From Wikipedia, the free encyclopedia
{{WikidataCoord}} – missing coordinate data
Μεταξάδες Έβρου | |
---|---|
Διοίκηση | |
Περιφέρεια | Ανατολική Μακεδονία-Θράκη |
Περιφερειακή Ενότητα | Έβρου |
Δήμος | Διδυμοτείχου |
Δημοτική Ενότητα | Μεταξάδων |
Γεωγραφία | |
Γεωγραφικό διαμέρισμα | Θράκη |
Υψόμετρο | 120 |
Πληροφορίες | |
Πολιούχος | Άγιος Αθανάσιος |
Παλαιά ονομασία | Δογάντζια (Βυζάντιο)
Λιακούπ Ντογάντζια (Πρώιμη Τουρκοκρατία) Τοκμάκιοϊ (Ύστερη Τουρκοκρατία) |
Ονομασία κατοίκων | Τουκμακιώτες ή Μεταξαδιώτες |
Ταχ. κώδικας | 68010 |
Τηλ. κωδικός | 25530 |
http://metaxadesgr.blogspot.com/ | |
Αυτή η σελίδα είναι το κύριο «πρόχειρο χρήστη» του WikiEnthuasiastGR30. Ένα «πρόχειρο χρήστη» είναι υποσελίδα της προσωπικής σελίδας του χρήστη στη Βικιπαίδεια. Εξυπηρετεί ως χώρος πειραματισμών και ανάπτυξης σελίδων και δεν είναι εγκυκλοπαιδικό λήμμα. Επεξεργαστείτε ή δημιουργήστε το δικό σας πρόχειρο εδώ ή κάνετε δοκιμές στο κοινόχρηστο Πρόχειρο Βικιπαίδειας. |
Οι Μεταξάδες είναι πεδινός οικισμός και πρώην δήμος της περιφερειακής ενότητας Έβρου σε υψόμετρο 120 μέτρα.[1] Αποτελούν τον πιο γραφικό οικισμό της ευρύτερης περιοχής, λόγω της παραδοσιακής πέτρινης αρχιτεκτονικής τους.[2]
Η περιοχή Μεταξάδων βρίσκεται δίπλα στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, 28 χλμ δυτικά από το Διδυμότειχο και 3 χλμ. ανατολικά της μεθοριακής γραμμής με τη Βουλγαρία.
Χαρακτηρίζεται από ομαλό ανάγλυφο, με χαμηλούς λόφους. Στη βόρεια έκταση κυριαρχούν οι καλλιεργούμενες ζώνες (35%), ενώ στα νότια των οικισμών Μεταξάδων και Παλιουριού, εμφανίζονται φυλλοβόλα δάση και βοσκότοποι (52% και 9% αντίστοιχα). Στα δυτικά (συνοριακή γραμμή) και στα βόρεια ρέει ο Ερυθροπόταμος.
Τα ρέματα της περιοχής είναι μικρού βάθους και καταλήγουν στον Ερυθροπόταμο ή σε παραπόταμους του. Συνολικά οι υδάτινες μάζες καλύπτουν το 3% της περιοχής. Το υψόμετρο της περιοχής είναι μικρό και το μέγιστο ύψος είναι 306 μέτρα, ενώ το ελάχιστο 80 μέτρα.[3]
Η περιοχή βρίσκεται μακριά από το κεντρικό οδικό δίκτυο του νομού, σε απόσταση περίπου 25-30 χιλιόμετρα από το βασικό οδικό άξονα Αλεξανδρούπολης - Ορεστιάδας. Η σύνδεση με την υπόλοιπη χώρα γίνεται μόνο μέσω Διδυμοτείχου, με το οποίο συνδέεται με λεωφορεία υπεραστικών γραμμών.
Οι υπηρεσίες που παρέχονται είναι λίγες και περιορίζονται κυρίως σε καταστήματα αγοράς τροφίμων και εστίασης, στα γύρω χωριά.[4]
Οι ρίζες του χωριού χάνονται μέσα στα βάθη των χρόνων. Πολλά στοιχεία για την ιστορία του χωριού προέρχονται από το χειρόγραφο βιβλίο του Κωνσταντίνου Γκεργκένη, παλιού κατοίκου του χωριού. Ο ίδιος, μετά από πολύχρονη έρευνα, μας αναφέρει ότι το παλιό χωριό, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, λεγόταν Δογάντζια (ή Ντουγάντζια) και ήταν χτισμένο δύο χιλιόμετρα δυτικά του σημερινού χωριού. Η ονομασία αυτή στηρίζεται μάλλον στη λέξη ντουγάντζι, που είναι αρπακτικό πουλί και δηλώνει την ορεινή και βραχώδη θέση του τότε χωριού. Η παράδοση αναφέρει ότι εκεί ήταν ο χώρος της πρώτης εγκατάστασης των κατοίκων των Μεταξάδων, έως το 1285 όπου μια επιδημία χολέρας ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τον οικισμό, και αργότερα να ψάξουν για νέο τόπο εγκατάστασης. Ψάχνοντας, διάλεξαν τη σημερινή δασώδη τοποθεσία από την ύπαρξη ενός δέντρου 3-4 χρόνων τότε (καραγάτσι) και επακόλουθα από τη σκέψη της ύπαρξης νερού.[5][6][7]
Μετά την ίδρυση του χωριού, το 1361 οι Τούρκοι με αρχηγό τον Σουλτάνο Μουράτ ο Α’ εισέβαλαν στο Διδυμότειχο και την γύρω περιοχή μετά από 12 χρόνια πολιορκίας. Την ίδια χρονιά κατέλαβαν και την περιοχή από την Αδριανούπολη μέχρι τη Φιλιππούπολη.
Άλλοι ιστορικοί, οι οποίοι βασίζονται σε βυζαντινές και άλλες πηγές, αναφέρουν πως η κατάληψη της Αδριανούπολης έγινε είτε το 1369 είτε μετά το 1371, ενώ επίσης αναφέρουν πως οι επιχειρήσεις δεν καθοδηγήθηκαν από τον Μουράτ αλλά από Τούρκους μπέηδες που ήταν μονάχα θεωρητικά υποτελείς των Οθωμανών (μιας και από το 1366 μέχρι τις 1377, οι επικοινωνίες μεταξύ της Θράκης και της Ανατολίας είχαν διακοπεί).
Καθ'όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η ζημιά στην περιοχή είναι ηθική και υλική. Εκκλησίες και μοναστήρια καταστρέφονται, εύποροι έμποροι και κτηματίες εγκαταλείπουν τα αρχοντικά τους, βαριοί φόροι με οδυνηρότερο το παιδομάζωμα επισφραγίζουν την ταπείνωση του ελληνισμού, άντρες στέλνονται δούλοι στα βάθη της Μικράς Ασίας, οι κοπέλες μπαίνουν σε χαρέμια και τα αγόρια εξισλαμίζονται και γίνονται γενίτσαροι. Η βαρβαρότητα των Τούρκων και οι ανήκουστες θηριωδίες τους δεν σταματούν ούτε στις σφαγές και στις γενικές καταστροφές ολόκληρων χωριών της Θράκης. Αυτά συνεχίστηκαν μέχρι προς το τέλος της Τουρκοκρατίας τον 20ό αιώνα.
Από την εποχή της Τουρκοκρατίας τη διοίκηση του χωριού είχε αναλάβει ένας μουχτάρης, ένας αντιμουχτάρης και δύο σύμβουλοι, ονομαζόμενοι στα τουρκικά ατάαδες, οι οποίοι οριζόταν από τα έξι πιο πλούσια άτομα του χωριού, τους επονομασμένους δωδεκάρα. Η θητεία τους κρατούσε ένα χρόνο και είχαν απεριόριστες δικαιοδοσίες, αφού είχαν και τη σφραγίδα του χωριού. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, στην πλατεία του χωριού, ο Μουχτάρης, αφού συγκέντρωνε τους κατοίκους, όριζε τους κλητήρες που χωριζόταν σε αγροφύλακες για τα καλαμπόκια, το σιτάρι και τα αμπέλια, σε νυχτοφύλακες, αγελαδάρηδες, αλογάρηδες και γουρουνάδες. Σε περιπτώσεις που ο Μουχτάρης έκανε καταχρήσεις, ο πρόεδρος του χωριού και οι κάτοικοι κατέφευγαν στα δικαστήρια και αν δικαιωνόταν όριζαν νέο Μουχτάρη και αφαιρούσαν δια της βίας τη σφραγίδα από τον παλιό και την έδιναν στον καινούριο.
Στην περιοχή δημιουργήθηκαν νέα χωριά, κάτι που είχε ως συνέπειες τον περιορισμό των συνόρων του Τοκμακιού (Μεταξάδων), την πείνα και την εξαθλίωση των κατοίκων του, οι οποίοι ήξεραν μόνο να δουλεύουν τον αγρό που πια τον κατείχαν οι Τούρκοι. Οι Μεταξαδιώτες ωστόσο, επιβίωσαν όμως και πάλι, άρχισαν τα ταξίδια στη Βάρνα και τη Φιλιππούπολη, έγιναν μεταφορείς, αργότερα ραφτάδες, μπογιατζήδες, λαϊνάδες, ενώ σιγά-σιγά άρχισαν ν’ αγοράζουν απ’ τους Τούρκους ματζήρηδες πάλι την κλεμμένη γη τους.[5][6][7]
Για την δημιουργία των γειτονικών οικισμών υπάρχουν δύο εκδοχές.
Η πρώτη εκδοχή, η οποία είναι η πιο παραδοσιακή εκδοχή, για τη δημιουργία της Αβδέλλας και της Πολιάς, αναφέρει ότι στο Αλεποχώρι, τη νύφη που θα παντρευόνταν την Κυριακή το βράδυ την έπαιρνε ο Τούρκος.[8] Την κρατούσε τρεις ημέρες κι ύστερα την έδινε στο γαμπρό. Το γεγονός αυτό είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος και η πιο εξευτελιστική πράξη σε κάθε νέο ζευγάρι που παντρευόταν. Η νύφη περνούσε μαρτυρικές ώρες ομαδικού βιασμού και βιασμού της προσωπικότητάς της. Αυτό διήρκησε για πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή όμως οι νέοι του χωριού δεν άντεξαν περισσότερα.
Συννενοήθηκαν και αποφάσισαν, μια επιτροπή από τρεις νεαρούς, να ξεκινήσει από το χωριό και να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν η έδρα του Σουλτάνου. Μέσω των τουρκικών φυλακίων και χωριών μπαίνοντας στην Ανατολική Θράκη μετά από πολλές μέρες έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Την ημέρα που έφτασαν στην Πόλη, λέει η παράδοση, γινόταν μια εκδήλωση όπου θα παρευρισκόταν ο Σουλτάνος. Οι άκρες του δρόμου ήταν γεμάτη κόσμο. Πήγαν σ’ ένα Αρμένη στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησαν συμβολή τι να κάνουν για να απαλλαγούν από αυτή τη συνήθεια. Ο Αρμένης τους εσυμβούλεψε να πάρουν από ένα μαγκάλι κάρβουνα αναμμένα, να τα βάλλουν επάνω στο κεφάλι και να γυρίζουν. «Ο Σουλτάνος θα σας καλέσει τους είπε και θα του μιλήσετε», τους είπε. Πράγματι τους κάλεσε ο Σουλτάνος και τους ρώτησε γιατί έχουν τα μαγκάλια στο κεφάλι. Εκείνοι του είπαν: «Βασιλιά μου, όπως καίει η φωτιά στο μαγκάλι, έτσι καίει και το δικό μας το κεφάλι». Και του διηγήθηκαν τι γινότανε και τι τραβούσαν.
Εξαγριώθηκε τότε ο Σουλτάνος και διέταξε έναν Τούρκο αξιωματικό με ισχυρή φρουρά να επισκεφθεί το χωριό και αν πράγματι συνέβαινε αυτό που του διηγήθηκαν να τους τιμωρήσει. Την ώρα που ετοιμάστηκαν να φύγουν οι νέοι αφού τον ευχαρίστησαν, τους ζήτησε να του λύσουν την απορία, πως κατόρθωσαν να φτάσουν στην Πόλη, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τα τουρκικά φυλάκια. Εκείνοι του είπαν πως ήρθαν με πολλές προφυλάξεις, κρυβόμενοι και παραπλανώντας τους στρατιώτες με διάφορους πονηρούς τρόπους. Τότε ο Σουλτάνος τους αποκάλεσε «τιλκίκ» (αλεπούδες) και από τότε το χωριό πήρε την τουρκική ονομασία: «Τιλκίκιοϊ».
Όταν επέστρεψαν οι νέοι στο χωριό, διηγήθηκαν τα πάντα στους συγχωριανούς και περίμεναν την άφιξη του Τούρκου αξιωματικού με την φρουρά του για να ερευνήσει το θέμα. Εκείνος ήρθε μεταμφιεσμένος ως καπνέμπορος και τους είπε ότι εμείς στα χωριά μας κάνουμε αυτά και αυτά τους «γκιαούρηδες». Εκείνοι ξεθάρρεψαν και του είπαν ότι κάνουν ακόμη χειρότερα. Γύρισε ο αντιπρόσωπος στην Εντρινέ (Αδριανούπολη) και έκαμε αναφορά στο Σουλτάνο.
Ο Σουλτάνος έστειλε στρατό και έκαψαν όλο το χωριό Γκιουνεκλή. Δεν έμεινε κανένας Τούρκος. Έμειναν μόνον οι Έλληνες που έχτισαν το Αλεποχώρι (Τιλκίκογιου) δηλαδή χωριό των πονηρών (Τιλκί= αλεπού).
Δύο γέροι Τούρκοι κατάφεραν να διαφύγουν. Ο «Ακσακάλ» που σημαίνει «άσπρα γενιά» και ο «Αμπντουλάχ». Αυτοί έφυγαν και ίδρυσαν αντίστοιχα τα χωριά «Ακσακάλ»-(Πολιά) και «Αμπντούλα»-(Αβδέλλα).[9][10]
Ωστόσο υπάρχει και η δεύτερη εκδοχή, όπου αναφέρεται ότι η τουρκική κυβέρνηση εγκαθίστησε στην περιοχή Διδυμοτείχου πρόσφυγες απ’ την Ανατολή και το Πακιστάν (τους λεγόμενους ματζήρηδες), οι οποίοι ίδρυσαν τουρκικά χωριά όπως την Κυανή (Τσιαουσλί), τη Σαύρα (Σουμπάσκιοϊ), το Αβδουλάκι (τη σημερινή Αβδέλλα), το Ελαφοχώρι, την Πολιά και άλλα.[11]
Το 1695, χτίστηκε ο Ναός Αγίου Αθανασίου. Το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησίας χτίστηκε κάτω από το έδαφος λόγω του φόβου να μην προκαλέσει τους Οθωμανούς, καθώς η ελληνική κοινότητα έπεσε συχνά θύμα των γενίτσαρων που λεηλάτησαν την περιοχή της Θράκης. Χρησιμοποιήθηκε ως «κρυφό σχολειό» κατά την Οθωμανική εποχή, και να ψάλλουν. Οι κάτοικοι του χωριού, δεν παραμέλησαν ποτέ τη μόρφωση των παιδιών τους, ακόμα και στα χρόνια της σκλαβιάς. Φρόντιζαν πάντα να υπάρχει ελληνικό σχολείο, για να μην σβήσουν τα ελληνικά, η Ιστορία του Έθνους και η παράδοση. Κι όπως γινόταν σ' όλη τη σκλαβωμένη Ελλάδα, έτσι και στους Μεταξάδες, η Εκκλησία ήταν η κινητήρια δύναμη κάθε πνευματικής κίνησης, έχοντας βέβαια την ηθική και υλική συμπαράσταση των κατοίκων. Για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσαν τα Εκκλησάκια σαν κρυφά σχολεία, όπου Ιερείς δίδασκαν στα παιδιά το αλφάβητο και το ψαλτήρι. Αργότερα, το 1882, χτίστηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο από τους Δημητράκη Μπίμπαση και Αναστάση Καμπάκα.
Κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, η Ρωσία μετά το 1878 (αφού κάθισε τρία χρόνια) παρέδωσε πάλι την περιοχή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με πληροφορίες από χειρόγραφα, επικρατεί μια ισονομία και γενικά μια ελευθερία ως το 1908, χωρίς προβλήματα με τους Τούρκους. Το 1908 είναι μια χρονιά ορόσημο, αφετηρία δύσκολων συνθηκών για τους Έλληνες. Η Τουρκία αλλάζει Σύνταγμα και αρχίζει η στράτευση ρωμιών.
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο εκατοντάδες Θρακιώτες φονεύθηκαν, γιατί οι Τούρκοι τους τοποθέτησαν στην πρώτη γραμμή πυρός. Επίσης, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Τούρκοι στρατολόγησαν Θρακιώτες Έλληνες, τους οποίους έστελναν πεζούς στη Χερσόνησο της Καλλιπόλεως, όπου και θερίζονταν από τα τηλεβόλα των συμμάχων της Αντάντ.
Το 1912 οι Τούρκοι επιχείρησαν να καταλάβουν τους Μεταξάδες, όπως περιγράφεται στο ιστορικό τραγούδι του χωριού. Αν και οι Τούρκοι δεν είχαν ζήσει ποτέ στο χωριό, ήταν φιλοδοξία να το κατακτήσουν.
Η προσπάθειά τους να πλησιάσουν το χωριό απαρατήρητη απέτρεψαν οι κάτοικοι, οι οποίοι ειδοποίησαν αμέσως τον καπετάν Γιάννη Σώκο. Συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες, ο Σώκος τοποθέτησε τα στρατεύματά του έξω από το χωριό σε μια τοποθεσία γνωστή ως «Αλώνια».
Μετά από παρατήρηση, συνειδητοποίησε ότι οι Τούρκοι δεν ήταν πολυάριθμοι, με μόνο μια διμοιρία περίπου σαράντα ατόμων. Για να δημιουργήσει την εντύπωση μιας μεγαλύτερης δύναμης, χώρισε στρατηγικά τους στρατιώτες του. Έπιασε τους Τούρκους απροσδόκητα ρίχνοντας χειροβομβίδες.
Οι χωρικοί βοήθησαν με όποιον τρόπο μπορούσαν, με ένα άτομο να σκαρφαλώνει στο καμπαναριό της εκκλησίας για να πυροβολήσει προειδοποιητικά τα ελληνικά φυλάκια στην περιοχή ότι οι Τούρκοι επιτίθενται στους Μεταξάδες. Μαζί απέκρουσαν επιτυχώς τους Τούρκους και απέτρεψαν κάθε περαιτέρω προσπάθεια κατάληψης του χωριού.
Τα αρβανιτοχώρια, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, λεηλατήθηκαν και οι κάτοικοι τους εξορίστηκαν, ενώ πολλοί δολοφονήθηκαν. Τον Οκτώβριο του 1913, η Μανδρίτσα, λεηλατήθηκε από τους Βούλγαρους και οι κάτοικοι της κατέφυγαν στους Μεταξάδες, όπως και σε άλλους οικισμούς.[12]
Ο Κ. Γκεργκένης αναφέρει ότι το Μάρτιο του 1914 η τουρκική κυβέρνηση έκανε γενική επιστράτευση των κατοίκων από 20 έως 46 ετών και άδειασε σχεδόν όλο το χωριό από άντρες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έπεσαν νεκροί στη μάχη του Τσανάκκαλε.
Τα χωριά, ιδιαίτερα από το 1914, υπέφεραν από τον ξένο ζυγό και τους Τουρκαρβανίτες πρόσφυγες από τη Σερβία, που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Οι έπαρχοι φέρονται αδίσταχτα στους ντόπιους. Ενδιαφέρονται για χρυσάφι και δε διστάζουν να διατάζουν και την ποινή του θανάτου για να το εξασφαλίσουν. Ο φόβος κάνει πολλούς να καταφύγουν στα υψώματα και οικογένειες να πεινάσουν ξανά, εξαιτίας της ασυδοσίας των Τούρκων. Ο Κ. Γκεργκένης αναφέρει προσωπική του εμπειρία, όταν το 1915 είδε τον πατέρα του, κυνηγημένο από τον Τούρκο έπαρχο και τους πρόσφυγες, να καταφεύγει στο δάσος για να σώσει τις λίρες του. Αναφέρει και άλλους συγχωριανούς του ευκατάστατους την εποχή εκείνη, γεγονός που οφείλεται στην εργατικότητα, αλλά και στην εξυπνάδα και την πονηριά τους, όπως τους Γκουντίνα, Τερζόγλου, Αραμπατζή και άλλους.
