίθετα, στρατοπέδευσε στην κοιλάδα του Πάδου και αρνήθηκε να συνεχίσει τις εχθροπραξίες με τον Αντώνιο.[62] Τον Ιούλιο μια πρεσβεία από εκατοντάρχους που απέστειλε ο Οκταβιανός ήρθε στη Ρώμη, μεταφέροντας την απαίτησή του να του προσφερθεί η θέση του υπάτου που είχε μείνει κενή.[63] Επίσης, αξίωσε να ακυρωθεί ένα διάταγμα βάσει του οποίου ο Αντώνιος θεωρούταν δημόσιος εχθρός. Όταν έλαβε αρνητική απάντηση, προήλασε κατά της πόλης με οκτώ λεγεώνες.[62] Δεν συνάντησε πουθενά αντίσταση με αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί στις 19 Αυγούστου 43 π.Χ. ύπατος, μαζί με τον συγγενή του Κόιντο Πέδιο.[64][65] Στο μεταξύ, ο Αντώνιος συνασπίστηκε με τον Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο, έναν άλλο από τους επιφανέστερους υποστηρικτές του Καίσαρα.[66]
Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης κοντά στην Μπολόνια το 43 π.Χ., ο Οκταβιανός, ο Αντώνιος και ο Λέπιδος σχημάτισαν την Δεύτερη Τριανδρία.[67] Αυτός ο σαφής σφετερισμός της εξουσίας που κράτησε πέντε χρόνια, υποστηρίχτηκε από νόμο που ψήφισαν οι πληβείοι, σε αντίθεση με την Πρώτη Τριανδρία των Καίσαρα, Πομπήιου και Κράσσου που ήταν ανεπίσημη.[67][68] Οι σύμμαχοι τότε προχώρησαν σε προγραφές σύμφωνα με τις οποίες 300 συγκλητικοί και 2000 ιππείς κηρύχθηκαν εκτός νόμου, έχασαν τις περιουσίες τους και, όσοι δεν κατάφεραν να διαφύγουν, την ίδια τους τη ζωή.[69] Αυτό το διάταγμα της Τριανδρίας επιβλήθηκε εν μέρει εξαιτίας της ανάγκης πληρωμής των στρατευμάτων για τον επερχόμενο πόλεμο κατά των δολοφόνων του Καίσαρα, του Μάρκου Ιούνιου Βρούτου και του Γάιου Κάσσιου Λογγίνου.[70] Το δέλεαρ αμοιβών έδωσε κίνητρο στους Ρωμαίους να συλλαμβάνουν αυτούς που είχαν προγραφεί, ενώ τα περιουσιακά τους στοιχεία δέσμευαν οι τρεις σύμμαχοι.[69] Το μέτρο είχε θύματα και πέραν των υποστηρικτών των δολοφόνων. Αρχικά ο Οκταβιανός εναντιώθηκε στην εφαρμογή του ώστε να σώσει τη ζωή του νέου του συμμάχου, Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνα (ο οποίος ήταν ανάμεσα στους προγραφέντες).[69] Ωστόσο, το μίσος του Αντωνίου για τον ρήτορα και πολιτικό του αντίπαλο ήταν τέτοιο που ο τελευταίος τελικά έπεσε θύμα των προγραφών.[69] Τα πολυάριθμα μέλη της Συγκλήτου που θανατώθηκαν αναπληρώθηκαν με οπαδούς της Τριανδρίας. Οι ιστορικοί του 20ου αιώνα αποκαλούν την περίσταση «Ρωμαϊκή Επανάσταση». Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ήταν η εκκαθάριση της παλαιάς τάξης και η θεμελίωση της νέας μορφής διακυβέρνησης που επρόκειτο να εγκαθιδρύσει ο Αύγουστος.[71]
Την 1η Ιανουαρίου 42 π.Χ. η Σύγκλητος απέδωσε στον Καίσαρα θεϊκή υπόσταση, με το όνομα «Divus Iulius».[72] Αυτή ήταν ευνοϊκή περίσταση και για τον Οκταβιανό, ο οποίος μπορούσε να προωθήσει τη θέση πως ο ίδιος ήταν «Divi Filius», δηλαδή υιός του θεού. Ο Αντώνιος και ο Οκταβιανός έπλευσαν στην Ελλάδα με 28 λεγεώνες για να αντιμετωπίσουν τον στρατό που είχαν συγκεντρώσει ο Βρούτος και ο Κάσσιος.[71] Σε δύο μάχες που έγιναν στους Φιλίππους της Μακεδονίας (κοντά στη σύγχρονη Καβάλα) οι Αντώνιος και Οκταβιανός επικράτησαν ενώ ο Βρούτος και ο Κάσσιος αυτοκτόνησαν.Η νίκη οφειλόταν κυρίως στο στράτευμα του Αντωνίου, γεγονός που το χρησιμοποίησε αυτός αργότερα για να μειώσει τον Οκταβιανό. [73] Εκτός από τη διεκδίκηση της νίκης για τον εαυτό του, ο Αντώνιος κατηγόρησε επιπλέον τον Οκταβιανό για δειλία, γιατί παρέδωσε τη διοίκηση του στρατού του στον Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα.[73]
Μετά τους Φιλίππους, νέος εδαφικός διακανονισμός έλαβε χώρα ανάμεσα στα μέλη της Δεύτερης Τριανδρίας. Ο Αντώνιος άφησε τη Γαλατία, τις επαρχίες της Ισπανίας και την Ιταλία στον Οκταβιανό. Ο ίδιος ταξίδεψε ανατολικά όπου ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές της βασίλισσας της Αιγύπτου, της φιλόδοξης Κλεοπάτρας. Η τελευταία είχε διατελέσει ερωμένη του Καίσαρα και ήταν μητέρα του Καισαρίωνα, γιου του Καίσαρα, που αν και νήπιο είχε οριστεί συμβασιλέας της μητέρας του με το όνομα Πτολεμαίος ΙΕ' Καισαρίων. Στον Λέπιδο δόθηκαν μονάχα τα εδάφη της Ρώμης στην Αφρική.[74]
Ο Οκταβιανός κλήθηκε να αποφασίσει πού θα εγκαθιστούσε τους δεκάδες χιλιάδες βετεράνους του πολέμου στη Μακεδονία, στους οποίους είχε δοθεί η υπόσχεση να αποστρατευτούν. Τα στρατεύματα των ηττημένων, τα οποία θα μπορούσαν πολύ εύκολα να ταχθούν με τους πολιτικούς αντιπάλους του Οκταβιανού ζητούσαν επίσης γη.[74] Δεν υπήρχε πλέον γη που να ανήκε στην κυβέρνηση για να παραχωρηθεί στους στρατιώτες, άρα στον Οκταβιανό έμεναν δύο επιλογές: να δυσαρεστήσει Ρωμαίους πολίτες κατάσχοντας τη γη τους ή να δυσαρεστήσει Ρωμαίους στρατιώτες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μεγάλη αντιπολιτευτική δύναμη για τον ίδιο στην καρδιά της ρωμαϊκής ενδοχώρας. Ο Οκταβιανός επέλεξε το πρώτο.[75] Περίπου δεκαοχτώ πόλεις επηρέασε ο νέος διακανονισμός, με ολόκληρους πληθυσμούς να οδηγούνται στην αποδημία.[76]
Η μεγάλη δυσαρέσκεια απέναντι στο πρόσωπο του Οκταβιανού, που προέκυψε από τους διακανονισμούς για τον στρατό, οδήγησε πολλούς στο να υποστηρίξουν τον Λεύκιο Αντώνιο, αδελφό του Μάρκου Αντώνιου που βρήκε υποστήριξη από πολλούς συγκλητικούς.[76] Την ίδια περίοδο ο Οκταβιανός ζήτησε διαζύγιο από την Κλοδία Πούλχρα, κόρη της Φουλβίας, συζύγου του Μάρκου Αντωνίου, από τον πρώτο της σύζυγο, Πόπλιο Κλώδιο Πούλχερ. Υποστηρίζοντας πως ο γάμος δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, την έστειλε πίσω στη μητέρα της. Η Φουλβία δεν έμεινε άπραγη. Από κοινού με τον Λεύκιο Αντώνιο συγκέντρωσε στρατό επί ιταλικού εδάφους για να πολεμήσει για τα δικαιώματα του Αντωνίου κατά του Οκταβιανού. Αλλά το να εναντιωθούν στον Οκταβιανό ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, μια και οι στρατιώτες πληρώνονταν ακόμη τους μισθούς τους από την Τριανδρία.[76] Ο Λεύκιος και οι σύμμαχοί του τελικά πολιορκήθηκαν στην Περούσια (τη σύγχρονη Περούτζια), όπου ο Οκταβιανός τους εξανάγκασε σε παράδοση στις αρχές του 40 π.Χ..[76] Ο Λεύκιος και ο στρατός του πήραν χάρη εξαιτίας της συγγένειας του πρώτου με τον Μάρκο Αντώνιο, ωστόσο η Φουλβία εξορίστηκε στη Σικυώνα.[77] Ο Οκταβιανός δεν έδειξε όμως κανένα έλεος στους πολυάριθμους υποστηρικτές του Λεύκιου. Στις 15 Μαρτίου, την επέτειο της δολοφονίας του Καίσαρα, διέταξε την εκτέλεση 300 συγκλητικών και ιππέων με την κατηγορία της παροχής υποστήριξης στο Λεύκιο.[78] Η Περούσια λεηλατήθηκε και κάηκε ως προειδοποίηση προς τους επίδοξους συνωμότες. Το αιματοβαμμένο αυτό γεγονός αμαύρωσε την καριέρα του Οκταβιανού και επικρίθηκε από πολλούς, ανάμεσα στους οποίους από τον ποιητή Σέξτο Προπέρτιο.[78]
Ο Σέξτος Πομπήιος, γιος του Πομπήιου του Μεγάλου, που εξακολουθούσε να διαφεύγει της σύλληψης μετά την ήττα του πατέρα του από τον Καίσαρα, είχε εγκατασταθεί στη Σικελία και τη Σαρδηνία μετά από συμφωνία με τη Δεύτερη Τριανδρία.[79] Τόσο ο Αντώνιος όσο και ο Οκταβιανός διεκδίκησαν τη φιλία του, αν και ανήκε στο στρατόπεδο των πολιτικών αντιπάλων του Καίσαρα.[78] Ο Οκταβιανός πέτυχε να κλείσει συμμαχία μαζί του, λαμβάνοντας ως σύζυγο το 40 π.Χ. τη Σκριβωνία, μια κόρη του Λεύκιου Σκριβώνιου Λίμπο, που ήταν πεθερός και οπαδός του Πομπήιου.[78] Η Σκριβωνία γέννησε το μοναδικό παιδί του Οκταβιανού, την Ιουλία, τη μέρα ακριβώς που αυτός τη χώρισε για να παντρευτεί τη Λιβία Δρουσίλλα, περίπου ένα χρόνο μετά τον γάμο τους.[78]
Από την πλευρά του, ενώ βρισκόταν στην Ανατολή, ο Μάρκος Αντώνιος διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τη βασίλισσα Κλεοπάτρα. Έχοντας επίγνωση πως οι σχέσεις του με τον Οκταβιανό πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, την άφησε για να επιστρέψει στην Ιταλία το 40 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του εκείνη έφερε στον κόσμο δίδυμα.[80] Ο Αντώνιος είχε μαζί του αρκετά μεγάλη δύναμη για να εναντιωθεί στον αντίπαλό του και πολιόρκησε το Βρινδήσιο. Ωστόσο, η νέα διαμάχη δεν πήρε διαστάσεις. Οι εκατόνταρχοι που βρίσκονταν υπό τις διαταγές τους, και που είχαν γίνει σημαντικά πολιτικά πρόσωπα, αρνήθηκαν να πολεμήσουν μεταξύ τους, μιας και ήταν σύμμαχοι στο πλευρό του κόμματος του Καίσαρα. Οι λεγεώνες που ήταν υπό τις διαταγές τους ακολούθησαν επίσης την απόφαση αυτή.[81][82]
Στο μεταξύ στη Σικυώνα η σύζυγος του Αντωνίου, η Φουλβία, πέθανε από μια ξαφνική ασθένεια ενώ ο Αντώνιος ταξίδευε για να την συναντήσει. Ο θάνατος της Φουλβίας και η άτυπη επανάσταση των εκατοντάρχων συνέβαλαν στη νέα ανακωχή ανάμεσα στους δύο ισχυρούς άνδρες.[81][82] Το φθινόπωρο του 40 π.Χ. ο Οκταβιανός και ο Αντώνιος ενέκριναν τη Συνθήκη του Βρινδησίου, σύμφωνα με την οποία ο Λέπιδος θα παρέμενε στην Αφρική, ο Αντώνιος στην Ανατολή και ο Οκταβιανός στη Δύση. Η ιταλική χερσόνησος θα ήταν ανοιχτή και στους τρεις για τη στρατολόγηση ανδρών, αν και στην πραγματικότητα ο όρος αυτός ήταν δυσμενής για τον Αντώνιο εφόσον εκείνος ήταν στην Ανατολή.[81] Για να ενδυναμωθεί περισσότερο ο δεσμός του με τον Αντώνιο, ο Οκταβιανός του πρόσφερε το χέρι της αδελφής του, Οκταβίας της Μικρής και ο γάμος τελέστηκε προς το τέλος του έτους.[81] Η Οκταβία έφερε στον κόσμο δύο κόρες, την Αντωνία την Πρεσβύτερη και την Αντωνία τη Νεότερη.
