Αυτοκέφαλη Ανατολική Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία (σερβικά: Српска православна црква) είναι μια από τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Χριστιανικές Εκκλησίες. Είναι η δεύτερη παλαιότερη Σλαβική ορθόδοξη εκκλησία στον κόσμο (μετά την Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία).[1] Η Εκκλησία ανήκει στην τάξη των Νεοπαγών Πατριαρχείων, με την ονομασία Πατριαρχείο Σερβίας.
Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία | |
---|---|
Ιδρυτής | Άγιος Σάββας |
Ανεξαρτησία | 1219 – 1463 1557 – 1766 1920 – |
Αναγνώριση | Ορθόδοξη Εκκλησία |
Προκαθήμενος | Πατριάρχης Πορφύριος |
Έδρα | Βελιγράδι |
Επικράτεια | Σερβία Βοσνία και Ερζεγοβίνη Μαυροβούνιο Κροατία Σλοβενία |
Γλώσσα | Σερβική |
Πιστοί | 8-11 εκατομμύρια |
Δικτυακός τόπος | Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει την πλειοψηφία του πληθυσμού της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της οντότητας της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Είναι οργανωμένο σε μητροπόλεις και επαρχίες που βρίσκονται κυρίως στη Σερβία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και την Κροατία, αλλά και σε όλο τον κόσμο όπου ζει η Σερβική διασπορά[2].
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μία αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία και νεοπαγές Πατριαρχείο από το 1920. Ο Πατριάρχης της Σερβίας λειτουργεί ως πρώτος μεταξύ ίσων στην εκκλησία του. Σήμερινός Πατριάρχης είναι ο Πορφύριος. Η Εκκλησία απέκτησε αυτοκέφαλο καθεστώς το 1219 υπό την ηγεσία του Αγίου Σάββα, όταν έγινε ανεξάρτητη Αρχιεπισκοπή της Ζίτσα. Το καθεστώς της αναβαθμίστηκε σε εκείνο του Πατριαρχείου το 1346 και στη συνέχεια ήταν γνωστή ως Σερβικό Πατριαρχείο του Ιπεκίου, όταν καταργήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1766. Το 1879, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προχώρησε στην κανονική αναγνώριση της πλήρους εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας (αυτοκεφαλία) της Μητρόπολης του Βελιγραδίου.[3] Η νεότερη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία επανιδρύθηκε το 1920 μετά την ενοποίηση του Πατριαρχείου του Κάρλοβτσι, της Μητρόπολης του Βελιγραδίου και της Μητρόπολης του Μαυροβουνίου.
Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε στα Βαλκάνια από τον 1ο αιώνα. Ο Φλώρος και ο Λαύρος τιμούνται ως Χριστιανοί μάρτυρες του 2ου αιώνα. δολοφονήθηκαν μαζί με 300 χριστιανούς στο Λίπλιαν του σημερινού Κοσσυφοπέδιου. Ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337), που γεννήθηκε στη Νις, ήταν ο πρώτος Χριστιανός Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Αρκετοί επίσκοποι που είχαν την έδρα τους στη σημερινή Σερβία συμμετείχαν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325), όπως ο Ουρσάκιος του Σινγκίντουνουμ. Το 380 ο Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Θεοδόσιος όρισε οι υπήκοοι του να είναι Χριστιανοί σύμφωνα με το δόγμα της Συνόδου της Νίκαιας. Στη Βυζαντινή εκκλησία χρησιμοποιούντο τα Ελληνικά, ενώ στη Ρωμαϊκή τα Λατινικά. Με την οριστική διαίρεση του 395, η σχετική γραμμή στην Ευρώπη διέτρεχε τον Δρίνο. Ο Τιμ Τζούντα αναφέρει ότι η διαίρεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι Σέρβοι να είναι Ορθόδοξοι και οι Κροάτες Ρωμαιοκαθολικοί. Στην Παλαιοχριστιανική κληρονομιά ανήκει η Αρχιεπισκοπή της Ιουστινιανής Πρώτης, που ιδρύθηκε το 535 και είχε δικαιοδοσία σε ολόκληρη τη σημερινή Σερβία. Ωστόσο η Αρχιεπισκοπή δεν μακροημέρευσε, καθώς οι Σλάβοι και οι Άβαροι κατέστρεψαν την περιοχή κάποια στιγμή μετά το 602, οπότε γίνεται η τελευταία αναφορά σε αυτή. Το 733[4] ο Λέων Γ´ μεταβίβασε στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως την Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, την Σικελία και την Καλαβρία (νότια Ιταλία). Τότε πατριάρχης ήταν ο Αναστάσιος. [5]