Στο απομονωμένο ορεινό χωριό Τσικαρδικλί στη νότια Βουλγαρία, σύμφωνα με μαρτυρίες γερόντων, στις αρχές του 20ού αιώνα «όλοι έφτιαχναν κεραμικά». Λίγο μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, το χωριό πέρασε στη βουλγαρική επικράτεια κατά την αναδιάταξη των συνόρων που καθορίστηκαν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Οι κάτοικοι του χωριού, μεταξύ των οποίων και Έλληνες αγγειοπλάστες, απομακρύνθηκαν. Κάποιοι από αυτούς τους τεχνίτες εγκαταστάθηκαν και άνοιξαν εργαστήρια στους Μεταξάδες. Αφού πέρασαν τα ελληνικά σύνορα, έμειναν στους Μεταξάδες για λίγους μήνες, έφτιαξαν το πρώτο καμίνι και δίδαξαν το εμπόριό τους στους ντόπιους.[13] Έτσι, ξεκίνησε η κατασκευή κεραμικών στο χωριό, κάτι που αναπτύχθηκε και διήρκησε έως τις δεκαετίες 1970 με 1980.[14]
Επαφές μεταξύ των Μεταξάδων και του Τσικαρδικλί υπήρχαν ήδη πριν από το 1914, αφού ένας Έλληνας κάτοικος των Μεταξάδων, έχοντας παντρευτεί μια κόρη αγγειοπλάστη από τον Τσεκερδέκλη, είχε μάθει το επάγγελμα από τον πεθερό του. Επιστρέφοντας στους Μεταξάδες, έφτιαξε τότε τον πρώτο φούρνο στο χωριό.[15]
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1915 οι Βούλγαροι, αφού κατέλαβαν την περιοχή του Διδυμοτείχου, ύστερα από συμφωνία με τους Τούρκους, ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της Βουλγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, καταφθάνουν στο χωριό και για ένα χρόνο ζουν ειρηνικά με τους κατοίκους. Το Σεπτέμβριο όμως του 1916 αρχίζουν να δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Επιδίωξαν με κάθε μέσο τον εκβουλγαρισμό της περιοχής και πέρα από τις βιαιότητες που διέπραξαν προέβηκαν και σε άλλες ενέργειες: έφεραν δασκάλους από τη Βουλγαρία, ενώ τους Έλληνες δασκάλους και παπάδες τους φυλάκισαν. Εξόρισαν τον Μητροπολίτη Φιλάρετο και απειλούσαν τους πάντες. Δεν έλειψαν φυσικά και οι επιστρατεύσεις.
Σύμφωνα με πηγή του Κ. Γκεργκένη, αναφέρεται ότι κατά τον πόλεμο του 1916-1918, τότε που αντίπαλες δυνάμεις ήταν Αγγλία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία από τη μια και από την άλλη η συμμαχία Τουρκίας και Βουλγαρίας, στη μάχη που δόθηκε στην Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης ο ίδιος υπηρετούσε στο βουλγαρικό στρατό ως επίστρατος και πολέμησε εναντίον των συμπατριωτών του.
Το έργο της εξόντωσης του Ελληνισμού της Θράκης και του εκβουλγαρισμού της περιοχής, που άρχισαν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες την πρώτη δεκαετία του αιώνα, επεδίωξαν να ολοκληρώσουν οι Βούλγαροι κατά τον Α’ και Β’ Βαλκανικό πόλεμο και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό στρατό. Στις 22 Μαΐου 1920, αναφέρει ο Κ. Γκεργκένης, οι Μεταξάδες απελευθερώθηκαν απ’ τη Μεραρχία των Σερρών. Ο πρώτος λόχος με λοχαγό τον Τσιόλα Σταμάτη και επιλοχία τον Κώμα Δημήτριο διαφύλαξαν τα σύνορα του χωριού και με τον ερχομό του δευτέρου λόχου πήγαν στη Χελιδώνα και στο Δέρειο, ενώ αντικαταστάθηκαν από το λοχαγό Αριστόδημο και το λοχία Παρασχάκη.
Στις 19 Μαρτίου 1920 ένας Βούλγαρος αξιωματικός με δύο κομιτατζήδες, συνέλαβαν κοντά στα σύνορα τρεις ζωέμπορους καταγόμενους από το χωρίο Τοκμάκιοϊ (σήμερα Μεταξάδες) τους μετέφεραν στο χωριό Μανδρίτσα μέσα στο βουλγαρικό έδαφος τους έκλεψαν 16.000 λέβα και τους άφησαν ελεύθερους.[16][17][18]
Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ
Τη νύχτα της 30ης Ιουνίου 1920, 200 κομιτατζήδες, αποτελούμενοι από Βούλγαρους και Τούρκους, περικύκλωσαν το χωριό Τσομάκιον με σκοπό να του βάλουν φωτιά, όπως αναφέρει τηλεγράφημα του Διδυμότειχου. Το χωριό είχε παρόντες μόνο δύο στρατιώτες και δύο χωροφύλακες υπό τον υπολοχαγό Ιωάννη Σώκο. Οι εισβολείς ακινητοποιήθηκαν επιτυχώς για περίπου μία ώρα έως ότου ένα παροδικό απόσπασμα χωροφυλάκων, με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Γεώργιο Λαγουδάκη, επιτέθηκε στους ληστές και τους έδιωξε. Αυτή η μάχη κράτησε 1,5 ώρα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις κομιτάτζες, οι οποίοι αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν μισθοφόροι στην υπηρεσία του Τζαφέρ Ταγιάρ, του στρατιωτικού διοικητή της Αδριανούπολης, σύμφωνα με έγγραφα που ανακαλύφθηκαν σε έναν σκοτωμένο κομιτάτζη. Επιπλέον, μια γυναίκα και ένα παιδί έχασαν τη ζωή τους από βουλγαρικά πυρά και δύο γυναίκες τραυματίστηκαν. Κανένας από τους Έλληνες στρατιώτες δεν τραυματίστηκε. Τα όπλα που άφησαν πίσω τους οι ληστές αναγνωρίστηκαν ως του τύπου Lebel. Το τηλεγράφημα από το Διδυμότειχο τόνιζε τη γενναιότητα του αποσπάσματος και σημείωσε ότι η καταδίωξη της συμμορίας συνεχιζόταν.[19]
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στους Μεταξάδες ήρθαν συνολικά 17 πρόσφυγες, συγκεκριμένα 8 άνδρες και 9 γυναίκες.[20]
Μετά το 1923, πολλά κέντρα κατασκευής κεραμικής που βρίσκονταν και στις δύο πλευρές του Έβρου υπέφεραν από καλά ελεγχόμενα σύνορα που τα απέκοβαν από τα χωριά στην άλλη όχθη και εμπόδιζαν τις εμπορικές συναλλαγές. Έτσι τα αγγεία που κατασκευάζονταν στο Ουζούν Κιοπρού και στη Κεσσάνη δεν διέσχιζαν πλέον τον Έβρο και επομένως δεν τροφοδοτούσαν πλέον τη σημαντική περιφερειακή αγορά του Σουφλίου. Κατά συνέπεια, αγγειοπλάστες εκπαιδευμένοι στους Μεταξάδες άνοιξαν νέα εργαστήρια στο Σουφλί. Οι τεχνίτες εκεί κατασκεύαζαν κοινά γυρισμένα, χωρίς υάλωμα αγγεία, τα οποία έβγαζαν οι ίδιοι στο εμπόριο. Αυτά τα δύο παραγωγικά κέντρα απέκτησαν σταδιακά σημασία – στους Μεταξάδες, μεταξύ 1910 και 1960, 70 άτομα ασχολούνταν με αυτή τη βιοτεχνική δραστηριότητα και μεταξύ 1940 και 1960 λειτουργούσαν εκεί 15 εργαστήρια. Μειώθηκαν από τη δεκαετία του 1970.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε για μια πενταετία σχεδόν από το εμφύλιο σπαραγμό. Τα χωριά άδειασαν και οι λίγοι που έμειναν ήταν γέροι και γριές. Τα γυναικόπαιδα τα πήγαιναν στις παιδουπόλεις των νησιών. Στους Μεταξάδες έλαβε χώρα μια μάχη υψίστης σημασίας που κράτησε τρία μερόνυχτα και έληξε με νίκη των στρατιωτών.
Στις 11 Αυγούστου, σημειώθηκε συμπλοκή στους Μεταξάδες. Ο ιδιώτης οδηγός της Χωροφυλακής Καλαντζής σκοτώθηκε και τα όπλα του πήραν οι αντάρτες. Σκοτώθηκε επίσης ένας αντάρτης, αλλά το σώμα του το πήραν οι αντάρτες όταν υποχώρησαν.
Στις 24 και 27 Αυγούστου, υπήρξαν συμπλοκές στους Μεταξάδες και στον Κόρυμβο. Εκεί, 50 αντάρτες υποχωρώντας, χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, η μία υπό την ηγεσία του Ευάγγελου Κατμερίδη ή καπετάν Φλέσσα και η άλλη υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Κατμερίδη ή Ανανία. Η μια ομάδα κατευθύνθηκε προς τα βουλγαρικά σύνορα και η άλλη προς το νότο.[21][22][23][24]
Στις 9 Νοεμβρίου, μια μεγάλη ομάδα Βούλγαρων στρατιωτών επιτέθηκε στο χωριό.[25]
Στις 17 Νοεμβρίου, οι Βούλγαροι στρατιώτες καταδιώχθηκαν κοντά στους Μεταξάδες και αποσύρθηκαν στο βουλγαρικό έδαφος.[25]
Στις 5 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε επίθεση με όλμους κατά του αστυνομικού τμήματος στους Μεταξάδες. Το χωριό της πρωτεύουσας πολιορκήθηκε και ακολούθησε σφοδρή μάχη. Παρά τις γενναίες προσπάθειες των υπερασπιστών, οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να βάλουν φωτιά σε έξι σπίτια στο χωριό και να λεηλατήσουν τις αποθήκες τροφίμων της ΟΥΝΡΑ, παίρνοντας 46 βόδια γεμάτα ρούχα και τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων 2.000 οκάδες γλυκόζης, πριν υποχωρήσουν.
Κατά τη διάρκεια της μάχης, τρεις χωροφύλακες και ένας αστυφύλακας κατάφεραν να διαρρήξουν την περικύκλωση και να φτάσουν στο Διδυμότειχο για να ζητήσουν ενισχύσεις. Ο σημαιοφόρος Χρήστος Ζήκος, που προήχθη μετά θάνατον σε υποταγματάρχη, και ο αστυφύλακας Παύλος Γαλαρόπουλος συνέχισαν τον αγώνα αλλά τελικά τελείωσαν τα πυρομαχικά και συνελήφθησαν από τους αντάρτες, οι οποίοι στη συνέχεια τους εκτέλεσαν στην πλατεία του χωριού. Ο χωροφύλακας Ευστάθιος Λαμπρόπουλος πιάστηκε αιχμάλωτος αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος.
Καθώς οι αντάρτες υποχωρούσαν, κάποιοι κάτοικοι των Μεταξάδων τους ακολούθησαν.
Στις 6 Δεκεμβρίου, το χωριό περικυκλώθηκε από αντάρτες. Κατά την άφιξή τους, οι στρατιώτες αντιμετώπισαν μια τρομερή έκπληξη. Το χωριό είχε δεχθεί πρόσφατα επίθεση από αντάρτες, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο βουλευτής Χωροφυλακής Χρήστος Ζήκος και ένας χωροφύλακας. Οι αντάρτες είχαν πετάξει τα πτώματά τους στην πλατεία του χωριού, προκαλώντας την απόλυτη φρίκη. Μετά από μικροσυμπλοκές με τους εθνοφύλακες, οι αντάρτες έπιασαν τον αστυνόμο Ζήκο και τους χωροφύλακες Παύλο και Λαμπρόπουλο. Ο τελευταίος αφέθηκε ελεύθερος γιατί ήταν γνωστός τους. Οι δύο πρώτοι δικάστηκαν και καταδικάστηκαν ως ένοχοι προδοσίας και εκτελέστηκαν στην πλατεία του χωριού (για μερικούς στο δέντρο Καραγάτσι) μπροστά στα μάτια των κατοίκων. Φόβος και τρόμος επικρατούσε στο χωριό. Σύμφωνα με την αφήγηση του Βαγγέλη Κασάπη ή Καπετάν Κρίτωνα στο βιβλίο του «Ο Εμφύλιος στον Έβρο», η επίθεση κατευθύνθηκε στον σταθμό της Χωροφυλακής. Η μάχη κράτησε τρεις ώρες, με αποτέλεσμα να συλληφθούν 22 στρατιώτες και 3 χωροφύλακες. Ο Ζήκος, γνωστός για την αντικομμουνιστική του στάση, χαρακτηρίστηκε τρομοκράτης από τους αντάρτες και εκτελέστηκε δημόσια στην πλατεία Μεταξάδων. Οι αντάρτες κατέσχεσαν επίσης ένα πολυβόλο, τα τουφέκια των κρατουμένων και 46 βοδιές που μετέφεραν ρούχα και τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων 2.000 οκάδες γλυκόζης από την ΟΥΝΡΑ.
Στις 7 Δεκεμβρίου, το 557 Τάγμα Πεζικού προχώρησε στο Διδυμότειχο, φτάνοντας στη 1 το μεσημέρι. Κατά την άφιξη, οι στρατιώτες αποβιβάστηκαν γρήγορα και ξεφόρτωσαν τα υλικά τους. Μια από τις εταιρείες δόθηκε εντολή να εγκατασταθεί στην Εβραϊκή Συναγωγή, η οποία δεν υπάρχει πλέον σήμερα λόγω κατεδάφισης. Σύντομα όμως τα στρατεύματα έλαβαν νέες διαταγές στις 3:30 το μεσημέρι και μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητο στο χωριό Λάδη, που ήταν 24 χλμ. προς τα δυτικά. Στη συνέχεια συνέχισαν με τα πόδια και έφτασαν στις 6 το απόγευμα στο χωριό Μεταξάδες, όπου εγκαταστάθηκαν στο σχολείο του χωριού.
Στις 8 Δεκεμβρίου, μια εταιρεία έλαβε εντολή να εξερευνήσει τα ελληνικά φυλάκια κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Κατά την εξερεύνηση, οι πεζοί του 2ου λόχου κινούμενοι με κατεύθυνση Μεταξάδες-Βουλγαράς Χωράφη-Σκάλα- Μικρό Δέρειο συνέλαβαν ομάδα ανταρτών από το χωριό Αλεποχώρι.
Γύρω στο μεσημέρι, καθώς ο 3ος Λόχος κινούνταν προς το Φυλάκιο 51, ακούγονταν πυρά αυτόματων όπλων και όλμων από αντάρτες. Οι μάχες κράτησαν από τις 12:00 το μεσημέρι έως τις 18:00 το απόγευμα και οι στρατιώτες κατέλαβαν το όρος Σκάλα, όπου συγκεντρώθηκαν για άμυνα. Έμειναν εκεί μια νύχτα. Σε αυτό το βουνό βρήκαν και έναν ομαδικό τάφο. Κατά τη συμπλοκή σκοτώθηκε ο λοχαγός Ανδρικάκης, διοικητής του 1ου λόχου και αιχμαλωτίστηκε ένας στρατιώτης του λόχου εφόδου. Σκοτώθηκαν 20 αντάρτες. Υπήρχαν και αρκετοί τραυματίες, αλλά οι αντάρτες κατάφεραν να τους πάρουν μαζί τους καθώς υποχωρούσαν.
Για αυτόν τον αγώνα οι δύο πλευρές έδωσαν διαφορετικές πληροφορίες. Ο Βαγγέλης Κασάπης ή Κρίτων υποστήριξε ότι αιχμαλωτίστηκαν 47 στρατιώτες και σκοτώθηκαν 8 αξιωματικοί και 3 αξιωματικοί (ένας λοχαγός και δύο ανθυπολοχαγοί). Οι αντάρτες κατέλαβαν επτά γαϊδούρια μεταφοράς, μια οβίδα όλμου που περιείχε 20 χειροβομβίδες, 30.000 φυσίγγια και προσωπικά όπλα αιχμαλώτων και νεκρών στρατιωτών. Τρεις αντάρτες σκοτώθηκαν και πέντε τραυματίστηκαν ελαφρά.
Καιρική κατάστασις: Από της 17.00 ώρας μέχρι της 04.00 της 9-12-46 έβρεχε συνεχώς και επεκράτει βαθύτατον σκότος και αρκετό ψύχος. Οι άνδρες ήταν κατάκοποι εκ της συντόνου πορείας των τελευταίων ημερών, νήστεις λόγω της εκτάκτου κινήσεως του τάγματος και διψασμένοι. Μετά κόπου οι αξιωματικοί συνεκράτουν τούτους από το να κοιμώνται.
Καίτοι νεοσύλλεκτοι και δια πρώτην φοράν εβαπτίζοντο εις το πυρ, επέδειξαν θάρρος και ψυχραιμίαν. Κατά την μάχην εκ των ημετέρων εφονεύθη ο διοικητής του λόχου λοχαγός Ανδρικάκης και συνελήφθη αιχμάλωτος στρατιώτης του λόχου διοικήσεως.»Ο καιρός δεν ήταν σύμμαχος για στρατιώτες ή αντάρτες. Από το απόγευμα μέχρι το ξημέρωμα έβρεχε και έκανε πολύ κρύο. Υπάρχει βαθύ σκοτάδι παντού.
Οι στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού ήταν εξαντλημένοι και υπέφεραν από πείνα και δίψα λόγω των μεγάλων πορειών και των έκτακτων κινήσεων. Κατασκήνωσαν στις σκάλες και οι αξιωματικοί εργάστηκαν σκληρά για να τους κρατήσουν σε εγρήγορση για πιθανές επιθέσεις.
Στις 9 Δεκεμβρίου, το τάγμα κινήθηκε προς το Μικρό Δέρειο χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Οι οπλίτες ξεκουράστηκαν και συντήρησαν τον οπλισμό και τον εξοπλισμό τους στις 10 Δεκεμβρίου.
Εν τω μεταξύ, οι αντάρτες βίωναν επίσης βία λόγω συνεχών συγκρούσεων. Απέφευγαν την επαφή με τον στρατό και κατέφυγαν στο χωριό Γιαννούλη Σουφλίου. Μερικοί αντάρτες μπήκαν στα σπίτια των χωρικών για να στεγνώσουν. Εκεί όμως στρατοπέδευσε ένα απόσπασμα του στρατού, από άλλο τάγμα, και ακολούθησε μάχη. Εννέα αντάρτες συνελήφθησαν και τρεις σκοτώθηκαν.
Στις 11 Δεκεμβρίου οι αντάρτες άρχισαν να επιστρέφουν στο Διδυμότειχο. Το 557 Τάγμα Πεζικού σχημάτισε δίκτυο πληροφοριών στα χωριά για να ενημερώνεται για τις κινήσεις των ανταρτών. Το κύριο σώμα των ανταρτών βρισκόταν στην περιοχή των φυλακίων των ελληνοβουλγαρικών συνόρων και κατέβηκε σε χωριά όπως Αβδέλλα, Μεταξάδες, Παλιούρι, Γιατράδες, Σαύρα, Βρυσικά και Κυανή, είτε για να στρατολογήσουν νέους είτε για να προμηθεύουν τρόφιμα από την σπίτια χωρικών.[26][22]
Στις 11 με 13 Ιανουαρίου, σύμφωνα με πληροφορίες που είχε το 557 ΤΠ ήταν ότι οι αντάρτες είχαν καταλάβει τα χωριά Μεταξάδες, Παλιούρι και Αβδέλα και στρατολόγησαν περίπου 40 νέους. Άλλοι αντάρτες έκαψαν τον αστυνομικό σταθμό Βρυσικών.[27] Ο 3ος λόχος διατάχθηκε να μετακινηθεί αμέσως εκεί για να ενισχύσει τους αμυνόμενους και η επίθεση τελικά διαλύθηκε. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Διδυμότειχο.
Παρά τους ισχυρισμούς του Κρίτωνα και τις επιτυχίες που είχαν οι αντάρτες σε μάχες όπως στη Κυριακή, τον Κόρυμβος και στους Μεταξάδες, υπήρχαν προβλήματα με τη διοίκηση των ανταρτικών ομάδων.
Στις 16 Φεβρουαρίου, το 551 Τάγμα Πεζικού αναπτύχθηκε στην περιοχή, όπου έστησαν στρατόπεδο βάσης στη Χελιδόνα. Τους επόμενους μήνες επιδόθηκαν σε σειρά επιθέσεων κατά των ανταρτών που δρούσαν σε διάφορες περιοχές, όπως οι Χιονάδες, οι Χάνδρας, η Μεγάλη Τράβα, η Πολιά, η Λάδη, ο Κυπρίνος, η Αβδέλλα, οι Γιατράδες και οι Μεταξάδες.
