Ναύπλιο
κωμόπολη της Πελοποννήσου From Wikipedia, the free encyclopedia
κωμόπολη της Πελοποννήσου From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ναύπλιο είναι πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου. Αποτελεί έδρα του δήμου Ναυπλιέων, πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Αργολίδας και έναν από τους κυριότερους λιμένες της ανατολικής Πελοποννήσου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 είχε 14.532 κατοίκους. Το ιστορικό κέντρο της πόλης έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός, ενώ υπήρξε πρωτεύουσα της Ελλάδας κατά την περίοδο 1827 - 1834.
Ναύπλιο | |
---|---|
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Πελοποννήσου |
Περιφερειακή Ενότητα | Αργολίδας |
Δήμος | Ναυπλιέων |
Δημοτική Ενότητα | Ναυπλιέων |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Πελοπόννησος |
Υψόμετρο | 6 μέτρα[1] |
Έκταση | 33,6 |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 14.532 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Πληροφορίες | |
Πολιούχος | Άγιος Αναστάσιος |
Ταχ. κώδικας | 211 00 |
Τηλ. κωδικός | 27520 |
https://www.nafplio.gr/ | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η πόλη είναι κτισμένη στο νοτιοανατολικό άκρο του εύφορου Αργολικού κάμπου, επάνω στον Αργολικό κόλπο και είναι γνωστή για την πολύ καλά διατηρημένη παλιά πόλη της που προσελκύει μεγάλο αριθμό επισκεπτών όλον τον χρόνο, την αγροτική της παραγωγή που αποτελείται κυρίως από εσπεριδοειδή (πορτοκάλια, μανταρίνια κ.ά.) και το λιμάνι της που προσελκύει σημαντικό αριθμό σκαφών αναψυχής, αλλά και εμπορικά πλοία. Επίσης στεγάζει μεγάλο αριθμό δημοσίων υπηρεσιών και το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στην τοποθεσία της σημερινής πόλης ίδρυσε ο Ναύπλιος την Ναυπλία, η οποία οχυρώθηκε με κυκλώπεια τείχη. Αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν την ύπαρξη της πόλης από τα μυκηναϊκά κιόλας χρόνια. Παρόλα αυτά η πόλη ζούσε σε μεγάλο βαθμό υπό την σκιά των Μυκηνών και αργότερα του Άργους έχοντας μικρή σημασία. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, όταν πρόσφυγες από τα ενδότερα της Πελοποννήσου οίκησαν τον οχυρωμένο λόφο της Ακροναυπλίας.
Η πραγματική ωστόσο ανάπτυξη της πόλης θα έρθει με την παραχώρησή της στους Φράγκους το 1212 και κυρίως μετά από το 1388 που την κατέλαβαν οι Ενετοί. Οι Ενετοί φρόντισαν για την επέκταση της πόλης, των οχυρώσεων και του λιμανιού της, καθιστώντας τη μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου. Το 1540 η πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς μέχρι το 1686, οπότε και την ανακατέλαβαν οι Ενετοί. Η δεύτερη περίοδος της Ενετοκρατίας χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία του ισχυρού οχυρού του Παλαμηδίου και από σημαντική οικοδομική δραστηριότητα. Το 1715 ξανά ενσωματώνεται στην Οθωμανική αυτοκρατορία και μάλιστα ορίζεται πρωτεύουσα του Βιλαετίου του Μορέα μέχρι το 1770, παραμένοντας σημαντικό τοπικό κέντρο.
Η πόλη διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Ελληνική επανάσταση με μία παρατεταμένη πολιορκία να ξεκινά το 1821 και να τελειώνει το 1823. Μετά την απελευθέρωσή της ορίζεται πρωτεύουσα της χώρας μέχρι το 1834, οπότε πρωτεύουσα της Ελλάδας θα ανακηρυχθεί η Αθήνα. Το Ναύπλιο θα οριστεί έδρα της επαρχίας Ναυπλίας και του νομού Αργολιδοκορινθίας (μετέπειτα του νομού Αργολίδας) και θα ακολουθήσει την πορεία της ελεύθερης Ελλάδας. Η σημασία της πόλης θα υποβαθμιστεί σημαντικά με την ανάδειξη νέων εμπορικών δρόμων και την ανάπτυξη των λιμανιών της Κορίνθου, του Γυθείου και του Πειραιά, όμως θα παραμείνει μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου.