Ο Σέξτος Πομπήιος αποτελούσε σοβαρή ενόχληση για τον Οκταβιανό, εμποδίζοντας τα φορτία σιταριού να φτάνουν στην ιταλική χερσόνησο από τη Μεσόγειο. Ο γιος του τέθηκε επικεφαλής του στόλου που αποπειράθηκε να προξενήσει λιμό στην Ιταλία.[82] Για να τονίσει την ηγεμονία του στη θάλασσα, ο Πομπήιος υιοθέτησε το όνομα Neptuni Filius, δηλαδή γιος του Ποσειδώνα.[83] Μια εύθραυστη ανακωχή υπογράφτηκε το 39 π.Χ. με τη Συνθήκη του Μισηνού. Ο αποκλεισμός της Ιταλίας έλαβε τέλος όταν ο Οκταβιανός έδωσε στον Πομπήιο τη Σαρδηνία, την Κορσική, τη Σικελία, την Πελοπόννησο και του υποσχέθηκε την θέση του υπάτου για το έτος 35 π.Χ.[82][83] Η συμφωνία αυτή άρχισε να καταρρέει όταν ο Οκταβιανός πήρε διαζύγιο από τη Σκριβωνία και παντρεύτηκε τη Λιβία στις 17 Ιανουαρίου 38 π.Χ.[84] Ένας από τους αξιωματικούς του ναυτικού του Πομπήιου τον πρόδωσε και παρέδωσε την Κορσική και τη Σαρδηνία στον Οκταβιανό. Ωστόσο, για να επιτεθεί στον Πομπήιο ο Οκταβιανός χρειαζόταν τη στήριξη του Αντωνίου. Αυτό οδήγησε στην ανανέωση της Τριανδρίας για πέντε χρόνια ακόμη, με αφετηρία το 37 π.Χ.[85][86] Ο Αντώνιος με το να υποστηρίξει τον άσπονδο σύμμαχό του, αποσκοπούσε σε λήψη βοήθειας για τον δικό του πόλεμο με την Παρθία, ώστε να εκδικηθεί την ήττα των Ρωμαίων το 53 π.Χ.[86] Οι δύο άντρες ήρθαν σε συμφωνία στον Τάραντα: ο Αντώνιος δεσμεύτηκε να παραχωρήσει στον Οκταβιανό 120 πλοία για τον πόλεμο κατά του Πομπηίου, ενώ ο ίδιος θα λάμβανε 20.000 λεγεωναρίους για τον πόλεμο κατά της Παρθίας.[87] Μολαταύτα, ο Οκταβιανός έστειλε μόλις το ένα δέκατο αυτού του αριθμού, μια σκόπιμη πρόκληση στον Αντώνιο, την οποία εκείνος δε λησμόνησε έξι χρόνια αργότερα, όταν οι δύο άνδρες συγκρούστηκαν οριστικά.[87]
Ο Οκταβιανός και ο Λέπιδος εξαπέλυσαν μια συγχρονισμένη επίθεση κατά του Σέξτου στη Σικελία το 36 π.Χ.[88] Παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν, ο στόλος του Πομπηίου καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στις 3 Σεπτεμβρίου 36 π.Χ. από τον Αγρίππα, στη ναυμαχία της Ναυλόχου.[89] Ο Πομπήιος κατέφυγε με τις τελευταίες του δυνάμεις προς την Ανατολή, όπου αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε στη Μίλητο την επόμενη χρονιά από έναν αξιωματικό του Αντωνίου.[89] Τόσο ο Λέπιδος όσο και ο Οκταβιανός δέχτηκαν την παράδοση του ηττημένου στρατού του Πομπηίου, αλλά ο Λέπιδος αποφάσισε να κρατήσει τη Σικελία για τον εαυτό του διατάζοντας τον Οκταβιανό να φύγει.[89] Ωστόσο οι άνδρες του Λέπιδου προσχώρησαν στον Οκταβιανό, αφ’ ενός γιατί είχαν κουραστεί από τις μάχες και αφ’ ετέρου λόγω των δελεαστικών προσφορών του.[89] Ο Λέπιδος παραδόθηκε στον Οκταβιανό και του επετράπη να διατηρήσει το αξίωμα του Pontifex Maximus (μεγίστου αρχιερέα της ρωμαϊκής θρησκείας). Ωστόσο αποπέμφθηκε από την Τριανδρία και η πολιτική του σταδιοδρομία τερματίστηκε. Τελικά εξορίστηκε σε μια κατοικία στο Cape Circei της Ιταλίας.[89][90] Η ρωμαϊκή επικράτεια διαιρέθηκε πλέον στα δύο : ο Οκταβιανός κράτησε τη Δύση και ο Αντώνιος πήρε την Ανατολή. Για να διατηρήσει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην επικράτειά του, ο Οκταβιανός εξασφάλισε στους πολίτες της Ρώμης το δικαίωμά τους στην ατομική ιδιοκτησία. Αυτή τη φορά εγκατέστησε τους βετεράνους του εκτός της χερσονήσου ενώ επέστρεψε 30.000 δούλους στους πρώην ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι είχαν δραπετεύσει για να ενταχθούν στο ναυτικό και τον στρατό του Πομπηίου.[91] Για την ασφάλεια του ίδιου, της Λίβιας και της Οκταβίας όταν θα επέστρεφε στη Ρώμη, ανάγκασε τη Σύγκλητο να τους χορηγήσει ασυλία. (sacrosanctitas).[92]
Στο μεταξύ η εκστρατεία του Αντωνίου κατά της Παρθίας αποδείχτηκε καταστροφική, πλήττοντας την εικόνα του ως στρατιωτικού, ενώ οι 2.000 άνδρες που απέστειλε ο Οκταβιανός μπορούσαν μετά βίας να θεωρηθούν ενίσχυση.[93] Αλλά η Κλεοπάτρα, είχε τη δυνατότητα να αναπληρώσει τις απώλειες και ο Αντώνιος απέδειξε δημοσίως την ευγνωμοσύνη του απαρνούμενος την επίσημη σύζυγό του Οκταβία.[94] Παρόλο που τα κίνητρά του ήταν περισσότερο πολιτικά και στρατιωτικά, έδωσε στον Οκταβιανό την ευκαιρία να διαδώσει την προπαγάνδα του, πως ο Αντώνιος γινόταν μέρα με τη μέρα λιγότερο Ρωμαίος, και ως απόδειξη προέβαλε το γεγονός ότι έδιωξε τη νόμιμη Ρωμαία σύζυγό του για χάρη μιας Αιγύπτιας ερωμένης.[95] Το 36 π.Χ. ο Οκταβιανός σκηνοθέτησε ένα τέχνασμα ώστε να φανεί περισσότερο δημοκρατικός, τη στιγμή που ο Αντώνιος εμφανιζόταν ως ο κακός της υπόθεσης. Κήρυξε πως οι εμφύλιοι πόλεμοι θα έπαιρναν τέλος και πως ο ίδιος θα παραιτούνταν από την Τριανδρία, αν και μόνο αν ο Αντώνιος έκανε το ίδιο. Ο τελευταίος αρνήθηκε[96] και η συμπεριφορά του γινόταν ολοένα και πιο προκλητική και δυσάρεστη για τους Ρωμαίους.
Το 34 π.Χ. ο Αντώνιος εξεστράτευσε και πάλι, αυτή τη φορά όχι κατά της Παρθίας αλλά κατά της Αρμενίας. Επέστρεψε νικητής με πολλά λάφυρα και τον βασιλιά της Αρμενίας αιχμάλωτο. Καμία θριαμβική πομπή δεν είχε ως τότε διεξαχθεί πουθενά αλλού, παρά στην Ιερά Οδό στην πόλη της Ρώμης, όπως όριζε η ιερή παράδοση. Προς μεγάλη οργή των Ρωμαίων, ο Αντώνιος πραγματοποίησε το θρίαμβό του σε κεντρικό δρόμο της Αλεξάνδρειας, μπροστά στον χρυσό θρόνο της Κλεοπάτρας, τιμώντας την ως θεά.[97] Λίγες μέρες μετά μια ακόμη προκλητικότερη τελετή έλαβε χώρα στο Γυμνάσιο. Σε μια ασημένια εξέδρα ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα κάθισαν σε δύο χρυσούς θρόνους -η βασίλισσα ντυμένη αιγυπτιακά ως προσωποποίηση της Ίσιδος. Τα βασιλικά τέκνα κάθονταν σε θρόνους λίγο χαμηλότερα. Κηρύχθηκε πως από δω και στο εξής η Κλεοπάτρα θα ονομαζόταν «Βασίλισσα των Βασιλέων» και ο γιος της, ο Καισαρίων, ως νόμιμος διάδοχος του Ιουλίου Καίσαρα, θα ονομαζόταν «Βασιλεύς των Βασιλέων».[98] Ο Αλέξανδρος Ήλιος ονομάστηκε «Μέγας Βασιλεύς» της Αρμενίας και όλων των ανατολικών επαρχιών των εδαφών του Αλεξάνδρου του Μεγάλου μέχρι την Ινδία, περιοχές οι οποίες θα κυριεύονταν στο μέλλον, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος βασιλιάς της Συρίας και της Μικράς Ασίας και η μικρή Κλεοπάτρα Σελήνη, βασίλισσα της Κυρηναϊκής.[99]
Τα περιστατικά αυτά ο Οκταβιανός τα χρησιμοποίησε για να πείσει τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο πως ο Αντώνιος σκόπευε να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία της Ρώμης.[95] Όταν ο Οκταβιανός εξελέγη και πάλι ύπατος την 1η Ιανουαρίου 33 π.Χ., ξεκίνησε τη νέα περίοδο στη Σύγκλητο με μια σφοδρή επίθεση κατά του Αντωνίου, σχετικά με τα εδάφη που μοίρασε στα παιδιά του και την Κλεοπάτρα.[100] Ορισμένοι συγκλητικοί κατέφυγαν στον Αντώνιο, αρνούμενοι να πιστέψουν τις εξωφρενικές φήμες. Ωστόσο, αυτές αποδείχτηκαν αληθινές. Αντιστρόφως ικανοί σύμβουλοι εγκατέλειψαν τον Αντώνιο και στράφηκαν στον Οκταβιανό το φθινόπωρο του 32 π.Χ.,[101] εν μέρει γιατί δεν άντεχαν πλέον τον αυταρχισμό της Κλεοπάτρας. Αυτοί οι άνδρες, ο Μουνάτιος Πλάνκος και ο Μάρκος Τίτιος, παρείχαν τις αποδείξεις στη Σύγκλητο σχετικά με την αλήθεια των ισχυρισμών του Οκταβιανού.[102] Ο τελευταίος, μπαίνοντας με τη βία στο ιερό των Εστιάδων Παρθένων, απέσπασε από αυτές τη μυστική διαθήκη του Αντωνίου, την οποία δημοσιοποίησε αμέσως και η οποία έδινε όλες τις κυριευμένες από τη Ρώμη περιοχές στους γιους του για να τις κυβερνήσουν. Επίσης, προέβλεπε την ανέγερση ενός ταφικού μνημείου στην Αλεξάνδρεια για εκείνον και τη βασίλισσά του.[103][104] Στα τέλη του 32 π.Χ. η Σύγκλητος επισήμως αφαίρεσε από τον Αντώνιο τα αξιώματά του και κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αιγύπτου.[105][106]
Ο Οκταβιανός πέτυχε μια πρώτη νίκη στις αρχές του 31 π.Χ., όταν ο Αγρίππας κατάφερε επιτυχώς να διασχίσει με τον στόλο τους επιτυχώς την Αδριατική.[107] Ενώ ο Αγρίππας απέκοπτε τους θαλάσσιους δρόμους ανεφοδιασμού του εκστρατευτικού σώματος του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, ο Οκταβιανός αποβιβάστηκε στην ακτή απέναντι από την Κέρκυρα και προέλασε νότια.[107] Παγιδευμένοι από στεριά και θάλασσα, λιποτάκτες από τον στρατό του Αντωνίου μεγάλωναν τον αριθμό των στρατευμάτων του Οκταβιανού μέρα με τη μέρα, τα οποία προετοιμάζονταν με σχετική άνεση για την επερχόμενη σύγκρουση.[107] Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διαρρήξει τον ναυτικό αποκλεισμό, ο στόλος του Αντώνιου διέπλευσε τον θαλάσσιο χώρο του Ακτίου στη δυτική ακτή της Ελλάδας. Εκεί ο στόλος του Αντώνιου αντιμετώπισε τον κατά πολύ μεγαλύτερο στόλο του αντιπάλου του, τον οποίο αποτελούσαν μικρότερα και πιο ευέλικτα πλοία υπό τις διαταγές του έμπειρου Αγρίππα, στη ναυμαχία του Ακτίου στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.[108] Ο Αντώνιος και ό,τι απέμεινε από τις δυνάμεις του σώθηκαν μόνο χάρη σε μια προσπάθεια του αιγυπτιακού στόλου που περίμενε εκεί κοντά. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα γύρισαν στην Αλεξάνδρεια, φροντίζοντας να μη διαδοθεί το γεγονός της ήττας. Ωστόσο γνώριζαν πως η άφιξη του Οκταβιανού ήταν θέμα χρόνου. Όταν ο τελευταίος μπήκε στην πόλη την 1η Αυγούστου 30 π.Χ. η τύχη τους ήταν ο θάνατος. Ο μεν Αντώνιος, νομίζοντας πως η Κλεοπάτρα πέθανε, αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω στο σπαθί του. Πέρασαν μαζί τις τελευταίες του στιγμές. Λίγο αργότερα, όταν ο Οκταβιανός έκανε γνωστές τις προθέσεις του στην Κλεοπάτρα να τη διαπομπεύσει στο θρίαμβό του στη Ρώμη, εκείνη αυτοκτόνησε επίσης, σύμφωνα με τις ενδείξεις αφήνοντας ένα ή δύο θανατηφόρα φίδια να τη δαγκώσουν.[109] Γνωρίζοντας πως η αναγνώρισή του ως κληρονόμου του Καίσαρα του εξασφάλιζε την πολιτική του κυριαρχία, ο Οκταβιανός φρόντισε να να εξαφανίσει το μόνο άλλο πρόσωπο που θα μπορούσε να να επικαλεστεί το ίδιο δικαίωμα: ο γιος της Κλεοπάτρας από τον Καίσαρα, ο Καισαρίων, όντας ακόμη σε εφηβική ηλικία είχε φυγαδευτεί σε ένα παραθαλάσσιο λιμάνι, τη Βερενίκη. Ο Οκταβιανός τον έφερε πίσω με δόλο και φρόντισε να δολοφονηθεί.[110][111][112] Εντούτοις τα τρία παιδιά του Αντωνίου από την Κλεοπάτρα, αφού κόσμησαν τον θρίαμβό του, υιοθετήθηκαν από την Οκταβία. Μελλοντικά η Κλεοπάτρα Σελήνη δόθηκε ως νύφη στον βασιλιά της Νουμιδίας, Ιόβα Β΄, σύμμαχο του Οκταβιανού.
Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου και την ολοκληρωτική ήττα του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, ο Οκταβιανός βρισκόταν σε θέση να κυβερνήσει, έστω και ανεπισήμως, ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια.[113] Εντούτοις, ο Οκταβιανός έπρεπε να το επιτύχει με σταδιακή αύξηση των δικαιοδοσιών του, καλλιεργώντας τις σχέσεις του με τη Σύγκλητο και ισχυρούς ανθρώπους, ενώ παράλληλα φρόντιζε να τηρούνται οι δημοκρατικές παραδόσεις στη Ρώμη, έτσι ώστε να μην διαφαίνεται πως απώτερος σκοπός του ήταν η δικτατορία ή η μοναρχία.[114] Όταν επέστρεψαν στην Ρώμη, ο Οκταβιανός και ο Μάρκος Αγρίππας ανακηρύχτηκαν ύπατοι από τη Σύγκλητο. Τα χρόνια των ατελείωτων εμφύλιων πολέμων είχαν αφήσει το κράτος σε μια κατάσταση ακυβερνησίας και αναρχίας, ωστόσο η Δημοκρατία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να δεχτεί την κυριαρχία του Οκταβιανού σε ρόλο δεσπότη. Ταυτόχρονα, ο Οκταβιανός δεν μπορούσε έτσι απλά να παραδόσει την εξουσία χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος για περαιτέρω διαμάχες ανάμεσα σε φιλόδοξους στρατηγούς, κι ακόμη κι αν δεν ήθελε ο ίδιος να κυβερνήσει, η θέση του απαιτούσε να φροντίσει το μέλλον της Ρώμης και των επαρχιών της. Οι στόχοι του Οκταβιανού από αυτό το σημείο κι έπειτα ήταν να επαναφέρει τη Ρώμη σε κατάσταση σταθερότητας και ευνομίας, εκτονώνοντας τις πολιτικές πιέσεις που ασκούνταν στα δικαστήρια και εξασφαλίζοντας τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, έστω κατ’ όνομα.[115]
Το 27 π.Χ., ο Οκταβιανός επισήμως επέστρεψε όλες του τις εξουσίες στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο και αποποιήθηκε τον έλεγχο των επαρχιών και των στρατευμάτων τους.[116] Μολαταύτα, με τον Οκταβιανό στη θέση του υπάτου, η Σύγκλητος είχε ελάχιστη δύναμη για να ξεκινήσει νομοθετικό έργο παρουσιάζοντας ψηφίσματα προς συζήτηση.[116] Παρόλο που ο Οκταβιανός δεν είχε πλέον άμεσο έλεγχο των επαρχιών και του στρατού, διατήρησε την αφοσιώση σημαντικών στρατιωτικών, τόσο εν ενεργεία όσο και βετεράνων.[116] Οι σταδιοδρομίες των πελατών και οπαδών του εξαρτώνταν από τη δική του καθοδήγηση και προστασία, καθώς τα οικονομικά μέσα που διέθετε ήταν ασυναγώνιστα.[116] Ο ιστορικός Βέρνερ Εκ αναφέρει για τον Αύγουστο:
Το σύνολο της εξουσίας του προερχόταν κατ’ αρχάς από διάφορα αξιώματα που του είχαν παραχωρήσει η Σύγκλητος και ο λαός, κατά δεύτερο λόγο από την τεράστια προσωπική του περιουσία, τρίτον από τις πολυάριθμες πελατειακές σχέσεις που είχε δημιουργήσει με ιδιώτες και ομάδες σε όλα τα μήκη της αυτοκρατορίας. Όλα αυτά συνδυασμένα σχημάτιζαν τη βάση του «auctoritas» του, στο οποίο ο ίδιος έδινε έμφαση ως τη βάση των πολιτικών του πράξεων. [117]
Σε μεγάλο βαθμό, ο λαός γνώριζε τις τεράστιες ποσότητες πόρων που είχε ο Αύγουστος υπό την κυριαρχία του. Όταν ο τελευταίος απέτυχε να πείσει αρκετούς συγκλητικούς να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή και συντήρηση των οδικών δικτύων στην Ιταλία, ανέλαβε ο ιδιος την πρωτοβουλία να χτίσει δρόμους το 20 π.Χ.[118] Το κατασκευαστικό του έργο διαφημίστηκε στα ρωμαϊκά νομίσματα που εκδόθηκαν το 16 π.Χ., αφού δώρησε μεγάλα χρηματικά ποσά στο aerarium Saturni, το δημόσιο θησαυροφυλάκιο.[118]
Σύμφωνα με τον Χ.Χ. Σκούλαρντ, ωστόσο, η δύναμη του Αυγούστου βασιζόταν στην άσκηση «...μιας επικρατούσας στρατιωτικής δύναμης και πως η ύστατη επικύρωση της εξουσίας του ήταν η βία, όσο κι αν το γεγονός αυτό έμενε κρυμμένο».[119]
Η Σύγκλητος πρότεινε στον Οκταβιανό, τον δοξασμένο νικητή των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, να αναλάβει και παλι τη διοίκηση των επαρχιών. Η πρόταση αυτή αποτελεί την επικύρωση της υπερ-συνταγματικής δύναμης που κατείχε ο Οκταβιανός. Διαμέσου της Συγκλήτου, ο Οκταβιανός ήταν σε θέση να παρουσιάζει την ψευδή εικόνα πως η Ρωμαϊκή Δημοκρατία βρισκόταν ακόμη εν ενεργεία υπό το σύνταγμά της. Φορώντας το προσωπείο του δισταγμού, αποδέχτηκε τη δεκαετή υποχρέωση της επίβλεψης των επαρχιών που θεωρούνταν ότι βρίσκονταν σε χαοτική κατάσταση.[120][121] Οι επαρχίες που του παραχωρήθηκαν για να τις ειρηνεύσει μέσα στα δέκα αυτά έτη συνιστούσαν σχεδόν το σύνολο του κατακτημένου ρωμαϊκού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλατίας, της Συρίας, της Κιλικίας, της Κύπρου και της Αιγύπτου.[120][122] Επιπλέον, η διοίκηση των επαρχιών αυτών σήμαινε πως ο Οκταβιανός είχε υπό τον έλεγχό του και την πλειοψηφία των ρωμαϊκών λεγεώνων.[122][123]
Όσο ο Οκταβιανός διατελούσε ύπατος στη Ρώμη, έστειλε συγκλητικούς στις επαρχίες που είχε υπό την εξουσία του ως επίσημους απεσταλμένους για να διαχειριστούν τις διάφορες τοπικές υποθέσεις και για να εξασφαλίσουν την τήρηση των εντολών του.[123] Από την άλλη, οι επαρχίες που δεν παραχωρήθηκαν στην επιτήρηση του Οκταβιανού επιβλέπονταν από κυβερνήτες που είχε επιλέξει η Σύγκλητος.[123] Ο Οκταβιανός είχε γίνει η ισχυρότερη πολιτική μορφή στην πόλη της Ρώμης και στις περισσότερες από τις επαρχίες της, ωστόσο δεν μονοπωλούσε την πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Η Σύγκλητος είχε ακόμη υπό τον έλεγχό της τη Βόρεια Αφρική, μια σημαντική σιτοπαραγωγό χώρα, καθώς επίσης την Ιλλυρία και τη Μακεδονία, δύο περιοχές εξέχουσας στρατιωτικής σημασίας με αρκετά στρατεύματα. Εντούτοις, έχοντας υπό τον έλεγχό της πέντε ή έξι λεγεώνες μοιρασμένες ανάμεσα σε τρεις αντιπροσώπους της, σε σύγκριση με τις είκοσι λεγεώνες που ήλεγχε ο Οκταβιανός, η εξουσία που ασκούσε η Σύγκλητος στις περιοχές αυτές δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να συγκριθεί με την πολιτική δύναμη του Οκταβιανού.[114][119] Το γεγονός ότι η Σύγκλητος διοικούσε ακόμη απευθείας κάποιες περιοχές απλά συντηρούσε την εντύπωση πως ίσχυαν ακόμη οι δημοκρατικοί θεσμοί.[114] Επιπλέον, η παραχώρηση της εξουσίας επαρχιών στον Οκταβιανό με τη δικαιολογία της τήρησης της τάξης ακολουθούσε προγενέστερα παραδείγματα της δημοκρατικής εποχής, κατά τη διάρκεια της οποίας εξέχοντες Ρωμαίοι, όπως για παράδειγμα ο Πομπήιος, απέκτησαν τέτοιες αυξημένες αρμοδιότητες για να θεραπεύσουν περιόδους κρίσης και αστάθειας.[114]
Τον Ιανουάριο του 27 π.Χ., η Σύγκλητος απέδωσε στον Οκταβιανό τους νέους τίτλους Augustus και Princeps.[124] Η λέξη Augustus, από τη λατινική λέξη «Augere», που σημαίνει «αυξάνω», αποδόθηκε στα Ελληνικά ως «Σεβαστός».[125] Επρόκειτο για τίτλο περισσότερο θρησκευτικής παρά πολιτικής χροιάς.[125] Σύμφωνα με τις ρωμαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις, ο τίτλος συμβόλιζε μια σφραγίδα εξουσίας πάνω στην ανθρωπότητα – και κατ’ επέκταση στη φύση – που επεκτεινόταν πέρα από οποιαδήποτε συνταγματική ερμηνεία της θέσης του. Μετά από τις σκληρές μεθόδους με τις οποίες σταθεροποιήθηκε η εξουσία του, η αλλαγή ονόματος θα συμβόλιζε επίσης την αρχή της ειρηνικής βασιλείας του ως Αύγουστος, αφήνοντας πίσω τη βασιλεία τρόμου του ως Οκταβιανός. Ο νέος του τίτλος ήταν επίσης περισσότερο αποδεκτός από το «Ρωμύλος» που ο ίδιος είχε επιλέξει για τον εαυτό του, μια σαφή αναφορά στο μύθο των αδελφών Ρωμύλου και Ρέμου, ιδρυτών της Ρώμης, έτσι ώστε να υποδηλώνεται μια επανίδρυση του κράτους.[125] Ο τίτλος του Ρωμύλου ήταν ισχυρά δεμένος εννοιολογικά με την ιδέα της βασιλείας και της μοναρχίας, ένα συσχετισμό που ο Οκταβιανός απέφευγε επιμελώς.[125] Η λέξη Princeps προέρχεται από τη λατινική φράση «primum caput» (σημαίνει πρώτο κεφάλι). Αρχικά είχε τη σημασία του γηραιότερου ή του επιφανέστερου συγκλητικού, του οποίου το όνομα εμφανιζόταν πρώτο από αυτά του υπόλοιπου σώματος. Στην περίπτωση του Αυγούστου πρόκειται σχεδόν για βασιλικό τίτλο, υπονοώντας την κεφαλή του κράτους.[126][127] Η λέξη Princeps (Πρώτος Πολίτης) χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος και κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου για εκείνους που υπηρέτησαν καλά το κράτος. Ένας από αυτούς που έφεραν τον τίτλο αυτό ήταν ο Πομπήιος. Ο Αύγουστος ονόμαζε επίσης τον εαυτό του Imperator Caesar divi filius, δηλαδή "Διοικητής Καίσαρ, γιος εκείνου που θεοποίηθηκε".[124] Με τον τίτλο αυτό όχι απλά καυχιόταν για τη συγγένειά του με το θεοποιημένο Ιούλιο Καίσαρα, αλλά και η χρήση της λέξης Imperator υποδεινύει μόνιμη σύνδεση με τη ρωμαϊκή παράδοση για τη νίκη.[124] Η λέξη Καίσαρ ήταν απλά μια επωνυμία για ένα παρακλάδι της Ιουλίας Οικογένειας, ωστόσο ο Αύγουστος το μετέτρεψε σε επώνυμο μια νέας γραμμής αίματος που ξεκινούσε από τον ίδιο.[124]
Ο Αύγουστος απέκτησε το δικαίωμα να κρεμάσει την corona civica, την «αστική κορώνα» από ξύλο βελανιδιάς, πάνω από την πόρτα του, καθώς και να τη διακοσμήσει με δάφνες.[128] Την κορώνα αυτή συνήθως κρατούσε κάποιος πάνω από το κεφάλι ενός νικηφόρου στρατηγού κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του θριάμβου του, με την υποχρέωση να του επαναλαμβάνει κατ’ εξακολούθηση τη φράση «Memento mori», δηλαδή «Θυμήσου, είσαι θνητός». Τα δάφνινα στεφάνια ήταν σημαντικά σε διάφορες κρατικές τελετές, αλλά και με αυτά στεφάνωναν τους νικητές αθλητικών και θεατρικών αγώνων. Έτσι, η δάφνη και η βελανιδιά ήταν σύμβολα της ρωμαϊκής θρησκείας και της κρατικής υπόστασης. Η τοποθέτησή τους στις θύρες του Οκταβιανού ήταν πράξη ισοδύναμη με το να διακηρύξει κανείς το σπίτι του ως την πρωτεύουσα. Ωστόσο, ο Αύγουστος αρνήθηκε να επιδεικνύει σύμβολα εξουσίας όπως το να κρατά σκήπτρο, να φορά διάδημα, ή έστω να φορά τη χρυσή κορώνα και την μοβ τήβεννο του προκατόχου του, Ιουλίου Καίσαρα.[129] Αν και αρνήθηκε να λάβει αυτά τα σύμβολα εξουσίας, η Σύγκλητος του απένειμε μια χρυσή ασπίδα που αναρτήθηκε στην αίθουσα της Κουρίας, η οποία είχε την επιγραφή: «virtus, pietas, clementia, iustitia», που σημαίνει «ανδρεία, ευσέβεια, επιείκεια, δικαιοσύνη».[127][128]