Στις 4 Μαρτίου, ο στρατός του Βορείου Έβρου άρχισε να κινείται προς τα χωριά Πολιά, Αβδέλα και Μεταξάδες παρά τις δύσκολες συνθήκες της έντονης βροχόπτωσης και της λάσπης. Καθώς πλησίαζαν το Γκοστ Τεπέ στην Πολιά, μια ομάδα 10-15 ανταρτών τους επιτέθηκε με αυτόματα. Οι αντάρτες, με επικεφαλής τον καπετάν Σαράφη, υποχώρησαν τελικά στα υψώματα νοτιοδυτικά της Αβδέλας και δυτικά των Μεταξάδων. Ο στρατός μπόρεσε να μπει στους Μεταξάδες, όπου πέρασαν τη νύχτα πριν επιστρέψουν στη Χελιδόνα την επόμενη μέρα.[27]
Τον Μάιο, το αρχηγείο του 557 Τάγματος μεταφέρθηκε από το Διδυμότειχο στους Μεταξάδες, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Η κίνηση αυτή επέτρεψε στο τάγμα να διακόψει τις επικοινωνίες των ανταρτών από τις περιοχές του Μικρού Δερείου προς την κοιλάδα του Ερυθροπόταμου.[26]
Προς τα τέλη Ιουνίου, σημαντική ομάδα ανταρτών υπό την ηγεσία του λοχαγού Κρίτωνα, σύμφωνα με κυβερνητικές αναφορές, περικύκλωσε μια ομάδα νεοσύλλεκτων στρατιωτών στην περιοχή Μεταξάδες, που βρισκόταν μόλις 2 χλμ. από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Η επίθεση έγινε τα μεσάνυχτα και διήρκεσε τρεις ώρες, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε αντάρτες καθώς και ένας λοχίας του στρατού. Αναφέρθηκε ότι σε αυτή τη συμπλοκή συμμετείχαν και πολλές γυναίκες ανταρτίνες.
Στις 2 Δεκεμβρίου, ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων του 557 ΤΠ και ανταρτών στην ευρύτερη περιοχή Λάδης και Μεταξάδων. Μετά από πολύωρη μάχη έχασε τη ζωή του ένας στρατιώτης της Φρουράς της Λάδης. Το Τάγμα ανέφερε ότι οι απώλειες των ανταρτών σε νεκρούς και τραυματίες ξεπέρασαν τους 20. Επιπλέον, ένας αντάρτης κοντά στο χωριό Μάνη και ένας άλλος κοντά στο Διδυμότειχο παραδόθηκαν στις κυβερνητικές δυνάμεις.[27]
Το «Περιστατικό των Μεταξάδων», όπως αναφέρεται με αυτό το όνομα σε αμερικανικές πηγές, συνέβη στις 23 Ιουνίου 1947, όταν περίπου 40 αντάρτες πέρασαν στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία κοντά στο Ακαλανιώτικο Ρέμα Ρεβίνα, δυτικά του Αλεποχωρίου. Επιπλέον, στις 24 Ιουνίου, περίπου 250 αντάρτες πέρασαν στην Ελλάδα κοντά στην ελληνική συνοριακή θέση αρ. 53, και σε συνδυασμό με μια δεύτερη ομάδα 250 ανταρτών ήδη στην Ελλάδα, επιτέθηκαν στην ελληνική φρουρά στους Μεταξάδες. Η ελληνική κυβέρνηση είπε πως οι αντάρτες απωθήθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό και στη συνέχεια εισήλθαν ξανά στη Βουλγαρία.[28][29][25]
Έντεκα Έλληνες στρατιώτες υπέβαλαν καταθέσεις σχετικά με το περιστατικό των Μεταξάδων πριν από τη διεξαγωγή έρευνας. Ο λοχαγός Γεώργιος Λεβούνης κατέθεσε για την επίθεση και την πεποίθησή του ότι οι αντάρτες είχαν έρθει από τη Βουλγαρία και είχαν υποχωρήσει στη χώρα αυτή. Μάρτυρες του περιστατικού ήταν οι Κωνσταντίνος Μιχαλάκης, Στέφανος Μουταφτσίδης, Τορδάνης Θεοφανίδης και ο Αργύριος Ζαραβάκης. Ο Κωνσταντίνος Τράπαλης και ο υπολοχαγός Χαράλαμπος Χαραλαμπόπουλος κατέθεσαν επίσης ότι αντάρτες είχαν περάσει στη Βουλγαρία. Ο Τορδάνης Θεοφανίδης καταδίωξε τους ληστές και είδε μερικούς από αυτούς στο βουλγαρικό έδαφος με τα μάτια του. Ο Κωνσταντίνος Τράπαλης είχε αιχμαλωτιστεί από τους αντάρτες και κρατήθηκε στη Βουλγαρία για περίπου δύο μέρες. Ο Ζήσης Μπαράλης, ένας αντάρτης που είχε εντυπωσιαστεί σε μια μπάντα περίπου δύο εβδομάδες πριν, δήλωσε ότι η μπάντα του είχε οδηγηθεί στη Βουλγαρία και ότι είχε λάβει μέρος στην επίθεση. Υποστήριξε επίσης ότι οι βουλγαρικές αρχές υποστήριξαν τους ληστές και τους έδωσαν πυρομαχικά και άλλες προμήθειες.[28][29][25]
Στις 15 Μαρτίου, η Επιτροπή Βαλκανίων του ΟΗΕ ανακοίνωσε επίσημα ότι μια ομάδα παρατηρητών είχε σταλεί στο Σουφλί, το Διδυμότειχο, την Ορεστιάδα, τους Μεταξάδες και τη Λάδη για να ερευνήσουν την απαγωγή παιδιών από αντάρτες. Οι παρατηρητές εξέτασαν 21 μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και μητέρες των παιδιών που απήχθησαν. Στους Μεταξάδες και στη Λάδη, η επίσκεψη έγινε τρεις ημέρες μετά τις επιθέσεις των ανταρτών. Όπως αναφέρουν οι εφημερίδες, οι μητέρες διηγήθηκαν την ιστορία της απαγωγής των παιδιών τους.
Η Ομάδα Παρατήρησης 6 του ΟΗΕ ανέφερε ότι, μέχρι τις 31 Μαρτίου 1948, τα παιδιά που στάλθηκαν σε χώρες βόρεια της Ελλάδας ήταν παιδιά ανταρτών ή συμπαθούντων των ανταρτών. Η ομάδα ανέφερε επίσης ότι κάποια παιδιά πιθανότατα είχαν συλληφθεί με ενήλικες που είχαν στρατολογηθεί με τη βία. Ωστόσο, η ομάδα δεν μπόρεσε να επιβεβαιώσει τη μαζική απαγωγή ελληνόπουλων από τους αντάρτες για φοίτηση σε ξένες χώρες.[30]
Σε μεταγενέστερη αναφορά, η ομάδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποτυχία των ανταρτών να απαγάγουν δύο κορίτσια ηλικίας δεκατριών και δεκατεσσάρων ετών από ένα σπίτι στο οποίο μπήκαν στους Μεταξάδες φαινόταν να υποστηρίζει την προηγούμενη γνώμη τους. Η ομάδα δήλωσε ότι το σχέδιο μεταφοράς ελληνόπουλων σε ξένες χώρες είχε υλοποιηθεί, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, αλλά ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν εάν αυτά τα παιδιά είχαν απαχθεί με τη βία. Ωστόσο, υπήρξαν στοιχεία αντίθεσης από ορισμένους γονείς στην απομάκρυνση των παιδιών τους. Μερικά παιδιά δραπέτευσαν, κάποιοι γονείς εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους στον Ελληνικό Στρατό, παιδιά σε μερικά χωριά κρύφτηκαν για να αποφύγουν την απέλαση και, σε ένα χωριό της περιοχής του Έβρου, αναφέρθηκε ότι γονείς λιθοβόλησαν αντάρτες που έπαιρναν τα παιδιά τους.[30]
Στις 28 Μαρτίου, τα χωριά Λάδη και Μεταξάδες Διδυμοτείχου δέχθηκαν επίθεση από ομάδα ανταρτών, σύμφωνα με ανακοίνωση του ΓΕΣ. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα την απαγωγή 33 κατοίκων και το κάψιμο ορισμένων σπιτιών στις παρυφές των χωριών. Οι αντάρτες, που αριθμούσαν περίπου 600, στόχευσαν το 557 Τάγμα Πεζικού, που φύλαγε τη γέφυρα Ερυθροπόταμου (Κυζίλ Ντερέ) στη Λάδη. Το Τάγμα υπέστη δύο απώλειες, ενώ πέντε αντάρτες παραδόθηκαν.
Στις 3 Απριλίου, οι αντάρτες εξαπέλυσαν επίθεση στη Μάκρη Αλεξανδρούπολης αλλά αποκρούστηκαν μετά από μάχη 3 ωρών. Κατά την αντιπαράθεση τραυματίστηκαν δύο χωροφύλακες και ένα μέλος της ΜΑΥ. Το ίδιο βράδυ, οι αντάρτες εξαπέλυσαν νέα επίθεση στα χωριά Μεταξάδες και Λάδη, που αμφότερα αμύνονταν από το 557 Τάγμα Πεζικού. Οι αντάρτες χρησιμοποίησαν πυροβολικό και όλμους για να μπουν στα χωριά και να στρατολογήσουν βίαια 23 άνδρες και 9 νέους. Το Τάγμα είχε δύο θύματα και τρεις οπλίτες. Οι αντάρτες, που τελικά απωθήθηκαν, άφησαν πίσω τους οκτώ νεκρούς.
Στις 7 Μαΐου, ο 1ος Λόχος του 552 Τάγματος μεταφέρθηκε στους Μεταξάδες. Δυστυχώς, στις 14 Μαΐου τέσσερις στρατιώτες και ο λοχαγός Σπυρίδων Βλάικος έχασαν τη ζωή τους από έκρηξη νάρκης.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Ιουλίου, το 559 Τάγμα Πεζικού κατευθυνόταν από Μεταξάδες προς Βρυσικά, όταν πυροβολήθηκε από ισχυρή δύναμη ανταρτών που κατείχε το ύψωμα Ζοδάν Τεπέ. Στη μάχη σκοτώθηκαν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Σταϊκίδης και τρεις στρατιώτες, ενώ άλλοι έξι τραυματίστηκαν. Κατά τη συμπλοκή, ο διοικητής του Τάγματος, αντισυνταγματάρχης Ευστάθιος Θεοδωρόπουλος, αγνοήθηκε και αργότερα δηλώθηκε αγνοούμενος εν ενεργεία. Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι είχε συλληφθεί από τους αντάρτες. Το Τάγμα διατάχθηκε να κατευθυνθεί προς το Διδυμότειχο και μετά από τέσσερις ημέρες ο Θεοδωρόπουλος κατάφερε να διαφύγει και να παρουσιαστεί στο 40ο φυλάκιο στον Πεντάλοφο Τριγώνου.[31][22][23][24]
Σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων, τον Μάιο του 1949 μια δύναμη περίπου 700 ανταρτών διέσχισε και ξαναπέρασε τα σύνορα κατά τη διάρκεια μιας πορείας προς τα ανατολικά από την περιοχή Χαϊντού για να επιτεθεί στους Μεταξάδες και μετά την αποτυχία της επίθεσης, αποσύρθηκε στο βουλγαρικό έδαφος. Οι αντάρτες έχουν συνεχίσει να βαδίζουν μέσω του βουλγαρικού εδάφους όταν κινούνται μεταξύ των περιοχών Έβρου και Μπέλλες και έχουν μιλήσει συχνά με τους Βούλγαρους συνοριοφύλακες. Οι αντάρτικες δυνάμεις έχουν αποσυρθεί αρκετές φορές στη Βουλγαρία υπό την πίεση του Ελληνικού Στρατού, εν γνώσει των τοπικών βουλγαρικών αρχών. Παρατηρητές των Ηνωμένων Εθνών ανέφεραν ότι, στις 15 Ιουνίου 1949, παρακολούθησαν μια ομάδα ανταρτών να αποσύρεται στη Βουλγαρία κοντά σε ένα επανδρωμένο βουλγαρικό μεθοριακό φυλάκιο όταν πιέστηκε από τον Ελληνικό Στρατό.[32]
«Από την κορυφή του λόφου. Αναμνήσεις και στοχασμοί» του Στρατηγού Θεοδώρου Γρηγοροπούλου
Η Μάχη των Μεταξάδων ήταν μία μάχη, μέρος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου που έλαβε χώρα στο χωριό Μεταξάδες Έβρου από τις 15 έως 20 Μαΐου 1949, μεταξύ του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ) και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) στην περιοχή ανάμεσα των δύο λόφων του χωριού. Η μάχη αυτή αποτέλεσε την τελευταία απόπειρα του ΔΣΕ να επιχειρήσει εκτός των οχυρωμένων συγκροτημάτων στο Γράμμο και το Βίτσι. Ήταν η μεγαλύτερη και τελευταία μεγάλη και αιματηρή μάχη στον νομό Έβρου.[33][34][35][36][37]
Μια εβδομάδα πριν περίπου, η γύρω περιοχή είχε καταληφθεί από τους αντάρτες και έτσι οι κάτοικοι των χωριών Παλιουρίου, Πολιάς, Αβδέλλας και Αλεποχωρίου είχαν εγκατασταθεί στους Μεταξάδες. Οι στρατιώτες ήξεραν για την επίθεση των ανταρτών και δεν άφηναν τους αγρότες να πάνε στα χωράφια τους. Η επίθεση άρχισε την Κυριακή 15 Μαΐου. Οι κάτοικοι του χωριού πανικόβλητοι έτρεχαν να κρυφτούν στους γύρω λόφους, όπου υπήρχαν πολλά αμπριά (οχυρά κρησφύγετα μέσα από χώμα). Κάθε αμπρί χωρούσε 15 με 20 άτομα.
Το Ύψωμα των Μεταξάδων, το οποίο φρουρούνταν από τον Υπολοχαγό Λάζο και μια διμοιρία πολιτοφυλάκων ήταν από τα σημαντικότερα στον Έβρο. Λίγος στρατός βρισκόταν και στο Υδραγωγείο ή Ασβεσταριά, όπως λεγόταν τότε, αλλά γρήγορα έπεσε στα χέρια των ανταρτών. Τρία εικοσιτετράωρα οι αντάρτες προσπαθούσαν να καταλάβουν το ύψωμα. Ο στρατός όμως με τη βοήθεια των κατοίκων που είχαν κρυφτεί στα αμπριά, τους απωθούσε. Εξάλλου χρησιμοποιούσε όλμους και πολυβόλα σε αντίθεση με τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους όλμους μικρής ισχύος που όμως δεν ήξεραν να τους χειρίζονται σωστά. Ο ανεφοδιασμός του οχυρού σε πολεμοφόδια και τρόφιμα γινόταν δύσκολα γιατί ο κλοιός ήταν ασφυκτικός. Τα αεροπλάνα που πετούσαν πάνω από το Ύψωμα γι' αυτό το σκοπό, τις περισσότερες φορές τα έριχναν κατά λάθος στα σημεία των ανταρτών. Ήταν πολλοί αυτοί που ήθελαν να εγκαταλείψουν το Ύψωμα αλλά δεν τους το επέτρεπε ο Υπολοχαγός, ο οποίος είχε εντολή να προστατέψει το οχυρό των Μεταξάδων πάση θυσία, μη πέσει στα χέρια των ανταρτών. Έτσι έστειλε μήνυμα για βοήθεια. Η βάση του στρατού ήταν στο Πρωτοκκλήσι απ' όπου και στάλθηκαν δύο Λοχαγοί για να ενισχύσουν το οχυρό. Η πρόσβαση σ' αυτό όμως ήταν πολύ δύσκολη. Νάρκες ήταν τοποθετημένες σ' όλα τα περάσματα. Παρ' όλα αυτά διέσπασαν τον κλοιό και μπήκαν στη μάχη μαζί με μια ταξιαρχία από τη Λάδη κι έτσι κατάφεραν να νικήσουν τους αντάρτες.[38]
Στις 18 του Μάη δόθηκε η τελευταία μάχη όπου οι αντάρτες παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι κατέφυγαν σε κάποιες χαράδρες όπου και σκοτώθηκαν από βομβαρδισμούς αεροπλάνων. Όσοι σώθηκαν έφυγαν από την Ελλάδα ακολουθούμενοι από τις οικογένειές τους, αλλά και από άλλους συγχωριανούς που τους βοηθούσαν για να γλιτώσουν από τα αντίποινα του στρατού. Σιγά-σιγά οι άνθρωποι άρχισαν να κατεβαίνουν στο χωριό για να αντικρίσουν πολλά σπίτια καμένα, οικογένειες ξεκληρισμένες και περιουσίες κατεστραμμένες και από τους αντάρτες κι από το στρατό που κυνηγούσε όποιον τους βοηθούσε. Με τον καιρό βέβαια επουλώθηκαν οι πληγές, ξαναγύρισαν στις εργασίες τους και την προηγούμενη ζωή τους. Το μίσος όμως και η διχόνοια, καρποί του εμφυλίου, συνεχίζονταν μέχρι τα τελευταία. Αυτό που έμεινε σήμερα για να θυμίζει τα μαύρα εκείνα χρόνια είναι τα αμπριά του Υψώματος καθώς επίσης και το γνωστό εμβατήριο:
«Στης Θράκης μας τ' απάτητα βουνά, που η δόξα βασιλεύει στους Μεταξάδες εκεί ψηλά, το θρόνο έχ' η ελευθεριά.»[39][40][41][42]
Τον Αύγουστο 1952 η Βασίλισσα Φρειδερίκη και η Πριγκίπισσα Σοφία αποβιβάστηκαν από το αντιτορπιλικό «Ναυαρίνον» στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, με σκοπό τη περιοδεία σε διάφορες περιοχές του νομού Έβρου. Μια από αυτές οι περιοχές ήταν οι Μεταξάδες, όπου επισκέφθηκαν το «Σπίτι του Παιδιού» του χωριού.[43]
Μετά τη δίνη των πολέμων, οι Μεταξάδες, όπως και τα υπόλοιπα χωριά της Ελλάδας, υπέστησαν σοβαρές ζημιές. Το παραδοσιακό οικονομικό σύστημα της περιοχής, που βασίζονταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία, δεν ήταν πλέον βιώσιμο. Σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των εργοστασίων στις μεγάλες πόλεις, πολλοί κάτοικοι του χωριού μετανάστευσαν στο εξωτερικό ή στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, με σκοπό να βρουν μια θέση εργασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού και την συρρίκνωση της παραγωγής αγαθών.
Η μετανάστευση ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οι μετανάστες κατευθύνθηκαν κυρίως προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ολλανδία, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία. Υπήρξε σημαντική μετανάστευση και προς το εσωτερικό της χώρας, όπως την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η μετανάστευση από τον Έβρο είχε σημαντική επίδραση στην κοινωνική και οικονομική ζωή της περιοχής. Οι κοινότητες που έχασαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους αντιμετωπίζουν σήμερα διάφορες προκλήσεις, όπως η υποβάθμιση των υποδομών και η απώλεια της πολιτιστικής ταυτότητας.[44]
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η πρόσβαση στα χωριά των Μεταξάδων και του Τριγώνου ήταν δύσκολη χωρίς άδεια, ιδιαίτερα από τις δύο πύλες εξόδου του Διδυμοτείχου, όπου υπήρχαν στρατιωτικά φυλάκια. «Για εμάς ήταν δύσκολο να τα καταφέρουμε τότε. Έπρεπε να έχουμε άδεια για να πάμε στα χωράφια μας, παρόλο που ζούσαμε εδώ», ανέφεραν ντόπιοι.[45]
Το 1983-84, ιδρύθηκε το Λυκειακό Παράρτημα Μεταξάδων του 1ου Λυκείου Διδυμοτείχου, με την πρώτη τάξη να αποτελείται από τους απόφοιτους του Γυμνασίου Μεταξάδων. Το 1984-85, δημιουργήθηκε η 2η τάξη λυκείου και το 1985-86, η 3η τάξη λυκείου. Τον Φεβρουάριο του 1986, με το νόμο 1566/85, το σχολείο πήρε τη σημερινή του μορφή, δηλαδή γυμνάσιο με τρεις τάξεις λυκείου.[46]
Από τη δεκαετία του 1980 έως το 2010, το χωριό γνώρισε σημαντική ανάπτυξη στον τομέα της νυχτερινής διασκέδασης. Δημιουργήθηκαν πολυάριθμα νυχτερινά κλαμπ και ντίσκο, όπως το DNA Club και το Casa Next, καθώς και ίντερνετ καφέ και άλλες επιχειρήσεις διασκέδασης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το χωριό να γίνει ένα δημοφιλές σημείο συνάντησης για τους νέους της περιοχής του βόρειου Έβρου.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2010 είχε αρνητικό αντίκτυπο στον τομέα της νυχτερινής διασκέδασης. Η μετανάστευση των νέων σε μεγάλες πόλεις ή στο εξωτερικό οδήγησε στη συρρίκνωση του πληθυσμού της νεολαίας στο χωριό, με αποτέλεσμα το κλείσιμο των περισσότερων επιχειρήσεων διασκέδασης.
