Remove ads
Γάλλος μονάρχης, στρατιωτικός και πολιτικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης (γαλλικά: Napoléon Bonaparte, 15 Αυγούστου 1769 — 5 Μαΐου 1821) από τον Οίκο Βοναπάρτη ήταν Γάλλος στρατηγός κορσικανικής καταγωγής και αυτοκράτορας της Γαλλίας (ως Ναπολέων Α΄), ο οποίος αποκλήθηκε Μέγας. Έγινε Πρώτος Ύπατος της Γαλλίας (1798-1804), Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας (1802-1805), Αυτοκράτορας των Γάλλων (1804-1814), βασιλιάς της Ιταλίας (1805-1814) και Προστάτης της Συνομοσπονδίας του Ρήνου (1806-1813). Θεωρείται στρατηγική και κυβερνητική μεγαλοφυΐα, ιδρυτής βασιλικής δυναστείας, καταλύτης αλλά και θεμελιωτής ευρωπαϊκών βασιλείων και χωρών, στα οποία και άφησε βαθιά χαραγμένη τη σφραγίδα της προσωπικότητάς του.[25]
Μοναρχικές προσφωνήσεις του Ναπολέοντα Α΄ της Γαλλίας | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Μεγαλειότατος |
Προφορική προσφώνηση | Μεγαλειότατε |
Εναλλακτική προσφώνηση | Δ/Δ |
Γεννήθηκε στην πόλη Αιάκειο (Αζαξιό) της Κορσικής, μόλις ένα χρόνο μετά τη κατάκτηση του νησιού από τους Γάλλους. Ο πατέρας του, Κάρλο Μαρία Μπουοναπάρτε, καταγόταν από την Τοσκάνη και ανήκε στα χαμηλότερα στρώματα της αριστοκρατίας. Η μητέρα του Λετίτσια Ραμολίνο, καταγόταν επίσης από οικογένεια ευγενών. Ο πατέρας της ήταν διοικητής της φρουράς του Αιάκειου και αργότερα Γενικός Επιτηρητής Οδών και Γεφυρών στην Κορσική.
Ήταν ο δευτερότοκος γιος από συνολικά 8 επιζήσαντα τέκνα. Είχε τέσσερεις αδελφούς (Ιωσήφ, Λουκιανός, Λουδοβίκος, Ιερώνυμος) και τρεις αδελφές (Ελίζα, Παυλίνα, Καρολίνα). Το 1779 και σε ηλικία 10 χρονών, πήγε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γαλλία, στο θρησκευτικό κολλέγιο Ωτύν. Ο Ναπολέων είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα μαθηματικά και αυτό τον οδήγησε να γίνει αξιωματικός του πυροβολικού, ενώ ο αδελφός του συνέχισε για να γίνει ιερέας.[26] Συνέχισε τις σπουδές του στο Στρατιωτικό Κολέγιο του Μπριέν και το 1789 πήγε στην Ανωτάτη Ακαδημία Πολέμου στο Παρίσι σε ηλικία μόλις 20 ετών, λίγο πριν την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης. Αρχικά η στάση του απέναντί της ήταν σχετικά αδιάφορη. Όντας πάντως μικρός και όχι Γάλλος αριστοκράτης, δεν είχε ελπίδες να εξελιχθεί ιεραρχικά και να διακριθεί, εκτός και αν -λόγω των ρευστών περιστάσεων- περίμενε και αξιοποιούσε τις κατάλληλες ευκαιρίες.[27]
Ο Ναπολέων επισκέφτηκε πολλές φορές την Κορσική τα επόμενα χρόνια (1790-1792). Επιχείρησε να επιτύχει την ανεξαρτησία του νησιού από τη Γαλλία. Όταν η προσπάθειά του απέτυχε, κινδύνευσε να χάσει τη θέση του στον Γαλλικό Στρατό, αλλά η συμμετοχή κάποιων από τους αδελφούς του και άλλων συγγενών του στην πολιτική ζωή στο Παρίσι, του εξασφάλισε ατιμωρησία. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην Επανάσταση και συμμετείχε σε μία μικρή δύναμη, που ανέλαβε να αποκαταστήσει την τάξη στην Κορσική, όταν η τοπική ηγεσία καταδίκασε την Επανάσταση. Στον εμφύλιο που ακολούθησε, οι δημοκρατικές δυνάμεις απέτυχαν και ο ίδιος τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Έτσι δεν βρέθηκε σε κανένα μέτωπο, όταν το 1792 ξεκίνησε ο εξωτερικός Πόλεμος του Α΄ Συνασπισμού εναντίον της Γαλλίας. Ταυτόχρονα, συγγενείς και οπαδοί του, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί τους. Η τελευταία φορά που ο ίδιος θα πάει ξανά εκεί, θα είναι το 1799 κατά την επιστροφή του από την εκστρατεία της Αιγύπτου, όταν θα καταφέρει αυτή τη φορά αναίμακτα να συντρίψει τους μοναρχικούς.
Το 1793 οι γνωριμίες του, τού εξασφάλισαν την προαγωγή στον βαθμό του λοχαγού και την τοποθέτηση στο επιτελείο των δυνάμεων που πολιορκούσαν τον λιμένα της Τουλόν. Η πόλη είχε καταληφθεί από τους Βρετανούς, που υποστηρίχθηκαν από την ισχυρότερη μερίδα των μοναρχικών. Σύντομα από εύνοια της τύχης βρέθηκε διοικητής του πυροβολικού και προήχθη προσωρινά δύο βαθμούς. Αφού τελικά υιοθετήθηκε το σχέδιό του για την κατάληψη κρίσιμων εχθρικών θέσεων, η πόλη έπεσε. Προήχθη σε ταξίαρχος και για μεγάλο διάστημα το όνομά του ακούγονταν παντού. Γρήγορα όμως ξεχάστηκε. Κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας, διέπρεψε ως ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Ροβεσπιέρου, προπηλακίζοντας αντιπάλους του τελευταίου. Δεν εξασφάλισε όμως θέση σε κάποιο από τα πέντε μέτωπα, ενώ αρνήθηκε να πολεμήσει τους βασιλόφρονες αντεπαναστάτες στον Πόλεμο της Βανδέας. Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, βρέθηκε στη φυλακή, αλλά οι προστάτες του τον γλίτωσαν. Διορίστηκε μάλιστα στο πυροβολικό της μικρής φρουράς του Παρισιού.[28]
Αναδείχθηκε σε πραγματικό εθνικό ήρωα όταν το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου 1795 απέκρουσε τον βασιλικό όχλο (μοναρχική εξέγερση της 13ης Βαντεμιαίρ έτους Δ΄) ο οποίος επιτέθηκε στο κτίριο της Εθνοσυνέλευσης. Ήταν ο πρώτος που έπληξε όχλο πολιτών με κανόνια για να τους διαλύσει.[28] Στα μάτια όμως πολλών, είχε σώσει την οργανωμένη Επανάσταση και την Πρώτη Δημοκρατία από την αναρχία. Προήχθη σε στρατηγό και διορίστηκε αρχιστράτηγος Εσωτερικού. Από αυτή τη θέση, προώθησε τη επιχειρησιακή υποστήριξη των μετώπων, ενώ κατέστρωσε αποτελεσματικά σχέδια για το αντάρτικο της Βανδέας, τα οποία εκτέλεσαν άλλοι.[29]
Τον Μάρτιο του 1796 νυμφεύτηκε την Ιωσηφίνα Τασέρ ντε Λα Παζρί, χήρα ντε Μπωαρναί, αριστοκράτισσα με ισχυρές πολιτικές γνωριμίες και υιοθέτησε τα παιδιά της. Τότε διορίστηκε διοικητής των γαλλικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ιταλίας. Εκεί έχτισε τον θρύλο του με την πρώτη του αστραπιαία εκστρατεία. Οδήγησε 38.000 απελπισμένους Γάλλους σε ένα δευτερεύον ως τότε θέατρο επιχειρήσεων και κατανίκησε τους Αυστριακούς και τους Πεδεμόντιους (Ιταλούς) συμμάχους τους. Τον καθυστέρησε μόνο η πολιορκία της Μόντενα ως την άνοιξη του 1797, όπου όλες οι προσπάθειες των Αυστριακών να την απεγκλωβίσουν κατέληξαν -με τις αντιδράσεις του- σε αποτυχία, ενώ οι Αψβούργοι στερήθηκαν δυνάμεις για το μέτωπο του Ρήνου. Έτσι, άλλοι στρατηγοί διευκολύνθηκαν στο να εισβάλουν στη διασπασμένη Γερμανία. Ο ίδιος εισέβαλε πρώτος στην αυστριακή επικράτεια, απειλώντας την ίδια τη Βιέννη. Οι Αψβούργοι συνθηκολόγησαν, μια -εύθραυστη- ειρήνη υπογράφτηκε και μόνο η Γαλλία[εκκρεμεί παραπομπή] και η ακίνδυνη Σουηδία συνέχισαν να πολεμούν τη Δημοκρατία. Ως τότε, η Ισπανία είχε αλλάξει στρατόπεδο, μετατρεπόμενη σε γαλλικό υποχείριο, το αυστριακό Βέλγιο και η αριστοκρατική Ολλανδική Δημοκρατία είχαν κατακτηθεί. Ο Ναπολέων «ξήλωσε» τα κρατίδια της βόρειας Ιταλίας, αφαιρώντας δυνάμεις ακόμη και από το Παπικό κράτος. Πεδεμόντιο και Τοσκάνη αργότερα προσαρτήθηκαν, ενώ Γένοβα, Μιλάνο και Πάρμα μετατράπηκαν σε δημοκρατίες. Η Βενετία και η Δαλματία δόθηκαν στην εχθρική Αυστρία, ενώ ένα γαλλικό προτεκτοράτο ιδρύθηκε στα Επτάνησα. Η φήμη του 27χρονου στρατηγού κατέκλυσε την Ευρώπη.[30]
