Μούδρος Λήμνου
οικισμός της Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
οικισμός της Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μούδρος είναι παραλιακό χωριό στον ομώνυμο ανατολικό όρμο της Λήμνου. Διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (πρόγραμμα Καλλικράτης).
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μούδρος | |
---|---|
Χάρτης | |
Διοίκηση | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Βορείου Αιγαίου |
Περιφερειακή Ενότητα | Λήμνου |
Δήμος | Λήμνου |
Δημοτική Ενότητα | Μούδρου |
Γεωγραφία | |
Νομός | Λέσβου |
Υψόμετρο | 10 μέτρα[1] |
Έκταση | 19,095 km²[1] |
Πληθυσμός | |
Μόνιμος | 873 |
Έτος απογραφής | 2021 |
Σχετικά πολυμέσα | |
Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδας ήταν έδρα του ομώνυμου Δήμου. Παλαιότερα ανήκε στον νομό Λέσβου.
Στην περιοχή του Μούδρου η κατοίκηση ξεκινά από τα προϊστορικά χρόνια, με επίκεντρο την πόλη που είχε κτιστεί στο νησάκι Κουκονήσι. Οι ανασκαφές, τις οποίες έχει ξεκινήσει εκεί από τον Οκτώβριο του 1992 ο Λημνιός αρχαιολόγος Χρήστος Μπουλώτης, αποκαλύπτουν ένα σπουδαίο προϊστορικό κέντρο, ισοδύναμο της Πολιόχνης και σύγχρονο με κάποιες φάσεις της.
Το Κουκονήσι ή "Νησάκι", όπως το αποκαλούν συνήθως οι Μουδρινοί, είναι μια μικρή ωοειδής νησίδα που βρίσκεται ΒΑ του Μούδρου με έκταση 140 στρέμματα περίπου και υψόμετρο 10 μέτρα. Από την απέναντι ακτή το χωρίζει μια αβαθής θαλάσσια στενωπός πλάτους 400 μέτρων περίπου, η οποία συχνά αποξηραίνεται δημιουργώντας μια μικρή λασπώδη χερσόνησο. Για την απρόσκοπτη οδική πρόσβαση των αγροτών έχει κατασκευαστεί από παλιά ένας υπερυψωμένος λιθόστρωτος δρόμος με δυο γεφύρια, ώστε να μην εμποδίζεται η κίνηση του θαλάσσιου νερού.
Από παλιά στο εσωτερικό του νησιού ανευρίσκονταν όστρακα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Το 1986-87 μαθητές του Γυμνασίου Μούδρου είχαν συλλέξει πλήθος τέτοιων οστράκων, τα οποία παραδώσανε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λήμνου. Επίσης, στην χαμηλή κορυφή του νησιού που αποκαλείται Κούκονος το άροτρο των αγροτών ξέθαβε συχνά πέτρες από τα θαμμένα χαλάσματα.
Από τις ως τώρα ανασκαφές προκύπτει ότι στο Κουκονήσι αναπτύχθηκε ένας ακμαίος οικισμός με μακραίωνη, συνεχή κατοίκηση από την Πρώιμη ως την Ύστερη Χαλκοκρατία. Σ’ αυτό έχει εντοπιστεί και μυκηναϊκή παρουσία, κάτι που αποδεικνύει την εγκατάσταση ελληνικών φύλων στη Λήμνο.
Η ονομασία Μούδρον (το) ή Μούδρος (ο) είναι άγνωστης προέλευσης. Πιθανότερη θεωρείται η εκδοχή πως προέκυψε από κάποιο "μύδρο", γρανιτένιο βράχο από στερεοποιημένη λάβα που υπήρχε κοντά στην ακτή και σ’ αυτόν έδεναν οι ναυτικοί τα πλοία τους.
Αναφέρεται για πρώτη φορά το 14ο αιώνα: το 1355 σε έγγραφο της μονής Μεγ. Λαύρας και το 1362 και 1380 σε δυο χρυσόβουλα του Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου "περί του εν Λήμνω Μούδρου".