Οι δραστηριότητες στην περιοχή περιλαμβάνουν εργασίες του πρωτογενή τομέα, με κύριες ασχολίες στη γεωργία και κτηνοτροφία, ενώ οι δασικές εργασίες είναι περιορισμένες. Τα οικοσυστήματα στη γύρω περιοχή είναι υποβαθμισμένα από εντατική χρήση των πόρων. Με την εφαρμογή δασικών διαχειριστικών σχεδίων για τις δασικές εκτάσεις αναμένεται μία σταδιακή ανόρθωση των δασών.[47] Η κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι στη γεωργία, ενώ ένας μικρός αριθμός ασχολείται με την εκμετάλλευση των δασών και πολύ λίγοι πια με την κτηνοτροφία.[48] Στην περιοχή καλλιεργείται μία μεγάλη ποικιλία ειδών. Στα αρδευόμενα κυριαρχεί το καλαμπόκι και το βαμβάκι, ενώ στα ξηρικά το στάρι, κριθάρι και ηλίανθος.[49]
Στο παρελθόν η κτηνοτροφία ήταν η βασικότερη ασχολία των κατοίκων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την υπερβόσκηση των παρακείμενων δασικών εκτάσεων και τη διατήρηση θαμνώδους μορφής δασικών δέντρων. Σήμερα η κτηνοτροφία έχει σχεδόν εκλείψει.[50]
Ο Ι.Ν Αγίου Αθανασίου είναι κοιμητηριακός και βρίσκεται στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού και εντυπωσιάζει με την ταπεινή αρχιτεκτονική μορφή των σκοτεινών χρόνων της τουρκοκρατίας. Αποτελεί σημαντικό θρησκευτικό μνημείο για τους κατοίκους της περιοχής, ανοίγει την πύλη του δύο φορές το χρόνο στην εορτή του Αγίου Αθανασίου, είναι βασιλικού ρυθμού και είναι κατασκευασμένος από πέτρες της περιοχής, με την αρχιτεκτονική των τεχνικών των Μεταξάδων. Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική τάση απαντά και σε άλλες εκκλησίες στην περιοχή της Θράκης, όπου στην πλειοψηφία τους είναι σκαμμένες μέσα στη γη, εξέχοντας μόνο όσο και οι μονόρωφες οικείες της ίδιας περιόδου, που φωτίζονται από φεγγίτες.
Συγκεκριμένα, η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου των Μεταξάδων είναι ημιυπόγεια, εσωστρεφής και κανένα εξωτερικό γνώρισμα δεν φανερώνει την χρήση της ως χώρου θρησκευτικής λατρείας. Πρόκειται για οίκημα ορθογώνιο, στο οποίο ο επισκέπτης εισέρχεται από μια κλίμακα με βάθος 1,40μ. Ο Λαογράφος Γεώργιος Μέγας αναλύει τους λόγους που δικαιολογούν τις αρχιτεκτονικές επιλογές στα κτήρια αυτής της περιόδου, λέγοντας ότι η μορφή των εκκλησιών είναι αποτέλεσμα του φόβου των κατοίκων να μην προκαλέσουν το μένος των κατακτητών, καθώς συχνά έπεφταν θύματα των γενίτσαρων και των ντελιμπάσηδων που λυμαίνονταν την περιοχή της Θράκης με εφαλτήριο την Κωνσταντινούπολη. Περιγράφει, με γλαφυρό ύφος, το γεγονός ότι η Θράκη αποτελεί το προαύλιο της Πρωτεύουσας, στο οποίο εφορμούσαν οι παραπάνω προκαλώντας ζημίες και σκορπώντας τον τρόμο.
2) Τόσον κατὰ τοὺς κλασσικοὺς ὅσον καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς τα ρακμῆς οὐδέποτε οἱ βυζαντινοὶ ἡμῶν πατέρες ἔκτιζον τοιούτους τὸ ἔξωτερι τὸν σχῆμα ναούς. Μόνον ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας οἱ Ναοὶ ἐκτί- ζοντο προσομοιάζοντες οἰκίαις καὶ ὑπόγειοι͵ ἵνα οὕτως λανθάνωσι τὴν προ- σοχὴν τῶν κατακτητῶν.
3) Δοθέντος ὅτι τὸ Διδυμότειχον καὶ ἡ πέριξ περιοχὴ κατελήφθη ὑπὸ Για τῶν Τούρκων ἤδη τὸ 1361, δυνάμεθα εὐχερῶς νὰ συμπεράνωμεν ὅτι ὁ Ναὸς ἐκτίσθη ὀλίγα μετὰ ταῦτα ἔτη ὑπὸ τὸ κράτος φόβου. Εἰς τοῦτο οφείλεται τὸ ἀκαλαίσθητον καὶ πενιχρὸν αὐτοῦ.
Τούτων οὕτω τεθέντων ἀπομένει πρὸς λύσιν τὸ πρόβλημα τοῦ ἱστο. ρήσαντος ζωγράφου. Παρ᾿ ὅλας τὰς ἐρεύνας μας, οὐδαμοῦ ἠδυνήθημεν ἀνεύρωμεν μαρτυρίας περὶ αὐτοῦ. Ἐκ τοῦ ὅλου ὅμως ἔργου του διαπιστοῦ· μεν ὅτι πρόκειται περὶ καλλιτέχνου μεγάλης ἀξίας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἄριστα τὴν οἰκονομίαν τοῦ χώρου, τὰ προβλήματα τοῦ φωτισμοῦ καὶ τὴν χρῆσιν καὶ δύναμιν τοῦ χρώματος. ᾿Αλλ᾽ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἰδιαζόντως γνωρίζει εἶναι ἡ καθαρὰ βυζαντινὴ ἁγιογραφία.
Δὲν ἀποκλείεται νὰ πρόκειται περὶ καλλι- τέχνου, ὅστις, φεύγων ἐκ Κων)πόλεως ὀλίγον πρὸ ἢ μετὰ τὴν ἅλωσιν, ἐγκα. τεστάθη προσωρινῶς ἢ διὰ βίου εἰς τὸ χωρίον ὡς ἄγνωστος μεταξὺ ἀγιώστων καὶ ἱστόρησε τὸν Ναόν. Δὲν ἀποκλείεται ἐπίσης νὰ ἦτο καὶ ἱερωμένος τὴν σήμερον χρησιμοποιουμένην ὑπὸ τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου
Εἰς τὴν σήμερον χρησιμοποιουμένην ὑπὸ τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου Εκκλησίαν υπάρχει εἰκὼν τῶν Τεσσαράκοντα Μαρτύρων φορητὴ μικρῶν δια- στάσεων, ἡ ὁποία εἶναι καθαρῶς βυζαντινῆς τέχνης. Ὅλαι αἱ εἰκόνες αὗται προέρχονται ασφαλῶς ἐκ τοῦ παλαιοῦ Ναοῦ τοῦ ῾Αγίου Αθανασίου.https://www.he.duth.gr/erg_laog/arxeio/arxeio_thrakikou_laografikou_glossikou_thisavrou_t16.pdf
Είναι ένας εκ των τεσσάρων συνολικά Μεταβυζαντινών Ι.Ν. που υπάρχουν σήμερα στο βόρειο τμήμα του Έβρου, στα χωριά, Παλιούρι, Αλεποχώρι του δήμου Διδυμοτείχου και Παταγή του δήμου Ορεστιάδας. Σημαντικό μέρος των αγιογραφιών του έχει καταστραφεί από τη φθορά του χρόνου και από ανθρώπινες παρεμβάσεις, σύμφωνα με τον εφημέριο του Ι.Ν. Προφήτη Ηλία των Μεταξάδων, π. Ιάκωβο Αρναουτίδη, ενώ τοιχία του ναού άρχισαν να υποχωρούν και από την οροφή, όπου εισέρχονται νερά.
«Η εκκλησία είναι σχεδόν άγνωστη στην επιστημονική βιβλιογραφία, το νεκροταφείο, όμως, που εκτείνεται στα βόρεια και ανατολικά της, θεωρείται το παλαιότερο και καλύτερα διατηρημένο στον Έβρο, με την παλαιότερη επιγραφή να φέρει τη χρονολογία 1691».
«Είναι ένα πολύ σημαντικό μνημείο για την περιοχή, πρέπει να συντηρηθεί και να μείνει» είπε ο π. Ιάκωβος Αρναουτίδης. Όπως αναφέρουν σε σχετική καταγραφή τους μετά από ερευνητική εργασία το 2000 οι δύο αρχαιολόγοι, Αθανάσιος Μπρίκας και Κωνσταντίνος Τσουρής, οι οποίοι δίνουν αναλυτικές και σημαντικές λεπτομέρειες και για τις τέσσερις Μεταβυζαντινές Εκκλησίες της περιοχής, «σε ολόκληρη τη δυτική Θράκη σώθηκαν ελάχιστες μεταβυζαντινές εκκλησίες που μπορούν να χρονολογηθούν πριν από το 1800».
Συγκεκριμένα για τον Ι.Ν. του Αγίου Αθανασίου σημειώνουν ότι «αν και το έτος ιδρύσεως του έχει χαθεί, διατηρείται το όνομα του μητροπολίτου Διδυμοτείχου Ιερεμίου, ο οποίος μαρτυρείται στα έτη 1692-1697. Ό,τι σώζεται σήμερα από την αγιογράφηση της εκκλησίας μπορεί πράγματι να χρονολογηθεί σε μία περίοδο γύρω από το 1700».
Σύμφωνα με άλλες πηγές, οι τοιχογραφίες του ναού δημιουργήθηκαν πιθανώς από κάποιον πρόσφυγα από την Κωνσταντινούπολη, πριν ή μετά την Άλωση, και πως ο ναός μπορεί να είναι πολύ παλαιότερος, από το 11ο αιώνα.
Μαζί με την μεταβυζαντινή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στους Μεταξάδες, υπάρχουν ο Άγιος Αθανάσιος στο Αλεποχώρι (1729) και ο Άγιος Παντελεήμονας στο Παλιούρι (~18ος αιώνας), όλοι από την ίδια εποχή. μικρογραφία|Παναγία η Μεταξαδιώτισσα, 15ος-16ος αιώνας
Η Παναγία η Μεταξαδιώτισσα είναι εικόνα της Παναγίας που σύμφωνα με μαρτυρίες από τους ντόπιους βρέθηκε στον μεταβυζαντινό ναό Αγίου Αθανασίου στους Μεταξάδες Έβρου και χρονολογείται το 15ο με 16ο αιώνα. Η εικόνα έχει υποστεί φθορές από το πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα να έχουν αλλοιωθεί τα πρόσωπα της Παναγίας και του Ιησού. Η Παναγία κρατά στα αριστερό της χέρι το Χριστό, ενώ το δεξί χέρι το φέρνει μπροστά στο θώρακα, φορά κόκκινο μαφόριο. Ο Χριστός ένθρονος όπως αναπαρίσταται συνήθως, έχει το δεξί του χέρι να ευλογεί ενώ το αριστερό δεν φαίνεται καθαρά, φορά κόκκινο ιμάτιο και γαλάζιο χιτώνα.[51][52]
Η εικόνα αποτελεί στοιχείο που επαληθεύει τις χρονολογίες του Ναού Αγίου Αθανασίου, οι οποίες συνηγορούν στην μακραίωνη ιστορία της εκκλησίας που συνδέει τους Μεταξάδες με την ιστορία του Βυζαντίου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο θρησκευτικής πίστης και λατρείας κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας με την παρουσία της να φτάνει έως τις μέρες μας.[53] Σήμερα η εικόνα στεγάζεται στον Ιερό Ναό Προφήτη Ηλία, που αποτελεί την μεγαλύτερη εκκλησία του χωριού.
Ο Ιερός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι χτισμένος το 1971 και βρίσκεται νότια του χωριού μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος. Λίγο πιο κάτω υπάρχει ένας κοινόχρηστος χώρος από παγκάκια και τραπεζάκια που καθιστούν την περιοχή ένα από τα καλύτερα μέρη για barbeque. Τα πολυάριθμα δρομάκια που υπάρχουν στο περίγυρο του εξωκλησιού δίνουν την δυνατότητα στον επισκέπτη να περάσει λίγο δημιουργικό χρόνο εξερευνώντας τον φυσικό πλούτο της περιοχής.
Το Ηρώον πεσόντων είναι ένα σημαντικό και ιστορικό σημείο του χωριού. Κατά τη διάρκεια της Μάχης των Μεταξάδων, ο λόφος στο οποίο βρίσκεται το Ηρώον ήταν ένας από τους δύο λόφους που γινόταν η Μάχη. Στον συγκεκριμένο λόφο βρισκόταν η πλευρά του Ελληνικού Στρατού. Στο σημείο θα βρείτε πολλαπλά υπολείμματα της Μάχης.
Το Δημοτικό Πάρκο του χωριού, που βρίσκεται κάτω από τον ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, είναι ένα δημοφιλές σημείο αναψυχής για τους ντόπιους και τους επισκέπτες. Το πάρκο είναι πλούσιο σε βιοποικιλότητα και διαθέτει άφθονη χλωρίδα και πανίδα. Οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν έναν ήρεμο περίπατο ή μια καθηλωτική εξερεύνηση του πάρκου. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, υπάρχει σημαντική παρουσία φιδιών στο πάρκο. Τα φίδια είναι ένα φυσικό μέρος της χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής, αλλά μπορεί να είναι επικίνδυνα για τον άνθρωπο.
Κοντά στην περιοχή του λατομείου του χωριού, βρίσκεται ένα μικροφράγμα το οποίο επισκέπτεται για χαλάρωση αλλά και για ψάρεμα.
Παρ’ όλο τον φυσικό και πολιτιστικό πλούτο που διαθέτει και επιδεικνύει ο οικισμός των Μεταξάδων δεν παρατηρείται οργανωμένο τουριστικό ρεύμα στην περιοχή. Ούτε έχει αξιοποιηθεί η επισκεψιμότητα που διαμορφώνεται προς τους τουριστικούς πόλους έλξης του νομού, όπως είναι το Δάσος της Δαδιάς και το Δέλτα του Έβρου. Αντίθετα, παρατηρείται μια παντελής, έλλειψη σοβαρών πρωτοβουλιών προστασίας και ανάδειξης των μνημείων και το φυσικού περιβάλλοντος του οικισμού.
Λίγο μετά την είσοδο στο χωριό, υπάρχει το γήπεδο των Μεταξάδων. Πλέον αποτελεί περιοχή αναψυχής που προσφέρει μια σειρά από υπαίθριες δραστηριότητες και κοινοτικές συγκεντρώσεις. Το γήπεδο είναι ευρύχωρο και διαθέτει άφθονο χώρο για βόλτες, αθλήματα και πικνίκ. Μερικές φορές, το γήπεδο φιλοξενεί αγώνες ποδοσφαίρου μεταξύ τοπικών ομάδων. Αυτά τα παιχνίδια είναι μια δημοφιλής μορφή διασκέδασης για τους ντόπιους και τους επισκέπτες.
Στο χωριό λειτουργούν 2 πιτσαρίες, 2 ταβέρνες και πολλά καφενεία και καφετέριες. Η πιο γνωστή καφετέρια του χωριού είναι το συγκρότημα Ρέμβη, που βρίσκεται κοντά στο Ύψωμα του χωριού, όπου βρίσκεται το Ηρώον, ενώ υπάρχει και το Παραδοσιακό Καφενείο «Καραγγελάκης-Αγγελάκης» που έχει μείνει αναλλοίωτο στο χρόνο, με αποτέλεσμα να προσδίδει ένα παραδοσιακό κλίμα. Τα απογεύματα γίνεται και ταβέρνα.
Επιπλέον, παραδοσιακό φαγητό θα βρείτε κατά τη διάρκεια πανηγυριών και γιορτών, όπως αυτά του Προφήτη Ηλία, του Γιάγιανου κλπ.
Στο χωριό λειτουργούν διάφορα καταστήματα, όπως 3 μίνι μάρκετ, φαρμακείο, πρακτορείο ΟΠΑΠ, κομμωτήριο, κρεοπωλείο, γραφείο τελετών κλπ.
Στην πλατεία του χωριού, στο κτήριο της Κοινότητας Μεταξάδων, λειτουργούν Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), ATM της Τράπεζας Πειραιώς και η Παιδική και Νεανική Βιβλιοθήκη.
Οι Μεταξάδες έχουν χαρακτηριστεί ως παραδοσιακός οικισμός με ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.[54]
Από το 1997, το παλιό κτίριο του «Κουκουλόσπιτου» μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο «διότι διατηρεί χαρακτηριστικά, τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία κατοικίας αλλά και επαγγελματοβιομηχανικών κτιρίων της περιοχής (κουκουλόσπιτα) και είναι σημαντικό για τη μελέτη της αρχιτεκτονικής».[55]
Από το 2018, με πρωτοβουλία των γυναικών του συλλόγου του χωριού, λειτουργεί το Λαογραφικό Μουσείο των Μεταξάδων, με σκοπό την μετάδοση των παραδόσεων μέσα από τις ασχολίες των κατοίκων του παρελθόντος. Με την πληθώρα αντικειμένων και εικόνων, το μουσείο θυμίζει σε κάθε επισκέπτη το ξακουστό παρελθόν του τόπου, καθώς επίσης και την πλούσια πολιτισμική κληρονομιά του.
Σήμα κατατεθέν του μουσείου αποτελεί ο αργαλειός της εποχής. Με τον αργαλειό οι ντόπιοι ύφαιναν τα φορέματα, τα πουκάμισα, τα πανιά και διάφορα άλλα υφάσματα. Λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών ήταν σχεδόν αδύνατον για τους Μεταξαδιώτες να αγοράσουν ρούχα του εμπορίου, επομένως χρησιμοποιούσαν τον αργαλειό.
«Ο χώρος αποτελείται ουσιαστικά από το βιο των κατοίκων. Όλες οι ενθυμίσεις, οι αναμνήσεις και οι εικόνες που οι μεγαλύτεροι πρώτα απ' όλα έζησαν, αλλά και εμείς ως επισκέπτες, τις βλέπουμε και μας θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν του χωριού» αναφέρει ο κ. Μηλωνάς στην επίσκεψή του με την εκπομπή «Από τόπο σε τόπο».