Ο ίδιος, συγκεντρώνοντας λάφυρα, σχημάτισε μια σεβαστή περιουσία και ενίσχυσε την προβολή του. Ήλεγξε εφημερίδες και μίσθωσε θιασάρχες επιθεωρήσεων, που προώθησαν την εικόνα του υπερ-ήρωα. Η τότε κυβέρνηση, το Διευθυντήριο, τού ανέθεσε μία αδύνατη αποστολή, ώστε να εξοντώσει την ανερχόμενη πολιτική του ισχύ. Η απόβαση 35.000 στρατιωτών στην αυτόνομη Αίγυπτο το θέρος του 1798, παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες, ήταν ουσιαστικά μία αποτυχία. Όταν η βρετανική μοίρα του ναυάρχου Νέλσον έκαψε τον γαλλικό στόλο της Μεσογείου στη Ναυμαχία του Νείλου, οι κατακτητές Γάλλοι βρέθηκαν πολιορκημένοι. Ο Ναπολέων, όπως έκανε και στην Ιταλία, απαντούσε στις εξεγέρσεις των ντόπιων με μετρημένη και ενίοτε αιματηρή καταστολή. Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο, εισέβαλε στη Συρία για να ξεσηκώσει τους υπόδουλους Άραβες και Κόπτες. Το όλο εγχείρημα, που είχε ξεκινήσει με στόχο τις Βρετανικές Ινδίες, είχε αλλάξει τελείως σκοπό τον Ιανουάριο του 1799. Ταυτόχρονα, ο Β΄ Συνασπισμός εναντίον της Γαλλίας της επιτέθηκε, αρχίζοντας νέα σύρραξη στην Ευρώπη. Παραδόξως, η κρίση του νέου πολέμου πιθανόν εξασφάλισε στον Ναπολέοντα την ατιμωρησία, για την ουσιαστική αποτυχία της μεσανατολικής εκστρατείας. Στη Συρία επίσης απέτυχε. Η γενική εξέγερση δεν συνέβη. Συνεπικουρούμενοι από τον βρετανικό στόλο, οι Τούρκοι, παρά τις συνεχείς ήττες τους σε μάχες ανοικτών πεδίων, συγκράτησαν τους Γάλλους στο παλιό φρούριο του Άγιου Ιωάννη της Άκρας. Ο Βοναπάρτης έλυσε την επιχείρηση και επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου απέκρουσε στον κόλπο του Αμπουκίρ την απόβαση μίας τουρκικής στρατιάς (Ναυμαχία του Νείλου). Αλλά αντιλήφθηκε ότι τα πάντα είχαν χαθεί. Εγκατέλειψε τον στρατό του, αφού διέθετε πολλούς οπαδούς στη Γαλλία, που ήλπιζαν να τους απαλλάξει από τους εχθρικούς στρατούς και το ημι-ανίκανο Διευθυντήριο, και διαφεύγοντας πάλι από τον βρετανικό στόλο επέστρεψε στην Ευρώπη.[31]
Ανεξάρτητα από την επιδείνωση της στρατιωτικής κατάστασης, ο Ναπολέων επέστρεψε και γιατί του ζητήθηκε από το Διευθυντήριο, που πλέον ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλές και πίστευε ότι ο νεαρός στρατηγός θα βελτίωνε τη δημόσια εικόνα του. Ο αββάς Εμμανυέλ Ζοζέφ Σιεγές παρουσίασε στον Ναπολέοντα ένα συνωμοτικό σχέδιο, με σκοπό την ανατροπή του συντάγματος· εμπνευστής αυτού ήταν ουσιαστικά ο Λουκιανός Βοναπάρτης, ο οποίος στο παρασκήνιο είχε αρχίσει την πορεία της οικογενείας του προς την εξουσία. Ο Ναπολέων συμφώνησε και έτσι εξέπληξε πολλούς μη επιδιώκοντας κάποια θέση στα μέτωπα. Έτσι αποκοίμισε και τους άλλους μεγάλους στρατηγούς, που έπαψαν να τον βλέπουν ως ανταγωνιστή και δεν ενίσχυσαν τους πολιτικούς του αντιπάλους. Εκφράζοντάς τους και ο ίδιος θαυμασμό, πέτυχε να μετατρέψει κάποιους από του ισότιμους συναδέλφους του σε θερμούς υποστηρικτές του. Στις 9 Νοεμβρίου 1799 (18 Μπρυμαίρ σύμφωνα με το επαναστατικό ημερολόγιο) μονάδες στρατού ανέλαβαν δράση και διέλυσαν τα νομοθετικά συμβούλια, που αντιδρούσαν στην πρόταση νέου Συντάγματος από τον Λουκιανό Βοναπάρτη και ο Ναπολέων, ο Σιεγές και ο Ροζέ Ντυκό αναδείχθηκαν προσωρινοί Ύπατοι και ανέλαβαν τη διακυβέρνηση του κράτους. Ο Βοναπάρτης είχε ως σχετικό πρότυπό του τις τελευταίες δεκαετίες της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, την εποχή των Στρατηγών. Εντούτοις λίγο έλειψε να μαχαιρωθεί ο ίδιος ο Ναπολέων από βουλευτές και έφτασε μάλιστα στο σημείο να διακινδυνεύσει και τη σύλληψη, εάν δεν επενέβαινε με περισσό θράσος και αποφασιστικότητα ο συνταγματάρχης ιππικού Ζοακίμ Μυρά, που από τότε θα αναδειχτεί σε πολύ σημαντικό του συνεργάτη και στρατηγό στις μελλοντικές του εκστρατείες.[32]
Παρότι ο Σιεγιές πίστευε ότι θα επισκίαζε χωρίς δυσκολίες τον άπειρο σε πολιτικά ζητήματα Βοναπάρτη και είχε μεθοδεύσει τις εξελίξεις με τον καραδοκούντα Πωλ Μπαρράς, ο Ιωσήφ Βοναπάρτης είχε εξαπατήσει τον Σιεγές, που δεν γνώριζε το πλήρες σχέδιο των αδελφών Βοναπάρτη, με αποτέλεσμα ο Ναπολέων να ανακηρυχτεί Πρώτος Ύπατος της Γαλλικής Δημοκρατίας (με τη βοήθεια του Ταλλεϋράνδου), ενώ οι Σιεγές και Μπαρράς αποτραβήχτηκαν οριστικά από το πολιτικό προσκήνιο. Σε αυτό το σημείο τελειώνει η Γαλλική Επανάσταση και αρχίζει πλέον η Ναπολεόντεια Περίοδος της Γαλλίας (Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία 1804-1814). Το τέλος αυτό της επανάστασης ανακοίνωσε μάλιστα ο ίδιος ο Ναπολέων Βοναπάρτης στον γαλλικό λαό. Το δικτατορικό Σύνταγμα, πρώτο που δεν περιλάμβανε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, υπερψηφίστηκε παραδόξως από εκατομμύρια Γάλλων. Αυτό, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, έδειχνε την ανάγκη της Γαλλίας -που αντιμετώπιζε εξωτερικές κρίσεις, αλλά είχε απελευθερώσει με την Επανάσταση και νέες δυνάμεις- να κυβερνηθεί στιβαρά. Εκτός αυτού, όσοι αντιτίθεντο στο νέο Σύνταγμα απλά δεν εμφανίστηκαν να ψηφίσουν, είτε από φόβο, είτε από πίστη στη μερική αναγκαιότητα της δικτατορίας, καθώς και από την υπόθεση ότι ο Ναπολέων θα έπεφτε γρήγορα, όταν δεν θα ήταν πια απαραίτητος.
Έτσι ο τελευταίος έπρεπε να επιβληθεί με νέους θριάμβους. Τους πρώτους μήνες φρόντισε μόνο για την επιμελητειακή ενίσχυση των άλλων στρατηγών. Τελικά στα μέσα του 1800 εισέβαλε από άλλο δρόμο στην Ιταλία, ριψοκινδυνεύοντας μέσα από την Ελβετία και τα στενά περάσματα των Άλπεων. Έτσι βρέθηκε στα νώτα των Αυστριακών, οι οποίοι είχαν επιστρέψει δυναμικά στην περιοχή. Οι τελευταίοι αντιστάθηκαν αποφασιστικά, αλλά ηττήθηκαν γρήγορα. Η χειραγωγούμενη από τον νεαρό Ύπατο προπαγάνδα, διόγκωσε ενώπιον της κοινής γνώμης τη νέα του επιτυχία, αλλά ο ίδιος γύρισε στο Παρίσι για να προχωρήσει στην εδραίωση του καθεστώτος του και στον εκσυγχρονισμό του κράτους. Άφησε άλλους στρατιωτικούς, που σύντομα θα υποχρεωνόταν σε τιμητική αποστράτευση, να ολοκληρώσουν τον πόλεμο. Στο μεταξύ στην πολιτική, τα νομοθετικά όργανα διατηρήθηκαν, αλλά ήταν πλέον εξασθενημένα. Ως το τέλος του έτους οι Αυστριακοί, χωρίς χερσαίους συμμάχους, είχαν ηττηθεί στη Γερμανία. Με επιδέξια διπλωματία ο Ναπολέων επέτυχε με τη συνθήκη του 1801 να αποφύγει τη μεγάλη δυσαρέσκεια των εχθρών του, αποσπώντας μόνο τη Ρηνανία, που δεν ανήκε στα άμεσα αυστριακά εδάφη. Είχε όμως λόγο πλέον στα ζητήματα του γερμανικού χώρου. Για παράδειγμα, πριν ο ίδιος γίνει μονάρχης, βοήθησε τη Βαυαρία να αναβαθμιστεί σε βασίλειο, κερδίζοντας έναν σύμμαχο. Ειρήνευσε επίσης με τη Ρωσία του τσάρου Παύλου, της οποίας το μικρό γενναίο εκστρατευτικό σώμα ηττήθηκε τελικά στην Ελβετία, που επίσης περιήλθε στον γαλλικό έλεγχο. Ειδική ειρήνη και συμμαχία συνάφθηκε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το γαλλικό σώμα στρατού στην Ανατολή μπόρεσε έτσι να επιστρέψει (μέσω μιας αιχμαλωσίας στους Βρετανούς) στη Γαλλία, ενώ η Αίγυπτος των Μαμελούκων ξανάγινε αυτόνομη. Η για λίγο κατεχόμενη από τους Γάλλους Μάλτα έγινε πλέον τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μόνη, η τελευταία, και με οικονομικές από τον πόλεμο ζημιές χρειάστηκε ένα διάλειμμα. Έτσι υπογράφτηκε η εύθραυστη συνθήκη της Αμιένης, που διακρίνει την περίοδο των Πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης (1792-1802) από αυτήν των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815).[33]
Την ίδια ώρα, ο από τη μοναρχική ακόμη εποχή υπουργός Εξωτερικών, Ταλλεϋράνδος, πρότεινε στον Ναπολέοντα τη μελλοντική του αναρρίχηση στον θρόνο, για να πάψει η Γαλλία να βρίσκεται στον στόχο των υπολοίπων βασιλείων της Ευρώπης. Αυτές φοβόταν πλέον για την επανάληψη του επαναστατικού φαινομένου και στις δικές τους χώρες, ειδικά από μια γειτονική δύναμη που εξακολουθούσε να μην έχει βασιλέα. Ο Λουκιανός και ο Ταλλεϋράνδος είχαν από κοινού μελετήσει τα σχετικά σχέδια και τελικά ο Ναπολέων πείστηκε ήδη από τότε να αναλάβει τον ρόλο του Αυτοκράτορα της Γαλλίας, παρόλο που οι αρχικές του φιλοδοξίες ήταν μάλλον (αν ήταν αληθινές) πολύ ταπεινότερες: τον ενδιέφερε μόνο μία θέση καθηγητή Μαθηματικών στο πανεπιστήμιο, όπως είχε εξομολογηθεί στον Ταλλεϋράνδο. Ενδιάμεσα ο Βοναπάρτης είχε ήδη ενισχύσει ξανά τη θέση του. Το 1801 απομάκρυνε τους άλλους δύο -έτσι και αλλιώς σκιώδεις- Υπάτους και με τη μεγαλύτερη άνεση αναγορεύτηκε Ισόβιος Ύπατος. Ένα νέο, αυταρχικότερο Σύνταγμα ψηφίστηκε επίσης από τους ζωηρότερους και πιο γοητευμένους οπαδούς του.