Η ιστορία του αρχαίου μεσαιωνικού Σερβικού Πριγκιπάτου καταγράφεται στο έργο Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν, που συνέταξε ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (913-959). Το έργο αυτό έδωσε πληροφορίες για τους Σέρβους από, μεταξύ άλλων, μια σερβική πηγή.[6] Οι Σέρβοι αναφέρεται ότι απέκτησαν την προστασία του Αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641) και ο Πορφυρογέννητος τονίζει ότι οι Σέρβοι ήταν πάντα υπό την αυτοκρατορική κυριαρχία.[7] Η περιγραφή του για τον πρώτο εκχριστιανισμό των Σέρβων μπορεί να χρονολογηθεί στο 632-638. Αυτό όμως μπορεί να ήταν εφεύρημα του Πορφυρογέννητου, ή ίσως να είχε συμβεί, περιλαμβάνοντας μόνο μια περιορισμένη ηγετική ομάδα και στη συνέχεια έγινε ελάχιστα δεκτή από τα ευρύτερα στρώματα της φυλής.[8] Η καθιέρωση του χριστιανισμού ως κρατικής θρησκείας χρονολογείται από την εποχή του Πρίγκιπα Μούτιμιρ (851-891) και του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ (β. 867-886). Ο Πορφυρογέννητος βεβαιώνει ότι οι Κροάτες και οι Σέρβοι έστειλαν εκπροσώπους ζητώντας βάπτισμα, Ο Βασίλειος "βάπτισε όλους εκείνους που δεν είχαν βαφτιστεί από τα προαναφερθέντα έθνη".[9] Ο εκχριστιανισμός οφειλόταν εν μέρει στη Βυζαντινή και στη μετέπειτα Βουλγαρική επιρροή.[10] Επικοινωνία μεταξύ της Σερβίας και της Μεγάλης Μοραβίας, όπου δραστηριοποιείτο ο Μεθόδιος, πρέπει να ήταν δυνατή, τουλάχιστον κατά την ηγεμονία του Κόσελ (861-874) στην Παννονία. Το γεγονός αυτό, κατά τα φαινόμενα, γνώριζε ο πάπας κατά το σχεδιασμό της επισκοπής του Μεθόδιου, καθώς και εκείνης των Δαλματικών ακτών, που βρίσκονταν στα χέρια των Βυζαντινών βόρεια ως το Σπλιτ.[10] Υπάρχει πιθανότητα μερικοί μαθητές των Αγιων Κύριλλου και Μεθόδιου να έφτασαν στη Σερβία τη δεκαετία του 870, ίσως μάλιστα να τους έστειλε ο ίδιος ο Μεθόδιος.[10] Η Σερβία θεωρείτο χριστιανική περίπου από το 870.[10]
Η πρώτη σερβική επισκοπή ιδρύθηκε στο Ρας, κοντά στο σύγχρονο Νόβι Παζάρ στον ποταμό Ιμπάρ. Η αρχική υπαγωγήτης είναι αβέβαιη. Μπορεί να υπαγόταν στο Σπλιτ ή στο Δυρράχιο, που τότε ήταν βυζαντινά. Η πρώτη εκκλησία του Ρας μπορεί να χρονολογηθεί στον 9ο-10ο αιώνα, με το σχέδιο της ροτόντας χαρακτηριστικό των πρώτων εκκλησιών της αυλής. Η επισκοπή ιδρύθηκε λίγο μετά το 871, επί του Μούτιμιρ στα πλαίσια του γενικού σχεδίου εγκατάστασης επισκοπών στα σλαβικά εδάφη της αυτοκρατορίας, που επικυρώθηκε από το Συμβούλιο της Κωνσταντινούπολης το 879-880. Τα ονόματα των Σέρβων ηγεμόνων μέχρι το Μούτιμιρ (β. 851-891) είναι σλαβικά διθεματικά ονόματα, σύμφωνα με την παλαιά σλαβική παράδοση. Με το χριστιανισμό τον 9ο αιώνα εμφανίζονται τα χριστιανικά ονόματα. Οι επόμενες γενιές Σέρβων ηγεμόνων είχαν χριστιανικά ονόματα (Πέταρ, Στέφαν, Παύλε, Ζαχάριε, κ.λπ.), δείγματα μεγάλων βυζαντινών ιεραποστολών τη δεκαετία του 870. Ο Πέταρ Γκοϊνίκοβιτς (892-917) ήταν προφανώς χριστιανός πρίγκιπας και ο Χριστιανισμός πιθανότατα εξαπλώθηκε την εποχή του και καθώς η Σερβία συνόρευε με τη Βουλγαρία, χριστιανικές επιρροές και ίσως ιεραπόστολοι ήρθαν από εκεί, ακόμη περισσότερο κατά την εικοσαετή ειρήνη. Η προσάρτηση της Σερβίας από τη Βουλγαρία το 924 ήταν σημαντική για τη μελλοντική κατεύθυνση της Σερβικής εκκλησίας και τότε, το αργότερο, η Σερβία πρέπει να δέχθηκε το Κυριλλικό αλφάβητο και τα σλαβικά θρησκευτικά κείμενα, ήδη γνωστό αλλά ίσως όχι ακόμα προτιμώμενα από τα ελληνικά.
Το 1018-19 ιδρύθηκε η Αρχιεπισκοπή Αχριδών, μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας από τους Βυζαντινούς. Η ελληνική αντικατέστησε τη σλαβική ως λειτουργική γλώσσα. Η Σερβία διοικείτο εκκλησιαστικά από διάφορες επισκοπές: η επισκοπή του Ρας, που αναφέρεται στο πρώτο διάταγμα του Βασιλείου Β΄ (β. 976-1025), υπήχθη στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών και κάλυψε τις περιοχές της νότιας Σερβίας, από τους ποταμούς Ράσκα, Ιμπάρ και Λιμ, όπως φαίνεται στο δεύτερο διάταγμα του Βασιλείου Β΄. Στα χρυσόβουλλα του Βασιλείου Β΄, που χρονολογούνται από το 1020, η επισκοπή του Ρας αναφέρεται ότι καλύπτει το σύνολο της Σερβίας, με έδρα την Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Ρας. Μεταξύ των πρώτων επισκόπων ήταν ο Λεόντιος (1123-1126), ο Κύριλλος (1141-1143), ο Ευθύμιος (1170) και ο Καλλίνικος (1196). Αργότερα εντάχθηκε στην αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή της Ζίτσα το 1219, την εποχή του Αγίου Σάββα.
Το Ευαγγέλιο του 10ου ή του 11ου αιώνα Κώδιξ Μαριανός, που γράφτηκε στην Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική στη Γλαγολιτική γραφή, είναι ένα από τα παλαιότερα γνωστά σλαβικά χειρόγραφα και γράφτηκε εν μέρει στη σερβική εκδοχή της Παλαιάς Εκκλησιαστικής Σλαβονικής.[11] Άλλα πρώιμα χειρόγραφα περιλαμβάνουν τα Γκρσκόβιτσεβ όντλομακ Απόστολα και Μιχανόβιτσεβ όντλομακ του 11ου αιώνα.
