ειρηνευτική συνθήκη μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Συμμάχων του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920) ήταν μία από τις συνθήκες ειρήνης που ακολούθησαν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπογράφηκε ανάμεσα στους νικητές (Προέχουσες και Σύμμαχες Δυνάμεις)1 και την ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις Σέβρες της Γαλλίας. Στη συνθήκη των Σεβρών οριστικοποιείται το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τον διαμοιρασμό των εδαφών της,2 η γέννηση του κράτους της Τουρκίας και η απόδοση στην Ελλάδα τα διεκδικούμενα εδάφη της. Περιείχε εγγράφως τις παραχωρήσεις των τουρκικών εδαφών όπως διαμορφώθηκαν στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού, με κυριότερη την απόδοση του μεγαλύτερου μέρους της Ανατολικής Θράκης και της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης στην ελληνική κυβέρνηση και τον ελληνικό στρατό.
Προτείνεται το λήμμα με τίτλο «Συνθήκη των Σεβρών (Ελλάς - Τουρκία)» να μετακινηθεί υπό τον τίτλο «Συνθήκη των Σεβρών (Ελλάδα - Τουρκία)». Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. → (μετονομασία) |
Από ελληνικής πλευράς, πληρεξούσιοι του Βασιλιά Αλέξανδρου και υπογράφοντες τη Συνθήκη ήταν ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο έκτακτος απεσταλμένος και πληρεξούσιος Άθως Ρωμάνος, ενώ από την τουρκική πλευρά υπέγραψαν ο στρατηγός Mehmed Hâdî Pasha, ο γερουσιαστής Riza Tevfik Bölükbaşı και ο Rechad Haliss Bey [1]. Η επικύρωση της Συνθήκης δεν έγινε σε κανένα Κοινοβούλιο (ούτε καν στο Ελληνικό), αφού ο Μουσταφά Κεμάλ κατάφερε, με τις νίκες του στρατού του, την ακύρωση της Συνθήκης στην πράξη.[2] Μετά τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, αλλά και την προσωπική συντριβή του Ελευθέριου Βενιζέλου, οι Σύμμαχοι δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να συνεργαστούν με τη διάδοχη κυβέρνηση και τον επανακάμψαντα Βασιλιά Κωνσταντίνο. Η Ελλάδα προχώρησε μόνη της τη Μικρασιατική εκστρατεία μέχρι το τέλος της.
Τελικά, τα σύνορα των δυο κρατών διευθετήθηκαν οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Παραχωρούνται στην Ελλάδα:
«Η πόλις της Σμύρνης και τα εν άρθρω 66 περιγραφόμενα εδάφη παραμένουσιν υπό την οθωμανικήν κυριαρχία. Ούχ ήττον η Τουρκία μεταβιβάζει εις την Ελληνικήν κυβέρνησιν την ενάσκησιν των κυριαρχικών αυτής δικαιωμάτων επί της πόλεως της Σμύρνης και των ειρημένων εδαφών. Εις ένδειξιν της κυριαρχίας ταύτης, η οθωμανική σημαία θα είναι διαρκώς υψωμένη επί εξωτερικού τινος φρουρίου της πόλεως, υποδειχθησομένου υπό των Προεχουσών Συμμάχων Δυνάμεων.»
Η ελληνική κυβέρνηση θα είναι υπεύθυνη για τη διοίκηση της πόλης, την οποία θα στελεχώνει με δικούς της δημοσίους υπαλλήλους, θα διατηρεί για την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας τις αναγκαίες στρατιωτικές δυνάμεις ενώ θα ιδρυθεί τοπικό Κοινοβούλιο στο οποίο θα εκπροσωπούνται όλες οι εθνικότητες της πόλης, οι αντιπρόσωποι του οποίου θα αναδειχτούν ύστερα από εκλογές τις οποίες θα οργανώσει η ελληνική κυβέρνηση.
Η Ελλάδα μπορεί να διατηρεί τελωνειακή γραμμή στα όρια της περιοχής της Σμύρνης.
Μετά πέντε (5) έτη το τοπικό Κοινοβούλιο, με ψήφισμα από την πλειοψηφία των μελών, μπορεί να αιτηθεί στην Κοινωνία των Εθνών όπως η Σμύρνη με τα περίχωρά της ενσωματωθούν στο ελληνικό Βασίλειο.
