γερό χαρτί που χρησιμοποιείται ως μέρος μιας συλλογής χαρτιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παιχτούν παιχνίδια με διάφορους κανόν From Wikipedia, the free encyclopedia
Η λέξη «τράπουλα», που σημαίνει τη «δεσμίδα των παιγνιοχάρτων», προέρχεται από την ιταλική λέξη «trappola», που σημαίνει «παγίδα» και «δόλος»[1]. Η τράπουλα αποτελείται από τα «τραπουλόχαρτα» ή «παιγνιόχαρτα» ή «χαρτιά» και προήλθε από το ιταλικό παιχνίδι «ταρόκ» ή «ταρόκο», που παιζόταν με χοντρά τετράγωνα ή παραλληλόγραμμα χαρτιά με αριθμημένες φιγούρες τόσο για ψυχαγωγία, όσο και για κερδοσκοπία. Αυτό, με τη σειρά του, προέρχεται από την «τράπουλα Ταρό», που επιζεί μέχρι τις ημέρες μας και έχει αποκλειστικά και μόνο αποκρυφιστικό περιεχόμενο και προορίζεται για μαντεία. Το πιθανότερο είναι η απλή τράπουλα και το Ταρό αρχικά να συνυπήρχαν, παράλληλα, στη συνέχεια να ενώθηκαν – συνδυάστηκαν και κατόπιν πάλι να διαφοροποιήθηκαν. Αυτά ως προς το πιο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της τράπουλας. Διότι η καταγωγή της, αβέβαιη, χάνεται μέσα στον χρόνο, στους μύθους και στις παραδόσεις.
Τέσσερις χώρες και λαοί ερίζουν για την πατρότητα της τράπουλας και των παιγνιοχάρτων. Δεδομένου ότι τα παιγνιόχαρτα πρέπει να είναι σύγχρονα ή σχεδόν σύγχρονα με την ανάπτυξη των γραφικών τεχνών και, βεβαίως, σε κάθε περίπτωση, σχετίζονται λογικά με αυτές, όλοι οι λαοί στους οποίους κατά καιρούς έχει αποδοθεί η επινόηση των τεχνών –τεχνικών αυτών, έχουν, αντίστοιχα, διεκδικήσει και την τράπουλα.
Ως πιο ανίσχυρη κρίνεται η άποψη περί Αράβων. Οι Άραβες πράγματι συνέβαλαν στη διάδοση κάποιων μορφών τράπουλας, πιθανόν να επέφεραν αλλαγές σ’ αυτές, αλλά δεν ήταν αυτοί που εφηύραν την τράπουλα.
Πιθανότερη απ’ αυτήν φαίνεται η άποψη ότι τα παιγνιόχαρτα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Αίγυπτο, σε ανύποπτο χρόνο, έχοντας επάνω τους θρησκευτικές απεικονίσεις. Την άποψη αυτή ασπάζονται περισσότερο οι αποκρυφιστές, που μάλιστα θεωρούν ότι η εφεύρεση των τραπουλόχαρτων χρονολογείται πριν από τον έντυπο λόγο (ακόμα και, αόριστα, «χίλια χρόνια προ Χριστού»), ότι η τράπουλα ήταν η πρώτη μορφή «βιβλίου» και ότι τα τραπουλόχαρτα, στη μορφή που είχαν τότε, αποτύπωναν συμβολικά την αρχέγονη γνώση, αποτελούσαν ένα μέρος της λατρείας του Αιγυπτίου θεού Τοθ και με τη βοήθειά τους μπορούσε να προβλεφθεί η μοίρα των ανθρώπων και το μέλλον τους, να δοθούν συμβουλές προς αυτούς και να εξηγηθεί η θέληση των θεών. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης θεωρούν ότι αυτά τα αρχέγονα «Φύλλα της Τύχης» ή «Τάροκ» αποτελούν τον «πνευματικό πρόγονο» όλων των τραπουλόχαρτων και ότι η πιο αυθεντική μορφή τους διασώθηκε ως «Τάροκ των Βοημών» και ήδη ως τράπουλα με την ονομασία «Ταρώ του Τοθ».
Ακόμα πιο πιθανή, πάντως, κρίνεται η άποψη ότι επινοήθηκαν μεταξύ 9ου και 10ου αιώνα στην Ινδία και είχαν πολεμικές αναπαραστάσεις. Η περί Ινδίας άποψη ενισχύεται από την ομοιότητα που παρατηρείται μεταξύ των συμβόλων των πρώτων ευρωπαϊκών τραπουλόχαρτων και των συμβολικών ινδουιστικών παραστάσεων. Κατά τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, η λέξη «ναϊμπ», που εκφράζει τη χαρτοπαιξία, στην ινδοστανική, σημαίνει «υπολοχαγός», κάτι που μας θυμίζει την ορολογία του σκακιού, από το οποίο, σύμφωνα με κάποιους, πιθανόν να προήλθε η τράπουλα.
Η περισσότερο κρατούσα και με τα περισσότερα επιχειρήματα άποψη, όμως, είναι αυτή που συνδέει την τράπουλα με την Κίνα, όπου μάλιστα, ως γνωστό, εφευρέθηκε και το χαρτί. Εδώ λοιπόν φαίνεται πως εμφανίστηκαν για πρώτη φορά παιγνιόχαρτα μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα, στην αρχή μάλιστα μπορεί ταυτόχρονα να χρησιμοποιούντο και ως χαρτονομίσματα, όπως πιστεύουν κάποιοι ιστορικοί. Η ομοιότητα, πάντως, των κινέζικων χαρτονομισμάτων και των κινέζικων παιγνιοχάρτων είναι αξιοσημείωτη. Τα παιγνιόχαρτα θεωρούνται εξέλιξη των κινέζικων ντόμινο, γιατρικού της πλήξης. Σύμφωνα με μια εκδοχή, που βρίσκουμε στην κινέζικη εγκυκλοπαίδεια – λεξικό «Τσινγκ-Τσζε-Τουνγκ» του 1678, ο Κινέζος αυτοκράτορας του 12ου αιώνα Σεν-Χο, ανέθεσε στους σοφούς του να βρουν ένα αντίδοτο στην πλήξη που ένιωθαν στο παλάτι οι τριακόσιες παλλακίδες του, οπότε και κάποιος σοφός του έφερε μια συλλογή από μικρές, ωραία διακοσμημένες, πλάκες από ελεφαντόδοντο, με τις οποίες, κατά τα λεγόμενά του, μπορούσαν να παιχτούν πολλά και διαφορετικά παιχνίδια. Τόσο ο αυτοκράτορας, όσο και οι παλλακίδες του, ενθουσιάστηκαν και, πλέον, το πρόβλημα της ανίας λύθηκε. Ο Τ.Φ. Καίητερ, όμως, στο βιβλίο του «Η εφεύρεση της τυπογραφίας στην Κίνα» αναφέρεται σε χαρτοπαιξία στην Κίνα ήδη τουλάχιστον από το 969.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η τράπουλα δεν αποτελεί ευρωπαϊκή εφεύρεση, αφού στην Ευρώπη ήρθε από την Ασία. Από ποιους; Και για το προκείμενο ζήτημα οι θεωρίες είναι πολλές: Είτε από τους Σταυροφόρους, που την έμαθαν από τους Τατάρους, είτε από τους Άραβες της Ισπανίας, τον 14ο αιώνα, είτε, πάλι κατά τον 14ο αιώνα, από τους επιτιθέμενους στη Σικελία Σαρακηνούς, που την ονόμαζαν «ναϊμπι», είτε, κατ’ άλλες απόψεις, μέσω των ρομά αθίγγανων ή των Μαμελούκων[2]. Η ιταλική και ισπανική λέξη για τα παιγνιόχαρτα[3] έχει αραβική προέλευση[4], γεγονός που συνηγορεί για τη μεταφορά από τους Άραβες ή τους Σαρακηνούς ή και τους Σταυροφόρους[5]. Αντιθέτως η άποψη που δέχεται μεταφορά από τους Τσιγγάνους πάσχει κατά το ότι οι τράπουλες εμφανίστηκαν στην Ευρώπη πριν από τους περισσότερους Τσιγγάνους. Αναμφιβόλως, πάντως, οι τελευταίοι, με τις μετακινήσεις τους και με την ενασχόλησή τους με τη χαρτομαντεία, συνετέλεσαν τα μέγιστα στη διάδοση της χρήσης της τράπουλας.