Από τον Μάιο του 2018, το Γυμνάσιο με Λυκειακές Τάξεις Μεταξάδων διαθέτει ένα Μουσείο Τεχνολογίας με μια συλλογή από αντίκες και αντικείμενα που παρουσιάζουν την ιστορία της τεχνολογίας και τον αντίκτυπό της στην κοινωνία. Οι επισκέπτες μπορούν να δουν μια σειρά από αντικείμενα, από αρχαία εργαλεία έως σύγχρονες ηλεκτρονικές συσκευές, όπως προβολείς, επιδιασκόπια, γραφομηχανές, κασσετόφωνα και τηλεοράσεις, οι οποίες χρησίμευαν στη διδασκαλία των μαθημάτων τις περασμένες δεκαετίες. Το μουσείο προσφέρει μια πολύτιμη πηγή για τους μαθητές που μελετούν την ιστορία της τεχνολογίας και είναι ανοιχτό στους επισκέπτες, παρέχοντας την ευκαιρία να εξερευνήσουν και να εκτιμήσουν τη συναρπαστική ιστορία της τεχνολογίας.[56]
Σύμφωνα με την πληθυσμιακή απογραφή του 2021, η δημοτική ενότητα Μεταξάδων έχει συνολικά 3.763 κατοίκους.[57]
Σημαντικοί λόγοι που παρατηρείται μείωση του πληθυσμού του οικισμού είναι η μεγάλη απόσταση από το βασικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο και τα διοικητικά κέντρα, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κάτοικοι κατά την διάρκεια του χειμώνα, επιπρόσθετα με την καθίζηση της δευτερογενούς παραγωγής και των προβλημάτων στην ανασυγκρότηση της πρωτογενούς. Όλα αυτά οδηγούν σε επακόλουθη μείωση των θέσεων εργασίας και ανυπέρβλητες δυσκολίες στη διαβίωση, που οδηγεί τους ακρίτες κατοίκους του νομού Έβρου, στην αστυφιλία και στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Φυσικά όλα αυτά συμβαίνουν ερήμην της ελληνικής πολιτείας, καθώς λείπουν οι οργανωμένες προσπάθειες να δημιουργηθούν ερείσματα που θα συγκρατήσουν τους κατοίκους στα χωριά της υπαίθρου.[58]
Έτος | Άνδρες | Γυναίκες | Σύνολο [59] |
---|---|---|---|
1920 | 589 | 704 | 1.293 |
1928 | 744 | 741 | 1.485 |
1940 | 849 | 881 | 1.730 |
1951 | - | - | 1.541 |
1961 | - | - | 1.691 |
1971 | - | - | 1.177 |
1981 | - | - | 1.244 |
1991 | - | - | 1.026 |
2001 | - | - | 874 |
2011 | - | - | 719 |
Η περιοχή των Μεταξάδων είναι πλούσια σε ήθη και έθιμα, τόσο θρησκευτικά όσο και εποχικά, τα οποία κρατούν αναμμένη τη φλόγα της παράδοσης διαχρονικά. Τα έθιμα και κατ' επέκταση οι παραδόσεις, έχουν συλλογικό χαρακτήρα, αφού συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, και όχι μόνο. Τα έθιμα στους Μεταξάδες, μέσα από την αναβίωσή τους, αποτελούν αφορμή για τους κατοίκους της περιοχής να συνυπάρξουν στα πλαίσια εορταστικών εκδηλώσεων. Συνοδευόμενα από φαγητό και ποτό από τον Πολιτιστικό Σύλλογο των Μεταξάδων, τα ήθη και έθιμα αποκτούν πανηγυρικό χαρακτήρα.
Για τους χτίστες: «Αφέντη χρυσομάστορα κι ολάργυρη η τέχνη σ' το σκιπαράκι σ' άδραξε και στο βουνό ακούσ'κει...»
Για τους καταστηματάρχες: «Ένας ' μορφος πραματευτής κι μορφομπιζιργιάννης στην Προύσα κι αν πραμάτεψε στη Βενετιά να πάει...»
Για το νεογέννητο μωρό: «Ένα μικρό μικρούτσικο Σαββατογεννημένο Σαββάτο και αν γεννήθηκε την Κυριακή βαφτίσ'κει...»
Για τα αγόρια: «Μάνα ν' οπού ' χει τον υγιό τον πουλιοκανακάρη τον έλουζε, τον χτένιζε και στο σχολειό τον στέλνει...»
Για τους νέους: «Και κείνος πού 'ναι νιούτσικος να πάει ν' αρραβωνιάσει...»
Για τα κορίτσια: «Φραγκίτσα με τα κόκκινα και με τα μαύρα μάτια Φραγκίτσα, δος μας το φιλί, δος μας και την αγάπη...»
Για τους μαθητές: «Γραμματικέ μ' και λειτουργέ μ' και ψάλτη μ' κι αναγνώστη μ' χαρτί βαστάει στα χέρια του χαρτί και καλαμάρι...»Την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, οι Μεταξάδες προετοιμάζονται από την προπαραμονή της μεγάλης γιορτής. Οι νοικοκυρές θυμιατίζουν το σπίτι καλωσορίζοντας τους καλικάντζαρους και το βράδυ οι άντρες γυρνάνε στα «κόλιαντα». Δεν τραγουδάνε βέβαια, παρά αθόρυβα παίρνουν από τις αυλές των σπιτιών κάρα, αυλόπορτες και ότι άλλο αντικείμενο μικρό ή μεγάλο ξεχάσουν οι νοικοκυραίοι έξω. Τα συγκεντρώνουν στην πλατεία του χωριού και από εκεί τα παίρνουν οι ιδιοκτήτες την επόμενη μέρα αφού πρώτα αφήσουν το αντίτιμο.
Την παραμονή το πρωί αρχίζει η σφαγή των γουρουνιών ενώ τα παιδάκια γυρνάνε στα κάλαντα. Το βράδυ στο τραπέζι υπάρχουν εννιά φαγητά, νηστίσιμα. Μαζεύεται όλη η οικογένεια να δειπνήσει περιμένοντας τους Χριστοϊαννάδες. Αυτοί είναι παλικάρια του χωριού που λένε τα Χριστόϊαννα (κάλαντα) το βράδυ της παραμονής. Ξεκινώντας από το Εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου γυρνάνε σε όλο το χωριό, τραγουδώντας κατά ομάδες τα κάλαντα, διαφορετικά σε κάθε σπίτι, ανάλογα με την ηλικία, την Οικογένειακή κατάσταση, την εργασία.
Και ακόμα τραγουδούσαν για τους πεταλωτές, τους σιδεράδες, τους ράφτες, τους στρατιωτικούς, τους μπογιατζήδες, τους βοσκούς, τους αρραβωνιασμένους, τους παντρεμένους, τους άτεκνους. Σ' όλα τα σπίτια όμως άρχιζαν με το:
«Χριστόϊαννα, Χριστόϊαννα, τώρα Χριστός γεννιέται γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα το μέλι το τρώνε οι άρχοντες και τα φλουριά στους άγιους κι το μελισσοβότανα φορούν τα παλικάρια»
Τέλειωναν κατά τα μεσάνυχτα τραγουδώντας:
«Κι απέδου διάβαινε ο Χριστός με δώδεκα Αποστόλους κι πάλι πίσω γύρισε με τους εννιά αρχαγγέλλους κι όπου ακούμπησε ο Χριστός χρυσό δεντρίτσι βγήκε χρυσά ήταν τα κλωνάρια του κι ολάργυρα τα φύλλα κι απάνω στις κορφούδες του περίστερα φωλιάζαν.»
Πρωτοχρονιά το βράδυ, πριν την αλλαγή του έτους, οι γυναίκες του χωριού άνοιγαν φύλλα για την παραδοσιακή βασιλόπιτα ενώ τα παιδιά από νωρίς το πρωί έβγαιναν στους δρόμους για τα σούρβαλα (πρωτοχρονιάτικα κάλαντα) και φώναζαν: Σούρβαλα, μπάμπου, τσιτσί, που σημαίνει: κρέας, γιαγιά, στη σουρβαλιά. Η σουρβαλιά ήταν μια γερή βέργα από κρανιά στην οποία περνούσαν ό,τι τους έδιναν: λουκάνικα, κουλουράκια και κυρίως παστό κρέας. Μετά την εκκλησία μαζεύονταν όλοι γύρω από το σοφρά (ξύλινο χαμηλό στρογγυλό τραπέζι) για το κόψιμο της βασιλόπιτας. Θυμιάτιζαν και ο κύριος του σπιτιού, αφού σταύρωνε την πίτα, έκοβε κομμάτια, πρώτα για τον Αϊ-Βασίλη, μετά για το Χριστό, για το σπίτι, για τα ζωντανά, για τα χωράφια και για κάθε μέλος της οικογένειας με τη σειρά, από τα μεγαλύτερα προς τα μικρότερα.
Την παραμονή έβαζαν να βράσει η «μπάμπω» (χοντρό λουκάνικο από έντερο γεμισμένο με χοιρινό κρέας ψιλοκομμένο). Ανήμερα πήγαιναν στη βρύση για το άγιασμα των νερών. Έπαιρναν αγιασμό να ρίξουν στα χωράφια, στα ζώα, να κρατήσουν και για γιατρικό στο εικονοστάσι. Τα παιδιά γύριζαν τραγουδώντας τα «φώτα». Μετά την απόλυση της εκκλησίας γίνονταν -και γίνεται- έξω στην πλατεία της πλειστηριασμός των εικόνων. Αγοράζονται από τους πλειοδότες συμβολικά και τα έσοδα πηγαίνουν στην εκκλησία για τις ανάγκες της και για τις άπορες οικογένειες.
Ο Μπέης είναι παραδοσιακό έθιμο της Αποκριάς, που έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία. Την Τσικνοπέμπτη έσφαζαν κοτόπουλα για να μην τσικνώσει όλο το χρόνο το φαγητό. Την τελευταία Κυριακή, της Τυρινής, πήγαιναν στα πατρικά τους σπίτια όπου έτρωγαν, έπιναν και εύχονταν «σ'χωρεμένα κι βλοημένα», αλληλοσυγχωρούνταν δηλαδή για τυχόν μικροκαβγάδες και διενέξεις που είχαν όλο τον προηγούμενο χρόνο. Η πεθερά κερνούσε τη νύφη χαλβά.
Το μεγαλύτερο γλέντι γίνεται την Καθαρή Δευτέρα. Κάποιος εκλέγεται μπέης και μαυρίζεται με κάρβουνο. Μαζί με την ακολουθία του, πάνω σε ένα δίτροχο αμάξι γεμάτο σκόρδα και κρεμμύδια κρεμασμένα, γυρνούν στα σπίτια και μαζεύουν σιτάρι και όσπρια, που στο τέλος τα πουλούν και τα χρήματα τα διαθέτουν για την εκκλησία και για τους φτωχούς.
Ένας άλλος ντύνεται αράπης. Φτιάχνουν και ένα ομοίωμα ανθρώπου από άχυρο πάνω σε τροχούς, το «σταμπουλούδι». Ο αχυρένιος άνθρωπος έχει πάνω του ένα γράμμα για τον αράπη, που γράφει ότι ήρθε από το εξωτερικό και θέλει να παλέψουν. Αρχίζει λοιπόν η πάλη και νικητής είναι το σταμπουλούδι. Ο αράπης κρατάει ένα μακρύ ξύλο, που καταλήγει στο «τοπούζι», πλατύ και βαθύ πιάτο, μέσα στο οποίο οι θεατές ρίχνουν χρήματα. Με ένα ζευγάρι ξύλινα κυάλια «παρακολουθεί» ποιος δεν ρίχνει χρήματα στο τοπούζι. Ακολουθεί χορός και πρώτη χορεύει η «γυναίκα» του κρατώντας ένα μπακίρι γεμάτο νερό, μέσα στο οποίο ο κόσμος ρίχνει τον οβολό του. Στο τέλος ο αράπης δίνει ευχές για τα σπαρτά. Σκορπά στον αέρα σπόρους και εύχεται, όσο ψηλά πηγαίνουν, τόσο μεγάλη είναι η σοδειά. Όσα χρήματα συγκεντρώνονται μοιράζονται στους άπορους του χωριού.
μα η Μάιδω δεν τον θέλει, δεν τον αγαπάει
και κίνησε κι ο Γιάννης όλο κλαίγοντας κι όλο παίζοντας
στην αδερφή του πάει και στην Κάλλιω του.
-Ωχ!, τι να κάμω Κάλλιω, Κάλλιω μ’, αδερφή μ’
που δε με θέλει η Μάιδω, δε με αγαπάει.
-Σώπα, σώπα συ Γιάννη, εγώ θα κολαστώ
θα κάνω εγώ τη Μάιδω να ' ρθει μοναχή.
Βάζει γυναίκας ρούχα και κόρης πρόσωπο
παίρνει και τη ρόκα και διαλάλησε και ψιλόγνεσε.
-Άιντε, μωρέ κορίτσια, να πάμε για λουλούδια, για τριαντάφυλλα.
Άιντε μωρή Μάιδω, για δεν έρχεσαι;
-Φοβούμαι απ' το Γιάννη και δεν έρχομαι
-Ο Γιάννης κάπου πάει και δεν είναι ‘δώ.
Εκίνησε κι η Μάιδω όλο παίζοντας κι όλο ρίχνοντας.
Στη στράτα που πηγαίναν Γιάννης την κοιτάει, την καλοκοιτάει.
-Μάιδω, αν ήταν ‘δώ Γιάννης, τι θα έκανες;
-Εγώ , αν ήταν Γιάννης, ή θε να σφαχτώ ή θε να πνιχτώ.
-Μάιδω, εγώ ειμ' ο Γιάννης, γιατί δε σφάζεσαι, γιατί δεν πνίγεσαι;
-Ανάθεμα την Κάλλιω που με πρόδωσε
και έκαμε το Γιάννη και με ντρόπιασε.»Οι εκδηλώσεις άρχιζαν από το Σάββατο του Λαζάρου. Οι Λαζαρίνες, κορίτσια ντυμένα με την καλή τους φορεσιά, γύριζαν από το πρωί στα σπίτια και τραγουδούσαν. Οι νοικοκυρές τους έβαζαν αυγά μέσα στα καλαθάκια που κρατούσαν. Όταν έμπαιναν στην αυλή κάποιου σπιτιού τραγουδούσαν: «Σ' αυτά τα σπίτια τα ψηλά , με μάλαμα στρωμένα, με μάλαμα και με φλουριά και με μαργαριτάρι...» και συνέχιζαν το τραγούδι ανάλογα με την οικογένεια, λέγοντας τα ίδια τραγούδια με τα Χριστούγεννα, αλλάζοντας τη μουσική. Στη διαδρομή από το ένα σπίτι στο άλλο τραγουδούσαν: «‘Π’ άρχοντα σπίτι βγαίνουμεν σ’ αρχοντικό θα πάμε, λάλ', αηδονάκι μ’, λάλα.»
Την Κυριακή των Βαΐων, μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, όπου τραγουδούσαν και χόρευαν.
Τη Μεγάλη Πέφτη (Πέμπτη), έβαφαν τα’ αυγά με ριζάρι (κόκκινη ρίζα) και κρεμμυδότσουφλα. Όταν τελείωναν τα μέλη της οικογένειας με τη σειρά έπαιρναν ένα αυγό, το γύριζαν τρεις φορές στο πρόσωπό τους και λέγανε:
«Καλώς ήρθες Πασχαλίτσα μ', καλώς ήρθες σ' εμάς η υγεία, στους γύφτους η αρρώστια.»
Τη Μεγάλη Παρασκευή έφτιαχναν τις πασχαλιάτικες κουλούρες με το κόκκινο αυγό στη μέση και τσουρέκια. Την Κυριακή του Πάσχα μετά την Εκκλησία πήγαιναν στη νονά την Πασχαλιάτικη κουλούρα κι αυγά κι έτρωγαν όλοι μαζί το αρνί. Το απόγευμα γίνονταν χορός στην πλατεία του χωριού. Οι γυναίκες τραγουδούσαν και χόρευαν ταυτόχρονα. Ο χορός άνοιγε με το «Γενίτσαρο».
«Ένας κοντός γενίτσαρος, πολύ κοντός δεν ήταν
βαριά δοσιά του έδιναν πού ‘χει όμορφη γυναίκα
τον ζήλευαν οι χωριανοί, τον ζήλευαν γειτόνοι
τον ζήλευε κι ο βασιλιάς πού 'χει όμορφη γυναίκα...»
Την ίδια μέρα τα κορίτσια και τα παλικάρια πήγαιναν στην εξοχή και έφτιαχναν κούνιες τη μια απέναντι στην άλλη ώστε όταν κουνιόταν να συναντιούνται στον αέρα και τα πόδια τους ν' αγγίζονται. Ταυτόχρονα τραγουδούσαν:
«Η μάνα του Γιάννη στην Εκκλησία να πάει
κι η αδερφή στολίζονταν Σάββατο όλη μέρα
μπροστά πηγαίνει η μάνα του, στη μέση η αδερφή του
κατόπιν πάει ο νηστικός σα μήλο μαραμένο
σα μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σαν πράσινος βασίλ’ κος...»
Την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής γινόταν το μικρό πανηγύρι. Πρόκειται για ένα μικρό Εκκλησάκι στο λόφο Κουρί, λίγο χαμηλότερα απ’ τον Προφήτη Ηλία. Ανέβαιναν όλοι στο λόφο, οι γυναίκες τραγουδούσαν και χόρευαν και έτρωγαν εκεί πάνω ψήνοντας τα αρνιά τους σε σούβλες.
Γιορτάζεται δύο συνεχόμενες βραδιές, 23 και 24 Ιουνίου. Το έθιμο του «Γιάγιανου» είναι πολύ παλιό και η σημασία του μεγάλη για όλους και ιδιαίτερα για τους αγρότες που τους θύμιζε ότι έφτασε το καλοκαίρι στα μισά του κι από δω και πέρα δεν επιτρέπονται τα σπαρτά.
Από το βράδυ της 22ας Ιουνίου ετοίμαζαν τα καλά τους. Με το χάραμα, πήγαιναν στα χωράφια τους απ’ όπου έφευγαν μόνο το απόγευμα. Αφού έκαναν μπάνιο και καθαρίζονταν, ντύνονταν και ειδικά οι γυναίκες δεν φορούσαν άσπρα πουκάμισα αλλά κόκκινα. Τέλος έφτιαχναν ένα μεγάλο μπουκέτο από λουλούδια όλων των ειδών και κυρίως του γιάγιανου και των καρυδιών και χόρευαν μ’ αυτό στην πλατεία. Το ίδιο γινόταν και την επόμενη μέρα. Το τραγούδι που τραγουδούσαν και χόρευαν ήταν:
«Και γιάγιανος και σύναρος, Του Γιάννη το βοτάνι
τα δύο βότανια μάλωναν ποιο να μυρίσει κάλλιο
μυρίζει ο Άγιος βότανο που ξιέρ' κι απού μυρίζει
μυρίζει και το αγόκλημα που ξιερ' κι από το κλήμα
μυρίζει κι ἀις-Γιάγανος που ξιέρ' κι απού τη γη του.
Κόρη ξανθή τον μάζευε πλέκοντας το γαϊτάνι
πλέκοντας και χαζεύοντας και σιγοτραγουδώντας
στη μέση πλέκουν το Χριστό, στην άκρη το Βαγγέλιο
και στα πλεκογυρίσματα πλέκουν τον αϊ-Γιάννη.
Βρυσίτσα πετροκάλαμη για τούτο σε καρτέρεσα
να έρθει ο κόσμος για νερό, νερό να μη τους δώσεις
μόνο να τους ρωτήσετε ποιος είναι ο Γιάννης ο βασιλιάς
απ' όχει εννιά υγιούς και τους εννιά τους πάντρεψε
εννιά νυφάδες παίρνει όλες αφέντ' τον έλεγαν
όλες μαντήλι τον δώριζαν, η νύφη η μικρότερη
αφέντη δεν τον έλεγε, μαντήλι δεν τον δώριζε.»
Τη μέρα αυτή γίνεται το πανηγύρι. Απ' την παραμονή έρχονταν οι μπεζιργιάννηδες με τις πραμάτειες τους. Ο κόσμος αφού γυρνούσε από τις γεωργικές ασχολίες του, ντυνόταν με τα καλά και έβγαινε στην πλατεία. Εκεί γινόταν μεγάλος χορός με γκάιντες και ζουρνάδες, από όλους τους μικρούς και μεγάλους. Τραγουδούσαν πάντα οι γυναίκες κατά ομάδες, ενώ χόρευαν.
Εκτός από τις τακτές και προκαθορισμένες γιορτές και εκδηλώσεις είχαν και άλλες ενδιάμεσα για να ξεδίνουν από την πολυάσχολη ζωή τους. Έτσι έβρισκαν την ευκαιρία να διασκεδάσουν στο τέλος του θερισμού, κατά τον τρύγο, του αϊ-Δημήτρη, του αϊ-Τρύφωνα. Και δεν πρέπει ναι ξεχνάμε τις «χαρές» (γάμοι) που ήταν πολύ συχνοί παλιότερα.
Ο γάμος άρχιζε από τη Δευτέρα. Ο πατέρας του γαμπρού πήγαινε στον παπά για τις άδειες. Μετά κατέβαινε στη Μητρόπολη για τα στεφανοχάρτια. Στη συνέχει ψώνιζαν τα στολίδια της νύφης.
Την Τετάρτη μ' ένα μπουκάλι λικέρ ή ούζο και λουκούμια ενημέρωναν τον νουνό ο κουμπάρο) για το γάμο, Κατόπιν τα κορίτσια και οι συγγενείς της νύφης μαζεύονταν στο σπίτι της νύφης και γυρνούσαν από την καλή τα ρούχα (στα μπαούλα τα είχαν από την ανάποδη), τα δίπλωναν και έβαζαν ανάμεσα τους βασιλικό. Τα παπλώματα και τα στρώματα τα τακτοποιούσαν πάνω στα μπασύλλα κι αυτό λεγόταν σίκου». Τα κέντητά και τα πλεκτά τα κρεμούσαν σε τριχιές πάνω στο χαγιάτι ή τα κρεμούσαν στους τοίχους ώστε να βλέπουν όλη την προκοπή της νύφης. Μόλις τέλειωναν με την τακτοποίηση της προίκας, έτρωγαν και τραγουδούσαν.