Κατά την αρχαιότητα στην θέση του σημερινού Ναυπλίου υπήρχε η πόλη Ναυπλία. Σύμφωνα με την μυθολογία, οικιστής της ήταν ο Ναύπλιος, γιος του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης, ενώ ο πέμπτος επίγονός του συμμετείχε στην περίφημη Αργοναυτική Εκστρατεία. Η περιοχή κατοικείται από την προϊστορία. Στην Πρόνοια βρέθηκαν τέχνεργα και τάφοι από τη μεσοελλαδική περίοδο (17ος-16ος αιώνα π.Χ.) και στην περιοχή Ευαγγελιστρίας θαλαμωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής. Ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωρίζει ένα ρυτό-κάλαθος που απεικονίζει έναν αίγαγρο[2]. Από την περιοχή της Πρόνοιας υπάρχουν ευρήματα και της γεωμετρικής εποχής.[3] Ίχνη κατοίκησης έχουν βρεθεί επίσης στο Παλαμήδι, στην Ακροναυπλία, στα Κουτσούρια και στην Καραθώνα.[4]
Η παλαιότερη αναφορά της πόλης φαίνεται να είναι στην "Αιγιακή λίστα" του 14ο αιώνα π.χ. στην Αίγυπτο, στην βάση του αγάλματος του Αμενόφη Γ΄, όπου αναγράφεται ως npry (nw-py-r-y).[5]
Η Ναυπλία ήταν αυτόνομη πόλη μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ., όταν κατακτήθηκε από το κοντινό Άργος, με βασιλιά τον Δαμοκράτιδα, διότι η Ναυπλία συμμάχησε με τους Σπαρτιάτες πριν το τέλος του δεύτερου μεσσηνιακού πολέμου, όπως αναφέρει ο Παυσανίας.[6] Στην συνέχεια έγινε επίνειο του Άργους, αλλά έχασε την σημασία της. Όταν την επισκέφτηκε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. ήταν ερειπωμένη. Στον λόφο της Ακροναυπλίας βρισκόταν ιερό του Ποσειδώνα. Η Ακροναυπλία οχυρώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και τμήματα αυτής της οχύρωσης σώζονται μέχρι σήμερα.[7]
Κατά τους παλαιοχριστιανικούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους το Ναύπλιο ήταν μια μικρή πόλη που ιερατικά υπαγόταν στην επισκοπή Άργους. Λόγω των επιδρομών Βαρβάρων τον 6ο-9ο αιώνα μ.Χ. κάτοικοι της κεντρικής Πελοποννήσου εγκαταστάθηκαν στον οχυρωμένο λόφο δημιουργώντας την σημερινή πόλη του Ναυπλίου.[7] Μια επιδρομή των Αράβων τον 10ο αιώνα κατέστρεψε το Ναύπλιο, το οποίο όμως τον 11ο αιώνα αναδείχθηκε ως εμπορικό κέντρο και υπάγεται στην επισκοπή Άργους και Ναυπλίου[4]. Το 1199 παραχωρήθηκε στους Βενετούς προνόμιο ελεύθερου εμπορίου στο Ναύπλιο[7]. Το 1180 ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ορίζει ως άρχοντα του Ναυπλίου τον Θεόδωρο Σγουρό, ο οποίος καταφέρνει να απομακρύνει τους πειρατές. Τον διαδέχθηκε ο Λέων Σγουρός, ο οποίος ανακήρυξε αυτόνομο βασίλειο και επέκτεινε την επικράτειά μέχρι την Λάρισα, αλλά η επέκτασή του αναχαιτίστηκε από την Δ΄ Σταυροφορία το 1204. Ο ο Λέων Σγουρός οχυρώθηκε στην Ακροκόρινθο, όπου και πέθανε το 1208, και τα δικαιώματα του Ναυπλίου η χήρα του Ευδοκία Αγγελίνα τα μεταβίβασε στον Μιχαήλ Άγγελο, δεσπότη της Ηπείρου. Τελικά ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος κατέκτησε μετά από πολιορκία το Ναύπλιο το 1210. Από τους δύο προμαχώνες της Ακροναυπλίας κατέλαβαν τον ανατολικό, ο οποίος έγινε γνωστός ως Φράγκικος, ενώ ο δυτικός έμεινε στα χέρια των Βυζαντινών, και έγινε γνωστός ως Ρωμαίικος.[8].
Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος παρέδωσε το 1212 το Ναύπλιο στον Όθωνα ντε Λα Ρος, άρχοντα του Δουκάτου των Αθηνών, μαζί με το Άργος και το Κιβέρι. Μετά από συνθήκη ανάμεσα στους Βυζαντινούς και Φράγκους που υπογράφηκε το 1289, οι κάτοικοι της πόλης, για να δείξουν την ενότητά τους, σχεδίασαν στην πύλη του κάστρου αγιογραφίες αγίων της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας και το έμβλημα των Παλαιολόγων και των ντε Λα Ρος.[4]
Επί της απειλής της Καταλανικής Εταιρείας, το Ναύπλιο πέρασε στην κατοχή του Βαλτέρ ντε Μπριεν, τελευταίου δούκα των Αθηνών, και μετά τον θάνατό του πέρασε στην οικογένεια Ανγκιάν, της οποίας τελευταία απόγονος ήταν η Μαρία Ανγκιάν, η οποία το 1377 ήταν 13 χρονών και φοβούμενη τόσο τους Έλληνες, όσο και τους Φλωρεντιανούς Ατσαγιόλι της Κορίνθου, παντρεύτηκε τον Πέτρο Κορνάρο, ώστε να έχει την προστασία της Βενετίας. Όμως, ο Πέτρος Κορνάρος πέθανε το 1388 και έτσι η χήρα παραχώρησε τα εδάφη της (Άργος και Ναύπλιο) στην Βενετία, ώστε να μην περάσουν στην κατοχή του Νέριο Ατσαγιόλι ή του Θεόδωρου Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά και γαμπρού του Νέριο, με αντάλλαγμα ισόβια χορηγία. Αν και οι Ατσαγιόλι κατάφεραν να καταλάβουν το Ναύπλιο, τελικά οι κάτοικοί του προτίμησαν τους Βενετούς.[7] Το 1394 δημιουργήθηκε με κληροδότημα του Νέριο Ατσαγιόλι νοσοκομείο στο Ναύπλιο[8].
