From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο παγγερμανισμός (γερμανικά: Pangermanismus ή Alldeutsche Bewegung) είναι μια πανεθνικιστική πολιτική ιδέα. Οι παγγερμανιστές αρχικά προσπάθησαν να ενώσουν όλους τους γερμανόφωνους – και πιθανώς και τους γερμανικούς λαούς – σε ένα ενιαίο έθνος-κράτος γνωστό ως Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ (γερμανικά: Großgermanisches Reich), με πλήρες όνομα το Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ του Γερμανικού Έθνους (γερμανικά: Großgermanisches Reich der Deutschen Nation).
Ο παγγερμανισμός είχε μεγάλη επιρροή στη γερμανική πολιτική τον 19ο αιώνα κατά την ενοποίηση της Γερμανίας όταν η Γερμανική Αυτοκρατορία ανακηρύχθηκε ως έθνος-κράτος το 1871 αλλά χωρίς την Αυστρία (Kleindeutsche Lösung/Μικρή Γερμανία),[1] και το πρώτο μισό του τον 20ο αιώνα στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και τη Γερμανική Αυτοκρατορία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, πολλοί Πανγερμανιστές στοχαστές, οργανωμένοι από το 1891 στην Πανγερμανική Ένωση, είχαν υιοθετήσει ανοιχτά εθνοκεντρικές και ρατσιστικές ιδεολογίες και τελικά οδήγησαν στην εξωτερική πολιτική Heim ins Reich που ακολούθησε η Ναζιστική Γερμανία υπό τον αυστριακής καταγωγής Αδόλφο Χίτλερ από το 1938, και ήταν ένας από τους πρωταρχικούς παράγοντες που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[2][3][4] Ως αποτέλεσμα της καταστροφής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πανγερμανισμός θεωρήθηκε ως επί το πλείστον ως ιδεολογία ταμπού στη μεταπολεμική περίοδο τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Γερμανία. Σήμερα, ο πανγερμανισμός περιορίζεται κυρίως σε ορισμένες εθνικιστικές ομάδες στη Γερμανία και την Αυστρία.
Οι απαρχές του Παγγερμανισμού ξεκίνησαν με τη γέννηση του ρομαντικού εθνικισμού κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, με τους Φρίντριχ Λούντβιχ Γιαν και Ερνστ Μόριτς Αρντ να είναι πρώτοι υποστηρικτές. Οι Γερμανοί, ως επί το πλείστον, ήταν ένας διαιρεμένος λαός μετά τη Μεταρρύθμιση, όταν η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύθηκε σε ένα συνονθύλευμα κρατών μετά το τέλος του Τριακονταετούς Πολέμου με την Ειρήνη της Βεστφαλίας.
Οι υποστηρικτές της λύσης Großdeutschland (Μεγάλη Γερμανία) προσπάθησαν να ενώσουν όλους τους γερμανόφωνους στην Ευρώπη, υπό την ηγεσία των Γερμανών Αυστριακών από την Αυστριακή Αυτοκρατορία. Ο πανγερμανισμός ήταν ευρέως διαδεδομένος στους επανασταάτες του 1848, όπως ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και οι αδελφοί Γκριμ.[3] Συγγραφείς όπως ο Φρίντριχ Λιστ και ο Πάουλ Άντον Λαγκάρντ υποστήριξαν τη γερμανική ηγεμονία στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου η γερμανική κυριαρχία σε ορισμένες περιοχές είχε αρχίσει ήδη από τον 9ο αιώνα μ.Χ. με τη γερμανική επέκταση σε σλαβικά και βαλτικά εδάφη (Ostsiedlung). Για τους Πανγερμανιστές, αυτό το κίνημα θεωρήθηκε ως Ώθηση προς την Ανατολή, στο οποίο οι Γερμανοί θα ήταν φυσικά διατεθειμένοι να αναζητήσουν ζωτικό χώρο κινούμενοι ανατολικά για να επανενωθούν με τις εκεί γερμανικές μειονότητες.
