ιστορική πρώην Αυτοκέφαλη Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αρχιεπισκοπή Αχριδών, γνωστή και ως Βουλγαρική Αρχιεπισκοπή Οχρίδας (βουλγαρικά: Българска Охридска архиепископия, σλαβομακεδονικά: Охридска архиепископија), η οποία αρχικά ονομαζόταν Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας, ήταν μια αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία που ιδρύθηκε μετά τη βυζαντινή κατάκτηση της Βουλγαρίας το 1018 διά της υποβάθμισης του αυτοκέφαλου Βουλγαρικού Πατριαρχείου λόγω της υποταγής του στους Βυζαντινούς. Το 1767, η Αρχιεπισκοπή καταργήθηκε και οι επισκοπές της τέθηκαν υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Αρχιεπισκοπή Αχριδών | |
---|---|
Χάρτης του 1917 που απεικονίζει την Αρχιεπισκοπή Αχριδών περί το 1020 | |
Ιδρυτής | Απόστολος Ανδρέας |
Ανεξαρτησία | 1018-1767 |
Έδρα | Οχρίδα |
Επικράτεια | γεωγραφική και ιστορική περιοχή της Μακεδονίας |
Γλώσσα | Παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική Ελληνική |
Ο αρχικός τίτλος της αρχιεπισκοπής ήταν απλώς «Βουλγαρίας», αλλά υπό τον περίφημο αρχιεπίσκοπο Θεοφύλακτο (1078–1107) επεκτάθηκε σε «πάσης Βουλγαρίας[1]». Ο Ιωάννης Δ΄ (1139/42–1163/64), εξάδερφος του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας» το 1157, αντανακλώντας μια τάση της εποχής για διεκδίκηση της διαδοχής και των προνομίων της βραχύβιας Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής (535 – περί το 610), που ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό.
Ο τίτλος αυτός προφανώς περιέπεσε σε αχρησία από τους άμεσους διαδόχους του Ιωάννη, πιθανώς λόγω πιέσεων από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά στις αρχές του 13ου αιώνα αναβίωσε από τον φιλόδοξο Δημήτριο Χωματηνό (1216–1236), προκειμένου να υποστηριχθούν οι ισχυρισμοί του για οιονεί πατριαρχικό καθεστώς κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής του με τους εξόριστους στη Νίκαια Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Ο χαρακτηρισμός έγινε τελικά αποδεκτός από την Κωνσταντινούπολη και τη βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή μετά το 1261, και αποτέλεσε έκτοτε τμήμα του τίτλου των αρχιεπισκόπων.
Στην πλήρη της μορφή, έγινε γνωστή ως Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας[2]. «Αρχιεπισκοπή Αχριδών» είναι ο πιο συνηθισμένος όρος, επειδή κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της, από το 1020 έως το 1767, έδρα της ήταν η πόλη της Οχρίδας[2].
Λίγο μετά το 934, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός αναγνώρισε τον αρχιεπίσκοπο της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Δαμιανό, στο βαθμό του Πατριάρχη, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ειρήνης που τερμάτισε τον βυζαντινοβουλγαρικό πόλεμο του 913-927[3]. Το 971, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Α' Τσιμισκής απέλυσε τον Δαμιανό μετά την προσάρτηση της πρωτεύουσας της Μεγάλης Πρεσλάβας και τμημάτων της βορειοανατολικής Βουλγαρίας, αλλά το βουλγαρικό πατριαρχείο πιθανώς αποκαταστάθηκε υπό τον Τσάρο Σαμουήλ της Βουλγαρίας[2]. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, η έδρα των Βούλγαρων πατριαρχών παρέμεινε στενά συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στον πόλεμο μεταξύ του Σαμουήλ και του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β'. Έτσι, ο επόμενος Πατριάρχης Γερμανός διέμενε διαδοχικά στα Μογλενά (Αλμωπία), στα Βοδενά (Έδεσσα) και στην Πρέσπα. Γύρω στο 990, ο τελευταίος πατριάρχης, Φίλιππος, μετακόμισε στην Οχρίδα.