Σύμφωνα με ένα πιο παλιό έγγραφο, το 1304 η μονή Μ. Λαύρας διατηρούσε πάροικους στο "χωρίον του Νερά", θέση που εντοπίζεται κοντά στο Μούδρο. Όπως φαίνεται, η γύρω περιοχή ανήκε αρχικά σε κάποιον γαιοκτήμονα, ο οποίος λεγόταν Νεράς κι απ’ αυτόν ονομάστηκε "του Νερά", για να καταλήξει σήμερα στο παραλλαγμένο Νερά ή Χλια Νερά, τοπωνύμιο το οποίο ακούγεται στη ρεματιά που βρίσκεται βορειοανατολικά του λόφου Παλιόκαστρο, όπου υπάρχουν πηγές.
Το 1362 ο μέγας στρατοπεδάρχης Γεώργιος Αστράς, "Δούκας και Κεφαλή της Λήμνου", δώρισε στη μονή Βατοπεδίου έναν πύργο που είχε κτίσει στο Μούδρο και έκταση δύο χιλιάδες μόδια (1800 στρέμματα) για τη δημιουργία μετοχίου. Τη δωρεά επικύρωσε με χρυσόβουλο ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε', στο οποίο σημειώνεται:
Επεί ο περιπόθητος συμπέθερος της βασιλείας μου μέγας στρατοπεδάρχης κυρ Γεώργιος ο Αστράς ανέφερεν ότι έκτισε πύργον εξ οικείων κόπων και αναλωμάτων περί την νήσον Λήμνον εν τη τοπο-θεσία του Μούδρου, όντινα δη πύργον μετά και γης μοδίων δισχιλίων πλησίον τούτου διακειμένης αποκατέστησα εις Μετόχιον προσκυρώσας και δους αυτό τη εις το Άγιον Όρος του Άθω Μονή του Βατοπεδίου... εγένετο και ο παρών Χρυσόβουλλος λόγος της βασιλείας μου... την δ΄ του παρόντος μηνός... του ςωο΄ έτους [6870 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή 1362 μ.Χ.]. Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων ο Παλαιολόγος.
Την τριετία 1376-79 ο Ιωάννης Ε΄ ανατρέπεται και εξορίζεται από το γιο του Ανδρόνικο Δ΄. Μόλις ανακτά το θρόνο, το 1380, η μονή ζητά να επιβεβαιωθεί η ιδιοκτησία της με νέο χρυσόβουλο. Εν τω μεταξύ το μετόχι έχει εξελιχθεί σε χωριό από μετοίκους που μεταφέρθηκαν από άλλα μετόχια της. Στο νέο χρυσόβουλο σημειώνεται:
Επεί οι μοναχοί της κατά το Άγιον Όρος του Άθω διακειμένης Μονής... του Βατοπεδίου... παρε-κάλεσαν ίνα... κατέχωσιν εις το εξής... το εις την νήσον Λήμνον χωρίον το Μούδρον καλούμενον, όπερ έχουσιν και μέχρι του νυν μετά πάσης της νομής και περιοχής αυτού και των εκείσε προσκαθημένων έτι τε και του ενεργηθέντος εκείσε παρ’ αυτών πύργου, αλλά δη και μετά των άλλων των εσύστερον μετωκισθησομένων εκείσε παρ’ αυτών από των Μετοχίων αυτών... Δυνάμει του παρόντος Χρυσοβούλλου λόγου της βασιλείας μου καθέξουσιν και νεμηθήσονται οι ειρημένοι Μοναχοί της δηλωθείσης σεβασμ. Μονής του Βατοπεδίου το δηλωθέν χωρίον, το Μούδρον, μετά πάσης της νομής και περιοχής και των δικαίων αυτού... Επεί τούτου ένεκεν εγένετο αυτοίς και ο παρών Χρυσόβουλλος Λόγος της βασιλείας μου... κατά μήνα Μάιον... του ςωπη έτους [6888 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή 1380 μ.Χ.]. Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων ο Παλαιολόγος.