Μέχρι τη δεκαετία του 1860 το Βασίλειο της Πρωσίας και η Αυστριακή Αυτοκρατορία είχαν γίνει τα δύο πιο ισχυρά κράτη στα οποία κυριαρχούσαν οι γερμανόφωνες ελίτ. Και οι δύο προσπάθησαν να επεκτείνουν την επιρροή και την επικράτειά τους. Η Αυστριακή Αυτοκρατορία —όπως και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία— ήταν ένα πολυεθνικό κράτος, αλλά οι γερμανόφωνοι εκεί δεν είχαν απόλυτη αριθμητική πλειοψηφία. Η επαναδιαμόρφωσή του στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία ήταν αποτέλεσμα του αυξανόμενου εθνικισμού άλλων εθνοτήτων - ιδιαίτερα των Ούγγρων. Υπό την πρωσική ηγεσία, ο Ότο φον Μπίσμαρκ εκμεταλλεύτηκε τον εθνικισμό για να ενώσει όλα τα βόρεια γερμανικά εδάφη. Αφού ο Μπίσμαρκ απέκλεισε την Αυστρία και τους Γερμανούς Αυστριακούς από τη Γερμανία στον Αυστροπρωσικό πόλεμο του 1866 και (μετά από μερικά άλλα γεγονότα τα επόμενα χρόνια) την ενοποίηση της Γερμανίας, ίδρυσε την κυριαρχούμενη από την Πρωσία Γερμανική Αυτοκρατορία το 1871 με την ανακήρυξη του Γουλιέλμου Α' ως επικεφαλής μιας ένωσης γερμανόφωνων κρατών, ενώ αγνοούσε εκατομμύρια μη Γερμανούς υπηκόους της που επιθυμούσαν αυτοδιάθεση. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πανγερμανική φιλοσοφία άλλαξε δραστικά κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Αδόλφου Χίτλερ. Οι πανγερμανιστές αρχικά προσπάθησαν να ενοποιήσουν όλους τους γερμανόφωνους πληθυσμούς της Ευρώπης σε ένα ενιαίο έθνος-κράτος γνωστό ως Großdeutschland (Μεγάλη Γερμανία), όπου το "γερμανόφωνο" μερικές φορές θεωρούνταν συνώνυμο με τους ομιλούντες γερμανικές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των φριζόφωνων και ολλανδόφωνων πληθυσμών των Κάτω Χωρών και της Σκανδιναβίας.[5]
Αν και ο Μπίσμαρκ είχε αποκλείσει την Αυστρία και τους Γερμανούς Αυστριακούς από τη δημιουργία του μικρού γερμανικού κράτους το 1871, η ενσωμάτωση των Γερμανών Αυστριακών παρέμενε ωστόσο μια έντονη επιθυμία για πολλούς ανθρώπους τόσο της Αυστρίας όσο και της Γερμανίας.[6] Ο πιο ριζοσπαστικός Αυστριακός πανγερμανός Γκέοργκ Σχένερερ (1842–1921) και ο Καρλ Χέρμαν Βολφ (1862–1941) διατύπωσαν πανγερμανικά αισθήματα στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Υπήρξε και απόρριψη του Ρωμαιοκαθολικισμού με το Μακριά από τη Ρώμη! κίνημα (περίπου το 1900 και μετά) που καλούσε τους γερμανόφωνους να ταυτιστούν με λουθηρανικές ή παλαιοκαθολικές εκκλησίες.[4] Το Παγγερμανικό Κίνημα απέκτησε θεσμική μορφή το 1891, όταν ο Ερνστ Χάσε, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και μέλος του Ράιχσταγκ, οργάνωσε την Πανγερμανική Ένωση, μια υπερεθνικιστική[7] οργάνωση πολιτικών συμφερόντων που προωθούσε τον ιμπεριαλισμό, τον αντισημιτισμό και την υποστήριξη των εθνικών γερμανικών μειονοτήτων σε άλλες χώρες. Η οργάνωση έτυχε μεγάλης υποστήριξης από τη μορφωμένη μεσαία και ανώτερη τάξη, προώθησε τη γερμανική εθνικιστική συνείδηση, ειδικά στους εθνικά Γερμανούς εκτός Γερμανίας. Στο τρίτομο έργο του, «Deutsche Politik» (1905–07), ο Χάσε ζήτησε τη γερμανική ιμπεριαλιστική επέκταση στην Ευρώπη. Ο καθηγητής του Μονάχου Καρλ Χαουσόφερ, ο Έβαλντ Μπάνσε και ο Χανς Γκριμ (συγγραφέας του μυθιστορήματος Volk ohne Raum) κήρυτταν παρόμοιες επεκτατικές πολιτικές.
