Άνδρος
νησί των Κυκλάδων From Wikipedia, the free encyclopedia
νησί των Κυκλάδων From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Άνδρος είναι νήσος στο Αιγαίο πέλαγος, νοτιοανατολικά της Εύβοιας. Είναι το βορειότερο νησί των Κυκλάδων και το δεύτερο μεγαλύτερο σε έκταση, μετά τη Νάξο.[2] Εκτείνεται από βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά, καταλαμβάνοντας έκταση 381 τ. χλμ.[2] Έχει πληθυσμό 8.826 κατοίκων,[1] σύμφωνα με την απογραφή του 2021. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Άνδρος ή Χώρα, ενώ το λιμάνι του είναι το Γαύριο.
Υδρούσα, Λασία | |
---|---|
Η Χώρα Άνδρου | |
Γεωγραφία | |
Αρχιπέλαγος | Αιγαίο Πέλαγος |
Νησιωτικό σύμπλεγμα | Κυκλάδες |
Αριθμός νήσων | 8 (μαζί με τα Γαυριονήσια) |
Έκταση | 381 km² |
Υψόμετρο | 994 μ |
Υψηλότερη κορυφή | Πέταλο |
Χώρα | |
Περιφέρεια | Νοτίου Αιγαίου |
Νομός | Κυκλάδων |
Πρωτεύουσα | Άνδρος |
Δημογραφικά | |
Πληθυσμός | 8.826[1] (απογραφής 2021) |
Πυκνότητα | 23,2 /χλμ2 |
Πρόσθετες πληροφορίες | |
Ιστοσελίδα | www.andros.gr |
Σχετικά πολυμέσα |
Η Άνδρος συνδέεται με την ηπειρωτική Ελλάδα ακτοπλοϊκώς μέσω της Ραφήνας, απέχοντας από το λιμάνι 36 ναυτικά μίλια.
Η ιστορία της Άνδρου είναι συνδεδεμένη με αυτή των υπόλοιπων νησιών του Αιγαίου. Το όνομα του νησιού ανάγεται στη μυθολογία. Η επικρατέστερη εκδοχή υποστηρίζει πως ο πρώτος κάτοικος του νησιού ήταν ο, θεϊκής καταγωγής, Άνδρος (ή Ανδρεύς). Ο πατέρας του ήταν ο Άνιος, γιος του θεού Απόλλωνα, και η μητέρα του η Κρέουσα ή Ροιώ, κόρη του Σταφύλου, γιου του θεού Διόνυσου. Η μυθολογική καταγωγή των κατοίκων του νησιού ερμηνεύει την κυρίαρχη λατρεία του θεού Διόνυσου και την παρουσία των θεών-προγόνων στα νομίσματά τους.[3] Άλλα ονόματα της Άνδρου είναι: Υδρούσα (λόγω των πολλώ πηγών της), Επαγρίς, Νοαγρία και Λασία.[4]
Η πρώτη κατοίκηση στην Άνδρο παρατηρήθηκε στο τέλος της νεολιθικής εποχής, στον οικισμό του Στρόφυλα.[3][5][6][7] Χρονολογείται περίπου από το 4.000 π.Χ. και η πόλη, σύμφωνα με την αρχαιολόγο Χριστίνα Τελεβάντου, ήταν πυκνά δομημένη με ψηλά κτήρια,[8] ενώ υπήρχαν πλήθος βραχογραφιών,[2][9] αγγείων και άλλων εργαλείων.[7] Θεωρείται κέντρο εμπορίου μεταξύ των Κυκλάδων και της Κρήτης με την ηπειρωτική Ελλάδα.[2] Πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Κάρες, ενώ ακολούθησαν οι Φοίνικες, οι Κρήτες, οι Πελασγοί και τελευταίοι οι Ίωνες.[4]
Κατά τη Γεωμετρική εποχή, περίπου το 900 π.Χ., αναπτύχθηκε ο οικισμός της Ζαγοράς,[2] μία πόλη στη δυτική ακτή της Άνδρου που ήταν ένα σημαντικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο,[10][11] η οποία όμως χάθηκε από άγνωστες συνθήκες 200 χρόνια αργότερα. Κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν 45 δώματα, καθώς και ένας ναός, αφιερωμένος πιθανόν στην Αθηνά, ο οποίος κατασκευάστηκε μετά την εγκατάλειψη του οικισμού[4] και έμεινε σε λειτουργία μέχρι τα μέσα του 5ου αι. π.Χ.[12] Οικισμός υπήρχε και στην περιοχή Υψηλή στο Απρόβατο.[2][3]
Τον 9ο-6ο αι. π.Χ. σημειώθηκαν μετακινήσεις των κατοίκων από την Άνδρο προς τη Χαλκιδική και τη Θράκη, ιδρύοντας τις αποικίες της Άκανθου, της Σάνης, των Σταγείρων[2] (γενέτειρα του Αριστοτέλη) και της Αργίλου.[13][4] Παράλληλα, το 700 π.Χ. περίπου, χτίστηκε η αρχαία Παλαιόπολη, η οποία αποτέλεσε οικονομικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ. Κατοικήθηκε μέχρι τις αρχές του Βυζαντίου, ενώ τον 4ο αιώνα η πόλη καταστράφηκε από σεισμό.[14]
Κατά την πρώτη περσική εισβολή στην Ελλάδα, η Άνδρος ήταν σύμμαχος των Περσών, όπως και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Η νίκη των Ελλήνων στους πολέμους επέτρεψε στους Αθηναίους να επιτεθούν στο νησί το 480 π.Χ., μία κίνηση που απέτυχε λόγω της ισχυρής οχύρωσης της Παλαιόπολης.[3] Δύο χρόνια αργότερα, η Άνδρος θα γίνει μέλος της Συμμαχίας της Δήλου, πληρώνοντας στην Αθήνα το φόρο των 12 ταλάντων.[4][15]
Όταν ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η Άνδρος ήταν με το πλευρό των Αθηναίων, αλλά το 411 π.Χ. το νησί επαναστάτησε και πέρασε στον έλεγχο των Σπαρτιατών,[16] μέχρι το 378 π.Χ., όπου εισχώρησε στη Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία.[4][15]
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου, υπήρξε μία περίοδος αναταραχών για την κυριαρχία της Άνδρου. Κατακτήθηκε αρχικά από το Μακεδονικό βασίλειο μέχρι το 315 π.Χ. όπου προσχώρησε στο Κοινό των Νησιωτών. Από το 308 π.Χ. μέχρι το 199 π.Χ. η Άνδρος άλλαξε χέρια πέντε φορές. Το 308 π.Χ. περνάει στη Δυναστεία των Πτολεμαίων μέχρι το 265 π.Χ. όπου εισχωρεί και πάλι στο Κοινό των Νησιωτών. Μάλλον το 245 π.Χ. (η ακριβής ημερομηνία αμφισβητείται[17]) έλαβε χώρα ναυμαχία ανοιχτά της Άνδρου, ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Πτολεμαίους. Τη μάχη κέρδισαν οι Μακεδόνες, διατηρώντας την κυριαρχία του νησιού όμως μονάχα ένα χρόνο, μέχρι το 244 π.Χ. όπου το καταλαμβάνει εκ νέου η Δυναστεία των Πτολεμαίων. Το 202 π.Χ. περνάει εκ νέου για λίγο υπό την κατοχή της Μακεδονίας, μέχρι το 199 π.Χ. όπου και κατακτάται τελικά από τους Ρωμαίους.[15][18]
Το 199 π.Χ. η Άνδρος περνάει στα χέρια των Ρωμαίων, έπειτα από πολιορκία της Παλαιόπολης. Οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν την αρχαία πόλη και εκτόπισαν τους κατοίκους στο Δήλιο.[15] Λίγο αργότερα, το νησί ξανακατοικήθηκε, ενώ πέρασε στη Δυναστεία των Ατταλιδών, μέχρι το 133 π.Χ. όπου και δόθηκε στη Ρώμη.[19]
Το 42 π.Χ., η Άνδρος περνά στον έλεγχο των Ροδίων, έπειτα τη Μάχη των Φιλίππων, ως τη στέψη του Οκταβιανού ως αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου προσχωρεί σε αυτή.[19] Εντάχτηκε στην Επαρχία των Νήσων.
