From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ραβέντι ή ρεβέντι, με την επιστημονική ονομασία ρήον το βαρβαρικόν (Rheum rhabarbarum), είναι ένα είδος φυτού της οικογένειας των Πολυγονοειδών (Polygonaceae). Είναι ποώδες πολυετές φυτό,[Σημ. 1][1] που αναπτύσσεται από κοντά, πυκνά ριζώματα.[Σημ. 2][2][3] Παράγει μεγάλα φύλλα που είναι κάπως τριγωνικά, με μακρούς σαρκώδεις μίσχους·[Σημ. 3][4][5]:87[6]:171 και τα μικρά λουλούδια, ομαδοποιούνται σε μεγάλες ενώσεις φυλλωδών πρασινωπό-λευκών με ροζ-κόκκινες ταξιανθίες.[Σημ. 4]
Ρήον το βαρβαρικόν (Rheum rhabarbarum) | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ραβέντι ή Ρεβέντι. | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Ρήον το βαρβαρικόν (Rheum rhabarbarum Κάρολος Λινναίος (L.) | ||||||||||||||||
Επειδή ο μίσχος του ραβεντίου αυξάνεται απευθείας από το ρίζωμα και παράγει το φύλλο στο τέλος του, στη βοτανική κατηγοριοποιείται ως λαχανικό και μαγειρικά χρησιμοποιείται ως φρούτο.[7][8]
Στη μαγειρική χρήση οι φρέσκοι ωμοί μίσχοι (μίσχοι των φύλλων) είναι τραγανοί (παρόμοιοι με αυτούς του σέλινου) με ισχυρή, στυφή γεύση. Συνηθέστερα, οι μίσχοι των φύλλων του φυτού μαγειρεύονται με ζάχαρη και χρησιμοποιούνται σε πίτες και άλλα γλυκά. Ένας αριθμός των ποικιλιών που έχουν εξημερωθεί για ανθρώπινη κατανάλωση, οι περισσότερες από τις οποίες έχουν αναγνωριστεί ως Rheum x hybridum από τη Βασιλική Εταιρεία Οπωροκηπευτικών (Royal Horticultural Society).
Το ραβέντι συνήθως θεωρείται ως λαχανικό. Ωστόσο, στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1947, ένα δικαστήριο της Νέας Υόρκης, αποφάσισε, δεδομένου ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε χρησιμοποιηθεί ως φρούτο, θα υπολογίζονταν ως φρούτο για τους σκοπούς των κανονισμών και των δασμών. Μια παρενέργεια αυτής της απόφασης, ήταν οι μειωμένοι δασμοί στα εισαγόμενα τιμολόγια του ρεβέντι, καθώς στα τιμολόγια για τα λαχανικά, οι δασμοί ήταν υψηλότεροι από ό,τι στα τιμολόγια για τα φρούτα.[9]
Το ρεβέντι περιέχει ανθρακινόνες (anthraquinones), συμπεριλαμβανομένης της ρεΐνης (rhein), της εμοδίνης (emodin) και τους γλυκοζίτες (glycosides) (π.χ. glucorhein), οι οποίοι προσδίδουν καθαρτικές και υπακτικές ιδιότητες (cathartic and laxative properties). Ως εκ τούτου είναι χρήσιμο ως καθαρτικό, σε περίπτωση δυσκοιλιότητας.[10]