Ο Σέρβος πρίγκιπας Ράστκο Νεμάνιτς, γιος του Στέφανου Νεμάνια, ορκίστηκε μοναχός στο Άγιο Όρος ως Σάββας το 1192. Τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του τον ακολούθησε και έγινε μοναχός ως Συμεών.[12] Πατέρας και γιος ζήτησαν από την Ιερά Κοινότητα να ιδρυθεί το σερβικό θρησκευτικό κέντρο στην εγκαταλελειμμένη Μονή Χιλανδαρίου, που ανακαίνισαν, σηματοδοτώντας την αρχή της αναγέννησης (στις τέχνες, τη λογοτεχνία και τη θρησκεία). Ο πατέρας του Σάββα πέθανε στη Μονή Χιλανδαρίου το 1199 και ανακηρύχθηκε άγιος ως Άγιος Συμεών. Ο Σάββας έμεινε για μερικά χρόνια, ανεβαίνοντας στην ιεραρχία[12] και έπειτα επέστρεψε στη Σερβία το 1207, παίρνοντας μαζί του τα λείψανα του πατέρα του, που τα ενταφίασε στο μοναστήρι της Στουντένιτσα, αφού συμφιλίωσε τους δύο αδελφούς του που φιλονικούσαν, Στέφανο Β΄ και Βουκάν. Ο Στέφανος Β΄ του ζήτησε να παραμείνει στη Σερβία με τους κληρικούς του, κάτι που έκανε, παρέχοντας ευρεία ποιμαντική φροντίδα και εκπαίδευση στο λαό της Σερβίας. Ίδρυσε αρκετές εκκλησίες και μοναστήρια, μεταξύ των οποίων και το μοναστήρι της Ζίτσα.[12] Ο Σάββας έφερε το βασιλικό στέμμα από τη Ρώμη, στέφοντας τον παλαιότερο αδελφό του "Βασιλιά όλης της Σερβίας" στο μοναστήρι της Ζίτσα το 1217.[13]
Ο Σάββας επέστρεψε στο Άγιο Όρος το 1217/18, σηματοδοτώντας την αρχή της πραγματικής δημιουργίας της Σερβικής Εκκλησίας. Χειροτονήθηκε το 1219 ως ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβικής εκκλησίας και του παραχωρήθηκε το αυτοκέφαλο από τον Πατριάρχη Μανουήλ Α΄ της Κωνσταντινούπολη, που ήταν τότε εξόριστος στη Νίκαια. Την ίδια χρονιά ο Σάββας δημοσίευσε το Ζακονοπράβιλο (Νομοκανόνας του Αγίου Σάββα). Έτσι οι Σέρβοι απέκτησαν και τις δύο μορφές ανεξαρτησίας: πολιτική και θρησκευτική.[12] Μετά από αυτό έμεινε στη Σερβία, στη Στουντένιτσα και συνέχισε να διδάσκει το σερβικό λαό με την πίστη του, και αργότερα συγκάλεσε μια σύνοδο, θέτοντας εκτός νόμου τους Βογόμιλους, που θεωρούντο αιρετικοί.[12] Ο Σάββας όρισε πρωτεπίσκοπους και τους έστειλε σε ολόκληρη τη Σερβία για να κάνουν βαπτίσεις, γάμους κλπ. Για να διατηρήσει τη θέση του ως θρησκευτικού και κοινωνικού ηγέτη συνέχισε να ταξιδεύει ανά τα μοναστήρια και τις επαρχίες για να διδάξει το λαό.[12] Το 1221 συγκλήθηκε σύνοδος στο μοναστήρι της Ζίτσα, που καταδίκασε το Βογομιλισμό.[14]
Το 1229/1233 ο Άγιος Σάββας πήγε σε προσκύνημα στην Παλαιστίνη και στην Ιερουσαλήμ συναντήθηκε με τον Πατριάρχη Αθανάσιο Β΄. Ο Σάββας είδε τη Βηθλεέμ όπου γεννήθηκε ο Ιησούς, τον Ιορδάνη ποταμό, όπου βαφτίστηκε και τη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου (μοναστήρι Μαρ Σαμπά). Ο Σάββας ζήτησε από τον Αθανάσιο Β΄, τον οικοδεσπότη του, και την αδελφότητα της Μεγίστης Λαύρας, με επικεφαλής τον ηγούμενο Νικόλαο, να αγοράσει δύο μοναστήρια στους Αγίους Τόπους. Το αίτημά του έγινε αποδεκτό και του προσφέρθηκαν τα μοναστήρια του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο Όρος Σιών και η Μονής του Αγίου Γεωργίου στην Ακόνα, για να επανδρωθούν και τα δύο από Σέρβους μοναχούς. Η εικόνα της Παναγίας Τριχερούσας, δώρο στη Μεγίστη Λαύρα από τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, δόθηκε στο Σάββα και αυτός, με τη σειρά του, την κληροδότησε στη Μονή Χιλανδαρίου.
Ο Σάββας πέθανε στο Τρίνοβο, πρωτεύουσα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, επίτης βασιλείας του Ιβάν Ασσέν Β της Βουλγαρίας΄. Σύμφωνα με το Βίο του, αρρώστησε μετά τη Θεία Λειτουργία για τη γιορτή των Θεοφανίων, στις 12 Ιανουαρίου 1235. Ο Σάββας επισκέφθηκε το Τίρνοβο στην επιστροφή του από τους Αγίους Τόπους, όπου είχε ιδρύσει ένα ξενώνα για Σύριους προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ και είχε φροντίσει οι Σέρβοι μοναχοί να είναι καλοδεχούμενοι στα εκεί ιδρυθέντα μοναστήρια. Πέθανε από πνευμονία τη νύχτα μεταξύ του Σαββάτου και της Κυριακής 14 Ιανουαρίου 1235 και θάφτηκε στον καθεδρικό ναό των Αγίων Τεσσαρακοστών Μαρτύρων στο Τίρνοβο όπου το σώμα του παρέμεινε μέχρι τις 6 Μαΐου 1237, όταν μεταφέρθηκαν τα ιερά οστά του στο μοναστήρι Μιλέσεβα στη νότια Σερβία.