Μετά τις Επαναστάσεις του 1848/49, στις οποίες οι φιλελεύθεροι εθνικιστές επαναστάτες υποστήριξαν τη λύση της Μεγάλης Γερμανίας, την αυστριακή ήττα στον Αυστρο-Πρωσσικό Πόλεμο (1866) με αποτέλεσμα η Αυστρία να αποκλείστηκε πλέον από τη Γερμανία και τις αυξανόμενες εθνοτικές συγκρούσεις στην πολυεθνική Μοναρχία των Αψβούργων, ένα γερμανικό εθνικό κίνημα αναπτύχθηκε στην Αυστρία.[8] Με επικεφαλής τον ριζοσπάστη Γερμανό εθνικιστή και αντισημίτη Γκέοργκ φον Σχένερερ, οργανώσεις όπως η Πανγερμανική Εταιρεία απαίτησαν την προσάρτηση όλων των γερμανόφωνων εδαφών της μοναρχίας του Δούναβη στη Γερμανική Αυτοκρατορία και απέρριψαν ένθερμα τον αυστριακό πατριωτισμό και την παναυστριακή ταυτότητα. Ο λαϊκισμός και ο ρατσιστικός γερμανικός εθνικισμός του Σχένερερ ήταν μια έμπνευση για τη ναζιστική ιδεολογία του Χίτλερ.[9]
Το 1933, οι Αυστριακοί Ναζί και το εθνικοφιλελεύθερο Μεγαλύτερο Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα σχημάτισαν ομάδα δράσης, πολεμώντας μαζί ενάντια στο αυστροφασιστικό καθεστώς που επέβαλε μια ξεχωριστή αυστριακή εθνική ταυτότητα και σύμφωνα με την άποψη ότι οι Αυστριακοί ήταν «καλύτεροι Γερμανοί», ενώ ο Κουρτ Σούσνιγκ υιοθέτησε πολιτική κατευνασμού έναντι του γεννημένου στην Αυστρία Χίτλερ για την προσάρτηση της Αυστρίας στη Ναζιστική Γερμανία και αποκάλεσε την Αυστρία το «καλύτερο γερμανικό κράτος», αλλά εξακολουθούσε να αγωνίζεται να κρατήσει την Αυστρία ανεξάρτητη.[10] Με το «Άνσλους» της Αυστρίας το 1938, επιτεύχθηκε ο ιστορικός στόχος των Γερμανών εθνικιστών της Αυστρίας.[11]
Μετά το τέλος της ναζιστικής Γερμανίας και τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, οι ιδέες του πανγερμανισμού και του Anschluss έπεσαν σε δυσμένεια λόγω της συσχέτισής τους με τον ναζισμό και επέτρεψαν στους Αυστριακούς να αναπτύξουν τη δική τους εθνική ταυτότητα. Ωστόσο, τέτοιες αντιλήψεις αναβίωσαν με το γερμανικό εθνικό στρατόπεδο στην Ομοσπονδία των Ανεξάρτητων και το πρώιμο Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας.[12]
Η ιδέα της συμπερίληψης των Βορειογερμανόφωνων Σκανδιναβών σε ένα παγγερμανικό κράτος προωθήθηκε παράλληλα με τις κυρίαρχες πανγερμανικές ιδέες.