Την ίδια ημέρα (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου), εκτός από την κύρια συνθήκη, υπεγράφησαν και τρεις άλλες, καθαρά ελληνικού ενδιαφέροντος:
Η συνθήκη ανακωχής του Μούδρου - η πράξη που τερμάτιζε τις εχθροπραξίες μεταξύ Αντάντ και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας - υπογράφηκε πάνω στο βρετανικό πολεμικό πλοίο "Agamenmon", στον όρμο του Μούδρου της Λήμνου στις 18/31 Οκτωβρίου 1918. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε ουσιαστικά με την υπογραφή ανακωχών 3, ενώ η διαδικασία σύναψης των τελικών Συνθηκών Ειρήνης - που θα τερμάτιζαν και την κατάσταση πολέμου στην οποία εξακολουθούσαν να βρίσκονται τα κράτη μεταξύ τους - έγινε στη Σύνοδος Ειρήνης του Παρισιού. Η Σύνοδος, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1919 και τελείωσε τον Αύγουστο του 1920, (το τέλος της Συνδιάσκεψης όσον αφορά στη φυσική συμμετοχή των ηγετών στις διαβουλεύσεις ήταν τον Ιούνιο του 1919) έγινε ο στίβος των διπλωματικών αγώνων των υπό διαπραγμάτευση συνθηκών ειρήνης και της προσπάθειας προσπορισμού κερδών από τα κράτη νικητές έναντι των ηττημένων χωρών.
Από τη Σύνοδο αυτή τελικά προέκυψαν, εκτός από την Κοινωνία των Εθνών οι Συνθήκης Ειρήνης, των Βερσαλιών, με τη διαλυμένη πλέον Γερμανική Αυτοκρατορία, του Σαιν Ζερμαίν, με την αυστριακή πλευρά της επίσης διαλυμένης Αυστροουγγαρίας, του Τριανόν, με την ουγγρική πλευρά της επίσης διαλυμένης Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας, του Νεϊγύ 4 με το Βασίλειο της Βουλγαρίας και τέλος των Σεβρών με την υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στις 17/30 Δεκεμβρίου του 1918 η ελληνική κυβέρνηση υπό τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο υπέβαλε με επίσημο υπόμνημα στο «Ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο της Συνόδου» (γνωστό και ως «Συμβούλιο των Δέκα»), τις αξιώσεις της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης θεμελιώνονταν σε δυο βασικές αρχές: στην ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία («Η Ελλάς δεν πηγαίνει εκεί που της λείπει εθνολογική βάσις», δήλωνε ο Βενιζέλος) και στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα 14 σημεία του Αμερικανού Προέδρου Γουίλσον[3]. Σε αυτές τις βάσεις, ο Βενιζέλος αξίωνε τη Βόρεια Ήπειρο, ολόκληρη τη Θράκη (Δυτική από τη Βουλγαρία και Ανατολική από την Οθωμανική Αυτοκρατορία) έως την Κωνσταντινούπολη, το σύνολο των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας (από την Πάνορμο στη Θάλασσα του Μαρμαρά έως νότια της Μάκρης), τα Δωδεκάνησα, καθώς και την επικύρωση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου συμπεριλαμβανομένων της Ίμβρου και της Τενέδου.
Στην πρώτη προσωπική του παρουσίαση των ελληνικών θέσεων στο «Συμβούλιο των Δέκα» στις 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1919 εκθέτει και αιτιολογεί τις αξιώσεις του αναλυτικά.