Το 1253 τη έδρα της αρχιεπισκοπής μεταφέρθηκε στη Μονή του Πετς από τον Αρχιεπίσκοπο Αρσένιο.[15] Οι Σέρβοι προκαθήμενοι μετακινούντο μεταξύ των δύο εδρών.[16] Κάποτε μεταξύ 1276-1292 οι Κουμάνοι έκαψαν το μοναστήρι της Ζίτσα και ο Βασιλιάς Στέφανος Μιλούτιν το ανακαίνισε το 1292-1309, επί της θητείας του Ευστάθιου Β΄.[15] Το 1289-1290 οι σημαντικότεροι θησαυροί του κατεστραμμένου μοναστηριού, συμπεριλαμβανομένων των λειψάνων του Αγίου Ευστάθιου Α΄, μεταφέρθηκαν στο Πέτς.[17]
Το καθεστώς της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αναβαθμίστηκε μαζί με την επέκταση και το αυξημένο κύρος του Σερβικού βασιλείου. Οταν ο Βασιλιάς Στέφανος Δουσάν πήρε τον αυτοκρατορικό τίτλο του τσάρου, η Σερβική Αρχιεπισκοπή ανυψώθηκε αντίστοιχα στην τάξη του Πατριαρχείου το 1346. Τον αιώνα που ακολούθησε η Σερβική Εκκλησία πέτυχε τη μεγαλύτερη δύναμη και κύρος της. Το 14ο αιώνα ο σερβικός ορθόδοξος κλήρος είχε τον τίτλο του πρώτου στο Άγιο Όρος.
Στις 16 Απριλίου 1346 (Πάσχα), ο Στέφανος Δουσάν συγκάλεσε μια μεγάλη σύνοδο στα Σκόπια, στην οποία παρέστη ο Σέρβος Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος Β΄, ο Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος Α΄ των Αχριδών, ο Πατριάρχης Συμεών της Βουλγαρίας και διάφοροι θρησκευτικοί ηγέτες του Αγίου Όρους. Η σύνοδος και ο κλήρος συμφώνησαν και στη συνέχεια υλοποίησαν επίσημα την αναβάθμιση της αυτοκέφαλης Σερβικής Αρχιεπισκοπής στο καθεστώς του Πατριαρχείου. Ο Αρχιεπίσκοπος ονομαζόταν εφεξής Σέρβος Πατριάρχης, αν και μερικά έγγραφα τον ονόμαζαν Πατριάρχη Σέρβων και Ελλήνων, με έδρα στην Πατριαρχική Μονή του Πετς. Ο νέος Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β΄ έστεψε πανηγυρικά το Στέφανο Δουσάν ως Βασιλέα και αυτοκράτορα Σέρβων και Ρωμαίων. Το πατριαρχικό καθεστώς είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση των επισκοπών σε μητροπόλεις, όπως για παράδειγμα η Μητρόπολη των Σκοπίων. Το Πατριαρχείο ανέλαβε την κυριαρχία του Αγίου Όρους και των ελληνικών αρχιεπισκοπών της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης (η Αρχιεπισκοπή Αχριδών παρέμεινε αυτοκέφαλη), γεγονός που οδήγησε στον αφορισμό του Δουσάν από τον Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ της Κωνσταντινούπολης το 1350.[18]
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία τελικά κατέλαβε το Δεσποτάτο της Σερβίας το 1459, το Βασίλειο της Βοσνίας το 1463, την Ερζεγοβίνη το 1482 και το Μαυροβούνιο το 1499. Όλα τα κατεχόμενα εδάφη χωρίστηκαν σε σαντζάκια. Αν και ορισμένοι Σέρβοι προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, οι περισσότεροι διατήρησαν την προσήλωσή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας. Η ίδια η Εκκλησία συνέχισε να υπάρχει καθ' όλη την Οθωμανική περίοδο, αν και όχι χωρίς προβλήματα. Μετά το θάνατο του Σέρβου Πατριάρχη Αρσένιου Β΄το 1463 δεν είχε εκλεγεί διάδοχος. Έτσι το Πατριαρχείο καταργήθηκε εκ των πραγμάτων και η Σερβική Εκκλησία πέρασε κάτω από τη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχριδών και τελικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου που είχε δικαιοδοσία για όλους τους Ορθόδοξους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πλαίσιο του μιλλέτ.
Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, που έγιναν από το 1530 μέχρι το 1541 από το Μητροπολίτη Παύλο του Σμεντέρεβο για να ανακτήσει το αυτοκέφαλο, καταλαμβάνοντας το θρόνο του Πετς και ανακηρύσσοντας τον εαυτό του όχι μόνο Αρχιεπίσκοπο του Πετς αλλά και Πατριάρχη της Σερβίας, το Σερβικό Πατριαρχείο τελικά παλινορθώθηκε το 1557 επί του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄, χάρη στη μεσολάβηση του πασά Μεχμέτ Σοκόλοβιτς που ήταν Σέρβος εκ γενετής. Ο ξάδερφος του, ένας από τους Σέρβους Ορθόδοξους επίσκοπους, Μακάριος Σοκόλοβιτς, εξελέγη Πατριάρχης του Πετς. Η παλινόρθωση του Πατριαρχείου είχε μεγάλη σημασία για τους Σέρβους, διότι συνέβαλε στην πνευματική ενοποίηση όλων των Σέρβων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Πατριαρχείο του Πετς περιλάμβανε επίσης ορισμένες μητροπόλεις στη δυτική Βουλγαρία.[19] Την εποχή του Σέρβου Πατριάρχη Γιόβαν Κάντουλ (1592-1614) οι Οθωμανοί Τούρκοι μετέφεραν τα λείψανα του Αγίου Σάββα από το μοναστήρι Μιλέσεβα στο λόφο Βράτσαρ στο Βελιγράδι, όπου κάηκαν από το Σινάν Πασά για τον εκφοβισμό του Σερβικού λαού σε περιπτώσεις εξεγέρσεων (βλέπε Εξέγερση του Βανάτου) (1594). Ο ναός του Αγίου Σάββα χτίστηκε στον τόπο όπου κάηκαν τα λείψανα του.
Μετά από τις σερβικές εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων κατακτητών που ακολούθησαν, στις οποίες η Εκκλησία είχε ηγετικό ρόλο, οι Οθωμανοί κατάργησαν το Πατριαρχείο για άλλη μια φορά το 1766. Η Εκκλησία επανήλθε και πάλι υπό τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η περίοδος κυριαρχίας των λεγόμενων "Φαναριωτών" ήταν περίοδος μεγάλης πνευματικής παρακμής, γιατί οι Έλληνες επίσκοποι είχαν ελάχιστη κατανόηση για το σερβικό τους ποίμνιο.
Την περίοδο αυτή πολλοί Χριστιανοί στα Βαλκάνια προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ για να αποφύγουν τους αυστηρούς φόρους που επέβαλαν οι Τούρκοι σε αντίποινα για εξεγέρσεις και τη συνεχιζόμενη αντίσταση. Πολλοί Σέρβοι μετανάστευσαν με τους ιεραρχικούς τους στη Μοναρχία των Αψβούργων, όπου τους είχε χορηγηθεί αυτονομία. Το 1708 δημιουργήθηκε μια αυτόνομη Σερβική Ορθόδοξη Μητρόπολη του Κάρλοβτσι, που αργότερα έγινε πατριαρχείο (1848-1920).
Η στενή σχέση της εκκλησίας με τη σερβική αντίσταση στην Οθωμανική κυριαρχία οδήγησε στην αναπόσπαστη σύνδεση της Ορθοδοξίας με τη σερβική εθνική ταυτότητα και τη νέα σερβική μοναρχία που εμφανίστηκε από το 1815 και μετά. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία στο Πριγκιπάτο της Σερβίας απέκτησε την αυτονομία της το 1831 και οργανώθηκε ως Μητρόπολη του Βελιγραδίου, παραμένοντας υπό την ανώτατη εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Το Πριγκιπάτο της Σερβίας απέκτησε πλήρη πολιτική ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1878 και αμέσως μετά από αυτό άρχισαν διαπραγματεύσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα την κανονική αναγνώριση της πλήρους εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας (αυτοκέφαλο) της Μητρόπολη του Βελιγραδίου το 1879.[3] Ταυτόχρονα οι Σερβικές Ορθόδοξες επαρχίες (επισκοπές) στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη παρέμειναν υπό την ανώτατη εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά απέκτησαν εσωτερική αυτονομία.[20] Στις νότιες επαρχίες, που παρέμεναν υπό την Οθωμανική κυριαρχία, διορίζονταν Σέρβοι μητροπολίτες από τα τέλη του 19ου αιώνα.[21] Έτσι από τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν αρκετές διακεκριμένες εκκλησιαστικές επαρχίες της Σερβίας, όπως το Πατριαρχείο Κάρλοβτσι στη Μοναρχία των Αψβούργων, η Μητρόπολη του Βελιγραδίου στο Βασίλειο της Σερβίας και η Μητρόπολη του Μαυροβουνίου στο ομώνυμο πριγκιπάτο.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όλοι οι Ορθόδοξοι Σέρβοι ενώθηκαν κάτω από μια εκκλησιαστική αρχή και οι δύο Σερβικές εκκλησίες συνενώθηκαν στην ενιαία Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1920 με την εκλογή του Σέρβου Πατριάρχη Δημητρίου. Η εκκλησία αυτή απέκτησε μεγάλη πολιτική και κοινωνική επιρροή στο μεσοπολεμικό Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, οπότε αγωνίστηκε με επιτυχία κατά της πρόθεσης της Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης να υπογράψει κονκορδάτο με την Αγία Έδρα.
Η ενιαία Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρούσε υπό την δικαιοδοσία της την Επαρχία (Επισκοπή) της Βούδας στην Ουγγαρία. Το 1921 η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ίδρυσε μια νέα επαρχία για την Τσεχία, με επικεφαλής τον επίσκοπο Γκόραζντ Πάβλικ. Την ίδια στιγμή αναδιοργανώθηκε η Σερβική Εκκλησία στη διασπορά και ιδρύθηκε η επαρχία (επισκοπή) για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Το 1931 ιδρύθηκε μια άλλη επισκοπή, ονομαζόμενη Επαρχία Μουκάτσεβο και Πρέσοβ, για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Σλοβακίας και της Ρουθηνίας των Καρπαθίων.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία υπέφερε πολύ από διώξεις από τις κατοχικές δυνάμεις και το φανατικά αντισερβικό καθεστώς του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας των Ουστάσι, που προσπάθησε να δημιουργήσει μια «Κροατική Ορθόδοξη Εκκλησία» την οποία αναγκάστηκαν οι Ορθόδοξοι Σέρβοι να ενταχθούν. Πολλοί Σέρβοι σκοτώθηκαν, εκδιώχθηκαν και αναγκάστηκαν να δεχτούν τον Καθολικισμό κατά τη Γενοκτονία των Σέρβων. οι επίσκοποι και οι ιερείς της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στοχοποιήθηκαν και διώχτηκαν και πολλές ορθόδοξες εκκλησίες υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν.