Μετά την οριστική κατάκτηση του βουλγαρικού κράτους το 1018, ο Βασίλειος Β', για να σφραγίσει τη βυζαντινή νίκη, ίδρυσε την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος υποβιβάζοντας το βουλγαρικό πατριαρχείο στον βαθμό της αρχιεπισκοπής. Η αρχιεπισκοπή πλέον παρέμεινε αυτοκέφαλη, αυτόνομη από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, ενώ η αρχιεπισκοπή ήταν εντελώς ανεξάρτητη από κάθε άλλη πτυχή, ο προκαθήμενός της επιλεγόταν από τον αυτοκράτορα από έναν κατάλογο τριών υποψηφίων (τριπρόσωπο) που υποβαλλόταν από την τοπική Σύνοδο. Με τρία σιγίλλια που εξέδωσε το 1020, ο Βασίλειος Β' έδωσε εκτεταμένα προνόμια στην Αρχιεπισκοπή[2].
Παρότι ο πρώτος διορισμένος αρχιεπίσκοπος (Δίβρης Ιωάννης) ήταν Βούλγαρος, οι διάδοχοί του, καθώς και ολόκληρος ο ανώτερος κλήρος, ήταν πάντα Βυζαντινοί, με πιο διάσημο από αυτούς τον Άγιο Θεοφύλακτο Αχρίδος (1078–1107)[4]. Οι αρχιερείς επιλέγονταν μεταξύ των μοναχών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αδριανός Κομνηνός, με το μοναστικό του όνομα Ιωάννης (Δ΄) (1143–1160), ήταν εξάδελφος του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος που έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής. Ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Ε' Καματηρός (1183–1216) ήταν πρώην αυτοκρατορικός υπάλληλος.
Τον 13ο και το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, το έδαφος της Αρχιεπισκοπής διεκδικούνταν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τη Λατινική Αυτοκρατορία, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, τη Β' Βουλγαρική Αυτοκρατορία και αργότερα τη Σερβία. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204 και με την ίδρυση νέων κρατών στην επικράτεια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, ιδρύθηκαν αυτόνομες εκκλησίες στα κράτη που δεν αποδέχονταν τη δικαιοδοσία ούτε της Κωνσταντινούπολης ούτε της Αχρίδας. Μετά το 1204, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας διεκδίκησε τη βυζαντινή αυτοκρατορική κληρονομιά και παρείχε καταφύγιο στους εξόριστους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Στην αναγεννημένη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, ιδρύθηκε νέα Αρχιεπισκοπή με έδρα το Τάρνοβο. Ο Τσάρος Καλογιάν (1197–1207) δεν κατάφερε να θέσει την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας υπό τη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Ταρνόβου, αλλά κατάφερε να εκδιώξει τους Έλληνες επισκόπους και να εγκαταστήσει Βούλγαρους. Οι επόμενοι Βούλγαροι ηγεμόνες προσπαθούσαν συνεχώς να επανενώσουν την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος με αυτήν του Ταρνόβου. Οι Λατινικές κτήσεις, η αποκατάσταση της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και ο σχηματισμός ανεξάρτητου σερβικού κράτους μείωσαν πάρα πολύ την έκταση δικαιοδοσίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, αλλά δεν εξαφανίστηκε. Επί Αρχιεπισκόπου Δημητρίου Χωματηνού, η αυτοκεφαλία της Αρχιεπισκοπής επικυρώθηκε με το χρίσμα του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα ως Αυτοκράτορα και σε αλληλογραφία με τον Πατριάρχη.
Η επέκταση του σερβικού κράτους προς τα νότια στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα προκάλεσε επίσης αλλαγές στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία ορισμένων εδρών. Μετά τις επιτυχείς σερβικές εκστρατείες κατά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1282–1283, προσαρτήθηκαν οι πόλεις των Σκοπίων και της Δίβρης και οι τοπικές επαρχίες μεταφέρθηκαν στη δικαιοδοσία της Σερβικής Αρχιεπισκοπής Πεκίου[5].
Η σερβική επέκταση έφτασε στο απόγειό της την εποχή του τσάρου Στέφανου Δουσάν (1331–1355), ο οποίος κατέκτησε την Οχρίδα γύρω στο 1334[6]. Και υπό τη σερβική κυριαρχία, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος διατήρησε την αυτονομία της. Στις 16 Απριλίου 1346 (Πάσχα), στη σερβική πόλη των Σκοπίων, πραγματοποιήθηκε κοινή συνέλευση κράτους και εκκλησίας (Sabor), στην οποία συμμετείχαν ο Σέρβος Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος Β΄, ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Νικόλαος Α', ο Πατριάρχης Βουλγαρίας Συμεών και άλλοι ιεράρχες και αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων και ηγούμενοι μονών του Αγίου Όρους. Η συνέλευση διακήρυξε την ανύψωση της αυτοκέφαλης Σερβικής Αρχιεπισκοπής στο βαθμό του Πατριαρχείου. Η Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας δεν προσαρτήθηκε στο Σερβικό Πατριαρχείο Πεκίου και διατήρησε την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας μόνο τιμητικά πρωτεία του Σέρβου Πατριάρχη[5] [6].