Μετά τη διήμερη συζήτηση του Βενιζέλου με το Συμβούλιο, το τελευταίο αποφάσισε τη δημιουργία μιας εξειδικευμένης επιτροπής για τη μελέτη των ελληνικών ζητημάτων - «...τα ζητήματα, τα οποία ανακινήθηκαν από τις δηλώσεις του κ. Βενιζέλου, ως προς το θέμα των εδαφικών ενδιαφερόντων της Ελλάδας […] θα αποσταλούν για μια πρώτη εξέταση σε μια Επιτροπή ειδικών, αποτελούμενη από δύο αντιπροσώπους για κάθε μια από τις Μεγάλες Δυνάμεις: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Βρετανική Αυτοκρατορία, Γαλλία και Ιταλία. […] Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμβουλευτεί τους εκπροσώπους των ενδιαφερομένων λαών, ...».[6] Η επιτροπή αυτή, αφού μίλησε με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς και επισκέφτηκε επί τόπου τα επίμαχα εδάφη, ολοκλήρωσε την έκθεσή της (21 Μαρτίου) και παρουσίασε τα πορίσματά της στο «Συμβούλιο» (30 Μαρτίου 1919). Ωστόσο, δεν πάρθηκε καμμία οριστική απόφαση.
Η τελευταία απόφαση της Συνόδου της Ειρήνης του Παρισιού σχετικά με τις ελληνικές αξιώσεις ήταν η (αμφισβητούμενη) εντολή και άδεια του Συμβουλίου των 4 (που είχε αντικαταστήσει το Συμβούλιο των 10) να καταλάβει στρατιωτικά την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Στις 2/16 Μαΐου του 1919 τα πρώτα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα αποβιβάζονταν στην προκυμαία της Σμύρνης γινόμενα δεκτά με ενθουσιασμό από τους Έλληνες της περιοχής.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος όμως, σε δηλώσεις του που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Μακεδονία στις 19 Νοεμβρίου 1919 συνόψισε τα αποτελέσματα της Συνόδου ως εξής :
«Η Ελλάς, είπε, είναι ίσως η μόνην χώραν της οποίας ουδέν εθνικόν ζήτημα ελύθη οριστικώς. Αλλ΄ όμως βεβαιώ ότι είμαι ικανοποιημένος εκ των λύσεων ας έχει υπ΄όψει της η Συνδιάσκεψις. [...] Πιστεύω ακραδάντως ότι η Τουρκία εις την οποίαν αι Σύμμαχοι Δυνάμεις θα επιβάλουν τας θελήσεις των θ΄ απομακρυνθή εντελώς εκ της Ευρώπης. Μετά την λύσιν δε των τουρκικών ζητημάτων, θα τεθούν αι βάσεις στενωτάτης συνεργασίας της Ελλάδος με την Ιταλίαν εν Μικραασία. Όσον δ΄ αφορά το θρακικόν τούτο παραμένει άλυτον. Τονίζω όμως: η Ελλάς αξιοί όλην την Θράκην.» [7]
Στις 28 Ιουλίου του 1919 (5 ημέρες μετά το επίσημο τέλος της Συνόδου Ειρήνης) ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι, συμφώνησαν «ότι τα ∆ωδεκάνησα, εκτός από τη Ρόδο, θα παραχωρούνταν στην Ελλάδα, η δε Ιταλία θα στήριζε στο ζήτημα της Βορείου Ηπείρου τις ελληνικές διεκδικήσεις, ελαφρά τροποποιημένες, καθώς και τις διεκδικήσεις της στη Θράκη και στη Μικρά Ασία, εκτός από την περιοχή του Αϊδινίου. Η Ελλάδα, ως αντάλλαγμα, θα παραιτούνταν από τις διεκδικήσεις της στο σαντζάκι του Αϊδινίου και θα υποστήριζε την ιταλική εντολή στην Αλβανία και την ιταλική κυριαρχία στο λιμάνι της Αυλώνας.(...)[8]
Στις 14 / 27 Νοεμβρίου 1919 υπογράφηκε η Συνθήκη του Νεϊγύ η οποία καθόριζε την τύχη της ηττημένης Βουλγαρίας στον μεταπολεμικό κόσμο. Σύμφωνα με τη Συνθήκη (τμήμα Γ΄ Άρθρο 45) «(η Βουλγαρία) ...παραιτείται υπέρ των Προεχουσών Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων παντός δικαιώματος και τίτλου αυτής επί των εκείθεν των νέων συνόρων της Βουλγαρίας-ως ταύτα περιγράφονται εν τω άρθρω 27 εδαφ. 3ον του Β΄ Μέρους (Σύνορα της Βουλγαρίας)-κειμένων εδαφών της Θράκης, άτινα ανήκον τη Βουλγαρική Μοναρχία, το γε νυν δ’ έχον δεν αποτελούσιν αντικείμενον εδαφικής παραχωρήσεως».5Αυτά τα εδάφη θα κατοχυρώνονταν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Η Συνδιάσκεψη στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας [9] που έλαβε χώρα από τις 19 έως τις 26 Απριλίου (ν.ημ) του 1920 ήταν η τελευταία διεθνής διάσκεψη για το μοίρασμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν από την τελική υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών.