Tον Αύγουστο του 1686, οι Βενετοί, υπό τον ικανότατο αρχιστράτηγό τους Φραντσέσκο Mοροζίνι, ανακατέλαβαν την πόλη του Ναυπλίου, την οποία έμελλε να κρατήσουν για σύντομο διάστημα, έως το 1715. Ο ρυθμιστικός ρόλος της Βενετίας στη Μεσόγειο όλο και μειωνόταν λόγω της απώλειας σοβαρών ερεισμάτων. Έτσι, αναλήφθηκε προσπάθεια για την ανάκτηση του Ναυπλίου. Πράγματι, ο Φραγκίσκος Μοροζίνης πολιόρκησε στενά την πόλη. οι Βενετοί γίνονται για δεύτερη φορά κύριοι του Ναυπλίου (Β΄ Ενετοκρατία 1686-1715). Το Ναύπλιο παίρνει τα ονόματα: (Napoli di Romania και Napoli d'Oriente) από τους Ενετούς . Οι Βενετοί θέλησαν να καταστήσουν το Ναύπλιο ένα φρουριακό σύνολο απόρθητο. Απαγόρευσαν την κατοίκηση των φρουρίων της Ακροναυπλίας και όλη η περιοχή διαμορφώθηκε κατάλληλα για την κάλυψη των αναγκών του πυροβολικού. Προχώρησαν στην κατασκευή πολλών οχυρωμάτων. Όμως, το μεγαλύτερο οχυρωματικό έργο που θεμελίωσαν οι Βενετοί ήταν το φρούριο που πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο λόφο, το Παλαμήδι , που αποτελεί πρότυπο οχυρωματικής τέχνης και προκαλεί «στον ταξιδευτή ένα διπλό συναίσθημα, κατάπληξη. Οι Βενετοί, αντιλαμβανόμενοι την στρατηγική σημασία της πόλης την οχυρώνουν. Η πόλη του Ναυπλίου εξαπλώθηκε στις βόρειες πλαγιές της Ακροναυπλίας, δημιουργώντας την Κάτω Πόλη, το σημερινό ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου. Η περιοχή ήταν ελώδης και γι' αυτό χρησιμοποιήθηκαν πάσσαλοι και τεχνητές προσχώσεις. Η Κάτω Πόλη οχυρώθηκε με ένα τείχος που ξεκινούσε από το κάστρο των Τόρων (στην ανατολική άκρη της χερσονήσου, επίσης ενετικό) και έφτανε μέχρι την Πλατεία Καποδιστρίου. Η μοναδική είσοδος από την στεριά ήταν η Πύλη της Ξηράς (Porta di Terra Ferma) στα ανατολικά. Στην βορειοανατολική γωνία βρισκόταν κυκλικός πύργος. Στην συνέχεια ακολουθούσαν την Λεωφόρο Αμαλίας μέχρι την Πλατεία Αγίου Νικολάου, μετά προς τα βορειοδυτικά βρισκόταν ο προμαχώνας της Τερέζας και έπειτα τον προμαχώνα «Πέντε Αδέλφια», όπου τοποθετήθηκαν πέντε πυροβόλα τα οποία έδωσαν στον προμαχώνα το όνομά του, και μετά συνέχιζαν μέχρι που ενώνονταν με τα τείχη της Ακροναυπλίας. Στο βόρειο τείχος βρίσκονταν τρεις πύλες. Το 1470 οχυρώθηκε και η νησίδα Άγιοι Θεόδωροι (σημερινό Μπούρτζι). Επίσης κατασκευάστηκε μια δεύτερη γραμμή άμυνας μέσα στα τείχη της Ακροναυπλίας, γνωστή ως «τραβέρσα του Γκαμπέλλο», από τον αρχιτέκτονα που την σχεδίασε.[4] Οι Βενετοί αποκαλούσαν το Ναύπλιο Napoli di Romania ή Napoli d'Oriente. Σε έκθεση του 1530 αναφέρεται ότι είχε 13.299 κατοίκους. Το Ναύπλιο είναι μια πόλη με έντονη Ιταλική (Βενετική) επιρροή στην οποία πέρασαν και άφησαν το στίγμα τους οι Βενετοί.
Οι Ενετικές μνήμες στο Ναύπλιο, είναι εμφανείς σε διαφορετικούς τομείς, όπως η αρχιτεκτονική, οι τέχνες, ο πολιτισμός, γι' αυτό η πόλη για να τιμήσει το πέρασμα το Βενετών στο Ναύπλιο για τα πραγματικά θεαματικά καρναβαλικά έθιμα, που έφεραν ευγενείς και αριστοκράτες από τη Βενετία στη πόλη, κάθε χρόνο διοργανώνεται το μαγευτικό Βενετσιάνικο Καρναβάλι με μεγάλη επιτυχία με την ιδιαίτερη αισθητική και κουλτούρα, που διαπνέει την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Το 1396, οι Οθωμανοί με επικεφαλής τους Γιουκ-Πασά και Μουρτάση πολιόρκησαν το Ναύπλιο αλλά αποχώρησαν λόγω της εισβολής του Ταμερλάνου. Το Ναύπλιο προσπάθησαν ανεπιτυχώς να το πολιορκήσουν ο Μωάμεθ ο Πορθητής το 1463 και ο Βαγιαζήτ Β΄, αλλά με συνθήκη του 1502 το Ναύπλιο παρέμεινε στην κατοχή των Βενετών.[8] Το 1530 ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής προσπάθησε με την σειρά του να καταλάβει το Ναύπλιο.[8] Το 1540 το Ναύπλιο (και μετά από τρίχρονη πολιορκία και τα περισσότερα κτίρια κατεστραμμένα από τους βομβαρδισμούς) πέρασε στην κυριαρχία των οθωμανών[4]. Κατά την διάρκεια της Α΄ οθωμανικής περιόδου (Α΄ Τουρκοκρατία), το Ναύπλιο ήταν έδρα του Τούρκου διοικητή της Πελοποννήσου. Οι οθωμανοί διατηρούν την φυσιογνωμία της πόλης, κατασκευάζοντας παράλληλα τζαμιά, χαμάμ, μεντρεσέδες και έργα κοινής ωφέλειας, όπως κρήνες. Η μόνη περιγραφή που σώζεται για το Ναύπλιο εκείνης της περιόδου είναι του Εβλιγιά Τσελεμπί. Από αυτήν την περίοδο θεωρείται ότι σώζεται το τζαμί, γνωστό ως «Τριανόν».[4]
