Χρήστης:Aristo Class/πρόχειρο/draft Little notes file
From Wikipedia, the free encyclopedia
Last update on 15 Sep. 2022
Αυτή η σελίδα είναι ένα «πρόχειρο χρήστη» του Aristo Class. Ένα «πρόχειρο χρήστη» είναι υποσελίδα της προσωπικής σελίδας του χρήστη στη Βικιπαίδεια. Εξυπηρετεί ως χώρος πειραματισμών και ανάπτυξης σελίδων και δεν είναι εγκυκλοπαιδικό λήμμα. Επεξεργαστείτε ή δημιουργήστε το δικό σας πρόχειρο εδώ ή κάνετε δοκιμές στο κοινόχρηστο ΠρόχειροΒικιπαίδειας.
Αφορά μόνιμη σελίδα πληροφοριών, στην οποία ανατρέχω ***
30em
ανατομία φύλλου
#ΑΝΑΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ[[Χρήστης:Aristo Class/πρόχειρο]]
Collins English Dictionary J M Sinclair (1995). Collins English Dictionary. Glasgow: HarperCollins Publishers. ISBN0-00-470677-3.
History of the Medical Services of Tanganyika D. F. Clyde (1962). History of the Medical Services of Tanganyika. Dar es Salaam: Government Press.
Illustrated Encyclopaedia of Gardening in South Africa George Maclay, Peter Joyce, Alan Duggan, Susan Hart, Gabrielle Droomer-Snyman, Christabel Hardacre, Dominique Emery, Marguerite King, Diana Lilford, Judy Beyer, Ethleen Lastovica, Neville Gray, Mary du Plooy, Gail Naidoo, Derek Elsworthy, William de Bruyn, Jack Early (1988). Illustrated Encyclopaedia of Gardening in South Africa. Reader's Digest Association. ISBN0 947008 01 2.
Keeping Bees Peter Beckley - Garden Farming Series (1985). Keeping Bees. Great Britain: Pelham Books Ltd. ISBN0-7207-1436-28 Check |isbn= value: length (βοήθεια).
Merriam Webster's Collegiate Dictionary Merriam Webster's Collegiate Dictionary. United States of America: Merriam Webster, Incorporated. 2014. ISBN978-0-87779-810-1.Unknown parameter |editor in chief= ignored (βοήθεια)
Pocket Oxford Greek Dictionary Greek-English, English-Greek J. T. Pring (1995). Pocket Oxford Greek Dictionary Greek-English, English-Greek. Athens: Oxford University Press. ISBN0-19-864536-8.
Stanley Gibbons Simplified whole world stamp catalogue 1968 Stanley Gibbons Simplified whole world stamp catalogue 1968 - 33rd. edition. London & Derby: Bemrose & Sons Ltd. 1967.
Teach Yourself Books, Swahili D. V. Perrott (1972). Teach Yourself Books, Swahili. New York: David McKay Company Inc. ISBN0-340-05823-4.
The British Medical Association Complete Family Health Encyclopedia Dr. Tony Smith (Medical Editor) (1998). The British Medical Association Complete Family Health Encyclopedia. London, England: Dorling Kindersley. ISBN0-86318-438-3.
The English-Greek Encyclopedia - Dictionary of Aviation Γ. Π. Λαϊνάς (1983). The English-Greek Encyclopedia - Dictionary of Aviation. Athens-Greece: Vivliotechnica Hellas D. & J. Vardikos.
The Herb Book John Lust (Δεκεμβρίου 1974). The Herb Book (The most complete catalog of nature's "miracle plants" ever published). Published simultaneously in the USA & Canada: Bantam. ISBN0-553-26770-1.
Tropical and Subtropical Plants Frances Perry, Roy Hay (1982). Tropical and Subtropical Plants. Ward Lock Limited. ISBN0-7063-5964-X-Pbk Check |isbn= value: invalid character (βοήθεια).
Εικονογραφημένο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό & Πλήρες Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας "το παπυράκι" LAROUSSE (2003). Εικονογραφημένο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό & Πλήρες Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας "το παπυράκι". Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος. ISBN960-8322-0-5 Check |isbn= value: length (βοήθεια).
Έλληνες εν τη Ξένη (Τανγκανίκα) 1951-1953 Ιωάννης Ν.Τσόντος (1953). Έλληνες εν τη Ξένη (Τανγκανίκα) 1951-1953. Λευκωσία - Κύπρος: Τύποις "Ζάβαλλη".
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Ιερά οδός 61 - Αθήνα: "ΠΥΡΣΟΣ" Ανώνυμος Εταιρεία Εκδόσεων & Γραφικών Τεχνών. 1933.
Μυθολογικός Άτλας της Ελλάδος Πέδρο Ολάγια (2001). Μυθολογικός Άτλας της Ελλάδος. Αθήνα: ROAD ΕΚΔΟΣΕΙΣ. ISBN960-8189-06-3.
Νέο Ελληνικό Λεξικό Εμμ. Κριαράς (1995). Νέο Ελληνικό Λεξικό, Λεξικό της σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής γλώσσας. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. ISBN960-213-326-0.
Χριστόδουλος Γαλάνος, Η οικουμενικότητα της ευεργεσίας Ελένη Γκίνου (2007). Χριστόδουλος Γαλάνος, Η οικουμενικότητα της ευεργεσίας. Αθήνα. ISBN978-960-930419-1.
Το akvavit ή aquavit (επίσης, akevitt στα Νορβηγικά), είναι ένα αρωματικό ποτό, το οποίο παράγεται κυρίως στη Σκανδιναβία, όπου παράγεται από τον 15ο αιώνα. Το akvavit παίρνει τη χαρακτηριστική του γεύση, από τα μπαχαρικά και τα βότανα. Το κύριο μπαχαρικό θα πρέπει (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση), να είναι το αγριοκύμινο ή ο άνηθος. Συνήθως περιέχει 40% (αλκοόλ κατ'όγκο). Η ΕΕ έχει θεσπίσει ένα ελάχιστο 37,5% (αλκοόλ κατ'όγκο) για το akvavit, προκειμένου να έχει αυτή την ονομασία.
Το bondost (μερικές φορές προφέρεται σαν μποντ-οστ, Σουηδικό "αγροτικό τυρί" ("ανθότυρο"), είναι ένα Σουηδικό τυρί που παρασκευάζεται επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως στη Νέα Υόρκη.
Η χαρίσσα είναι μια πάστα καυτερής πιπεριάς τσίλι από την Τυνησία, τα κύρια συστατικά των οποίων είναι οι κόκκινες ψητές πιπεριές, πιπεριές serrano, άλλες καυτερές πιπεριές τσίλι, μπαχαρικά και βότανα όπως πάστα σκόρδου, σπόρους κόλιανδρο ή άγριου κύμινου καθώς και κάποιο φυτικό έλαιο ή ελαιόλαδο (για τη συντήρηση). Πιο στενά, είναι συνδεδεμένο με την Τυνησία, τη Λιβύη και την Αλγερία αλλά τελευταία και με το Μαρόκο, σύμφωνα με την Paula Wolfert, ειδικό στα Μαροκινά επισιτιστικά.
Το havarti ή κρέμα havarti (Δανικά: flødehavarti) είναι ένα ημι-μαλακό τυρί από γάλα Δανέζικων αγελάδων. Είναι ένα επιτραπέζιο τυρί που μπορεί να κοπεί σε φέτες, να ψηθεί στη σχάρα, ή να ζεσταθεί ώστε να λιώσει.
Το πιλάφι, επίσης γνωστό ως pilav, pilau, pulao, palaw, plov, polov, polo και polu, είναι ένα πιάτο στο οποίο το ρύζι μαγειρεύεται, με ένα νόστιμο ζωμό από αρτύματα.
Το pultost είναι ένα μαλακό, ώριμο Νορβηγικό ξινοτύρι αρωματισμένο με σπόρους κύμινου. Το pultost βρίσκεται υπό δύο μορφές, είτε αλειφόμενο, είτε χυλώδες. Η αλειφόμενη εκδοχή έχει μια ισχυρότερη γεύση. Η ονομασία του, προέρχεται από τη Λατινική λέξη "pulta", που σημαίνει «χυλό».
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Banda όσο και η ονομασία Mpanda, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπάντα». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πάντα» και όχι ως «Μπάντα» (γιατί δεν είναι Banda αλλά Mpanda). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Bwayungu όσο και η ονομασία Mpwayungu, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπουαϋούνγκου». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πουαϋούνγκου» και όχι ως «Μπουαϋούνγκου» (γιατί δεν είναι Bwayungu αλλά Mpwayungu). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Η Εκλογική Περιφέρεια Μβομέρο (Mvomero Constituency) περικλείεται στην Αστική Περιοχή Μορογκόρο, αν και αρχικά ήταν στην Περιοχή Μβομέρο(Mvomero District).
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Banda όσο και η ονομασία Mpanda, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπάντα». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πάντα» και όχι ως «Μπάντα» (γιατί δεν είναι Banda αλλά Mpanda). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Ένα φυτό της Ευρασίας, στην οικογένεια του μαϊντανού, το οποίο έχει ένα εδώδιμο στρογγυλωπό κόνδυλο και το οποίο βρίσκεται συνήθως στους βοσκότοπους και τα δάση.
Τα προϊόντα veblen είναι τα είδη των υλικών αγαθών για τα οποία η ζήτηση είναι ανάλογη με την υψηλή τιμή τους, η οποία είναι μια προφανής αντίφαση του νόμου της ζήτησης.
Αυτή η παράγραφος είναι αμφισβητούμενη, καθότι ο περιορισμός στην κατανάλωση του νερού δεν είναι θέμα πολυτελείας αλλά οικολογίας (διαχείρισης των υδάτινων πόρων).