Πολύ πιθανό είναι στην Ευρώπη να έφθασαν, προοδευτικά και με ελάχιστη χρονική διαφορά, από διαφορετικούς διαύλους, διαφορετικές μορφές τράπουλας, οι οποίες στη συνέχεια να αλληλοεπηρεάστηκαν ή και να συγχωνεύτηκαν.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν αναφορές ότι παιγνιόχαρτα εμφανίστηκαν στην Ιταλία το 1299, στην Ισπανία το 1371, στις Κάτω Χώρες το 1379 και στη Γερμανία το 1377, ενώ σχετική αναφορά βρίσκουμε σε γαλλικό χειρόγραφο των αρχών του 14ου αιώνα, σε γαλλικό ποίημα του 1328 και σε άλλο έγγραφο του αρχείου του Καρόλου ΣΤ’, το 1392[6]. Ο Κάρολος Ε’, το 1369, στοχεύοντας στη διάδοση της τοξοβολίας, απαγόρευσε στους υπηκόους του να ασχολούνται με άλλα, ρητώς κατονομαζόμενα στο σχετικό διάταγμα, παιχνίδια, στα οποία, όμως, δεν περιλαμβάνονται τα χαρτιά. Νωρίτερα, πάντως, ο Κάρολος Δ’, λέγεται πως διασκέδαζε παίζοντας χαρτιά επί πολλές ώρες κατά τη διάρκεια της μακράς ασθενείας του. Επίσης σώζεται ένα έγγραφο από την αυλή της Βραβάνδης, από το 1379, όπου αναφέρεται η αγορά μιας τράπουλας για λογαριασμό του βασιλικού ζεύγους, δηλαδή του βασιλιά Βενσεσλάς του Λουξεμβούργου και της βασίλισσας Ιωάννας της Βραβάνδης. Είναι εντυπωσιακές οι πάμπολλες αναφορές σε τράπουλες και στη χαρτοπαιξία που παρατηρούνται από το 1370 και μετά, σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, γεγονός που αποδεικνύει την ταχύτατη διάδοση και αποδοχή τους, ενώ αξίζει να επισημανθεί ότι ο Δάντης δεν τις αναφέρει καθόλου. Δεν φαίνεται να υπάρχουν στοιχεία για το πότε ακριβώς έφθασαν στην Αγγλία, όμως, το 1463, οι ντόπιοι κατασκευαστές ζητούν κρατική προστασία κατά των εισαγόμενων τύπων που ανταγωνίζονται σκληρά τα εγχώρια προϊόντα. Στην Ανατολική Ευρώπη έφθασαν προς τα τέλη του 15ου αιώνα, γεγονός που αποκλείει την, επίσης προταθείσα, άποψη, ότι τα τραπουλόχαρτα εισήχθησαν μέσω της Ανατολικής Ευρώπης και μάλιστα μέσω των τσιγγάνων, ενώ στην Αμερική μάλλον ήδη από την εποχή του Κολόμβου. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ήδη στα μέσα του ιστ’ αιώνα, οι Ισπανοί τα είχαν μεταδώσει στους Αζτέκους του Μεξικού, των οποίων είχε ήδη καταστεί ιδιαίτερα προσφιλής ενασχόληση.
Καθ’ όσον αφορά στους Βυζαντινούς, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία σχετικά με τράπουλες, κάτι που προφανώς σημαίνει ότι δεν πρόλαβαν να τις γνωρίσουν. Επίσης δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία (π.χ. από περιηγητές) για χρήση τραπουλών στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, χωρίς αυτό να αποδεικνύει με βεβαιότητα ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Αντιθέτως χαρτιά παίζονταν στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα, από όπου στη συνέχεια η συνήθεια πέρασε και σε μερικές περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας (τότε Ρούμελης). Τα τραπουλόχαρτα που χρησιμοποιούντο ήταν ενετικού τύπου, με αρχαιοπρεπείς παραστάσεις, ενώ και η ορολογία που επεκράτησε ήταν ιταλική και γαλλική και γενικότερα ευρωπαϊκής προέλευσης και, πάντως, όχι τουρκικής, κάτι που μάλλον αποδεικνύει ότι η τράπουλα ήρθε στην Ελλάδα από τη δύση και όχι από την ανατολή.
Από το 1884 και μετά η εκτύπωση και η εμπορία των παιγνιοχάρτων ανήκε στο Μονοπώλιο του Ελληνικού κράτους.
Η εξέλιξη της τράπουλας διαφέρει από χώρα σε χώρα. Παλαιότερα, πάντως, παντού η ποιότητά τους ήταν εξαιρετική και πολυτελής, με την πάροδο του χρόνου, όμως, και τη διάδοσή της στα λαϊκά στρώματα, άρχισαν να κατασκευάζονται φθηνότερες τράπουλες. Κι ενώ κάποτε η κατασκευή τους είχε βιοτεχνικό χαρακτήρα, εδώ και πολύν καιρό γίνεται από εξειδικευμένα εργοστάσια ή/και τις κοινές εκτυπωτικές επιχειρήσεις, με κυλινδρικές μηχανές όφσετ. Τα πρώτα παιγνιόχαρτα ήταν από περγαμηνή ή λεπτά οστέινα φύλλα ή και άλλα υλικά, χειροποίητα ζωγραφισμένα και πραγματικά αριστουργήματα μικρογραφίας και εξ αυτού του λόγου ιδιαίτερα ακριβά. Χάρη στην εφεύρεση της ξυλογραφίας και, βεβαίως, της τυπογραφίας, η εκτύπωση καθίσταται πιο εύκολη και, συνεπώς, οι τράπουλες πιο φθηνές. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιήθηκε, πλέον, χαρτόνι, διαφορετικής ποιότητας και βάρους, σε πολλαπλά στρώματα, και μάλιστα κατά προτίμηση από κουρέλια υφασμάτων, ώστε να διασφαλίζεται μεγαλύτερη αντοχή. Τα χαρτονένια φύλλα επιστρώνονται με διάφορα υλικά, όπως π.χ. οργανικό κερί ή βερνίκι με βάση τη ρητίνη σιλικόνης ή την κυτταρίνη. Στους πολυτελέστερους τύπους, τα φύλλα του χαρτονιού πατινάρονται πριν να εκτυπωθούν. Σήμερα χρησιμοποιούνται κάθε είδους υλικά, ακόμα και πλαστικό (αλλά, πάντως, εξακολουθούν να αποκαλούνται “χαρτιά”…)
Το δυσκολότερο στάδιο κατασκευής είναι η εκτύπωση της πίσω όψεως, αφού όλες οι πίσω όψεις όλων των χαρτιών μιας τράπουλας πρέπει να είναι απολύτως όμοιες, ώστε να μην αναγνωρίζονται. Κάθε τραπουλόχαρτο που διαφέρει έστω και κατ’ ελάχιστο ή που είναι έστω και ελαφρά λερωμένο, πρέπει να “ξεσκαρταρισθεί” ώστε η τράπουλα να είναι άψογη!