Το 1686, ο Φραντσέσκο Μοροζίνι ανακαταλαμβάνει το Ναύπλιο για τους Βενετούς ύστερα από πολιορκία και βομβαρδισμούς που κατέστρεψαν τα περισσότερα κτίρια της πόλης, 30 πυριτιδαποθήκες και το υδραγωγείο.[8] Το Ναύπλιο ορίζεται πρωτεύουσα του Βασιλείου του Μορέως. Μέχρι το 1699 επιδιορθώνουν τις καταστροφές στα κτίρια και στις οχυρώσεις που προκλήθηκαν από τους βομβαρδισμούς και στην συνέχεια ανοικοδομούν νέες οχυρώσεις. Η κατοίκηση στην Ακροναυπλία απαγορεύεται το 1686 και η περιοχή ισοπεδώνεται. Στην συνέχεια μετά το 1702 οχυρώνεται το Παλαμήδι και ανακατασκευάζεται το ανατολικό τείχος και η πύλη της Ξηράς. Η οχύρωση του Παλαμηδίου είναι σε σχέδιο Giaxich και Lasalle και ολοκληρώθηκε μόλις σε τρία χρόνια (1711-1714). Άλλο σημαντικό κτίριο εκείνης της περιόδου είναι η αποθήκη του στόλου, το σημερινό αρχαιολογικό μουσείο. Οι προσχώσεις της πόλης επεκτείνονται λόγω των στεγαστικών αναγκών των κατοίκων της.[4]
Με την έναρξη του Ζ΄ Βενετοτουρκικού πολέμου, το 1715, στο Ναύπλιο έμειναν για να υπερασπιστούν την πόλη περίπου 2.000 άτομα. Παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, το Ναύπλιο πέρασε στα χέρια των οθωμανών ύστερα από προδοσία του φρούραρχου και αρχηγού του πυροβολικού Σαλά. Το Ναύπλιο ορίστηκε πρωτεύουσα του Βιλαετιού του Μωριά, μέχρι που αυτή μεταφέρθηκε στην Τριπολιτσά το 1770, ώστε μεταξύ άλλων να μπορεί να ξεφύγει ο πασάς στα βουνά σε περίπτωση κινδύνου.[8] Το λιμάνι του το χρησιμοποιούσαν για την εξαγωγή σιταριού, το οποίο σχεδόν όλο κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού του Ναυπλίου από το 1715 μέχρι το 1822 ήταν Μουσουλμάνοι, ενώ υπήρχαν και άλλοι πληθυσμοί και μειονότητες από τις οποίες οι μεγαλύτερες ήταν η χριστιανική και η εβραϊκή. Το 1779 ο Χασάν Πασάς στα πλαίσια της εξόντωσης των Αρβανιτών που λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, κατόρθωσε να τους κατακρημνίσει από το Παλαμήδι και από τότε η ακτή αυτή ονομάζεται «Αρβανιτιά». Το Ναύπλιο επλήγη από επιδημία πανώλους την περίοδο 1799-1801, η οποία μείωσε τον πληθυσμό του στο μισό. Ο Πουκεβίλ το 1799 αναφέρει ότι το Ναύπλιο έχει περίπου 7.000 κατοίκους και τον πιο αξιόλογο λιμένα στην Πελοπόννησο.[9] Σημαντικά κτίρια που σώζονται από αυτήν την περίοδο είναι το τζαμί του Αγά Πασά (σήμερα Βουλευτικό), ο μεντρεσές του και η Φραγκοεκκλησιά (καθολική εκκλησία, αρχικά τζαμί).[4]
Κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821 η πρώτη πολιορκία του Ναυπλίου έλαβε χώρα στις 4-10 Απριλίου 1821, διά ξηράς και θαλάσσης (με επικεφαλής την Μπουμπουλίνα). Ακολούθησε άλλη μία (η οποία χαλάρωσε από τον Κεχαγιά-Μπέη) και μία υπό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά). Παράλληλα δύο αγγλικά πλοία παρείχαν προμήθειες στους πολιορκούμενους. Στις 18 Ιουνίου 1822 οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, αλλά ενισχύσεις από τον Δράμαλη καθυστέρησαν την συνθήκη. Στις 30 Νοεμβρίου 1822 οι Έλληνες κατάφεραν να εισβάλλουν κρυφά στο Παλαμήδι μέσα στην νύχτα υπό την αρχηγία του οπλαρχηγού Στάικου Σταϊκόπουλου και τελικά στις 3 Δεκεμβρίου 1822 η φρουρά παραδόθηκε.[8] Στις 18 Ιανουαρίου 1823 το Ναύπλιο ορίστηκε έδρα της κυβερνήσεως (η οποία εγκαταστάθηκε εκεί τον Ιούνιο του 1824) και στις 4 Μαΐου 1827 (με απόφαση της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης) «καθέδρα» της κυβέρνησης. Το πρώτο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) τυπώθηκε στο Ναύπλιο στις 22 Σεπτεμβρίου 1825.[8] Το εκτελεστικό στεγάστηκε στο πρώην κονάκι του Αγά Πασά και το Βουλευτικό στον πρώην τεκέ του Αγά Πασά. Η επιλογή του Ναυπλίου ως πρωτεύουσα οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν παραθαλάσσιο και θα μπορούσε να ανεφοδιαστεί δια θαλάσσης σε περίπτωση πολιορκίας. Επίσης ήταν κοντά στις Σπέτσες και στην Ύδρα και μπορούσε να ελέγχει αρκετές περιοχές της ελεύθερης πλέον Πελοποννήσου και τις θαλάσσιες διαδρομές.[9] Η έδρα της κυβέρνησης μεταφέρθηκε προσωρινά στην Αίγινα περίπου για ενάμισυ έτος (από τον Αύγουστο του 1827 μέχρι τις 3 Μαρτίου 1829) για λόγους ασφαλείας, αλλά η καθέδρα παρέμεινε στο Ναύπλιο.