Στη συνδιάσκεψη αυτή, αποφασίστηκε η παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, και η αντικατάσταση των συμμαχικών στρατευμάτων από τα Ελληνικά, σε ολόκληρη τη Θράκη, Δυτική και Ανατολική. Η προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων ξεκίνησε από τη Ξάνθη που τελούσε ήδη υπό στρατιωτικό έλεγχο.[10]
Όσο πλησίαζε η στιγμή για την υπογραφή της Συνθήκης, οι γεωπολιτικές επιδιώξεις των Συμμάχων δυνάμεων άλλαζαν ως προς τις αρχικές τους θέσεις.
Τον Δεκέμβριο του 1919 κατά την αγγλο-γαλλική διάσκεψη στο Λονδίνο προκειμένου να συζητηθούν λεπτομερειακά οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών, ο Γάλλος Πρωθυπουργός Ζωρζ Κλεμανσώ αμφισβήτησε το σύστημα των Εντολών στη Μικρά Ασία, δηλαδή την Εντολή απόβασης των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη.
Η γαλλική πολιτική, μετά την πτώση μάλιστα της κυβέρνησης του Κλεμανσώ, και την ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Αλεξάντρ Μιλλεράν, έγινε περισσότερο φιλοτουρκική. Τον Ιούνιο του 1920 ο γενικός γραμματέας του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών τόνιζε στο Βρετανό πρεσβευτή στο Παρίσι ότι αμφέβαλλε κατά πόσο η Γαλλική Εθνοσυνέλευση θα επικύρωνε τη συνθήκη ειρήνης που επρόκειτο να συναφθεί.[11]
Αλλά και η ιταλική πολιτική μετά την πτώση της κυβέρνησης Ορλάντο (Vittorio Emanuele Orlando) και την ανάληψη της Πρωθυπουργίας από τον Φραντσέσκο Νίττι (Francesco Saverio Nitti) στις αρχές Ιουλίου του 1920 μεταστράφηκε άρδην.
Στις 18 Ιουλίου, -δέκα μέρες πριν την υπογραφή της Συνθήκης - ο νέος υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Σφόρτσα δήλωσε στον Βενιζέλο ότι η μεταβολή των συνθηκών έκανε αναγκαία την τροποποίηση της συμφωνίας Βενιζέλου-Τιττόνι και του ανακοίνωσε πως η Ιταλία δεν θα την τηρούσε. Στο τέλος, η επιμονή και ταυτόχρονα η απειλή της Αγγλίας, ότι δεν θα υπέγραφε τη Συμφωνία για τις ζώνες επιρροής των Τριών Δυνάμεων, αν δεν λυνόταν η ελληνοϊταλική διαφορά, οδήγησε σε νέο συμβιβασμό της Ελλάδας με την Ιταλία για το ζήτημα των Δωδεκανήσων, το οποίο πήρε τη μορφή ξεχωριστής συνθήκης και υπογράφηκε ταυτόχρονα με τη Συνθήκη των Σεβρών.[12]
Η Αγγλία ήταν η μόνη Δύναμη που συνέχιζε να υποστηρίζει τις ελληνικές θέσεις. Σύμφωνα με τη γνωστή λογοτέχνη και αυτόπτη μάρτυρα της Μικρασιατικής καταστροφής, Διδώ Σωτηρίου «...Ο Λόυντ Τζωρτζ συνέχισε να υποστηρίζει σθεναρά τη συνέχιση της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, πολιτική που εδράζοταν και σε έναν σημαντικό στρατηγικό λόγο. Ήταν σημαντικό για τη Βρετανία να ασκείται μια συνεχής πίεση πάνω στην Τουρκία στην περιοχή της Ανατολίας προκειμένου να ενδίδει στις Βρετανικές αξιώσεις για τη Μέση Ανατολή...»[13]
Ο Βενιζέλος ανήσυχος με τις πληροφορίες που έπαιρνε αποφάσισε εκ νέου ταξίδι σε Παρίσι και Λονδίνο. Στις συνομιλίες που είχε στο Λονδίνο, στις 6 Μαρτίου του 1920, αντιμετώπισε αρνητικό κλίμα ως προς την Ελλάδα. Στις συζητήσεις του με τον Γουίνστον Τσώρτσιλ, υπουργό Στρατιωτικών τότε, και τον Αρχηγό του Αγγλικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγό Χένρι Γουίλσον, έγινε σαφές ότι η Βρετανία δεν μπορούσε να βοηθήσει στρατιωτικά την Ελλάδα στις επιχειρήσεις της στη Μικρά Ασία, και μάλιστα προέβλεπαν την αποτυχία της ελληνικής εκστρατείας στην περιοχή.