Από διοικητική άποψη, κατάφερε -στην αρχή τουλάχιστον της κυβερνητικής του σταδιοδρομίας- να επανιδρύσει ουσιαστικά το γαλλικό κράτος. Ενίσχυσε περαιτέρω την εικόνα του, επεκτείνοντας τα έργα δημόσιας ωφελείας σε πόλεις και επαρχίες, ενώ έκανε την κρατική μηχανή να λειτουργεί αποτελεσματικότερα. Η πολιτεία πρόνοιας και δικαίου που προσδοκούσε η Επανάσταση απέκτησε μία πρώτη υπόσταση. Η μεταμόρφωση του Γάλλου από υπήκοο σε πολίτη ανταποκρίθηκε περισσότερο στην πραγματικότητα. Και αυτό σε συνθήκες, που ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες είχαν καταλυθεί. Η ενίσχυση αυτής της ιδέας δεν υπονομεύτηκε ούτε την περίοδο της Αυτοκρατορίας. Το αστικό έθνος-κράτος είχε πλέον γεννηθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Ο 33χρονος Ύπατος φρόντισε μάλιστα να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της Γαλλίας με την Καθολική Εκκλησία με το Κονκορδάτο του 1801. Ο Πάπας αναγνώρισε το νέο επισκοπικό σύστημα στη Γαλλία, αφού η τελευταία δεν θα μετέτρεπε τελικά σε κρατική την εθνική Εκκλησία κατά τα αγγλικά πρότυπα. Από την άλλη, το αντι-κληρικαλιστικό πνεύμα του Διαφωτισμού και της Επανάστασης «κατεστάλη» στο εσωτερικό της Γαλλίας για να μην προκαλεί πλέον τη Ρώμη, της οποίας τη διεθνική προστασία αναλάμβανε τώρα ο Ναπολέων, αντικαθιστώντας τους Αψβούργους.[27]
Το 1803 κιόλας η Αγγλία είχε ανακτήσει δυνάμεις (εξάλλου δεν υπέστη ποτέ σοβαρές ήττες) καταγγέλλοντας τις συνθήκες του 1801-02. Ζητούσε επίσης από τη Γαλλία την αυτοδιάθεση της Ολλανδίας (όπου είχε ιδρυθεί από την Επανάσταση η ελεγχόμενη Βαταβική Δημοκρατία), του Βελγίου, της Ιταλίας και άλλων κατακτημένων περιοχών. Μέχρι την υλοποίηση αυτών των απαιτήσεων από το Παρίσι, οι Βρετανοί αρνούνταν να επιστρέψουν τις κατακτηθείσες γαλλικές αποικίες σε Καραϊβική, Μαλαισία, Ινδίες, Κεϋλάνη και σε διάφορες αφρικανικές ακτές, όπως είχαν υποσχεθεί το 1802. Χωρίς ξεκάθαρο σχέδιο, ο Βοναπάρτης κήρυξε τον πόλεμο στο Λονδίνο (η Ισπανία τον ακολούθησε απρόθυμα). Ναυτικές επιδρομές ξεκίνησαν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, όμως ο αντιπερισπασμός εις βάρος του πανίσχυρου βρετανικού στόλου φαινόταν αδύνατος. Εκείνη τη χρονιά πάντως φάνηκε πάλι πως ο Ναπολέων -κρίνοντας βέβαια και τις νέες αναγκαιότητες- διαμόρφωνε την όψη του τότε κόσμου, πουλώντας τη μεγάλη Γαλλική Λουϊζιάνα στις νεόκοπες ΗΠΑ. Αυτό επέτρεψε την ισχυροποίηση τους καθώς το 1/3 των μελλοντικών Πολιτειών ιδρύθηκε σε εκείνη την περιοχή. Η ναυτική σύνδεση της Γαλλίας με την περιοχή και η άντληση πόρων από εκεί ήταν πια πολύ προβληματική και ουσιαστικά η διατήρησή της αποτελούσε βαρύ φορτίο. Ήδη εξάλλου με τις δικές τις δυνάμεις η επαναστατημένη γαλλοκρατούμενη Αϊτή κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί. Η αποστολή ανεπαρκούς εκστρατευτικού σώματος στο νησί απέτυχε παταγωδώς και ο Ναπολέων απέφυγε σωστά να θυσιάσει άσκοπα άλλους πόρους για αυτό. Δυστυχώς για αυτόν, εκείνη η απόφαση ήταν μια από τις τελευταίες περιπτώσεις που αναγνώρισε ορθολογικά το απραγματοποίητο ενός επικίνδυνου εγχειρήματος.
Το 1804 μετά από τρία χρόνια ως Ισόβιος Ύπατος και ενώ συνεχιζόταν ο αδιέξοδος και αναποτελεσματικός πόλεμος με την Αγγλία, ανακηρύχθηκε «Αυτοκράτορας των Γάλλων». Στέφθηκε στην Παναγία των Παρισίων στις 2 Δεκεμβρίου 1804. Εκεί έλαβε όρκο διατήρησης των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης και έστεψε αυτοκράτειρα την Ιωσηφίνα ντε Μπωαρναί. Μιμούμενος καρλομάγνεια πρότυπα, πέτυχε η στέψη του να γίνει σεβαστή από όλον τον μη αγγλοσαξονικό κόσμο με το να χριστεί στο αξίωμα από τον ίδιο τον Πάπα Πίο Ζ΄. Ταυτόχρονα υπερέβη τα πρότυπα αυτά, με το να μην πάει στη Ρώμη για την τελετή, αλλά προσκαλώντας τον Πίο στο Παρίσι. Εξωφρενικότατα επίσης τοποθέτησε ο ίδιος το στέμμα στο κεφάλι του για να συμβολίσει πώς ό,τι επιθυμούσε το κέρδιζε προσωπικά με το σπαθί. Για μια ακόμα φορά και αυτή η εξέλιξη επικυρώθηκε από λαϊκό δημοψήφισμα, αμφιλεγόμενης όμως διεξαγωγής, ενώ και πάλι τα νομοθετικά σώματα διατηρήθηκαν με τον ρόλο τους να έχει εκπέσει πλέον σε καθαρά συμβουλευτικό.
Από την πρώτη Ιταλική Εκστρατεία, ο Ναπολέων έθεσε τον εαυτό του προστάτη της Ιταλίας, απαλείφοντας την αυστριακή επιρροή. Είχε δημιουργήσει την Ιταλική Δημοκρατία το 1802 και αργότερα, το 1805, δημιούργησε το Βασίλειο της Ιταλίας, το πρώτο ναπολεόντειο κράτος εκτός των γαλλικών συνόρων. Στις 26 Μαΐου του 1805 στο Μιλάνο, την πρωτεύουσα του νέου κράτους, στέφθηκε Βασιλιάς της Ιταλίας.
Τον Αύγουστο του 1805, υπό την πίεση και την οικονομική ενίσχυση της Βρετανίας, σχηματίστηκε ο Γ΄ Συνασπισμός από τους Αψβούργους, τη Ρωσία του Αλέξανδρου Α΄, τη Σουηδία και το βρετανικό Αννόβερο. Με αφορμή την επέμβαση του Παρισιού στα εσωτερικά της Αυτοκρατορίας, οι Αυστριακοί εισέβαλαν στην κυρίως Γερμανία. Η Βαυαρία, αναβαθμισθείσα σε βασίλειο χάρη στον Ναπολέοντα, τάχθηκε με το μέρος του.
Ο Ναπολέων πορεύτηκε προς τη γερμανική πόλη του Ουλμ, όπου έμελλε να συναντήσει και να καταστρέψει τον στρατό του Μακ (85.000 στρατιώτες) προτού ενωθεί με τις δυνάμεις του Κουτούζοφ. Έτσι, παραβιάζοντας την ουδετερότητα της Πρωσίας ο στρατάρχης Ζαν Μπερναντότ προχώρησε προς το Ουλμ και σε σύντομο χρονικό διάστημα βρέθηκε στα νώτα των έκπληκτων Αυστριακών. Ο στρατηγός Μακ ύστερα από τρεις ημέρες απελπισμένης αντίστασης αναγκάστηκε να παραδώσει τους εναπομείναντες 27.000 στρατιώτες του στις 20 Οκτωβρίου του 1805. Το μικρό Σώμα Στρατού (22.000 στρατιώτες) του αρχιδούκα Ιωάννη που βρισκόταν λίγο πιο μακριά από τον Μακ, όταν πληροφορήθηκε για την καταστροφή των δυνάμεων του τελευταίου, υποχώρησε και ύστερα ενώθηκε με τον Κουτούζοφ. Ο Ναπολέων όμως δεν κάμφθηκε και εκμεταλλευόμενος την επιτυχία του στο Ουλμ μπήκε στη Βιέννη στις 15 Νοεμβρίου του 1805, την οποία πρωτύτερα είχε εγκαταλείψει ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β΄ που ανέλαβε τη διοίκηση του Σώματος του αρχιδούκα Καρόλου. Ο Κουτούζοφ, ως αρχηγός του ρωσικού επιτελείου, αποφάσισε να αποφύγει ανοικτή σύγκρουση με τον Γάλλο αυτοκράτορα, καθώς οι γραμμές επικοινωνιών και ανεφοδιασμού του είχαν επιμηκυνθεί αρκετά και χρειαζόταν ισχυρές φρουρές για να διατηρηθούν, ενώ η Πρωσία είχε ήδη κηρύξει επιστράτευση με αποτέλεσμα τα περισσότερα σώματα της Μεγάλης Στρατιάς να την επιτηρούν, κάτι που θα ανάγκαζε τον Βοναπάρτη να υποχωρήσει. Έτσι, ο ρωσοαυστριακός στρατός υποχώρησε στην αυστριακή πόλη Ουλμούντζ, απωθώντας τη σφοδρή καταδίωξη του στρατάρχη Μυρά.[34]
Τελικά ο Ναπολέων με μια σειρά τεχνασμάτων παρέσυρε τους εχθρούς του στο πεδίο της μάχης, εκμηδενίζοντάς τους στη μάχη του Άουστερλιτς της ανατολικής Τσεχίας, στις 2 Δεκεμβρίου του 1805. Ήταν «η μάχη των τριών αυτοκρατόρων». Μια συνθήκη υπογράφτηκε σε λίγες μέρες. Η Γαλλία υποχρέωνε σε εξευτελιστικούς όρους τους ηττημένους, αν και η Ρωσία ουσιαστικά δεν έχανε κάτι. Ο Φραγκίσκος Β΄ παραιτήθηκε του τίτλου του αυτοκράτορα των Γερμανών και έλαβε αυτόν του αυτοκράτορα των Αυστριακών, ως Φραγκίσκος Α΄. Ήταν το τυπικό τέλος της από καιρό νεκρής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Γερμανών. Η Αυστρία έχανε επίσης το δικό της τμήμα του Τυρόλου υπέρ της Βαυαρίας και την περιοχή της Βενετίας υπέρ της Ιταλίας.
Νωρίτερα όμως, τις ίδιες μέρες με την παράδοση του Ουλμ, ο βρετανικός στόλος υπό τον Νέλσον συνέτριψε, στη μεγαλύτερη ναυμαχία της εποχής εκείνης, τον ενωμένο γαλλο-ισπανικό στόλο, που νωρίτερα είχε προσπαθήσει να εισβάλει στη Μεσόγειο, στα ανοιχτά του Τραφάλγκαρ της Ισπανίας. Ο θριαμβευτής Νέλσον σκοτώθηκε. Οι συνέπειες αυτής της σύγκρουσης για τη γαλλική αυτοκρατορία φάνηκαν πολύ αργότερα.[35]
Στις αρχές του 1806, ο Ναπολέων άρχισε να οργανώνει κατά το δικό του τρόπο τον γερμανικό χώρο. Ίδρυσε την Ομοσπονδία του Ρήνου, το μεγαλύτερο δορυφορικό του κράτος, που περιελάμβανε αρχικά τη Βαυαρία, τη Βυρτεμβέργη και τη Βάδη, ενώ αργότερα προσχώρησαν και όλα τα άλλα γερμανικά κρατίδια. Τότε η Πρωσία, μετανιώνοντας που δεν είχε συμμετάσχει στον προηγούμενο πόλεμο, κατήγγειλε τη γαλλική κατοχή γερμανικών χωρών και σχημάτισε με τη Βρετανία, το Αννόβερο, τη Σουηδία, την ταπεινωμένη Ρωσία και τη Σαξονία (στην οποία μετέφερε τον στρατό της) τον Δ΄ Συνασπισμό. Τον ίδιο καιρό ξέσπασε υπό την προτροπή του Παρισιού, με στόχο τον περισπασμό των Ρώσων, νέος ρωσο-τουρκικός πόλεμος, στον οποίο αναμείχθηκε με τον στόλο της και η Βρετανία. Νωρίτερα εκείνο τον χρόνο γαλλικές δυνάμεις στην Ιταλία διέλυσαν τον μικρό ιταλικό στρατό των Βουρβόνων του Βασιλείου των Δύο Σικελιών και έθεσαν στον έλεγχο τους και το νότιο τμήμα της χώρας. Το νέο βασίλειο, της Νεάπολης ανέλαβε ο αδερφός του Αυτοκράτορα, Ιωσήφ.[36]
Στις αρχές του φθινοπώρου, ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ της Πρωσίας συμμάχησε με τη Μεγάλη Βρετανία, τη Σουηδία και τη Ρωσία, σχηματίζοντας τον Δ΄ Συνασπισμού εναντίον της Γαλλίας. Ο Ναπολέων εισέβαλε στην Πρωσία με 160.000 στρατιώτες και στις 14 Οκτωβρίου του 1806 κατέστρεψε τις πρωσικές στρατιές στη διπλή μάχη της Ιένας-Άουερστετ με αποτέλεσμα λίγες ημέρες αργότερα να μπει θριαμβευτής στο Βερολίνο, ενώ ύστερα από σφοδρή καταδίωξη οι Γάλλοι στρατάρχες Λαν, Μυρά, Νε και Μπερναντότ αιχμαλώτισαν τα εναπομείναντα σώματα του πρωσικού στρατού, καθήλωσαν τις μεραρχίες του Μπλύχερ που είχε ενισχυθεί από τους Σουηδούς στη μάχη του Λύμπεκ, ενώ ο στρατάρχης Νε έδωσε το τελικό χτύπημα με την κατάληψη του οχυρού του Μαγδεμβούργου.