Διατροφική αξία 100 g (3,5 oz) | |||
---|---|---|---|
Ενέργεια (Energy) |
88 kJ | ||
Θερμίδες (Calories) |
21 kcal | ||
Υδατάνθρακες (Carbohydrates) |
4,54 g | ||
Σάκχαρα (Sugars) |
1,1 g | ||
Φυτικές ίνες (Fiber crop) |
1,8 g | ||
Λιπαρά (Fat) |
0,3 g | ||
Πρωτεΐνες (Proteins) |
0,8 g | ||
Βιταμίνες (Vitamins) | |||
Θειαμίνη (Β1) (Thiamin B1) |
0,02 mg (2%) | ||
Ριβοφλαβίνη (Β2) (Riboflavin B2) |
0,03 mg (3%) | ||
Νιασίνη (Β3) (Niacin B3) |
0,3 mg (2%) | ||
Παντοθενικό οξύ (Β5) (Pantothenic acid B5) |
0,085 mg (2%) | ||
Βιταμίνη Β6 (Vitamin B6) |
0,024 mg (2%) | ||
Φυλλικό οξύ (Β9) (Folic acid B9) |
7 μg (2%) | ||
Χολίνη (Choline) |
6,1 mg (1%) | ||
Βιταμίνη C (Vitamin C) |
8 mg (10%) | ||
Βιταμίνη E (Vitamin E) |
0,27 mg (2%) | ||
Βιταμίνη K (Vitamin K) |
29,3 μg (28%) | ||
Ίχνη μετάλλων (Trace metals) | |||
Ασβέστιο (Calcium) |
86 mg (9%) | ||
Σίδηρος (Iron) |
0,22 mg (2%) | ||
Μαγνήσιο (Magnesium) |
12 mg (3%) | ||
Μαγγάνιο (Manganese) |
0,196 mg (9%) | ||
Φωσφόρος (Phosphorus) |
14 mg (2%) | ||
Κάλιο (Potassium) |
288 mg (6%) | ||
Νάτριο (Sodium) |
4 mg (0%) | ||
Ψευδάργυρος (Zinc) |
0,1 mg (1%) | ||
IU = International units | |||
Η αγγλική ονομασία «rhubarb» είναι συνδυασμός του Αρχαίου Ελληνικού ρά (ή ρήον) και του «βάρβαρον» (rha + barbarum). Πιθανόν, από τον Rhā, τον ποταμό Βόλγα, στου οποίου στις όχθες ζούσαν φυλές βαρβαρικές που ήσαν εξοικειωμένες με τα χυμώδη κοτσάνια του πρασινοκόκκινου φυτού, που φύτρωνε στις όχθες του. Τα φυτά, από τον «Ρα των βαρβάρων», αργότερα έγιναν το Λατινικό «rhabarbarum».
Τα ραβέντι καλλιεργούνται σε πολλές περιοχές. Με την παραγωγή τους στα θερμοκήπια είναι διαθέσιμα για μεγάλο χρονικό διάστημα του έτους. Τα ραβέντι που καλλιεργούνται στα θερμοκήπια (θερμαινόμενα θερμοκήπια), όπου ονομάζονται «θερμοκήπια ραβέντι» και συνήθως διατίθενται στις καταναλωτικές αγορές στις αρχές της άνοιξης, πριν από τα καλλιεργούμενα στους αγρούς ραβέντι είναι διαθέσιμα. Τα ρεβέντι του θερμοκηπίου συνήθως είναι πιο φωτεινά κόκκινα, πιο τρυφερά και με πιο γλυκιά γεύση, απ'ότι τα ραβέντι που καλλιεργούνται στους αγρούς.