Μετά τις μάχες του Έβρου (1371) και του Κοσσυφοπεδίου (1389), μεγάλο μέρος της επικράτειας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος επηρεάστηκε από την επέκταση των Οθωμανών Τούρκων, οι οποίοι κατέκτησαν τα Σκόπια το 1392 και προσάρτησαν όλες τις νότιες περιοχές μετά τον θάνατο του Πρίγκιπα Μάρκο το 1395. Η Αρχιεπισκοπή κατάφερε να επιβιώσει από τη μετάβαση και νομιμοποιήθηκε από τις νέες οθωμανικές αρχές. Λίγο μετά την κατάλυση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου το 1394, ορισμένες από τις επισκοπές του περιήλθαν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Έτσι, στις αρχές του 15ου αιώνα, προσαρτήθηκαν οι επισκοπές Σόφιας και Βιδύνης στην Αρχιεπισκοπή. Το 1408 η Οχρίδα περιήλθε στην οθωμανική κυριαρχία, αλλά οι Οθωμανοί δεν πείραξαν την Αρχιεπισκοπή, κυρίως λόγω της ανοχής τους προς τις μονοθεϊστικές θρησκείες, και άφησαν τον λαό να αυτοκυβερνηθεί σχετικά με τη θρησκεία.
Όταν πέθανε ο τελευταίος Σέρβος Πατριάρχης του Μεσαίωνα το 1463, δεν υπήρχαν επιλογές για την εκλογή νέου, και έτσι η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος διεκδίκησε πολλές από τις επισκοπές του Σερβικού Πατριαρχείου με βάση τα παλαιά εδαφικά του δικαιώματα του 1019, πριν από τη σερβική αυτοκεφαλία. Μέχρι τη δεκαετία του 1520, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος είχε καταφέρει να θέσει υπό τη δικαιοδοσία της ουσιαστικά ολόκληρη τη Σερβική Εκκλησία, ωστόσο με την παρέμβαση του Σοκολού Μεχμέτ Πασά το 1557, η τελευταία ανασυστήθηκε και αναδιοργανώθηκε. Κατά τον 15ο αιώνα, επισκοπές από την άλλη πλευρά του Δούναβη, από τα δουκάτα της Βλαχίας και της Μολδαβίας, περιήλθαν στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής. Ωστόσο, αυτό δεν κράτησε περισσότερο από εκατό χρόνια. Προς τις αρχές του 16ου αιώνα, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος επέκτεινε τη δικαιοδοσία της ακόμη και σε εδάφη στη Νότια Ιταλία, καθώς και στη Δαλματία. Το ποίμνιο αυτής της επισκοπής αποτελούνταν από Έλληνες και Αλβανούς. Προς τα μέσα του 16ου αιώνα, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος έχασε τη Μητρόπολη Βεροίας, ωστόσο, στις αρχές του 17ου αιώνα απέκτησε τη Μητρόπολη Δυρραχίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έκτοτε και μέχρι την κατάργησή της το 1767, η Αρχιεπισκοπή ούτε έχασε ούτε απέκτησε επισκοπές.