Στο Βερολίνο, ο Αυτοκράτορας έθεσε σε ισχύ το περίφημο Διάταγμα του Βερολίνου, το οποίο απέβλεπε σε οικονομική κατάρρευση της Αγγλίας εφαρμόζοντας εμπάργκο στα βρετανικά προϊόντα από την ηπειρωτική Ευρώπη. Ο σκοπός αυτής του της ενέργειας ήταν να αναγκάσει τους Βρετανούς να δεχθούν λήξη των εχθροπραξιών, αφού το γαλλικό ναυτικό είχε αποτύχει να τους αναγκάσει. Τελικά αυτό το σχέδιο θα αποδεικνυόταν και ανεφάρμοστο και ανεδαφικό. Η γαλλο-ευρωπαϊκή αυτοκρατορία χρειάζονταν τα καλύτερα βιομηχανικά αγγλικά εμπορεύματα και όντας σε κατάσταση συνεχούς πολέμου θα κατέρρεε πριν τους επίσης εξαντλημένους Βρετανούς. Ο χερσαίος πόλεμος θα επιτεινόταν γιατί κάθε χώρα που δεν ήθελε να διακόψει το εμπόριο με το Λονδίνο και τις τεράστιες αποικίες του έπρεπε να εξαναγκαστεί, ταυτόχρονα όμως οι ανάγκες αυξάνονταν και η οικονομία λύγιζε. Ένας είδος διηπειρωτικού πληθωρισμού διογκώθηκε, απειλώντας την κοινωνική γαλήνη και ξεσηκώνοντας τελικά τους λαούς. Επρόκειτο δηλαδή για έναν φαύλο κύκλο που ο Ναπολέων έπρεπε να είχε αντιληφθεί.
Με τη συντριβή της Πρωσίας, ο Ναπολέων πληροφορήθηκε ότι ρωσικά στρατεύματα υπό την ηγεσία του εξηνταοκτάχρονου Μίχαελ Καμένσκυ βρισκόταν στην Πολωνία. Ο τελευταίος όμως, αρνούμενος να ρισκάρει μια εμπλοκή με τον Βοναπάρτη, υποχώρησε βορειοανατολικά, αφήνοντας τους Γάλλους να εισχωρήσουν στη Βαρσοβία, όπου αποθεώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό που τους θεωρούσε απελευθερωτές. Οι Γάλλοι συνέχισαν την καταδίωξη διαμέσου του Βιστούλα και έδωσαν σκληρές μάχες με τους Ρώσους στο Κράζνοβο στις 23 Δεκεμβρίου και τρεις ημέρες αργότερα στη μάχη του Πουλτούσκ, όπου παρά τη σκληρή αντίσταση, οι Γάλλοι ανάγκασαν για άλλη μια φορά τους Ρώσους σε υποχώρηση. Ωστόσο, λόγω της επιδείνωσης του καιρού, ο Ναπολέων εγκατέστησε τα χειμερινά καταλύματα στην Πολωνία για να ξεκουράσει τη στρατιά του, η οποία παρά τη νικηφόρα εκστρατεία είχε εξαντληθεί. Ξαφνικά, στις 7 Ιανουαρίου του 1807, ο νέος διοικητής των ρωσικών στρατευμάτων Λέβιν Άουγκουστ φον Μπένιγκσεν αποφάσισε να αιφνιδιάσει τη γαλλική αριστερή πτέρυγα, μετακινώντας τον στρατό του από το Νόβγκοροντ στην Ανατολική Πρωσία, δίνοντας και το πρώτο χτύπημα στο ΣΤ΄ Σώμα του στρατάρχη Νε, ο οποίος προέλασε βορειότερα από τις συντεταγμένες που του είχαν ανατεθεί από τον αυτοκράτορα για τη χειμερινή του κατασκήνωση, αναζητώντας μια καλύτερη βάση ανεφοδιασμού για τρόφιμα. Ο Νε, καταλαβαίνοντας την κατάσταση, υποχώρησε αφήνοντας το Α΄ Σώμα υπό τον Μπερναντότ απομωνομένο στα χέρια του Μπένιγκσεν. Ωστόσο ο Ναπολέων, για να γυρίσει την κατάσταση στα χέρια του, έστειλε διαταγή στον Μπερναντότ να υποχωρήσει πριν από τον Μπένιγκσεν, έτσι ώστε ο ίδιος να συγκεντρώσει ταχύτατα τα κυρίως στρατεύματα στην αριστερή πτέρυγα του ρωσικού στρατού και να του κόψει τη γραμμή επικοινωνιών και υποχώρησης. Ωστόσο οι Κοζάκοι έπιασαν έναν αγγελιοφόρο που μετέφερε το αντίγραφο των διαταγών του Ναπολέοντα και ο Μπένιγκσεν διέταξε υποχώρηση στα βόρεια για να αποφύγει την παγίδα. Ο Βοναπάρτης ξεκίνησε μια πεισματική καταδίωξη του ρωσικού στρατεύματος το οποίο συνέχισε να υποχωρεί βορειότερα, ώσπου ο Μπένιγκσεν αποφάσισε να σταθεί και να πολεμήσει στην περιοχή του Άιλαου όπου παρά την ήττα του, προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον στρατό του Ναπολέοντα με αποτέλεσμα ο πόλεμος να συνεχιστεί.
Στις 14 Ιουνίου 1807 τελικά νίκησε για δεύτερη φορά τους Ρώσους στη μάχη του Φρίντλαντ και στο Τίλσιτ συμφωνήθηκε εκεχειρία με τον τσάρο Αλέξανδρο στις 26 Ιουνίου. Ο Τσάρος αναγνώρισε την κυριαρχία του Ναπολέοντα στη δυτική Ευρώπη παραχωρώντας του τη ρωσική Πολωνία. Μαζί με εδάφη που αποσπάστηκαν από την Πρωσία, σχηματίστηκε το «μεγάλο δουκάτο της Βαρσοβίας», ένας ακόμα δορυφόρος του Παρισιού. Αν και δεν τους παραχωρήθηκε πραγματική αυτονομία, οι Πολωνοί ήταν ευγνώμονες και έγιναν οι πιο πιστοί σύμμαχοι-υποτελείς της Γαλλίας. Στο Ρουρ, επίσης, οι πλέον υποτελείς Πρώσοι παραχώρησαν εδάφη (τελικά έχασαν πάνω από το 40% της επικράτειας τους), τα οποία μαζί με το Αννόβερο, σχημάτισαν το βασίλειο της Βεστφαλίας, που δεν επιβίωσε του συνεδρίου της Βιέννης το 1815. Αυτός ο θρόνος δόθηκε στον μικρότερο αδελφό του Ναπολέοντα, τον Ιερώνυμο. Ο Βοναπάρτης βρισκόταν πλέον στο απόγειο της στρατιωτικής και πολιτικής ισχύος. Όμως οι γενικότερες μεταρρυθμίσεις του Ναπολέοντα υπήρξαν καθοριστικές για τη Γερμανία. Οι εκατοντάδες πόλεις-κράτη καταλύθηκαν και απορροφήθηκαν από μεγαλύτερα κρατίδια κάτι που δεν άλλαξε με την ειρήνη του 1815. Οι ως τότε ονομαστικοί ηγεμόνες έγιναν επιτέλους απόλυτοι κύριοι στις επικράτειες τους. Το γεγονός αυτό, η ισχυρότερη από το 1815 Πρωσία, καθώς και ο εθνικισμός που προκάλεσε η γαλλική κατοχή, διευκόλυναν την ενοποίηση της Γερμανίας λίγες δεκαετίες αργότερα. Λίγο καιρό μετά τελείωσε και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος με ουσιαστική ήττα του Σουλτάνου.[37]
Η Βρετανία όμως αρνούνταν να δεχθεί έστω και ισόπαλη ειρήνη. Βομβάρδισε μάλιστα για δεύτερη φορά την Κοπεγχάγη (η πρώτη ήταν το 1801) επειδή η Δανία συμμάχησε με το Παρίσι. Ο Βοναπάρτης σκέφτηκε να απειλήσει πάλι τις βρετανικές Ινδίες και πρότεινε στον τσάρο τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε να επέμβει από εκεί ξανά στη Μέση Ανατολή. Δεν συμφώνησαν όμως στη διανομή των εδαφών και έτσι ο Γάλλος αυτοκράτορας αποφάσισε να διαπεραιώσει δυνάμεις στη βόρειο Αφρική μέσω του αγγλικού Γιβραλτάρ. Έτσι θα μετέτρεπε έμμεσα τη Μεσόγειο σε γαλλική λίμνη ξεριζώνοντας τις αγγλικές βάσεις. Δεν εμπιστευόταν όμως πια την απρόθυμη και καθυστερημένη κοινωνικοοικονομικά σύμμαχο Ισπανία και προσπάθησε χωρίς πόλεμο αρχικά να την ελέγξει. Ήδη το 1807 γαλλο-ισπανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Πορτογαλία και αμέσως την κατέκτησαν. Ο βασιλιάς της κατέφυγε στην αποικιακή Βραζιλία. Ο Αυτοκράτορας θα διέπραττε τώρα ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του. Υποτίμησε τον περήφανο ισπανικό λαό και πίστεψε ότι θα υποτασσόταν εύκολα όπως αυτοί της κεντρικής Ευρώπης. Σιγά σιγά τα γαλλικά στρατεύματα στην ισπανική επικράτεια αυξήθηκαν. Το Παρίσι πίεζε την κυβέρνηση για περισσότερες μεταρρυθμίσεις και για ουσιαστικότερη εφαρμογή του αποκλεισμού αγγλικών προϊόντων. Αν και σε πόλεμο από το 1804 οι Ισπανοί έμποροι δεν είχαν σταματήσει τις δραστηριότητες με τους Βρετανούς. Λόγω της ανικανότητας του Καρόλου Δ΄, οι πολιτικοί της αυλής, οι εχθρικοί στην αστική Γαλλία ανώτεροι κληρικοί και αρκετοί αριστοκράτες διέθεταν αρκετή αυτονομία. Πίεσαν τον Κάρολο να μην υποκύψει όμως ο διάδοχος Φερδινάνδος που επιθυμούσε τον θρόνο, συγκέντρωσε ριζοσπάστες συνεργάτες κοντά του και αντιτάχθηκε. Η ενδο-δυναστική κρίση πέρασε γρήγορα και στην κοινωνία που έβλεπε ολοένα και πιο εχθρικά τη στρατιωτική παρουσία των Γάλλων. Ο Φερδινάνδος αρχικά χρηματοδοτήθηκε από τον Ναπολέοντα αλλά τελικά αρνήθηκε να επιτεθεί άμεσα στον πατέρα του. Στην ύπαιθρο οι πρώτοι αντάρτες άρχισαν να επιτίθενται και να σφάζουν Γάλλους στρατιώτες. Ο Βοναπάρτης κάλεσε τους Κάρολο και Φερδινάνδο στη Μπαγιόν αλλά αποτυγχάνοντας να τους συνετίσει, τους συνέλαβε. Ο Ιωσήφ Βοναπάρτης «μετατέθηκε» από τον θρόνο της Νάπολης (όπου «διορίστηκε» ο στρατάρχης Μυρά) σε αυτόν της Μαδρίτης. Αυτή ήταν η πλέον κατάφωρη παρέμβαση που η ισπανική κοινή γνώμη δεν μπορούσε να ανεχθεί. Στις 2 Μαΐου οι Μαδριλένοι εξεγέρθηκαν. Το κίνημα πνίγηκε στο αίμα, αλλά με ισπανικά στρατεύματα και αντάρτες να πλησιάζουν στην πόλη, ο Ιωσήφ την εγκατέλειψε. Οι διασκορπισμένες στη χώρα γαλλικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να αντισταθούν. Υπέστησαν ήττες και έχασαν βασικές θέσεις. Ως το φθινόπωρο ήλεγχαν μόνο τη βόρεια του Έβρου Ισπανία. Τον Αύγουστο επίσης βρετανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην Πορτογαλία, νίκησαν γρήγορα τον Ζυνό και ανάγκασαν τους άντρες του να παραδοθούν.