[12] Στα εύκρατα κλίματα το ραβέντι είναι ένα από τα διατροφικά φυτά που συγκομίζονται πρώτα, συνήθως στα μέσα έως τα τέλη της άνοιξης (Απρίλιο / Μάιο στο Βόρειο Ημισφαίριο και Οκτώβριο / Νοέμβριο στο Νότιο Ημισφαίριο), ενώ η εποχή για τα καλλιεργούμενα στους αγρούς φυτά, διαρκεί μέχρι το Σεπτέμβριο. Στις βορειοδυτικές πολιτείες του Όρεγκον και της Ουάσιγκτον συνήθως υπάρχουν δύο συγκομιδές, από τα τέλη Απριλίου έως το Μάιο και από τα τέλη Ιουνίου έως τον Ιούλιο. Τα ραβέντι είναι έτοιμα να καταναλωθούν το συντομότερο μετά τη συγκομιδή τους και όταν οι φρεσκοκομμένοι μίσχοι τους είναι σταθεροί και γυαλιστεροί.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο τα πρώτα ραβέντι του έτους συλλέγονται υπό το φως των κεριών, σε σκοτεινά υπόστεγα, όπου αποκλείεται οποιοδήποτε άλλο φως – μια πρακτική που παράγει ένα πιο γλυκό, πιο τρυφερό κοτσάνι.[13] Αυτές οι παράγκες είναι διάσπαρτες γύρω από το σημειούμενο «Τρίγωνο Ραβέντι» του Γούεικφιλντ, Ληντς και του Μόρλεϊ.[14]
Ο υποστηρικτής της βιολογικής κηπουρικής, Λώρενς Ντ. Χιλς, απαριθμεί τα αγαπημένα του ραβέντι για τη γεύση τους, όπως τα: Hawke's Champagne, Victoria, Timperley Early και Early Albert, συνιστώντας όμως, το Perpetual Gaskin, ως αυτό που έχει το χαμηλότερο επίπεδο οξαλικού οξέος, ώστε να μπορεί να συγκομίζεται για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, χωρίς να αναπτύσσεται πικράδα.[15]
Επειδή το ραβέντι είναι εποχιακό φυτό, η ύπαρξη των φρέσκων ραβέντι εκτός εποχής είναι δύσκολη στα ψυχρότερα κλίματα, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, τη Ρωσία κλπ. Τα ραβέντι ευδοκιμούν στις περιοχές που έχουν άμεσο ηλιακό φως και μπορούν να φυτευτούν με επιτυχία σε δοχεία αν είναι αρκετά μεγάλα, ώστε να φιλοξενήσουν την ανάπτυξη μιας σεζόν.
Τα ραβέντι που επλήγησαν από το δριμύ ψύχος δεν θα πρέπει να καταναλώνονται, καθώς μπορεί να έχουν υψηλό οξαλικό οξύ, το οποίο μεταναστεύει από τα φύλλα και μπορεί να προκαλέσει ασθένεια.[16]
Το χρώμα στα στελέχη του ραβέντι μπορεί να διαφέρει από το συνηθισμένο κόκκινο βυσσινί, από ένα διάστικτο ανοικτό ροζ σε ανοιχτό πράσινο. Οι μίσχοι του ραβέντι ποιητικά περιγράφονται ως «βυσσινί στελέχη». Το χρώμα προκύπτει από την παρουσία των ανθοκυανινών και ποικίλλει ανάλογα τόσο από την ποικιλία του ραβέντι, όσο και από την τεχνική παραγωγής τους. Το χρώμα δεν έχει σχέση με την καταλληλότητά του για τη μαγειρική:[17] Το πράσινο-στέλεχος ραβέντι είναι πιο ανθεκτικό και έχει μεγαλύτερη απόδοση, αλλά οι κόκκινου χρώματος μίσχοι είναι πολύ πιο δημοφιλείς στους καταναλωτές.