Ο στρατηγός Γουίλσον έγραψε σχετικά: «Ο Winston και εγώ επεράσαμε μιαν ώραν με τον Βενιζέλον σήμερα το Απόγευμα. Του καταστήσαμε σαφές ότι ούτε εις άνδρας, ούτε εις χρήμα, ούτε εις την Θράκην, ούτε εις την Σμύρνην θα εβοηθούσαμε τους Έλληνας, διότι είχομεν αναλάβει περισσοτέρας υποχρεώσεις από όσας ο μικρός στρατός μας ηδύνατο να επιτελέση. Του είπα ότι θα καταστρέψη την χώραν του, ότι θα ευρίσκεται εις πόλεμον επί έτη με την Τουρκίαν και την Βουλγαρίαν και ότι η αποστράγγισης εις άνδρας και χρήμα θα ήτο υπέρ το δέον μεγάλη διά την Ελλάδα. Είπε ότι δεν συμφωνεί ουδέ εις μιαν λέξιν από όσα είπα» [14]
Αυτές οι επιφυλάξεις επαναδιατυπώθηκαν και στη Συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο (η οποία ολοκλήρωνε τις εργασίες της Συνόδου του Παρισιού σχετικά με τη συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και στην οποία η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί). «Παρά ταύτα, ο Βενιζέλος έδειχνε να είναι πεπεισμένος ότι η επιβολή των όρων της ειρήνευσης ήταν δυνατή, με την προϋπόθεση της άρρηκτης συνεργασίας με τη Βρετανία, στην ισχύ της οποίας φαινόταν να έχει απεριόριστη εμπιστοσύνη, ενώ στην πραγματικότητα αυτή ήταν αρκετά περιορισμένη.»[15]
Ο σοβαρότερος κίνδυνος ωστόσο, για την ακύρωση στην πράξη της Συμφωνίας των Σεβρών, ήταν το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ. Το τουρκικό εθνικό κίνημα του Κεμάλ, που στρεφόταν τόσο κατά του Σουλτάνου όσο και κατά των νικητών του Παγκοσμίου Πολέμου, που είχαν καταλάβει στρατιωτικά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας του, δυνάμωνε μέρα με την ημέρα. Η τουρκική αντιπροσωπεία έλαβε γνώση του κειμένου της Συνθήκης των Σεβρών στο στις 28 Απριλίου/11 Μαΐου 1920. Όταν η είδηση των όρων έφτασε στην Τουρκία, χιλιάδες εθελοντές προσχώρησαν στις γραμμές του Κεμάλ, που αποφάσισε να προελάσει στην περιοχή της Νικομήδειας, δηλαδή στην ασιατική πλευρά των Στενών των Δαρδανελλίων.
Στη διάσκεψη της Βουλώνης, οι Σύμμαχοι ετοίμασαν στις 20 Ιουνίου του 1920 το τελικό κείμενο της Συνθήκης. Εκεί, ο Βενιζέλος αναλαμβάνει να πείσει τους Συμμάχους, να του επιτρέψουν την εξουδετέρωση του στρατού του Κεμάλ. «Είπα εις τους δύο μεγάλους μας Συμμάχους: « Έχετε προ υμών ένα Τούρκον αρχηγόν, τον Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος σας εκύρηξε τον πόλεμον, φαίνεται δε ελάχιστα διατεθειμένος να συζητήση μεθ’ υμών περί της ειρήνης. Αφήσατέ με να χρησιμοποιήσω τας χιλιάδας ανδρών, τους οποίους κρατώ αδρανούντας εν Σμύρνη. Αναλαμβάνω εγώ να καταστήσω τον Μουσταφά Κεμάλ ολιγώτερον φιλοπόλεμον.»[16]. Ο Βενιζέλος θα πάρει την έγκριση.