Το 23 π.Χ., έλαβε χώρα μια πολιτική κρίση στην οποία ενεπλάκη ο συνύπατος του Αυγούστου, ο Τερέντιος Βάρρος Μουρήνας (Terentius Varro Murena). Ο τελευταίος έλαβε μέρος σε συνωμοσία κατά του Αυγούστου. Οι λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές, ωστόσο ο Μουρένα δεν ολοκλήρωσε τη θητεία του και αντικαταστάθηκε από τον Γ. Καλπούρνιο Πίσωνα (Lucius Calpurnius Piso).[130][131] Ο Πίσων ήταν ένα εξέχον μέλος του δημοκρατικού κόμματος, και το να μοιραστεί μαζί του την ιδιότητα του υπάτου ήταν ένας ακόμη τρόπος για να δείξει ο Αύγουστος την προθυμία του να συνεργαστεί με όλες τις πολιτικές παρατάξεις.[132] Στα τέλη της άνοιξης ο Αύγουστος υπέφερε από σοβαρή ασθένεια, και στο υποτιθέμενο νεκροκρέβατό του έκανε διακανονισμούς που κλόνισαν τις υποψίες των συγκλητικών για τυχόν αντιδημοκρατικά του συναισθήματα.[130][133] Ο Αύγουστος ετοιμαζόταν να παραδώσει τον σφραγιδόλιθό του στον ευνοούμενο στρατηγό του, τον Αγρίππα.[130][133] Εντούτοις, παρέδωσε στον Πίσωνα όλα τα επίσημα έγγραφά του, τους κρατικούς λογαριασμούς και τη διοίκηση των στρατευμάτων των επαρχιών, ενώ δεν έκανε καμιά μνεία στον θεωρούμενο ως ευνοούμενο ανηψιό του Μάρκο Κλαύδιο Μάρκελλο.[130][133] Αυτό εξέπληξε πολλούς που περίμεναν πως ο Αύγουστος θα ονόμαζε έναν διάδοχο, κάτι σαν ανεπίσημο αυτοκράτορα.[134] Ο Αύγουστος απέδωσε μονάχα περιουσιακά στοιχεία στους κληρονόμους του, καθώς μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός συστήματος αυτοκρατορικής διαδοχής θα προκαλούσε την αντίσταση και την εχθρότητα των δημοκρατικών Ρωμαίων, που φοβούνταν την ιδέα της μοναρχίας.[135]
Λίγο καιρό μετά την ανάρρωσή του, ο Αύγουστος παραιτήθηκε από το ενιαύσιο αξίωμα του υπάτου το οποίο μέχρι τότε συνεχώς έφερε.[133] Μέχρι το τέλος της ζωής του υπηρέτησε ως ύπατος μονάχα δυο ακόμη χρονιές, το 5 και το 2 π.Χ.[133][136] Παρόλο που παραιτήθηκε από ύπατος, διατήρησε το imperium, κάτι που οδήγησε σε μια δεύτερη συμφωνία ανάμεσα στον ίδιο και τη Σύγκλητο, που είναι γνωστή ως Δεύτερος Διακανονισμός.[137] Αυτό ήταν μια έξυπνη κίνηση από τον Αύγουστο καθώς, παραδίδοντας το αξίωμα του ενός από τους δύο υπάτους, επέτρεψε σε φιλόδοξους πολιτικούς να διεκδικήσουν τη θέση, ενώ ο ίδιος θα μπορούσε «να ασκεί πιο ευρεία καθοδήγηση μέσα στην τάξη των Συγκλητικών».[138] Ο Αύγουστος δεν κατείχε πλέον επίσημη πολιτική θέση μέσω της οποίας θα μπορούσε να διοικήσει το κράτος, ωστόσο η κυριαρχία του στις επαρχίες διατηρήθηκε καθώς έλαβε το αξίωμα του ανθύπατου (proconsul).[133][139] Ως πρώην ύπατος είχε τη δικαιοδοσία να παρεμβαίνει, όταν το θεωρούσε σκόπιμο, στις υποθέσεις των διορισμένων από τη Σύγκλητο επάρχων.[140] Ως ανθύπατος ο Αύγουστος δεν επιθυμούσε να χάσει τη δύναμη υπεροχής απέναντι στους επάρχους, οπότε έλαβε από τη Σύγκλητο το «imperium proconsulare maius», ή αλλιώς «εξουσία πάνω σε όλους τους ανθυπάτους».[137]
Ο Αύγουστος έλαβε επίσης την εξουσία του τριβούνου tribunicia potestas) δια βίου, αν και όχι επίσημα τον τίτλο.[137] Ο νόμος όριζε πως ο τίτλος μπορούσε να αποκτηθεί μονάχα από πατρικίους, μια ιδιότητα που ο Αύγουστος όμως κατείχε χάρις στην υιοθεσία του από τον Ιούλιο Καίσαρα.[138] Αυτό του επέτρεπε να συγκαλεί τη Σύγκλητο και το λαό όποτε το επιθυμούσε, να ασκεί βέτο στις αποφάσεις τόσο της Εκκλησίας όσο και της Συγκλήτου, να προεδρεύει στις εκλογές, καθώς και το δικαίωμα να μιλά πρώτος σε όλες τις παραπάνω συνελεύσεις.[136][141] Στις εξουσίες του Αυγούστου συμπεριλήφθησαν κι ορισμένα από τα προνόμια που ανήκαν συνήθως σε έναν τιμητή (Censor). Ανάμεσά τους ήταν η επίβλεψη των δημόσιων ηθών και η εξέταση των νόμων, έτσι ώστε να διασφαλιστεί πως εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον. Επίσης η εξουσία παραγγελίας απογραφής και ο καθορισμός των ατόμων που μπορούσαν να γίνουν μέλη της Συγκλήτου.[142] Έχοντας στην κατοχή του τις εξουσίες ενός τιμητή, ο Αύγουστος έκανε έκκληση στο ρωμαϊκό πατριωτισμό απαγορεύοντας οποιοδήποτε άλλο είδος ρουχισμού εκτός από την τήβεννο κατά την παραμονή στην Αγορά.[143] Σύμφωνα με τα καθιερωμένα δεν επιτρεπόταν να συνυπάρξουν στο ίδιο πρόσωπο τα αξιώματα του τριβούνου και του τιμητή, αν και ούτε ο ίδιος ο Αύγουστος εκλέχτηκε ποτέ επισήμως τιμητής.[144] Ο Ιούλιος Καίσαρ είχε αποδεχτεί παρόμοιες εξουσίες, όπως η επίβλεψη των ηθών, ωστόσο τα προνόμιά του δεν επεκτάθηκαν στην εξουσία ενός τιμητή να διατάζει απογραφή και να καθορίζει τα μέλη της Συγκλήτου. Το αξίωμα του τριβούνου των πληβείων (tribune plebes) άρχισε να χάνει τη λάμψη του εξαιτίας των δικαιοδοσιών που συγκέντρωσε στο πρόσωπό του ο Αύγουστος, έτσι αναβάθμισε τη σημασία του, καθιστώντας το προαπαιτούμενο για έναν πληβείο που ήθελε να γίνει πραίτωρ.[145]
Σε συνδυασμό με τις παραπάνω δικαιοδοσίες, ο Αύγουστος έλαβε το αποκλειστικό imperium για την ίδια την πόλη της Ρώμης: όλες οι ένοπλες δυνάμεις της πόλης, που στο παρελθόν ελέγχονταν από τους διοικητές και τους υπάτους, βρίσκονταν πλέον υπό την εξουσία του Αυγούστου.[146] Έχοντας το «imperium proconsulare maius», ο Αύγουστος ήταν το μοναδικό άτομο που είχε το δικαίωμα να τελέσει θρίαμβο εφόσον ήταν η κεφαλή του ρωμαϊκού στρατού.[147] Το 19 π.Χ., ο Λεύκιος Κορνήλιος Βάλβος, κυβερνήτης της Αφρικής που νίκησε τους Γαραμάντες, ήταν ο πρώτος άντρας με καταγωγή από κάποια επαρχία που έλαβε την τιμή αυτή, όπως και ο τελευταίος.[147] Για κάθε ρωμαϊκή νίκη έκτοτε η δόξα ανήκε στον Αύγουστο, εφόσον τον στρατό διοικούσαν οι λεγάτοι, επικεφαλής των οποίων ήταν εκείνος.[147] Ο γιος της συζύγου του Λιβίας, ο Τιβέριος, αποτέλεσε τη μοναδική εξαίρεση στον κανόνα αυτό, καθώς τέλεσε θρίαμβο για τις νίκες που πέτυχε στη Γερμανία το 7 π.Χ.[148] Εξασφαλίζοντας την ανανέωση του «imperium proconsulare maius» το 13 π.Χ., ο Αύγουστος έμεινε στη Ρώμη καθόλη τη διάρκεια της διακυβέρνησής του και προσέφερε πλουσιοπάροχες αμοιβές στους βετεράνους για να κερδίσει την υποστήριξή τους.[136]
Πολλές από τις λεπτομέρειες του Δεύτερου Διακανονισμού φαίνεται να μην έγιναν αντιληπτές από την τάξη των πληβείων. Όταν ο Αύγουστος δεν εκλέχτηκε ύπατος το 22 π.Χ., απλώθηκε ο φόβος πως οι συγκλητικοί τον υπονόμευαν.[149] Τα έτη 22, 21 και 19 π.Χ., ξέσπασαν ταραχές για το γεγονός αυτό, και επέτρεψαν μοναχά σε έναν ύπατο να εκλεγεί αυτά τα έτη, για να αφήσει την άλλη θέση στη διάθεση του Αυγούστου. Το 22 π.Χ. μια σιτοδεία έσπειρε τον πανικό, ενώ ένα κομμάτι του απλού λαού ζήτησε από τον Αύγουστο να γίνει δικτάτορας για να διαχειριστεί την κρίση.[136] Αφού αρνήθηκε με θεατρικό τρόπο το προνόμιο αυτό μπροστά στη Σύγκλητο, ο Αύγουστος τελικά δέχτηκε να διαχειρίζεται ο ίδιος την εισαγωγή σιτηρών στην πόλη θέτοντας αμέσως τέρμα στην κρίση.[136] Μια παρόμοια κρίση το 8 μ.Χ. οδήγησε τον Αύγουστο στη δημιουργία του αξιώματος του «praefectus annonae», ενός μόνιμου υπεύθυνου για την προμήθεια της πόλης με σιτηρά.[150] Το 19 π.Χ., η Σύγκλητος επέτρεψε στον Αύγουστο να φορά δημοσίως τα εμβλήματα των υπάτων αλλά και μπροστά τους, καθώς και να κάθεται στη συμβολική θέση ανάμεσα στους δύο υπάτους. Επίσης να κρατά το fasces, σύμβολο της εξουσίας των υπάτων [151] (από το fasces προέρχεται η σύγχρονη λέξη «φασισμός»). Όπως συνέβη με τα αξιώματα του Τριβούνου και του τιμητή, οι εξουσίες ενός υπάτου αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα εξουσιών που ο Αύγουστος κατείχε χωρίς να φέρει επισήμως τον αντίστοιχο τίτλο.[151] Αυτό καθησύχασε τα πλήθη: αν και δεν ήταν ύπατος, σημασία είχε πως εμφανιζόταν ως τέτοιος μπροστά στο λαό. Στις 6 Μαρτίου 12 π.Χ. μετά το θάνατο του Λέπιδου, ο Αύγουστος επιπροσθέτως εκλέχτηκε Pontifex Maximus, δηλαδή επικεφαλής του Ρωμαϊκού Ιερατείου.[152][153] Στις 5 Φεβρουαρίου 2 π.Χ., ο Αύγουστος ονομάστηκε τιμητικά «pater patriae», «πατέρας της πατρίδας».[154][155]
Ο Οκταβιανός επιλέγοντας τον τίτλο Imperator Caesar Divi Filius Augustus, με τη λέξη Imperator να σημαίνει «νικηφόρος διοικητής», ήθελε να συσχετίσει με τρόπο σαφή το όνομά του με την έννοια της νίκης.[156] Μέχρι το έτος 13, ο Αύγουστος είχε να καυχηθεί πως τα στρατεύματά του τον προσφώνησαν νικητή 21 φορές έπειτα από νικηφόρες μάχες.[156] Σχεδόν ολόκληρο το τέταρτο κεφάλαιο των απομνημονευμάτων του, που έφεραν τον τίτλο «Res Gestae», ήταν αφιερωμένο στις στρατιωτικές του επιτυχίες.[156] Απευθυνόμενος στα αισθήματα των Ρωμαίων πατριωτών, ο Αύγουστος προωθούσε την ιδέα της υπεροχής του ρωμαϊκού πολιτισμού ο οποίος είχε ως αποστολή να κυβερνά τον γνωστό κόσμο, ιδέα που συνοψίζεται στη φράση «tu regere imperio populos, Romane, memento», που μεταφράζεται «Θυμήσου, Ρωμαίε, να κυβερνάς με τη δύναμη τους λαούς του κόσμου».[143] Η νοοτροπία αυτή ταίριαζε στη ρωμαϊκή ελίτ και την ευρύτερη κοινή γνώμη της εποχής, που ενέκρινε τις επεκτατικές διαθέσεις, όπως διαφαίνεται από μια ρήση του διάσημου Ρωμαίου ποιητή Βιργιλίου. Ο τελευταίος υποστήριξε πως οι θεοί εξασφάλισαν στη Ρώμη «imperium sine fine», δηλαδή «απεριόριστη κυριαρχία».[157] Υπήρξε μάλιστα γενική απογοήτευση όταν ο Αύγουστος αποφάσισε να μην υπάρξει εκδίκηση για την αρπαγή των πολεμικών εμβλημάτων του Κράσσου, εφόσον δεν σχεδίασε εισβολή στην Παρθία.[158] Εντούτοις, υπήρχαν πολλές ακόμη περιοχές που περίμεναν να κατακτηθούν.
Η ρωμαϊκή επικράτεια διακρίνεται πλέον στις επαρχίες που είναι υπό άμεση αυτοκρατορική διοίκηση, σ’ αυτές που είναι υπό συγκλητική διοίκηση, στα υποτελή συμμαχικά κράτη και στα ημιανεξάρτητα προτεκτοράτα, τα οποία πληρώνουν φόρο υποτέλειας στη Ρώμη και επιπλέον δέχονται έλεγχο από αυτήν στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της απονομής δικαιοσύνης και της ασφάλειας. Στα ρωμαϊκά προτεκτοράτα συνήθως βασίλευε ένας μονάρχης με τη βοήθεια μίας «κατοχικής κυβέρνησης» που στήριζε την εξουσία της στη δύναμη των όπλων των ρωμαϊκών φρουρών, όπως παλαιότερα ο Υρκανός Β' στο κράτος των Μακκαβαίων, και η οποία δεν ήταν πάντα σεβαστή από τον τοπικό πληθυσμό. Το 27 π.Χ. ο Αύγουστος μεταβάλλει τη νότια Ελλάδα σε κανονική επαρχία με το όνομα Αχαΐα και με έδρα την Κόρινθο, στερώντας από τους Έλληνες κάθε ψευδαίσθηση πραγματικής ανεξαρτησίας. Η Μυσία, γίνεται και τυπικώς επαρχία το 6 μ.Χ. Οι τοπικοί κελτικοί και ιλλυρικοί πληθυσμοί αρχίζουν να αφομοιώνονται μέσω των τυπικών ρωμαϊκών μεθόδων, παρά τις κατά καιρούς εξεγέρσεις και τη συνεχή συνοριακή πίεση από τα γειτονικά γερμανικά φύλα. Την Αρμενία, η οποία κατατρυχόταν από εμφύλιο πόλεμο μεταξύ φιλορωμαίων και φιλοπάρθων μετά την εισβολή και την ήττα του Μάρκου Αντώνιου, ο Αύγουστος κατορθώνει να τη μεταστρέψει σε πιστό ρωμαϊκό προτεκτοράτο αλλά είναι φανερό πως η δυναστεία των Αρταξιαδών πλησιάζει στο τέλος της.