Η αυτοκεφαλία της Αρχιεπισκοπής Αχριδών παρέμεινε σεβαστή κατά τις περιόδους της βυζαντινής, βουλγαρικής, σερβικής και οθωμανικής κυριαρχίας. Η Αρχιεπισκοπή συνέχισε να υφίσταται μέχρι το 1767, οπότε καταργήθηκε με σουλτανικό διάταγμα, μετά από προτροπή των Ελλήνων Ορθοδόξων ηγετών της Κωνσταντινούπολης, και τέθηκε υπό τη δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[7]. Ο διαχωρισμός σε Φαναριώτες και αυτόχθονες που προηγήθηκε μεταξύ των επισκόπων της Αρχιεπισκοπής, καθώς και η δύσκολη οικονομική θέση της για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνέβαλαν στην κατάργησή της. Μόλις ένα χρόνο πριν, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατήργησε το Σερβικό Πατριαρχείο Πεκίου με τον ίδιο τρόπο και οι επισκοπές του εντάχθηκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Όνομα | Έτη | Σημειώσεις |
---|---|---|
Ιωάννης Α' Δίβρης | 1018 – 1037 | |
Λέων Α' | 1037 – 1056 | περίφημος θεολόγος, ενεπλάκη στο Σχίσμα του 1054 |
Θεόδουλος Α' | 1056 – 1065 | |
Ιωάννης Β' Λαμπινός | 1065 – 1078 | |
Ιωάννης Γ' Άοινος | 1078 – μετά το 1084 | |
Θεοφύλακτος | μετά το 1084 – 1107 | διάσημος θεολόγος και ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης |
Λέων ο Μουγγός | 1108 – 1120 | |
Μιχαήλ ή Μάξιμος | 1120 – πριν το 1143 | |
Ιωάννης Δ' Κομνηνός | πριν το 1143 – μετά το 1157 | ανιψιός του αυτοκράτορα Αλεξίου Α' Κομνηνού |
Κωνσταντίνος Α' | πριν το 1160 – μετά το 1170 | |
Αδριανός Κομνηνός | πριν το 1183 – μετά το 1183 | |
Ιωάννης Ε' Καματηρός | μετά το 1183 – 1215 | |
Δημήτριος Χωματηνός | 1216 – μετά το 1234 | συγγραφέας και δικαστής |
Ιωαννίκιος | μετά το 1234 – ; | |
Ιάκωβος | ; – 1248 | |
Σέργιος | ; – 1250 | |
Κωνσταντίνος Β΄ Καβάσιλας | 1250 – 1263 | |
Ιακώβ Προάρχιος | 1263 – περί το 1280 | |
Γεννάδιος | ~ 1285 – πριν το 1289 | |
Μακάριος Α' | ~ 1290 – μετά το 1299 | |
Γρηγόριος Α' | πριν το 1317 – πριν το 1334 | |
Άνθιμος Μετοχίτης | ~ 1334 | |
Νικόλαος Α΄ | πριν το 1345 – περί το 1347 | |
Γρηγόριος Β' | πριν το 1364 – μετά το 1378 | |
Αρσένιος | ~ 1400/1401 | |
Ματθαίος | ; – πριν το 1410 | |
Νικόλαος Β' | ~ 1451[8] | |
Ζαχαρίας | πριν το 1466[9] – ; | |
Δωρόθεος | ; – 1466 | |
Μάρκος Ξυλοκαράβης | 1466 – ; | προεδρικώς, πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης |
Ιωνάς Καβάσιλας | αρχές 16ου αιώνα | |
Πρόχορος | πριν το 1527 – 1550 | |
Συμεών | 1550 – 1551 | |
Νικάνωρ | 1551 – 1557 | |
Παΐσιος | 1557 – 1566 | |
Σωφρόνιος | 1566 – μετά το 1572 | |
Γαβριήλ | πριν το 1578[10] – περί το 1587 | προσχώρησε στην Καθολική Εκκλησία τον Φεβρουάριο του 1588 και παρέμεινε στην Ρώμη[11] |
Θεόδουλος Β' | ~ 1587 ~ 1590 | |
Ιωακείμ | ~ 1590 ~ 1593 | |
Γαβριήλ | περί το 1593 – 1595 | |
Αθανάσιος Α' | 1595 – πριν το 1598 | α΄ θητεία |
Βαρλαάμ | πριν το 1598 – 1598 | |
Νεκτάριος Α' | 1598 – πριν το 1601 | |
Νεόφυτος | πριν το 1601 | |
Αθανάσιος Α' | – 1606 | β΄ θητεία |
Ζωσιμάς | πριν το 1607 | |
Παρθένιος Α' | 1607 – πριν το 1614 | |
Μητροφάνης | ~ 1614 | |
Αθανάσιος Α' | ~ 1615 | γ΄ θητεία |
Γεώργιος (;) | ~ 1617 | |