Μετά τον πόλεμο η Εκκλησία καταπιέστηκε από την κομμουνιστική κυβέρνηση του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, που την έβλεπε με καχυποψία λόγω των δεσμών της Εκκλησίας με την εξόριστη σερβική μοναρχία και το εθνικιστικό κίνημα των Τσέτνικ. Μαζί με άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα όλων των δογμάτων, η Εκκλησία υποβλήθηκε σε αυστηρές ρυθμίσεις από το γιουγκοσλαβικό κράτος, που απαγόρευαν τη διδασκαλία της θρησκείας στα σχολεία, δήμευσαν την περιουσία της και αποθάρρυναν τη θρησκευτική δραστηριότητα μεταξύ του πληθυσμού.
Το 1963 η Σερβική Εκκλησία στη διασπορά αναδιοργανώθηκε και η επαρχία (επισκοπή) για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά χωρίστηκε σε τρεις. Ταυτόχρονα κάποιες εσωτερικές διαιρέσεις ξέσπασαν στη Σερβική διασπορά, οδηγώντας στη δημιουργία της ξεχωριστής "Ελεύθερης Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας". Η ρήξη άρθηκε το 1991 και δημιουργήθηκε η Μητρόπολη της Νέας Γκράκανιτσα στο πλαίσιο της ενιαίας Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η σταδιακή κατάρρευση του γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού και η άνοδος των αντιπάλων εθνικιστικών κινημάτων τη δεκαετία του 1980 οδήγησαν επίσης σε μια έντονη αναβίωση της θρησκείας σε όλη τη Γιουγκοσλαβία, και κυρίως στη Σερβία. Ο Σέρβος Πατριάρχης Παύλος υποστήριξε την αντιπολίτευση κατά του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς τη δεκαετία του 1990.
Το 1967 ιδρύθηκε η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας), ουσιαστικά ως παρακλάδι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην τότε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ως μέρος της γιουγκοσλαβικής προσπάθειας να οικοδομηθεί μια μακεδονική εθνική ταυτότητα. Η συγκεκριμένη εκκλησιαστική δομή δεν αναγνωρίζόταν από καμία άλλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέχρι το 2022. Καμπάνιες για μια ανεξάρτητη Ορθόδοξη Εκκλησία και στο Μαυροβουνίου προωθούνται ευρέως τα τελευταία χρόνια από εθνικιστικούς κύκλους της χώρας. Οι Γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι έπληξαν σοβαρά μεγάλο τμήμα της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί κληρικοί της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υποστήριζαν τον πόλεμο, ενώ άλλοι αντιτάχθηκαν.
Πολλές εκκλησίες στην Κροατία υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν κατά τον Πόλεμο της Κροατίας (1991-95). Οι επίσκοποι, οι ιερείς και οι περισσότεροι πιστοί των επισκοπών του Ζάγκρεμπ, του Κάρλοβατς, της Σλαβονίας και της Δαλματίας έγιναν πρόσφυγες. Οι τρεις τελευταίες εγκαταλείφθηκαν σχεδόν εντελώς μετά την έξοδο των Σέρβων από την Κροατία το 1995 (Επιχείρηση Καταιγίδα). Η επισκοπή της Δαλματίας επίσης μετέφερε προσωρινά την έδρα της στο Κνιν μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας της Σερβικής Κράινα. Η επισκοπή της Σλαβονίας είχε μεταφερθεί από το Πάκρατς στο Ντάρουβαρ. Μετά την Επιχείρηση Καταιγίδα δύο μοναστήρια υπέστησαν μερική καταστροφή, το μοναστήρι Κρούπα του 1317, και το μοναστήρι Κρκα του 1345.
Οι επισκοπές Μπίχατς και Πέτροβατς, Δαβαροβοσνίας και Ζβόρνικ και Τούζλα εξαλείφθηκαν εξαιτίας του πολέμου της Πολέμου της Βοσνίας. Η επισκοπή της Δαβαροβοσνίας μεταφέρθηκε προσωρινά στο Σόκολατς, ενώ εκείνη του Ζβόρνικ-Τούζλα στη Μπιέλινα. Πάνω από εκατό εκκλησιαστικά αντικείμενα της επισκοπής Ζβόρνικ-Τούζλα καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πολλά μοναστήρια και εκκλησίες στην επισκοπή Ζαχλουμίας καταστράφηκαν επίσης. Πολλοί πιστοί από αυτές τις επισκοπές έγιναν επίσης πρόσφυγες.
Το 1998 η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί και στις δύο χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος της ιδιοκτησίας της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επεστράφη στην κανονική του χρήση, οι επίσκοποι και οι ιερείς επέστρεψαν και ότι είχε καταστραφεί και υποστεί ζημιές ή βανδαλισμούς αποκαταστάθηκε. Η διαδικασία ανοικοδόμησης αρκετών εκκλησιών βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, κυρίως ο καθεδρικός ναός της Επισκοπής του Άνω Κάρλοβατς, στην ομώνυμη πόλη. Η επιστροφή των πιστών της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας άρχισε επίσης, αλλά, το 2004, δεν προσέγγιζαν τον προπολεμικό τους αριθμό.