Η πολυτελής βιβλιοδεσία (treasure binding ή jeweled bookbinding ή jewelled bookbinding), είναι ένα πολυτελές εξώφυλλο βιβλίου του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί μεταλλοτεχνία σε χρυσό ή ασήμι, μαργαριτάρια, κοσμήματα και ελεφαντόδοντο, ενδεχομένως πέραν από το συνηθισμένο υλικό της βιβλιοδεσίας, για τα βιβλίο-καλύμματα, όπως δέρμα, βελούδο ή άλλο ύφασμα.
Η Περιφέρεια Γκεΐτα (Geita) δημιουργήθηκε το Μάρτιο του 2012, από τεμάχια των Περιφερειών Σινυάνγκα (Shinyanga), Μουάνζα (Mwanza) και Καγκέρα (Kagera).
Χάριν της μετάφρασης, α. επιβάλλεται να διαχωριστούν τα επίπεδα των Συμβουλίων που λαμβάνουν χώρα παρακάτω και που είναι τα:
Επαρχιακά Συμβούλια (District Councils)
Δημοτικά Συμβούλια (Municipal Councils)
Αστικά Συμβούλια (City Councils) και
Κοινοτικά Συμβούλια (Town Councils) και β. Για λόγους ομοιομορφίας, αμέσως μετά την Ελληνική ονομασία, παρατίθεται (εντός παρενθέσεως) η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Banda όσο και η ονομασία Mpanda, στα Ελληνικά γράφονται ως Μπάντα. Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως Μ-πάντα και όχι ως Μπάντα (γιατί δεν είναι Banda αλλά Mpanda). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας.
Ο παρών χάρτης είναι πριν από το διαχωρισμό της Περιφέρειας Ιρίνγκα και την παράλληλη δημιουργία της Περιφέρειας Ντζόμπε (Njombe)(Περιοχή Λουντέουα (Ludewa District), Περιοχή Μακέτε (Makete District), Περιοχή Ντζόμπε (Njombe District) και την Περιοχή Ουανγκίνγ'όμπε (Wanging'ombe District)).
adobos ή adobar (Ισπανική: μαρινάδα, σάλτσα, ή καρύκευμα) είναι η εμβάπτιση, των ωμών τροφίμων που βρίσκονται σε απόθεμα (ή σάλτσα) απαρτιζόμενα ποικιλοτρόπως από πάπρικα, ρίγανη, αλάτι, σκόρδο και ξύδι για να διατηρηθεί και να επαυξηθεί η γεύση τους.
Η recado rojo ή πάστα achiote είναι ένα δημοφιλές μείγμα μπαχαρικών, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε από τους Μάγια. Tώρα, συνδέεται στενά με τις κουζίνες από το Μεξικό και το Μπελίζ, ειδικά στο Γιουκατάν και στην Οαχάκα. Το μείγμα των μπαχαρικών περιλαμβάνει συνήθως ανάτο (annatto), Μεξικάνικη ρίγανη, κύμινο, γαρίφαλο, κανέλα, μαύρο πιπέρι, μπαχάρι, σκόρδο και αλάτι. Οι σπόροι του ανάτο βάφουν το μείγμα κόκκινο και προσδίδουν στο φαγητό, ένα διακριτικό κόκκινο-πορτοκαλί χρώμα.
Ο αριθμός των ειδών του γένους Magnolia, εξαρτάται από την ταξινομική άποψη που τα βλέπει κάποιος. Η πρόσφατη μοριακή και μορφολογική έρευνα, δείχνει ότι τα πρώην γένη Talauma, Dugandiodendron, Manglietia, Michelia, Elmerrillia, Kmeria, Parakmeria, Pachylarnax (και ένας μικρός αριθμός μονοειδικών γενών), όλα ανήκουν στο ίδιο γένος, Μαγνόλιαs.l. (s.l. = sensu lato: «υπό την ευρεία έννοια», σε αντίθεση με το ss = stricto sensu: «με τη στενή έννοια»). Το γένος s.s. 'Μαγνόλια' περιέχει περίπου 120 είδη. Δείτε το τμήμα Ταξινομική σε αυτό το άρθρο.
Στη βοτανική βράκτιο (bract) ή βράκειο, είναι ένα φύλλο στο μίσχο του άνθους δηλαδή ένα τροποποιημένο ή εξειδικευμένο φύλλο, ειδικά ένα που σχετίζεται με την αναπαραγωγική δομή, όπως ένα λουλούδι, ταξιανθία άξονας ή κλίμακα κώνου.
Ένα σέπαλο, είναι ένα μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων (ανθοφόρα φυτά), που συνήθως είναι πράσινο. Τα σέπαλα, τυπικώς λειτουργούν ως προστασία για τον οφθαλμό του λουλουδιού και συχνά ως υποστήριξη για τα πέταλα, όταν βρίσκονται στην άνθιση (βλέπε σχετική φωτογραφία).
Το περιάνθιο ((perianth) και που μερικές φορές ονομάζεται «περιγόνιον» (perigonium) ή (perigon)), είναι το μη αναπαραγωγικό μέρος του λουλουδιού και η δομή του που σχηματίζει ένα περίβλημα γύρω από τα γεννητικά όργανα, αποτελείται από τον κάλυκα (σέπαλα) και την στεφάνη (πέταλα). Ο όρος περιάνθιο προέρχεται από το ελληνικό «περί», που σημαίνει γύρω από και «άνθος», που σημαίνει λουλούδι, ενώ το «περιγόνιον» προέρχεται από το «γόνος», που σημαίνει σπόρος, δηλαδή τα γεννητικά όργανα (βλέπε σχετικό διάγραμμα).
Ένα τέπαλο (tepal), είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει ένα από τα εξωτερικά μέρη του άνθους (συλλογικά του περιανθίου), όταν αυτά τα μέρη δεν μπορούν εύκολα να διαιρεθούν σε δύο είδη, σέπαλα και πέταλα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι τα τμήματα του περιανθίου είναι μη διαφοροποιημένα (δηλαδή πολύ παρόμοιας εμφάνισης), όπως στη 'Μαγνόλια', είτε γιατί είναι δυνατόν να διακρίνουμε ένα εξωτερικό σπονδύλωμα των σεπάλων από ένα εσωτερικό σπονδύλωμα των πετάλων, τα σέπαλα και τα πέταλα είναι παρόμοια σε εμφάνιση το ένα με το άλλο (όπως στα Λίλιουμ). Ο όρος προτάθηκε για πρώτη φορά το 1827, από τον Augustin Pyramus de Candolle.
Το ανθοφόρα φυτά, επίσης γνωστά και ως αγγειόσπερμα ή Μαγνολιόφυτα (Magnoliophyta), είναι η πιο ποικιλόμορφη ομάδα φυτών στη γη. Τα αγγειόσπερμα είναι σποροπαραγωγικά φυτά όπως τα γυμνόσπερμα και μπορούν να διακριθούν από τα γυμνόσπερμα από χαρακτηριστικά που συμπεριλαμβάνουν τα λουλούδια, τα ενδοσπέρμια εντός των σπόρων και την παραγωγή καρπών που περιέχουν τους σπόρους. Ετυμολογικά, «αγγειόσπερμο» σημαίνει το φυτό το οποίο παράγει σπόρους εντός ενός περιβλήματος, εν ολίγοις, ένα φυτό καρποφορίας.
Το adnation στα φυτά, είναι η «ένωση των ανόμοιων μερών· οργανικά ενωμένο ή συγχωνευμένο με άλλο ανόμοιο τμήμα, π.χ. μια ωοθήκη με ένα σωλήνα κάλυκα, ή ένα στήμονα με ένα πέταλο». Αυτό είναι σε αντίθεση με το connation, τη ένωση δηλαδή, παρόμοιων οργάνων (βλέπε σχετική φωτογραφία).
Πρόκειται ένα εξαιρετικά περίπλοκο θέμα και έχει να κάνει με την διάταξη των αυλάκων στην περιφέρεια των γυρεοκόκκων. Ετυμολογικά, το monocolpate (μονοκολπικός) προέρχεται από το mono + colpus = μόνο + κόλπος, και είναι οι κόκκοι της γύρης που έχουν μόνο έναν αύλακα (κόλπο) στην επιφάνειά τους.
Σύμφωνα με τον κανόνα της προτεραιότητας, το πρώτο όνομα που έχει δημοσιευθεί εγκύρως στου Λινναίου«Species Plantarum» (1η Μαΐου, 1753) ή οποιαδήποτε άλλη εργασία από οποιονδήποτε άλλο βοτανικό μετά από αυτή, υπερισχύει έναντι των μετέπειτα ονομασιών (takes precedence over later names). Η ονομασία από τον Plumier δεν ήταν διπλή ονομασία και επιπλέον, δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από το Species Plantarum, γι'αυτό δεν έχει καμία οντότητα. Οι πρώτες διπλές ονομασίες που δημοσιεύτηκαν μετά το 1753 ήταν του Λαμάρκ η Annona dodecapetala (1786). Η Magnolia plumieri (1788), δόθηκε στη δημοσιότητα σε μια μεταγενέστερη ημερομηνία από τον Schwartz και αντιμετωπίζεται ως συνώνυμο, όπως και οι Magnolia fatiscens (1817· Richard), Talauma caerulea (Jaume St-Hilaire 1805) και Magnolia linguifolia (1822).
Η Magnolia glauca έχει το ίδιο δοκίμιο τύπου με την Magnolia virginiana και η τελευταία είναι η πρώτη έγκυρη ονομασία, το είδος που σήμερα ονομάζεται Magnolia virginiana (sweetbay μαγνόλια). ποικ. foetida μετονομάστηκε σε Μαγνόλια η μεγανθής(Magnolia grandiflora), η οποία είναι νόμιμη, διότι το επίθετο foetida έχει μόνο προτεραιότητα στην κατάταξη της ποικιλίας. Η Magnolia grandiflora, είναι η μαγνόλια του Νότου. Οι Magnolia tripetala (μαγνόλια ομπρέλα) και Magnolia acuminata (δέντρο αγγούρι), εξακολουθούν να αναγνωρίζονται ως είδη.