Νεκτάριος Β' | ~ 1616 – μετά το 1622 | |
Πορφύριος Παλαιολόγος | πριν το 1623 – μετά το 1625 | |
Ιωάσαφ Α' | ~ 1628 | |
Αβράμιος | πριν το 1629 – μετά το 1634 | |
Μελέτιος | ~ 1637 | |
Δανιήλ | ; | |
Χαρίτων | πριν το 1643 – μετά το 1651 | |
Διονύσιος Α' | ~ 1652 | |
Αθανάσιος Β' | πριν το 1653 – μετά το 1658 | |
Ιγνάτιος Α' (Νεοχώρης) | ~ 1660 – Αύγουστος 1662 | παραιτήθηκε[12], κατόπιν Χίου[13] |
Αρσένιος Α' | ~ 1662 | |
Ζωσιμάς Α' | πριν το 1663 – περί το 1670 | |
Πανάρετος | ~ 1671 | |
Νεκτάριος Γ' | ~ 1673 | |
Ιγνάτιος Β' | ~ 1675 | |
Γρηγόριος Γ' | ~ 1675 | α΄ θητεία |
Θεοφάνης | ~ 1676 | καθαιρέθηκε[14] |
Μελέτιος Β' | 24 Οκτωβρίου 1676 – 1677 | από Σόφιας[14] |
Παρθένιος Β' | 1677 – μετά το 1682 | |
Γρηγόριος Γ' | πριν το 1683 – 1688 | β΄ θητεία |
Γερμανός | 1688 – 1691 | α΄ θητεία |
Γρηγόριος Δ' | 1691 – 1693 | |
Ιγνάτιος Γ' | 1693 – 1695 | |
Ζωσιμάς Β' | 1695 – 1699 | α΄ θητεία |
Ραφαήλ | ~ 1699 | |
Γερμανός | ~ 1702 – 1703 | β΄ θητεία |
Ιγνάτιος Γ' | ~ 1703 | |
Διονύσιος Β' | ~ 1706 – 1707 | α΄ θητεία |
Ζωσιμάς Β' | 1707 – 1708 | β΄ θητεία |
Μεθόδιος Α' | 1708 | |
Ζωσιμάς Β' | 1708 – 1709 | γ΄ θητεία |
Διονύσιος Β' | 1709 – 1714 | β΄ θητεία |
Φιλόθεος | 1714 – 1718 | |
Ιωάσαφ Β' | 1719 – 1745 | |
Ιωσήφ | 1746 – μετά το 1751 | |
Διονύσιος Γ' | ~ 1752 – μετά το 1756 | |
Μεθόδιος Β΄ | 1757 – μετά το 1758 | |
Κύριλλος | 1759 – 1762 | |
Ιερεμίας | ~ 1763 | |
Ανανίας | 1763 | |
Αρσένιος Β' | 1763 – 1767 |
Η ελληνική γλώσσα αντικατέστησε αρκετά νωρίς την παλαιοεκκλησιαστική σλαβονική ως επίσημη γλώσσα της Αρχιεπισκοπής. Όλα τα έγγραφα, ακόμη και οι αγιογραφίες των αγίων, για παράδειγμα η αγιογραφία του Αγίου Κλήμεντος της Αχρίδας, ήταν γραμμένα στα ελληνικά. Παρόλα αυτά, η σλαβική λειτουργία διατηρήθηκε στα κατώτερα επίπεδα της Εκκλησίας για αρκετούς αιώνες.
Η Αρχιεπισκοπή Αχριδών ήταν αυτοκέφαλη εκκλησία, με πλήρη εσωτερική εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση. Μόνο μετά την οθωμανική κατάκτηση, ως μέρος του συστήματος του μιλλέτ, περιήλθε στην ανώτατη εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Την εποχή της ίδρυσής της, η αρχιεπισκοπή περιλάμβανε 32 επισκοπές[15]. Ωστόσο, κατά τις επόμενες δεκαετίες πολλές από τις επισκοπές που είχαν αφαιρεθεί από άλλες δικαιοδοσίες και είχαν παραχωρηθεί στην Αχρίδα από τον Βασίλειο Β' επέστρεψαν στις αρχικές τους μητροπόλεις. Παρά τη δημιουργία νέων επισκοπών από υπάρχουσες, στα μέσα του 12ου αιώνα ο αριθμός των επισκοπών —εκτός από την ίδια την Αρχιεπισκοπή— είχε μειωθεί σε 23 (σύγχρονες ονομασίες σε παρένθεση): Καστορίας, Σκοπίων, Κεστεντηλίου (Κιουστεντίλ), Σαρδικής (Σόφια), Μαλεσόμπε ή Μοροβισδίου (αταυτοποίητη), Μογλενών (Εδέσσης), Πελαγονίας (Μπίτολα), Πρισδιάνας, Τιβεριουπόλεως (Στρωμνίτσης), Νίσου, Κεφαληνίας ή Γλαβινίτζης, Βιδύνης, Σιρμίου, Λιπενίου, Ράσκας και Πριζρένης, Σελασφόρου (Δεαβόλεως), Σλανίτζης (Πέλλης), Ιλλυρικού ή Κανίνων, Γρεβενών, Σιλίστρας και Βρεανόγου («επισκοπή των Βλάχων»[2]).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.