[13] Ο Γιάκομπ Γκριμ υιοθέτησε τον αντιδανικό πανγερμανισμό του Μουνχ και υποστήριξε ότι ολόκληρη η χερσόνησος της Γιουτλάνδης είχε κατοικηθεί από Γερμανούς πριν από την άφιξη των Δανών και ότι έτσι θα μπορούσε δικαιολογημένα να διεκδικηθεί από τη Γερμανία, ενώ η υπόλοιπη Δανία έπρεπε να ενσωματωθεί στη Σουηδία. Αυτή η γραμμή σκέψης αντικρούστηκε από τον Γιενς Γιάκομπ Άσμουσεν Βόρσαε, έναν αρχαιολόγο που είχε ανασκάψει μέρη του Ντάνεβιρκε, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπήρχε τρόπος να γνωρίζουμε τη γλώσσα των πρώτων κατοίκων της δανικής επικράτειας. Τόνισε επίσης ότι η Γερμανία είχε πιο στέρεες ιστορικές αξιώσεις σε μεγάλα τμήματα της Γαλλίας και της Αγγλίας και ότι οι Σλάβοι —με την ίδια συλλογιστική— θα μπορούσαν να προσαρτήσουν τμήματα της Ανατολικής Γερμανίας. Ανεξάρτητα από την ισχύ των επιχειρημάτων του Βόρσαε, ο πανγερμανισμός ενέπνευσε τους Γερμανούς εθνικιστές του Σλέσβιχ και του Χολστάιν και οδήγησε στον Πρώτο Πόλεμο του Σλέσβιχ το 1848. Με τη σειρά του, αυτό πιθανότατα συνέβαλε στο γεγονός ότι ο Πανγερμανισμός δεν επικράτησε ποτέ στη Δανία τόσο όσο στη Νορβηγία.[14] Οι παγγερμανικές τάσεις ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες στο νορβηγικό κίνημα ανεξαρτησίας. Εξέχοντες υποστηρικτές ήταν οι Πέτερ Αντρέας Μουνχ, Κρίστοφερ Μπρουν, Κνουτ Χάμσουν, Χένρικ Ίψεν και Μπιέρνστιερνε Μπιέρνσον.[3][15][16]
Τον 20ο αιώνα το Γερμανικό Ναζιστικό Κόμμα προσπάθησε να δημιουργήσει ένα Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ που θα περιλάμβανε τους περισσότερους Γερμανικούς λαούς της Ευρώπης υπό την ηγεσία της Γερμανίας, συμπεριλαμβανομένων λαών όπως οι Δανοί, οι Ολλανδοί, οι Σουηδοί, οι Νορβηγοί και οι Φλαμανδοί μέσα σε αυτό.[17]
Ο αντιγερμανικός σκανδιναβισμός αναπτύχθηκε στη Δανία τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 ως απάντηση στις πανγερμανικές φιλοδοξίες της ναζιστικής Γερμανίας.[18]
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε η πρώτη απόπειρα υλοποίησης της Παγερμανικής ιδεολογίας στην πράξη και το Παγγερμανικό κίνημα υποστήριξε σθεναρά τον επεκτατικό ιμπεριαλισμό.[19]
Μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιρροή των γερμανόφωνων ελίτ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ήταν πολύ περιορισμένη. Στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γερμανία μίκρυνε σημαντικά σε μέγεθος. Η Αυστροουγγαρία χωρίστηκε. Η Αυστρία, η οποία σε κάποιο βαθμό αντιστοιχούσε στις γερμανόφωνες περιοχές της Αυστροουγγαρίας (η πλήρης διάσπαση σε γλωσσικές ομάδες ήταν αδύνατη λόγω των πολυγλωσσικών περιοχών και των γλωσσικών εκκλησιών) υιοθέτησε το όνομα «Γερμανική Αυστρία» (γερμανικά: Deutschösterreich) με την ελπίδα να ενωθεί με τη Γερμανία. Η ένωση με τη Γερμανία και το όνομα «Γερμανική Αυστρία» απαγορεύτηκε από τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού και το όνομα έπρεπε να αλλάξει ξανά σε Αυστρία.