Οι τελικές αποφάσεις για τους όρους της Συνθήκης όσον αφορά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πάρθηκαν στη διάσκεψη του Σπα στις 24 Ιουνίου 1920. Οι Τούρκοι αντιπρόσωποι αρνήθηκαν να υπογράψουν τους όρους αυτούς. Οι Σύμμαχοι τους έδωσαν προθεσμία 10 ημερών, δηλαδή μέχρι την παραμονή της τελετής της επίσημης υπογραφής της Συνθήκης αλλιώς, αν η Συνθήκη δεν υπογραφή υπό τους εκτεθέντας όρους, αι Σύμμαχοι Δυνάμεις θα λάβωσι τα μέτρα εκείνα, άτινα θέλουσι φανή εις αυτούς αρμόζοντα αναλόγως των περιστάσεων[17]
Την Τρίτη 28 Ιουλίου 1920 τα πάντα ήταν έτοιμα στο Μέγαρο της Δημαρχείας των Σεβρών και όλοι περίμεναν την άφιξη των Τούρκων διπλωματών. Λίγες ώρες προτού υπογραφεί η Συνθήκη οι Τούρκοι αντιπρόσωποι ανήγγειλαν ότι μόλις έμαθαν ότι ο Μεγάλος Βεζύρης της Τουρκίας δολοφονήθηκε και ως εκ τούτου, με το κράτος ακέφαλο, δεν μπορούσαν να αναλάβουν αυτοί την ευθύνη της υπογραφής. Ωστόσο, οι Σύμμαχες Δυνάμεις τους ξεκαθάρισαν ότι δεν θα δεχτούν καμία πρόφαση και καμία αναβολή. Η τουρκική αντιπροσωπεία κατέφτασε τελικά στο Δημαρχείο και υπέγραψε πρώτη.[18]
Η ελληνική αντιπροσωπεία υπό τους Ελευθέριο Βενιζέλο, Πρωθυπουργό, Νικόλαο Πολίτη Υπουργό Εξωτερικών και Άθωνα Ρωμανό (πρέσβυ της Ελλάδας στο Παρίσι) συνοδευόμενη από πλήθος πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Λάμπρος Κορομηλάς (πρέσβυς τότε της Ελλάδας στη Ρώμη), και ο Συμεών Συμεώνογλου, (Έλληνας βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο) έφτασαν στο Δημαρχείο, επευφημούμενοι από πλήθος Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί.
Σύμφωνα με την εφημερίδα "Εμπρός" ο Βενιζέλος υπέγραψε τις συνθήκες με τις τρεις διαφορετικές πένες: η πρώτη της κύριας συνθήκης ήταν επίχρυση δώρο της «Ελληνικής Λέσχης Κωνσταντινουπόλεως», η δεύτερη δώρο του κρητικού συλλόγου Πειραιώς, «Ομόνοια», η τρίτη δώρο των μαθητριών του «Ζαππείου Κωνσταντινουπόλεως» και η τέταρτη (της ελληνοιταλικής συνθήκης) δώρο του Γεωργίου Ζερβού.
Αμέσως μετά τις υπογραφές ο Άθως Ρωμανός τηλεγράφησε στην Αθήνα:
Έκ Παρισίων
- 28 Ιουλίου
- 6 μ.μ.
- Τρίς επεῖγον
- Άπόλυτος προτεραιότης
- ΤΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗΝ ΥΠΕΓΡΑΦΗΣΑΝ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ, Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΠΕΡΙ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΠΕΡΙ ΜΕΙΟΝΟΨΗΦΙΩΝ.
ΡΩΜΑΝΟΣ [19]
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αντανακλούν το κλίμα ευφορίας που κατέκτησε την Ελλάδα μετά την υπογραφή της συνθήκης:
ΖΗΤΩ Η ΑΛΗΘΩΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ ΕΝΔΟΞΟΣ ΕΛΛΑΣ!