Ο μουσουλμανικός πληθυσμός του έφυγε, εκτός από κάποιους αιχμάλωτους αξιωματούχους. Οι οχυρώσεις, τα άδεια σπίτια και η ασφάλεια που προσέφερε οδήγησαν το Ναύπλιο να γίνει δέκτης μεγάλου αριθμού προσφύγων, ιδίως μετά την απόβαση του Ιμπραήμ Πασά και την πτώση του Μεσολογγίου το 1826, οδηγώντας το σε κατάσταση υπερπληθυσμού. Ο μεγάλος πληθυσμός, οι κακές συνθήκες υγιεινής, το κοντινό έλος, η έλλειψη πόσιμου νερού συνέβαλαν στην εμφάνιση επιδημιών πανώλους και ελονοσίας. Οι πρόσφυγες αποχώρησαν από το Ναύπλιο τα επόμενα χρόνια και το 1829, το Ναύπλιο αριθμούσε 5.550 κατοίκους, σύμφωνα με στοιχεία της γαλλικής αποστολής, ενώ το 1853 έχει 3.435 κατοίκους.[9] Κατά την διάρκεια του Αυγούστου του 1826 (στο πλαίσιο ευρύτερης επιχείρησης καταπολέμησης της πειρατείας που είχε κηρύξει ο καγκελάριος Κλέμενς φον Μέττερνιχ) αυστριακός στόλος προετοίμασε τον βομβαρδισμό της πόλης του Ναυπλίου, προτού το συγκεκριμένο σχέδιο αποτραπεί κατόπιν σχετικής παρεμβάσεως του Βρετανού ναυάρχου Τσαρλς Χάμιλτον, ο οποίος και απείλησε με αντίποινα τους Αυστριακούς σε περίπτωση υλοποίησης της συγκεκριμένης επίθεσης.[10]
Ο Ιωάννης Καποδίστριας σύμβολο της πόλης του Ναυπλίου αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο στις 8 Ιανουαρίου του 1828.[8] Το Ναύπλιο ξανασχεδιάστηκε σε πολεοδομικό σχέδιο Σταμάτη Βούλγαρη, ο οποίος ήρθε μαζί με τον Καποδίστρια, και χρησιμοποίησε ορθογώνιο σχέδιο, με πλατείες και ευθύγραμμους δρόμους. Στο Ναύπλιο ο μαρμάρινος ανδριάντας του Καποδίστρια, έργο του γλύπτη Μιχαήλ Τόμπρου, τοποθετήθηκε στην πλατεία που φέρει το όνομά του το 1932 και έχει σμιλευτεί σε μάρμαρο. Ο Καποδίστριας παριστάνεται όρθιος, με επίσημη ενδυμασία, να ακουμπά ελαφρά σε κορμό δέντρου. Το 1828 κτίστηκε το προάστιο "Πρόνοια" για την στέγαση των προσφύγων. Επίσης ανακαινίστηκε και το νοσοκομείο και έγιναν προσπάθειες για την δημιουργία δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης.[9] Στο Ναύπλιο ιδρύθηκε το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο στην Ελλάδα. Το 1829 κτίστηκε το ανάκτορο του κυβερνήτη.[8] Ο «Μεγάλος Δρόμος», η σημερινή οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου, δημιουργήθηκε, σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα, κατόπιν πρωτοβουλίας του πρώτου Κυβερνήτη του νεότερου ελληνικού κράτους, Ιωάννη Καποδίστρια. Ήταν ο σημαντικότερος δρόμος της πόλης τον 19ο αιώνα, γι` αυτό και ονομάστηκε «Μεγάλος». Για τη διάνοιξή του κατεδαφίστηκε ο ναός του Αγίου Νικήτα που βρισκόταν στο μέσο περίπου του δρόμου αυτού. Ο «Μεγάλος Δρόμος» οδηγούσε από το Κυβερνείο στην Πλατεία Συντάγματος, την κεντρική πλατεία του Ναυπλίου, με πέρας το κτίριο του βενετσιάνικου οπλοστασίου, του σημερινού Αρχαιολογικού Μουσείου. Κατα μήκος του «Μεγάλου Δρόμου» διατηρούνται μέχρι σήμερα ορισμένα σπίτια της καποδιστριακής περιόδου. Είναι χτισμένα κατά τον νεοκλασικό ρυθμό, με τη χαρακτηριστική συμμετρία στις όψεις. Στο μέσο περίπου του «Μεγάλου Δρόμου» βρισκόταν άλλοτε η Οικία Ξένου, όπου έμεινε τον πρώτο καιρό της διαμονής του στην πόλη ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Η οικία αυτή κάηκε το 1862. Άλλο σημαντικό νεοκλασικό κτίριο είναι αυτό που στέγαζε τη Δημοτική Πινακοθήκη. Χρονολογείται από την εποχή της ενετοκρατίας του Ναυπλίου αλλά μετασκευάστηκε την εποχή του Καποδίστρια. Η θύρα του είναι βενετσιάνικη, λιτού αναγεννησιακού ρυθμού. Σήμερα το κτίριο έχει ανακαινιστεί και παραχωρηθεί στη Διοίκηση του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Ο «Μεγάλος Δρόμος» μαζί με την παράλληλη οδό Σταϊκοπούλου, αποτελούν σημαντικό πέρασμα των κατοίκων και των επισκεπτών της πόλης, με μαγαζιά κατά μήκος των δύο αυτών δρόμων, όπου μπορεί κανείς να καθίσει σε ένα από τα ωραία αναψυκτήρια του «Μεγάλου Δρόμου» ή στα γραφικά ταβερνάκια της οδού Σταϊκοπούλου. Σε πείσμα του χρόνου, οι Ναυπλιώτες ακόμα ονομάζουν το δρόμο αυτό «Μεγάλο», προκαλώντας την έκπληξη στους επισκέπτες της πόλης, καθώς ο δρόμος αυτός δεν είναι πλέον μεγάλος· η παράλληλη Λεωφόρος Αμαλίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερη.Ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1831 από μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στη παλία πόλη στο κέντρο του Ναυπλίου. Η χώρα βυθίστηκε σε περίοδο αναρχίας μέχρι την άφιξη του βασιλιά Όθωνα.
Ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο στις 25 Ιανουαρίου 1833. Με την μεταφορά της πρωτεύουσας το 1834 στην Αθήνα, το Ναύπλιο μετατρέπεται σταδιακά σε μια τυπική επαρχιακή πόλη.[4] Την 1η Φεβρουαρίου 1862 ξέσπασε στο Ναύπλιο (με στόχο την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα) στρατιωτικό κίνημα, το οποίο αποκλήθηκε Ναυπλιακά. Αν και αποτυχημένο, ο γενικότερος αναβρασμός που προκάλεσε οδήγησε στην έξωση του Όθωνα λίγους μήνες αργότερα.Τα θαλάσσια τείχη κατεδαφίστηκαν το 1867, για να δημιουργηθεί η λεωφόρος Αμαλίας, τα ανατολικά τείχη το 1894-5 και επιχωματώθηκε η τάφρος ώστε να κατασκευαστεί σιδηροδρομικός σταθμός, ενώ το 1929 κατεδαφίστηκαν δύο προμαχώνες, για τη δημιουργία της πλατείας Καποδίστρια και σχολείων.[4] Το 1962, η παλιά πόλη του Ναυπλίου (μεταξύ του σιδηροδρομικού σταθμού και της θέσης «Πέντε Αδέλφια») χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος και διατηρητέο μνημείο.[11]
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 στο Ναύπλιο (το οποίο τότε αριθμούσε 6.000 κατοίκους) εγκαταστάθηκαν περίπου 900 πρόσφυγες. Ο χώρος ο οποίος ορίστηκε ότι θα κάλυπτε τις στεγαστικές τους ανάγκες (συνοικισμός) ήταν αυτός που οριζόταν από τις οδούς Ασκληπιού - Αγαπητού - Άργους - Παλαιολόγου - Λάμπρου - Χαρμαντά - Τσιλικανίδου και βρισκόταν στα βορειανατολικά του Ναυπλίου. Είχε έκταση 50 στρέμματα. Η κατασκευή των πρώτων προσφυγικών κατοικιών έλαβε χώρα το 1929, αν και οι απαλλοτριώσεις ολοκληρώθηκαν το 1939. Σήμερα αποτελεί την συνοικία Νέο Βυζάντιο.[12]
Το ιστορικό κέντρο του Ναυπλίου βρίσκεται σε μια μικρή χερσόνησο στον Αργολικό κόλπο, βόρεια του υψώματος της Ακροναυπλίας, η οποία αποτελεί τον αρχικό πυρήνα της πόλης. Στους πρόποδες της Ακροναυπλίας και πάνω από την οδό Σταϊκόπουλου βρίσκεται ο Ψαρομαχαλάς, η παλαιότερη σωζόμενη συνοικία του Ναυπλίου. Χρονολογείται από τον 13ο αιώνα και πήρε το όνομά της από τους εκεί ψαράδες. Κατά την δεύτερη περίοδο της τουρκοκρατίας πιθανώς ήταν η μόνη περιοχή του Ναυπλίου όπου κατοικούσαν Έλληνες. Εκεί βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, πιθανώς του 13ου αιώνα, η οποία ήταν η μόνη εκκλησία που επιτρεπόταν να λειτουργεί στην πόλη από το 1715 μέχρι το 1779-1780. Χαρακτηριστικές είναι οι δρομόσκαλές του και τα σοκάκια του. Στην πλατεία του μαχαλά λειτουργούσε στρατιωτικό νοσοκομείο από το 1934 μέχρι το 1940 και τελικά γκρεμίστηκε το 1970. Το μόνο τμήμα του που σώζεται είναι το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων.[13] Κατά τον επανασχεδιασμό της πόλης μετά την Ελληνική Επανάσταση ο Ψαρομαχαλάς έμεινε ως είχε.[14]
Πιο βόρεια, μέχρι την Λεωφόρο Αμαλίας (η οποία κατασκευάστηκε στην θέση των θαλάσσιων τειχών του Ναυπλίου το 1868-70) η περιοχή διέθετε πριν την επανάσταση σημαντικά κτήρια (εκκλησίες, τζαμιά, δημόσια κτήρια). Η περιοχή επανασχεδιάστηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την επανάσταση του 1821. Το κέντρο αυτή της περιοχής είναι η Πλατεία Συντάγματος, στο παρελθόν Πλατεία Στρατώνα και Πλατεία Πλατάνου. Σε αυτήν την πλατεία πρέπει να κατασκευάστηκε το 1540 το σαράι (παλάτι) του πασά της Πελοποννήσου, ενώ στο κέντρο έστεκε πλάτανος, ο οποίος και έδωσε το όνομά του στην πλατεία. Σε ένα έρανο που έγινε εκεί το 1826 για την ενίσχυση των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι έδωσε όλα τα υπάρχοντά της η Ψωροκώσταινα (η φτωχότερη γυναίκα της πόλης) και από τότε έμεινε η φράση που λέγεται και στις μέρες μας. Σήμερα στην Πλατεία Συντάγματος βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο (στεγαζόμενο στο κτήριο της ενετικής αποθήκης του στόλου, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί και ως στρατώνας), το Βουλευτικό (το οποίο στεγάζεται στο κτήριο του παλιού τζαμιού ή τεκέ του Αγά Πασά) και το τζαμί Τριανόν (το οποίο λειτούργησε ως αλληλοδιδακτικό σχολείο). Εκεί επίσης βρίσκεται το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο φέρει επιρροές από τον μυκηναϊκό πολιτισμό. Πίσω από το τζαμί του Αγά-πασά βρίσκεται μεντρεσές, ο οποίος λειτούργησε για λίγο ως φυλακή μετά την κατάργηση των φυλακών του Παλαμηδίου το 1926 και έτσι είναι γνωστό ως φυλακές Λεονάρδου. Σήμερα στεγάζει εργαστήρια του αρχαιολογικού μουσείου. Κοντά του βρίσκεται διώροφο κτήριο το οποίο φαίνεται να στέγασε τα ενετικά διοικητήρια και το Εκτελεστικό (το 1824-25), ενώ ήταν οικία του Αγά-πασά. Δυτικά της πλατείας βρίσκεται ο ναός της Παναγίας, αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Ο ναός απέκτησε τη σημερινή του μορφή (τρίκλιτη βασιλική) στα χρόνια της δεύτερης ενετοκρατίας. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ο αρχιεπισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας είναι επτανησιακής τεχνοτροπίας. Το καμπαναριό προστέθηκε το 1907.[13] Εδώ μαρτύρησε την 1η Φεβρουαρίου του 1655 ο νεομάρτυρας άγιος Αναστάσιος ο Ναυπλιεύς.