Οι κάτοικοι της Άνδρου εκχριστιανίστηκαν από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου, ενώ η γεωγραφική της θέση την έκανε ισχυρό μέλος της Επαρχίας των Νήσων, καθώς βρισκόταν στη θαλάσσια οδό προς την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, στο νησί εγκαταστάθηκε τελωνείο και άρχισε να οργανώνεται ναυτική δύναμη με σκοπό την αντιμετώπιση των πειρατών και των Αράβων.[4] Τον 8ο αιώνα, η επισκοπή της Άνδρου περνάει στον έλεγχο της μητρόπολης Αθηνών με την οποία είχαν ισχυρούς δεσμούς, αφήνοντας τη μητρόπολη της Ρόδου.[20]
Τον 9ο αιώνα δημιουργείται από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το Θέμα Αιγαίου Πελάγους, με σκοπό την παροχή στόλου στο Βυζαντινό ναυτικό. Η Άνδρος υπάχθηκε στο θέμα αυτό, γνωρίζοντας πνευματική αλλά και εμπορική ανάπτυξη.[4][20] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πνευματικής άνθησης αποτελεί ο Λέων ο Μαθηματικός, ο οποίος σπούδασε θετικές επιστήμες,[21] διαβάζοντας κυρίως από τις βιβλιοθήκες των μοναστηριών.[22][4] Από το 12ο αι. φάνηκε και η εμπορική ανάπτυξη του νησιού, καθώς σύμφωνα με το Σήγουλφ, ο οποίος πέρασε από την Άνδρο το 1102 (άλλη πηγή αναφέρει το 1204[4]), παρατήρησε την επεξεργασία μεταξιού και των σχινδάλαμων, μία επικερδής ενασχόληση για τους κατοίκους που έφερνε οικονομική ευημερία στο νησί μέχρι το 19ο αιώνα.[20] Πολλά μοναστήρια και ναοί χτίστηκαν εκείνη την περίοδο.[2][4]
Η Άνδρος δέχθηκε επίθεση από τους Βενετούς (1127) και λίγο αργότερα από τους Νορμανδούς (1147), οι οποίοι κατάφεραν να την κατακτήσουν προσωρινά, μέχρι το τέλος του 12ου αι. ακολούθησαν κι άλλες νορμανδικές επιθέσεις.[20] Η Άνδρος αλώθηκε από τους Φράγκους στην Δ΄ Σταυροφορία στον δρόμο τους για την Κωνσταντινούπολη (1203).[23] Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη και δημιουργήθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία οι Σταυροφόροι αποφάσισαν τη διανομή των λαφύρων, σύμφωνα με το Partitio Terrarum Imperii Romaniae η Άνδρος δόθηκε στη Δημοκρατία της Βενετίας.[24][25] Η Άνδρος έγινε τμήμα του Δουκάτου του Αρχιπελάγους, ο δούκας Μάρκος Α΄ Σανούδος την έδωσε δώρο στον ξάδελφο του Μαρίνο Ντάντολο που την είχε καταλάβει, ήταν και οι δυο ανιψιοί του υπερήλικα δόγη της Βενετίας Ενρίκο Ντάντολο.[26][27] Παράλληλα, εκείνη τη χρονιά κατασκευάστηκε το κάστρο της Χώρας, το οποίο χρησίμευε ως ορμητήριο,[28] αλλά και ως κατοικία του Μαρίνο Ντάντολο.[6] Καταστράφηκε μόλις το 1943 μετά το βομβαρδισμό της Χώρας από τους Γερμανούς. Τέλος, χτίζονται πολλοί πύργοι και το Άνω Κάστρο, με σκοπό τον έλεγχο της θάλασσας.[4]
Ο Μαρίνο Ντάντολο κυβέρνησε περίπου 32 χρόνια, κατόπιν ένας άλλος Βενετός ευγενής ο Ιερεμίας Γκίζι Κύριος της Σκύρου, της Σκιάθου και της Σκοπέλου τον έδιωξε και κατέλαβε το νησί (1239). Ο Μαρίνο Ντάντολο πέθανε την ίδια εποχή που η υπόθεση του ήταν έτοιμη να συζητηθεί στο κυβερνητικό συμβούλιο της Βενετίας αλλά τελικά συζητήθηκε με πρωτοβουλία της χήρας του Φελίτσια και της αδελφής του Μαρίας Ντόρο. Τη Φελίτσια βοήθησε σημαντικά ο Κύριος της Αστυπάλαιας Γιάκοπο Κουερίνι που τον παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο. Ο Ιερεμίας Γκίζι και ο αδελφός του Ανδρέας Γκίζι που κυβερνούσε την Τήνο και τη Μύκονο κλήθηκαν από την κυβέρνηση της Βενετίας να απολογηθούν για την κατάληψη της Άνδρου (11 Αυγούστου 1243). Το Συμβούλιο αποφάσισε να κάνει κατάσχεση της περιουσίας τους, να τους εξορίσει ισόβια από τη Βενετία και ζήτησε από τον δόγη Γιάκοπο Τιέπολο να τους πιέσει να παραδώσουν το νησί. Ο Ιερεμίας δεν πτοήθηκε από τις κυρώσεις και κράτησε το νησί μέχρι τον θάνατο του (1252) επειδή του έφερε τεράστια πλούτη και έσοδα, μετά τον θάνατο του η Άνδρος πέρασε απευθείας στον Δούκα του Αρχιπελάγους. Ο Άγγελος Α΄ Σανούδος κράτησε τους φεουδαρχικούς νόμους και έδωσε δώρο τα μισά εδάφη του νησιού στη Φελίτσια χήρα του Μαρίνο Ντάντολο.[29][30]