Το ραβέντι έχει χρησιμοποιηθεί για φαρμακευτικούς σκοπούς από τους Κινέζους για χιλιάδες χρόνια[10] και εμφανίζεται στη «Βοτανό-Ριζο Κλασική του Θεϊκού Αγρότη» ("The Divine Farmer's Herb-Root Classic") του Shennong BenCao Jing, όπου θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί πριν από περίπου 2.700 χρόνια.[18] Αν και η περιγραφή του Διοσκουρίδη για το ρηον ή ρά, δηλώνει ότι είναι μια φαρμακευτική ρίζα που ήρθε στην Ελλάδα με προέλευση πέρα από τον Βόσπορο, μπορεί να ήταν το ραβέντι, το εμπόριο του, όμως, ως φαρμάκου δεν εδραιώθηκε σταθερά έως τους Ισλαμικούς χρόνους. Κατά τη διάρκεια των Ισλαμικών χρόνων, εισήχθη δια μέσου του Δρόμου του Μεταξιού, φθάνοντας τον 14ο αιώνα, στην Ευρώπη, μέσα από τα λιμάνια του Χαλεπίου και της Σμύρνης, όπου έγινε γνωστό ως το «Τουρκικό ραβέντι». Αργότερα, όταν η συνήθης διαδρομή έγινε μέσω της Ρωσίας, έγινε γνωστό με τον όρο το «Ρωσικό ραβέντι».[19]
Για αιώνες το φυτό φύτρωνε άγριο κατά μήκος της όχθης του ποταμού Βόλγα, για το οποίο το αρχαίο Σκυθικό του υδρωνύμιο (hydronym)[Σημ. 5] ήταν Rhā.[19] Η δαπάνη της μεταφοράς του κατά μήκος όλης της Ασίας έκανε το ραβέντι ακριβό στη μεσαιωνική Ευρώπη. Η τιμή του ήταν αρκετές φορές πάνω από την τιμή άλλων πολύτιμων βοτάνων και μπαχαρικών, όπως η κανέλα, το όπιο και το σαφράν. Επομένως, ο εξερευνητής-έμπορος Μάρκο Πόλο, έψαξε για τον τόπο όπου το φυτό καλλιεργείται και συγκομίζεται· και ανακάλυψε ότι καλλιεργείτο στα βουνά της επαρχίας Τανγκούτ (Tangut).[18][Σημ. 6][20][21][22] Η αξία των ραβέντι μπορεί να ειδωθεί στην έκθεση της πρεσβείας του Ruy Gonzáles de Clavijo το 1403-1405, για τον Τιμούρ στη Σαμαρκάνδη: «Το καλύτερο όλων των εμπορευμάτων που έρχονται στην Σαμαρκάνδη ήταν από την Κίνα: ειδικά μεταξωτά, σατέν, μόσχος, ρουμπίνια, διαμάντια, μαργαριτάρια και ραβέντι ...»[23]
Ο όρος «ραβέντι» είναι συνδυασμός του αρχαίου ελληνικού rha και barbarum· το rha αναφέρεται τόσο στο φυτό, όσο και στον ποταμό Βόλγα.[24] Το ραβέντι ήρθε για πρώτη φορά στο Ηνωμένες Πολιτείες το 1820, μπαίνοντας στη χώρα, από το Μέιν και τη Μασαχουσέτη και κινήθηκε δυτικότερα, μαζί με τους Ευρωπαίους Αμερικανούς εποίκους.[25]
Τα ραβέντι καλλιεργούνται κυρίως για τα σαρκώδη στελέχη τους, τυπικά γνωστά σαν μίσχοι. Η χρήση των μίσχων του ραβέντι ως τροφίμων είναι μια σχετικά πρόσφατη καινοτομία. Αυτή η χρήση καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία του 17ου αιώνα, μετά τη διαθεσιμότητα στο κοινό της προσιτής πλέον ζάχαρης και έφθασε στο ανώτατο σημείο μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων του 20ού αιώνα.
Συνήθως είναι βρασμένα με ζάχαρη ή χρησιμοποιούνται σε πίτες και γλυκά, αλλά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν σε αλμυρά πιάτα ή τουρσιά. Τα ραβέντι μπορούν να αφυδατωθούν και να εμποτιστούν σε χυμό φρούτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμποτίζονται σε χυμό φράουλας για να μιμηθούν τη δημοφιλή πίτα φράουλα ραβέντι.
Η ρίζα ραβέντι παράγει μια πλούσια καφέ χρωστική ουσία παρόμοια με το φλοιό καρυδιού. Χρησιμοποιείται στις βόρειες περιοχές όπου δεν επιβιώνουν οι καρυδιές.
Για το μαγείρεμα οι μίσχοι συχνά κόβονται σε μικρά κομμάτια και βράζονται στο νερό με την προσθήκη ζάχαρης. Χρειάζεται λίγο νερό, καθώς οι μίσχοι ραβέντι, περιέχουν αρκετό δικό τους νερό. Μερικές φορές, προστίθενται μπαχαρικά όπως η κανέλα, το μοσχοκάρυδο και το τζίντζερ. Τα κομμένα σε φέτες κοτσάνια βράζουν έως ότου μαλακώσουν. Η κομπόστα ραβέντι, η σάλτσα ραβέντι, όπως και η σάλτσα μήλου, συνήθως τρώγονται κρύες.