Μέχρι το τέλος της βασιλείας του, τα στρατεύματα του Αυγούστου είχαν κατακτήσει το βόρειο τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου (τη σύγχρονη Ισπανία και Πορτογαλία),[159] τις αλπικές περιοχές της Ραιτίας και του Νορικού (σήμερα Ελβετία, Βαυαρία, Αυστρία και Σλοβενία),[159] το Ιλλυρικό και την Παννονία (σημερινή Αλβανία, Κροατία, Ουγγαρία, Σερβία κ.ά.),[159] και επέκτεινε τα σύνορα της επαρχίας της Αφρικής προς τα ανατολικά και νότια.[159] Μόλις τελείωσε η βασιλεία του υποτελούς ηγεμόνα Ηρώδη του Μεγάλου (73 – 4 π.Χ.), η Ιουδαία προστέθηκε στην επαρχία της Συρίας, όταν ο Αύγουστος εκθρόνισε το διάδοχό του, που ονομαζόταν Ηρώδης Αρχέλαος.[159] Όπως η Αίγυπτος η οποία κατακτήθηκε μετά την ήττα του Αντωνίου το 30 π.Χ., η Συρία κυβερνήθηκε όχι από κάποιον ανθύπατο ή λεγάτο του Αυγούστου, αλλά από έναν υψηλά ιστάμενο έπαρχο της τάξης των ιππέων.[159] Επιπλέον, δεν χρειάστηκε στρατιωτική παρέμβαση το 25 π.Χ. όταν η Γαλατία (περιοχή της σημερινής Τουρκίας στη Μικρά Ασία) μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία λίγο μετά τη δολοφονία του Αμύντα της Γαλατίας από τη χήρα ενός εκτελεσθέντος πρίγκιπα της Χομονάντα [159] που επεδίωξε την εκδίκηση. Όταν οι επαναστατημένες φυλές της Κανταβρίας στη σύγχρονη Ισπανία ηττήθηκαν οριστικά το 19 π.Χ., η περιοχή ενσωματώθηκε στις επαρχίες της Ισπανίας και Λουζιτανίας.[160] Η περιοχή αυτή αποδείχτηκε μεγάλης σημασίας για τη χρηματοδότηση των μελλοντικών εκστρατειών του Αυγούστου, καθώς ήταν πλούσια σε μεταλλεύματα.[160]
Για να προστατέψει τα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας από την παρθική απειλή, ο Αύγουστος βασιζόταν στα υποτελή κράτη στην ανατολή για να αναχαιτίζουν τις επιδρομές, καθώς μπορούσαν να διαθέτουν δικά τους στρατεύματα για να φυλάσσουν τα εδάφη τους.[161] Για την ασφάλεια των ανατολικών επαρχιών ο Οκταβιανός διατηρούσε επιπροσθέτως μόνιμα στη Συρία ένα ισχυρό σώμα στρατού, ενώ παράλληλα ο ικανός προγονός του Τιβέριος διαπραγματευόταν με τους Πάρθους.[161] Ένα από τα σημαντικότερα διπλωματικά επιτεύγματα του τελευταίου ήταν οι διαπραγματεύσεις για την επιστροφή των εμβλημάτων του Κράσσου, μια συμβολική νίκη και αναπτέρωση του ηθικού της Ρώμης.[161][162] Μια ακόμη επιτυχία του Τιβέριου ήταν η επιστροφή του Τιγράνη Ε' στον θρόνο της Αρμενίας.[162]
Η κατάκτηση των φυλών των Άλπεων το 16 π.Χ. ήταν μια ακόμη σημαντική νίκη των Ρωμαίων καθώς εξασφάλιζε ένα εκτενές φυσικό ανάχωμα ανάμεσα στην Ρώμη και στα εχθρικά της γερμανικά φύλα προς βορράν.[163] Ο ποιητής Οράτιος αφιέρωσε μια ωδή στη νίκη αυτή, ενώ το μνημείο τρόπαιο του Αυγούστου κοντά στο Μονακό χτίστηκε για να τιμήσει τη συγκεκριμένη περίσταση.[164] Η κατάκτηση της περιοχής των Άλπεων στάθηκε χρήσιμη στις επόμενες εξορμήσεις το 12 π.Χ., όταν ο Τιβέριος εξεστράτευσε κατά των φυλών της Παννονίας και του Ιλλυρικού και ο αδελφός του Νέρων Κλαύδιος Δρούσος ενάντια στις γερμανικές φυλές της ανατολικής Ρηνανίας.[165] Και οι δύο εκστρατείες ήταν επιτυχείς, και οι δυνάμεις του Δρούσου έφτασαν τον ποταμό Έλβα το 9 π.Χ. Ο ίδιος πέθανε λίγο αργότερα πέφτοντας από το άλογό του.[165] Οι μαρτυρίες αναφέρουν πως ο συντετριμμένος Τιβέριος περπάτησε μπροστά από το σώμα του αδελφού του σε όλο το δρόμο της επιστροφής στη Ρώμη.[162]
Αν και η Παρθία αποτελούσε μόνιμη απειλή στην ανατολή, το πραγματικό μόνιμο μέτωπο βρισκόταν κατά μήκος των ποταμών Ρήνου και Δούναβη.[161] Πριν την καθοριστική μάχη με τον Αντώνιο, οι εκστρατείες του Οκταβιανού ενάντια στους λαούς που ζούσαν στη Δαλματία ήταν το πρώτο βήμα για την επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στο Δούναβη.[166] Νίκη στη μάχη δεν σήμαινε αυτομάτως και μόνιμη επιτυχία, καθώς οι γερμανικές φυλές συχνά έβρισκαν τρόπους να ανακτούν τα χαμένα τους εδάφη.[161] Ο Αύγουστος, επιθυμώντας να καταλάβει την κεντρική γερμανική επικράτεια μεταξύ Ρήνου και Έλβα ποταμού, διέταξε μία παρατεταμένη στρατιωτική διείσδυση στην τελευταία η οποία ξεκινά όπως προειπώθηκε το 12 π.Χ. με ορμητήριο την επαρχία της Γερμανίας και τον Ρήνο. Πολλά γερμανικά φύλα υποδουλώνονται και ο έλεγχος της περιοχής ανατίθεται σε κατά τόπους λεγάτους με τις λεγεώνες τους, οι οποίες σταδιακά αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις με τους ιθαγενείς. Έτσι το 7 μ.Χ. ο Οκταβιανός αποστέλλει τον αξιωματούχο Πόπλιο Βάρο (46 π.Χ. – 9 μ.Χ.) για να οργανώσει την περιοχή ως κανονική επαρχία. Όμως οι Γερμανοί δεν επιθυμούν συγχώνευση με τον ρωμαϊκό κόσμο· μία αποστασία τους με αρχηγό τον τοπικό ευγενή Αρμίνιο, ο οποίος στη νιότη του είχε λάβει λατινική παιδεία ως όμηρος της Ρώμης και κατόπιν διετέλεσε σύμβουλος του Βάρου, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια μετά από ενέδρα περίπου 20000 Ρωμαίων στρατιωτών, καθώς και του ίδιου του Βάρου, στη μάχη του Τευτοβούργιου δρυμού (9 μ.Χ.). Ο Αύγουστος αντέδρασε στέλνοντας στρατεύματα στην περιοχή του Ρήνου για να αποκαταστήσουν τη σταθερότητα, μια μεγάλη επιτυχία που έλαβε χώρα το 13 μ.Χ.[167][168] Ο Ρωμαίος στρατηγός Γερμανικός εκμεταλλεύτηκε μια εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στους αρχηγούς Αρμίνιο και Σεγέστη. Ο Αρμίνιος νικήθηκε και σώθηκε διά της φυγής, αλλά το 21 μ.Χ. θανατώθηκε με προδοσία.[169]
Η ασθένεια του Αυγούστου το 23 π.Χ. έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της διαδοχής του. Για να διασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα έπρεπε να ονομάσει έναν διάδοχο στην ξεχωριστή του θέση στη ρωμαϊκή κοινωνία και διοίκηση. Αυτό έπρεπε να γίνει με μικρά προσεκτικά βήματα, τα οποία δεν θα θορυβούσαν τη Σύγκλητο με υπόνοιες για την εγκαθίδρυση μοναρχίας.[170] Αν κάποιος επρόκειτο να διαδεχτεί την ανεπίσημη θέση υπεροχής του, έπρεπε να το κερδίσει με προσωπικά του επιτεύγματα απέναντι στο λαό.[170]
Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν πως επικρατέστερος υποψήφιος ήταν ο γιος της αδελφής του Αυγούστου, ο Μάρκελλος, ο οποίος είχε νυμφευθεί την κόρη του Αυγούστου, την Ιουλία την Πρεσβύτερη.[171] Άλλοι ιστορικοί εκφράζουν αμφιβολίες, βασιζόμενοι στη διαθήκη του Αυγούστου που αναγνώστηκε στη Σύγκλητο κατά τη διάρκεια της ασθενείας του το 23 π.Χ.[172] Η διαθήκη αυτή δείχνει εύνοια προς το πρόσωπο του στρατηγού Μάρκου Αγρίππα, ο οποίος ήταν ο δεύτερος τη τάξει μετά τον Αύγουστο και στενός του συνεργάτης, που μπορούσε να ελέγξει τις λεγεώνες και να προστατεύσει την αυτοκρατορία από τον κατακερματισμό.[173] Μετά τον θάνατο του Μάρκελλου το 23 π.Χ., ο Αύγουστος έδωσε το χέρι της κόρης του στον Αγρίππα. Η ένωση αυτή έφερε στον κόσμο πέντε παιδιά, τρεις γιους και δύο κόρες. Τα ονόματά τους ήταν Γάιος Καίσαρας, Λεύκιος Καίσαρας, Βιψανία Ιουλία, Αγριππίνα η Πρεσβύτερη και Αγρίππας Πόστουμος, ο οποίος ονομάστηκε έτσι επειδή γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Λίγο μετά τον Δεύτερο Διακανονισμό, ο Αγρίππας ανέλαβε για πέντε χρόνια τη διοίκηση του ανατολικού μισού της αυτοκρατορίας με το αξίωμα του ανθύπατου, αλλά και την ίδια εξουσία (tribunicia potestas) που δόθηκε και στον Αύγουστο, χωρίς φυσικά να υπερέχει του τελευταίου. Έδρα του ήταν το νησί της Σάμου.[173][174] Μολονότι αυτή η περιβολή αξιωμάτων έδειχνε την εύνοια του Αυγούστου προς το πρόσωπο του Αγρίππα, ήταν επίσης και μια κίνηση ώστε να ευχαριστήσει το κόμμα του Ιουλίου Καίσαρα, επιτρέποντας σε ένα εξέχον μέλος τους να μοιραστεί μαζί του την εξουσία.[174]
Η πρόθεση του Αυγούστου να ονομάσει τους εγγονούς του Γάιο και Λεύκιο Καίσαρα διαδόχους του έγινε εμφανής, όταν τους υιοθέτησε σε τάξη υιών.[175] Ανέλαβε το αξίωμα του υπάτου το 5 και το 2 π.Χ., έτσι ώστε να προωθήσει προσωπικά την πολιτική τους προβολή.[176] Έθεσαν υποψηφιότητα για το αξίωμα του υπάτου κατά τα έτη 1 και 4 μ.Χ.[177]
Ο Αύγουστος έδειξε επίσης εύνοια στους προγονούς του, τα παιδιά της συζύγου του Λιβίας από τον πρώτο της γάμο. Ήταν οι Νέρων Κλαύδιος Δρούσος και Τιβέριος Κλαύδιος, στους οποίους έδωσε υψηλά αξιώματα στο στρατό και στη δημόσια διοίκηση, ίσως ευνοώντας λίγο περισσότερο το Δρούσο. Ο γάμος του Δρούσου με την Αντωνία, την ανιψιά του Αυγούστου, φαινόταν να λύνει το πρόβλημα της διαδοχής.[178] Μετά τον θάνατο του Αγρίππα το 12 π.Χ. ο γιος της Λιβίας, ο Τιβέριος, διατάχτηκε να χωρίσει την γυναίκα του Βιψανία, και να παντρευτεί τη χήρα του Αγρίππα και κόρη του Αυγούστου, την Ιουλία, –αφού, εννοείται, παρήρχετο ο πένθιμος ενιαυτός.[178] Ενώ ο γάμος του Δρούσου με την Αντωνία θεωρούταν αδιάσπαστος δεσμός, η Βιψανία ήταν «απλώς» κόρη του Αγρίππα από τον πρώτο του γάμο.[178]
Ο Τιβέριος μοιράστηκε την εξουσία του τριβούνου με τον Αύγουστο μέχρι και το 6 π.Χ., μα λίγο αργότερα αποσύρθηκε από τα πολιτικά πράγματα και αυτοεξορίστηκε στη Ρόδο.[148][179] Παρόλο που δεν είναι γνωστός ο λόγος της αναχώρησής του αυτής, θα μπορούσε να οφείλεται σε ένα συνδυασμό αιτίων, ανάμεσα στους οποίους ένας αποτυχημένος γάμος με την Ιουλία.[148][179] Πιθανότατα ένιωθε επίσης ζήλεια και απογοήτευση βλέποντας την εύνοια που έδειχνε ο Αύγουστος στους δύο εγγονούς του – που είχαν υιοθετηθεί πλέον ως γιοι του – στον Γάιο και τον Λεύκιο. Οι τελευταίοι είχαν εισέλθει στον Σύλλογο των Ποντιφήκων σε πολύ νεαρή ηλικία, περιβάλλονταν με εμφανή εύνοια και εντάχθηκαν στο στράτευμα της Γαλατίας.[180][181] Ωστόσο έπειτα από τους πρόωρους θανάτους του Λεύκιου και του Γάιου το 2 και το 4 μ.Χ. αντιστοίχως, και τον προγενέστερο θάνατο του αδελφού του Δρούσου το 9 π.Χ., ο Τιβέριος κλήθηκε να επιστρέψει στη Ρώμη το 4. Ο Αύγουστος τον υιοθέτησε επίσημα με την προϋπόθεση να υιοθετήσει ο ίδιος με τη σειρά του τον ανηψιό του, το Γερμανικό.[182] Αυτό συνέχισε την παράδοση βάσει της οποίας ονομάζονταν δύο γενεές διαδόχων.[178] Την ίδια χρονιά ο Τιβέριος έλαβε τα αξιώματα του του τριβούνου και του ανθυπάτου, οι απεσταλμένοι των ξένων βασιλέων έπρεπε να του υποβάλλουν τα σέβη τους και το 13 μ.Χ., μετά το δεύτερο θρίαμβό του, έλαβε εξουσία (imperium) ισοδύναμη του Αυγούστου.[183]
Ο μοναδικός διεκδικητής της διαδοχής που βρισκόταν εν ζωή ήταν ο Αγρίππας Πόστουμος, ο οποίος είχε εξοριστεί από τον Αύγουστο το 7 π.Χ. Η αποπομπή του επικυρώθηκε από τη Σύγκλητο με διάταγμα και ο Αύγουστος τον αποκλήρωσε επίσημα.[184] Ο ιστορικός Έρικ Σ. Γκρούεν σημειώνει πολλαπλές σύγχρονές του πηγές που τον περιγράφουν ως «μοχθηρό νεαρό άνδρα, βίαιο και τραχύ, καθώς και διεφθαρμένου χαρακτήρα».[184]
Στις 19 Αυγούστου του έτους 14 μ.Χ., ο Αύγουστος εξέπνευσε ενώ επισκεπτόταν το μέρος όπου πέθανε ο πατέρας του, στη Νώλα. Ο Τιβέριος, ο οποίος ήταν παρών στο πλευρό της Λιβίας στις τελευταίες στιγμές του αυτοκράτορα, τον διαδέχτηκε.[185] Τα τελευταία λόγια του Αυγούστου ήταν «Plaudite cives, plaudite amici, finita est comoedia» («Χειροκροτήστε πολίτες, χειροκροτήστε φίλοι, η κωμωδία τελείωσε»), αναφερόμενος σε όλες του τις πράξεις προκειμένου να ανέβει και να διατηρηθεί στην εξουσία. Μια επιβλητική επικήδειος πομπή ταξίδεψε με το σώμα του από τη Νώλα στη Ρώμη και τη μέρα της ταφής του όλες οι δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις έμειναν κλειστές.[185] Ο Τιβέριος και ο γιος του Δρούσος απήγγειλαν τον επικήδειό του.[186] Το σώμα του Αυγούστου, κλεισμένο σε φέρετρο, αποτεφρώθηκε σε πυρά κοντά στο Μαυσωλείο του. Τότε διακηρύχτηκε πως ο Αύγουστος πήρε τη θέση του ανάμεσα στους θεούς ως μέλος του ρωμαϊκού πανθέου.[186] Το 410, κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της Ρώμης, το Μαυσωλείο καταστράφηκε από τους Γότθους και η τέφρα του σκορπίστηκε.