Προς τα ανατολικά της Πλατείας Συντάγματος ξεκινάει η οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου, γνωστή και ως Μεγάλος Δρόμος. Αποτελεί τμήμα της χάραξης του μετεπαναστατικού Ναυπλίου (ώστε να ενώνει την Πλατεία Συντάγματος με την Πλατεία των Τριών Ναυάρχων, όπου βρισκόταν το Κυβερνείο) και ήταν ο σημαντικότερος δρόμος της πόλης κατά τον 19ο αιώνα. Για την κατασκευή του γκρεμίστηκε ο ναός του Αγίου Νικήτα.[13] Η πλατεία των Τριών Ναυάρχων δημιουργήθηκε από την διάνοιξη της μικρής ενετικής πλατείας του Αγίου Γεωργίου.[14] Στο κέντρο της πλατείας βρίσκεται το ταφικό μνημείο του Δημήτριου Υψηλάντη, ο οποίος πέθανε στο Ναύπλιο το 1832. Σε αυτό το μνημείο βρίσκονται από το 1843 τα οστά του. Στην πλατεία βρίσκεται το δημαρχείο, ενώ στο παρελθόν βρισκόταν και το Κυβερνείο του Καποδίστρια, το οποίο έγινε στη συνέχεια και οικία του Όθωνα, γνωστό ως Παλατάκι. Το κτήριο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1929 και σήμερα στην θέση του βρίσκεται ανδριάντας του Όθωνα.[13] Στην πλατεία βρίσκεται επίσης ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος θεωρείται ότι κτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα. Στην συνέχεια μετατράπηκε σε τζαμί και μετά πάλι σε εκκλησία. Στο εσωτερικό του βρίσκονται τοιχογραφίες του 18ου αιώνα, ενώ μία από αυτές είναι αντίγραφο του Μυστικού Δείπνου του Ντα Βίντσι. Νότια του ναού βρίσκεται κτίριο σχήματος Γ και αυτό της πρώτης ενετικής περιόδου. Το 1824 στέγασε το υπουργείο παιδείας και το 1830 το Ελληνικό Σχολείο. Κοντά στην πλατεία βρίσκεται η οικία του Άρμανσμπεργκ (αρχοντικό της οθωμανικής περιόδου, πήρε το όνομά του από τον αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ) και απέναντι η οικία του Μάουερ.[13] Μεταξύ των ναών του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Σοφίας, επί της οδού Ιωάννου Καποδίστρια, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, έξω από την θύρα του οποίου πυροβολήθηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας (Κέρκυρα, 10 Φεβρουαρίου 1776 – Ναύπλιο, 27 Σεπτεμβρίου 1831, Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός, ιατρός που είχε τον τίτλο ευγενείας του κόμη και διετέλεσε υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και αργότερα πρώτος κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους την μεταβατική περίοδο κατά την οποία η χώρα τελούσε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις 14 Απριλίου 1827 η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον είχε εκλέξει με επταετή θητεία ως πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, θητεία η οποία διεκόπη βίαια από την δολοφονία του στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831).