Τα προβλήματα εμφανίστηκαν ξανά όταν πέθανε η Φελίτσια χωρίς διάδοχο. Ο Μάρκος Β΄ Σανούδος εισέβαλε στην Άνδρο και έκανε όλο το νησί δουκικό έδαφος αλλά πριν περάσει η χρονική προθεσμία των δυο ετών και δύο ημερών εμφανίστηκε στη Νάξο ο εγγονός του Μαρίνο Ντάντολο Νικολά Κουερίνι και διεκδίκησε την κληρονομιά του παππού του. Η Δημοκρατία της Βενετίας τους κάλεσε να εξετάσουν το πρόβλημα αλλά ο Δούκας του Αρχιπελάγους τους ζήτησε να μην επεμβαίνουν στα νησιά του. Η υπόθεση τελικά λύθηκε με τη επέμβαση του Βενετού βάιλου του Νεγκρεπόντε Νικολό Ιουστινιάνι (1291 - 1293), αποφάσισαν να γίνει η Άνδρος δουκικό έδαφος και να πάρει ο Κουερίνι σαν αποζημίωση 5.000 λίρες.[31][32] Οι δούκες του Αρχιπελάγους που ανήκαν στον Οίκο των Σανούδων από τότε χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους τον τίτλο «Κύριοι του δουκάτου της Νάξου και της Άνδρου», χρησιμοποιούσαν σποραδικά την Άνδρο σαν τόπο κατοικίας.[33] Η Άνδρος και οι υπόλοιπες Κυκλάδες δέχτηκαν σκληρές επιδρομές από τον στόλο της Αραγωνίας υπό τον Ρουτζέρο ντι Λαούρια (1292).[34] Τελευταία εκπρόσωπος του Οίκου των Σανούδων ήταν η Φιορέντσα Σανούντο που παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Τζοβάννι νταλλε Κάρτσερι και σε δεύτερο γάμο τον δεύτερο ξάδελφο της Νικόλαο Β΄ Σανούδο Σπετσαμπάντα με τον οποίο απέκτησε την Μαρία Σανούδου. Την Φιορέντσα διαδέχθηκε στο Δουκάτο του Αρχιπελάγους ο γιος της από τον πρώτο της γάμο Νικκολό νταλλε Κάρτσερι (1371) που έδωσε δώρο την Άνδρο στην ετεροθαλή αδελφή του Μαρία Σανούδου.[35] Οι Κύριοι της Άνδρου αναλυτικά από τον Οίκο των Σανούδων που κυβέρνησαν το νησί σαν τμήμα του Δουκάτου του Αρχιπελάγους ήταν:
Ο ευγενής Φραγκίσκος Α΄ Κρίσπος απεστάλη στη Νάξο για να ελέγξει την κακοδιαχείριση του δουκάτου από τον Νικολό Γ΄, ο Φραγκίσκος οργάνωσε τη δολοφονία του και τον διαδέχθηκε αμέσως με την υποστήριξη της Βενετίας (1383), είναι ο ιδρυτής του Οίκου των Κρίσπων. Με την άνοδο του στο δουκάτο ο Φραγκίσκος Α΄ άρπαξε την Άνδρο από την Μαρία Σανούδου και την έδωσε δώρο στην κόρη του Πετρονίλλα που την πάντρεψε με τον Πιέτρο Τζένο, τον γιο του Βενετού βάιλου του Νεγκρεπόντε.[36] Η Μαρία Σανούδου πήρε σαν αποζημίωση την φτωχότερη Πάρο υπό τον όρο να παντρευτεί έναν άσημο Βενετό ευγενή Γαλλικής καταγωγής τον Γκασπάρε Σομμαρίπα για να μην έχει αξιώσεις στο δουκάτο. Ο Πιέτρο Τζένο ήταν πολύ καλός διπλωμάτης αλλά ήταν αδύνατο να χειριστεί τις μεγάλες δυνάμεις που εμφανίστηκαν στην εποχή του.[37] Η Σύρος, η Πάρος και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων δέχτηκαν σκληρές επιθέσεις από τον Οθωμανικό στόλο, η Άνδρος είχε λιγότερες ζημιές αλλά υποχρεώθηκε να προμηθεύει με πλοία τον Τουρκικό στόλο και να παρέχει καταφύγια. Το 1416 ωστόσο σε μια νέα σκληρή Οθωμανική επίθεση σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός του νησιού αιχμαλωτίστηκε.[38] Μετά την επίθεση αυτή ο Πιέτρο Τζένο εποίκισε το νησί με Αρβανίτες, μεταφέρθηκαν από τη νότια Εύβοια τη γειτονική Κάρυστο δημιουργώντας μετέπειτα τον Δήμο Άρνης και τον Δήμο Γαυρίου.[20][39] Οι Βενετοί λεηλάτησαν τη Χίο που ανήκε στη Δημοκρατία της Γένοβας, οι Γενοβέζοι προχώρησαν σε αντίποινα και κατέλαβαν την Άνδρο και τη Νάξο, μόνο οι δούκες του Αρχιπελάγους με τις ισχυρές διπλωματικές ικανότητες πέτυχαν να μην προσαρτηθούν τα νησιά στη Γένοβα.[40] Ο Πιέτρο Τζένο πέθανε (1427) και τον διαδέχθηκε ο γιος του Ανδρέας που ήταν άρρωστος και είχε μόνο μια κόρη. Με τον θάνατο του Ανδρέα (1437) οι θείοι του Ανδρέα που είχαν στόχο να παντρέψουν την κόρη του Ανδρέα με τον γιο τους όταν ενηλικιωθούν εισέβαλαν στην Άνδρο και ανακηρύχτηκαν άρχοντες του νησιού.