Αρχικά κέντρα κατασκευής και εμπορίας ήταν οι πόλεις Ουλμ και Κολωνία της Γερμανίας, η Βιέννη, η Γένουα, η Τεργέστη και, στη Γαλλία, η Λυών, η Τουλούζη, η Αβινιόν, η Ρουέννη, η Λιμόζ και το Παρίσι. Μεταξύ του 1450 και του 1550 υπήρχαν τουλάχιστον 350 κατασκευαστές τραπουλών στη Γαλλία. Οι γαλλικές τράπουλες, καθώς ήταν πολύ φθηνές, κατέκλυσαν γρήγορα όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Αγγλίας, και αποτέλεσαν μάλιστα το πρότυπο και για τις αγγλικές τράπουλες. Οι Αμερικανοί αρχικά εισήγαγαν τράπουλες από την Αγγλία και τη Γαλλία, μέχρι που άρχισαν να κατασκευάζουν τράπουλες (μετά το 1800), εισάγοντας μάλιστα προοδευτικά και διάφορες καινοτομίες, όπως για παράδειγμα οι φιγούρες με τα δύο αντικριστά κεφάλια (σύμφωνα με κάποιους ερευνητές η συγκεκριμένη καινοτομία δεν οφείλεται στους Αμερικανούς, αλλά είτε στους Άγγλους είτε στους Ιταλούς), η τοποθέτηση των συμβόλων κάθε σειράς και στις τέσσερις γωνίες του φύλλου και η στρογγυλοποίηση των γωνιών (για μεγαλύτερη αντοχή στη φθορά).
Οι τράπουλες διαφοροποιούνται ποικιλοτρόπως από τόπου εις τόπον.
Οι ενετικές δέσμες αποτελούνται από 70 φύλλα, αυτές της Μπολόνιας από 97 φύλλα και οι γαλλικές από 52 φύλλα, παραλλαγή η οποία τελικώς επικράτησε διεθνώς.
Από τα παλαιότερα ευρωπαϊκά τραπουλόχαρτα που σώζονται είναι ένα του 14ου ή 15ου αιώνος, μεγέθους 19x9 εκατοστών, που παριστάνει ένα φάντη μπαστούνι και σώζεται στο μουσείο του Μπασάντο. Τα παλαιότερα τραπουλόχαρτα που σώζονται στη Γαλλία φαίνεται να είναι μεταγενέστερα του 1450, αν και υπάρχει μία άποψη ότι 13 φύλλα που φυλάσσονται στην Αίθουσα Λιθογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού δεν είναι ιταλικά που χρονολογούνται στα τέλη του 15ου αιώνα, αλλά προέρχονται από τράπουλα που κατασκευάστηκε το 1392 για λογαριασμό του βασιλιά Καρόλου ΣΤ’. Σε άλλα μουσεία ανά τον κόσμο σώζονται πολλά άλλα διαφορετικά και σπάνια τραπουλόχαρτα, όπως για παράδειγμα στρογγυλά ινδικά ή γερμανικά ή ελβετικά, ιδιαίτερα μακρόστενα ιαπωνικά και περίτεχνα ισπανικά του 15ου αιώνα. Τα παλαιά τραπουλόχαρτα αποτελούν αντικείμενο συλλεκτικής “μανίας” και πολλών εξειδικευμένων συλλεκτών.
Παλαιότερα στα τραπουλόχαρτα υπήρχαν διάφορα σύμβολα, όπως ο ήλιος, η σελήνη, το σπαθί κ.λπ. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η τράπουλα των Μαμελούκων είχε εντυπωσιακές ομοιότητες με τη σύγχρονη, καθώς αποτελείτο από 52 φύλλα χωρισμένα σε τέσσερις σειρές (τα κύπελλα, τα νομίσματα, τα σπαθιά και τα μπαστούνια), κάθε δε σειρά αποτελείτο από δέκα φύλλα αριθμημένα από το 1 μέχρι το 10 και τρία φύλλα με τις μορφές του βασιλιά, του αντιβασιλιά και του βεζίρη. Στη Γερμανία και την Ελβετία οι τέσσερις σειρές – “φυλές” είχαν την παράσταση και ονομάζονταν: φύλλα, κουδούνια, βελανίδια και καρδιές. Στην Ιταλία (και, αναλόγως, στην Ισπανία) οι τέσσερις “φυλές” ήταν τα μπαστούνια (bastoni), τα νομίσματα ή δηνάρια (denari), τα σπαθιά (spade) και τα κύπελλα (coppe), που υποτίθεται πως συμβόλιζαν, αντίστοιχα, τέσσερις μεσαιωνικές τάξεις: τους αγρότες, τους εμπόρους, τους ευγενείς και τον κλήρο. Τελικά το σύστημα που επικράτησε ήταν το γαλλικό («french pak»), που έχει τις ρίζες του στη Γαλλία του ιστ’ αι. και γι’ αυτό οι φιγούρες της παριστάνουν ενδυμασίες της εποχής. Αποτελεί συγκερασμό των παραπάνω, και έχει τριφύλλια (trèfles, ♣), καρά (carreaux, ♦), πίκες (piques, ♠) και καρδιές (coeurs, ♥), οι δε φιγούρες είναι βασιλιάς, ιππότης και υπηρέτης, ενώ αργότερα προστίθεται η βασίλισσα, με αποτέλεσμα η τρίτη σημερινή φιγούρα, ο βαλές, να πάρει χαρακτηριστικά και του ιππότη και του υπηρέτη. Οι φιγούρες αυτές παρίσταναν ή αναφέρονταν και συνεπώς πήραν τα ονόματα ηρώων της μυθολογίας ή προσωπικοτήτων της παγκόσμιας ιστορίας, οι οποίοι, πλέον, είναι καθορισμένοι – καθιερωμένοι: Οι τέσσερις βασιλείς είναι ο Καρλομάγνος (ρήγας κούπα), ο Ιούλιος Καίσαρας (ρήγας καρό), ο Μέγας Αλέξανδρος (ρήγας σπαθί), ο Δαβίδ (ρήγας μπαστούνι). Οι τέσσερις ντάμες είναι: η Παλλάδα Αθηνά (ντάμα μπαστούνι), η Ιουδήθ - η γενναία Εβραία που σκότωσε τον Ολοφέρνη (ντάμα κούπα), η νεράιδα Αρζίν (ντάμα σπαθί) και η Ραχήλ (ντάμα καρό), ενώ οι τέσσερις βαλέδες είναι ο Έκτορας (βαλές καρό), ο Λάνσελοτ (βαλές σπαθί), ο Οζιέ (βαλές μπαστούνι) και ο Λαϊρ (βαλές κούπα).[7] Για μια μικρή χρονική περίοδο ως ένας των τεσσάρων βαλέδων παριστανόταν ο κατά τα άλλα άσημος Γάλλος αξιωματικός Ετιέν Βινιόλ ο οποίος πρώτος είχε την ιδέα να αποτυπώσει μυθολογικά, ιστορικά και θρησκευτικά πρόσωπα στις φιγούρες της τράπουλας και θέλησε να «απαθανατίσει» και τον εαυτό του.
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όπως ήταν φυσικό, οι φιγούρες αντικαταστάθηκαν: οι βασιλείς της τράπουλας αντικαταστάθηκαν από φιλοσόφους (Μολιέρος, Λαφονταίν, Βολταίρος, Ρουσσώ), οι ντάμες – βασίλισσες από αρετές και οι βαλέδες από δημοκρατικούς στρατιώτες. Αργότερα επιχειρήθηκε να επιβληθεί μια «αυτοκρατορική» τράπουλα, σε σχέδια του ζωγράφου Δαβίδ, αλλά τελικώς τα παραδοσιακά χαρτιά, αυτά δηλαδή με τους βασιλείς, τις βασίλισσες και τους βαλέδες, επανεμφανίστηκαν το 1813 και επεκράτησαν οριστικά.