Πηκτίνη ή ζάχαρη με πηκτίνη μπορούν να προστεθούν στο μείγμα για να γίνουν μαρμελάδες.
Ένα παρόμοιο παρασκεύασμα, το οποίο έχει πήξει με άμυλο καλαμποκιού, χρησιμοποιείται σαν γέμιση για την πίτα ραβέντι, τις τάρτες και τα θρυμματιζόμενα.[Σημ. 7] Μερικές φορές κομπόστα φράουλας αναμειγνύεται με το ραβέντι στην πίτα φράουλα-ραβέντι. Αυτή η κοινή χρήση έχει οδηγήσει στον αργκό όρο για το ραβέντι «φυτό για πίτες» (pie plant), όνομα με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστό στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 19ου αιώνα. Στη νουβέλα της «Τα τέσσερα πρώτα χρόνια», η Αμερικανίδα συγγραφέας Laura Ingalls Wilder, αναφέρεται στο ραβέντι ως «φυτό για πίτες». Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή φρουτόκρασου (fruit wine).[Σημ. 8]
Σε παλιότερες εποχές, ένα κοινό και προσιτό γλυκό για τα παιδιά σε μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου και της Σουηδίας ήταν ένα τρυφερό ραβδί ραβέντι, βουτηγμένο στη ζάχαρη. Ακόμα τρώγεται με αυτόν τον τρόπο στη δυτική Φινλανδία, τη Νορβηγία, την Ισλανδία και κάποια άλλα μέρη του κόσμου. Στη Χιλή, το Χιλιανό ραβέντι, το οποίο έχει πολύ μακρινή συγγένεια, πωλείται στο δρόμο με αλάτι ή αποξηραμένη καυτερή πιπεριά, όχι ζάχαρη.
Ραβέντι χρησιμοποιείται επίσης για την παρασκευή κομπόστας.[26] Όντας λίγο ξινή, είναι πολύ δροσιστική και μπορεί να πίνεται κρύα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Στην παραδοσιακή Κινεζική ιατρική, οι ρίζες ραβέντι χρησιμοποιούνται ως καθαρτικό εδώ και αρκετές χιλιετίες.[27] Το ραβέντι εμφανίζεται επίσης, σε Μεσαιωνικές, Αραβικές και Ευρωπαϊκές συνταγές.[28][29] Ήταν ένα από τα πρώτα Κινέζικα φάρμακα που εισήχθησαν στη Δύση, από την Κίνα.[30]
Οι ρίζες και οι μίσχοι είναι πλούσιοι σε ανθρακινόνες, όπως εμοδίνη (emodin) και ρεΐνη (rhein).[10] Αυτές οι ουσίες είναι καθαρτικές και υπακτικές, εξηγώντας τη σποραδική χρήση του ραβέντι ως βοηθητικό διαίτης. Οι ενώσεις της ανθρακινόνης έχουν διαχωριστεί από την κονιοποιημένη ρίζα ραβέντι για ιατρικούς σκοπούς.[27]
Τα ριζώματα («ρίζες») περιέχουν ενώσεις stilbenoid (συμπεριλαμβανομένης της rhaponticin), οι οποίες φαίνεται ότι μειώνουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, στους διαβητικούς ποντικούς.[31]
Επίσης περιέχει τις γλυκοζίτες φλαβανόλες (flavanol glucosides) (+)-κατεχίνη-5-O-γλυκοζίτη και (-)-κατεχίνη-7-Ο-γλυκοζίτη.[32]