Ήταν στην περίοδο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που ο γεννημένος στην Αυστρία Αδόλφος Χίτλερ, υπό την επιρροή του μύθου της πισώπλατης μαχαιριάς, υιοθέτησε για πρώτη φορά τις γερμανικές εθνικιστικές ιδέες στο Ο Αγών μου.[19] Ο Χίτλερ συνάντησε τον Χάινριχ Κλας το 1918 και ο Κλάς παρείχε στον Χίτλερ υποστήριξη για το πραξικόπημα της μπιραρίας του 1923. Ο Χίτλερ και οι υποστηρικτές του μοιράζονταν τα περισσότερα από τα βασικά παν-γερμανικά οράματα με την Πανγερμανική Λέγκα, αλλά οι διαφορές στο πολιτικό στυλ οδήγησαν τις δύο ομάδες σε ανοιχτή αντιπαλότητα. Το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα της Βοημίας διέκοψε τους δεσμούς του με το πανγερμανικό κίνημα, το οποίο θεωρούνταν ότι κυριαρχείται υπερβολικά από τις ανώτερες τάξεις, και ένωσε τις δυνάμεις του με το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα υπό τον Άντον Ντρέξλερ, το οποίο αργότερα έγινε Ναζιστικό Κόμμα (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, NSDAP) που επρόκειτο να ηγηθεί από τον Αδόλφο Χίτλερ από το 1921.[20]
Η ναζιστική προπαγάνδα χρησιμοποίησε επίσης το πολιτικό σύνθημα Ein Volk, ein Reich, ein Führer («Ένας λαός, ένα Ράιχ, ένας ηγέτης»), για να επιβάλει το πανγερμανικό αίσθημα στην Αυστρία για ένα «Άνσλους».
Το επιλεγμένο όνομα για την προβλεπόμενη αυτοκρατορία ήταν μια σκόπιμη αναφορά στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (του Γερμανικού Έθνους) που υπήρχε στους μεσαιωνικούς χρόνους, γνωστή ως Πρώτο Ράιχ στη ναζιστική ιστοριογραφία.[21] Διαφορετικές πτυχές της κληρονομιάς αυτής της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας στη γερμανική ιστορία, γιορτάστηκαν και χλευάστηκαν από τη ναζιστική κυβέρνηση. Ο Χίτλερ θαύμαζε τον Φράγκο Αυτοκράτορα Καρλομάγνο για την «πολιτιστική του δημιουργικότητα», τις οργανωτικές του δυνάμεις και την αποκήρυξη των δικαιωμάτων του ατόμου.[21] Ωστόσο επέκρινε τους Αγίους Ρωμαίους Αυτοκράτορες ότι δεν επιδίωκαν μια Ostpolitik ( Ανατολική Πολιτική) που έμοιαζε με τη δική του, ενώ ήταν πολιτικά επικεντρωμένοι αποκλειστικά στο νότο.[21] Μετά το Άνσλους, ο Χίτλερ διέταξε τα παλιά αυτοκρατορικά κοσμήματα (το αυτοκρατορικό στέμμα, το αυτοκρατορικό ξίφος, η ιερή λόγχη και άλλα αντικείμενα) που βρίσκονταν στη Βιέννη να μεταφερθούν στη Νυρεμβέργη, όπου φυλάσσονταν μεταξύ 1424 και 1796.[22] Η Νυρεμβέργη, εκτός από την πρώην ανεπίσημη πρωτεύουσα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν και ο τόπος των συγκεντρώσεων της Νυρεμβέργης. Η μεταφορά των βασιλικών κοσμημάτων έγινε έτσι για να νομιμοποιηθεί τόσο η Γερμανία του Χίτλερ ως διάδοχος του «Παλιού Ράιχ», αλλά και να αποδυναμωθεί η Βιέννη, η πρώην αυτοκρατορική κατοικία.[23]
Μετά τη γερμανική κατοχή της Βοημίας το 1939, ο Χίτλερ δήλωσε ότι η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε «αναστηθεί», αν και θεωρούσε κρυφά τη δική του αυτοκρατορία καλύτερη από την παλιά «ρωμαϊκή».[24] Σε αντίθεση με την «άβολα διεθνιστική καθολική αυτοκρατορία του Μπαρμπαρόσα», το Γερμανικό Ράιχ του Γερμανικού Έθνους θα ήταν ρατσιστικό και εθνικιστικό.[24] Αντί για επιστροφή στις αξίες του Μεσαίωνα, η ίδρυσή του επρόκειτο να είναι « μια ώθηση προς μια νέα χρυσή εποχή, στην οποία οι καλύτερες πτυχές του παρελθόντος θα συνδυάζονταν με τη σύγχρονη ρατσιστική και εθνικιστική σκέψη».[24]