Η παλαιότερη γνωστή ελληνική τράπουλα χρονολογείται στο 1822 και σ’ αυτήν οι τέσσερις ρηγάδες απεικονίζονται με τις μορφές των Αλέξανδρου Υψηλάντη, Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γεωργάκη Ολύμπιου και Γεωργίου Καντακουζηνού. [Η τράπουλα αυτή περιγράφεται σε άρθρο της αρχαιολόγου Βάνας Μπουσέ με τίτλο «Μια τράπουλα με φιλελληνικά θέματα», στο τεύχος 59 του περιοδικού «Αρχαιολογία και Τέχνες». [8]
Η αμέσως επόμενη, χρονικά, ελληνική τράπουλα, που είναι και η πιο γνωστή (δεδομένου ότι εθεωρείτο η παλαιότερη σωζόμενη) τυπώθηκε το 1829 στην Ουγγαρία, ήταν δέσμη γαλλικού τύπου και είχε ως φιγούρες τις εικόνες των ηρώων της Επανάστασης του 1821. Συγκεκριμένα οι φιγούρες αυτές είναι των: Καποδίστρια (Ρήγας κούπα), Κουντουριώτη (Ρήγας σπαθί), Μαυροκορδάτου (Ρήγας καρό), ¬ Υψηλάντη (Ρήγας μπαστούνι), Ελλάδας (Ντάμα κούπα), Αθηνάς (Ντάμα καρό), Καρτερίας (Ντάμα μπαστούνι), Μιαούλη (Βαλές κούπα), Κολοκοτρώνη (Βαλές σπαθί), Μπότσαρη (Βαλές καρό) και Κανάρη (Βαλές μπαστούνι). Τα 11 αυτά σωζόμενα φύλλα μπορεί κάποιος να δει στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο των Αθηνών.
ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ | |||||
Γερμανία | Καρδιές | (Βελανίδια) | (Κουδούνια) | (Φύλλα) | |
Ελβετία | (Τριαντάφυλλα) | (Βελανίδια) | (Κουδούνια) | (Θυρεοί) | |
Ιταλία - Ισπανία | Coppe (Κύπελλα) | Bastoni(Μπαστουνι) | Denari (Δηνάρια) | Spade (Σπαθιά) | |
(Συμβολισμός) | Κλήρος | Τεχνίτες | Έμποροι | Ευγενείς και
στρατιωτικοί | |
(Συμβολισμός) | Συναισθήματα
και αγάπη |
Δημιουργικότητα
και θέληση |
Υλικό σώμα ή
περιουσιακά στοιχεία |
Λογική | |
Κόκκινο | Μαύρο | Κόκκινο | Μαύρο | ||
♥ (3) | ♣ (1) | ♦ (2) | ♠ (4) | ||
ΣΥΓΧΡΟΝΑ | |||||
Ελληνικά | Σύμβολα | Κούπα | Σπαθί | Καρό | Μπαστούνι |
Αγγλικά | Suits | Heart | Club | Diamond | Spade |
Γερμανικά | Farben | Herz | Kreuz | Karo | Pik |
Γαλλικά | Symboles | Cœur | Trèfle | Carreau | Pique |
Ιταλικά | Simboli | Cuori | Fiori | Quadri | Picche |
Ισπανικά | Simbolos | Corazon | Trebol | Diamante | Espada |
* | A | K (ή B ή R) | Q (ή K ή D) | J (ή V ή S ή F ή Θ) | |
Ελληνικά | Τζόκερ/Μπαλαντέρ | Άσος | Ρήγας/Παπάς | Ντάμα | Βαλές/Φάντης |
Αγγλικά | Joker | Ace | King | Queen | Jack |
Γερμανικά | Joker | Ass | König | Dame | Bube |
Γαλλικά | Joker | As | Roi | Dame | Valet |
Ιταλικά | Jolly | Asso | Re | Donna | Fante |
Ισπανικά | Comodin | As | Rey | Reina | Jota |
Στις ημέρες μας ο τύπος της δεσμίδας των παιγνιοχάρτων που έχει επικρατήσει είναι ο γαλλικός, που αποτελείται από 52 φύλλα και συνιστά τη “τράπουλα” ή “κοντσίνα” (όπως ονομάζεται και ένα από τα σπουδαιότερα παιχνίδια που παίζονται μ’ αυτήν). Τα 52 τραπουλόχαρτα, στα οποία προστίθενται και δύο φύλλα με την εικόνα του Αρλεκίνου ή Ερμού ή “Τζόκερ”, διαιρούνται σε δύο χρώματα (μαύρο και κόκκινο) των 26 φύλλων και κάθε χρώμα σε δύο διαφορετικά είδη. Έτσι διαμορφώνονται τέσσερις διαφορετικές σειρές από 13 φύλλα η καθεμία, οι εξής: Κόκκινα Καρρό (τετράγωνα), Κόκκινες Κούπες (καρδιές), Μαύρα Σπαθιά (τριφύλλια) και Μαύρες Πίκες (μπαστούνια). Από τα 13 φύλλα, τα 10 παριστάνουν αριθμούς από το 1 ως το 10 και τα άλλα τρία “φιγούρες” και συγκεκριμένα τον Ρήγα (βασιλέα με γενειάδα), την Ντάμα (γυναίκα ή κορίτσι) και τον Βαλέ ή Φάντη.
Στα περισσότερα παιχνίδια χρησιμοποιείται όλη η δεσμίδα των 52 φύλλων, σε ορισμένα η “μικρή δεσμίδα”, που αποτελείται από 32 φύλλα και προκύπτει μετά την αφαίρεση των φύλλων 2,3,4,5 και 6 καθεμιάς από τις τέσσερις σειρές. Υπάρχουν παιχνίδια που παίζονται με 34, 40 ή 48 φύλλα, αλλά και με δύο ή περισσότερες δεσμίδες (π.χ. μπακαράς, μπεζίκι, κουμ καν κ.λπ.)
Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι σε μια τράπουλα υπάρχουν:
Ίσως αυτή η σύμπτωση να μην είναι τυχαία, αλλά να σχετίζεται με τη χρήση της τράπουλας για μαντικούς σκοπούς και πρόβλεψη του μέλλοντος (περί των οποίων παρακάτω).
Με τα παιγνιόχαρτα της τράπουλας παίζονται αμέτρητα ψυχαγωγικά, τυχερά και κερδοσκοπικά παιχνίδια, ίδια ή παρόμοια ή τελείως διαφορετικά από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή, με πολλά και ποικίλα, επίσης, ονόματα. Διάφορα παιχνίδια, ιδίως παλαιότερα, ήταν συνδεδεμένα με συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις που επιδίδονται σ’ αυτά: Η πρέφα, για παράδειγμα, θυμίζει μάλλον επαρχιακά καφενεία, ενώ το μπριτζ αστική ή ανώτερη τάξη κλπ.
Διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, η ονομασία των οποίων είναι χαρακτηριστική και ευνόητη για το περιεχόμενό της: α) εντελώς τυχερά, που το αποτέλεσμά τους εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την τύχη, β) τεχνικά, που εξαρτώνται από την τεχνική ικανότητα των παικτών και γ) μικτά, των οποίων το αποτέλεσμα οφείλεται τόσο στην τύχη, όσο και στη δεξιότητα του παίκτη. Η τριμερής αυτή διάκριση υπήρχε και στην ελληνική νομοθεσία μέχρι και το 1999, οπότε, με διάταξη νόμου, καταργήθηκε ο χαρακτηρισμός “μικτά”, τα οποία, πλέον, περιελήφθησαν στα “τυχερά”.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για τα χαρτοπαίγνια για έναν παίκτη, γνωστά με τη γενική επωνυμία “πασιέντζες” (ιταλ. Pazienza= υπομονή) ή “σολιτέρ” (γαλλ. solitaire= μοναχικός), που στην ηλεκτρονική εποχή εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς, καθώς αποτελούν συνηθισμένα και διαδεδομένα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Υπάρχουν αναρίθμητες (και πάντως άνω των 350) παραλλαγές της πασιέντζας, εκ των οποίων οι πιο δημοφιλείς είναι οι ακόλουθες:
Επίσης ιδιαίτερη περίπτωση παιχνιδιού με χαρτιά είναι ο “παπάς”, παιχνίδι που παίζεται από τον “παπατζή” με τρία αναποδογυρισμένα παιγνιόχαρτα – τραπουλόχαρτα, τα οποία ανακατεύει με ταχυδακτυλουργική μαεστρία και στη συνέχεια ζητά από άλλα πρόσωπα να ποντάρουν ποιο είναι το επιλεγμένο χαρτί, ο λεγόμενος “παπάς”. Στην απατηλή προσπάθειά του τον συνδράμουν οι λεγόμενοι “αβανταδόροι”, συνεργάτες του προσυνεννοημένοι μαζί του, που προσπαθούν κι αυτοί να εξαπατήσουν τον υποψήφιο παίκτη – “θύμα” να συμμετάσχει.
Ήδη από την αρχή της διάδοσης της χαρτοπαιξίας στην Ευρώπη προέκυψαν σοβαρά προβλήματα ως προς τα χρήματα που παίζονταν και τις περιουσίες που χάθηκαν, όχι μόνο από τον απλό λαό, αλλά και από τους “ευγενείς” της εποχής, ακόμα και σε βασιλικούς οίκους. Αυτές οι ίδιες οι Βερσαλλίες αναφέρονται κάποιες φορές ως “tripot” (:το χαρτοπαίγνιο). Ο εθισμός, δηλαδή το πάθος της χαρτοπαιξίας, θεωρείται από τα κοινωνικώς πιο ολέθρια, αφού η ιστορία αναφέρει πάμπολλα παραδείγματα επιφανών ανδρών (αυτοκρατόρων, βασιλέων και αρχιερέων) που καταστράφηκαν εξαιτίας του συγκεκριμένου πάθους τους. Πράγματι, η χαρτοπαιξία αποδείχθηκε, διαχρονικά, “μάστιγα” για όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Γι’ αυτό βασιλείς και ηγεμόνες αναγκάστηκαν να λάβουν δραστικά μέτρα για να την αποτρέψουν τη διάδοσή της, χωρίς, όμως, να το καταφέρουν. Το 1376 εξεδόθη στη Φλωρεντία ένα διάταγμα που απαγόρευε στους πολίτες να παίζουν “ζωγραφιές”, που πιθανόν να υπονοεί τα χαρτιά, αφού έτσι ακριβώς αποκαλούνται τα τραπουλόχαρτα σε διάφορες άλλες πηγές. Αν αυτή η ταύτιση δεν είναι ορθή, τότε ο πρώτος που απαγόρεψε τη χαρτοπαιξία, το 1387, ήταν ο βασιλιάς της Καστίλης Ιωάννης Α’, ενώ περίπου έναν αιώνα αργότερα και συγκεκριμένα το 1463, ο βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Δ’ θέσπισε νόμο για να προστατέψει από τη χαρτοπαιξία τους εμπόρους του Λονδίνου. Όταν απαγορεύθηκε η χαρτοπαιξία στη Γαλλία, ένας αξιωματικός του στρατού, ο Ετιέν Βινιόλ είχε τη φαεινή ιδέα και ανέθεσε σε έναν ζωγράφο (και συγκεκριμένα στον βασιλικό “ζωγράφο προσωπογραφιών”) να αντικαταστήσει τους “ρηγάδες”, τις “ντάμες” και τους “βαλέδες” με παραστάσεις ηρώων της μυθολογίας, της ιστορίας και της θρησκείας (αλλά και του ίδιου του Βινιόλ στη θέση ενός βαλέ), πετυχαίνοντας, μ’ αυτό τον τρόπο, την ανάκληση της απαγόρευσης.
Η χαρτοπαιξία, όμως, συνεπάγεται, ιδίως για τους παθιασμένους με αυτήν, και άλλες κοινωνικώς απαράδεκτες συμπεριφορές, οι οποίες επιχειρήθηκαν (επίσης ανεπιτυχώς!) να αποτραπούν, με ειδικούς νόμους. Απαγορευόταν, λοιπόν, το φτύσιμο, η βλασφημία και η βωμολοχία κατά τη διάρκεια της χαρτοπαιξίας και, βεβαίως, η κλεψιά και η απάτη, που, όμως, ποτέ δεν εξέλιπαν τελείως… Ειδικά σε σχέση με τους χαρτοκλέφτες αξίζει να αναφερθεί αφενός μεν ότι, κατά την παράδοση, ο Άγιος Φραγκίσκος της Σαλ, κατά τη διάρκεια του κοσμικού του βίου, ήταν μέγας χαρτοκλέφτης, αφετέρου δε ότι παλαιότερα, στα γαλλικά λεξικά, η λέξη “grec”, εκτός από την έννοια “Έλληνας” ή “ελληνικός” είχε και την έννοια “χαρτοκλέφτης”, ενδεχομένως διότι κάποιοι Έλληνες είχαν “διαπρέψει” (και) σε αυτόν τον τομέα. [Εκτός και αν η λέξη “grec” σχετίζεται ετυμολογικά και προέρχεται από το όνομα του βασιλικού ζωγράφου Ζακμέν Γκρεγκονέρ, ο οποίος το 1392 είχε πληρωθεί αδρά για να κατασκευάσει τρεις πολυτελείς τράπουλες για λογαριασμό του βασιλιά Καρόλου].
Πέραν τούτων: Είναι φυσικό και αυτονόητο πως ανέκαθεν τιμωρείτο και εξακολουθεί να τιμωρείται όποιος πλαστογραφεί τραπουλόχαρτα, για ευνόητους λόγους. Αντίστοιχοι νόμοι υπήρχαν και υπάρχουν σε όλα τα κράτη της γης. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Αγγλία είχε ψηφιστεί, το 1562, η ποινή του θανάτου για όποιον πλαστογραφούσε το (θεωρούμενο ως “ισχυρό”) τραπουλόχαρτο Άσσος μπαστούνι, γι’ αυτό και το συγκεκριμένο φύλλο ονομάζεται ακόμα “death card”.
Με το πέρασμα του χρόνου και τη διαπίστωση από τις πολιτικές ηγεσίες ότι η χαρτοπαιξία ήταν αδύνατο να αποτραπεί, αυτές προτίμησαν να τη θέσουν υπό τον έλεγχό τους και να ωφεληθούν κατά το δυνατόν απ’ αυτήν, ιδίως από το εμπόριο των τραπουλών και τη φορολόγησή τους.
Νόμοι ανάλογοι με τους παραπάνω υπήρξαν και υπάρχουν, βεβαίως, όχι μόνο στις χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, αλλά και στην Ελλάδα.