Την Πέμπτη ζύμωναν ψωμί και έφτιαχναν την κουλούρα και στο σπίτι της νύφης και στου γαμπρού. Στης νύφης έκαναν και πίτα σαραγλί την οποία αναποδογύριζαν στην κουλούρα. Έπαιρναν οι συγγενείς του γαμπρού την κουλούρα τους και τα στολίδια της νύφης και της τα πήγαιναν. Εκεί τους φίλευαν και μοίραζαν την κουλούρα. Δώριζαν στη νύφη χρήματα, μετά έπαιρναν την κουλούρα με το σαραγλί. Από το βράδυ της Πέμπτης η νύφη κοιμόταν μέχρι την Κυριακή με δυο κορίτσια και ο γαμπρός με δυο αγόρια. Αυτές τις μέρες απαγορευόταν ο γαμπρός να πάει στο σπίτι της νύφης. Αν πήγαινε τον μαύριζαν.
Την Παρασκευή έφτιαχναν κουλούρες και φαγητό πλιγούρι και τα μοίραζαν στους συγγενείς σαν είδος καλέσματος. Την ίδια βραδιά γινόταν πρόβα στο νυφικό με τραγούδια από τις φιλενάδες της νύφης.
Το Σάββατο μαγείρευαν στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης και φιλοξενούσαν κάθε ένας τους συγγενείς του. Το βράδυ οι συγγενείς του γαμπρού μετά το φαγητό με τη συνοδεία οργάνων και με το γαμπρό πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και χόρευαν τη «γίκνα» (ήταν κουλούρα με τρία κεριά). Τη γίκνα την έβγαζε και άρχιζε το χορό ένα κορίτσι που έπρεπε να μην είναι ορφανό και στη συνέχεια την έπαιρνε η νύφη και τέλος όλοι όσοι χόρευαν
Την Κυριακή το πρωί, πήγαιναν οι καλεσμένοι του γαμπρού με τα όργανα στο σπίτι της νύφης. Εκεί τους κερνούσαν μεζέδες και αυτοί αφού δίπλωσαν ξανά τα ρούχα της νύφης για να τα πάρουν μαζί τους, χόρευαν. Πρώτη άνοιγε το χορό η νύφη ντυμένη και ύστερα οι συγγενείς. Γυρνώντας στο σπίτι του γαμπρού φίλευαν όλους όσους βοηθούσαν το γάμο και ονομαζόταν «μπιριντζήδες».
Στη συνέχεια ο γαμπρός με τους συγγενείς του και τα όργανα πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου. Το πιο συγγενικό ζευγάρι του γαμπρού, ο άντρας κρατούσε ένα μπουκάλι κρασί και η γυναίκα μια κανάτα με κρασί και με κομματάκια μήλο. Οι κουμπάροι έβγαναν στην πόρτα να τους προϋπαντήσουν με κρασί και αντάλλασσαν ευχές. Αφού έπαιρναν μαζί τους τους κουμπάρους και τους καλεσμένους τους (παρανούνους), πήγαιναν στη νύφη για να την πάρουν. Η νύφη καθόταν ανάποδα στο παράθυρο κρατώντας έναν καθρέφτη και ένα ποτήρι κρασί που είχε μέσα κέρματα, το «κρασόκερμα». Όταν έβλεπε το γαμπρό να έρχεται, πετούσε το κρασί κάτω απ’ το παράθυρο και τα παιδιά μάζευαν τα κέρματα. Στη συνέχεια η νύφη με δύο φίλες της και την νονά πήγαινε σ' ένα δωμάτιο για να βάλει τα στολίδια. Την ίδια ώρα οι συγγενείς του γαμπρού «αγόραζαν» την προίκα της και την πήγαιναν στο σπίτι του όπου και την άπλωναν.
Όταν η νονά τέλειωνε το στόλισμα, ο γαμπρός και ο νονός χτυπούσαν τρεις φορές την πόρτα και την έσπρωχναν ν' ανοίξει για να πάρουν τη νύφη. Μια γυναίκα από της νύφης τους «χαραλιώτες» (καλεσμένους) έλεγε: «Δώσε τα πέντε» και ο γαμπρός της έριχνε χρήματα στην ποδιά. Κατόπιν ο κουμπάρος έκανε τη συνάντηση του ζευγαριού (ο γαμπρός πάντα δεξιά). Φεύγοντας η νύφη χαιρετούσε τους γονείς της, τα αδέρφια της και προσκυνούσε στην είσοδο του σπιτιού. Οι γονείς της πετούσαν καραμέλες και κέρματα. Χορεύοντας οι συγγενείς με τα όργανα πήγαιναν στην Εκκλησία. Μπροστά πήγαινε ένα αγόρι με το φλάμπουρο. Ήταν ένα κοντάρι με ένα κεντημένο πετσετάκι, ένα μήλο στην κορυφή κι ένα σταυρό. Το μήλο το έτρωγε το ζευγάρι την επομένη του γάμου τους. Αφού γινόταν οι στέψεις οι καλεσμενοι δώριζαν το ζευγάρι. Οι γονείς του γαμπρού έφευγαν πρώτοι για το σπίτι Εκεί η πεθερά έβαζε στην είσοδο ένα κόκκινο πανί κι ένα σιδερένιο υνί από αλέτρι. Όταν έφτανε το ζευγάρι στο σπίτι η νύφη προσκυνούσε τα πεθερικά κι αυτοί φιλούσαν τα στέφανα. Ύστερα το ζευγάρι πατούσε στο υνί για να είναι γεροί και στο κόκκινο πανί για χαρά.
Στη συνέχεια καθόταν στο τραπέζι και ακολουθούσε το γλέντι. Το χορό αρχίζει ο κουμπάρος κι ακολουθούσαν η κουμπάρα, ο γαμπρός και η νύφη. Όποιος έπαιρνε το χορό τον δώριζαν χρήματα. Για τους συγγενείς του γαμπρού υπήρχαν δώρα (είδη ιματισμού) απ' την οικογένεια της νύφης. Το γλέντι τελείωνε με την αρχή της νύχτας και τα όργανα συνόδευαν τους κουμπάρους στο σπίτι, όπου και χόρευαν.
Τη Δευτέρα και την Τρίτη , η νύφη τακτοποιούσε την προίκα της με τα κορίτσια. Την Τετάρτη έπαιρνε τη στάμνα της και πήγαινε στη βρύση για νερό. Την ώρα που την έπαιρνε, έριχνε κέρματα στη βρύση. Την Πέμπτη η νύφη με το γαμπρό και μια κοπέλα απ' το σόι του πήγαιναν στο πατρικό της σπίτι. Εκεί η νύφη λουζόταν και στη συνέχεια έτρωγαν όλοι μαζί.
Η παραδοσιακή φορεσιά των ανδρών και των γυναικών στους Μεταξάδες αποτελείται από αρκετά όμορφα τμήματα, όλα υφασμένα και κεντημένα με φαντασία και μεράκι. Αποτελεί αδιάσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού και σήμα κατατεθέν της ευρύτερης περιοχής. Τα ρούχα έραβαν οι τερζήδες και τα έθαβαν οι μπογιατζήδες. Το βάψιμο ήταν πολύ δύσκολη εργασία, γιατί έπρεπε να πετύχουν ομοιόμορφο χρώμα. Αρχικά τοποθετούσαν τα ρούχα πάνω σε μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα. Έριχναν τη βαφή επάνω τους και κατόπιν τα χτυπούσαν με έναν ξύλινο κόπανο, προσθέτοντας σταδιακά χρώμα μέχρι να πετύχουν την απόχρωση που ήθελαν.
μικρογραφία|326x326εσ|Παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία. Αρχές 20ού αι. Συλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού ΙδρύματοςΗ γυναικεία φορεσιά αποτελείται από τα εξής κομμάτια: το πουκάμισο, το φόρεμα (φουστάν'), το γιλέκο (καπούδ'), το σακάκι (σαλταμάρκα), την ποδιά, το παλτό (γούνα), τις κάλτσες (τσιράπια), τα μέστια, τις μαντίλες και διάφορα άλλα εξαρτήματα και κοσμήματα.
Οι γυναίκες έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στην εμφάνισή τους και στόλιζαν, πιο συγκεκριμένα, το κεφάλι και το λαιμό. Τα βασικά διακοσμητικά ήταν:
Το χρώμα του φουστανιού ήταν κόκκινο. Το πουκάμισο, επίσης κόκκινο, ήταν μεταξωτό. Τα κεντήματα και τα στολίδια στον κόρφο ήταν πιο πλούσια από τα συνηθισμένα. Η ποδιά από κόκκινο βελούδο, στολισμένη με δαντέλες, πούλιες και γαϊτάνια. Τα τσιράπια κόκκινα «ρουκένια». Στο κεφάλι φορούσε φακιόλι, στολισμένο με σεργκούτσια και καρφίτσες, καθώς και ξενομάλλια. Απαραίτητο εξάρτημα της νυφικής φορεσιάς ήταν η γούνα, τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι. Ήταν φτιαγμένη από κόκκινη τσόχα και στολισμένη με χρυσό γαϊτάνι. Τέλος, πάνω από το φακιόλι φορούσε πέπλο, που κάλυπτε όλο το κεφάλι της, μαζί και το πρόσωπό της.
Η αντρική φορεσιά, σε σχέση με τη γυναικεία, ήταν πιο απλή και λιτή. Αποτελούνταν από τα εξής κομμάτια: Τη βράκα (καλοκαιρινό παντελόνι), το πουτούρι (χειμερινό παντελόνι), το πουκάμισο, το γιλέκο (τζιαμαντάν'), το σακάκι (τσούκνα), το ζωνάρι, το σαρίκι (σιρβέτα), τις κάλτσες (μπγιάλια), τα παπούτσια (τσαρούχια) και τη χειμωνιάτικη κάπα (γιαμπουρλούκ').
στου Τοκμάκι, στ’ς Μεταξάδες
Γιάννης Δήμαρχους άιντι Βασιλικούδα μ’
Γιάννης Δήμαρχους
Γιάννης έχει τρεις γυναίκις
Γιάννης έχει τρεις γυναίκις
κι άλλην αγαπάει άιντι Βασιλικούδα μ’
κι άλλην αγαπά
Θα χουρίσει τη Θουδώρα
θα χουρίσει τη Θουδώρα
θα πάρει τη Βασιλ’κή άιντι Βασιλικούδα μ’
Θα πάρει τη Βασιλ’κή
Μάνα της την ουρμηνεύει
μάνα της την ουρμηνεύει
την παρακαλεί άιντι Βασιλικούδα μ’
την παρακαλεί
Μην τουν παίρνεις πιδί μ’τουν Γιάννη
μην τουν παίρνεις πιδί μ’τουν Γιάννη
τουν Γιάννη του χουβαρντά άιντι Βασιλικούδα μ’
Τουν Γιάννη του χουβαρντά»Τόσο τα δημοτικά τραγούδια, όσο και ο χορός στους Μεταξάδες αποτελούσαν πάντα αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής των κατοίκων, διότι με αυτά μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα συναισθήματά τους. Τα συναισθήματά τους αφορούσαν τον έρωτα, τον θάνατο, την ξενιτιά, τη δύσκολη ζωή της εποχής. Η μουσική, το τραγούδι και ο χορός φάνταζαν το βάλσαμο της πίκρας και της απαισιοδοξίας, καθώς βοηθούσε στη συναισθηματική αποφόρτιση της ημέρας και διασκέδαζε τα βάσανα των κατοίκων.
Το πιο γνωστό τραγούδι του χωριού. Αναφέρεται στον Γιάννη τον Δήμαρχο, ο οποίος γεννήθηκε το 1881 και απεβίωσε το 1962. Ο Ιωάννης Μαντάς ή Μαντούδης, όπως ήταν το πλήρες όνομα του, διετέλεσε Δήμαρχος κατά την περίοδο 1920 - 1923, απ' όπου και το παρόνομα «Γιάννης Δήμαρχος». Ο πρώτος επίσημος έρωτας του περιβόητου Γιάννη Δήμαρχου ήταν η Τριανταφυλλιά, γεννηθείσα το 1884. Η Τριανταφυλλιά όμως λίγα χρόνια μετά το γάμο τους, αποδήμησε εις Κύριον, αφήνοντας τον Γιάννη χήρο. Ο Γιάννης όμως, μιας και απ’ ότι φαίνεται δεν άντεχε τη μοναξιά, δεν πτοήθηκε.
Αντιθέτως, σχετικά σύντομα, παντρεύτηκε με τη Δέσποινα, η οποία ήταν ένα χρόνο μικρότερη του. Το 1910 δε γεννιέται η κόρη τους, Ζωή. Η ζωή παρ’ όλα αυτά, του επεφύλασσε κι άλλο βαρύ χτύπημα. Τα επόμενα χρόνια ο Γιάννης επιστρατεύεται λόγω τον βαλκανικών πολέμων στην Αδριανούπολη. Στην επιστροφή, τον περιμένει ένα πολύ δυσάρεστο νέο. Εξαιτίας μια επιδημίας που είχε πέσει στο χωριό, πέθαναν και ή γυναίκα και η κόρη του.
Ο πιο διάσημος και πολυτραγουδισμένος Δήμαρχος της Θράκης είναι γεγονός ότι και πάλι δεν μαυροφορέθηκε για πολύ. Λίγους μήνες αργότερα, παντρεύεται την Μαρία Τσιακιρούδη, γεννηθείσα το 1886, γνωστή στο χωριό με το προσωνύμιο Θοδώρα ή Θοδωρούλα. Με τη Θοδώρα όμως δεν κατάφερε να κάνει παιδιά.
Έτσι, επειδή του φάνηκε βαρύ να μην συνεχιστεί το γονίδιο του, χωρίζει και με την Θοδώρα και παντρεύεται την γνωστή σε όλους, Βασιλική Μπακαλούδη ή αλλιώς Βασιλκούδα, η οποία έζησε μέχρι το 1975. Όπως ήταν φυσικό για τα δεδομένα της εποχής, ο τέταρτος αυτός γάμος δεν έγινε δεκτός ποτέ από την Εκκλησία. Παρά όμως, τις αντιρρήσεις τόσο της οικογένειας της Βασιλικής όσο και του κοινωνικού τους περίγυρου, ο Γιάννης και η Βασιλική έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους, έχοντας ως συντροφιά και τα τρία τους παιδιά τον Χρήστο, την Τριανταφυλλιά και τον Παναγιώτη.
Το ιστορικό αυτό τραγούδι των Μεταξάδων αφηγείται τη γενναία αντίσταση των κατοίκων του στην απόπειρα κατοχής από τους Τούρκους το 1912. Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν είχαν ζήσει ποτέ στο χωριό, είχαν στόχο να το κατακτήσουν. Ωστόσο, οι κάτοικοι του χωριού εντόπισαν την προσέγγισή τους και ειδοποίησαν τον καπετάν Γιάννη Σώκο. Με δύο μόνο στρατιώτες, ο Σώκος τοποθέτησε τα στρατεύματά του έξω από το χωριό και απέκρουσε επιτυχώς την επίθεση με τη βοήθεια των χωρικών. Το τραγούδι γιορτάζει τη γενναιότητα των κατοίκων του χωριού και την αποφασιστικότητά τους να προστατεύσουν το σπίτι τους από τυχόν εισβολείς.
Συρτός, επτάσημος χορός, ο οποίος χορεύεται από άντρες και γυναίκες. Η λαβή έχει σχήμα W με τα χέρια να κατεβαίνουν στο 6ο και 7ο βήμα και να ανεβαίνουν στο 8ο με 9ο. Τραγουδιέται και χορεύεται πάντα, κατά τη γιορτή των Αγίων Αποστόλων, καθώς και στα γλέντια που γίνονται στην πλατεία.
Η διατροφή των κατοίκων του χωριού, στο παρελθόν, ήταν λιτή και περιλάμβανε κυρίως όσπρια, φασόλια ξερά και πράσινα φασολάκια, ρεβίθια, φακή, αρακά και κουκιά. Συνηθίζονταν επίσης και τα παρασκευάσματα ζυμαρικών, όπως κουσκούσι, πλιγούρι, γιουφκάδια (χυλοπίτες). Για τους επισκέπτες έφτιαχναν μικίκια (λουκουμάδες), λαγγίτες (κρέπες) και πασκαλίτσες (ποπ-κορν). Το κρέας που έτρωγαν το προμηθεύονταν κυρίως από τα δικά τους ζώα: κοτόπουλα, χοιρινά, που τα διατηρούσαν σε πήλινα τσουκάλια, αρνιά και πρόβατα ενώ το ψωμί τους, ζυμωτό πάντα, το έψηναν στους πετρόχτιστους φούρνους στις αυλές τους.
Στους Μεταξάδες χρησιμοποιούν την έκφραση «το κάνει σαν Τουκμακιώτης, σαν Μεταξαδιώτης» για να περιγράψουν έναν συγκεκριμένο τρόπο να κάνεις κάτι, με ρούχα, χορό ή μαγειρική.[45]
Παροιμία | Σημείωση | Πηγή |
---|---|---|
«Με το μικρό παιδί μην ξεκινάς στο δρόμο σου, αν σπάσει το κάρο σου γελάει, αν σπάσει το δικό του κλαίει» | «Μην κάνεις συντροφιά με μη όμοιό σου» | [60] |
«Η ξενιτειά είναι βαρύτερη απ΄ το χάρο» | [61] | |
«Το νερό κοιμάται, ο κακός άνθρωπος δεν κοιμάται» | [62] | |
«Όποιος πηγαίνει από γύρω, γρηγορότερα φτάνει» | [63] | |
«Χτυπά τις πόρτες ν' ακούν τα παραστάθια» | Παραστάθια = τα πρεβάζια της πόρτας | [64] |
«Καλλιά αργά παρά ποτές» | [65] | |
«Μιλίσσ' κόσμος» | «Πολύς κόσμος» | [66] |
«Η κόττα πίνει νερό και το Θεό κοιτάζει» | [67] | |
«Άσπρους λύκους, μαύρους λύκους το ίδιο είναι» | [68] |
Στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Θράκης, οι λίθοι χρησιμοποιούνται ως αφανή δομικά υλικά μεγάλης αντοχής. Στην περίπτωση των Μεταξάδων, η λιθοξοϊκή τέχνη επέτρεψε στις παραδοσιακές λιθοδομές να ξεχωρίζουν λόγω της αριστοτεχνίας τους. Το υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα επέφερε τη ραγδαία ανέλιξη της οικοδομικής τέχνης και την δημιουργία σπάνιων κατασκευών και αρχιτεκτονικών συνόλων στην περιοχή. Παράλληλα, οι τεχνίτες των Μεταξάδων αναδείχθηκαν σε άφταστους πετράδες σε όλον τον Έβρο.
Η λιθοξοϊκή τέχνη των Μεταξάδων αποτελεί μία αλυσίδα παραγωγής, από τα λατομεία στην καθημερινή ζωή, η οποία λειτουργεί αδιάλειπτα, τουλάχιστον από τον 19ο αι. Αποτελεί υποδειγματική μορφή αειφορίας και οργάνωσης της τοπικής οικονομίας, συνδυασμό τοπική πρωτης ύλης υψηλής ποιότητας σε αφθονία με την αριστοτεχνία των ντόπιων τεχνιτών που κρατιέται ζωντανή εδώ και αιώνες. Η μετουσίωση του σπάνιου αγαθού της περιοχής –του τόφφου- σε ένα εξειδικευμένο, αναγνωρισμένο προϊόν υψηλής ποιότητας -εν προκειμένω στα διάσημα «σπίτια των Μεταξάδων»- μέσω της λιθοξοϊκής τέχνης, έχει προσδώσει αίσθημα υπερηφάνειας στους κατοίκους. Αυτό με τη σειρά του αποτυπώθηκε γλαφυρά στον τοπικό λαϊκό πολιτισμό (τέχνες, τραγούδια, ήθη, έθιμα κ.ά.).[69]
Η παραδοσιακή τέχνη της εξόρυξης, λάξευσης και κατεργασίας της πέτρας και η τέχνη της κατασκευής των πέτρινων σπιτιών στον οικισμό των Μεταξάδων αποτυπώνεται χαρακτηριστικά και στο αρχικό παραδοσιακό όνομα του οικισμού: Τουκμάκ’. Το όνομα αυτό πήρε από τον πρώτο που έχτισε το σπίτι του τους Μεταξάδες, τον Δημήτριο Τουκμακτσή ή Τουκμακιώτη. Τουκμάκι εξάλλου έλεγαν το σφυρί των λιθοξόων, των μαστόρων της πέτρας από την οποία είναι χτισμένα τα χαρακτηριστικά σπίτια του οικισμού. Το νεότερο όνομά του, Μεταξάδες, το πήρε μετά την ανταλλαγή πληθυσμών από την ευρέως τότε διαδεδομένη στην περιοχή σηροτροφία.