Υπό αυτές τις ονομασίες, τα είδη που περιγράφονται από τον Desrousseaux στου Λαμάρκ την «Encyclopédie Méthodique Botanique», Tome troisieme (1792): 675. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι περιγραφές που έμοιαζαν να αντιπροσωπεύουν το ίδιο είδος, βρέθηκαν σε ένα έργο του Γάλλου φυσιοδίφη Pierre Joseph Buchoz, «Plantes nouvellement découvertes» (1779), με τις ονομασίες heptapeta Lassonia και quinquepeta Lassonia. Το 1934, ο Άγγλος βοτανικός J.E. Dandy υποστήριξε ότι αυτές οι ονομασίες είχαν προτεραιότητα σε σχέση με τις ονομασίες με τις οποίες τα δύο είδη ήταν γνωστά για πάνω από έναν αιώνα και ως εκ τούτου, από τότε η Magnolia denudata έπρεπε να ονομαστεί Magnolia heptapeta, η Magnolia liliiflora θα έπρεπε να αλλάξει σε Magnolia quinquepeta. Μετά από μακρά συζήτηση, οι ειδικοί ταξινομιστές αποφάσισαν ότι στις ονομασίες του ο Buchoz, βασίστηκε σε χίμαιρες (εικόνες που κατασκευάζονται από στοιχεία διαφορετικών ειδών) και πως ο Buchoz δεν παρέπεμψε ή δεν διατήρησε φυτικά δείγματα, οι ονομασίες του είχαν αποκλειστεί να μην είναι αποδεκτές (his names were ruled not to be acceptable).
Τα είδη αυτά είχαν δημοσιευθεί ως Liriodendron coco και Liriodendron figo από τον J. de Loureiro στο «Flora cochinchinensis» (1790) και αργότερα (1817) μεταφέρθηκε στη Magnolia από τον Α P. de Candolle. Η Magnolia figo σύντομα μετά, μεταφέρθηκε στο γένος Michelia.
Η φυτοκομία (horticulture), είναι ο κλάδος της γεωργίας που ασχολείται με την τέχνη, την επιστήμη, την τεχνολογία και τις επιχειρήσεις της καλλιέργειας των φυτών κήπου. Περιλαμβάνει την καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών, φρούτων, λαχανικών, ξηρών καρπών, σπόρων, βοτάνων, βλαστών, μανιταριών, αλγών, λουλουδιών, φυκιών και των μη βρώσιμων καλλιεργειών, όπως γρασίδι, καλλωπιστικά δέντρα και φυτά.
Το 1927, ο J.E. Dandy αποδέχθηκε 10 γένη στο «The genera of Magnoliaceae», Kew Bulletin 1927: 257-264. Το 1984, ο Law Yuh-Wu πρότεινε 15 στο «A preliminary study on the taxonomy of the family Magnoliaceae», Acta Phytotaxonomica Sinica 22: 89-109· και το 2004, ακόμη 16, στο «Magnolias of China». Αυτό δεν είναι μόνο για την ομαδοποίηση μερικών γενών μαζί εκεί που οι άλλοι δεν το κάνουν· οι συγγραφείς συχνά επιλέγουν διαφορετικά όρια.
Τηρουμένων των αναλογιών (mutatis mutandis), είναι μια μεσαιωνική λατινική φράση που σημαίνει «οι απαραίτητες αλλαγές να έχουν γίνει» ή «άπαξ και έχουν γίνει οι απαραίτητες αλλαγές».
Δραστηριότητα νερού (water activity ή aw), είναι η μερική τάσης ατμών του νερού, σε μια ουσία διαιρούμενη με την πρότυπη κατάσταση μερικής πίεσης των ατμών του νερού. Στον τομέα της επιστήμης των τροφίμων, η τυπική κατάσταση, συχνότερα ορίζεται, ως η μερική πίεση ατμών του καθαρού νερού στην ίδια θερμοκρασία.
Το εξωτερικό πώμα ασφαλείας (tamper-evident seal), περιγράφει μια συσκευή ή διαδικασία, που καθιστά τη μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση στο προστατευόμενο αντικείμενο, εύκολα ανιχνεύσιμη.
Στην Αγγλική γλώσσα, υπάρχουν: * η marmalade (μαρμελάδα (εσπεριδοειδών)) - κυρίως από την φλούδα του καρπού των εσπεριδοειδών και * το jam (μαρμελάδα (μη-εσπεριδοειδών)) - κυρίως από το χυμό και τη σάρκα του καρπού των λοιπών (μη-εσπεριδοειδών) καρπών.
Το Ρήον το βαρβαρικόν (Rheum rhabarbarum), κοινώς ραβέντι ή ρεβέντι, είναι ένα είδος φυτού της οικογένειας των Πολυγονοειδών(Polygonaceae). Είναι ένα ποώδες πολυετές φυτό, που αναπτύσσεται από κοντά, πυκνά ριζώματα.
Το λάδι jojoba είναι το υγρό που παράγεται από τους σπόρους του θαμνοειδούς φυτού Simmondsia chinensis (Jojoba), που είναι εγγενές στη νότια Αριζόνα, τη νότια Καλιφόρνια και το βορειοδυτικό Μεξικό. Το έλαιο αποτελεί περίπου το 50% το βάρος του σπόρου jojoba.
Ενίοτε, απαντά και ως «Νιτζέλλα» αντί του ορθού «Νιγκέλλα» ή «Νιγέλα», καθότι η ρίζα της ονομασίας του προέρχεται από το Λατινικό niger («νίγκερ») και όχι από το «νίτζερ».
Το panch phoron (Χίντι: पन्चफोरन, pãch phoṛon), επίσης μεταγραφόμενο ως padkaune Masala, panch puran, panch phoran, panchphoran, panch phutana, είναι ένα ολόκληρο (δηλ. όχι τριμμένο / κοπανισμένο) μείγμα καρυκευμάτων που χρησιμοποιείται στις κουζίνες του Μπαγκλαντές, της Ανατολικής Ινδίας και του Νοτίου Νεπάλ ειδικότερα στη Bhojpuri, στη Mithila του Νεπάλ, στη Βεγγάλη, στην Ασσάμ και στην Ορίυα. Η ονομασία κυριολεκτικά σημαίνει: "πέντε καρυκεύματα" στη γλώσσα Maithili(paanch phorana), στη Νεπαλική γλώσσα(padkaune masala), στην Ασσαμέζικη γλώσσα (pas phoṛôn), στη Βεγγαλική(pãch phoṛon) και στη γλώσσα Ορίυα (panchu phutana (ପଞ୍ଚୁ ଫୁଟଣ)).
Όλα τα καρυκεύματα στο panch phoron είναι σπόροι. Τυπικά, το panch phoron αποτελείται από σπόρους τριγωνίσκου (methi मेथी दाना), νιγκέλλα (मंग्रैल / कलौंजी), κύμινου (जीरा), μαύρης μουστάρδας (राई) και μάραθου (सौंफ़) σε ίσα μέρη. Ωστόσο, ορισμένοι μάγειροι προτιμούν να χρησιμοποιούν ένα μικρότερο ποσοστό των σπόρων τηντιλίδας και αυτό γιατί αυτοί οι σπόροι, έχουν μια ελαφρώς πικρή γεύση.
Το naan, nan ή khamiri είναι ένα φουρνιστό, λεπτό - τραγανό, με προζύμι, πεπλατυσμένο ψωμί που απαντάται στις κουζίνες της Μ. Ανατολής, Δύσης, Κεντρικής και Νότιας Ασίας. Με την αποδημία των Ρομά λαών από την Ινδία, εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές της Δυτικής Ασίας.
Ενίοτε, απαντά και ως «Νιτζέλλα» αντί του ορθού «Νιγκέλλα» ή «Νιγέλα», καθότι η ρίζα της ονομασίας του προέρχεται από το Λατινικό niger («νίγκερ») και όχι από το «νίτζερ».
Ένας άγριος χοίρος (από το Λατινικό feral, "ένα άγριο θηρίο") είναι ένας χοίρος (Sus scrofa) που ζει στην άγρια κατάσταση, αλλά που πρωτύτερα, καταγόταν από τα οικόσιτα ζώα.
Η αδενοτροφική ζωοτοκία (adenotrophic viviparity) σημαίνει "τρέφονται από αδένα, ζωντανή γέννηση". Αυτή είναι η αναπαραγωγική λειτουργία των εντόμων όπως οι μύγες τσε-τσε (Glossinidae) και των ψύλλων(keds) (Hippoboscidae). Η αδενοτροφική ζωοτοκία διαφέρει από την ovoviviparity στο ότι τα αυγά (συνήθως ένα κάθε φορά) διατηρούνται εντός του θηλυκού σώματος, εκκολάπτονται και τρέφονται μέσω "αδένων γάλακτος" μέχρι που οι ανεπτυγμένες προνύμφες είναι έτοιμες να γίνουν pupate. Οι προνύμφες στη συνέχεια γίνονται "larviposited" και αμέσως γίνονται pupate. Αυτός είναι ένας τρόπος ώστε τα έντομα να αποφεύγουν τη θήρευσή τους, κατά τη διάρκεια του πιο ευάλωτου σταδίου της ζωής τους. Στην ovoviviparity ένα ή περισσότερα αυγά εκκολάπτονται στο εσωτερικό του θηλυκού, αλλά δεν τρέφονται μετά την εκκόλαψη και αμέσως γίνονται "larviposited" και συνεχίζουν την ανάπτυξή τους έξω από το θηλυκό.