Με το όνομα Le Mudro το χωριό με τον πύργο απεικονίζεται σε χάρτη του Buondelmonti, που ήρθε στο νησί μεταξύ 1410-20. Το 1464 πρωτοαναφέρεται η ύπαρξη του κάστρου του Μούδρου, από τον Κριτόβουλο τον Ίμβριο και τον Magno, αλλά λογικά πρέπει να υπήρχε από την εποχή της πρώτης ενετοκρατίας (1207-1277). Ο πρώτος Ενετός διοικητής της Λήμνου Filocalo Navigajioso (1207-1214) οχύρωσε εκτεταμένα το νησί και λογικά πρέπει να οχύρωσε και το Μούδρο. Το 1275 οι διοικητές του Μούδρου Ιωάννης Φόσκαρης και Φιλόκαλος Γραδενίγος έδρευαν εδώ.
Ίσως το 1277 με την ανακατάληψη του νησιού από τους βυζαντινούς το κάστρο να έπαθε ζημιές και γι’ αυτό, το 1361-62 ο Γεώργιος Αστράς έκτισε πύργο. Ίσως πάλι ο πύργος του Αστρά να βρισκόταν μεμονωμένος σε άλλο κοντινό σημείο. Πάντως, όταν οι Ενετοί κατέλαβαν τη Λήμνο, το 1464, βρήκαν κάστρο χτισμένο στο Μούδρο και το αναφέρουν ως ένα από τα τρία σπουδαιότερα του νησιού. Τα άλλα δύο ήταν ο Κότσινος και το Παλαιόκαστρο (Μύρινα). Αναφέρεται:
"...sono tre buoni castelli chiamandi Cochino, Mudron et Paleo Castron."
Το 1470 η Λήμνος δέχθηκε την επίθεση 300 ιστιοφόρων του τουρκικού στόλου του Μαχμούτ πασά και 70.000 ανδρών. Οι Λημνιοί και οι Ενετοί τους απέκρουσαν αλλά το νησί έπαθε μεγάλες καταστροφές. Προφανώς, ζημιές έπαθε και το μουδρινό οχυρό. Το 1477 οι Ενετοί το επισκεύασαν μαζί με τις υπόλοιπες οχυρώσεις της Λήμνου και δυο χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1479, έπειτα από συμφωνία, παρέδωσαν τη Λήμνο στους Οθωμανούς.
Στο κάστρο του Μούδρου εγκαταστάθηκε τουρκική φρουρά κι εξακολουθούσε να θεωρείται από τα σημαντικότερα του νησιού τους επόμενους δύο αιώνες. Αυτό το τονίζουν οι περισσότεροι περιηγητές, όπως ο Bordone (1534, Mudro), ο Porcacchi (1577, Μandro), ο Rosaccio (1580, El Mudro) κ.ά. Το 16ο αιώνα οι Τούρκοι έκαναν εκτεταμένες επισκευές στις οχυρώσεις του νησιού και λογικά πρέπει να επισκεύασαν και το κάστρο του Μούδρου.
Το 1656 οι Ενετοί κατέλαβαν το νησί και στους λίγους μήνες που παρέμειναν κατέστρεψαν όλες τις οχυρώσεις του. Το 1680 ο περιηγητής Randolph βρήκε το κάστρο του Μούδρου, όπως και τα υπόλοιπα του νησιού, ερειπωμένο κι έρημο. Αντιθέτως, ο Piacenza (1680-85) το αναφέρει ως ένα από τα έξι επίσημα οχυρά της Λήμνου, αλλά δεν θεωρείται αξιόπιστος, διότι μάλλον δεν επισκέφτηκε το νησί και καταγράφει πληροφορίες άλλων. Ενδεχομένως, έγιναν κάποιες επισκευές, διότι το 1739 ο Pococke σημειώνει ότι υπάρχει μια πόλη στα ανατολικά, το Mandru, με ένα κάστρο. Όμως, έχει πλέον παρακμάσει.