Τα ιστορικά σύνορα της Ιεράς Αυτοκρατορίας χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως έδαφος για εδαφικό ρεβιζιονισμό από το NSDAP, διεκδικώντας σύγχρονα εδάφη και κράτη που κάποτε ήταν μέρος του. Ακόμη και πριν από τον πόλεμο, ο Χίτλερ είχε ονειρευτεί να ανατρέψει την Ειρήνη της Βεστφαλίας, η οποία είχε δώσει στα εδάφη της αυτοκρατορίας σχεδόν πλήρη κυριαρχία.[25] Στις 17 Νοεμβρίου 1939, ο υπουργός Προπαγάνδας του Ράιχ Τζόζεφ Γκέμπελς έγραψε στο ημερολόγιό του ότι η «ολική εκκαθάριση» αυτής της ιστορικής συνθήκης ήταν ο «μεγάλος στόχος» του ναζιστικού καθεστώτος[25] και ότι αφού είχε υπογραφεί στο Μύνστερ θα καταργούνταν και επίσημα στην ίδια πόλη.[26]
Η πρωτοβουλία Heim ins Reich («Επιστροφή στο Ράιχ») ήταν μια πολιτική που ακολούθησαν οι Ναζί, η οποία προσπάθησε να πείσει τους Γερμανούς που ζούσαν εκτός της Ναζιστικής Γερμανίας (όπως στην Αυστρία και τη Σουδητία) ότι έπρεπε να αγωνιστούν για να φέρουν αυτές τις περιοχές «σπίτι», σε μια Μεγάλη Γερμανία. Αυτή η ιδέα οδήγησε επίσης στον οραματισμό ενός ακόμη πιο επεκτατικού κράτους, του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ, το οποίο προσπάθησε να ιδρύσει η ναζιστική Γερμανία.[27] Αυτή η πανγερμανική αυτοκρατορία αναμενόταν να αφομοιώσει σχεδόν όλη τη γερμανική Ευρώπη σε ένα εξαιρετικά διευρυμένο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ. Εδαφικά, αυτό περιλάμβανε το ίδιο το ήδη διευρυμένο Ράιχ (αποτελούμενο από τη Γερμανία πριν από το 1938 συν τις περιοχές που προσαρτήθηκαν στο Großdeutsche Reich), την Ολλανδία, το Βέλγιο, περιοχές στη βορειοανατολική Γαλλία που θεωρούνται ιστορικά και εθνοτικά γερμανικές, τις Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Ισλανδία, τουλάχιστον τα γερμανόφωνα μέρη της Ελβετίας και το Λιχτενστάιν.[28] Η πιο αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν το κατά κύριο λόγο αγγλοσαξονικό Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο δεν προβλεπόταν ότι έπρεπε να περιοριστεί σε γερμανική επαρχία, αλλά αντίθετα να γίνει συμμαχικός ναυτικός εταίρος των Γερμανών.[29]
Η ήττα της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επέφερε την παρακμή του Παγγερμανισμού, όπως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε οδηγήσει στην κατάρρευση του Πανσλαβισμού. Τμήματα της ίδιας της Γερμανίας καταστράφηκαν, και η χώρα χωρίστηκε, πρώτα σε σοβιετικές, γαλλικές, αμερικανικές και βρετανικές ζώνες και στη συνέχεια στη Δυτική Γερμανία και την Ανατολική Γερμανία. Επιπροσθέτως, η Γερμανία υπέστη ακόμη μεγαλύτερες εδαφικές απώλειες από ό,τι στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τεράστια τμήματα της ανατολικής Γερμανίας να προσαρτώνται απευθείας από τη Σοβιετική Ένωση και την Πολωνία. Το μέγεθος της ήττας των Γερμανών ήταν άνευ προηγουμένου. Ο πανγερμανισμός έγινε ταμπού επειδή είχε συνδεθεί με ρατσιστικές έννοιες της «ανώτερης φυλής» από το ναζιστικό κόμμα. Ωστόσο, η επανένωση της Γερμανίας το 1990 αναβίωσε τις παλιές συζητήσεις.[30]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.