Παλαιότεροι νόμοι που ρύθμιζαν τα περί χαρτοπαιξίας ήταν οι Νόμοι 2916/1922 (“περί λειτουργίας τυχηρών παιγνίων και φορολογίας αυτών”) και 3717/1298. Ο τελευταίος αυτός νόμος ήταν που επέτρεψε τη δημιουργία “λέσχης” (καζίνου) στο Λουτράκι Κορινθίας, το δε εξ αυτής έσοδο προορίστηκε ειδικά υπέρ του “Αυτόνομου Οργανισμού προς αποκατάστασιν των σεισμοπαθών της επαρχίας Κορίνθου”!).
Οι μεταγενέστεροι νόμοι και συγκεκριμένα α) ο Αναγκαστικός Νόμος 258/1936 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί τυχερών και μη παιγνίων διατάξεων", β) ο Α.Ν. 327/1936 "περί αντικαταστάσεως του άρθρου 19 του Α.Ν. 258/1936 κλπ" και γ) το Νομοθετικό Διάταγμα 639/1970 "περί τροποποιήσεως και του Α.Ν. 258/1936", εξακολουθούν να ισχύουν ακόμα και σήμερα [2009], έχοντας κωδικοποιηθεί σε ενιαίο κείμενο με το Βασιλικό Διάταγμα 29/1971 "περί κωδικοποιήσεως διατάξεων περί τυχερών και μη παιγνίων".
Οι παραπάνω νόμοι αφορούν τις ποινικές εκφάνσεις της χαρτοπαιξίας, Καθ’ όσον αφορά τα αστικά, βασικές διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, σε σχέση όχι μόνο με τη χαρτοπαιξία αλλά, γενικότερα, με κάθε είδους “παίγνιο και στοίχημα”, είναι αυτές των άρθρων 844 και 845 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες “Από παίγνιο ή από στοίχημα δεν γεννιέται απαίτηση. Το ίδιο ισχύει και για την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση τέτοιας οφειλής, ή για την έκδοση συναλλαγματικής ή άλλου χρεωστικού ομολόγου για το σκοπό αυτό” και “Τα χρέη από παίγνιο ή από στοίχημα που καταβλήθηκαν εκούσια και χωρίς δόλο ή άλλο τέχνασμα εκείνου που κέρδισε, δεν αναζητούνται”.
Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι, όπως προαναφέρθηκε, στην Ελλάδα, από το 1884 και μετά, βάσει του Νόμου αρξζ’ της 22.3.1884, η εκτύπωση και η εμπορία των παιγνιοχάρτων ανήκε στο Μονοπώλιο του Ελληνικού κράτους, οπότε και άρχισε η κατασκευή και εκτύπωση ελληνικών παιγνιοχάρτων από την εταιρεία “Ασπιώτης” και, αργότερα, “Ασπιώτη – Έλκα”.
Εκτός από την ψυχαγωγική και κερδοσκοπική χρήση των τραπουλόχαρτων, που προαναφέρθηκε, αυτά χρησιμοποιούνται ή έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και για άλλους σκοπούς και χρήσεις. Συγκεκριμένα:
Κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν για διδακτικούς σκοπούς, δηλαδή για τη διδασκαλία μαθημάτων, όπως π.χ. ιστορίας, γεωγραφίας, γραμματικής, αριθμητικής, λατινικών κ.λπ., δεδομένου ότι μπορούν και συνδυάζουν, ευχερώς, τη στοιχειώδη διδασκαλία με την ψυχαγωγία. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε τις παιδαγωγικές δυνατότητες της χαρτοπαιξίας, ειδικότερα για την εκμάθηση της λογικής και του δικαίου, ήταν ο θεολόγος και ουμανιστής φραγκισκανός καλόγερος Thomas Murner, ήδη από τις αρχές του ιστ’ αιώνα (1509). Αργότερα (1651) ο βαπτιστής Pendelton επινόησε παιγνιόχαρτα για την πρακτική διδασκαλία της γραμματικής, οι γεωγράφοι De Val (1669-1677) και Poilly και Mitoire (1763) για τη διάδοση γνώσεων της γεωγραφίας κ.λπ.
Δεδομένου ότι η εικονογράφηση των χαρτιών έχει σημαντική επικοινωνιακή δύναμη, τα τραπουλόχαρτα χρησιμοποιήθηκαν και για σκοπούς διαφημιστικούς, σατιρικούς ή προπαγανδιστικούς. Υπάρχουν τραπουλόχαρτα μυθολογικά, ιστορικά, εραλδικά, γεωγραφικά, ερωτικά, μουσικά, πολεμικά, με ερωτοαποκρίσεις κ.λπ.
Τα τραπουλόχαρτα, επίσης, χρησιμοποιούνται από τους ταχυδακτυλουργούς για διάφορα δήθεν “μαγικά” παιχνίδια και τεχνάσματα θεμιτής εξαπάτησης των θεατών.
Η πλέον διαδεδομένη χρήση τους, όμως, φαίνεται πως είναι η μαντική και συγκεκριμένα η χαρτομαντεία, ως μορφή πρόβλεψης του μέλλοντος.
Μία από τις πολλές μεθόδους μαντικής είναι και η χαρτομαντεία, που προβλέπει το μέλλον με το ρίξιμο των χαρτιών της τράπουλας, προέρχεται από την αστρολογία και ανάγεται χρονικά τουλάχιστον στον ιζ’ αιώνα (αν όχι και πολύ παλαιότερα). Ήδη από τότε τη μορφή αυτή της μαντείας την ασκούσαν κυρίως γυναίκες (και μάλιστα πολύ συχνά από τσιγγάνες), κάτι που ισχύει μέχρι και τις ημέρες μας. Πρόκειται για τις λεγόμενες “χαρτορ(ρ)ίχτρες”. Διάσημη χαρτομάντισσα ήταν η Λενορμάν, η οποία, κατά την παράδοση, προείπε την καρατόμηση των Ροβεσπιέρου, Ζαν Πολ Μαρά και Σαιν Ζιστ, καθώς και, στην ίδια την Ιωσηφίνα όταν αυτή ακόμα ήταν άγνωστη, πως θα ανερχόταν στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Παλαιότερα η χαρτομαντεία ασκείτο αποκλειστικά με τη χρήση της τράπουλας Ταρώ, της πρώιμης μορφής της τράπουλας. Η μορφή αυτή μαντείας εξακολουθεί να ασκείται ακόμα και σήμερα και μάλιστα θεωρείται περισσότερο “βαθειά”, “βαρειά” και ερμητιστική – αποκρυφιστική. Συνηθέστερη, πάντως, είναι η “λαϊκή” χαρτομαντεία που ασκείται με τα 32 τραπουλόχαρτα της πρέφας. Κάθε τραπουλόχαρτο, ανάλογα με το χρώμα του (μαύρο – κόκκινο), το σύμβολό του (σπαθί, μπαστούνι, καρρό, κούπα) και τη θέση στην οποία κάθε φορά βρίσκεται και μάλιστα σε σχέση και σύνδεση με τα υπόλοιπα τραπουλόχαρτα, έχει ιδιαίτερη σημασία. Για παράδειγμα, το “δέκα καρρό” ανάμεσα σε δύο μπαστούνια, σημαίνει ταξίδι. Πάντως κάθε χαρτομάντης /-ις δίνει διαφορετική ερμηνεία.