Ο ιστορικός Ντ. Σ. Α. Σότερ θεωρεί πως η πολιτική του Αυγούστου, να ευνοεί την Ιουλία γενιά εις βάρος αυτής των Κλαυδίων, θα μπορούσε να είναι επαρκής λόγος για τον Τιβέριο να δείξει εχθρότητα προς τη μνήμη του Αυγούστου. Αντιθέτως, ο Τιβέριος επέπληττε αμέσως όποιον κακολογούσε τον Αύγουστο.[187] Ο Σότερ υποστηρίζει πως η θεοποίηση του Αυγούστου σε συνδυασμό με τη συντηρητική στάση του Τιβέριου απέναντι στη θρησκεία ανάγκασε τον τελευταίο να μην εκφράζει δημοσίως την όποια μνησικακία διατηρούσε.[188] Από την άλλη, ο ιστορικός Ρ. Σω-Σμιθ επικαλείται επιστολές του Αυγούστου προς τον Τιβέριο για να αποδείξει πως ο αυτοκράτορας έδειχνε αγάπη προς αυτόν και είχε σε μεγάλη υπόληψη τις στρατιωτικές του ικανότητες.[189] Ο Σότερ υποστηρίζει πως ο Τιβέριος έστρεψε τον θυμό του κατά του Γάιου Ασίνιου Γάλλου –ο οποίος παντρεύτηκε τη Βιψανία μετά το αναγκαστικό διαζύγιό της από τον Τιβέριο– καθώς επίσης κατά των δύο νεαρών Καισάρων, του Γάιου και του Λεύκιου, και όχι κατά του Αυγούστου, που ήταν ο πραγματικός υπαίτιος του διαζυγίου και της δυσμένειας στην οποία είχε υποπέσει ο Τιβέριος για κάποιο διάστημα.[188]
Η βασιλεία του Αυγούστου έθεσε τα θεμέλια ενός πολιτεύματος που διήρκεσε για εκατοντάδες χρόνια μέχρι την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τόσο το θετό του επώνυμο, «Καίσαρ», όσο κι ο αυτοκρατορικός του τίτλος, «Αύγουστος», έγιναν μόνιμοι τίτλοι για τους ηγεμόνες του απέραντου αυτού κράτους επί δεκατέσσερις αιώνες μετά το θάνατό του, και χρησιμοποιήθηκαν τόσο στην Παλαιά όσο και στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, μέχρι το 1453. Σε πολλές γλώσσες το «Καίσαρ» έγινε λέξη συνώνυμη του «αυτοκράτορας», όπως για παράδειγμα η γερμανική λέξη «Κάιζερ» και η ρώσικη λέξη «Τσάρος». Η λατρεία του Θείου Αυγούστου συνεχίστηκε μέχρι την αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία του κράτους το 391 από τον Θεοδόσιο Α' τον Μεγάλο.
Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν πολυάριθμα εξαιρετικά αγάλματα και προτομές του πρώτου αυτοκράτορα. Ο ίδιος είχε συγγράψει μια αφήγηση των επιτευγμάτων του με τίτλο «Res Gestae Divi Augusti» ώστε να γραφτεί σε μπρούτζο μπροστά από το Μαυσωλείο του.[190] Αντίγραφα του κειμένου εμφανίζονται σε επιγραφές σε διάφορες περιοχές του ρωμαϊκού κράτους μετά το θάνατό του.[191] Οι λατινικές επιγραφές έφεραν στο πλάι μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και αναρτήθηκαν σε πολλά δημόσια κτίρια, όπως ο ναός στην Άγκυρα, το «Monumentum Ancyranum», που αποκάλεσε «βασίλισσα των επιγραφών» ο ιστορικός Τέοντορ Μόμσεν.[192] Υπάρχουν ορισμένα γνωστά σε μας γραπτά κείμενα του Αυγούστου που δεν επιβίωσαν στο χρόνο. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα ποιήματα «Σικελία», «Επιφανής» και «Αίας», μια αυτοβιογραφία 13 τόμων, μια φιλοσοφική πραγματεία και η ανασκευή του «Εγκώμιου του Κάτωνα» του Βρούτου.[193] Οι ιστορικοί είναι σε θέση να αναλύσουν διάφορα γράμματα που απευθύνει ο Αύγουστος σε άλλους για πρόσθετα γεγονότα και στοιχεία για την προσωπική του ζωή.[189][194]
Πολλοί θεωρούν τον Αύγουστο ως τον μεγαλύτερο αυτοκράτορα της Ρώμης. Η πολιτική του παρέτεινε την διάρκεια της αυτοκρατορίας και έθεσε τα θεμέλια της περίφημης «Pax Romana» ή «Pax Augusta». Ήταν έξυπνος, αποφασιστικός και διορατικός πολιτικός, αν και ίσως όχι τόσο χαρισματικός όσο ο Ιούλιος Καίσαρ. Κατά περίπτωση βρισκόταν και υπό την επιρροή της τρίτης συζύγου του, της Λιβίας. Ωστόσο, η κληρονομία του αποδείχτηκε ιδιαίτερα ανθεκτική στο χρόνο.
Η πόλη της Ρώμης μεταμορφώθηκε ριζικά κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του. Την εποχή αυτή η πόλη απέκτησε για πρώτη φορά οργανωμένα σώματα αστυνομίας και πυροσβεστικής, ενώ δημιουργήθηκε και ένα αξίωμα αντίστοιχο με αυτό του σύγχρονου νομάρχη.[195] Την αστυνομική δύναμη αποτελούσαν κοόρτεις των 500 ανδρών, ενώ τα πυροσβεστικά σώματα κυμαίνονταν από 500 έως 1000 άνδρες, με 7 σώματα να προσέχουν 14 σαφώς καθορισμένους τομείς της πόλης.[195] Επικεφαλής των σκοπών vigiles, της πυροσβεστικής και της αστυνομίας ορίστηκε ο «praefectus vigilum».[196]
Όταν πια τελείωσαν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ο Αύγουστος είχε την άνεση να δημιουργήσει έναν κραταιό στρατό για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μεγέθους 28 λεγεώνων, που τις αποτελούσαν περίπου 170.000 άνδρες.[197] Το στράτευμα υποστήριζαν πολυάριθμα βοηθητικά σώματα των 500 στρατιωτών το καθένα, που συνήθως στρατολογούνταν από τις νεοκατακτηθείσες περιοχές.[198] Μια από τις καινοτομίες του Αυγούστου που είχαν τη μεγαλύτερη διάρκεια στο χρόνο ήταν η ίδρυση της Πραιτωριανής Φρουράς το 27 π.Χ. Αρχικά επρόκειτο για την προσωπική του φρουρά στο πεδίο της μάχης, η οποία με τον καιρό εξελίχτηκε στην επίσημη αυτοκρατορική φρουρά, που με τον καιρό αποτέλεσε σημαντική πολιτική δύναμη στα ρωμαϊκά πράγματα.[199] Είχαν τη δύναμη να εκφοβίζουν τη Σύγκλητο, να ανεβάζουν στον θρόνο αυτοκράτορες και να εξοντώνουν τους ανεπιθύμητους. Ο τελευταίος αυτοκράτορας που υπηρέτησαν ήταν ο Μαξέντιος, καθώς ο Μέγας Κωνσταντίνος τους διέλυσε στις αρχές του 4ου αιώνα και κατέστρεψε τους στρατώνες τους, τα «Castra Praetoria».[200]
Έχοντας βρει πόρους για τη συντήρηση του οδικού δικτύου της Ιταλίας, ο Αύγουστος ίδρυσε ένα επίσημο ταχυδρομικό σύστημα με σταθμούς ανεφοδιασμού που επέβλεπε ένας αξιωματικός του στρατού γνωστός ως «praefectus vehiculorum» (αξιωματούχος των οχημάτων).[201] Πέρα από τη διευκόλυνση της επικοινωνίας ανάμεσα στις ιταλικές πόλεις, τα μεγάλα έργα οδοποιίας που παρήγγειλε κατά μήκος της Ιταλίας έδωσαν στον στρατό μεγάλη ευελιξία και ταχύτητα μετακίνησης.[202] Το έτος 6 ο Αύγουστος ίδρυσε το «aerarium militare», προσφέροντας 170 εκατομμύρια σηστερτίους στο στρατιωτικό αυτό θησαυροφυλάκιο που συντηρούσε τόσο τους εν ενεργεία όσο και τους βετεράνους στρατιώτες.[203]
Παρόλο που ήδη ήταν η ισχυρότερη μορφή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επιθυμία του Αυγούστου ήταν να ενσαρκώσει το πνεύμα της αρετής και του ήθους τα οποία χαρακτήριζαν τη δημοκρατική εποχή του κράτους. Ήθελε επίσης να σχετίζεται με τους απλούς ανθρώπους και να μαθαίνει τα προβλήματά τους. Το πέτυχε με διάφορες πράξεις γενναιοδωρίας και αποφεύγοντας κραυγαλέες πολυτέλειες. Το έτος 29 π.Χ. ο Αύγουστος πλήρωσε 400 σηστερτίους σε καθέναν από τους 250.000 πολίτες, 1.000 σηστέρτιους σε καθέναν από τους 120.000 βετεράνους στις αποικίες, ενώ ξόδεψε 700 εκατομμύρια σηστέρτιους προκειμένου να αγοράσει γαίες για την εγκατάσταση των στρατιωτών του.[204] Αναστήλωσε 82 ναούς για να αποδείξει έμπρακτα την ευσέβειά του στο ρωμαϊκό πάνθεον.[204] Το 28 π.Χ. έλειωσε 80 τιμητικά ασημένια αγάλματα με τη μορφή του ιδίου σε μια προσπάθεια να δείξει μετριοφροσύνη.[204]
Οι μεταρρυθμίσεις του Αυγούστου με στόχο την αύξηση των δημόσιων εσόδων είχαν τεράστια συμβολή στην μετέπειτα ακμή της αυτοκρατορίας. Ο Αύγουστος οργάνωσε τη συστηματική άμεση φορολόγηση για ένα κατά πολύ μεγαλύτερο τμήμα των κατακτημένων εδαφών, σε αντιδιαστολή με τους προκατόχους του, οι οποίοι αντλούσαν μεταβλητά, σποραδικά και κατά κάποιο τρόπο αυθαίρετα χρηματικά ποσά από κάθε ντόπια κοινότητα.[205] Η ρύθμιση αυτή αύξησε κατά πολύ τα έσοδα της Ρώμης από τα εδάφη που της ανήκαν, σταθεροποίησε τη ροή τους και συστηματοποίησε τις οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στη Ρώμη και τις επαρχίες, αντί να δημιουργεί νέες τριβές με κάθε νέα αυθαίρετη δέσμευση χρηματικών πόρων.[205] Οι φορολογικοί συντελεστές κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Αυγούστου καθορίζονταν κατόπιν απογραφής του πληθυσμού κάθε επαρχίας.[206] Οι πολίτες της Ρώμης και της Ιταλίας πλήρωναν έμμεσους φόρους, ενώ οι επαρχίες πλήρωναν άμεσους.[206] Οι έμμεσοι φόροι ήταν 4% επί της τιμής των σκλάβων, 1% επί της τιμής των αγαθών που δημοπρατούνταν και 5% κληρονομιάς περιουσιών που τιμολογούνταν άνω των 100.000 σηστερτίων από πρόσωπα που δεν ήταν κοντινοί συγγενείς.[206]
Μια εξίσου σημαντική μεταρρύθμιση ήταν η κατάργηση της συλλογής φόρων από ιδιώτες, η οποία αντικαταστάθηκε από το διορισμό έμμισθων δημόσιων υπαλλήλων με το ίδιο καθήκον. Κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής εποχής άκμαζαν ιδιώτες που συνέλεγαν φόρους βάσει συμβολαίου, ορισμένοι από τους οποίους είχαν αποκτήσει τόση επιρροή ώστε να επηρρεάζουν τα εκλογικά αποτελέσματα στη Ρώμη.[205] Οι τελώνες είχαν αποκτήσει πολύ κακή φήμη για την απληστία τους, καθώς και για τον προσωπικό τους πλούτο, τον οποίο τους εξασφάλιζε το δικαίωμα να φορολογούν τις ντόπιες κοινότητες.[205] Συγκεκριμένα οι τελώνες ήταν υποχρεωμένοι να συλλέγουν κάποια σταθερά ποσά που αποτελούσαν τα έσοδα της Ρώμης, ενώ οι ίδιοι μπορούσαν με τις ευλογίες των ρωμαϊκών αρχών να κρατούν για τον εαυτό τους ό,τι παραπάνω χρηματικά ποσά μπορούσαν να απομυζήσουν. Η έλλειψη αποτελεσματικής εποπτείας, σε συνδυασμό με την φιλαργυρία των τελωνών, είχαν δημιουργήσει ένα σύστημα αφαίμαξης των φορολογουμένων, θεωρούμενο γενικώς ως άδικο και ζημιογόνο στις επενδύσεις και την οικονομία.