Μια βακτηριοκύτη (bacteriocyte) (ελληνικά: από το βακτήρια κυττάρων), που ονομάζεται επίσης μυκητοκύτη (mycetocyte), είναι ένα εξειδικευμένο λιποκύτταρο, που βρίσκεται σε ορισμένες ομάδες εντόμων όπως τις αφίδες, τις μύγες τσε-τσε, τις γερμανικές κατσαρίδες, τις σιταρόψειρες και πολλές άλλες.
Στην ανατομία, μια καλλιέργεια (μερικές φορές ονομάζεται επίσης μια λαρυγγίτιδα ή ένας πρόλοβος (craw), ή ingluvies) είναι ένα λεπτό τοίχωμα, το επεκτεινόμενο τμήμα του πεπτικού σωλήνα, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση της τροφής πριν από την πέψη.
Η "Νόσος του Chagas" ή Αμερικανική τρυπανοσωμίαση, είναι μια τροπική παρασιτική ασθένεια που προκαλείται από το πρωτόζωο Trypanosoma cruzi. Εξαπλώνεται κυρίως από τα έντομα που είναι γνωστά ως triatominae ή κοριοί που φιλιούνται (kissing bugs).
Στη μοριακή βιολογία, ο πολυμορφισμός μήκους θραύσματος περιορισμού, ή RFLP (που κοινώς προφέρεται «ριφ-λιπ» (“rif-lip”)), είναι μια τεχνική που εκμεταλλεύεται τις παραλλαγές στις ομόλογες αλληλουχίες του DNA.
Μια πολυφυλετική (από το Ελληνικό "πολλές φυλές») ομάδα, χαρακτηρίζεται από μία ή περισσότερες ομοπλασίες: φαινότυπους που έχουν συγκλίνει ή επαναφέρονται έτσι, ώστε να φαίνονται ότι είναι ίδιοι, αλλά οι οποίοι δεν κληρονομήθηκαν από κοινούς προγόνους. Εναλλακτικά, η πολυφυλετική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολλαπλές πατρογονικές πηγές, ανεξαρτήτως της σύγκλισης.
Οι προκυκλίνες, γνωστές επίσης και ως προκυκλικές όξινες επαναλαμβανόμενες πρωτεΐνες ή PARP, είναι πρωτεΐνες που αναπτύσσονται στην επιφάνεια επίστρωσης των παρασίτων του Trypanosoma brucei ενώ είναι εντός του φορέα της μύγας τσε-τσε.
Το Sodalis είναι γένος των βακτηρίων μέσα στην οικογένεια των Εντεροβακτηριοειδών. Ένα είδος βακτηρίων εντός αυτού του γένους, η Sodalis glossinidius, βρέθηκε στην αιμολέμφο της μύγας τσε-τσε (Glossina morsitans).
Το σκουλήκι είναι η προνύμφη μιας μύγας (τάξης Δίπτερου)· εφαρμόζεται ιδίως για τις προνύμφες των Βραχύκερων (Brachyceran) μυγών, όπως οι οικιακές μύγες, οι τυρόμυγες και οι κρεατόμυγες και όχι οι προνύμφες των νηματόκερων (nematocera), όπως τα κουνούπια και οι γερανόμυγες (μακρύποδη-(crane fly)).
Η λοιμοτοξικότητα είναι, από τον ορισμό του Medical Subject Headings(MeSH), ο βαθμός της παθογένειας εντός μιας ομάδας ή είδος των παρασίτων όπως υποδεικνύεται από τα ποσοστά θνησιμότητας και / ή την ικανότητα του οργανισμού να εισβάλει στους ιστούς του ξενιστή.
Ενδοπαράσιτο, είναι κάθε οργανισμός που ζει μέσα στο σώμα ή τα κύτταρα ενός άλλου οργανισμού, δηλαδή σχηματίζοντας μια ενδοσυμβίωση (ελληνικά: από το ἔνδον "εντός", σύν "μαζί" και βίωσις "ζωή").
Η τεχνική στείρωσης του εντόμου, είναι μια μέθοδος βιολογικού ελέγχου, σύμφωνα με την οποία απελευθερώνονται συντριπτικοί αριθμοί στείρων εντόμων. Τα έντομα που απελευθερώνονται, συνήθως είναι αρσενικά, καθώς τα θηλυκά είναι αυτά τα οποία προκαλούν τη βλάβη, συνήθως με το εναποθέτουν τα αυγά τους στις καλλιέργειες ή στην περίπτωση των κουνουπιών, που μεταφέρουν αίμα από τους ανθρώπους.
Η φάση μεταξύ των δύο περιόδων της έκδυσης, στην ανάπτυξη ενός εντόμου προνύμφης ή άλλου ασπόνδυλου ζώου, έως ότου επιτευχθεί η σεξουαλική του ωριμότητα.
Οι Τρυπανοσωματίδες (Trypanosomatids) είναι μια ομάδα kinetoplastid πρωτόζωων που διακρίνεται από την ύπαρξη μόνο μιας λεπτής νηματοειδούς δομής. Το όνομα προέρχεται από το Ελληνικό τρυπάνο (τρυπάνι) και σώμα (σώμα), λόγω της όμοιας με τιρμπουσόν κίνησης ορισμένων ειδών τρυπανοσωματιδών.
Η Wigglesworthia glossinidia είναι ένα Gram-αρνητικό βακτήριο της οικογένειας Enterobacteriaceae, που σχετίζεται με το Εσερίχια κόλι(E. coli), το οποίο ζει στο έντερο της μύγας τσε-τσε. Το βακτήριο αυτό περιγράφηκε από τον Serap Aksoy και φέρει το όνομα του Βρετανού εντομολόγου Sir Brian Vincent Wigglesworth, ο οποίος πέθανε το έτος πριν από την περιγραφή του.
Το gynoecium (από το Αρχαίο Ελληνικό «γυνή» (gyne), που σημαίνει γυναίκα και το «οἶκος», που σημαίνει σπίτι), συνηθέστερα χρησιμοποιείται ως συλλογικός όρος για τα τμήματα του ενός λουλουδιού που παράγει ωάρια και που τελικά εξελίσσεται σε καρπό και σπόρους (βλέπε σχετική φωτογραφία).
Στη βοτανική, sessility (σημαίνει «καθήμενο», και χρησιμοποιείται με την έννοια του «ακουμπά στην επιφάνεια»), είναι ένα χαρακτηριστικό των τμημάτων του φυτού που δεν έχουν στέλεχος.
Ένα στέλεχος είναι ένας από τους δύο κύριους διαρθρωτικούς άξονες ενός αγγειακού φυτού, το άλλο να είναι η ρίζα. Το στέλεχος κατά κανόνα διαιρείται σε κόμβους και μεσογονάτια: (βλέπε σχετική φωτογραφία)
Οι κόμβοι διαθέτουν ένα ή περισσότερα φύλλα, καθώς και τα μπουμπούκια που μπορούν να εξελιχθούν σε κλαδιά (με φύλλα, κώνοι κωνοφόρων, ή ταξιανθίες (λουλούδια)). Επείσακτες ρίζες μπορούν να παραχθούν από τους κόμβους.
Τα μεσογονάτια, είναι η απόσταση μεταξύ του ενός κόμβου και του επόμενου κόμβου.
Άροση ή όργωμα, είναι η γεωργική προετοιμασία του εδάφους, με μηχανική ανάδευση των διαφόρων τύπων, όπως το σκάψιμο, το ανακάτεμα και το αναποδογύρισμα του εδάφους.
Στη βοτανική βράκτιο (bract) ή βράκειο, είναι ένα φύλλο στο μίσχο του άνθους δηλαδή ένα τροποποιημένο ή εξειδικευμένο φύλλο, ειδικά ένα που σχετίζεται με την αναπαραγωγική δομή, όπως ένα λουλούδι, ταξιανθία άξονας ή κλίμακα κώνου.
Η επεξεργασία τροφίμων είναι η μετατροπή των πρώτων υλών, με φυσικά ή χημικά μέσα σε τρόφιμα ή των τροφίμων σε άλλες μορφές. Η επεξεργασία τροφίμων συνδυάζει τα ακατέργαστα συστατικά των τροφίμων, για την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων τροφίμων, που μπορούν να παρασκευαστούν εύκολα και που εξυπηρετούν τον καταναλωτή.
Σε ένα φυτό με ένα σύστημα κύριας ρίζας, η κύρια ρίζα είναι η μεγαλύτερη, κεντρικότερη και η πιο κυρίαρχη ρίζα, από την οποία άλλες ρίζες βλαστάνουν πλευρικά. Συνήθως, μια κύρια ρίζα είναι κάπως ευθεία, πολύ παχιά, κωνικού σχήματος και αναπτύσσεται κατευθείαν προς τα κάτω.
Το κορυφαίο μερίστωμα, ή το καλλιεργούμενο άκρο, είναι ένας εντελώς αδιαφοροποίητος μεριστηματικός ιστός, που απαντάται στα μπουμπούκια και τις αυξανόμενες άκρες των ριζών στα φυτά.
Portmanteau ή μια λέξη portmanteau, που στη γλωσσολογία επίσης ονομάζεται και μείγμα λέξης (blend word), είναι ένας συνδυασμός της λήψης μέρους (αλλά όχι όλου) από δύο (ή περισσότερες) λέξεις ή τους ήχους τους και η σημασία τους σε μια νέα ενιαία λέξη. Η λέξη προέρχεται από τον Αγγλικό όρο «βαλίτσα αποσκευών» για ένα κομμάτι αποσκευής που αποτελείται από δύο διαμερίσματα, η οποία προέρχεται από το Γαλλικό portemanteau (από το porter [για τη μεταφορά] και το manteau [για το παλτό]).
Ένας μίσχος (στη βοτανική) είναι ένα στέλεχος που αποδίδει ενιαία λουλούδια στην ταξιανθία. Είναι τα κλαδιά ή τα στελέχη που συνδέουν το κάθε λουλούδι σε μια ταξιανθία, που περιέχει περισσότερα από ένα λουλούδι.