Ο Ναπολέων αποφάσισε να αντιδράσει. Τον Νοέμβριο 1808 διέσχισε τον Έβρο ποταμό με 100.000 βετεράνους, σε μια νέα αστραπιαία εκστρατεία. Σε λίγες βδομάδες είχε διαλύσει τον ελλιπώς οργανωμένο ισπανικό στρατό, καταλάβει σημαντικά φρούρια και αναγκάσει τελικά τη Μαδρίτη να παραδοθεί αμαχητί. Οι Βρετανοί επίσης που είχαν εισέλθει στην Ισπανία διώχθηκαν και δίνοντας σκληρές μάχες οπισθοφυλακής κατάφεραν να επιβιβαστούν και να διαφύγουν από την Κορούνια τον επόμενο Φεβρουάριο. Δεν ήταν όμως το τέλος, όπως πολλοί πίστεψαν, αλλά μόνο η αρχή αυτού που αποκλήθηκε το ισπανικό καρκίνωμα της Αυτοκρατορίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες θα συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν το αντάρτικο που τώρα φούντωνε εκεί, ως το 1813. Σημειώθηκαν απίστευτες φρικαλεότητες. Από τις πρώτες μέρες τα γαλλικά στρατεύματα επιδόθηκαν σε όργια λεηλασιών, καταστροφής και βιασμών. Τα αντίποινα για τη δράση των ανταρτών ήταν εξίσου απάνθρωπα με τα φριχτά βασανιστήρια στα οποία αρκετές ομάδες ανταρτών υπέβαλλαν αιχμάλωτους Γάλλους. Λαός και κληρικοί δόθηκαν με πάθος στην αντίσταση. Ένα παράδειγμα είναι η πολιορκία της Σαραγόσα που έληξε τον Φεβρουάριο του 1809 και όπου έπεσαν σχεδόν μέχρις ενός.
Ωστόσο δεν ήταν όλα τελείως αρνητικά όσον αφορά την ισπανική περιπέτεια. Οι Γάλλοι προχώρησαν και σε κάποιες θετικές μεταρρυθμίσεις δίνοντας μια πρώτη γεύση εκσυγχρονισμού στους πληθυσμούς της Ιβηρικής. Ένα πρώτο Σύνταγμα, αν και δεν εφαρμόστηκε ποτέ και η κατάργηση της Ιεράς Εξέτασης είναι δύο παραδείγματα. Επίσης η καταστροφή των παρηκμασμένων μητροπόλεων έδωσε την ευκαιρία στους λαούς της Αμερικής (Κεντρική και Λατινική) να εξεγερθούν ενάντια στους αποικιοκράτες. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα, η Ισπανία και η Πορτογαλία προσπάθησαν πιο αποφασιστικά να αντεπιτεθούν, η ζημιά όμως είχε ήδη γίνει. Αν και χρειάστηκαν πολλά δύσκολα χρόνια, ως τη δεκαετία του 1820 τα κράτη της Αμερικής, όπως τα ξέρουμε σήμερα, είχαν δημιουργηθεί.
Την άνοιξη ο Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι για να καταστείλει αναίμακτα ένα πραξικόπημα στο οποίο ενεπλάκησαν ο Ταλλεϋράνδος (που έχασε τη θέση του) διάφοροι σημαίνοντες, αλλά και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Τότε η Αυστρία επανήλθε δριμύτερη, εισβάλλοντας στη Βαυαρία και αλλού τον Απρίλιο. Ο Πέμπτος Συνασπισμός αποδείχτηκε τελικά πολύ χαλαρός. Η αποδυναμωμένη Πρωσία έδωσε έναν αμφίρροπο πόλεμο με το βασίλειο της Βεστφαλίας. Η Σουηδία δεν ήταν σε ουσιαστική θέση να βοηθήσει. Ο τσάρος Αλέξανδρος υποσχέθηκε να βοηθήσει, αλλά πριν επέμβει, άλλαξε στρατόπεδο, ακολουθώντας τις εξελίξεις. Οπότε οι Αυστριακοί έμειναν μόνοι.[38]
Παρ΄όλα αυτά, ο πόλεμος ξεκίνησε καλά για αυτούς, καθώς αφού εισέβαλαν στη Βαυαρία στις 9 Απριλίου του 1809, νίκησαν τους Βαυαρούς και κατέλαβαν τη στρατηγικής σημασίας γέφυρα του Λάντχσουτ. Ακόμη ο στρατάρχης Μπερτιέ, επικεφαλής της «Μεγάλης Στρατιάς της Γερμανίας» και επιτελάρχης του γαλλικού επιτελείου, παρερμήνευσε τις εντολές του Ναπολέοντα και διέταξε τον στρατάρχη Νταβού να στρατοπεδεύσει γύρω από την πόλη του Ρέγκενσμπουργκ (όπου βρισκόταν άλλη μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα της βόρειας όχθης Δούναβη), παρά την παρουσία ισχυρών αυστριακών δυνάμεων κοντά στην περιοχή, δίνοντας στον αρχιδούκα Κάρολο μια λαμπρή ευκαιρία να καταστρέψει το Γ΄ Σώμα του Νταβού. Ωστόσο την 17η Απριλίου, ο Ναπολέων κατέφθασε στο μέτωπο και ανέλαβε τη διοίκηση των σκορπισμένων γαλλικών και γερμανικών δυνάμεων. Πρώτα απ' όλα συγκέντρωσε τις δυνάμεις του γύρω από το Ίνγκολστατ, έστειλε εντολές στον Νταβού να απομακρυνθεί από το Ρέγκενσμπουρκ για να μην περικυκλωθεί από τους Αυστριακούς και έστειλε το Ζ΄ Σώμα υπό τον στρατάρχη Λεφέβρ για βοήθεια. Το βράδυ της 18ης Απριλίου ο αρχιδούκας έπιασε έναν αγγελιοφόρο του Λεφέβρ που ενημέρωνε τον Νταβού ότι ερχόταν για βοήθεια. Έτσι ο Κάρολος πίστεψε ότι ο Νταβού θα παρέμενε άλλη μια ημέρα στο Ρέγκενσμπουρκ και διέταξε το κέντρο και τη δεξιά πτέρυγα να κινηθεί βορειοανατολικά ελπίζοντας να επιτεθεί στους Γάλλους σε απόσταση πιο κοντινή προς το Ρέγκενσμπουρκ και να τους παγιδεύσει ανάμεσα στον στρατό του και τον Δούναβη. Ωστόσο ο Νταβού νωρίς το πρωί της 19ης Απριλίου εγκατέλειψε την πόλη, αφήνοντας μια μικρή φρουρά 2.000 στρατιωτών. Ο Αρχιδούκας έστειλε τρεις φάλαγγες υπό τον Πρίγκιπα Χοεντσόλλερν να επιτεθούν και να εμποδίσουν τον Νταβού απο το να δραπετεύσει με αποτέλεσμα τη μάχη του Τάγκεν-Χάουσεν όπου ο Νταβού απέκρουσε τις αυστριακές επιθέσεις και ενώθηκε με τον κύριο στρατό του Ναπολέοντα. Την άλλη ημέρα, την 20η Απριλίου 1809, ο Ναπολέων εξαπέλυσε αντεπίθεση διεξάγοντας τη μάχη του Άμπενσμπεργκ, μια καταστροφή για τον Κάρολο, όπου οι Γάλλοι και οι σύμμαχοι τους εκμεταλλεύτηκαν ένα κενό στην κεντρική αυστριακή γραμμή, τη διέλυσαν και χώρισαν τον αυστριακό στρατό στα δύο. Ωστόσο εκείνη την ημέρα οι Αυστριακοί ανάγκασαν τη μικρή γαλλική φρουρά του Ρέγκενσμπουργκ να παραδοθεί και κατέλαβαν τη γέφυρα. Η αποκομμένη αριστερή πτέρυγα των Αυστριακών υπό τον στρατηγό Χίλλερ αναγκάστηκε να υποχωρήσει νοτιοανατολικά προς το Λάντσχουτ ενώ ο Κάρολος με το κύριο στράτευμα (75.000 στρατιώτες) παρέμεινε στατικός γύρω από το Έγκμυλ. Ο Ναπολέων τότε θεώρησε πως η δύναμη που υποχωρούσε νοτιοανατολικά ήταν ο κύριος αυστριακός στρατός με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει το κύριο μέρος των δυνάμεών του για να την καταδιώξει. Ακόμη άφησε τον Νταβού να αποτελειώσει τη δεξιά αυστριακή πτέρυγα πιστεύοντας πως είχε συντριβεί στη μάχη του Άμπενσμπεργκ και ότι αποτελούταν μοναχά από τρία συντάγματα. Στην πραγματικότητα ήταν ο κύριος αυστριακός στρατός. Την 21η Απριλίου ο Ναπολέων πέτυχε μια νίκη εναντίον του Χίλλερ στη μάχη του Λάντχσουτ αλλά δεν μπόρεσε να τον παγιδεύσει. Το ίδιο βράδυ ο Νταβού ενημέρωσε τον αυτοκράτορα πως υπήρχαν τρία σώματα στρατού στην περιοχή. Ο Ναπολέων κατάλαβε το λάθος του, έστειλε και πάλι τον Λεφέβρ για να βοηθήσει τον Νταβού, διέταξε άμεσα τον στρατό να κινηθεί βόρεια, προς το Έγκμυλ ενώ έστειλε τον στρατάρχη Μπεσσιέρ με 20.000 στρατιώτες να καταδιώξει τον Χίλλερ. Έτσι την 22η Απριλίου διεξήχθη η μάχη του Έγκμυλ όπου ο Νταβού και ο Λεβέφρ παρ' ότι υστερούσαν αριθμητικά (36.000 Γάλλοι εναντίον 75.000 Αυστριακών) εξαπέλυσαν επίθεση, καθήλωσαν τις δυνάμεις του Κάρολου και σύντομα κατέφθασε ο Ναπολέων με τις δυνάμεις του χτυπώντας το αριστερό κέρας των Αυστριακών οι οποίοι κινδύνευαν άμεσα με μια αποφασιστική ήττα. Ωστόσο ο αυτοκράτορας δεν γνώριζε ότι ο Κάρολος έλεγχε τη γέφυρα του Ρέγκενσμπουργκ κάτι που επέτρεψε στον αυστριακό στρατό να υποχωρήσει στη βόρεια όχθη του Δούναβη αφήνοντας πίσω του 12.000 νεκρούς και τη Βιέννη εκτεθειμένη στα χέρια των Γάλλων. Ο Χίλερ, παρ'ότι απώθησε με επιτυχία την καταδίωξη του στρατάρχη Μπεσσιέρ, προσπάθησε να υπερασπιστεί την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, αλλά σύντομα κατάλαβε πως οι δυνάμεις του δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα. Έτσι διέσχισε τον Δούναβη και ενώθηκε με τον κύριο αυστριακό στρατό την 5η Μαΐου. Την 3η Μαΐου ο Ναπολέων, έχοντας ταπεινώσει τις αυστριακές δυνάμεις σε μια σειρά μαχών, μπήκε για δεύτερη φορά στη Βιέννη μέσα σε τέσσερα χρόνια, ενώ το ηθικό των Αυστριακών και του ίδιου του Καρόλου είχε καταρρεύσει. Έτσι, προσπαθώντας να τους αποτελειώσει, προσπάθησε να διασχίσει βιαστικά τον Δούναβη και υπέστη μια σημαντική τακτική ήττα στη μάχη του Άσπερν-Έσσλινγκ (21-22 Μαΐου του 1809). Δύο μήνες αργότερα ο Ναπολέων, έχοντας ανασυντάξει τις γαλλικές δυνάμεις, οργάνωσε αριστοτεχνικά τη διάβαση του Δούναβη και επέτυχε την αποφασιστική νίκη που αναζητούσε στη μάχη του Βαγκράμ (5-6 Ιουλίου του 1809).[39]