Χάρη στην κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Αύγουστο και την αλλαγή της διακυβέρνησής της σε ρωμαϊκού τύπου, η αυτοκρατορία μπορούσε να χρησιμοποιεί τα πλούσια εδάφη της χώρας του Νείλου για να χρηματοδοτεί τους σκοπούς της.[207] Καθώς θεωρούνταν προσωπική περιουσία του Αυγούστου κι όχι επαρχία του κράτους, τους μετέπειτα αιώνες κληροδοτούνταν από αυτοκράτορα σε αυτοκράτορα.[208] Αντί για κάποιο λεγάτο ή έπαρχο, ο Αύγουστος εγκατέστησε έναν διοικητή από την τάξη των ιππέων για να εποπτεύει την Αίγυπτο και να συντηρεί τα κερδοφόρα λιμάνια της. Η θέση αυτή σήμαινε τη μεγαλύτερη πολιτική άνοδο για κάποιο μέλος της τάξης των ιππέων, περά από το να γίνει Διοικητής της Πραιτωριανής Φρουράς.[209] Η εξαιρετικά εύφορη γη της Αιγύπτου παρείχε τεράστια έσοδα που ήταν διαθέσιμα στον Αύγουστο και τους διαδόχους του για να πληρώνουν δημόσια έργα και στρατιωτικές εκστρατείες,[207] καθώς και για να προσφέρουν άρτον και θεάματα για τον πληθυσμό της Ρώμης.
Ο μήνας του Αυγούστου (λατινικά: Augustus) πήρε το όνομά του από τον Οκταβιανό Αύγουστο. Μέχρι την εποχή αυτή αποκαλούνταν Sextilis, καθως ήταν ο έκτος μήνας του παλαιού ρωμαϊκού ημερολογίου (η λατινική λέξη για τον αριθμό 6 είναι sex). Ένας δημοφιλής μύθος ήταν πως ο μήνας Αύγουστος έχει 31 ημέρες επειδή ο Αύγουστος επιθυμούσε να έχει τόσες μέρες όσες και ο μήνας που αφιερώθηκε στον Καίσαρα, ο Ιούλιος. Εντούτοις πρόκειται απλά για μια επινόηση του λογίου του 13ου αιώνα Γιοχάνες ντε Σακρομπόσκο. Ο Sextilis στην πραγματικότητα είχε 31 ημέρες προτού μετονομαστεί και δεν επιλέχτηκε με κριτήριο το μήκος του. Σύμφωνα με ένα senatus consultum (διάταγμα της Συγκλήτου) που αναφέρει ο Α. Θ. Μακρόβιος, ο Sextilis μετονομάστηκε για να τιμήσει τον Αύγουστο επειδή πολλά από τα συναρπαστικά γεγονότα που οδήγησαν στην άνοδό του στην εξουσία έλαβαν χώρα το μήνα αυτό, συμπεριλαμβανομένης και της κατάκτησης της Αλεξάνδρειας.[210]
Τις τελευταίες του στιγμές, ο Αύγουστος καυχήθηκε: «Παρέλαβα τη Ρώμη φτιαγμένη από τούβλα, τώρα σας την παραδίδω ντυμένη από μάρμαρο». Αν και η ρήση αυτή αληθεύει εν μέρει και κυριολεκτικά, ο Δίων Κάσσιος βεβαιώνει πως πρόκειται για μεταφορά σχετικά με την ισχύ της αυτοκρατορίας.[211]
Μάρμαρο υπήρχε σε κτίρια και πριν από την εποχή του Αυγούστου, αλλά μέχρι τότε δεν χρησιμοποιούνταν σαν σύνηθες κατασκευαστικό υλικό.[212] Παρόλο που η κατάσταση δεν άλλαξε για τις φτωχογειτονίες της Σουμπούρα, που έμειναν σαθρές και εύφλεκτες όπως πάντα, ο Αύγουστος άφησε πράγματι το σημάδι του στα οικοδομήματα του κέντρου της πόλης και του Πεδίου του Άρεως, κατασκευάζοντας την Ara Pacis (Βωμό της Ειρήνης) και ένα μνημειώδες ηλιακό ρολόι, κεντρικός δείκτης του οποίου ήταν ένας οβελίσκος που έφερε από την Αίγυπτο.[213] Τα ανάγλυφα που διακοσμούν την Άρα Πάκις αναπαριστούν τους θριάμβους που αφηγείται ο Αύγουστος στο έργο «Res Gestae».[214] Τα ανάγλυφα παρουσιάζουν την αυτοκρατορική πομπή των Πραιτωριανών, των Εστιάδων Παρθένων και των πολιτών της Ρώμης.[214] Ο Αύγουστος έχτισε επίσης το Ναό του Καίσαρα, τις Θέρμες του Αγρίππα και την Αγορά του Αυγούστου, στην οποία ανήγειρε ναό αφιερωμένο στον Άρη Εκδικητή . Ενθάρρυνε τις κατασκευές κι άλλων έργων, ανάμεσα στα οποία συναντούμε το Θέατρο του Βάλβου και το Πάνθεον, το οποίο κατασκεύασε ο Αγρίππας. Επίσης χρηματοδότησε και οικοδομήματα που έμειναν γνωστά με ονόματα άλλων, συνήθως συγγενών του, για παράδειγμα την Στοά της Οκταβίας και το Θέατρο του Μάρκελλου. Επίσης το Μαυσωλείο του, που χτίστηκε πριν από το θάνατό του για να δεχτεί την τέφρα μελών της οικογένειάς του.[215] Για να υμνήσει τη νίκη του στη Ναυμαχία του Ακτίου, χτίστηκε η Αψίδα του Αυγούστου το 29 π.Χ. κοντά στην είσοδο του Ναού του Κάστορα και του Πολυδεύκη, η οποία επιμηκύνθηκε το 19 π.Χ. για να συμπεριλάβει τρεις αψίδες.[212] Υπάρχουν επίσης διάφορα κτίρια εκτός της πόλης της Ρώμης που αποτελούν κληρονομιά του Αυγούστου και φέρουν το όνομά του, οι αψίδες του Αυγούστου στο Ρίμινι και στην Αόστα, πόλη επώνυμή του (Augusta Praetoria), το θέατρο της Μέριδα στην Ισπανία, το Maison Carrée (Τετράγωνος Οίκος) που χτίστηκε στη Νιμ στο σύγχρονο γαλλικό νότο, καθώς επίσης και το τρόπαιο Αυγούστου στην Λα Τουρμπί, κοντά στο Μονακό.
Μετά το θάνατο του Αγρίππα το 12 π.Χ., έπρεπε να βρεθεί μια λύση σχετικά με την οργάνωση του δικτύου ύδρευσης της Ρώμης. Το θέμα τέθηκε τη στιγμή αυτή καθώς ήταν υπό την επίβλεψη του Αγρίππα όταν υπηρετούσε ως αγορανόμος (aedilis), και χρηματοδοτήθηκε αργότερα με δικά του έξοδα όταν ήταν απλός ιδιώτης.[195] Τη χρονιά αυτή ο Αύγουστος κανόνισε ένα σύστημα βάσει του οποίου η Σύγκλητος όριζε τρία από τα μέλη της υπευθύνα για την παροχή νερού στην πόλη, καθώς και για τη συντήρηση των υδραγωγείων.[195] Προς το τέλος της εποχής του Αυγούστου, μια επιτροπή πέντε Συγκλητικών, γνωστοί ως «curatores locorum publicorum iudicandorum», ανέλαβε τη συντήρηση των δημόσιων κτιρίων και των ναών της κρατικής λατρείας.[195] Ο Αύγουστος δημιούργησε επίσης μια επιτροπή Συγκλητικών για τη συντήρηση του οδικού δικτύου, οι οποίοι καλούνταν «curatores viarum». Η επιτροπή αυτή συνεργαζόταν με ντόπιους αξιωματούχους και εργολάβους για την οργάνωση τακτικών εξορμήσεων για επισκευές.[201]
Ο κορινθιακός αρχιτεκτονικός ρυθμός, με προέλευση την Αρχαία Ελλάδα, ήταν το κυρίαρχο ρεύμα κατά την εποχή του Αυγούστου και κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής εποχής της Ρώμης.[212] Ο Σουητώνιοςκάποτε σχολίασε πως η Ρώμη δεν ήταν άξια να αποκαλείται αυτοκρατορική πρωτεύουσα, αν και οι Αύγουστος και Αγρίππας προσπάθησαν να διαλύσουν αυτήν την εντύπωση μεταμορφώνοντας την πόλη σύμφωνα με το κλασικό ελληνικό μοντέλο.[212]
Ένας θρησκευτικός, εθνολογικός και πολιτιστικός συγκρητισμός λαμβάνει χώρα σε όλη την έκταση του αχανούς κράτους. Ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός και η λατινική κουλτούρα επικρατούν, τουλάχιστον στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, και παρ' όλο που οι ελληνόφωνες άρχουσες τάξεις των ανατολικών επαρχιών συνεχίζουν να θεωρούν έως έναν βαθμό τους Ρωμαίους ξένους, κανείς δεν αρνείται την Pax Romana, την ηρεμία και ευημερία που έφερε η λατινική ισχύς σε όσους την αποδέχονταν.
Επί Οκταβιανού άκμασε μία νέα γενιά Ρωμαίων λογοτεχνών, όπως ο Βιργίλιος και ο Οράτιος, η οποία ήταν απροκάλυπτα στραμμένη προς τον αυτοκράτορα. Το τέλος των εμφυλίων πολέμων και η καινούργια, πιο ειρηνική εποχή ακμής που επαγγελλόταν ο Οκταβιανός βρήκαν στον Βιργίλιο και ορισμένους συγχρόνούς του τους πιο τρανούς προπαγανδιστές τους. Η εγγενής αντίφαση της νέας τάξης πραγμάτων, με την οποία ένας τυραννικός μιλιταριστής δυνάστης προβάλλεται ως εγγυητής της ευημερίας και της ασφάλειας, εντοπίζεται και τίθεται στο περιθώριο από αυτήν τη μερίδα φιλοκυβερνητικών διανοούμενων, οι οποίοι θεωρούν απαραίτητο το καινούργιο καθεστώς προκειμένου να απαλυνθούν οι πληγές των εμφυλίων. Αυτή η μερίδα ταλαντούχων λογοτεχνών προωθείται από τον Γάιο Μαικήνα, πλούσιο και φιλότεχνο συνεργάτη του Οκταβιανού ο οποίος είχε αναλάβει τη διεύθυνση της αυγούστειας πολιτισμικής προπαγάνδας και είναι υπεύθυνος για την επεξεργασία μίας πολιτικά αποδεκτής «κρατικής ρωμαϊκής λογοτεχνίας».[216]
Στα τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ. πλέον η επίσημη κρατική λατρεία της Ρώμης είχε από καιρό συγχωνευτεί στο γενικό της μυθολογικό και τελετουργικό περίγραμμα με τις ελληνικές αστικές λατρείες της Ανατολής και είχε εξαπλωθεί απ’ άκρο σε άκρο της αυτοκρατορίας, αλλά με τον ίδιο τρόπο που κάθε πόλη διατηρούσε την ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση της ως υπενθύμιση της αλλοτινής, διακριτής κρατικής υπόστασής της, έτσι και η ίδια η πόλη της Ρώμης, κέντρο της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης, διακρινόταν από ιδιαίτερες τοπικιστικές πρακτικές οι οποίες δεν διαδόθηκαν ποτέ έξω από το Λάτιο (π.χ. οι Εστιάδες Παρθένες, ορισμένες αργίες και αγώνες, η οιωνοσκοπία κλπ).