Η Βενετία αντέδρασε ταχύτατα, κήρυξε τους νέους κατόχους ανεπιθύμητους και συγκάλεσε το Κοινοβούλιο της για να λύσει το ζήτημα της διαδοχής στην Άνδρο, κάλεσε όλους τους υποψήφιους διεκδικητές να εμφανιστούν. Ο σπουδαιότερος διεκδικητής ήταν ο Κρουσίνο Α΄ Σομμαρίπα, Κύριος της Πάρου και Τριτημόριος της Εύβοιας, γιος της παλιάς κατόχου Μαρίας Σανούδου και του συζύγου της Γκασπάρε Σομμαρίπα, κουνιάδος του Δούκα του Αρχιπελάγους Ιάκωβου Α΄ Κρίσπου. Η μητέρα του δεν έπαψε ποτέ να διεκδικεί τα δικαιώματα της στην Άνδρο μέχρι τον θάνατο της (1426), ο γιος της συνέχισε να τα διεκδικεί το ίδιο. Το Κοινοβούλιο αποφάσισε υπέρ του Κρουσίνο (1440) δικαιώνοντας την αδικία που έγινε στη μητέρα του πριν από 50 χρόνια.[41][42] Ο Κρουσίνο Α΄ Σομμαρίπα ήταν έντονα μορφωμένος και ασχολήθηκε με την αρχαιολογία, οι σπουδαιότεροι Κύριοι της Άνδρου από την Οικογένεια Σομμαρίπα ήταν:
Η Άνδρος υπέφερε βαριά από τις επιδρομές των Τούρκων όταν ξέσπασε ο Πρώτος Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463 - 1479), τέσσερα πλοία επιτέθηκαν στο νησί (1468), οι Οθωμανοί θανάτωσαν τον βαρόνο Τζιοβάνι Σομμαρίπα και απέκτησαν αμέτρητους αιχμαλώτους και λάφυρα αξίας 15.000 δουκάτων. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν ξανά στο νησί δυο χρόνια αργότερα, αιχμαλώτισαν ολόκληρο τον πληθυσμό του νησιού αφήνοντας την Άνδρο μόνο με 2.000 κατοίκους.[43] Η Οικογένεια Σομμαρίπα παρά τις πανωλεθρίες διατήρησε την κυριαρχία της στην Άνδρο και την Πάρο, τα νησιά αυτά ήταν από τα πλουσιότερα σε ολόκληρο το Αιγαίο σε τέτοιο βαθμό που οι κυβερνήτες τους διεκδικούσαν τον τίτλο του δούκα για τον εαυτό τους με ανεξαρτητοποίηση από το δουκάτο του Αρχιπελάγους.[44] Τη δεκαετία του 1500 οι εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στους δυο κλάδους της Οικογένειας Σομμαρίπα είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί Ανδριώτες να μεταφερθούν στην Πάρο. Οι κάτοικοι της Άνδρου διαμαρτυρήθηκαν έντονα στη Βενετία για τη βιαιότητα του δούκα Φραντσέσκο σε σημείο που απείλησαν ότι θα καλέσουν τους Τούρκους να καταλάβουν το νησί. Οι Βενετοί καθαίρεσαν τον Φραντσέσκο Σομμαρίπα και τοποθέτησαν έναν άλλο κυβερνήτη για τα επόμενα επτά χρόνια (1507).[45]
Η κυριαρχία των Σομμαρίπα στην Άνδρο αποκαταστάθηκε όταν αναγνώρισε η Βενετία σαν νόμιμο διάδοχο τον Αλβέρτο Σομμαρίπα.[46] Ο Οθωμανός ναύαρχος Ελληνικής καταγωγής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα όταν ξέσπασε ο Τρίτος Βενετοτουρκικός πόλεμος κυρίευσε την Άνδρο (1537) και ανέτρεψε τον ηγεμόνα. Ο Κρουσίνο Γ΄ Σομμαρίπα φρόντισε να την κερδίσει ξανά με την παρέμβαση του Γάλλου πρέσβη αφού δέχτηκε να πληρώσει ετήσιο φόρο Ακτσές στον Οθωμανό κυβερνήτη της Χαλκίδας.[47] Την ίδια εποχή όλα τα νησιά του Αιγαίου έγιναν φόρου υποτελή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η κατάσταση αυτή θα παραμείνει μέχρι την οριστική τους κατάκτηση από τους Τούρκους (1566).[20]
Την εποχή που οι Έλληνες κάτοικοι της Νάξου κάλεσαν τους Τούρκους να καταλάβουν το νησί τους (1566) οι Ανδριώτες επαναστάτησαν εναντίον του κυβερνήτη τους Τζιανφραντσέσκο Σομμαρίπα, αν και ο Σομμαρίπα μπόρεσε να δραπετεύσει η Άνδρος πέρασε οριστικά υπό Οθωμανική κυριαρχία.[48] Το παλιό Δουκάτο του Αρχιπελάγους παραχωρήθηκε τα επόμενα 13 χρόνια από τον σουλτάνο Σελίμ Β΄ στον ευνοούμενο του Ιωσήφ Νάζη που κυβέρνησε τα νησιά μέσω των αντιπροσώπων του και τα χρησιμοποίησε ως πηγή πλούτου.[49] Ο Ιωσήφ Νάζη ονομάστηκε «Δούκας της Νάξου και της Άνδρου».[15] Με τον θάνατο του Νάζη (1579) οι κάτοικοι της Άνδρου ζήτησαν από τον σουλτάνο να επαναφέρει τους απογόνους των παλιών Λατινικών δυναστειών σαν υποτελείς του αλλά ο σουλτάνος προτίμησε να κηρύξει τις Κυκλάδες αυτόνομη Οθωμανική επαρχία.