ΤΡΟΜΕΡΑΙ ΣΥΜΦΟΡΑΙ ΑΝΑΜΕΝΟΥΝ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑΝ, ΕΑΝ ΔΕΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ (Μακεδονία, πρωτοσέλιδο 30ης Ιουλίου)
Η ΕΙΡΗΝΗ ΥΠΕΓΡΑΦΗ ΠΡΟΧΘΕΣ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗΝ 6 Μ.Μ.
Ο κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΩΜΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ - ΟΛΑΙ ΑΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ
Η ΕΛΛΑΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΕΙ ΑΠ΄ ΑΚΡΟΥ ΕΙΣ ΑΚΡΟΝ (Εμπρός)
ΖΗΤΩ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ
ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣΗ
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΛΑΟΥ ΥΠΟ ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΨΑΛΛΟΥΝ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ (Ακρόπολις)
Η Συνθήκη των Σεβρών θα αποδειχτεί με τραγικό για την ελληνική πλευρά τρόπο (Μικρασιατική Καταστροφή) ότι ήταν κενό γράμμα.
Οι εκλογές του 1920, θα δείξουν στον Βενιζέλο ότι ο λαός - πιο ρεαλιστής από τον ίδιο - δεν ήθελε το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να δημιουργηθεί η «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται...σήμερα πια την παράτησε τη Μεγάλη Ιδέα...» [20]. Ο Βενιζέλος θα αποχωρήσει και από την πολιτική και από τη χώρα, μετά τη συντριβή του κόμματός του αλλά και του ίδιου προσωπικά στις εκλογές (δεν εκλέχτηκε καν βουλευτής), και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος θα επανέλθει στον Θρόνο. Η αλλαγή της πολιτικής των Συμμάχων μας λόγω της επιστροφής του Βασιλιά αλλά κυρίως η ανάδειξη και ενίσχυση του τουρκικού εθνικισμού και η ενδυνάμωση του στρατού του Κεμάλ, οδήγησαν στην αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας και στην οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας.
Η νέα διευθέτηση των ελληνοτουρκικών συνόρων θα γινόταν στη Συνθήκη της Λωζάνης - και αυτή τη φορά η Ελλάδα θα ήταν από την πλευρά των χαμένων.[21]
1: Οι Προέχουσες Δυνάμεις ήταν: Βρετανική Αυτοκρατορία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία. Σύμμαχες Δυνάμεις:Αρμενία, Βέλγιο, Ελλάδα, Χετζάζ, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σερβο - Κροατικο - Σλοβενικό κράτος και Τσεχοσλοβακία.
2: Η συνθήκη όριζε τα εξής: η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδιδε την κυριαρχία της Μεσοποταμίας (Ιράκ), της Παλαιστίνης και της Υπεριορδανίας στην Βρετανία μέσω της Βρετανικής «Εντολής», τη Συρία και τον Λίβανο στη Γαλλία, μέσω της Γαλλικής «Εντολής», και δεχόταν την υπαγωγή της Ανατολίας στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας. Η Χετζάζ (μέρος της σημερινής Σαουδικής Αραβίας), το Κουρδιστάν και η Αρμενία θα γίνονταν ανεξάρτητα κράτη.
3: Το Βασίλειο της Βουλγαρίας παραδόθηκε πρώτο στις 29 Σεπτεμβρίου του 1918 με την Ανακωχή της Θεσσαλονίκης.<Ακολούθησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις 31 Οκτωβρίου με την Ανακωχή του Μούδρου, η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία στις 3 Νοεμβρίου με την Ανακωχή της Βίλλα Τζούστι και τέλος και η ίδια η Γερμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους την ανακωχή της Κομπιέν.
4: Επίσης, ελληνικού ενδιαφέροντος.
5: Εκτός από την κύρια συνθήκη, την ίδια ημέρα υπογράφηκε και η «Ελληνοβουλγαρική Σύμβαση Περί Αμοιβαίας και Εθελούσιας Μετανάστευσης», σύμφωνα με την οποία πραγματοποιήθηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών των δύο χωρών.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.