Η λιθοξοϊκή τέχνη των Μεταξάδων, επίσης φαίνεται να είναι μακραίωνη, αλλά αποτελεί προϊόν που μεταλαμπαδεύεται στην ευρύτερη περιοχή μέσω των σιναφιών. Ο βασικός σύνδεσμος των Μεταξάδων με την οικοδομική τέχνη της Βουλγαρίας, ως πηγή τεχνογνωσίας, αλλά και ως τόπος μαθητείας στις αρχές του 20ού αι., αναφέρεται η Μανδρίτσα, ένας οικισμός της οροσειράς της Ροδόπης, δυτικά του Διδυμοτείχου, 2 χλμ. εντός του βουλγαρικού εδάφους με δίγλωσσο πληθυσμό (Έλληνες από το Σούλι και Αρβανίτες). Ωστόσο, η Μανδρίτσα, ήταν κατά κοινή παραδοχή ένα χωριό με μεγάλη παράδοση στην πλινθοκεραμοποιία και όχι τόσο στη λιθοξοϊκή.
Οι κάτοικοι των Μεταξάδων υποστηρίζουν ότι τα κτήρια που κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου αρχές 20ού αι. έγιναν από Έλληνες μαστόρους ντολγκέρηδες, δηλαδή μαραγκούς, από το Ορτάκιοϊ της Θράκης, το σημερινό Ιβάιολοβγκραντ στη Βουλγαρία. Είναι γνωστό ότι τα σινάφια της περιοχής της εποχής ήταν κορυφαία στο είδος τους. Κέντρο της τεχνογνωσίας από τον 18ο αι. λέγεται ότι ήταν ο οικισμός Bratsigovo, μια μικρή πόλη στη Νότιο Βουλγαρία, στης παρυφές της Ροδόπης. Ο λόγος που ο οικισμός αυτός ανέπτυξε ειδικευμένη τεχνογνωσία υποστηρίζεται ότι ήταν η μετοίκηση κατά τον 18ο αι. περίπου 150 οικογενειών από την Kosturska από τη Βόρεια Μακεδονία, οι οποίες εικάζεται ότι μετέφεραν την ιδιαίτερη τέχνη τους και κατέστησαν τον μικρό οικισμό σημαντικό πόλο οικοδομικής. Στην περιοχή αυτή, παράλληλα με την τέχνη, αναπτύχθηκε μία συνθηματική επαγγελματική γλώσσα που περιλαμβάνει πάνω από 700 όρους που περιγράφουν τις σημαντικότερες πρακτικές και τεχνικές πτυχές που σχετίζονται με τα καλά προστατευόμενα εμπορικά μυστικά τους.
Οι λιθοξόοι (πετράδες) αποτελούσαν μια κοινωνία ανθρώπων, Οικογένειακών επιχειρήσεων, με μεγάλη τεχνογνωσία. Οι μάστορες αυτοί έκλειναν εργολαβίες για την κατασκευή των σημαντικότερων κτιρίων της ευρύτερης περιοχής. Κατασκεύασαν σημαντικά μνημεία της ευρύτερης περιοχής, ναούς, γέφυρες και άλλα πιο απλά κτίρια.
Η τέχνη της εξόρυξης, αδρής λάξευσης και κατεργασίας της πέτρας ασκούνταν μέχρι και το 2010 σε δύο μέρη: επιτόπου στον χώρο του λατομείου στην περιοχή Γουρουνόρεμα-Ξεροβούνι Αβδέλλας-Μεταξάδων και σε εργαστήρια λάξευσης και κατεργασίας της πέτρας στις παρυφές του λατομικού χώρου. Η πέτρα μεταφέρονταν από το λατομείο παλαιότερα με τα κάρα, σήμερα με μικρά φορτηγά. Σε πολύ μικρή απόσταση από το λατομείο σώζονται ακόμη και σήμερα οι εγκαταστάσεις του εργαστηρίου, όπου ο Πιπερούδης Δημήτριος, ο τελευταίος μόνιμος λιθοξόος του νταμαριού, μάστορας της πέτρας, κατεργαζόταν μέχρι το 2010 τους όγκους των πετρωμάτων και κατόπιν επεξεργασίας έφτιαχνε κιβωτιόσχημες πέτρες. Στις ίδιες εγκαταστάσεις εργάστηκε μέχρι το 2006 και ο λιθοξόος μάστορας Μερκεζούδης Απόστολος, γνωστός με το παρατσούκλι Αγάς, ο οποίος απεβίωσε το 2013.
Επιπλέον, ο Μεταξαδιώτης κ. Γιώργος Κουρμπετούδης, ο οποίος έχει ζήσει τόσο την παλαιότερη φάση της χρήσης των λίθων ως νεαρός με το παραδοσιακό σινάφι του ντουλγκέρη πατέρα του, όσο και την εξελιγμένη νεότερη φάση κατά την οποία λάξευσε λίθους και επένδυσε δεκάδες κτήρια στην περιοχή, ανέφερε ότι κατά παράδοση, στον χώρο των λατομείων εργάζονταν ένα ή περισσότερα άτομα μόνιμα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, για την εξόρυξη και την αδρή επεξεργασία της πέτρας. Αυτοί οι επαγγελματίες ονομάζονταν επίσης πετράδες, αλλά η εργασία τους διέφερε από τους πετράδες που εργάζονταν στην οικοδομή. Σήμερα, λόγω της μικρότερης ζήτησης σε πέτρα, η εξόρυξη δεν γίνεται από μόνιμο επαγγελματία, αλλά από τον εκάστοτε τοπικό οικοδόμο της νέας γενιάς των Μεταξάδων που θέλει να αποσπάσει υλικό για την προσωπική του εργολαβία.
Η σωζόμενη εγκατάσταση είναι μια πρόχειρη κατασκευή από ξύλινο σκελετό διαστάσεων 3Χ3 μ. περίπου, καλυμμένη με καλαμωτή στις τρεις πλευρές της, η οποία αργότερα αντικαταστάθηκε από νάιλον. Στόχος ήταν η προφύλαξη από τον ήλιο τους καλοκαιρινούς μήνες και από τη βροχή τους φθινοπωρινούς μήνες, εποχές που γινόταν η εντατική εξόρυξη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι δίπλα στις εγκαταστάσεις του εργαστηρίου διασώζονται σκεπασμένοι σωροί πετρωμάτων σε διάφορες φάσεις κατεργασίας. Σήμερα, επειδή ο τρόπος κτισίματος έχει αλλάξει, οι λίθοι κόβονται σε μικρότερα και λεπτότερα κομμάτια ως υλικό επένδυσης.
Ο χαρακτηρισμός του χωριού ως παραδοσιακού οικισμού οφείλεται κυρίως στην ιδιόμορφη αρχιτεκτονική των κτισμάτων του. Η αρχιτεκτονική αυτή παρουσιάζει ομοιότητες ως προς την μορφή με αυτή της Ηπείρου (Ζαγόρια) και της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, καθώς δεν απαντάται αλλού στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Το κύριο πρόσταγμα για την κατασκευή είχε ο μάστορας. Στη θεμελίωση, χρησιμοποιούνταν σκληρή πέτρα από το Παλιούρι. Οι λίθοι τοποθετούνταν σε σειρές ίσου μεγέθους, με ελάχιστο λασποκονίαμα ενδιάμεσα. Οι ακρογωνιαίοι λίθοι του κτηρίου είχαν συγκεκριμένες ονομασίες: Γωνιά/ιές ονομάζονταν οι λίθοι στις ακμές των τοίχων και η αντιγώνη ήταν ο πρώτος λίθος μετά τη γωνιά. Σπανιότερη μορφή στοιχείου κατά την κατασκευή ήταν το γκιβγκίρ δηλαδή το τόξο.
Η δουλειά των ντουλγκέρηδων ήταν εξαρχής η σημαντικότερη, καθώς έστηναν τον ξύλινο σκελετό της οικοδομής, δηλαδή τον στατικό της φορέα. Στους Μεταξάδες, η τέχνη των ντουλγκέρηδων μεταλλάχθηκε, καθώς μέσα στον ξύλινο σκελετό των κτηρίων, ενσωματώθηκαν οι αριστοτεχνικά λαξευμένες πέτρες, οι οποίες αντικατέστησαν τα τυπικά υλικά τοιχοποιίας, δηλαδή τους πλίνθους, το μπαγδατί και τον τσατμά. Η ιδιάζουσα οικοδομική τέχνη των Μεταξάδων απέκτησε σταδιακά δική της ορολογία, ελαφρώς διαφορετική από την τυπική παραδοσιακή. Σύμφωνα με αυτήν, τα κύρια στοιχεία της ξυλοδεσιάς ήταν τα ντιρέκια, δηλαδή οι όρθιοι στύλοι και ο μπαεντάς το διαγώνιο ξύλο.
Σήμερα, οι Μεταξάδες έχουν χαρακτηριστεί σαν παραδοσιακής αρχιτεκτονικής οικισμός, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους κατοίκους, τόσο στο σχεδιασμό των νέων σπιτιών, όσο και στην κατασκευή τους, χρησιμοποιώντας τον τοπικό πωρόλιθο από το παρακείμενο λατομείο.[70]
Η χρήση της πέτρας ως εξωτερικού διακοσμητικού και μονωτικού στοιχείου, η χρήση των ξύλινων διαζωμάτων, καθώς και η λοξή προβολή του πάνω ορόφου (το λεγόμενο «χαγιάτι»), αποτελούν τις ιδιαιτερότητες της Μεταξαδιώτικης κατοικίας με τους δύο ορόφους και τα πολλά δωμάτια. Ο κάτω χώρος αξιοποιούνταν αναλόγως το επάγγελμα του νοικοκύρη (π.χ. καφενείο ή στάβλος). Το κτίριο ήταν ευάερο και ευήλιο, εξαιτίας της πληθώρας παραθύρων που είχε, καθώς και ευρύχωρο, αφού ήταν απαραίτητη η ύπαρξη χώρου για την κατεργασία και αποθήκευση του μεταξιού. Μια διαδικασία που γινόταν στον επάνω όροφο, στον οποίο έφτανες μέσω εσωτερικής ή εξωτερικής σκάλας. Στις άκρες του ορόφου υπήρχαν τα δωμάτια, ενώ στη μέση ήταν ο κύριος χώρος για την παραγωγή του μεταξιού. Ο συνδυασμός της ομορφιάς και της πρακτικότητας αποτελούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν τόσο τα κτίρια όσο και τους ενοίκους.
Σήμερα η τέχνη έχει περάσει από τους παλαιότερους στους νεότερους οικοδόμους, οι οποίοι γνωρίζουν καλά όλη την αλυσίδα παραγωγής, ακόμη κι αν σε όλη την Ελλάδα, το οικοδομικό σύστημα βασίζεται πλέον στο οπλισμένο σκυρόδεμα. Η τέχνη των πετράδων συνεχίζει να είναι μία ζωντανή τέχνη. Σχεδόν όλα τα σύγχρονα σπίτια των Μεταξάδων είναι εξωτερικά επενδυμένα με την αριστοτεχνία των τοπικών λιθοξόων. Οι σύγχρονοι τοπικοί μάστορες διαβεβαιώνουν ότι η πέτρα τους είναι εξαιρετική για εσωτερικούς χώρους και με αυτήν κάνουν εσωτερικές επενδύσεις και τζάκια. Η πέτρα επίσης έχει ζήτηση και σε άλλες περιοχές.[71][72]
Η περιοχή δεν περιλαμβάνει ιδιαίτερα σημαντικούς βιότοπους για τα πτηνά και πολύ λίγα είδα αναπαράγονται εδώ. Πολλά όμως είδη που φωλιάζουν σε γειτονικά δάση (όπως της Δαδιάς) συχνά παρατηρούνται στην περιοχή για τροφοληψία. Αυτό συμβαίνει κυρίως με τους γύπες (Μαυρόγυπες & Όρνια). Η κοιλάδα του Ερυθροπόταμου και οι γύρω δασώδεις λόφοι, χρησιμοποιούνται από πολλά διαχειμάζοντα είδη πτηνών, όπως άλλωστε και ο υπόλοιπος νομός Έβρου. Η περιοχή λόγω της θέσης της, πάνω σε μεταναστευτικό διάδρομο, φιλοξενεί για λίγες ώρες ή ημέρες πολλά μεταναστευτικά είδη και κυρίως στρουθιόμορφα.[73][58]
Οι καλλιεργούμενες ζώνες γύρω από τους Μεταξάδες, χρησιμοποιούνται από πολλά διαχειμάζοντα είδη πτηνών και κυρίως στρουθιόμορφων. Λόγω της απουσίας φυτοφρακτών, ελάχιστα είδη φωλεοποιούν.[74][58]
Οι γύρω δασικές εκτάσεις, χρησιμοποιούνται από πολλά είδη αρπακτικών για αναζήτηση τροφής, αλλά δεν προσφέρονται για φωλεοποίηση. Τα δρυοδάση χρησιμοποιούνται, λόγω της θέσης της περιοχής και του χαμηλού υψομέτρου, από πολλά είδη μεταναστευτικών στρουθιόμορφων. Στα παραποτάμια δάση του Ερυθροπόταμου, την άνοιξη και το φθινόπωρο εμφανίζονται διάφορα είδη ερωδιών και πελαργών, ιδιαίτερα όταν η στάθμη του ποταμού μειώνεται πολύ.[75][58]
Το έδαφος που κυριαρχεί στην περιοχή είναι αμμοαργιλώδες. Σε μία μικρή έκταση, το έδαφος είναι υποβαθμισμένο και έχουμε εμφάνιση χαλικωδών επιφανειών.[76][58]
Κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Ερυθροπόταμου, εμφανίζονται τεταρτογενείς αποθέσεις μικτών φάσεων (αργιλοιλύες, άμμοι και ψηφίδες). Εκατέρωθεν της κοιλάδας η περιοχή δομείται γεωλογικά από εδαφικούς σχηματισμούς νεογενών ιζημάτων, με έντονη, κατά θέσεις, υδροφορία.[77][58]
Με βάση τις ενδείξεις του μετεωρολογικού σταθμού Διδυμοτείχου, το κλίμα στην περιοχή κατατάσσεται στον ύφυγρο βιοκλιματικό όροφο με ψυχρό χειμώνα.[78][58]
Για την περίοδο 1936-40 και 1957-1975 με βάση τις ενδείξεις του μετεωρολογικού σταθμού Διδυμοτείχου, η απόλυτα ελάχιστη θερμοκρασία ήταν -17,5°C, η απόλυτα μέγιστη 42,4°C, η μέση ελάχιστη 8,8°C, η μέση μέγιστη 18,9°C και η μέση ετήσια 14,1°C.[79][58]
Αναλυτικά οι μέσες θερμοκρασίες κατά μήνα είναι:
Ιανουάριος | Φεβρουάριος | Μάρτιος | Απρίλιος | Μάιος | Ιούνιος | Ιούλιος | Αύγουστος | Σεπτέμβριος | Οκτώβριος | Νοέμβριος | Δεκέμβριος | Ετήσια |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
2,5°C | 4,9°C | 7,8°C | 13,3°C | 18,4°C | 22,4°C | 24,6°C | 24,9°C | 19,8°C | 14,4°C | 10,7°C | 5,9°C | 14,1°C |
Η μέγιστη ηλιοφάνεια καταγράφεται τους μήνες Ιούλιο - Αύγουστο και η ελάχιστη τους μήνες Δεκέμβριο - Φεβρουάριο. Η μέγιστη ηλιοφάνεια που καταγράφεται στο επίπεδο του νομού φθάνει τους καλοκαιρινούς μήνες το 70%-85%, οπότε πρόκειται για την εποχή με το μεγαλύτερο όφελος ακτινοβολίας. Ενώ, η ελάχιστη καταγράφεται τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, οπότε και κυμαίνεται από 30% έως 60%.[80][58]
Στην περιοχή Μεταξάδων το μέσο ετήσιο ύψος βροχής για την περίοδο 1955 - 1981 ήταν 799 mm το μέσο μέγιστο 1182 mm και το μέσο ελάχιστο 442 mm.[81][58]
Οι παγετοί παρατηρούνται από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τέλος Μαρτίου. Ο μέσος αριθμός ημερών χιονοπτώσεων είναι για την περιοχή Διδυμοτείχου 16,2, με ύψος χιονιού στα 10-12 εκ.[82][58]
Για την περίοδο μετρήσεων 1958-1970, οι επικρατούντες άνεμοι είναι βόρειας διευθύνσεως με συχνότητα εμφάνισης 39,2% και το ποσοστό νηνεμίας ανέρχεται σε 4,2%.[83][58]
Στην περιοχή υπάρχει ο Ερυθροπόταμος, ο οποίος αποτελεί έναν από τους κυριότερους παραποτάμους του ποταμού Έβρου. Ο Ερυθροπόταμος πηγάζει από τα υψώματα Κορφοβούνι (Ν. Έβρου) και Μάτι (Ν. Ροδόπης), διασχίζει τον νομό Έβρου με κατεύθυνση ΒΑ και βόρεια του οικισμού Μικρού Δέρειου, σε απόσταση 7 Κm, διαμορφώνει τη διασυνοριακή γραμμή Ελλάδας - Βουλγαρίας για 3km. Στη συνέχεια της διαδρομής του, διασχίζει το Βουλγαρικό έδαφος για 5 Km και επανεισέρχεται στο Ελληνικό έδαφος, διαμορφώνοντας τη διασυνοριακή γραμμή Ελλάδας - Βουλγαρίας για 12 Κm μέχρι το ύψος του χωριού Μεταξάδες. Στη συνέχεια, αλλάζοντας κατεύθυνση προς τα ανατολικά, για 33 Km διασχίζει την επαρχία Διδυμοτείχου μέχρι τις εκβολές του στον ποταμό Έβρο.
Στον ποταμό Ερυθροπόταμο, στο ύψος των Μεταξάδων συμβάλλουν οι παραπόταμοι Μπέλλας, Ακτσε Χισάρ και Ακαλάνσκο Ντερέ, οι οποίοι βρίσκονται σε Βουλγαρικό έδαφος.
Η μέση ετήσια παροχή του Ερυθροπόταμου στη θέση της γέφυρας του Μικρού Δέρειου για την περίοδο 1973-1982, ήταν 5 m3/sec, η ελάχιστη μέση μηνιαία παροχή παρατηρείται κατά την περίοδο Ιούλιος - Σεπτέμβριος, ενώ κατά την περίοδο Δεκέμβριος-Μάρτιος η παροχή ήταν 8-14 m3/sec.[84][58]
Η κοιλάδα του Ερυθροπόταμου, εμφανίζει σημαντικές ποσότητες υπόγειων νερών. Λόγω της φύσεως των πετρωμάτων του υποβάθρου της λεκάνης, τα οποία είναι αδιαπέρατα, δεν υπάρχει επικοινωνία με τη γειτονική κοιλάδα του ποταμού Έβρου. Ο υδροφόρος ορίζοντας της κοιλάδας του Ερυθροπόταμου, μπορεί να θεωρηθεί κλειστό σύστημα, όπου η ροή του ποταμού προς τον υδροφόρο ορίζοντα πραγματοποιείται το φθινόπωρο και χειμώνα και αντίστροφα την άνοιξη και καλοκαίρι.