Λόγω του Πολέμου του Κοσσυφοπεδίου μετά το 1999 πολλά Σερβικά Ορθόδοξα ιερά της επαρχίας έμειναν κατειλημμένες μόνο από κληρικούς. Από την άφιξη των στρατευμάτων του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο του 1999, 156 Σερβικές ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια έχουν υποστεί ζημιές ή καταστραφεί και αρκετοί ιερείς έχουν σκοτωθεί. Κατά τη διάρκεια των λίγων ημερών των ταραχών του 2004 στο Κοσσυφοπέδιο, 35 Σερβικές Ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια υπέστησαν ζημιές και μερικές καταστράφηκαν από τον αλβανικό όχλο. Χιλιάδες Σέρβοι αναγκάστηκαν να φύγουν από το Κοσσυφοπέδιο εξαιτίας των πολλών επιθέσεων Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου σε σερβικές εκκλησίες και Σέρβους.
Η διαδικασία εκκλησιαστικής αναδιοργάνωσης στη διασπορά και η πλήρης επανένταξη της Μητρόπολης της Νέας Γκρατσάνιτσα ολοκληρώθηκε από το 2009 έως το 2011. Με αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε πλήρης δομική ενότητα των σερβικών εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της διασποράς.
Βάσει των επίσημων απογραφών στις χώρες που περιλαμβάνουν την εδαφική δικαιοδοσία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (βασικά της πρώην Γιουγκοσλαβίας), υπάρχουν περισσότεροι από 8 εκατομμύρια πιστοί της εκκλησίας. Η Ορθοδοξία είναι το μεγαλύτερο θρησκευτικό δόγμα στη Σερβία με 6.079.296 πιστούς (84.5% του πληθυσμού της) σύμφωνα με την απογραφή του 2011 και στο Μαυροβούνιο με 460.383 (74%). Είναι το δεύτερο μεγαλύτερό δόγμα στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη με 31,2% πιστών και στην Κροατία με 4,4% πιστών. Τα αριθμητικά στοιχεία για τις επισκοπές του εξωτερικού (Δυτική Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Αυστραλία) είναι άγνωστα, αν και μπορούν να γίνουν κάποιες εκτιμήσεις βάσει του μεγέθους της Σερβικής διασποράς, που αριθμεί πάνω από 2 εκατομμύρια.
Ο επικεφαλής της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Πατριάρχης, είναι επίσης επικεφαλής (Μητροπολίτης) της Μητρόπολης Βελιγραδίου και Κάρλοβτσι. Οι Σέρβοι Ορθόδοξοι Πατριάρχες χρησιμοποιούν τον τίτλο Η Αυτού Αγιότης, Αρχιεπίσκοπος του Πέτς, Μητροπολίτης Βελιγραδίου και Κάρλοβτσι, Σέρβος Πατριάρχης. Από τις 18 Φεβρουαρίου 2021 προκαθήμενος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο Πατριάρχης Πορφύριος. Το ανώτατο σώμα της Εκκλησίας είναι η Ιερά Συνέλευση των Επισκόπων (Σερβικά: Sveti arhijerejski sabor, Свети архијерејски сабор). Αποτελείται από τον Πατριάρχη, τους Μητροπολίτες, τους Επισκόπους, τον Αρχιεπίσκοπο της Αχρίδας και τους Βικάριους Επισκόπους. Συνέρχεται δύο φορές το χρόνο - την άνοιξη και το φθινόπωρο. Η Ιερά Συνέλευση των Επισκόπων λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις για την εκκλησία και εκλέγει τον Πατριάρχη.
Το εκτελεστικό όργανο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η Ιερά Σύνοδος. Έχει πέντε μέλη: τέσσερις επισκόπους και τον πατριάρχη. Η Ιερά Σύνοδος φροντίζει για την καθημερινή λειτουργία της Εκκλησίας, πραγματοποιώντας τακτικές συναντήσεις.
Το έδαφος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας διαιρείται σε:
Η Αυτόνομη Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας ή Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αχρίδος υπήρξε μία αυτόνομη Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας, υπαγόμενη στο Πατριαρχείο Σερβίας μέχρι τον Μάιο 2023. Σε συνεδρίασή της, η Ιερά Σύνοδος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποφάσισε την υπαγωγή της στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας), μετά την αποκατάσταση ευχαριστιακής κοινωνίας και των σχέσεών τους.[22] Αυτή η Αρχιεπισκοπή χωριζόταν σε μια Μητρόπολη, των Σκοπίων και τις έξι Επαρχίες Μπρεγκάλνιτσα, Ντέμπαρ και Κίτσεβο, Πόλογκ και Κουμάνοβο, Πρέσπας και Πελαγονίας, Στρώμνιτσας και Βέλες και Ποβαρντάριε. Δημιουργήθηκε το 2002 ως απάντηση στην τότε σχισματική Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας), που είχε μια παρόμοια σχέση με τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία πριν από το 1967, όταν μονομερώς αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη.
Λειτουργίες δεν μπορούν να γίνουν σωστά από ένα μόνο άτομο, αλλά πρέπει να έχουν τουλάχιστον ένα άλλο άτομο παρόν. Συνήθως λειτουργίες γίνονται καθημερινά μόνο σε μοναστήρια και καθεδρικούς ναούς, ενώ στις ενοριακές εκκλησίες συνήθως λειτουργίες γίνονται μόνο το Σαββατοκύριακο και τις μεγάλες εορτές. Η Θεία Λειτουργία κορυφώνεται με τη Θεία Ευχαριστία. Θεία Λειτουργία δεν γίνεται τις καθημερινές κατά την προπαρασκευαστική περίοδο της Σαρακοστής. Η θεία κοινωνία καθαγιάζεται τις Κυριακές και διανέμεται κατά τη διάρκεια της εβδομάδας κατά τη Λειτουργία Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Οι λειτουργίες, ειδικά η Θεία Λειτουργία, μπορούν να γίνουν μία φορά την ημέρα σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αγία τράπεζα.