Αυτό ήταν το τέλος του μουδρινού οχυρού, τα ερείπια του οποίου εντοπίζονται σήμερα στην επίπεδη κορυφή του λόφου Παλιόκαστρο μεταξύ Μούδρου και Ρουσσοπουλίου. Είχε σχήμα ελλειπτικό με διαστάσεις 100 x 50 μέτρα περίπου. Αν και ο λόφος έχει ύψος μόλις 130 μέτρα, αφ’ ενός προσφέρεται για οχύρωση, αφού η δυτική και η νότια πλευρά του είναι πολύ απότομες, αφ’ ετέρου αποτελεί σημαντικό παρατηρητήριο κι έχει οπτική επαφή: στα δυτικά ως το Ζεματά, στα βόρεια ως τον κόλπο του Μπουρνιά και στα βορειοανατολικά ως την παραλία του Κέρους και τ’ ακρωτήριο Πετσιά. Επίσης, διακρίνονται η Ίμβρος και η Σαμοθράκη. Συνεπώς, οι βιγλάτορες μπορούσαν άνετα να επικοινωνήσουν με οπτικά σινιάλα (καθρέπτες ή φωτιά) με άλλες βίγλες, που σίγουρα θα υπήρχαν στον Κοντιά, στον Κότσινο κ.α.
Ο Piri Reis στον τουρκικό ναυτικό οδηγό του 1521 σημειώνει, ότι ο κόλπος Mondoros είναι καλό λιμάνι, κατάλληλο για αγκυροβόλιο πολλών μεταγωγικών πλοίων. Στα 1690-95 ο Βιντσέντζο Κορονέλλι αναφέρει το Μούδρο ως ένα από τα τέσσερα κύρια λιμάνια της Λήμνου μαζί με τον Κοντιά, το Πλατύ και τον Κότσινο. Το 1770 ο Ορλόφ επέλεξε τον κόλπο και τις ακτές του Μούδρου για να στρατοπεδεύσει, επιλογή που είχε τραγικές συνέπειες για το νησί. Την ίδια περίπου εποχή Ψαριανοί πειρατές:
Ποιήσαντες δε αποβάσεις... εκυρίευσαν εξ εφόδου και ηχμαλώτισαν... εις δε την νήσον Λήμνον το Μούντρος και τα πλησιέστερα μέρη αυτού.
Τον Οκτώβριο του 1785 ο Villoison ταξίδευε σε ένα από τρία γαλλικά πλοία που αγκυροβόλησαν στο λιμάνι του Μούδρου, το οποίο χαρακτηρίζει «θαυμάσιο». Γενικά, μετά τα ορλοφικά η φήμη του λιμανιού του Μούδρου μεγαλώνει. Οι Γάλλοι το αποκαλούσαν λιμάνι του Αγίου Αντωνίου, άγνωστο γιατί. Ο Villoison αποβιβάστηκε και δείπνησε στο χωριό, για το οποίο γράφει ότι είχε περίπου 60 άθλια καλύβια, όπως αποκαλεί τα χαμηλά πέτρινα σπίτια του, δυο ανεμόμυλους, δυο πύργους, δύο ναούς κι έναν ιερέα.
Εκατό χρόνια αργότερα, στην απογραφή του 1874, το χωριό είχε 211 οικίες, 4.403 επιτηδεύματα, 185 οικογένειες και δύο ιερείς -τους Αθανάσιο και Απόστολο- απόδειξη της ανάπτυξης που είχε γνωρίσει στο μεταξύ. Το χωριό ήταν χτισμένο μακριά από τη θάλασσα. Στο λιμάνι υπήρχαν μόνο δυο-τρεις αποθήκες εμπόρων, τις οποίες βρήκε ολοκαίνουργιες ο Γερμανός Conze το 1858.
Το 1854 η ετήσια εισφορά του χωριού προς το μητροπολίτη καθορίστηκε σε 1540 αβγά, 80 τυριά και 100 λίρες. Το 1865 κατασκευάστηκε η πέτρινη βρύση: "Δια συνδρομής του χωρίου Μούδρου". Το 1889 έχει 1.200 κατοίκους και θεωρείται ο σημαντικότερος μετά τη Μύρινα οικισμός του νησιού. Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας ο Μούδρος ήταν Δήμος με εξαρτώμενα τα γύρω χωριά και είχε ταχυδρομικό γραφείο.