Ο Οκταβιανός προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτήν τη βαθύτερη πολυδιάσπαση πίσω από την επιφανειακή ελληνορωμαϊκή ομοιογένεια ώστε να ενισχύσει την ενότητα του αχανούς κράτους του, υποστήριξε προϋπάρχουσες τάσεις και, όπως προαναφέρθηκε, το 27 π.Χ. του απονεμήθηκε από τη Σύγκλητο ο τίτλος του «Αυγούστου», ο οποίος του αναγνώριζε ιερές ιδιότητες, ενώ παράλληλα διατάχθηκε η θεοποίηση του Ιουλίου Καίσαρα με δικούς του ιερείς και ναούς. Έτσι ξεκινά άτυπα η μεταθανάτια λατρεία του εκάστοτε αυτοκράτορα, μία συμπληρωματική λατρεία που εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς ενοποίησης και ομοιογένειας σε όλη την έκταση του ρωμαϊκού κράτους. Βεβαίως, ο έμφυτος παραλογισμός της θεοποίησης ενός ανθρώπου με απλό κρατικό διάταγμα δεν επέτρεψε στην Ιταλία την εξάπλωση αυτής της πρακτικής και στο πρόσωπο του ζώντος αυτοκράτορα, ωστόσο στην Ανατολή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό η λατρεία ακόμη και του ίδιου του Οκταβιανού ως συνέχεια της λατρείας των ελληνιστικών μοναρχών.[216]
Ο Αύγουστος δεν σταμάτησε εκεί και επιχείρησε να συγκεντρώσει όλα τα σπουδαία ιερατικά αξιώματα στο πρόσωπό του ώστε να γίνει η υπέρτατη αυθεντία της επίσημης κρατικής λατρείας. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά τον θάνατο του Λέπιδου το 12 π.Χ. ο Οκταβιανός έλαβε ισοβίως τη θέση του Μέγιστου Αρχιερέα, ένα αξίωμα οι αρμοδιότητες του οποίου γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Ακόμη και ρωμαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις αιώνων ο Αύγουστος επιχείρησε να τις στρέψει έμμεσα σε απότιση φόρου τιμής στον αυτοκρατορικό οίκο. Για τους επόμενους δύο αιώνες πάντως η αυτοκρατορική λατρεία θα είναι όλο και σπουδαιότερο κομμάτι της θρησκευτικής πρακτικής στο εσωτερικό του κράτους: μετά θάνατον θεοποιήθηκαν οι αυτοκράτορες Αύγουστος, Κλαύδιος, Βεσπασιανός και Τίτος, ενώ μετά τη βασιλεία του Μάρκου Κοκκήιου Νέρβα (96-98), πολύ λίγοι μονάρχες "απέτυχαν" να λάβουν την τιμητική αυτή διάκριση.
Ακόμη και αν το αρχαίο λατρευτικό τυπικό δεν είχε μεγάλη σχέση με την ατομική ηθική, καθώς δεν ήταν παρά μια σχέση αλληλεξάρτησης με αόρατες δυνάμεις στις οποίες οι άνθρωποι τελούσαν τις απαραίτητες λειτουργίες και ως αντάλλαγμα ανταμείβονταν με την προσωπική τους ασφάλεια,[216] εντούτοις προάσπιζε την ευσέβεια και τη θρησκευτική πειθαρχία. Αυτός κυρίως ήταν ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποίησε τη θρησκεία ο Αύγουστος ως ασπίδα προστασίας ενάντια στην εσωτερική φθορά της ρωμαϊκής κοινωνίας, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του επίσης επικράτησε ο μύθος της ίδρυσης της Ρώμης από τον τρωικό ήρωα Αινεία, όπως τον διατύπωσε ο Βιργίλιος στην Αινειάδα του.
Η μεγάλη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αυγούστου και η κληρονομιά του είναι σημαντικότατοι παράγοντες επιτυχίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Τάκιτο, οι νεώτερες γενεές που ζούσαν το 14 π.Χ. δεν είχαν ποτέ γνωρίσει άλλο τρόπο διακυβέρνησης εκτός από την Ηγεμονία.[217] Αν ο Αύγουστος είχε πεθάνει νωρίτερα, για παράδειγμα το 23 π.Χ. οπότε και αρρώστησε, τα πράγματα ίσως να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Οι εμφύλιοι πόλεμοι κατά τη διάρκεια της παλαιάς «δημοκρατικής» ολιγαρχίας και η μακροημέρευση του Αυγούστου πρέπει να θεωρούνται παράγοντες καθοριστικής σημασίας στη μετατροπή του ρωμαϊκού κράτους σε μια de facto μοναρχία. Η πείρα του Αυγούστου, η υπομονή του, το τακτ του και η πολιτική του οξύνοια έπαιξαν το ρόλο τους. Οδήγησε το μέλλον της αυτοκρατορίας σε πολλά μονοπάτια που είχαν διάρκεια, από την εγκατάσταση μόνιμου επαγγελματικού στρατού στα σύνορα μέχρι την ενδοοικογενειακή αρχή που χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές σε θέματα διαδοχής, αλλά και τον εξωραϊσμό της πόλης με αυτοκρατορικά έξοδα.
Η απόλυτη κληρονομιά του Αυγούστου ήταν εν τέλει η ειρήνη και η ευμάρεια που απόλαυσε η αυτοκρατορία τους δύο επόμενους αιώνες υπό το σύστημα που ο ίδιος εγκατέστησε. Η μνήμη του φυλάχτηκε με ζήλο στο πολιτικό ήθος της αυτοκρατορικής εποχής ως παράδειγμα καλού ηγεμόνα. Κάθε ηγεμόνας της Ρώμης υιοθέτησε το όνομά του, Καίσαρ Αύγουστος, που σταδιακά έχασε το χαρακτήρα του ονόματος και μετατράπηκε σε τίτλο.[186] Οι σύγχρονοί του ποιητές, Βιργίλιος και Οράτιος, εξύμνησαν τον Αύγουστο ως υπερασπιστή της Ρώμης, σημαιοφόρο της ηθικής δικαιοσύνης και ως άτομο που ανέλαβε τη δυσβάσταχτη ευθύνη του να διατηρήσει την αυτοκρατορία ακέραια.[218]
Μολαταύτα, για τον τρόπο που κυβέρνησε τη Ρώμη και εγκαθίδρυσε τη νέα πολιτική τάξη, ο Αύγουστος έχει γίνει επίσης άπειρες φορές αντικείμενο δριμείας κριτικής. Ο σύγχρονός του Ρωμαίος νομομαθής Μάρκος Αντίστιος Λαμπέο (πέθ. 10 ή 11 μ.Χ.), νοσταλγός των ημερών της δημοκρατικής ελευθερίας που προϋπήρχε του Οκταβιανού και μέσα στην οποία είχε γεννηθεί, ασκούσε ανοιχτά κριτική στη διακυβέρνηση του Αυγούστου.[219] Στην εισαγωγή των «Χρονικών» του, ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος έγραψε ότι ο Αύγουστος με πανουργία έφερε τη Ρώμη σε κατάσταση δουλείας. Συνεχίζει υποστηρίζοντας πως μετά το θάνατο του Αυγούστου, όταν ορκίστηκε πίστη στον Τιβέριο, ο λαός της Ρώμης αντάλλαξε έναν δουλέμπορο με έναν άλλο.[219] Ο Τάκιτος, ωστόσο, καταγράφει δύο αντικρουόμενες αλλά κοινές απόψεις για τον Αύγουστο:
Οι έξυπνοι άνθρωποι τον επαινούσαν ή του ασκούσαν κριτική με διάφορους τρόπους. Η μια άποψη έχει ως εξής. Το καθήκον ενός γιου και η εθνική ανάγκη, θέματα στα οποία δεν υπήρχε έδαφος για διευθέτηση μέσω νόμων, τον οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο – και αυτός δεν μπορεί ούτε να αρχίσει ούτε να συνεχίσει με ευπρεπείς μεθόδους. Έκανε πολλούς συμβιβασμούς με τον Αντώνιο και το Λέπιδο ώστε να εκδικηθεί τους δολοφόνους του πατέρα του. Όταν ο Λέπιδος έγινε γέρος και τεμπέλης, και ο εγωκεντρισμός του Αντωνίου κατανάλωσε καθετί καλό μέσα του, ο μόνος δυνατός τρόπος να θεραπευτεί το ταραγμένο κράτος ήταν η διακυβέρνησή του από έναν και μοναδικό άντρα. Ωστόσο, ο Αύγουστος έβαλε το κράτος σε τάξη όχι κάνοντας τον εαυτό του βασιλιά ή δικτάτορα, αλλά ιδρύοντας το Πριγκιπάτο. Τα σύνορα της αυτοκρατορίας ήταν στον ωκεανό ή σε μακρινά ποτάμια. Στρατοί, επαρχίες, στόλοι, το όλο σύστημα αλληλοσχετίστηκε. Οι Ρωμαίοι πολίτες ήταν προστατευμένοι από το νόμο. Προς τους κατοίκους των επαρχιών υπήρχε αξιοπρεπής μεταχείριση. Η ίδια η Ρώμη εξωραΐστηκε. Σποραδικά χρησιμοποιήθηκε και βία – ιδίως για τη διατήρηση της ειρήνης για την πλειοψηφία.[220]
Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή:
Το καθήκον ενός γιου και η εθνική κρίση ήταν απλές προφάσεις. Στην πραγματικότητα, κίνητρο του Οκταβιανού, μελλοντικού Αυγούστου, ήταν ο πόθος για την εξουσία... Πράγματι υπήρξε ειρήνη, μα ήταν αιματοβαμμένη ειρήνη συμφορών και δολοφονιών.[221]
Σε μια πρόσφατη βιογραφία του Αυγούστου, ο Άντονι Έβεριτ ισχυρίζεται πως διαμέσου των αιώνων, οι κρίσεις αναφορικά με τη βασιλεία του Αυγούστου ταλαντεύτηκαν ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, εντούτοις τονίζει:
Τα αντίθετα δεν είναι ανάγκη να είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα, και δεν είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε είτε το ένα είτε το άλλο. Η ιστορία της καριέρας του δείχνει πως ο Αύγουστος ήταν πράγματι αμείλικτος, μοχθηρός και φιλόδοξος για τον εαυτό του. Αυτό ήταν μόνο εν μέρει προσωπικό του χαρακτηριστικό, καθώς οι Ρωμαίοι που ανήκαν στην υψηλή κοινωνία εκπαιδεύονταν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και να αριστεύουν. Ωστόσο, εκείνος συνδύαζε μια έκδηλη φροντίδα για τα προσωπικά του συμφέροντα με έναν βαθιά ριζωμένο πατριωτισμό, βασισμένο στη νοσταλγία των αρχέγονων αρετών της Ρώμης. Μέσα στην ικανότητά του στο ρόλο του ηγεμόνα (princeps), η ιδιοτέλεια και η ανιδιοτέλεια συνυπήρχαν στο μυαλό του. Ενώ μαχόταν για επικράτηση, έδειχνε ελάχιστη προσοχή στη νομιμότητα ή στα συνήθη προσχήματα της πολιτικής ζωής. Ήταν καλός στο να αποπλανεί, αναξιόπιστος και αιμοδιψής. Αλλά μόλις διασφάλισε την κυριαρχία του, κυβέρνησε αποτελεσματικά και δίκαια, επέτρεπε γενικά την ελευθερία της γνώμης, και υποστήριξε τη νομιμότητα. Ήταν εξαιρετικά εργατικός και προσπάθησε τόσο σκληρά όσο οποιοσδήποτε δημοκρατικός βουλευτής να συμπεριφέρεται στους συναδέλφους του στη Σύγκλητο με σεβασμό και ευαισθησία. Δεν υπέφερε από αυταπάτες μεγαλείου.[222]
Ο Τάκιτος ήταν της γνώμης πως ήταν ο Νέρβας (βασίλεψε το 96 – 98) αυτός που βρήκε την τομή ανάμεσα σε δύο πρωτύτερα ασυμβίβαστες έννοιες, αυτές της ελευθερίας και του πριγκιπάτου.[223] Τον 3ο αιώνα ο ιστορικός Δίων Κάσσιος αναγνώρισε πως ο Αύγουστος υπήρξε αγαθός και μετριοπαθής ηγέτης, ωστόσο όπως και οι περισσότεροι ιστορικοί μετά το θάνατο του Αυγούστου, ο Δίων έβλεπε τον Αύγουστο ως αυταρχικό κυβερνήτη.[219] Ο ποιητής Μάρκος Ανναίος Λουκανός (39-65 μ.Χ.) ήταν της γνώμης πως η νίκη του Καίσαρα επί του Πομπήιου και η πτώση του Κάτωνα του Νεότερου (95 π.Χ. – 46 π.Χ.) σηματοδότησαν το τέλος της παραδοσιακής ελευθερίας στη Ρώμη. Ο ιστορικός Τσέστερ Τζ. Σταρ ο Νεότερος γράφει σχετικά με την απόφασή του να μην ασκήσει κριτική στον Αύγουστο:«ίσως ο Αύγουστος ήταν υπερβολικά ιερή φιγούρα για να την κατηγορήσει κανείς ευθέως».[223]
Ο Αγγλο-Ιρλανδός συγγραφέας Τζόναθαν Σουίφτ (1667-1745), στο έργο του «Discourse on the Contests and Dissentions in Athens and Rome», ασκεί κριτική στον Αύγουστο επειδή εγκαθίδρυσε τυραννία στην πόλη της Ρώμης, και παρομοίασε αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ενάρετη συνταγματική μοναρχία της Μεγάλης Βρετανίας με την ηθική Δημοκρατία της Ρώμης του 2ου αιώνα π.Χ.[224] Στην κριτική του για τον Αύγουστο, ο ναύαρχος και ιστορικός Τόμας Γκόρντον (1658–1741) συγκρίνει τον Αύγουστο με τον πουριτανό τύραννο Όλιβερ Κρόμβελ (1599–1658).[224] Ο Τόμας Γκόρντον και ο Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Μοντεσκιέ (1689–1755) τονίζουν από κοινού πως ο Αύγουστος ήταν δειλός στη μάχη.[225] Στο έργο του «Αναμνήσεις από την Αυλή του Αυγούστου», ο Σκωτσέζος μελετητής Τόμας Μπλάκγουελ (1701–1757) θεωρεί τον Αύγουστο Μακιαβελλικό ηγεμόνα, «έναν αιμοδιψή εκδικητικό σφετεριστή», «μοχθηρό και άχρηστο», «ένα κακό πνεύμα» και «τύραννο».[225]
Αν και υπάρχουν πολλά αγάλματα και προτομές με τη μορφή του Αυγούστου, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς αν οι απεικονίσεις είναι ρεαλιστκές ή εξιδανικευμένες εικόνες. Ο βιογράφος του, Σουητώνιος, μας μεταφέρει εντούτοις την παρακάτω ζωντανή περιγραφή: «Ήταν ασυνήθιστα όμορφος... Είχε καθαρά μάτια που έλαμπαν... Τα δόντια του ήταν πολύ αραιά, μικρά και κακοδιατηρημένα, τα μαλλιά του ελαφρώς κατσαρά με τάση προς το χρυσό. Τα φρύδια του ενώνονταν. Τα αυτιά του ήταν μέτρια σε μέγεθος, και η μύτη του εξείχε λίγο στην κορυφή και μετά κύρτωνε ελαφρά προς τα μέσα. Η επιδερμίδα του ήταν κάπου ανάμεσα στο σκούρο και το ανοιχτό. Ήταν κοντός στο ύψος...»[226]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.