Στην περιοχή έχουν ανορυχθεί 70 περίπου υδρογεωτρήσεις, οι οποίες αρδεύουν γεωργικές εκτάσεις 21.457 στρεμμάτων, με μέση παροχή 100 m3/h.[85][58]
Στην περιοχή Μεταξάδων εμφανίζεται η υποζώνη Quercion confertae, με τον αυξητικό χώρο Quercetum confertae. Tα κυρίαρχα είδη δέντρων είναι διάφορα είδη δρυός, ενώ σε μερικές υποβαθμισμένες ή άγονες θέσεις εμφανίζονται αείφυλλα πλατύφυλλα με κυρίαρχο το Φυλλίκι (Phillyrea media).[86][58]
Οι καλλιέργειες στην περιοχή καταλαμβάνουν το βόρειο τμήμα της, μέσα στην κοιλάδα που έχει δημιουργηθεί από τον Ερυθροπόταμο. Οι περισσότερες από αυτές τις εκτάσεις είναι αρδευόμενες από γεωτρήσεις. Μέσα στις δασικές εκτάσεις εμφανίζονται μικρά καλλιεργήσιμα ξέφωτα, τα οποία δεν αρδεύονται.[87][58]
Σε ένα μεγάλο ποσοστό της περιοχής (περίπου 10%) εμφανίζονται χέρσες εκτάσεις, οι οποίες έχουν προέλθει από υποβάθμιση παλαιοτέρων δασών και χρησιμοποιούνται κυρίως για την κτηνοτροφία.[88][58]
Κατά μήκος της κοίτης του Ερυθροπόταμου, στο τμήμα δυτικά των Μεταξάδων στη συνοριακή γραμμή, εμφανίζονται παραποτάμια δάση μικρού πλάτους, αποτελούμενα από διάφορα είδη ιτιάς (Salix spp.) και Σκλήθρα (Alnus glutinosa). Μετά από την είσοδο του ποταμού στην Ελλάδα, βόρεια από τους Μεταξάδες, όλη η παραποτάμια βλάστηση έχει καταστραφεί ύστερα από τον εγκιβωτισμό του ποταμού σε αναχώματα και εμφανίζονται μεμονωμένες λεύκες (Populus spp.) και ιτιές στα πρανή του ποταμού.
Στις ημιορεινές δασικές εκτάσεις της περιοχής κυριαρχούν διάφορα είδη δρυός. Στις βορεινές και υγρότερες θέσεις εμφανίζεται η Απόδισκη δρυς (Quercus dalechampii), ενώ στις ξηρότερες θέσεις η Πλατύφυλλη και η Χνοώδης δρυς (Q. frainetto & Q. pubescens).Σποραδικά σε όλη τη δασική έκταση υπάρχει και η Ευθύφλοιος δρυς (Q. cerris). Μαζί με τις δρείς, εμφανίζονται και πολλά άλλα φυλλοβόλα πλατύφυλλα, όπως φράξοι (Fraxinus spp.), σφενδάμια (Acer spp.) κ.ά. Σε υποβαθμισμένες και νότιες θέσεις παρατηρείται μετάπτωση του δρυοδάσους σε φυτικές διαπλάσεις των αείφυλλων πλατύφυλλων. Σε αυτές τις θέσεις τα κυρίαρχα είδη δέντρων και θάμνων είναι το Φυλλίκι (Phillyrea media) και το Παλιούρι (Paliurus spina-christi). Σε μία μικρή περιοχή σε μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις, έχουν πραγματοποιηθεί τεχνητές αναδασώσεις με Μαύρη πεύκη (Pinus nigra subsp. pallasiana).[89][58]
Οικογένεια | Είδος |
Pinaceae | Pinus nigra (Μαύρη πεύκη, Μαυρόπευκο) |
Cupressaceae | Juniperus oxycedrus (Οξύκεδρος άρκευθος, Αγριόκεδρο)
Juniperus communis (Αγριόκεδρο) |
Salicaceae | Populus alba (Ασημόλευκα)
Populus nigra (Καβάκι) Salix alba (Ασημοϊτιά) Salix xanthicola (Ιτιά της Θράκης) |
Betulaceae | Alnus glutinosa (Κλήθρο, Σκλήθρο)
Carpinus orientalis (Σκυλόγαυρος) Corylus colurna (Αγριοφουντουκιά) |
Fagaceae | Quercus frainetto (Πλατύφυλλη δρυς, Πλατύτσα)
Quercus dalechampii (Απόδισκη δρυς) Quercus cerris (Ευθύφλοια δρυς, Τσέρνο, Τσέρο) Quercus pubescens (Χνοώδης δρυς, Χνουδοβελανιδιά) |
Ulmaceae | Ulmus minor (Φτελιά, Καραγάτσι) |
Ranunculaceae | Clematis vitalba (Κληματσίδα, Αγράμπελη) |
Platanaceae | Platanus orientalis (Πλατάνι, Πλάτανος) |
Rosaceae | Rubus ulmifolius (Βάτος, Βατομουριά)
Rosa canina (Κυνοροδή, Αγριοτριανταφυλλιά, Σκυλοτριανταφυλλιά) Rosa gallica (Γαλλική ροδή) Pyrus amygdaliformis (Γκορτσιά) Pyrus caucasica (?) Pyrus pyraster (Αγριαχλαδιά) Sorbus torminalis (Πρακανιά) Crataegus monogyna (Μουρτζιά) Prunus ceracifera (Αγριοκορομηλιά) Prunus spinosa (Τσαπουρνιά) |
Leguminosae | Colutea arborescens (Φούσκα)
Coronilla emeroides (Θαμνώδης κορονίλλα) Cercis siliquastrum (Κουτσουπιά) |
Anacardiaceae | Pistacia terebinthus (Κοκορεβιθιά, Αγριοτσικουδιά)
Cotinus coggygria (Χρυσόξυλο) Rhus coriaria (Ρούδι) |
Aceraceae | Acer cambestre (Πεδινό σφενδάμι)
Acer monspessulanum (Μικρόφυλλο σφενδάμι) Acer tataricum (Ταταρικό σφενδάμι, Ανατολικό σφενδάμι) |
Rhamnaceae | Paliurus spina - christi (Παλιούρι) |
Tiliaceae | Tilia sp. (Φλαμουριά) |
Cistaceae | Cistus laurifolius (Λαδανιά, Δαφνολαδιά) |
Cornaceae | Cornus mas (Κρανιά) |
Oleaceae | Fraxinus ornus (Φράξος, Μελλιός, Μέλεγος)
Phillyrea media (Φυλλίκι) |
Άλλα είδη | Onosma rigidum (?)
Pteridium aquilinum (Φτέρη) Hedera helix (Κισσός) |
Οι βιότοποι που εμφανίζονται στην περιοχή δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Οι δασοσκεπείς εκτάσεις, αποτελούνται κυρίως από νεαρά δάση δρυός που φύονται σε ομαλό ανάγλυφο. Ο Ερυθροπόταμος στη σημερινή μορφή του, έχει την όψη ενός μεγάλου καναλιού με ελάχιστη παραποτάμια βλάστηση. Μόνο στις τοποθεσίες που οι δασικές θέσεις αναμιγνύονται με μικρές ορεινές καλλιέργειες, δημιουργούνται ενδιαφέροντες βιότοποι.[92]
Τάξη | Οικογένεια | Γένος | Είδος |
Insecta: Saltatoria | Tettigoniidae | Leptophyes | Leptophyes albovittata (Kollar, 1833) |
Insecta: Saltatoria | Tettigoniidae | Poecilimon | Poecilimon miramae (Ramme,1933) |
Insecta: Saltatoria | Tettigoniidae | Platycleis | Platycleis (Insertana) inserta (Brunner von Wattenwyl, 1882) |
Insecta: Saltatoria | Tettigoniidae | Metrioptera | Metrioptera (Roeseliana) fedtschenkoi ambitiosa (Uvarov, 1924) |
Insecta: Saltatoria | Tettigoniidae | Pholidoptera | Pholidoptera fallax (Fischer, 1853) |
Insecta: Saltatoria | Acrididae | Oedipoda | Oedipoda caerulescens (Linnaeus, 1758) |
Insecta: Lepidoptera | Pieridae | Pieris | Pieris napi (Linnaeus) |
Insecta: Lepidoptera | Pieridae | Pieris | Pieris krueperi (Staudinger) |
Insecta: Lepidoptera | Nymphalidae | Vanessa | Vanessa cardui (Linnaeus) |
Insecta: Lepidoptera | Nymphalidae | Melitaea | Melitaea didyma (Esper) |
Insecta: Lepidoptera | Satyridae | Maniola | Maniola jurtina (Linnaeus) |
Insecta: Lepidoptera | Satyridae | Epinephele | Epinephele tithonus (E.) |
Insecta: Lepidoptera | Satyridae | Coenonympha | Coenonympha pamphilus (Linnaeus) |
Insecta: Lepidoptera | Satyridae | Pararge | Pararge aegeria (Linnaeus) |
Insecta: Lepidoptera | Satyridae | Lasiommata | Lasiommata megera (Linnaeus) |
Οικογένεια | Είδος |
Cyprinidae | Leuciscus cephalus macedonicus (Τυλινάρι)
Gobio gobio (Γυφτόψαρο) Barbus cyclolepsis (Βιργιάνα) Rhodeus sericeus amarus (Μουρμουρίτσα) Cyprinus carpio (Κυπρίνος) |
Cobitidae | Cobitis stroumicae (Θρακοβελονίτσα) |
Siluridae | Silurus glanis (Γουλιανός) |
Anguillidae | Anguilla anguilla (Χέλι) |
Τα παραπάνω ψάρια εμφανίζονται στον Ερυθροπόταμο και στα διάφορα ρυάκια που συμβάλλουν σε αυτόν. Η μικρή ποικιλία ειδών οφείλεται στην αποξήρανση του ποταμού τους καλοκαιρινούς μήνες.[95]
Οικογένεια | Είδος |
Salamandridae | Salamandra salamandra (Σαλαμάνδρα, Βροχαλίδα, Βρονταλίδα, Βροχαλόρα)
Triturus vulgaris (Κοινός Τρίτωνας, Τελματοτρίτωνας) |
Discoglosidae | Bombina variegata (Κιτρινομπομπίνα, Κιτρινογάστορας Φρύνος) |
Bufonidae | Bufo bufο (Χωματόφρυνος, Μπράσκα, Βούζα, Μπουσάκα, Ασκουβάζα)
Bufo viridis (Πρασινόφρυνος, Ζάμπα) |
Hylidae | Hyla arborea (Δενδροβάτραχος) |
Pelobatidae | Pelobates syriacus (Πηλοβάτης) |
Ranidae | Rana ridibunda (Λιμνοβάτραχος, Μπάκακας, Βάθρακας) |
Η περιοχή των Μεταξάδων, παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλομορφία για την ερπετοπανίδα, με την εμφάνιση δασωμένων λοφωδών εκτάσεων, πεδινών περιοχών και παραποτάμιων οικοσυστημάτων. Πολλά από τα εμφανιζόμενα ερπετά εξαπλώνονται σε όλη την περιοχή, ενώ ορισμένα από αυτά σε περισσότερο εξειδικευμένο βιότοπο.[99]
Οικογένεια | Είδος |
Testudinidae | Testudo hermanni (Ονυχοχελώνα, Μεσογειακή Χελώνα)
Testudo graeca (Γραικοχελώνα, Ελληνική Χελώνα) |
Emydidae | Mauremys caspica (Ποταμοχελώνα, Γραμμωτόλαιμη Νεροχελώνα)
Emys orbicularis (Βαλτοχελώνα, Στικτόλαιμη Νεροχελώνα) |
Gekkonidae | Cyrtopodion kotschyi (Κυρτοδάκτυλος, Κασίριδα) |
Lacertidae | Podarcis erchardii (Χρυσοφυλλίδα)
Podarcis taurica (Βαλκανόσαυρα, Ταυρική Γουστέρα) Podarcis muralis (Τοιχόσαυρα) Lacerta viridis (Σμαραγδόσαυρα , Πρασινόσαυρα) Lacerta trilineata (Πρασινόσαυρα) |
Anguidae | Anguis fragilis (Κονάκι)
Ophisaurus apodus (Τυφλίτης) |
Colubridae | Malpolon monspessulanus (Κοιλοπέλτης, Σαυρόφιδο, Σαπίτης)
Coluber jugularis (Μαύρος Ζεμένης) Natrix natrix (Νερόφιδο) Natrix tesselata (Νερόφιδο, Κυβόφιδο, Ψηφιδόφιδο) |
Viperidae | Vipera ammodytes (Οχιά) |
Οικογένεια | Είδος |
Podicipitidae | Tachybaptus ruficollis Νανοβουτηχτάρι |
Ardeidae | Ixobrychus minutus Μικροτσικνιάς
Nycticorax nycticorax Νυχτοκόρακας Egretta garzetta Λευκοτσικνιάς Ardea cinerea Σταχτοτσικνιάς |
Ciconiidae | Ciconia nigra Μαυροπελαργός
Ciconia ciconia Πελαργός |
Anatidae | Anas platyrhynchos Πρασινοκέφαλη |
Accipitridae | Pernis apivorus Σφηκιάρης
Milvus migrans Τσίφτης Neophron percnopterus Ασπροπάρης Gyps fulvus Όρνιο Aegypius monachus Μαυρόγυπας Circaetus gallicus Φιδαετός Circus aeruginosus Καλαμόκιρκος Circus cyaneus Βαλτόκιρκος Accipiter gentilis Διπλοσάινο Accipiter nisus Τσιχλογέρακο Accipiter brevipes Σαϊνι Buteo buteo Γερακίνα Aquila pomarina Κραυγαετός Aquila chrysaetos Χρυσαετός Hieraaetus pennatus Σταυραετός |
Falconidae | Falco tinnunculus Βραχοκιρκίνεζο
Falco subbuteo Δενδρογέρακο Falco eleonorae Μαυροπετρίτης Falco peregrinus Πετρίτης |
Phasianidae | Alectoris chukar Νησιώτικη πέρδικα
Coturnix coturnix Ορτύκι |
Rallidae | Rallus aquaticus Νεροκοτσέλα
Gallinula chloropus Νερόκοτα |
Charadriidae | Charadrius dubius Ποταμοσφυριχτής
Charadrius hiaticula Αμμοσφυριχτής Vanellus vanellus Καλημάνα |
Scolopacidae | Gallinago gallinago Μπεκατσίνι
Scolopax rusticola Μπεκάτσα |
Laridae | Larus ridibundus Καστανοκέφαλος Γλάρος
Larus cachinans Ασημόγλαρος |
Columbidae | Columba livia Αγριοπερίστερο
Columba palumbus Φάσσα Streptopelia decaocto Δεκοχτούρα Streptopelia turtur Τρυγόνι |
Cuculidae | Cuculus canorus Κούκος |
Tytonidae | Tyto alba Τυτώ |
Strigidae | Otus scops Γκιώνης
Bubo bubo Μπούφος Athene noctua Κουκουβάγια Strix aluco Χουχουριστής Asio otus Νανόμπουφος |
Caprimulgidae | Caprimulgus europaeus Γιδοβύζι |
Apodidae | Apus apus Σταχτάρα
Apus pallidus Ωχροταχτάρα Apus melba Σκεπαρνάς |
Meropidae | Merops apiaster Μελισσοφάγος |
Coraciidae | Coracias garrulus Χαλκοκουρούνα |
Alcedinidae | Alcedo atthis Αλκυόνα |
Upupidae | Upupa epops Τσαλαπετεινός |
Picidae | Picus canus Σταχτοτσικλιτάρα
Picus viridis Δρυοκολάπτης Dendrocopos major Παρδαλοτσικλιτάρα Dendrocopos syriacus Βαλκανοτσικλιτάρα |
Alaudidae | Melanocorypha calandra Γαλιάντρα
Calandrella brachydactyla Μικρογαλιάντρα Galerida cristata Κατσουλιέρης Lullula arborea Δενδροσταρήθρα Alauda arvensis Σταρήθρα |
Hirundinidae | Riparia riparia Οχθοχελίδονο
Hirundo rupestris Βραχοχελίδονο Hirundo rustica Χελιδόνι Hirundo daurica Δενδροχελίδονο Delichon urbica Σπιτοχελίδονο |
Motacillidae | Anthus campestris Χαμοκελάδα
Anthus trivialis Δενδροκελάδα Anthus pratensis Λιβαδοκελάδα Motacilla flava Κιτρινοσουσουράδα Motacilla cinerea Σταχτοσουσουράδα Motacilla alba Λευκοσουσουράδα |
Troglodytidae | Troglodytes troglodytes Τρυποφράχτης |
Prunellidae | Prunella modularis Θαμνοψάλτης |
Turdidae | Erithacus rubecula Κοκκινολαίμης
Luscinia megarhynchos Αηδόνι Phoenicurus ochruros Καρβουνιάρης Phoenicurus phoenicurus Κοκκινούρης Saxicola torquata Μαυρολαίμης Saxicola rubetra Καστανολαίμης Oenanthe isabellina Αμμοπετρόκλης Oenanthe oenanthe Σταχτοπετρόκλης Oenanthe hispanica Ασπροκώλα Turdus merula Κότσυφας Turdus pilaris Κεδρότσιχλα Turdus philomilos Τσίχλα Turdus iliacus Κοκκινότσιχλα Turdus viscivorus Τσατσάρα |
Sylviidae | Cettia cetti cetti Ψευταηδόνι
Hippolais pallida Ωχροστριτσίδα Hippolais icterina Κιτρινοστριτσίδα Sylvia cantillans Κοκκινοτσιροβάκος Sylvia melanocephala Μαυροτσιροβάκος Sylvia hortensis Δενδροτσιροβάκος Sylvia communis Θαμνοτσιροβάκος Sylvia borin Κηποτσιροβάκος Sylvia atricapilla Μαυροσκούπης Phylloscopus bonelli Βουνοφυλλοσκόπος Phylloscopus collybita Δενδροφυλλοσκόπος |
Muscicapidae | Muscicapa striata striata Μυγοχάφτης
Ficedula parva parva Νανομυγοχάφτης Ficedula albicollis Κρικομυγοχάφτης Ficedula hypoleuca Μαυρομυγοχάφτης |
Aegithalidae | Aegithalos caudatus Αιγίθαλος |
Paridae | Parus lugubris Κλειδωνάς
Parus ater Ελατοπαπαδίτσα Parus caeruleus Γαλαζοπαπαδίτσα Parus major Καλόγερος |
Sittidae | Sitta europaea Δενδροτσοπανάκος |
Certhiidae | Certhia familiaris Βουνοδενδροβάτης |
Oriolidae | Oriolus oriolus Συκοφάγος |
Laniidae | Lanius collurio Αετομάχος
Lanius minor Γαϊδουροκεφαλάς Lanius senator Κοκκινοκεφαλάς |
Corvidae | Garrulus glandarius Κίσσα
Pica pica Καρακάξα Corvus monedula Κάργια Corvus frugilegus Χαβαρόνι Corvus corone Κουρούνα Corvus corax Κόρακας |
Sturnidae | Sturnus vulgaris Ψαρόνι |
Passeridae | Passer domesticus Σπουργίτης
Passer hispanioliensis Χωραφοσπουργίτης Passer montanus Δενδροσπουργίτης |
Fringillidae | Fringilla coelebs Σπίνος
Fringilla montifringilla Χειμωνόσπινος Serinus serinus Σκαρθάκι Carduelis chloris Φλώρος Carduelis carduelis Καρδερίνα Carduelis spinus Λούγαρο Carduelis cannabina Φανέτο Carduelis carduelis Καρδερίνα Coccothraustes coccothraustes Χοντρομύτης |
Emberizidae | Emberiza citrinella Χρυσοτσίχλονο
Emberiza cirlus Σιρλοτσίχλονο Emberiza hortulana Βλάχος Emberiza caesia Σκουροβλάχος Emberiza schoeniclus Καλαμοτσίχλονο Emberiza melanocephala Αμπελουργός Miliaria calandra Τσιφτάς |
Με βάση το «Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» 3 είδη που εμφανίζονται στην περιοχή είναι χαρακτηρισμένα σαν κινδυνεύοντα, 7 είδη έχουν τρωτούς πληθυσμούς με κίνδυνο να μεταπέσουν στην παραπάνω κατηγορία, 3 είδη χαρακτηρίζονται σαν σπάνια και 4 είδη χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκώς γνωστά, τα οποία είναι μεν σπάνια αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να ενταχθούν σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες. Αναλυτικά αυτά τα είδη περιγράφονται παρακάτω:[103]
Οικογένεια | Είδος |
Leporidae | Lepus europaeus Λαγός |
Canidae | Canis lupus Λύκος
Vulpes vulpes Αλεπού |
Mustelidae | Mustela nivalis Νυφίτσα
Martes foina Κουνάβι Meles meles Ασβός Lutra lutra Βίδρα |
Erinaceidae | Erinaceus concolor Σκαντζόχοιρος |
Soricidae | Crocidura leucodon Χωραφομυγαλή
Crocidura suaveolens Κηπομυγαλή Neomys anomalus Βαλτομυγαλή |
Sciuridae | Sciurus vulgaris Σκίουρος |
Spalacidae | Spalax leucodon Μικροτυφλοποντικός |
Gliridae | Dryomys nitedula Δενδρομυωξός |
Arvicolidae | Microtus arvalis Αρουραίος
Pitymus subterraneus Σκαπτοποντικός Microtus epiroticus Αρουραίος της Ηπείρου |
Muridae | Micromys minutus Νανοποντικός
Apodemus sylvaticus Δασοποντικός Apodemus flavicolis Κρικοποντικός Mus abbotti Ποντικός του Abbott Rattus norvegicus Δεκατιστής |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.