Από το 1852 τουλάχιστον λειτουργεί σχολείο, το οποίο το 1873 είχε 40 μαθητές και 10 μαθήτριες, ως το 1897 ήταν τετρατάξιο, έπειτα έγινε πεντατάξιο και το 1909 εξατάξια αστική σχολή με 180 μαθητές περίπου. Το 1903-04 διευθυντής διετέλεσε ο Γεώργιος Καλδής, ο μετέπειτα βουλευτής Λέσβου. Εκεί γνώρισε τη σύζυγό του, Μαριάνθη Γ. Ματσικά. Όπως είναι γνωστό, η κόρη τους Ελευθερία έγινε σύζυγος του Ηλία Ηλιού.
Το 1912 ο Μούδρος έγινε πανελληνίως γνωστός, όταν ο ναύαρχος Κουντουριώτης τον κατέστησε ορμητήριο του στόλου κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο γνώρισε μεγάλη κίνηση, αφού υπήρξε έδρα της αγγλικής στρατιωτικής διοίκησης. Στα γύρω υψώματα προς το Κουκονήσι και προς το Φαναράκι στρατοπέδευσαν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες. Στο λιμάνι κατασκευάστηκαν αποβάθρες -γαλλική, αυστραλιανή κλπ- και μετατράπηκε σε ναύσταθμο για να εξυπηρετήσει το συμμαχικό στόλο που ναυλοχούσε στον κόλπο.
Επίσης, η νότια παραλία, ο λεγόμενος μέχρι σήμερα "Αερολιμένας", διαμορφώθηκε σε χώρο προσγείωσης υδροπλάνων. Εκατοντάδες νεκροί στρατιώτες της εκστρατείας της Καλλίπολης, κυρίως Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, θάφτηκαν στο βρετανικό νεκροταφείο, το οποίο διατηρείται ως σήμερα. Το 1918 το χωριό απέκτησε παγκόσμια φήμη, όταν υπογράφτηκε η Συνθήκη του Μούδρου μεταξύ της Τουρκίας και των συμμάχων.
Στα χρόνια του μεσοπολέμου το χωριό γνώρισε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης με επίκεντρο το λιμάνι του, από το οποίο εξάγονταν το 85% της παραγωγής λημνιακών προϊόντων. Μάλιστα, την περίοδο 1920-28 ο Λιμήν Μούδρου αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστός οικισμός.
Το 1937 εξήχθησαν 370 τόνων οσπρίων, 203 τόνοι σιτηρών, 85 τόνοι σουσάμι, 38 τόνοι βάμβακος, 25 χιλιάδες αυγά, 137 μεγάλα ζώα και 1.549 μικρά. Παράλληλα, γίνονταν σημαντικές εισαγωγές αλεύρων, λιπασμάτων και ειδών γενικού εμπορίου (967 τόνοι εισήχθησαν το 1937).
Στο λιμάνι έπιαναν επιβατικά πλοία, θαλαμηγοί εύπορων περιηγητών οδηγημένων από την παγκόσμια φήμη που είχε αποκτήσει κατά τον πόλεμο και διάφορα πολεμικά για ανεφοδιασμό. Υπήρχε καθημερινή συγκοινωνία με την πρωτεύουσα με το λεωφορείο του Τάρου, ενώ στον Αερολιμένα στάθμευαν τα υδροπλάνα της ιταλικής εταιρίας Aeroespresso στη διαδρομή τους προς Κωνσταντινούπολη τουλάχιστον από το 1926.
Στο χωριό λειτουργούσαν εργοστάσια αλιπάστων, εκκοκκιστήρια βάμβακος και επεξεργασίας φάβας. Ήταν έδρα αστυνομικού και λιμενικού σταθμού, τελωνείου, τηλεγραφείου, ταχυδρομείου και συμβολαιογραφείου. Εντούτοις, το 1918 υποβιβάστηκε σε κοινότητα από την ελληνική διοίκηση, κάτι που αποτελούσε μόνιμο παράπονο των Μουδρινών για δεκαετίες.