Έτσι ακολούθησε συνθηκολόγηση της Βιέννης, με την οποία η Αυστρία παρέδωσε την πρώην βενετική Ιλλυρία για να ιδρυθεί εκεί ένας ακόμα δορυφόρος. Η συμφωνία ειρήνης με τους Ρώσους βρέθηκε στα τάρταρα. Ο Τσάρος ξεγέλασε τον Ναπολέοντα που του είχε υποσχεθεί να χαλιναγωγήσει τους Αυστριακούς τους οποίους αντίθετα χρησιμοποιούσε σαν αιχμή εναντίον του. Επίσης του είχε υποσχεθεί στο Τίλσιτ να μεσολαβήσει για ειρήνη στους Βρετανούς διαφορετικά να προσχωρήσει στο Διάταγμα του Βερολίνου. Δεν το έκανε ή απέτυχε αλλά ούτε εξανάγκασε τους Ρώσους να εφαρμόσουν σοβαρά το Διάταγμα. Τα βρετανικά προϊόντα ήταν απαραίτητα στη χώρα ενώ η γαλλοκρατούμενη Ευρώπη βρέθηκε με αβάσταχτα ελλείμματα. Αλλά και ο Ναπολέων δεν στήριξε ουσιαστικά όπως είχε πει τους Ρώσους έναντι των Σουηδών στον πόλεμο που ξεκινούσε τότε για τη Φινλανδία. Η συμμαχία ήταν εικονική, άσπονδη και ανειλικρινής. Ο Αλέξανδρος εξοργίστηκε επίσης με τον γάμο του Βοναπάρτη (που χώρισε την Ιωσηφίνα) με την κόρη του Αυστριακού αυτοκράτορα, Μαρία Λουίζα. Ο γάμος στόχευε στο να ενώσει ο Ναπολέων τη δυναστεία του με αυτήν των Αψβούργων, την παλαιότερη της Ευρώπης. Πίστευε ότι έτσι εξασφάλιζε την ειρήνη και την ισορροπία. Ο Φραγκίσκος όμως δεν έδωσε καθόλου πρόθυμα το χέρι της κόρης του αλλά υποχρεώθηκε ως ηττημένος. Είτε γιατί φοβόταν την επέκταση της γαλλικής επιρροής, είτε γιατί προσβλήθηκε αφού ο Ναπολέων είχε ζητήσει πρώτα τη μικρή του αδερφή, Μεγάλη Δούκισσα Άννα Πάβλοβνα, ο Αλέξανδρος άρχισε να γίνεται απότομος στις διπλωματικές συνεννοήσεις ενώ μετά το 1808 αρνήθηκε να ξαναδεί τον Ναπολέοντα. Έτσι το διάστημα 1810-1811 υπήρχε μόνο ψεύτικη ειρήνη στην Ευρώπη ενώ η ατμόσφαιρα ανάμεσα στις 2 υπερδυνάμεις ηλεκτριζόταν συνεχώς. Ταυτόχρονα ο πόλεμος στην Ιβηρική απορροφούσε περισσότερους στρατιώτες και κονδύλια της αυτοκρατορίας, εξόντωνε τους βετεράνους, διέφθειρε τα στελέχη και συνέβαλε στο να «σκοτώσει» στις ψυχές τους το πνεύμα της Επανάστασης. Από την άλλη ο αφορισμός του Ναπολέοντα από τον Πίο Ζ΄ το 1809, η προσάρτηση από τον πρώτο της Ρώμης και η σύλληψη του Πάπα σίγουρα δεν βοηθούσε στην προσπάθεια υποταγής των θρήσκων Ισπανών. Εκείνη τη χρονιά επίσης μια εκστρατεία κατά των Βουρβόνων της Σικελίας απέτυχε παταγωδώς ενώ οι Βρετανοί απέσπασαν τα Επτάνησα και έσφιξαν περισσότερο τον ναυτικό αποκλεισμό της Ευρώπης.[40]
Όσον αφορά στις γαλλο-ρωσικές σχέσεις, το ποτήρι ξεχείλισε όταν ο Βοναπάρτης προσάρτησε το γερμανικό δουκάτο του Ολδεμβούργου του οποίου ο ηγεμόνας ήταν συγγενής του Αλεξάνδρου. Αργότερα ο τελευταίος βλέποντας το κύρος του εντός και εκτός της Ρωσίας να καταρρακώνεται κατήγγειλε τη συνθήκη του Τίλσιτ και ζήτησε από τη Γαλλία την εκκένωση της Πολωνίας και της Πρωσίας. Αποφάσισε όμως να μην κινηθεί στρατιωτικά πρώτος. Οι επαφές διακόπηκαν. Ο Ναπολέων προετοιμάστηκε όσο μπορούσε και μια κολοσσιαία στρατιά εισέβαλε στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1812. Μόλις το 1/3 των στρατιωτών ήταν Γάλλοι καθώς υπήρχαν Πολωνοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Ελβετοί, Ολλανδοβέλγοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι και Αυστροούγγροι. Από τις πρώτες μέρες οι Ρώσοι υποχώρησαν σε βάθος μαχόμενοι ελάχιστα, θυσιάζοντας χώρο για να κερδίσουν χρόνο. Από τις πρώτες μέρες επίσης η ευρωπαϊκή στρατιά άρχισε να αποσυντίθεται. Μόνο το 1/4 της θα έφτανε στη Μόσχα. Η επέκταση των γραμμών ανεφοδιασμού και η ανάγκη φύλαξης τους, οι απότομες αλλαγές του καιρού, η ρωσική τακτική της καμένης γης, η δράση ανταρτών και οι λιποταξίες (απρόθυμων ξένων αλλά και αρκετών Γάλλων) προκάλεσαν τρομερή φθορά. Μετά από την πρώτη μεγάλη μάχη του Μποροντίνο, στον ποταμό Μόσκοβα, αναδείχθηκε νικητής και μπήκε στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο. Η πόλη όμως ήταν κατεστραμμένη και άδικα ο Ναπολέων περίμενε τον ευρισκόμενο στην Αγία Πετρούπολη Τσάρο να δεχτεί υποταγή. Εκεί οι σχέσεις του με τους στρατηγούς του έφτασαν στο χειρότερο ποτέ σημείο. Οι συμβουλές τους αποδείχτηκαν πολύ σοφές και του συνέστησαν υποχώρηση στον Νότο με τον χειμώνα να πλησιάζει και διασφάλιση των περασμάτων των εφοδίων τους από πυκνοκατοικημένες περιοχές. Το ίδιο διάστημα ο ρωσικός στρατός ενισχυόταν και επέδραμε στα μετόπισθεν, ενώ οι Αυστριακοί και οι Πρώσοι γύρισαν στις χώρες τους. Ακόμα, ανησυχητικά νέα έφταναν από την Ισπανία, όπου ο Ιωσήφ Βοναπάρτης είχε φύγει πάλι από τη Μαδρίτη ενώ στο Παρίσι εκδηλώθηκε ένα ακόμα αποτυχημένο πραξικόπημα. Ο Ναπολέων, αν και αρχικά απέρριψε όλες τις υποδείξεις των διοικητών του, τελικά διέταξε την οπισθοχώρηση του στρατού, αλλά στη χειρότερη για τους Γάλλους στιγμή και τότε που οι συμβουλές δεν είχαν πια κανένα νόημα.[41]
Ο φοβερός ρωσικός χειμώνας, τα χιόνια που σκέπασαν τις στέπες ήδη από τον Οκτώβριο και οι άγριοι Κοζάκοι, αποτελείωσαν το έργο ενός κακού σχεδιασμού. Η δυνατότητα μάλιστα διαφυγής του ίδιου μέσα από την καταστροφή εκείνη έγινε ακριβώς, επειδή κάποιοι στρατηγοί του είχαν αρνηθεί να εφαρμόσουν κάποιες διαταγές του, όπως εκείνη που όρισε την πλήρη καταστροφή των γεφυρών που τον συνέδεαν με τα μετόπισθεν. Τον Νοέμβριο οι Ρώσοι παραλίγο να τον παγιδεύσουν στον ποταμό Μπερέζινα. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για τη "Μεγάλη Στρατιά" (γαλ. Grande Armée), από της οποίας την αρχική δύναμη των 550.000 επέζησαν τελικά μόλις 70.000. Στη στρατιά αυτή, που ακολουθούσαν πολλοί σύμμαχοι από όλη την Ευρώπη, στράφηκαν εναντίον του. Η εισβολή στη Ρωσία ήταν τεράστιο λάθος του Ναπολέοντα τη στιγμή που η λανθασμένη γενικότερη στρατηγική στην Ισπανία, βάραινε τον ίδιο.[42]
Μετά την καταστροφή των Γάλλων στην εκστρατεία της Ρωσίας, ένας νέος συνασπισμός δημιουργήθηκε εναντίον του Ναπολέοντα. Σε απάντηση, ο τελευταίος δημιούργησε βιαστικά ένα στρατό 200.000 στρατιωτών που συμπεριλάμβανε πολλούς άπειρους και πρόωρα εκπαιδευμένους στρατιώτες. Ακόμη οι Γάλλοι είχαν σοβαρές ελλείψεις ιππικού (μια συνέπεια της ρωσικής εκστρατείας όπου βετεράνοι ιππείς και άλογα είχαν χαθεί). Έτσι, ο Ναπολέων διέσχισε τον Ρήνο και εισέβαλε στη Γερμανία, όπου ενώθηκε με τα απομεινάρια της παλιάς Μεγάλης Στρατιάς με σκοπό να νικήσει γρήγορα αυτόν τον νέο συνασπισμό πριν γίνει ισχυρότερος. Στις 30 Απριλίου του 1813, ο γαλλικός στρατός διέσχισε τον ποταμό Σαάλε, παρελαύνοντας προς τη Λειψία, σχηματισμένος σε τρεις φάλαγγες οδηγούμενος από μια εμπροσθοφυλακή. Σκοπός του Αυτοκράτορα ήταν να αναγκάσει τους Συμμάχους να χωρίσουν τους στρατούς τους και να νικήσει τον καθένα ξεχωριστά.