Μορφή χαρτομαντείας θεωρείται και η πασιέντζα (ή πασιέντσα), στην οποία (και στα επί μέρους είδη της) αναφερθήκαμε παραπάνω, στα περί παιχνιδιών της τράπουλας. Εδώ, η καταφατική ή αποφατική απάντηση για το εάν θα συμβεί ή όχι ένα γεγονός ή μια προσδοκώμενη εξέλιξη, εξαρτάται από την ανεμπόδιστη τοποθέτηση των χαρτιών σε μια ορισμένη – συγκεκριμένη διάταξη
Το “Ταρό” ή “Ταρώ” (γαλλ. tarot) ή “Ταρόκ” (γερμ. Tarock) ή “Ταρόκκο” (tarocco) είναι μία δέσμη από συνολικώς 78 παιγνιόχαρτα [ή καθένα από αυτά τα παιγνιόχαρτα, ιδίως δε τα 22 κυριότερα απ’ αυτά], εκ των οποίων τα 22 κυριότερα, που αποτελούν τη μία απ’ τις πέντε σειρές στις οποίες χωρίζεται το σύνολο (οι υπόλοιπες τέσσερις μοιάζουν πολύ μεταξύ τους ενώ διαφέρουν από την πέμπτη), φέρουν επάνω αλληγορικές παραστάσεις και με τα οποία παιγνιόχαρτα μπορεί κάποιος, σύμφωνα με τους αποκρυφιστές, να μαντέψει το μέλλον. Επίσης η ίδια δέσμη χρησιμοποιείται και για χαρτοπαίγνιο, ειδικότερα δε για ένα είδος παλιού ιταλικού παιχνιδιού με το ίδιο όνομα. Πάντως συνήθως από τους παραπάνω συνώνυμους όρους, ο μεν “Ταρώ” (ή “Ταρό”) χρησιμοποιείται προκειμένου για τη μαντική τράπουλα των αποκρυφιστών, ο δε “Ταρόκκο” (ή “Ταρόκ”) για την τράπουλα του ομώνυμου ιταλικού παιχνιδιού.
Αρχικά η δέσμη – τράπουλα “Ταρό” αποτελείτο από 22 κάρτες, τα “ατού” ή “τριόμφα”, διακοσμημένα με συμβολικές παραστάσεις αφηρημένων εννοιών, υλικών δυνάμεων, θεϊκών ιδιοτήτων, φυσικών στοιχείων, αρετών και αμαρτημάτων. Η δέσμη αυτή αποτελούσε τη “Μεγάλη Μυστική Κλείδα” και τα 22 ταρό (τραπουλόχαρτα) της ήταν κατά σειρά τα ακόλουθα: ο Τρελός, ο Θαυματοποιός ή Μάγος (κατά τους αποκρυφιστές συμβολίζει τον θεό Όσιρι), η Πάπισσα (:η θεά Ίσιδα), η Αυτοκράτειρα, ο Αυτοκράτορας (:ο Ζευς), ο Πάπας (:ο Άρης), οι Εραστές ή ο Ερωτευμένος (:ο Ηρακλής αναποφάσιστος μεταξύ της αρετής και της κακίας), η Άμαξα, η Δικαιοσύνη, ο Ερημίτης, ο Τροχός της Τύχης, η Δύναμη, ο Κρεμασμένος, ο Θάνατος, η Εγκράτεια, ο Διάβολος, ο Πύργος ή ο Οίκος του Θεού ή ο Κεραυνός, το Αστέρι ή τα Αστέρια (:η αθανασία), η Σελήνη, ο Ήλιος, η Μέλλουσα Κρίση και ο Κόσμος. Ήταν όλα αριθμημένα (με λατινικούς αριθμούς από το I μέχρι το ΧΧΙ) εκτός από ένα, τον “Τρελό” (ιταλ. Il Matto, γαλλ. Le Mat), πρόδρομο του σημερινού Τζόκερ ή μπαλαντέρ, που δεν είχε κανέναν αριθμό.
Σ’ αυτή την αρχική – αυθεντική μορφή πρέπει να εισήχθη η συγκεκριμένη δέσμη από την Ασία στην Ευρώπη και ειδικότερα μάλλον κατ’ αρχάς στη Γαλλία ή στην Ιταλία, τον 14ο αιώνα. Η άποψη ότι η εισαγωγή του Ταρώ στην Ευρώπη έγινε από τους αθιγγάνους της Αιγύπτου οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί ασχολούντο πολύ με τη μαντική τέχνη. Οι αποκρυφιστές πιστεύουν ότι οι απεικονίσεις των ταρώ προέρχονται από ένα αρχέτυπο βιβλίο που περιείχε απόκρυφες γνώσεις και διδασκαλίες.
Αργότερα, σε ανύποπτο χρόνο, πιθανόν στη Βενετία, σ’ αυτή τη “Μεγάλη Μυστική Κλείδα” προστίθεται και η “Μικρή Μυστική Κλείδα”, ίσως από άλλη μορφή τράπουλας. Αυτή η “Μικρή Μυστική Κλείδα” αποτελείται από 56 φύλλα, κατανεμημένα σε τέσσερις σειρές. Οι σειρές αυτές είναι τα σπαθιά ή τριφύλλια (που συμβολίζουν την κακή τύχη, αλλά και το αρσενικό στοιχείο), οι καρδιές ή κούπες (που συμβολίζουν την οικογένεια, τη φιλία και την αγάπη, αλλά και το γυναικείο στοιχείο), τα δηνάρια, δηλαδή τα μεταγενέστερα καρό (που συμβολίζουν τα ταξίδια, τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τα μηνύματα, αλλά και το ανδρόγυνο) και τα μπαστούνια (που συμβολίζουν τις χρηματικές υποθέσεις, αλλά και τον καρπό του ανδρογύνου, το τέκνο). Κάθε μία σειρά αποτελείται από 14 φύλλα: τα 10 πρώτα είναι αριθμημένα από το 1 ως το 10 και ακολουθούν ο βαλές, ο ιππότης, η βασίλισσα και ο βασιλιάς.
Τα 22 φύλλα της Μεγάλης Κλείδας και τα 56 της Μικρής συναπαρτίζουν την πλήρη τράπουλα Ταρώ των 78 φύλλων, ενώ υπάρχουν και παραλλαγές των 62 και των 97 φύλλων. Η σημερινή συνηθισμένη τράπουλα των 52 φύλλων αποτελεί ουσιαστικά τη “Μικρή Κλείδα”, από την οποία έχουν αφαιρεθεί οι τέσσερις ιππότες. Οι δε περισσότερες από τις σύγχρονες δέσμες Ταρώ αποτελούνται από 54 φύλλα, δηλαδή τα 22 της Μεγάλης Κλείδας και, κατ’ επιλογήν, 32 από τη Μικρά Κλείδα (4 σειρές των 8 φύλλων, δηλαδή οι 4 φιγούρες και άλλα τέσσερα αριθμημένα φύλλα η καθεμία).
Όπως και στη χαρτομαντεία με τη χρήση της κοινής τράπουλας, σε κάθε φύλλο της τράπουλας Ταρώ αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία, ενώ η ερμηνεία σχετίζεται και με τον τρόπο και τη σειρά που ανοίγονται τα χαρτιά. Ο Τρελός, για παράδειγμα, μπορεί μεν να συμβολίζει την παραφροσύνη, αν όμως το φύλλο αυτό πέσει ή τοποθετηθεί ανάποδα το νόημα αντιστρέφεται.
Ιδιαίτερα αξιόλογη είναι η αναφορά και η χρησιμοποίηση του Ταρώ στο έργο “Η έρημη χώρα” (The Waste Land, 1922) του Τ.Σ. Έλλιοτ. Ο διάσημος αυτός ποιητής δίνει στα σύμβολα του Ταρώ όχι αποκρυφιστικά, αλλά διανοητικά νοήματα.
Η χριστιανική θρησκεία αντιστρατεύεται και αντιπαλεύει κάθε πάθος των ανθρώπων και, φυσικά, μεταξύ αυτών, το πάθος της χαρτοπαιξίας, που συνεπάγεται πολλά και διάφορα, όπως π.χ. αργία – απραξία, τεμπελιά, οργή, φιλονικία, ύβρεις, φιλονικίες, ξυλοδαρμούς κ.λπ.