Τα νησιά πέρασαν στον Οθωμανικό έλεγχο με τη δημιουργία των σαντζάκιων, δίνοντας τέλος στο Δουκάτο της Νάξου. Σε όλα τα νησιά που αποτελούσαν το παλιό Βενετικό Δουκάτο του Αρχιπελάγους με εξαίρεση την Τήνο, η διοίκηση πέρασε σε «Μπέηδες».[20] Από το 18ο αι. η Άνδρος δίνονταν στην εκάστοτε Βαλιδέ σουλτάνα, ως φόρο τιμής.[4] Οι Κυκλάδες το 1580 είχαν αυτονομία και πολλές ελευθερίες από τους Οθωμανούς, με μεγάλες φοροαπαλλαγές και θρησκευτικές ελευθερίες, η κατάσταση αυτή παρέμεινε μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821.[50]
Η Άνδρος είχε ηπιότερη μεταχείριση από τους Οθωμανούς σε σχέση με τα υπόλοιπα νησιά. Τα πρώτα προνόμια οι Ανδριώτες κέρδισαν το 1539 (η Άνδρος ήταν ακόμα υπό Φραγκικό έλεγχο), όταν ο Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής εξαίρεσε το νησί από επιπρόσθετες φορολογίες, επιβλήθηκε προστασία των κατοίκων και των περιουσιών τους, επέτρεψε την ανάπτυξη του εμπορίου και την ύπαρξη άμυνας στο νησί. Ο Μουράτ Γ΄ έθεσε τα θεμέλια της αυτοκυβέρνησης των νησιών (1580), ένας θεσμός που κράτησε μέχρι την Ελληνική Επανάσταση.[51] Το 1674 η Χώρα καταστράφηκε και έτσι πρωτεύουσα του νησιού έγινε η Μεσαριά Άνδρου. Η Χώρα άρχισε να κατοικείται ξανά μετά το 1750, ενώ έγινε πρωτεύουσα του νησιού μετά την Ελληνική επανάσταση.[52]
Όταν ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1768-1774) οι Ρώσοι κατέλαβαν την Άνδρο και τη χρησιμοποίησαν σαν βάση για τις μετέπειτα επιχειρήσεις τους στο Αιγαίο Πέλαγος.[53] Η Άνδρος πέρασε προσωρινά στα χέρια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (1770 - 1774), κατόπιν επέστρεψε στον έλεγχο των Οθωμανών, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή.[15] Μετά την αποχώρηση των Ρώσων, εμφανίστηκε στην Άνδρο ο τίτλος του Προεστού ή αλλιώς «Κοτζαμπάση», ο οποίος ήταν η τοπική εξουσία του νησιού. Η τουρκική παρουσία ήταν ελάχιστη στο νησί εκείνη την εποχή και περιορίζονταν στις διαδικαστικές υπηρεσίες. Οι προεστοί εκλέγονταν για ένα χρόνο στη Μεσαριά και ήταν συνήθως λόγιοι ντόπιοι.[54] Οι προεστοί υπάγονταν στη δικαιοδοσία της Σαχ Σουλτάνας (1778 - 1803), κόρης του σουλτάνου Μουσταφά Γ΄, η οποία προσέφερε χρήματα για τη διατήρηση της ευημερίας του νησιού.[4] Παρέμβει επίσης στην επίθεση των Αλγερινών (1792) σώζοντας την Άνδρο από λεηλασία.[52][51]
Το 1790 κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, πραγματοποιείται στον πορθμό του Καφηρέα η ναυμαχία της Άνδρου, ανάμεσα στο Λάμπρο Κατσώνη, συνταγματάρχη του ρωσικού αυτοκρατορικού ναυτικού, και στους Οθωμανούς. Ο Κατσώνης ηττήθηκε, χάνοντας τα περισσότερα πλοία του, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε.
Παρόλο που οι Ανδριώτες δεν είχαν καταπιεστεί από την τουρκική κυριαρχία,[55] η Ελληνική επανάσταση ξεκίνησε στην Άνδρο στις 10 Μαΐου 1821, έπειτα από λόγο του Θεόφιλου Καΐρη.[2] Πολλά μοναστήρια, με κύριο τη Μονή της Αγίας, προσέφεραν οικονομικούς πόρους για την επανάσταση. Πολλοί κάτοικοι της Άνδρου βρέθηκαν στις μάχες στην Πελοπόννησο, στα Ψαρά και στην Ύδρα. Η Άνδρος, με το μικρό στόλο που είχε (40 ιστιοφόρα), της ανατέθηκε η φύλαξη του στενού του Καφηρέα και των περιοχών της Καρύστου και του Γαυρίου.[56]
Το 1822 ξέσπασε το κίνημα του Μπαλλή. Ο Δημήτρης Μπαλλής εκμεταλλεύτηκε τα γεγονότα της επανάστασης για να δημιουργήσει εξέγερση εναντίων των πλούσιων μεγαλοκτηματιών εξαιτίας της μεγάλης φορολογίας. Αποτέλεσμα του κινήματος ήταν η καταστροφή πολλών πύργων των πλούσιων κατοίκων. Το κίνημα κατακρίθηκε διότι γινόντουσαν εμφύλιες διαμάχες κατά τη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα.[57][58]
Το 1825 πραγματοποιήθηκε μία ναυμαχία ανοιχτά της Άνδρου μεταξύ των Ελλήνων επαναστατών, με αρχηγό το Γεώργιο Σαχτούρη, και των Οθωμανών. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, κάηκαν δύο τουρκικά πλοία και συνελήφθησαν άλλα έξι, εκ των οποίων τα πέντε μετέφεραν πολεμοφόδια που προορίζονταν για την Πολιορκία του Μεσολογγίου. Παράλληλα, κατά τα χρόνια της επανάστασης, το νησί δεχόταν λεηλασίες από Λιάπηδες, δημιουργώντας προβλήματα στο νησί μέχρι το 1827, όπου μετά από επίθεση των κατοίκων, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν.[58]
Η Άνδρος, όπως και τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων, αποτέλεσε περιοχή του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830.