Οι πλευρικές ρίζες εκτείνονται οριζοντίως από την πρωτογενή ρίζα (ριζίδιο) και χρησιμεύουν για την ασφαλή αγκίστρωση του φυτού στο έδαφος. Αυτή η διακλάδωση των ριζών συμβάλλει επίσης στην πρόσληψη νερού και διευκολύνει την εξαγωγή των θρεπτικών συστατικών που απαιτούνται για την αύξηση και ανάπτυξη του φυτού.
Μια ποικιλία (Συστηματική ταξινόμηση) είναι ένα φυτό ή μια ομαδοποίηση φυτών που έχουν επιλεγεί για τα επιθυμητά χαρακτηριστικά, που μπορούν να διατηρηθούν δια του πολλαπλασιασμού.
Πτεροειδές (φύλλωμα) είναι η διάταξη των σαν φτερό ή πολυ-διαιρούμενων χαρακτηριστικών που προκύπτουν στις δύο πλευρές του φύλλου, από ένα κοινό άξονα.
Στη βοτανική, μια ροζέτα είναι μια κυκλική διάταξη των φύλλων, με όλα τα φύλλα σε παρόμοιο ύψος. Παρόλο, που οι ροζέτες συνήθως κάθονται πλησίον του εδάφους, η δομή τους είναι ένα παράδειγμα ενός τροποποιημένου στελέχους.
Ένα σέπαλο, είναι ένα μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων (ανθοφόρα φυτά), που συνήθως είναι πράσινο. Τα σέπαλα, τυπικώς λειτουργούν ως προστασία για τον οφθαλμό του λουλουδιού και συχνά ως υποστήριξη για τα πέταλα, όταν βρίσκονται στην άνθιση (βλέπε σχετική φωτογραφία).
Το σκιάδιο είναι μια ταξιανθία η οποία αποτελείται από έναν αριθμό κοντών μίσχων λουλουδιών (που ονομάζονται μίσχοι), το οποίο απλώνεται από ένα κοινό σημείο, κάπως σαν τις νευρώσεις της ομπρέλας.
Ο χυμός (Αγγλ. sap), είναι αυστηρός όρος της επιστήμης της Γενικής Βοτανικής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην Φυσιολογία Φυτών και όχι οπουδήποτε. Συγκεκριμένα, είναι ΜΟΝΟΝ το πρωταρχικό υδατικό διάλυμα που κινείται στα αγγεία του φυτού με πολύπλοκες φυσικοχημικές διεργασίες (ώσμωση, τριχοειδικά φαινόμενα κ.ά.) και χρησιμεύει στην θρέψη του. Οποιοδήποτε υγρό παράγει το φυτό ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ και σε οποιοδήποτε σημείο του (βλαστό, φύλλα, άνθη, κ.ο.κ), ακόμη και αν προέρχεται από αυτό το διάλυμα, δεν είναι χυμός, με την ΑΥΣΤΗΡΗ βοτανική έννοια (sensu stricto). Επίσης, ο χυμός, δεν πρέπει να συγχέεται με το λατέξ, τη ρητίνη ή το κενοτόπιο(vacuole).
Ένας ίουλος (catkin ή ament), είναι μια λεπτή, κυλινδρική συστάδα άνθους, με δυσδιάκριτα ή χωρίς πέταλα, που συνήθως γονιμοποιούνται μέσω του ανέμου (anemophilous), αλλά μερικές φορές είναι και εντομογαμή (όπως στο Salix). Η Αγγλική λέξη «ίουλος» (catkin) είναι δάνεια λέξη από την παλαιά Ολλανδική «katteken», που σημαίνει «γατάκι», λόγω της ομοιότητας με την ουρά από ένα γατάκι. Η Αγγλική λέξη «ίουλος» (ament) προέρχεται από το Λατινικό amentum, που σημαίνει «λουρί» ή «λουρίδα».
Το γλυκοπίπερο (pimiento) (Ισπανική προφορά: [piˈmjento]) ή πιπέρι κεράσι, είναι μια ποικιλία από μεγάλες, κόκκινες, σχήματος καρδιάς, πιπεριές τσίλι (Καψικόν το ετήσιον - Capsicum annuum), διαστάσεων 7 έως 10 εκ. (3 έως 4 ίντσες) και 5 έως 7 εκ. (2 έως 3 ίντσες) (μέση, επιμήκης).
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Banda όσο και η ονομασία Mpanda, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπάντα». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πάντα» και όχι ως «Μπάντα» (γιατί δεν είναι Banda αλλά Mpanda). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Banda όσο και η ονομασία Mpanda, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπάντα». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πάντα» και όχι ως «Μπάντα» (γιατί δεν είναι Banda αλλά Mpanda). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Bonde όσο και η ονομασία Mponde, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπόντε». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πόντε» και όχι ως «Μπόντε» (γιατί δεν είναι Bonde αλλά Mponde). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Baramo όσο και η ονομασία Mbaramo, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπαράμο». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-μπαράμο» και όχι ως «Μπαράμο» (γιατί δεν είναι Baramo αλλά Mbaramo). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Bunguzi όσο και η ονομασία Mpunguzi, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπουνγκούζι». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πουνγκούζι» και όχι ως «Μπουνγκούζι» (γιατί δεν είναι Bunguzi αλλά Mpunguzi). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Banda όσο και η ονομασία Mpanda, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπάντα». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πάντα» και όχι ως «Μπάντα» (γιατί δεν είναι Banda αλλά Mpanda). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Επειδή ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ.
Τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Banda όσο και η ονομασία Mpanda, στα Ελληνικά γράφονται ως «Μπάντα». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Μ-πάντα» και όχι ως «Μπάντα» (γιατί δεν είναι Banda αλλά Mpanda).
Ονομασίες που έχουν στη 1η. ή στην τελευταία τους συλλαβή [σύμφωνο-το γράμμα "w"-φωνήεν] π.χ. η ονομασία Bwembwera, στα Ελληνικά γράφεται Μπουεμπουέρα αν όμως επιχειρήσουμε την Ελληνική ονομασία να την αποτυπώσουμε με Αγγλικούς χαρακτήρες τότε θα έχουμε: Buebuera ... καμία σχέση με το Bwembwera, ομοίως,
η ονομασία Kwale, στα Ελληνικά γράφεται Κουάλε αν όμως επιχειρήσουμε την Ελληνική ονομασία να την αποτυπώσουμε με Αγγλικούς χαρακτήρες τότε θα έχουμε: Kouale ή Kuale... καμία σχέση με το Kwale.
Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τυποποίησης του Αμερικανικού Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης (USDA GRIN), η κοινή ονομασία Φραντζιπάνι (Frangipani), αναφέρεται μόνο στο είδος Πλουμερία η ερυθρά (Plumeria rubra).
Απόκυνον (Apocynum), γένος πολυετών, ποωδών, δηλητηριωδών φυτών, της οικογένειας των αποκυνιοειδών. Η ονομασία του γένους προέρχεται από τις λέξεις «από» και «κύων» και σημαίνει «δηλητήριο των σκυλιών». Από τα 25 είδη του γένους, το πιο κοινό είναι το "Α. το καννάβιvoν", φαρμακευτικό φυτό της Βόρειας Αμερικής, με άνθη λευκοπράσινα που ο χυμός του περιέχει το αλκαλοειδές αποκυνίνη. Οι ρίζες του χρησιμοποιούνται ως εμετικό, διουρητικό και καθαρτικό μέσο. Στη Βόρεια Αμερική, κλαδιά με καρπούς του είδους αυτού χρησιμοποιούνται για τη νάρκωση των ψαριών τα οποία έπειτα τα μαζεύουν εύκολα. Οι ίνες των βλαστών του χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σχοινιών και σπάγκων.
Με την ονομασία «Ευφορβία» υπάρχουν σήμερα σε όλο τον κόσμο 1000 περίπου φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των Ευφορβιοειδών. Από αυτά, 40 είδη απαντούν και στην Ελλάδα, τα οποία αποκαλούνται συνήθως Γαλατσίδες (λόγω του γαλακτώδους υγρού που βγαίνει από τον κορμό του φυτού όταν κοπεί).
Τα περισσότερα είδη των Ευφορβιοειδών είναι δηλητηριώδη για τον άνθρωπο. Προφυλάξεις: Αν και το Ευφόρβιον είναι από τα ελάχιστα είδη της οικογένειας των Ευφορβιοειδών που δεν είναι δηλητηριώδες για τον άνθρωπο, οι υπερβολικές δόσεις μπορούν να προκαλέσουν ναυτία και έμετο. Να μην λαμβάνεται μαζί με γλυκόριζα. Σε όλα σχεδόν τα είδη, όταν το φυτό πάθει ζημιά, ελευθερώνει ένα λευκό γαλακτώδες υγρό που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες. Αν έρθει σε επαφή με το δέρμα ή τα μάτια πρέπει να ξεπλυθεί αμέσως με άφθονο νερό ή φρέσκο γάλα. Αν πάει στο μάτι είναι πολύ επικίνδυνο καθώς μπορεί να προκαλέσει τύφλωση, πρέπει κι'εδώ όπως και προηγουμένως να ξεπλυθεί αμέσως με άφθονο νερό ή φρέσκο γάλα. Όλα τα μέρη του φυτού είναι τοξικά. Ιστορικά στοιχεία: Κατά τον Πλίνιο (ο οποίος γράφει για την Euphorbia helioscopia) η ονομασία «Ευφόρβιον», οφείλεται στον Εύφορβον, γιατρό του Βασιλιά της Μαυριτανίας Τζούμπα, τον 2ο (30 π.Χ – 24 μ.Χ.).