Το ραβέντι περιέχει μόρια κινόνης με βάση τον άνθρακα τα οποία είναι ικανά να μεταφέρουν ηλεκτρικό φορτίο. Το 2014 μια ομάδα επιστημόνων του Χάρβαρντ δημοσίευσε αποτελέσματα[33] που περιγράφουν τη χρήση των κινόνης AQDS, σχεδόν πανομοιότυπης με μια μορφή που βρέθηκε στο ραβέντι, στις μπαταρίες ροής (flow-batteries).[34][Σημ. 9][35]
Τα φύλλα από τα ραβέντι περιέχουν δηλητηριώδεις ουσίες, συμπεριλαμβανομένου του οξαλικού οξέος, το οποίο είναι ένα νεφροτοξικό και διαβρωτικό οξύ, που υπάρχει σε πολλά φυτά. Άνθρωποι έχουν δηλητηριαστεί μετά τη λήψη των φύλλων. Μια τέτοια δηλητηρίαση αποτέλεσε ιδιαίτερο πρόβλημα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα φύλλα προτάθηκαν ως πηγή τροφής στη Βρετανία.[36][37][38]
Το LD50 (διάμεση θανατηφόρος δόση) για το καθαρό οξαλικό οξύ στους αρουραίους είναι περίπου 375 mg / kg βάρους σώματος,[39] ή περίπου 25 γραμμάρια για κάθε 65 κιλά του ανθρώπου. Άλλες πηγές δίνουν μια πολύ υψηλότερη από του στόματος LDLo (χαμηλότερη δημοσιευθείσα θανατηφόρα δόση) 600 mg / kg.[40] Ενώ η περιεκτικότητα σε οξαλικό οξύ στα φύλλα ραβέντι μπορεί να ποικίλει, μια τυπική τιμή είναι περίπου 0,5%,[41] ώστε πρέπει να καταναλωθεί (για έναν άνθρωπο 70 κιλών) η μάλλον απίθανη ποσότητα των 5 χλγρ. των εξαιρετικά ξινών φύλλων για την επίτευξη LD50 του οξαλικού οξέος. Το μαγείρεμα των φύλλων με σόδα μπορεί να τα καταστήσει πιο δηλητηριώδη, παράγοντας διαλυτά οξαλικά.[42] Ωστόσο, τα φύλλα πιστεύεται ότι περιέχουν επίσης μια επιπρόσθετη, απροσδιόριστη τοξίνη,[43] η οποία θα μπορούσε είναι ένας γλυκοζίτης της ανθρακινόνης (anthraquinone glycoside) (επίσης γνωστή ως γλυκοζίτες της σέννας(senna glycosides)).[44]
Στους μίσχους (κοτσάνια), το ποσό του οξαλικού οξέος είναι πολύ χαμηλότερο, μόνο περίπου 2-2,5% της συνολικής οξύτητας, η οποία κυριαρχείται από μηλικό οξύ.[45]
Το rhubarb curculio, (Lixus concavus), είναι ένα ρυγχωτό σκαθάρι (weevil). Στο ραβέντι είναι ξενιστής, με τις ζημιές του να είναι ορατές κυρίως στα φύλλα και τα στελέχη, με κομμίωση (gummosis)[Σημ. 10] και οβάλ ή κυκλικές τροφοδοσίες ή / και περιοχές ωοτοκίας.[46]
Οι hungry wildlife μπορούν να ξεθάβουν και να τρώνε τις ρίζες ραβέντι την άνοιξη, καθώς τα αποθηκευμένα άμυλα, μετατρέπονται σε σάκχαρα, για την ανάπτυξη των νέων φυλλωμάτων.
Στο Βρετανικό θέατρο και σε ένα από τα πρώτα ραδιοφωνικά δράματα, οι λέξεις "ραβέντι-ραβέντι" ("rhubarb rhubarb") επαναλαμβάνονταν για την επίδραση της ακατάληπτης συζήτηση στο παρασκήνιο.[47][48][49][50][51][52] Αυτή η χρήση δάνεισε τον τίτλο της, στην ταινία Ραβέντι (Rhubarb) του 1969 και στο ριμέικ της, "Ραβέντι Ραβέντι" ("Rhubarb rhubarb") του 1980.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.