Η ναυτιλιακή ανάπτυξη που γνώρισε η Άνδρος ξεκίνησε το 1770 με τον ερχομό των Ρώσων στο νησί. Τα καράβια των Ανδριωτών μπορούσαν να ταξιδέψουν ελεύθερα, καθώς προστατεύονταν από τους Ρώσους. Η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ευνόησε τους Έλληνες ναυτικούς, αφού, υψώνοντας τη ρωσική σημαία στα πλοία τους, μπορούσαν να έχουν στόλο ελεύθερα στο Αιγαίο. Έτσι, η Χώρα άρχισε να γίνεται εμπορικό κέντρο.[56]
Κατά τα χρόνια της επανάστασης, η Άνδρος είχε μόνο μικρά ιστιοφόρα, σε αντίθεση με άλλα νησιά που είχαν μεγαλύτερα. Αυτό συνέβη γιατί η Άνδρος είχε εξαιρεθεί από τη ναυτολογία ανδρών στο Οθωμανικό Πολεμικό Ναυτικό, οπότε δεν είχε το δικαίωμα να έχει μεγάλα πλοία. Εκείνα τα χρόνια η Άνδρος είχε στο στόλο της 40 μικρά ιστιοπλοϊκά,[59] τα οποία είχαν δευτερεύοντα ρόλο στην επανάσταση. Μετά την απελευθέρωση και ειδικά την περίοδο του Όθωνα, η ναυτιλία της Άνδρου αναπτύσσεται γοργά,[3] ο πληθυσμός της έφτασε τους 30.000 κατοίκους, ενώ στο νησί δημιουργήθηκαν οι οικισμοί του Γαυρίου, του Μπατσίου και του Όρμου Κορθιου. Γεωργικοί οικισμοί όπως η Άρνη άρχισαν να παρακμάζουν, αφού οι κάτοικοι στράφηκαν προς τη ναυτιλία.[58] Το 1840 η Άνδρος είχε 121 ιστιοφόρα, ενώ οι πρώτες οικογένειες ναυτικών που διακρίθηκαν εκείνη την περίοδο ήταν η οικογένεια Γουλανδρή και Εμπειρίκου.[59]
Κατά τη δεκαετία του 1870, τα ιστιοφόρα πέρασαν από την περίοδο της ακμής τους στην παρακμή, μετά την εμφάνιση των ατμόπλοιων. Οι Ανδριώτες εφοπλιστές στράφηκαν νωρίς στα ατμόπλοια, γνωρίζοντας πρωτοφανή ανάπτυξη. Σε αυτή τη μετάβαση βοήθησε ο Επαμεινώνδας Εμπειρίκος, υπουργός Ναυτικών, ο οποίος υποστήριζε το νόμο της ναυτικής υποθήκης. Η απόκτηση ατμόπλοιων απαιτούσε μεγάλα κεφάλαια, σε αντίθεση με τα χαμηλού κόστους ιστιοφόρα. Η ναυτική υποθήκη περιόριζε τους κινδύνους του δανειστή και μείωνε το ποσοστό του επιτοκίου.[59] Έτσι, από τα 8 ανδριώτικα ατμόπλοια το 1898, ο στόλος έφτασε τα 60 το 1914, συνολικής χωρητικότητας 113.407 κ.ο.χ. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ιδρύθηκε στη Χώρα από το Δημήτρη Μωραϊτη η «Υπερωκεάνειος Εθνική Ατμοπλοΐα» η οποία δρομολόγησε ατμόπλοια για πρώτη φορά μεταξύ Ελλάδας-Νέας Υόρκης.[58][2] Μετά την πτώχευσή της το 1908, τη θέση της παίρνει η Εθνική Ατμοπλοΐα Ελλάδος, της οικογένειας Γουλανδρή.[56]
Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι εφοπλιστές της Άνδρου εκμεταλλεύτηκαν το μεταναστευτικό κύμα που προκλήθηκε, δρομολογώντας τα πλοία τους στη γραμμή Ελλάδα-Ν. Υόρκη. Εκείνη την εποχή, άρχισαν να νηολογούν τα πλοία τους κυρίως στην Αγγλία, ώστε να επωφεληθούν από τη ναυτιλιακή κίνηση, αφήνοντας στο νηολόγιο της Άνδρου λίγα πλοία. Τα χωριά της Άνδρου, με κυριότερα τις Στενιές και τη Χώρα, αναπτύχθηκαν οικονομικά και κοινωνικά. Αυτή η ανάπτυξη οφειλόταν στο ότι οι κάτοικοι είχαν στραφεί στη θάλασσα και ενίσχυαν την τοπική οικονομία. Παράλληλα και οι ίδιοι οι εφοπλιστές έχουν ενισχύσει την κοινωνία της Άνδρου μέσω δωρεών και ευεργεσιών. Το 1939 υπήρχαν στο νηολόγιο της Άνδρου 80 πλοία, το δεύτερο λιμάνι σε αριθμό πλοίων μετά του Πειραιά.[56]
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκαν στο νησί οικογένειες Μικρασιατών. Αρχικά στεγάσθηκαν στεγάσθηκαν προσωρινά σε πολλά δημόσια ή δημόσιας χρήσης κτίρια όπως η Ε.Ο.Χ.Α. (Εθνικός Οργανισμός Χριστιανικής Αλληλεγγύης). Το 1928 δημιουργήθηκε συνοικισμός για τη στέγαση των προσφύγων κοντά στη Χώρα της Άνδρου. Τα σπίτια του Συνοικισμού ήταν μικρά με κεραμοσκεπή. Οι Μικρασιάτες ασχολήθηκαν σε όλο το εύρος των επαγγελμάτων και πολλοί ακολούθησαν αργότερα μαζί με τους νησιώτες τη μετανάστευση εκτός Ελλάδος.[60][61] Οι Μικρασιάτες αναζωογόνησαν την επιχειρηματικότητα στο νησί με νέες δραστηριότητες όπως γαλακτοπωλεία, ταβέρνες και μπακάλικα. Επίσης έφεραν μαζί τους μουσικές αλλά και γαστρονομικές παραδόσεις όπως το γιαούρτι, το ρυζόγαλο και το παγωτό τα οποία ήταν άγνωστα προϊόντα στο νησί πριν την έλευση των προσφύγων.[62]
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Άνδρος έχασε πολλά πλοία λόγω τορπιλισμών, έχοντας το 1945 μόνο 21 πλοία. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η Άνδρος βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1943 οι Γερμανοί βομβάρδισαν τη Χώρα από τη θάλασσα, για να αναγκαστεί η ιταλική φρουρά να παραδοθεί σε αυτούς (καθώς η Ιταλία είχε ήδη συνθηκολογήσει). Αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή των αρχοντικών των Εμπειρίκων στη περιοχή Ρίβα, του Κάστρου της Χώρας και του φάρου Τουρλίτη.[63] Μετά τον πόλεμο Τα αρχοντικά κατεδαφίστηκαν και δημιουργήθηκε η πλατεία του αφανούς ναύτη, ενώ ο φάρος αρχικά επισκευάστηκε με σιδερένιο σκελετό και το 1994 ανακατασκευάστηκε στην αρχική του μορφή μετά από δωρεά της οικογένειας Γουλανδρή.[64]
Μετά τη δεκαετία του 1950 άρχισε ο πληθυσμός του νησιού να μειώνεται διότι πολλοί κάτοικοι του νησιού μετανάστευσαν είτε προς στα αστικά κέντρα (κυρίως στον Πειραιά) είτε προς το εξωτερικό (κυρίως στις ΗΠΑ). Τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να αναπτύσσεται ο τουρισμός στο νησί.[2]
Η Άνδρος έχει έκταση 374 τ. χλμ., η δεύτερη μεγαλύτερη έκταση των Κυκλάδων, μετά τη Νάξο (429 τ. χλμ.). Εκτείνεται από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά, απέχοντας 6 ν. μίλια από την Εύβοια (ανάμεσα εκτείνεται το Κάβο Ντόρο) και λιγότερο από ένα ναυτικό μίλι από την Τήνο.