Ο χυμός (Αγγλ. sap), είναι αυστηρός όρος της επιστήμης της Γενικής Βοτανικής που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην Φυσιολογία Φυτών και όχι οπουδήποτε. Συγκεκριμένα, είναι ΜΟΝΟΝ το πρωταρχικό υδατικό διάλυμα που κινείται στα αγγεία του φυτού με πολύπλοκες φυσικοχημικές διεργασίες (ώσμωση, τριχοειδικά φαινόμενα κ.α.) και χρησιμεύει στην θρέψη του. Οποιοδήποτε υγρό παράγει το φυτό ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ και σε οποιοδήποτε σημείο του (βλαστό, φύλλα, άνθη, κ.ο.κ), ακόμη και αν προέρχεται από αυτό το διάλυμα, δεν είναι χυμός, με την ΑΥΣΤΗΡΗ βοτανική έννοια (sensu stricto). Επίσης, ο χυμός, δεν πρέπει να συγχέεται με το λατέξ, τη ρητίνη ή το κενοτόπιο(vacuole).
Ο πολλαπλασιασμός των φυτών είναι η διαδικασία δημιουργίας νέων φυτών από μία ποικιλία πηγών: σπόρους, μοσχεύματα, βολβούς και άλλα μέρη του φυτού. Ο πολλαπλασιασμός των φυτών μπορεί επίσης να αφορά την τεχνητή ή φυσική διασπορά των φυτών.
Το λέι (lei) είναι μια γιρλάντα ή στεφάνι. Πιο χαλαρά ορίζεται, ότι ένα λέι (πληθυντ.: λέις (leis)), είναι οποιαδήποτε σειρά από αντικείμενα περασμένα σε κλωστή, με πρόθεση να φορεθούν. Η πιο δημοφιλής έννοια του λέι στην κουλτούρα της Χαβάης, είναι ένα στεφάνι από λουλούδια που προσφέρεται ως ένδειξη στοργής, κατά την άφιξη ή την αναχώρηση.
Το Sigiriya (προφέρεται see-gi-ri-yə, Σινχαλέζικα: Βράχος λιονταριού), είναι ένα αρχαίο παλάτι που βρίσκεται στην κεντρική Επαρχία Matale, πλησίον της πόλης Νταμπούλα, στην Κεντρική Επαρχία, Σρι Λάνκα. Το όνομα αναφέρεται σε μια περιοχή ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας, όπου δεσπόζει μια τεράστια στήλη βράχου, ύψους σχεδόν 200 μέτρων (660 πόδια).
Μία αποικία κλώνων ή genet, είναι μία ομάδα γενετικά πανομοιότυπων ατόμων, όπως φυτά, μύκητες ή βακτήρια, τα οποία έχουν αναπτυχθεί σε μια δεδομένη τοποθεσία, όλα καταγόμενα βλαστητικά, όχι σεξουαλικώς, από ένα μόνο πρόγονο.
Στη βοτανική, μία δρύπης (ή πυρηνόκαρπο) είναι ένας καρπός μη διανοιγόμενος στον οποίο ένα εξωτερικό σαρκώδες μέρος (εξωκάρπιο, ή ο φλοιός· και το μεσοκάρπιο, ή σάρκα) περιβάλλουν ένα κέλυφος (το λάκκο, πέτρα, ή πυρένιο) του σκληρυμένου ενδοκαρπίου με έναν σπόρο (πυρήνα) εντός).
Το λαχματζούν (Αρμενικά: լահմաջուն lahmaǰun ή լահմաջո lahmaǰo· Τουρκικά: Lahmacun, από τα Αραβικά: لحم عجين, Lahm'ajīn, συντομογραφία του لحم بعجين, Lahm bi'ajīn, "κρέας με ζύμη"), είναι ένα στρογγυλό, λεπτό κομμάτι ζύμης που είναι καλυμμένο στην κορυφή του με κιμά (συνήθως μοσχάρι ή αρνί) και ψιλοκομμένα λαχανικά και βότανα, όπως κρεμμύδια, ντομάτες και μαϊντανό που στη συνέχεια ψήνεται.
Στη βοτανική και την δενδρολογία, ένα ρίζωμα (από το Αρχαίο Ελληνικό: ῥίζωμα, "μάζα των ριζών", από το ῥιζόω, "αιτία να χτυπήσει η ρίζα") είναι ένα τροποποιημένο υπόγειο στέλεχος του φυτού, που συνήθως βρίσκεται υπογείως, συχνά στέλνοντας ρίζες και βλαστούς από τα μεσογόνατιά του.
Za'atar (Αραβικά: زعتر) είναι μια γενική ονομασία, μιας οικογένειας σχετικών βοτάνων της Μέσης Ανατολής από τα γένη: Origanum (ρίγανης), Calamintha (βασιλικού θυμαριού (Acinos arvensis)), θυμαριού (τυπικά Thymus vulgaris, δηλαδή, θυμάρι) και Satureja (αλμυρής).
Το ταννικό οξύ είναι μια ειδική εμπορική μορφή της ταννίνης, ένα είδος πολυφαινόλης. Η ασθενής οξύτητά του (pKa περίπου 10), οφείλεται στις πολυάριθμες ομάδες φαινόλης στη δομή.
Η ουρουσχιόλη (urushiol), είναι ένα ελαιώδες οργανικό αλλεργιογόνο που βρίσκεται στα φυτά της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών(Anacardiaceae), ειδικά στα Toxicodendron spp. (π.χ. δηλητηριώδη δρυ, δέντρο λάκας, δηλητηριώδη κισσό (Toxicodendron radicans), δηλητηριώδη σουμάκ(Toxicodendron vernix)) καθώς επίσης και στα μάνγκο.
Η ερημοποίηση (desertification) είναι ένα είδος υποβάθμισης της γης, στην οποία μια σχετικά στεγνή περιοχή γης γίνεται όλο και πιο άγονη, συνήθως χάνοντας τα υδάτινα συστατικά του όπως επίσης τη βλάστηση και την άγρια πανίδα.
Κατάπλασμα, ονομάζεται η μαλακή υγρή φαρμακούχος μάζα, η οποία συχνά θερμαίνεται και που απλώνεται στο ύφασμα πάνω από το δέρμα, για τη θεραπεία του πόνου, της φλεγμονής ή του επώδυνου μέρους του σώματος. Μπορεί επίσης, να χρησιμοποιηθεί σε πληγές, όπως τα κοψίματα.
Η υπερβόσκηση (overgrazing) συμβαίνει όταν τα φυτά εκτίθενται σε εντατική βόσκηση για παρατεταμένες χρονικές περιόδους ή χωρίς επαρκείς περιόδους ανάκαμψης. Μπορεί να προκληθεί είτε από τα ζώα στη κακή διαχείριση των γεωργικών εφαρμογών ή από υπερπληθυσμών ιθαγενών ή μη ιθαγενών άγριων ζώων.
Η υπερεκμετάλλευση (overexploitation), που ονομάζεται επίσης υπερσυγκομιδή (overharvesting), αναφέρεται στην συγκομιδή μιας ανανεώσιμης πηγής μέχρι του σημείου της φθίνουσας απόδοσής της. Η παρατεταμένη υπερεκμετάλλευση, μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή των πόρων.
Ένα πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.
Το baba ghanoush (στα Αραβικά: بابا غنوج bābā ghannūj, εμφανίζεται επίσης ως baba ganush, baba ghanouj ή baba ghanoug), είναι ένα πιάτο των Λεβαντίνων, μαγειρεμένης μελιτζάνας αναμεμειγμένης με κρεμμύδια, ντομάτες, ελαιόλαδο και διάφορα καρυκεύματα. Ο Αραβικός όρος σημαίνει «χαϊδεμένος μπαμπάς» ή «ντροπαλός μπαμπάς», ίσως σε σχέση με ένα μέλος από το βασιλικό χαρέμι.
Είναι μια ποικιλία από ψητά της Ιερουσαλήμ(Jerusalem mixed grill) (Εβραϊκά: מעורב ירושלמי) (me'orav Yerushalmi), ένα πιάτο με ψητά κρέατα που θεωρείται μια σπεσιαλιτέ της Ιερουσαλήμ, Ισραήλ. Αποτελείται από καρδιέςκοτόπουλου, σπλήνες και συκώτια αναμεμιγμένα με κομμάτια από αρνί, μαγειρεμένο σε μια επίπεδη σχάρα, καρυκευμένο με κρεμμύδι, σκόρδο, μαύρο πιπέρι, κύμινο, κιτρινόριζα και κόλιανδρο.
Το Taboon (Αραβικά: خبز طابون: είναι ένα παραδοσιακό ψωμί της Ιορδανίας και της Παλαιστίνης, Εβραϊκά: לאפה: la-fah Εβραϊκά: פיתה עירקית: Ιρακινή πίτα στην Ιερουσαλήμ: Εβραϊκά: אַשתנוּר ash-tanur), είναι ένα πλατύ-ψωμί περιτυλίγματος, που χρησιμοποιείται σε πολλές κουζίνες. Παραδοσιακά ψήνεται σε φούρνο tabun και τρώγεται με διαφορετικές γεμίσεις.
Το sabich ή sabikh (Εβραϊκά: סביח [saˈbiχ]) είναι ένα Ισραηλινό σάντουιτς, που αποτελείται από πίτα γεμιστή με τηγανητές μελιτζάνες και βραστά αυγά. Η τοπική κατανάλωση λέγεται ότι προήλθε από μια παράδοση μεταξύ των Ιρακινών Εβραίων, οι οποίοι το έτρωγαν το πρωί του Σαββάτου.
Το shawarma ή shawurma (Αραβικά: شاورما, Σάουρμα), είναι η προετοιμασία του κρέατος των Λεβαντίνων Αράβων, όπου αρνί, κοτόπουλο, γαλοπούλα, μοσχάρι ή αναμεμιγμένα κρέατα, τοποθετούνται στην σούβλα (κοινώς, μια κάθετη σούβλα στα εστιατόρια) και μπορεί να ψήνονται έως και μια ημέρα.