Η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα στους Γάλλους υπό τον Ναπολέοντα και τον ρωσοπρωσικό στρατό υπό τους Γκέμπχαρντ φον Μπλύχερ και Πέτερ Βίτγκενσταϊν σημειώθηκε στο Λύτσεν (2 Μαΐου) όπου ο Ναπολέων χάρη στην εξαιρετική τακτική του παρ' όλιγο να συντρίψει τους Συμμάχους. Ωστόσο ο χρόνος δεν ήταν μαζί του και χωρίς ισχυρό ιππικό δεν μπόρεσε να καταδιώξει τους ηττημένους αντιπάλους του οι οποίοι υποχωρούσαν προς τη Δρέσδη. Μετά από 19 ημέρες ο Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ της Πρωσίας διέταξαν τους Μπλύχερ και τον Βίτγκενσταϊν να σταματήσουν τη γαλλική προέλαση στο Μπάουτζεν (20-21 Μαΐου). Εκεί ο Ναπολέων σκόπευε να καθηλώσει τους 100.000 Ρωσοπρώσους στρατιώτες μέχρι ο στρατάρχης Νε με τις δυνάμεις του να καταλάβουν τη συμμαχική γραμμή υποχώρησης και να τους υποχρεώσει σε μια αποφασιστική ήττα. Ωστόσο ο Νε μπερδεύτηκε και απέτυχε στην αποστολή που του ανέθεσε ο αυτοκράτορας με αποτέλεσμα οι Σύμμαχοι να υποχωρήσουν και να αποφύγουν και πάλι την ολοκληρωτική ήττα. Ακολούθησε πάλι με αυστριακή μεσολάβηση το σύντομο συνέδριο της Πράγας. Αλλά κατέληξε σε αδιέξοδο. Οι Σύμμαχοι απαιτούσαν την πλήρη εκκένωση της Γερμανίας ενώ σε όλη την ήπειρο οι λαοί εξεγέρθηκαν χρησιμοποιώντας μάλιστα διακηρύξεις της Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο συμφωνήθηκε ανακωχή επτά εβδομάδων. Ο Ναπολέων σχεδίασε να εκπαιδεύσει τους άπειρους νεοσύλλεκτους και να συγκεντρώσει περισσότερες δυνάμεις. Οι Σύμμαχοι αναδιοργάνωσαν καλύτερα τους στρατούς τους, κινητοποίησαν περισσότερες δυνάμεις ενώ σχεδίαζαν να αποφεύγουν ανοικτές μάχες με τον ίδιο τον Ναπολέοντα και να στραφούν στους στρατάρχες του με σκοπό να αποδυναμώσουν τον γαλλικό στρατό και να συγκεντρώσουν μια τεράστια δύναμη που ο Ναπολέων και όλες οι ικανότητές του δεν θα μπορούσαν να νικήσουν. Τελικά τον Αύγουστο η ανακωχή έληξε και ο πεθερός του Ναπολέοντα, Φραγκίσκος, του επιτέθηκε. Η Βαυαρία επίσης άλλαξε στρατόπεδο. Αυτή τη φορά η Σουηδία με βασιλιά τον πρώην στρατάρχη του Ναπολέοντα, Ζαν Μπατίστ Ζυλ Μπερναντότ, διέθεσε περισσότερες δυνάμεις. Ακόμη η Δρέσδη, που την υπερασπιζόταν ο στρατάρχης Σαιν-Συρ με τις δυνάμεις του, περικυκλώθηκε από 220.000 Συμμάχους υπό τον πρίγκιπα Κάρλ Φίλιπ φον Σβάρτσερνμπεργκ. Ωστόσο Ναπολέων έφθασε με ενισχύσεις και παρ' ότι οι δυνάμεις ήταν υποδιπλάσιες σε σχέση με αυτές των συμμάχων, αντεπιτέθηκε. έσπασε τον συμμαχικό κλοιό και ανάγκασε την αριστερή πτέρυγα του Σβάρτσερνμπεργκ να παραδοθεί. Οι απώλειες των Συμμάχων ανήλθαν στις 40.000 στρατιώτες ενώ οι Γάλλοι έχασαν λιγότερους από 10.000 άνδρες. Αυτή ήταν η περίφημη μάχη της Δρέσδης (26-27 Αυγούστου του 1813) αλλά ο αυτοκράτορας στάθηκε και πάλι άτυχος μιας και ένας φοβερός γαστρικός πόνος τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τη μάχη, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τη νίκη του. Τα πράγματα χειροτέρευσαν για τους Γάλλους αφού οι Σύμμαχοι ακολουθώντας τη στρατηγική του Τράχενμπουργκ νίκησαν τον στρατάρχη Νικολά Ουντινό στη μάχη του Γκρόσμπερεν, τον στρατάρχη Ετιέν Μακντονάλ στη μάχη του Κάτσμπαχ, τον στρατηγό Ζοζέφ Βαντάμ στη μάχη του Κούλμ και τον στρατάρχη Μισέλ Νε στη μάχη του Ντέννεβιτς. Μετά από αυτές τις μάχες, ακολούθησε παύση τριών εβδομάδων, δίνοντας την ευκαιρία στις δύο πλευρές να ανανεώσουν τους στρατούς τους. Επίσης στην Ισπανία ο Ιωσήφ Βοναπάρτης βρισκόταν για τρίτη φορά σε υποχώρηση. Τελικά η αποφασιστική σύγκρουση έλαβε χώρα στη Λειψία (16-19 Οκτωβρίου 1813) ή αλλιώς Μάχη των Εθνών. Εκεί ο Ναπολέων με 190.000 Γαλλογερμανούς και Πολωνούς κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια δύναμη 410.000 στρατιωτών αποτελούμενη από βρετανικά, πρωσικά, ρωσικά, αυστριακά και σουηδικά στρατεύματα. Την πρώτες δύο ημέρες, οι Γάλλοι απέκρουσαν τις συμμαχικές επιθέσεις αλλά νωρίς το πρωί της 18ης Οκτωβρίου λόγω μεγάλων απωλειών αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη Λειψία. Μετά από σφοδρή σύγκρουση οι Σάξονες αυτομόλησαν ενώ ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε πως τα πυρομαχικά του πυροβολικού είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Έτσι την 19η ο γαλλικός στρατός υποχώρησε με τάξη. Ωστόσο όταν οι Γάλλοι ακούγοντας τις ζητωκραυγές των Συμμάχων, κατέστρεψαν τη γέφυρα του Έλστερμπριουκ, χωρίς να σκεφτούν, ότι στην πόλη βρίσκονταν η οπισθοφυλακή του γαλλικού στρατού (20.000 στρατιώτες) και υψηλόβαθμοι αξιωματικοί όπως οι στρατάρχες Μακντονάλ και Νε, μαζί με τον στρατηγό Λωριστόν. Ο Ναπολέων με τα απομεινάρια του στρατού του υποχωρούσαν στη Γαλλία αλλά οι Βαυαροί υπό τον Κόμη Μπερντέ προσπάθησαν να του κόψουν τη γραμμή υποχώρησης, κοντά στη Φρανκφούρτη, αλλά ηττήθηκαν στη μάχη του Χάναου (31 Οκτωβρίου 1813).[43]
Οι Σύμμαχοι αφού απελευθέρωσαν τη Γερμανία κατέλαβαν τις Κάτω Χώρες και την 26η Ιανουαρίου του 1814 εισέβαλαν στη Γαλλία. Την ίδια ώρα ο αυτοκράτορας είχε στη διάθεσή του 70.000 στρατιώτες σχεδιάζοντας να αντισταθεί στη Στρατιά της Σιλεσίας υπό τον Μπλύχερ που εισέβαλε από τον Βορρά και τη Στρατιά της Βοημίας υπό τον Σβάρτσερνμπεργκ που εισέβαλε από νοτιοανατολικά. Αρχικά ο αυτοκράτορας στράφηκε εναντίον του Μπλύχερ και τον συνέτριψε σε μια σειρά μαχών υποχρεώνοντάς τον να υποχωρήσει βόρεια. Ύστερα στράφηκε εναντίον του Σβάρτσερνμπεργκ τον οποίο ταπείνωσε στην περίφημη μάχη του Μοντερώ (18 Φεβρουαρίου 1814). Ο Μπλύχερ όμως ανασυντάχθηκε γρηγορότερα από ότι υπολόγιζε ο Ναπολέων και πορεύτηκε ξανά προς το Παρίσι αναγκάζονταν τον Γάλλο αυτοκράτορα να αφήσει τον Σβάρτσερνμπεγκ για να τον αντιμετωπίσει. Μετά από μερικές μάχες ο Ναπολέων υποχρεώθηκε να στραφεί ανατολικά για να απειλήσει τις συμμαχικές γραμμές επικοινωνιών και να αναγκάσει τους Συμμάχους να σταματήσουν την προέλαση προς το Παρίσι. Οι Σύμμαχοι όμως ήταν αποφασισμένοι και αφού νίκησαν τον στρατάρχη Μαρμόν σε μάχη ένωσαν τις στρατιές τους την 28η Μαρτίου και κατέλαβαν το Παρίσι την 31η Μαρτίου. Την ίδια ώρα ο Ουέλλινγκτον εισέβαλε με 100.000 Βρετανούς, Πορτογάλους και Ισπανούς, επιτέθηκαν στα νότια και περικύκλωσαν την Τουλούζη. Οι στρατάρχες του Ναπολέοντα (που εκείνη την ώρα βρισκόταν στο Ανάκτορο του Φονταινμπλώ με τις εναπομείνασες δυνάμεις του) που τον θεωρούσαν υπεύθυνο, στασίασαν υπό τον ηγεσία του Νε και πίεσαν τον αυτοκράτορα να παραιτηθεί από το αξίωμά του και να παραδοθεί. Ο Ναπολέων έκανε μια απόπειρα δηλητηρίασης από την οποία σώθηκε από τον γιατρό του την τελευταία στιγμή και τελικά δέχτηκε την παραίτηση από τον γαλλικό θρόνο για αυτόν και τον τρίχρονο γιο του ανταλλάσσοντας τον με εκείνο της μεσογειακής νήσου Έλβα στις 6 Απριλίου, στην οποία ουσιαστικά εξορίστηκε. Η Μαρία Λουίζα όμως δεν τον ακολούθησε. Πήρε το παιδί τους και επέστρεψε στην πατρίδα της. Στο Παρίσι οι σύμμαχοι παλινόρθωσαν τους Βουρβόνους υπό τον Λουδοβίκο ΙΗ΄ και η Γαλλία επέστρεψε στα σύνορα του 1792. Αλλά δεν έγινε το ίδιο και με τα σύνορα και την κοινωνία της Ευρώπης.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1815 ο Ναπολέων δραπέτευσε από την Έλβα και αποβιβάστηκε στη Γαλλία την 1η Μαρτίου. Ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ έστελνε συνεχώς στρατεύματα για να τον συλλάβουν αλλά ο Αυτοκράτορας εκμεταλλευόμενος τη γοητεία της προσωπικότητάς του στρατολογούσε αυτές τις δυνάμεις στο πλευρό του ενώ όπου και αν πήγαινε γινόταν δεκτός με αλαλαγμούς θριάμβου. Σύντομα εισήλθε στο Παρίσι συνοδευόμενος από ζητωκραυγές ανακτώντας τον θρόνο της Γαλλίας. Ωστόσο δεν είχε την ίδια υποστήριξη από τους περισσότερους στρατάρχες του. Ένας από τους καλύτερους στρατάρχες του, ο Αντρέ Μασσενά απέρριψε τις προτάσεις του ή ο πρώην ικανότατος επιτελάρχης Λουί Αλεξάντερ Μπερτιέ αρνήθηκε να τον ακολουθήσει και λίγο αργότερα δολοφονήθηκε ή αυτοκτόνησε. Τη θέση του επιτελάρχη ανέλαβε ο στρατάρχης Σουλτ. Τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οικειοθελώς οι στρατάρχες Λουί Νικολά Νταβού και Γκρουσύ αλλά στον πρώτο ανατέθηκε το υπουργείο πολέμου και κρατήθηκε μακρυά από το μέτωπο ενώ ο πολύ κατώτερός του, Γκρουσύ, τέθηκε επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας του «Στρατού του Βορρά».