Ο ορεινός όγκος του νησιού διακρίνεται σε τέσσερις οροσειρές σχεδόν παράλληλες μεταξύ τους και κάθετες ως προς το διάμηκες ανάπτυγμα του νησιού οι οποίες και χωρίζουν κατά μήκος την Άνδρο σε πέντε παράλληλα τμήματα. Κυριότερα όρη και κορυφές τους είναι οι Άγιοι Σαράντα (715 μ.), το Πέταλο (994 μ.), το Κούβαρο ή Κουβάρα (975 μ.), ο Γερακώνας ή Γερακώνες (760 μ.) και νότια η Ράχη με κορυφή τον Προφήτη Ηλία (750 μ.). Τα πετρώματα είναι κυρίως σχιστόλιθοι, χωρίς ιζήματα.
Αν και δεν υπάρχουν μεγάλα ποτάμια, η Άνδρος είναι πλούσια σε πηγές ρέματα και χείμαρρους που το καλοκαίρι οι περισσότεροι στερεύουν. Σημαντικότεροι είναι ο Αρνιπόταμος, ο Σεληνίτης, ο Άχλας, ο Μεγάλος Ποταμός και τα Διποτάματα. Επίσης η Άνδρος είναι γνωστή για τις πηγές της. Η πιο γνωστή πηγή στο νησί είναι η πηγή Σάριζα που βρίσκεται στα Αποίκια. Άλλες πηγές είναι οι πηγές της Αγίας Ειρήνης, η αλατούχος πικροπηγή της Άρνης και οι πηγές στις Μένητες.
Ως ορεινό νησί η Άνδρος μπορεί να μην έχει πεδιάδες, έχει όμως εύφορες κοιλάδες κατάσπαρτες κυρίως με εσπεριδοειδή, αφήνοντας ακάλυπτες τις σχιστολιθικές κορυφές της. Πλούσιοι ελαιώνες και απέραντοι αμπελώνες κοσμούν τα βαθμωτά άνδηρα (πεζούλες ή χαλιά κατά τους ντόπιους), ενώ ωραίοι αγροί και κήποι απαντώνται χαμηλότερα. Άγρια ζώα δεν υπάρχουν, εκτός από κάποιους αετούς και γεράκια βόρεια, ακανθόχοιρους, κουνάβια, και φίδια. Το σύνηθες κυνήγι στο νησί αποτελούν αγριοπερίστερα, πέρδικες και λαγούς.
Τα μονοπάτια στην Άνδρο έχουν ιστορία 4.000 ετών. Χρησιμοποιούνταν μέχρι και τη δεκαετία του '30, όπου και ξεκίνησε η κατασκευή του οδικού δικτύου, και ένωνε τους οικισμούς με ξωκλήσια και ναούς και με τα λιμάνια. Το συνολικό μήκος των μονοπατιών υπολογίζεται περίπου στα 300 χλμ. Έπειτα, και με τη διάδοση του αυτοκινήτου, η χρήση των μονοπατιών ελαττώθηκε, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αντικαταστάθηκαν από δρόμους.
Η πρώτη προσπάθεια τουριστικής ανάδειξης των μονοπατιών έγινε το 1997, με τη συντήρηση 12 μονοπατιών. Από τότε γίνεται συνεχώς συντήρηση και χαρτογράφηση του δικτύου των μονοπατιών από τοπικούς φορείς.[65] Τον Οκτώβριο του 2015, απονεμήθηκε σε ένα τμήμα 100 χλμ πιστοποίηση, τοποθετώντας το τμήμα στον ευρωπαϊκό χάρτη πεζοπορίας.[66]
Το υπέδαφος της Άνδρου περιέχει κοιτάσματα μεταλλευμάτων σιδήρου (κυρίως στις περιοχές του Άγιου Πέτρου, της Λουριάς, της Φάσας και του Άγιου Σιμεών) και μαγγανίου (στη Βόρη και στο Βιτάλι). Σε μικρότερες ποσότητες περιέχονται χαλκός, μόλυβδος, ψευδάργυρος, νικέλιο, τάλκης και αμίαντο.[67]
Στην Άνδρο λειτούργησαν κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα μεταλλεία τα οποία εξόρυσσαν από το υπέδαφος μαγγανιούχα και σιδηρούχα ορυκτά. Τρία μεταλλεία ήταν τα σημαντικότερα: του Βιταλίου, του Άγιου Πέτρου και της Βόρης. Τα δύο πρώτα μεταλλεία άρχισαν την εξόρυξη των ορυκτών στα τέλη του 19ου αιώνα (1898 και 1899), μολονότι και τα δύο πτώχευσαν ελάχιστα χρόνια αργότερα. Το μεταλλείο της Βόρης, γνωστό ως το μεταλλείο Κοκκίνη, άρχισε τη λειτουργία του το 1903 στην απομονωμένη περιοχή Γκιλιμάτσι εξορύσσοντας μαγγάνιο. Οι εργάτες προερχόντουσαν κυρίως από τη Βουρκωτή, ενώ η εξόρυξη γινόταν χειρωνακτικά και τα ορυκτά μεταφέρονταν ως τη Βόρη για να φορτωθούν σε πλοία. Το 1929 άρχισαν οι εξαγωγές προς το Βέλγιο και τη Γιουγκοσλαβία. Κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής το μεταλλείο υπολειτουργούσε, ενώ μετά τον πόλεμο δεν κατάφερε να λειτουργήσει κανονικά, λόγω έλλειψης πόρων, με αποτέλεσμα το κλείσιμο του, το 1957. Κύριοι πελάτες του μεταλλείου ήταν η Χαλυβουργική και η εταιρεία παραγωγής μπαταριών Tiger.[67]
Το κλίμα της Άνδρου είναι καθαρά μεσογειακό με ζεστά καλοκαίρια και δροσερούς έως κρύους χειμώνες, ενώ όλους σχεδόν τους μήνες δεν παύουν να πνέουν οι θαλασσινοί, βόρειοι άνεμοι που μειώνουν τη θερμοκρασία του νησιού. Πολλές φορές ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες τα υψηλά μποφόρ που μπορεί να φτάσουν και τα 10 δεν επιτρέπουν την πρόσβαση των πλοίων στο λιμάνι του Γαυρίου.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο μόνιμος πληθυσμός του νησιού ήταν 9.221 κάτοικοι,[68] μειωμένοι σε σχέση με την απογραφή του 2001, που ήταν 10.009 κάτοικοι. Η πλειοψηφία ασχολείται με τον τριτογενή τομέα παραγωγής.