Η διατροφή vegan, αναφέρεται στις διατροφικές δίαιτες - που δεν περιλαμβάνουν ζωικά προϊόντα. Οι κακώς σχεδιαζόμενες δίαιτες vegan, μπορούν να είναι ελλιπείς σε βιταμίνη Β12 (Β12), βιταμίνη D, ασβέστιο, ιώδιο, σίδηρο, ψευδάργυρο, ριβοφλαβίνη (Β2) και ωμέγα-3 λιπαρά οξέα.
Το λαχματζούν (Αρμενικά: լահմաջուն lahmaǰun ή լահմաջո lahmaǰo· Τουρκικά: Lahmacun, από τα Αραβικά: لحم عجين, Lahm'ajīn, συντομογραφία του لحم بعجين, Lahm bi'ajīn, "κρέας με ζύμη"), είναι ένα στρογγυλό, λεπτό κομμάτι ζύμης που είναι καλυμμένο στην κορυφή του με κιμά (συνήθως από μοσχάρι ή αρνί) και ψιλοκομμένα λαχανικά και βότανα, όπως κρεμμύδια, ντομάτες και μαϊντανό, που στη συνέχεια ψήνεται.
Το pekmez (Τουρκικά: pekmez από το Τουρκικό Ογκούζ (Oghuz)bekmes ή dibs (στα Αραβικά), είναι ένα σιρόπι μελάσας, που λαμβάνεται μετά από τη συμπύκνωση των χυμών φρούτων μούστου, ιδιαίτερα των σταφυλιών δια του βρασμού των με ένα πηκτικό παράγοντα.
Το φαλάφελ (fəlɑːfəl· Αραβικά: فلافل [fælæːfɪl]), είναι καλά τηγανισμένες μπαλίτσες ή μπουρεκάκια που γίνονται από αλεσμένα ρεβίθια, φάβα ή και από τα δύο.
Τα φούλια (ful medames) (Αραβικά: فول مدمس, ful midammisful medæmmes), οι εναλλακτικοί τρόποι γραφής συμπεριλαμβάνουν ful mudammas καθώς και foule mudammes ή απλά fūl, είναι ένα Αιγυπτιακό πιάτο μαγειρεμένης φάβας, σερβιρισμένης με φυτικό λάδι, κύμινο και προαιρετικά με ψιλοκομμένο μαϊντανό, σκόρδο, κρεμμύδι, χυμό λεμονιού και πιπέρι τσίλι. Είναι ένα βασικό γεύμα στην Αίγυπτο, ιδιαίτερα στις βόρειες πόλεις του Καΐρου και της Γκίζα.
Το χούμους (Αραβικά: حُمُّص) είναι ένα τρόφιμο της κουζίνας των Λεβαντίνων και της Αιγύπτου, βούτηγμα ή άλειμμα παρασκευασμένο από μαγειρεμένο πουρέ ρεβιθιών αναμεμειγμένων με ταχίνι, ελαιόλαδο, χυμό λεμονιού, αλάτι και σκόρδο.
Το μέλι χουρμαδιάς ή σιρόπι χουρμαδιάς, rub (Αραβικά: رب, προφέρεται [rubb]) (Εβραϊκά και Ιουδαιο-Ιρακινά Αραβικά: סילאן, προφέρεται [silan]), είναι ένα παχύ σκούρο καφέ πολύ γλυκό σιρόπι φρούτων, που προέρχεται από τους χουρμάδες. Χρησιμοποιείται ευρέως στο μαγείρεμα, της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Μια τροφή χαρακτηρίζεται ως υπέρ-τροφή (super food), όταν μικρή ποσότητά της συγκεντρώνει ένα πλήθος από ευεργετικές ουσίες και αποτελεί έναν αξιόλογο σύμμαχο στην προάσπιση της ανθρώπινης υγείας.
Το βούτυρο των ξηρών καρπών είναι ένα επαλείψιμο τρόφιμο που γίνεται από την άλεση των ξηρών καρπών σε μία πάστα. Το αποτέλεσμα, έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και μπορεί να απλωθεί σαν το αληθινό βούτυρο, αλλά κατά τα άλλα είναι άσχετο με το βούτηρο.
Στη βοτανική βράκτιο (bract) ή βράκειο, είναι ένα φύλλο στο μίσχο του άνθους δηλαδή ένα τροποποιημένο ή εξειδικευμένο φύλλο, ειδικά ένα που σχετίζεται με την αναπαραγωγική δομή, όπως ένα λουλούδι, ταξιανθία άξονας ή κλίμακα κώνου.
Ο όρος forb (μερικές φορές γράφεται και phorb) αναφέρεται σε οποιοδήποτε ποώδες φυτό που δεν ανήκει στα Αγρωστώδη(Graminae) (π.χ. δημητριακά, βούρλα κ.ο.κ). Με άλλα λόγια, τα forbs είναι πόες, αλλά όλες οι πόες δεν είναι forbs. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στην γεωπονική και την κτηνοτροφία, προερχόμενη εκ του ελληνικού φορβή < φέρβω.
Η ονομασία «Don» και το υποκοριστικό του «Donet», προέρχονται από το Ιρανικό, Σαρματικό Dānu «το ποτάμι». Σύμφωνα με τον V. Abaev (ειδικό σε θέματα Σκυθικο-σαρματικών γλωσσών), το όνομα Don, προέρχεται από το Ιρανικό, Σκυθικο-Σαρματικό Dānu (ποτάμι). Οι Σκυθικο-Σαρμάτες κατοίκησαν τις περιοχές βορείως του Εύξεινου Πόντου από το 1100 π.Χ. έως τους πρώτους Μεσαιωνικούς χρόνους.
Ένα πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος") είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.
Το φερουλικό οξύ είναι ένα υδροξυκινναμωμικό οξύ, ένα είδος οργανικής ένωσης. Είναι ένα άφθονο φαινολικών φυτοχημικό, που βρίσκεται στα συστατικά των τοιχωμάτων των φυτικών κυττάρων, όπως οι αραβινοξυλάνες, ως ομοιοπολικές πλευρικές αλυσίδες.
Το colonche είναι ένα κόκκινου χρώματος αλκοολούχο ποτό, που παρασκευάζεται από τους Μεξικανούς για χιλιάδες χρόνια με «tuna», τους καρπούς του «nopal» (κάκτοι Opuntia), ειδικά με την «Cardona tuna», τους καρπούς της Opuntia streptacantha.
Παρασκευάζεται στις πολιτείες Αγουασκαλιέντες(Aguascalientes), Σαν Λουίς Ποτοσί(San Luis Potosi) και Σακατέκας(Zacatecas), όπου είναι άφθονα τα άγρια nopal. Είναι ένα γλυκό, ανθρακούχο ποτό.
Η jalapeño (χαλαπένιο), είναι μια μεσαίου μεγέθους πιπεριά τσίλι, ποικιλίας τύπου φούσκας των ειδών Capsicum annuum. Μια ώριμη jalapeño έχει μήκος 5-10 εκ. (2-4 ίντσες) και κρέμεται προς τα κάτω με μια στρογγυλή, σφιχτή, λεία σάρκα πλάτους 25-38 χιλ. (1-1,5 ίντσες).
Ο Kishkashta (קישקשתא) ήταν ο κύριος χαρακτήρας σε μια από τις πρώτες εκπομπές της Ισραηλινής Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης Ma Pit'om (מה פתאום· «Τι στο καλό;» ή «Δεν υπάρχει τρόπος!»), γραμμένο από, μεταξύ άλλων σεναριογράφων, τον Tamar Adar. Η εκπομπή προβλήθηκε στις δεκαετίες του 1970 και του '80, όταν υπήρχε μόνο ένας τηλεοπτικός σταθμός στο Ισραήλ και η τηλεόραση ήταν ακόμα ασπρόμαυρη και υπήρχαν μόνο λίγες ώρες τηλεόρασης την ημέρα.
Το κλαδώδιο (συμπεριλαμβανομένου του φυλλοκλάδιου - phylloclade), είναι ένα πεπλατυσμένο στέλεχος που εμφανίζεται περισσότερο ή λιγότερο σαν το φύλλο και εξειδικεύεται για τη φωτοσύνθεση, όπως π.χ. τα επιθέματα κάκτου.
Η λέξη nopal (προέρχεται από τη Νάουατλ λέξη nohpalli (νοπάλλι), για τα επιθέματα του φυτού), στα Μεξικάνικα Ισπανικά, είναι μια συνηθισμένη ονομασία για το φυτό και τα ίδια τα επιθέματα, του κάκτου Opuntia, στην υποοικογένεια Opuntioideae.
Υπάρχουν περίπου εκατόν δεκατέσσερα γνωστά είδη ενδημικά στο Μεξικό, όπου το φυτό είναι ένα κοινό συστατικό σε πολλά πιάτα της Μεξικανικής κουζίνας. Τα επιθέματα nopal, μπορούν να καταναλωθούν είτε ωμά είτε μαγειρεμένα. Χρησιμοποιούνται σε μαρμελάδες, σούπες, βραστά και σαλάτες καθώς επίσης, στην παραδοσιακή ιατρική αλλά και στην κτηνοτροφία, ως ζωοτροφή.
Το γλίσχραμα (mucilage), είναι μια παχιά, κολλώδης ουσία που παράγεται από σχεδόν όλα τα φυτά και κάποιους μικροοργανισμούς. Είναι μια πολική γλυκοπρωτεΐνη και ένας εξωπολυσακχαρίτης. Το γλίσχραμα στα φυτά, παίζει ρόλο στην αποθήκευση του νερού, της τροφής, τη βλάστηση των σπόρων και την πάχυνση των μεμβρανών. Οι κάκτοι (και τα άλλα παχύφυτα) καθώς και οι λιναρόσποροι, είναι ιδιαίτερα πλούσιες πηγές γλισχράσματος.