Πολλοί κανόνες της Αποστόλων, Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, υποβάλλουν σε επιτίμια όσους παίζουν τυχερά παιχνίδια, ιδίως δε τους “κύβους” (ή ζάρια).
Ήδη κατά τον ιδ’ αι. εκδόθηκαν οι πρώτες απαγορευτικές εκκλησιαστικές διατάξεις (στη Σιένα το 1377 και στο Παρίσι το 1397), ενώ το 1404 η Καθολική Εκκλησία συμπεριέλαβε τα χαρτιά στον κατάλογο των απαγορευμένων παιχνιδιών. Το 1512 οι συνοδικοί κανονισμοί της Εκκλησίας του Παρισιού απαγόρευαν στους κληρικούς ακόμα και να παρακολουθούν αυτούς που έπαιζαν. Πολλοί γνωστοί ιεροκήρυκες ζητούσαν από τους πιστούς να καίνε τα χαρτιά και τα ζάρια, που θεωρούνταν, και τα δύο, όργανα του Διαβόλου. Μάλιστα το 1519, το πύρινο κήρυγμα ενός φραγκισκανού μοναχού είχε ως αποτέλεσμα οι πιστοί να καταστρέψουν τη σημαντική βιομηχανία τραπουλοχάρτων της Τουλούζης.
Την άποψη ότι η τράπουλα είναι όργανο του Διαβόλου ασπάζεται και ο αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Δ. Βασιλόπουλος, ο οποίος, μάλιστα, στο βιβλίο του “Οι 52 δαίμονες της χαρτοπαιξίας”, παρουσιάζει (κατ’ αποκλειστικότητα!) τα ονόματα των 52 δαιμόνων που καθένας τους σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο φύλλο της τράπουλας. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα σύμβολα των τεσσάρων σειρών υποκρύπτουν και αναπαριστούν: Η κούπα ή καρδιά τα στήθη και το γεννητικό όργανο της γυναίκας, το μπαστούνι την έδρα και τα γεννητικά όργανα του άνδρα, το σπαθί τον ανίερο σταυρό της μαύρης μαγείας “Κρουξ – Ανσάτα” και το καρρό τον εξάκτινο εβραϊκό αστέρα.
Η εναντίωση και ο πόλεμος των εκπροσώπων της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας κατά της τράπουλας και της χαρτοπαιξίας χρονολογείται από πολύ παλιά. Συγκεκριμένα:
Με το υπ’ αριθ. 810, από 15.8.1823, έγγραφό του, “προς το Ιερατείον και λοιπούς χριστιανούς” της Τριπολιτζάς, ο τότε Υπουργός της Θρησκείας της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος, επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, επέβαλε “επίσημον φρικτόν επιτίμιον” σε όποιον “τολμήσει να παίξει” χαρτία, ντάμα (παιχνίδι) (τότε εθεωρείτο τυχερό και συνεπώς απαγορευμένο παιχνίδι), τάβλι, μάγγαλα, κουμάρια και άλλα όμοια παιχνίδια: “ούτοι πάντες αφωρισμένοι έστωσαν υπό του Θεού, κυρίου Παντοκράτορος, κατηραμένοι, ασυγχώρητοι, μετά θάνατον άλυτοι και τυμπανιαίοι. Αι πέτραι και ο σίδηρος λυθείησαν, αυτοί δε μηδαμώς”.
Μόλις μερικούς μήνες αργότερα, στις 20.7.1824, ο Γενικός Γραμματέας του ιδίου Υπουργείου Δανιήλ Γεωργόπουλος, με το με αριθμό 1581 έγγραφό του προς τους ιερείς και δημογέροντες της κωμοπόλεως Αγίου Ιωάννου, όπου υπήρχαν πληροφορίες ότι το κακό είχε παραγίνει ιδίως μεταξύ νέων ανθρώπων, “ταύτα πληροφορηθέν το υπουργείον τούτο, πόσον εταράχθη και πόσον έφριξε. Διότι ποίον είναι το παιγνίδιον των χαρτίων και ποία κακά προξενεί είναι περιττόν να αποδείξωμεν. Αλλά διά να μη προχωρήση το κακόν και καταντήση εις την έξιν και εκ τούτου γενή συναίτιον της κακοηθείας και της απωλείας αυτών των νέων, ενέκρινε να εκδώση το παρόν επίσημον εκκλησιαστικόν, φρικτόν επιτίμιον. Όθεν και αποφαίνεται ότι: Όσοι νέοι εκακοσυνήθισαν να παίζουν τα χαρτία, ει μεν πεισθέντες εις τας συμβουλάς των ιερέων και των προκρίτων, παύσουν εις το εξής, υπάρχουσιν ευλογημένοι και συγκεχωρημένοι. Ει δε, αυθαδεία και αναιδεία κινούμενοι, δεν λείψουν από την κακήν ταύτην συνήθειαν, αφωρισμένοι υπάρχουσιν από Θεού, κυρίου Παντοκράτορος, κατηραμένοι, ασυγχώρητοι, μετά θάνατον άλυτοι και τυμπανιαίοι. Στένοντες και τρέμοντες επί της γης, ως ο Κάιν. Σχισθείσα η γη καταπίοι αυτούς, ως τον Δαθάν και Αβειρών. Να ρεύσουν τα εντόσθιά τους, ως του Αρείου. Προκοπήν να μη ίδωσιν εις τα έργα των χειρών τους. Η οργή του Θεού να είναι εις τα κεφαλάς των. Να έχουν και τας αράς πάντων των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, έως να διορθωθώσι, να λείψωσι από το ολέθριον και πρόξενον αναρίθμητων κακών παιγνίδιον των χαρτίων και τότε τύχωσι συγχωρήσεως”.
Αναφερόμαστε, βεβαίως, στην εποχή κατά την οποία γινόταν κατάχρηση του σοβαρότατου και βαρύτατου μέτρου του επιτιμίου και του αφορισμού, κατάσταση στην οποία έδωσε δραστικό τέλος η 3398-3399 / 14.7.1853 εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, γίνεται αντιληπτή η πλήρως αρνητική στάση της χριστιανικής εκκλησίας απέναντι στη χαρτοπαιξία.
Αλλά και η ιουδαϊκή θρησκεία έχει κατ’ επανάληψη, από παλαιοτάτων χρόνων, πάρει θέση κατά των τραπουλών και της χαρτοπαιξίας: το 1416 οι συναγωγές Μπολόνιας, Φόρλι και Κρακοβίας και το 1623 η σύνοδος Μπρεστ – Λιτόφσκ. Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι “ναϊμπι” στα εβραϊκά σημαίνει “μαγεία” (ενώ naibes και naipes είναι η ιταλική και ισπανική λέξεις για τα παιγνιόχαρτα…).
Κατά της χαρτοπαιξίας, πάντως, εκφράστηκε και ο Βολταίρος, που καμιά σχέση δεν είχε με οποιαδήποτε θρησκεία. Η φράση που αποδίδεται σ’ αυτόν είναι χαρακτηριστική: “Η χαρτοπαιξία είναι η ασχολία αυτών που δεν έχουν ψυχή: όσοι έχουν, οφείλουν να βρουν διασκεδάσεις αντάξιές τους”.
Ερμηνεία και ιστορική προέλευση μερικών από τις παραπάνω εκφράσεις μπορεί να βρει κάποιος στο άρθρο του Ν.Σαραντάκου, Ταξίδι στα 52 φύλλα της τράπουλας[9].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.