Ιστορικά, ο πληθυσμός της Άνδρου κυμαίνονταν ανάμεσα στις 10 με 20 χιλιάδες κατοίκους. Η πρώτη αναφορά πληθυσμού έγινε από τον Γκ. Ριτσάρντο το 1470, ο οποίος κατέγραψε 2.000 κάτοικους. Το 1528 αναφέρθηκε ως σχεδόν έρημη, ενώ το 1618 ο πληθυσμός έφτασε τους 18.000 κατοίκους σε περίπου 60 χωριά. 50 χρόνια αργότερα καταγράφεται ως αραιά κατοικημένη και μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα ο πληθυσμός κυμαίνονταν γύρω στους 5.000 κατοίκους. Η Χώρα, που είχε καταστραφεί από το 1674, είχε 100 σπίτια, πολλά εξ' αυτών ερημωμένα. Αύξηση στον πληθυσμό παρατηρήθηκε μετά το 1770, φτάνοντας ξανά τους 10.000 κατοίκους. Λίγο πριν από την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης ο πληθυσμός ήταν 16.000 κάτοικοι.[69]
Σύμφωνα με την πρώτη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας το 1883, η Άνδρος υπάχθηκε στο νομό Κυκλάδων, ενώ δημιουργήθηκε η Επαρχία Άνδρου, καταλαμβάνοντας τη συνολική έκταση του νησιού. Στις 13 Οκτωβρίου 1834, με βασιλικό διάταγμα, δημιουργήθηκαν οι δήμοι Άνδρου, Κορθίου, Γαυρίου και Άρνης. Το 1836, εισάγεται το σύστημα των περιφερειακών διοικήσεων και υποδιοικήσεων, καταργώντας την επαρχία της Άνδρου και κάνοντας το νησί υποδιοίκηση στην περιφερειακή διοίκηση Τήνου, ενώ δύο χρόνια αργότερα, με το νόμο «περί μεταρρυθμίσεων των διοικήσεων», η υποδιοίκηση της Άνδρου παύει να υφίσταται και περνάει στη διοίκηση της Τήνου. Το 1840 ο δήμος Άρνης συγχωνεύεται.
Με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας του 1845 καταργούνται οι περιφερειακές διοικήσεις και επαναφέρονται οι επαρχίες. Η επαρχία της Άνδρου επανήλθε στην αρχική της σύσταση του 1833. Ως έδρα της επαρχίας ορίστηκε με βασιλικό διάταγμα στις 5 Δεκεμβρίου 1845 η Χώρα. Το 1868, με βασιλικό διάταγμα καταργείται εκ νέου η επαρχία και η διοίκηση του νησιού περνάει στη Νομαρχία Κυκλάδων. Λίγους μήνες αργότερα, στις 20 Φεβρουαρίου 1869, η επαρχία της Άνδρου επανασυγκροτήθηκε.
Το 1997 ψηφίστηκε το Σχέδιο «Καποδίστριας» με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στην επαρχία τρεις δήμοι: ο δήμος Άνδρου, ο δήμος Υδρούσας και ο δήμος Κορθίου.
Τέλος, με την εφαρμογή του Προγράμματος Καλλικράτης, την 1η Ιανουαρίου 2011, οι τρεις δήμοι ενώθηκαν στον ενιαίο Δήμο Άνδρου, ενώ η επαρχία Άνδρου έπαψε να υφίσταται.[70]. Ταυτόχρονα, συστάθηκε η Περιφερειακή Ενότητα Άνδρου.
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, η οικονομία της Άνδρου στηριζόταν κυρίως στη γεωργία και στην κτηνοτροφία. Έπειτα, οι Ανδριώτες στράφηκαν προς τη ναυτιλία και το εμπόριο, μετατρέποντας το νησί σε ναυτιλιακό και οικονομικό κέντρο.
Στην Άνδρο βρίσκονται πολλά μουσεία, με γνωστότερο το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Χώρα, το οποίο ιδρύθηκε το 1979 από το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.[71] Στη Χώρα επίσης υπάρχουν το Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου, όπου βρίσκονται εκθέματα από τον αρχαίο οικισμό της Ζαγοράς, το Ναυτικό Μουσείο, με φωτογραφίες και μοκέτες πλοίων, το Ψηφιακό Μουσείο, το Μουσείο Λαογραφίας και Χριστιανικής Τέχνης και το Ίδρυμα Κιδωνιέως, στο οποίο διοργανώνονται σε ετήσια βάση οι «Πλόες», μία έκθεση με έργα ζωγράφων.[72][73]
Εκτός Χώρας, υπάρχουν τρία μουσεία. Στο Συνέτι βρίσκεται το Λαογραφικό μουσείο, που εκθέτει διάφορα αντικείμενα και ενδύματα παλιότερης εποχής των κατοίκων της Άνδρου. Στην Παλαιόπολη υπάρχει ένα Αρχαιολογικό μουσείο με ευρήματα από τις ανασκαφές της αρχαίας Παλαιόπολης, και στον Πιτροφό υπάρχει το Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων που στεγάζεται σε παλιό ελαιοτριβείο.[74]
Το παραδοσιακό πιάτο του νησιού είναι η φουρτάλια, μια ομελέτα που περιέχει επίσης πατάτες και παραδοσιακά ανδριώτικα λουκάνικα μαγειρεμένη σε χοιρινό λίπος (γλίνα). Ένα άλλο παραδοσιακό φαγητό της ανδριώτικης κουζίνας είναι ο λαμπριάτης, ένα φαγητό που μαγειρεύεται το Πάσχα και είναι κατσίκι με γέμιση τυριών. Τα παραδοσιακά γλυκά του νησιού είναι τα γλυκά του κουταλιού και αμυγδαλωτά, όπως τα καλτσούνια και οι παστίτσιες, ενώ λόγω των μικρών κτηνοτροφικών μονάδων που έχει, η Άνδρος παράγει τοπικά τυριά. Τέλος, η Άνδρος παράγει κρασί, λικέρ, σουμάδα και ρακί σε τοπικούς συνεταιρισμούς.[75]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.