Ένα ημι-άνυδρο κλίμα ή κλίμα στέπας, είναι το κλίμα μιας περιοχής, το οποία λαμβάνει βροχόπτωση κάτω από τη δυνητική εξατμοδιαπνοή, αλλά όχι ακραίως. Ένας πιο ακριβής ορισμός δίνεται από το κλίμα ταξινόμησης του Κόπεν (Köppen), όπου μεταχειρίζεται τα κλίματα στέπας (BSk και BSh), ως ενδιάμεσα μεταξύ των κλιμάτων της ερήμου (BW) και των υγρών κλιμάτων, με οικολογικά χαρακτηριστικά και γεωργικό ενδεχόμενο. Τα ημι-άνυδρα κλίματα, τείνουν να υποστηρίζουν την χαμηλή ή θαμνώδη βλάστηση, με τις ημι-άνυδρες περιοχές συνήθως να κυριαρχούνται είτε από χόρτα είτε από θάμνους.
Η κοχενίλη ((cochineal) - Dactylopius coccus) είναι ένα έντομο που ανήκει στην υπόταξη Sternorrhyncha, από την οποία προέρχεται το καρμίνιο, μια φυσική χρωστική ουσία (έντονου κόκκινου-μπορντώ χρώματος).
Ο Κώδικας Μεντόθα (Codex Mendoza), είναι ένας κώδικας των Αζτέκων, που δημιουργήθηκε δεκατέσσερα χρόνια μετά την Ισπανική κατάκτηση του Μεξικού το 1521, με την πρόθεση ότι θα τον δει ο Κάρολος Ε΄, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και βασιλιάς της Ισπανίας. Περιέχει την ιστορία των Αζτέκων ηγεμόνων και των κατακτήσεων τους, μια απαρίθμηση του φόρου υποτέλειας που καταβάλλεται από τον κατακτηθέντα και μια περιγραφή της καθημερινής ζωής των Αζτέκων, με παραδοσιακά εικονογράμματα των Αζτέκων και με τις Ισπανικές επεξηγήσεις και σχόλια.
Ο κώδικας ονομάστηκε από τον Δον Αντόνιο δε Μεντόθα(Don Antonio de Mendoza), τον τότε αντιβασιλέα της Νέας Ισπανίας, ο οποίος μπορεί και να είχε ζητήσει την ανάθεσή του. Είναι επίσης γνωστός ως ο Κώδικας Μεντοθίνο (Codex Mendocino) ή η συλλογή του Μεντόθα (La colección Mendoza) και φυλάσσετο στη Βιβλιοθήκη Bodleian του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης από το 1659. Στις 23 Δεκεμβρίου 2011, αφαιρέθηκε από την δημόσια έκθεση.
Τα γλωχίδια - (glochids ή glochidia) (ενικός: γλωχίδιο - (glochidium)) είναι τριχοειδή αγκάθια ή κοντά αγκαθάκια, συνήθως αγκυστρωτά, που βρίσκονται στις αρεόλες(areoles) των κάκτων στην υπο-οικογένεια Opuntioideae. Τα γλωχίδια των κάκτων, αποκολλώνται εύκολα από το φυτό και διεισδύουν στο δέρμα, προκαλώντας έτσι ερεθισμό κατά την επαφή.
Στη βοτανική και την κηποκομία, η παρθενοκαρπία (που στην κυριολεξία σημαίνει παρθένος καρπός), είναι η φυσική ή η τεχνητή παραγωγή των φρούτων χωρίς τη γονιμοποίηση ωαρίων. Επομένως, ο καρπός είναι χωρίς κουκούτσια.
Οι Tequesta (επίσης, Tekesta, Tegesta, Chequesta, Vizcaynos) φυλή ιθαγενών Αμερικανών, κατά τη στιγμή της πρώτης επαφής τους με τους Ευρωπαίους, καταλαμβάνουν μια έκταση κατά μήκος της νοτιοανατολικής ακτής του Ατλαντικού στη Φλόριντα. Είχαν σπάνιες επαφές με τους Ευρωπαίους και είχαν σε μεγάλο βαθμό μεταναστεύσει από τα μέσα του 18ου αιώνα.
Το γυναικείον (gynoecium) (από το αρχαίο ελληνικό «γυνή» (gyne), που σημαίνει γυναίκα και το «οἶκος», που σημαίνει σπίτι), συνηθέστερα χρησιμοποιείται ως συλλογικός όρος για τα τμήματα του ενός λουλουδιού που παράγει ωάρια και που τελικά εξελίσσεται σε καρπό και σπόρους (βλέπε σχετική φωτογραφία).
Πρόκειται για το χαρακτηριστικό "βαθούλωμα", που έχουν σχεδόν όλες οι συσκευασίες που κλείνουν με μεταλλικά καπάκια και που το συγκεκριμένο σημείο, "εξογκώνεται", αμέσως μόλις η συσκευασία, παραβιαστεί - ανοιχτεί.
Η ονομασία "rhubarb", είναι ένας συνδυασμός του Αρχαίου Ελληνικού ρά (ή ρήον) και του βάρβαρον (rha + barbarum). Πιθανόν, από τον Rhā, τον ποταμό Βόλγα, του οποίου στις όχθες, ζούσαν φυλές βαρβαρικές, που ήσαν εξοικειωμένες με τα χυμώδη κοτσάνια του πρασινο-κόκκινου φυτού, που φύτρωνε στις όχθες του. Τα φυτά, από τον "Ρα των βαρβάρων", αργότερα έγιναν το Λατινικό "rhabarbarum".
EU spirits regulation(PDF) Regulation(EC) No 110/2008 of the European Parliament and of the Council of 15 January 2008 on the definition, description, presentation, labelling and the protection of geographical indications of spirit drinks and repealing Council Regulation (EEC) No 1576/89, Appendix II No. 24, Retrieved 2014-02-09.
Sahu, Deepika (7 Μαΐου 2013). «Health benefits of cumin». Times of India. Ανακτήθηκε στις 17 Αυγούστου 2014. Cumin (also known as Jeera) has a richness of history to give it a special place in the world of spices.
Hickey, M.; King, C. (2001 ). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press.Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |year= (βοήθεια)
Cantino,Philip D.;James A. Doyle, Sean W. Graham, Walter S. Judd, Richard G. Olmstead, Douglas E. Soltis, Pamela S. Soltis, & Michael J. Donoghue(2007).«Towards a phylogenetic nomenclature of Tracheophyta».Taxon56(3): E1–E44.doi:10.2307/25065865.
Dale,C.;Maudlin, I.(1 January 1999).«Sodalis gen. nov. and Sodalis glossinidius sp. nov., a microaerophilic secondary endosymbiont of the tsetse fly Glossina morsitans morsitans».International Journal of Systematic Bacteriology49(1): 267–275.doi:10.1099/00207713-49-1-267.
Dyck, V.A.· Hendrichs, J.· Robinson, A.S., επιμ. (2005). Sterile Insect Technique: Principles and Practice in Area-Wide Integrated Pest Management. Dordrecht, The Netherlands: Springer. ISBN1-4020-4050-4.
Vreysen , M. J. B. , Robinson , A. S. , and Hendrichs , J. ( 2007 ) . “ Area-wide Control of Insect Pests, From Research to Field Implementation . ” 789 pp. Springer , Dordrecht, The Netherlands
Aliza Green Field Guide to Herbs & Spices: How to Identify, Select, and Use ... 2006 - Page 257 "In Lebanon, Syria, and Egypt, sumac is cooked with water to a thick sour paste, which is added to meat and vegetable dishes; this method was also common in Roman times. Sumac appears in the Jordanian spice mixture za'atar (page 288) ..."
American Dietetic,Association;Dietitians Of,Canada(2003).«Position of the American Dietetic Association and Dietitians of Canada: Vegetarian Diets».Canadian Journal of Dietetic Practice and Research64(2): 62–81.doi:10.3148/64.2.2003.62.PMID12826028.
Key,Timothy J.;Appleby,Paul N.;Rosell,Magdalena S.(2007).«Health effects of vegetarian and vegan diets».Proceedings of the Nutrition Society65(1): 35–41.doi:10.1079/PNS2005481.PMID16441942.
For vitamin D and calcium: Appleby,P;Roddam,A;Allen,N;Key,T(2007).«Comparative fracture risk in vegetarians and nonvegetarians in EPIC-Oxford».European Journal of Clinical Nutrition61(12): 1400–6.doi:10.1038/sj.ejcn.1602659.PMID17299475.
For iron: «Iron deficiency—adults». Better Health Channel. Government of Victoria, Australia. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2011. High-risk groups such as vegetarians, adolescent girls and women athletes need to eat iron-rich foods each day (combined with foods that are high in vitamin C). …Vegetarians who exclude all animal products from their diet may need almost twice as much dietary iron each day as non-vegetarians. Sources include dark green leafy vegetables—such as spinach—and raisins, nuts, seeds, beans, peas, and iron-fortified cereals, breads and pastas.Πρότυπο:MEDRS
Sami Zubaida, "National, Communal and Global Dimensions in Middle Eastern Food Cultures" in Sami Zubaida and Richard Tapper, A Taste of Thyme: Culinary Cultures of the Middle East, London and New York, 1994 and 2000, ISBN 1-86064-603-4, p. 35.
Mallory, J.P. and Victor H. Mair. The Tarim Mummies: Ancient China and the Mystery of the Earliest Peoples from the West. London: Thames and Hudson, 2000. p. 106
Chavez-Moreno,Ck;Casas, A;Tecante, A(2009).«The Opuntia (Cactaceae) and Dactylopius (Hemiptera: Dactylopiidae) in Mexico: a historical perspective of use, interaction and distribution».Biodeversity and Conservation18: 3337–3355.