Παρ' όλα αυτά, ο Ναπολέων οδήγησε 120.000 στρατιώτες στο Βέλγιο για να αντιμετωπίσει τους 134.000 Πρώσους υπό τον Μπλύχερ και τους 106.000 στρατιώτες υπό τον Δούκα του Ουέλλινγκτον πριν ενισχυθούν από τις συμμαχικές στρατιές του Σβάρτσερνμπεργκ και τους Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ. Ο Γάλλος αυτοκράτορας σκόπευε να κρατήσει τους συμμαχικούς στρατούς χωρισμένους και να καταστρέψει τον καθένα ξεχωριστά. Έτσι, την 15η Ιουνίου διέσχισε τον ποταμό Σαμπρ στο Σαρλερουά, παρέταξε τις δυνάμεις του ανάμεσα στους στρατούς του Ουέλλινγκτον και του Μπλύχερ και χώρισε τη στρατιά του σε τρία μέρη: την αριστερή πτέρυγα την έδωσε στον στρατάρχη Νε, τη δεξιά πτέρυγα την έδωσε στον στρατάρχη Γκρουσύ ενώ το κέντρο το έθεσε υπό προσωπική δίοικηση. Έτσι την 16η Ιουνίου ο αυτοκράτορας με το κέντρο και τη δεξιά πτέρυγα (76.000 στρατιώτες) στράφηκε εναντίον του Μπλύχερ, που είχε στρατοπεδεύσει στο Λινύ (νοτιοανατολικά των Βρυξελλών) με 85.000 στρατιώτες, με σκοπό να καταστρέψει ολοσχερώς τον πρωσικό στρατό και ύστερα να στραφεί με όλες του τις δυνάμεις εναντίον των Βρετανών. Όμως για να καταστρέψει τον Μπλύχερ έπρεπε να κρατήσει σε απόσταση τον Ουέλλινγκτον τον οποίο ανέλαβε ο στρατάρχης Νε με την αριστερή πτέρυγα στο Κατρ-Μπρα (νότια των Βρυξελλών). Αποστολή του τελευταίου ήταν να καταλάβει τους δρόμους που οδηγούσαν στο Λινύ, να στείλει τον Α΄ Σώμα υπό τον στρατηγό Ντ' Ερλόν για να κόψει τη γραμμή υποχώρησης των Πρώσων και φυσικά να κρατήσει σε απόσταση τους Βρετανούς. Δυστυχώς για τους Γάλλους ο Νε απέτυχε στις περισσότερες αποστολές του. Πρώτον απέτυχε να κρατήσει τους δρόμους του Κατρ-Μπρα και το σημαντικότερο ότι δεν έστειλε στον Ναπολέοντα τις ενισχύσεις που χρειαζόταν για να επιτύχει μια αποφασιστική νίκη εναντίον των Πρώσων. Παρ' όλα αυτά ο Νε κατάφερε να κρατήσει σε απόσταση τους Βρετανούς. Από την άλλη ο Ναπολέων κατάφερε να νικήσει τους Πρώσους στη μάχη του Λινύ (16 Ιουνίου 1815) αλλά με τον δρόμο της υποχώρησης ελεύθερο οι τελευταίοι απέφυγαν την αποφασιστική ήττα. Ωστόσο άλλη μια ευκαιρία για την ολοκληρωτική καταστροφή των Πρώσων χάθηκε όταν ο Ναπολέων δεν διέταξε άμεσα την καταδίωξή τους αλλά έστειλε 12 ώρες αργότερα τον στρατάρχη Γκρουσύ με τη δεξιά πτέρυγα (33.000 στρατιώτες) να τους επιτηρεί και να τους εμποδίσει να ενωθούν με τους Βρετανούς. Παρόμοιο λάθος διέπραξε και ο στρατάρχης Νε που μετά τη στρατηγική νίκη του στη μάχη του Κατρ-Μπρα (16 Ιουνίου 1815) δεν καταδίωξε τους Άγγλους, κάτι που επέτρεψε στον Ουέλλινγκτον να υποχωρήσει με τάξη και να επιλέξει το έδαφός του για την επερχόμενη αποφασιστική μάχη. Έτσι στις 13:00 μ.μ της 17ης Ιουνίου ο Ναπολέων ενώθηκε με την αριστερή πτέρυγα του Νε, δημιουργώντας ένα στράτευμα 74.000 στρατιωτών με 246 κανόνια, και κατεδίωξαν τον Ουέλλινγκτον ο οποίος οχύρωσε τους 68.000 στρατιώτες του και τα 156 κανόνια του στον λόφο του Αγίου Ιωάννη, νότια του χωριού Βατερλώ, όπου ήλπιζε να συγκρατήσει τον Ναπολέοντα μέχρι να φτάσει ο Μπλύχερ με τουλάχιστον ένα Σώμα Στρατού για να τον ενισχύσει. Την 18η Ιουνίου ο Ναπολέων έκανε άλλο ένα μεγάλο λάθος και καθυστέρησε να ξεκινήσει τη μάχη περιμένοντας να στεγνώσει το έδαφος από μια καταιγίδα της προηγούμενης ημέρας. Ταυτόχρονα ο Γκρουσύ είχε εμπλακεί σε μια αψιμαχία στη Βαβρ με την πρωσική οπισθοφυλακή, νομίζοντας όμως πως πολεμούσε τον κύριο πρωσικό στρατό ο οποίος την ίδια ώρα πορευόταν προς το Βατερλώ. Τελικά η περίφημη μάχη του Βατερλώ ξεκίνησε στις 11:35 μ.μ και μέχρι τις 18:00 μ.μ οι Γάλλοι είχαν πάρει το πάνω χέρι. Την κρίσιμη στιγμή της μάχης όμως έφθασε ο Μπλύχερ με τους 50.000 Πρώσους και μετά από σφοδρή και λυσσώδη μάχη ο γαλλικός στρατός τράπηκε σε άτακτη φυγή αφήνοντας 48.000 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους.[44]
Ο Ναπολέων μετά την ήττα στο Βατερλώ διέφυγε άτακτα προς το Παρίσι όπου και παραιτήθηκε την 22η Ιουνίου ενώ τον Ιούλιο του 1815 οι Σύμμαχοι μπήκαν στο Παρίσι και υπογράφτηκε η δεύτερη συνθήκη του Παρισιού όπου η Γαλλία πλήρωνε τεράστια πολεμική αποζημίωση και υποχρεωνόταν να επιστρέψει όλα τα έργα τέχνης που είχε πάρει ο Ναπολέων στους προηγούμενους πολέμους, ενώ στον θρόνο της Γαλλίας επέστρεψε ο Λουδοβίκος ΙΗ΄.
Δύο μήνες πριν τη μάχη του Βατερλώ ο στρατάρχης Μυρά, που είχε χάσει τον θρόνο του στη Νάπολη, με το Συνέδριο της Βιέννης έκανε μια προσπάθεια να τον ανακτήσει. Όμως οι πολυάριθμοι Αυστριακοί τον νίκησαν και ο ίδιος διέφυγε στην Κορσική με 600 άνδρες. Λίγο καιρό αργότερα ξαναπροσπάθησε, αλλά αυτή τη φορά το πλήθος υποστήριζε τη δυναστεία των Βουρβόνων της Νάπολης και σύντομα οι Αυστριακοί τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.
Ο Ναπολέων προσπάθησε άστοχα να διαφύγει στην Αμερική, αλλά πιθανόν προδόθηκε και τελικά παραδόθηκε στους Άγγλους. Εξορίστηκε στο νησί Αγία Ελένη στον κόλπο της Γουινέας, στον Ατλαντικό, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στις 5 Μαΐου του 1821 και ώρα 5:49μμ. Ο θάνατός του αποδίδεται μάλλον σε καρκίνο του στομάχου, καθώς ήδη από την εποχή του Βατερλώ υπέφερε τακτικά από σοβαρούς στομαχικούς πόνους, με δευτερεύουσα επίσης αιτία το δηλητήριο που είχε πάρει κατά την απόπειρα αυτοκτονίας του μετά την παραίτησή του, του οποίου η επίδραση ήταν μακρόχρονη.[45]
Ο Ναπολέων επέβαλε μια σειρά νομοθετικών, διοικητικών και θεσμικών μέτρων που διαμόρφωσαν καθοριστικά τον χαρακτήρα της Γαλλίας και γενικότερα της Ευρώπης. Ίσως η πιο σημαντική, είναι ο Ναπολεόντειος Κώδικας του 1807. Μέχρι τότε το νομικό πλαίσιο στη Γαλλία ήταν χαώδες. Αφενός η χώρα ήταν διαιρεμένη μεταξύ Βορρά (όπου επικρατούσε το ρωμαϊκό δίκαιο) και Νότου (όπου επικρατούσε το εθιμοτυπικό δίκαιο). Αφετέρου, η Γαλλική Επανάσταση είχε αφήσει πληθώρα νόμων πολλοί από τους οποίους δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, συμβάλλοντας περαιτέρω στη νομική σύγχυση που επικρατούσε στη χώρα. Ο Ναπολεόντειος Κώδικας απλοποίησε σημαντικά το νομικό πλαίσιο και επιπλέον, εφόσον ήταν γραμμένος σε απλή γλώσσα και απέφευγε την ειδική νομική ορολογία, μπορούσε να γίνει εύκολα κατανοητός από το μέσο Γάλλο. Ο ίδιος ο Βοναπάρτης είπε εξόριστος πλέον για τον Κώδικα: «Η πραγματική μου δόξα δεν είναι ότι κέρδισα 40 μάχες [...] Το Βατερλώ θα σβήσει την ανάμνηση τόσων πολλών νικών [...] Αυτό που τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει, αυτό που θα ζει για πάντα, είναι ο Κώδικάς μου.»[46]
Νυμφεύτηκε πρώτα το 1796 την Ιωσηφίνα Τασέρ του Λα Παζρί, κόρη του Ζοζέφ-Γκασπάρ, Κυρίου του Λα Παζρί. Η Ιωσηφίνα ήταν έξι έτη μεγαλύτερή του και χήρα από τον (πρώτο) σύζυγό της Αλεξάντρ ντε Μπωρναί, από τον οποίο είχε δύο τέκνα. Η Ιωσηφίνα είχε εραστές, όπως και ο Ναπολέων ερωμένες. Όταν της έγραψε για το θέμα αυτό, η επιστολή πιάστηκε από τους Άγγλους και τη δημοσίευσαν, πράγμα που τον έφερε σε αμηχανία. Η Ιωσηφίνα δεν μπορούσε να κάνει άλλα παιδιά και ο Ναπολέων, που ήθελε τέκνα, τελικά τη διαζεύχθηκε. Ωστόσο της έδειχνε αφοσίωση και μετά τον χωρισμό τους· όταν εξόριστος στην Έλβα έμαθε την αποβίωσή της (29 Μαϊου 1814), κλείστηκε για δύο ημέρες στο δωμάτιό του. Λίγο πριν ο ίδιος αποβιώσει, η τελευταία του λέξη ήταν το όνομά της.
Το 1810 νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά, δι' αντιπροσώπου, τη Μαρία Λουίζα των Αψβούργων-Λωρραίνης, κόρη του Φραγκίσκου Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η μεγάλη θεία της ήταν η Μαρία Αντουανέττα της Αυστρίας, που ως σύζυγος του Λουδοβίκου ΣΤ΄ της Γαλλίας είχε καρατομηθεί στη Γαλλική Επανάσταση· επίσης ο Ναπολέων είχε κάνει πολυάριθμες εκστρατείες εναντίον της Αυστρίας· παρόλα αυτά η σχέση τους έγινε θερμή και απέκτησαν ένα τέκνο:[47]
Η Μαρία Λουίζα δεν ακολούθησε τον σύζυγό της στην Έλβα, ούτε τον ξαναείδε.
Ο Ναπολέων είχε ερωμένες και απέκτησε φυσικά τέκνα από αυτές· από την Ελεονόρ Ντενυέλ ντε Λα Πλαιν, είχε:
Από τη Μαρία Βαλέβσκα, είχε:
Από την Εμιλί Βικτόρια Κράους φον Βόλφσμπεργκ:
Από την Αλμπίν ντε Μοντολόν:
Μοναρχικές προσφωνήσεις του Ναπολέοντα Α΄ της Γαλλίας | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Μεγαλειότατος |
Προφορική προσφώνηση | Μεγαλειότατε |
Εναλλακτική προσφώνηση | Δ/Δ |
Μοναρχικές προσφωνήσεις του Ναπολέοντα Α΄ της Ιταλίας | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Μεγαλειότατος |
Προφορική προσφώνηση | Μεγαλειότατε |
Εναλλακτική προσφώνηση | Δ/Δ |
Η Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα ο Ναπολέων Α΄, Με τη Χάρη του Θεού και τα Συντάγματα της Δημοκρατίας, Αυτοκράτορας των Γάλλων.
Η Αυτού Αυτοκρατορική και Βασιλική Μεγαλειότητα ο Ναπολέων Α΄, Με τη Χάρη του Θεού και τα Συντάγματα της Δημοκρατίας, Αυτοκράτορας των Γάλλων, Βασιλιάς της Ιταλίας.
Η Αυτού Αυτοκρατορική και Βασιλική Μεγαλειότητα ο Ναπολέων Α΄, Με τη Χάρη του Θεού και τα Συντάγματα της Δημοκρατίας, ο Αυτοκράτορας των Γάλλων, Βασιλιάς της Ιταλίας, Προστάτης της Συνομοσπονδίας του Ρήνου.
Η Αυτού Αυτοκρατορική και Βασιλική Μεγαλειότητα ο Ναπολέων Α΄, Με τη Χάρη του Θεού και τα Συντάγματα της Αυτοκρατορίας, ο Αυτοκράτορας των Γάλλων, Βασιλιάς της Ιταλίας, Προστάτης της Συνομοσπονδίας του Ρήνου, Μεσολαβητής της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.
Η Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα ο Ναπολέων Α΄, Με τη Χάρη του Θεού και τα Συντάγματα της Αυτοκρατορίας, ο Αυτοκράτορας των Γάλλων.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.