Μετά το 1922 στο Μούδρο εγκαταστάθηκαν 462 πρόσφυγες. Δημιουργήθηκε μια νέα συνοικία, ο Συνοικισμός, με συνέπεια την αύξηση του πληθυσμού σε 1.795 άτομα το 1928 και σε 2.500 περίπου το 1938. Η εικόνα απεικονίζεται και στο μαθητικό δυναμικό, αφού οι 140 μαθητές του 1920 έγιναν 290 το 1924 και ως το 1940 ήταν σταθερά πάνω από 300. Για τη στέγασή τους χτίστηκε νέο μεγαλοπρεπές διδακτήριο το 1928-31, το οποίο σήμερα στεγάζει το Τεχνικό Λύκειο. Μακροχρόνια υπηρεσία στο σχολείο πρόσφεραν ο Θεμιστοκλής Ευαγγέλου-Βασιλειάδης (1896-1932) και ο Εμμανουήλ Καρκαλέμης (1932-55).
Το 1937 ιδρύθηκε φαρμακείο από τον Παναγιώτη Ραφτόπουλο, που λειτούργησε ως το 1956 καθώς και Γεωργικός Πιστωτικός Συνεταιρισμός. Υπήρχε κοινωνική ζωή και λειτουργούσαν ο "Φιλοπρόοδος Σύλλογος Ευαγγελισμός", ο "Σύλλογος Προσφύγων η Αλληλοβοήθεια", η "Ένωσις Εφέδρων Μούδρου", που διοργάνωναν χοροεσπερίδες κι άλλες εκδηλώσεις.
Το 1926 ιδρύθηκε το ποδοσφαιρικό σωματείο "Ήφαιστος", από τα πρώτα της Λήμνου, το οποίο διαμόρφωσε ως χώρο αγώνων το γήπεδο κοντά στο λιμάνι και έδινε αγώνες με τα πληρώματα των ξένων πλοίων. Αργότερα αναφέρεται ο "Έφηβος", ποδοσφαιριστές του οποίου το 1930 ίδρυσαν το Γυμναστικό Σύλλογο «Άρης» που υπάρχει μέχρι σήμερα.
Μεταπολεμικά, για ένα διάστημα ο Μούδρος έγινε τόπος εξορίας των αριστερών. Στην "Καντάτα για τη Μακρόνησο" ο Γιάννης Ρίτσος αναφέρεται στο "σκύλο μας τον Ντικ, της ομάδας του Μούδρου, που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι, γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους".
Ο μόνιμος πληθυσμός του χωριού σταδιακά μειώθηκε λόγω της μετανάστευσης. Από το 1981 μέχρι σήμερα έχει σταθεροποιηθεί στα 1000 άτομα περίπου αλλά το καλοκαίρι σχεδόν τριπλασιάζονται. Τις τελευταίες δυο δεκαετίες παρατηρείται μια ανάκαμψη. Ιδρύθηκαν: γυμνάσιο, γενικό και επαγγελματικό λύκειο, πολυϊατρείο, κτηνιατρείο, υπάρχουν φαρμακεία, τραπεζικά καταστήματα, εμπορικά όλων των ειδών, ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια και λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος με αξιόλογη δράση που κορυφώνεται με τις θερινές εκδηλώσεις "Κουντουριώτεια".
Από το 1998 το χωριό είναι έδρα του ομώνυμου Δήμου με πρώτο δήμαρχο τον Κώστα Αδαμίδη. Επίσης, στην Αθήνα λειτουργεί ο "Εκπολιτιστικός Σύλλογος των απανταχού Μουδρινών" που εκδίδει την εφημερίδα Η Φωνή του Μούδρου από το 1983, η οποία το 2000 μετονομάστηκε σε Φωνή των Μουδρινών. Γενικά, το χωριό παρουσιάζει αξιόλογη εμπορική, τουριστική και πολιτιστική κίνηση.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.