Προς τα ανατολικά βρίσκεται το Πάρκο Σταϊκόπουλου, όπου έχει ανακατασκευαστεί η ενετική Πύλη της Ξηράς και το 1966 τοποθετήθηκε ανδριάντας του Στάικου Σταϊκόπουλου. Βόρεια του πάρκου βρίσκεται το Δικαστικό Μέγαρο, κτισμένο το 1911 σε νεοκλασσικό ρυθμό. Κοσμείται από τους ανδριάντες του Αναστάσιου Πολυζωίδη και του Γεώργιου Τερτσέτη. Στο νότιο τμήμα της πλατείας βρίσκεται το μνημείο του Νικηταρά, το οποίο ανεγέρθη το 1926. Βόρεια του Δικαστικού Μεγάρου βρίσκεται η Πλατεία Καποδιστρίου, με ανδριάντα του Ιωάννου Καποδίστρια, έργο του Μιχαήλ Τόμπρου. Ανατολικά βρίσκεται το πάρκο Κολοκοτρώνη με έφιππο ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και το πάρκο του Ο.Σ.Ε., όπου λειτουργούσε ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός του Ναυπλίου. Στον σταθμό σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Ωδείο «Κωνσταντίνος Νόνης».[13]
Βόρεια της Λεωφόρου Αμαλίας και μέχρι την ακτή βρίσκεται η συνοικία του Γιαλού, εκτός των ενετικών τειχών. Τα κτήριά της κτίστηκαν κυρίως την περίοδο 1860-1920. Στο δυτικό άκρο, στην θέση του προμαχώνα της Τερέζας, βρίσκεται η Πλατεία Φιλελλήνων. Στην πλατεία ανεγέρθηκε το 1903 το μνημείο των Φιλελλήνων και εκεί, στο σπίτι της οικογένειας Ιατρού, στεγαζόταν μέχρι το 1972 το Δημαρχείο Ναυπλίου. Στην συνοικία βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, με τον σημερινό ναό να εγκαινιάστηκε μάλλον το 1836. Στην παραλιακή οδό της πόλης βρίσκεται το τελωνείο, έργο του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη.[13]
Βορειοανατολικά του Παλαμηδιού και ανατολικά της Παλαιάς Πόλης βρίσκεται το προάστιο της "Πρόνοιας", το οποίο δημιουργήθηκε το 1828 για να στεγάσει τους πρόσφυγες που είχαν φτάσει στο Ναύπλιο κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1821. Το πολεοδομικό του σχέδιο είναι βασισμένο στο Ιπποδάμειο σύστημα και είχε μικρά μονόχωρα, με μονοκλινή στέγη σπίτια, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Οι συνοικία Πρόνοια ξεκινάει από των Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και περιλαμβάνει τις οδούς: Κυρηνείας, Κεντρική Λεωφόρος 25ης Μαρτίου, Μιχαήλ Ιατρού Μέχρι το Νεκροταφείο της πόλης, Κύπρου, Νικηταρά, Βαρβάκη, Μαρτινίας, Γιαννόπουλου. Το ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πρόνοια βρίσκεται στους πρόποδες του Παλαμηδίου. Στην κεντρική πλατεία βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Τριάδας και στον ομώνυμο λόφο η εκκλησία της Ευαγγελιστρίας. Σε φυσικό βράχο βρίσκεται το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, το οποίο ήταν το μόνο στο οποίο οι οθωμανοί επέτρεπαν τον εκκλησιασμό των χριστιανών μέχρι το 1780. Γύρω του βρίσκεται το παλαιό νεκροταφείο της πόλης, όπου είναι θαμμένοι μεταξύ άλλων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Νικηταράς και ο Στάικος Σταϊκόπουλος. Το σημερινό νεκροταφείο του Ναυπλίου ανεγέρθηκε το 1852. Ανάμεσα στο παλαιό και στο νέο νεκροταφείο βρίσκεται ο Λέων των Βαυαρών, γλυπτό που απεικονίζει ένα κοιμισμένο λιοντάρι σε μνημειακές διαστάσεις, που φιλοτεχνήθηκε το 1840-41 από τον Γερμανό Κρίστιαν Ζίγκελ. Ανεγέρθηκε στη μνήμη των στρατιωτών της ακολουθίας του Όθωνα, οι οποίοι πέθαναν σε επιδημία τύφου στο Ναύπλιο.[13]
Βόρεια της "Πρόνοιας" βρίσκεται ο συνοικισμός "Νέο Βυζάντιο", το οποίο δημιουργήθηκε για να στεγαστούν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες το 1929. Προς τα βορειοανατολικά, τρία χιλιόμετρα από την παλαιά πόλη του Ναυπλίου βρίσκεται το προάστιο της Αρίας, όπου βρίσκεται η Αγία Μονή της οποίας το καθολικό χρονολογείται από τον 12ο αιώνα.[13]
Το Ναύπλιο μαζί με το Άργος θεωρούνται ως τα κύρια αστικά κέντρα της Αργολίδας και συγκεντρώνουν τις περισσότερες εμπορικές, οικονομικές και πολιτιστικές δραστηριότητες του νομού, καθώς και όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Στο Ναύπλιο έχει την έδρα της η ελληνική κονσερβοποιία Κύκνος Α.Ε., η οποία ιδρύθηκε το 1911, αλλά το εργοστάσιο και το κέντρο διανομής της από το 2005 βρίσκεται στα Σαβάλια Ηλείας[15]. Επίσης, το Ναύπλιο (λόγω των ιστορικών του μνημείων, των αξιοθέατων και της φυσικής ομορφιάς του) έχει αναπτυχθεί τουριστικά με πλήθος ξενοδοχειακών μονάδων και καταστημάτων εστίασης και εμπορικού χαρακτήρα. Το λιμάνι του Ναυπλίου είναι το κύριο του νομού, από το οποίο γίνεται διακίνηση κυρίως γεωργικών προϊόντων.[16] Έχει εγκριθεί και η κατασκευή μαρίνας στο λιμάνι.[17]
Έτος | Πληθ. | ±% |
---|---|---|
1856 | 4.260 | — |
1861 | 6.024 | +41.4% |
1870 | 3.958 | −34.3% |
1879 | 6.355 | +60.6% |
1889 | 7.153 | +12.6% |
1896 | 7.297 | +2.0% |
1907 | 7.252 | −0.6% |
1920 | 5.969 | −17.7% |
1928 | 7.163 | +20.0% |
1940 | 7.960 | +11.1% |
1951 | 8.466 | +6.4% |
1961 | 9.102 | +7.5% |
1971 | 9.320 | +2.4% |
1981 | 10.611 | +13.9% |
1991 | 11.650 | +9.8% |
2001 | 13.124 | +12.7% |
2011 | 14.203 | +8.2% |
2021 | 14,532 | +2.3% |
Πηγή: Απογραφές Πληθυσμού ΕΛΣΤΑΤ 1856 - 2011[18] |
Από το 1856 μέχρι σήμερα ο πληθυσμός της πόλης του Ναυπλίου έχει παρουσιάσει μία σταθερή αύξηση (με εξαίρεση το 1870 και το 1920 που παρουσίασε σημαντική μείωση).
Διάγραμμα ιστορικής εξέλιξης πληθυσμού από το 1856
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.