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται από το μονοθεϊστικό Τριαδικό Δόγμα, την πίστη στην ενσάρκωση του Λόγου (Υιού του Θεού), την ισορροπία της καταφατικής με την αποφατική θεολογία, μια ερμηνευτική που ορίζεται από την Ιερά Παράδοση, μια συγκεκριμένη εκκλησιολογία, μια έντονη θεολογία του προσώπου και μια θεραπευτική σωτηριολογία.
Βασικό κομμάτι της Σερβικής Ορθόδοξης θρησκείας είναι η Σλάβα, μια γιορτή του Οικογενειακού Προστάτη Αγίου, που εντάχθηκε στο Σερβικό Ορθόδοξο θρησκευτικό κανόνα από τον πρώτο Σέρβο αρχιεπίσκοπο Άγιο Σάββα.
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σε πλήρη κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (που κατέχει ιδιαίτερη τιμητική θέση στην Ορθοδοξία και είναι η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη, που έχει το καθεστώς του πρώτου μεταξύ ίσων) και όλες τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Είναι μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών από το 1965 και της Διάσκεψης των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών.
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε αποδώσει Σχίσμα στην αυτοαποκαλούμενη Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίουκαι στην μέχρι πρόσφατα (2022) μη κανονική Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας), όπως και οι υπόλοιπες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Στις 9 Μαΐου 2022 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποφάσισε και δέχτηκε "σε ευχαριστιακή κοινωνία την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό της", με το όνομα Εκκλησία Αχρίδος "αποκλείουσα τον όρον "Μακεδονική" και οιοδήτι άλλο παράγωγο της λέξεως "Μακεδονία"".[23] Ακολούθησε το Πατριαρχείο Σερβίας, στις 16 Μαΐου 2022 [24] και στη συνέχεια η Βουλγαρική και η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Σερβικές μεσαιωνικές εκκλησίες χτίστηκαν με το πνεύμα του Βυζαντίου. Ο ρυθμός της Ράσκα αναφέρεται στη σερβική αρχιτεκτονική από το 12ο έως τα τέλη του 14ου αιώνα (Στουντένιτσα, Μονή Χιλανδαρίου, Ζίτσα). Η σχολή του Βαρδάρη, που είναι η χαρακτηριστική του, αναπτύχθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα συνδυάζοντας Βυζαντινές και Σερβικές επιρροές για να σχηματίσει ένα νέο αρχιτεκτονικό ρυθμό (Γκρατσάνιτσα, Πατριαρχική Μονή του Πετς). Την εποχή της Σερβικής Αυτοκρατορίας το Σερβικό κράτος είχε επεκταθεί στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία μέχρι το Αιγαίο με αποτέλεσμα εντονότερες επιρροές από την παράδοση της Βυζαντινής τέχνης. Ο ρυθμός του Μοράβα αναφέρεται στην περίοδο της κατάληψης της Σερβίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από το 1371 έως το 1459 (Ραβάνιτσα, Λιουμπόστινια, Κάλενιτς, Ρέσαβα).
Το 17ο αιώνα πολλές από τις Σερβικές Ορθόδοξες εκκλησίες που χτίστηκαν στο Βελιγράδι είχαν όλα τα χαρακτηριστικά των μπαρόκ εκκλησιών που υπήρχαν στις κατεχόμενες από τους Αψβούργους περιοχές, όπου ζούσαν Σέρβοι. Οι εκκλησίες συνήθως είχαν ένα καμπαναριό και ένα μόνο κτίριο του ναού με το τέμπλο μέσα στην εκκλησία καλυμμένο με ζωγραφική αναγεννησιακού ρυθμού. Αυτές οι εκκλησίες βρίσκονται στο Βελιγράδι και τη Βοϊβοντίνα, που είχαν καταληφθεί από την Αυστριακή Αυτοκρατορία από το 1717 έως το 1739 και στα σύνορα με την Αυστρία (αργότερα Αυστροουγγαρία) κατά μήκος των ποταμών Σάβου και Δούναβη από το 1804, όταν επανιδρύθηκε το σερβικό κράτος.
Οι εικόνες είναι γεμάτες συμβολισμό που στοχεύει να αποδώσει πολύ περισσότερο νόημα από την απλή ταυτότητα του απεικονιζόμενου προσώπου και γι 'αυτό το λόγο η ορθόδοξη εικονογραφία έχει γίνει μια ακριβής επιστήμη αντιγραφής παλαιότερων εικόνων μάλλον και όχι μιας ευκαιρία καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι προσωπικές, ιδιοσυγκρασιακές και δημιουργικές παραδόσεις της δυτικοευρωπαϊκής θρησκευτικής τέχνης λείπουν σε μεγάλο βαθμό από την Ορθόδοξη εικονογραφία πριν από το 17ο αιώνα, όταν η ρωσική και η σερβική εικονογραφία επηρεάστηκε από τη θρησκευτική ζωγραφική και χαρακτική από την Ευρώπη.
Μεγάλες εικόνες μπορούν να βρεθούν να διακοσμούν τους τοίχους των εκκλησιών και συχνά καλύπτουν πλήρως το εσωτερικό τους. Τα σπίτια των Ορθοδόξων συχνά έχουν επίσης εικόνες που κρέμονται στον τοίχο, συνήθως σε έναν ανατολικά προσανατολισμένο τοίχο και σε μια κεντρική θέση, όπου η οικογένεια μπορεί να προσευχηθεί μαζί.
Η Σερβική τρίχρωμη σημαία με ένα Σερβικό σταυρό χρησιμοποιείται ως επίσημη σημαία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας [35]. Υπάρχουν και άλλες ανεπίσημες παραλλαγές σημαίας, μερικές με παραλλαγές του σταυρού, του οικόσημου ή και των δύο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.