Πολιτικό και φυλετικό ζήτημα ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους της Κύπρου From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Κυπριακό ζήτημα ή Κυπριακό πρόβλημα και, συνηθέστερα, απλώς «Κυπριακό» είναι το ζήτημα που σχετίζεται με το μέλλον των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου. Σύμφωνα με τους Ελληνοκύπριους, το Κυπριακό ζήτημα μετά την τουρκική εισβολή του 1974 είναι ζήτημα διεθνούς δικαίου που οφείλεται στην παράνομη στρατιωτική εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία.[1] Σύμφωνα με τους Τουρκοκύπριους, το Κυπριακό είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Συνταγματικής τάξης με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963.
Αρχικά το Κυπριακό ήταν αποικιακό ζήτημα, που δημιουργήθηκε όταν η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο στις 5 Νοεμβρίου 1914 καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος». Οι Ελληνοκύπριοι, ανέπτυξαν έντονα τον εθνικό πόθο για Ένωση με τη "μητέρα πατρίδα", την Ελλάδα, η οποία ήταν μέρος της Μεγάλης Ιδέας του Έθνους. Οι Τουρκοκύπριοι ανέπτυξαν τον δικό τους εθνικισμό με αίτημα την αυτοδιάθεση του λαού τους, προτάσσοντας τη διχοτόμηση του νησιού και τον διαχωρισμό δυο πληθυσμών του Ελληνικού και του Τουρκικού στα πλαίσια εθνοκάθαρσης.[2] Οι Τουρκοκύπριοι αισθάνονταν άβολα με την πιθανότητα της Ένωσης, επειδή αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την ταυτότητα τους και την ύπαρξη τους ως χωριστή εθνοτική ομάδα. Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη του εθνικισμού στον μεσοπόλεμο τους οδήγησε στη δημιουργία του αφηγήματος τους, πως, ως ξεχωριστός λαός από τους Ελληνες, δικαιούνται την αυτοδιάθεσή τους.[3]
Το Κυπριακό επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες (ορισμένοι από αυτούς μεταβάλλονται κατά τη μακρόχρονη πορεία του),όπως είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου στο πέρασμα από την Ευρώπη στη Μέση Ανατολή (έχει χαρακτηριστεί το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» από τον Νιχάτ Ερίμ, στα νότια της Τουρκίας). Είναι βέβαιο ότι η θέση της Κύπρου καθιστούσε τον έλεγχο του εδάφους της θέμα ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα του Κυπριακού προβλήματος και η συχνά οξεία αντιπαράθεση γύρω από τις διάφορες πτυχές του στη διεθνή και εσωτερική πολιτική σκηνή, τα κόμματα και τον καθημερινό τύπο των εμπλεκόμενων χωρών, συχνά με εθνικιστικά, απολογητικά, συνωμοσιολογικά ή άλλα ιδεολογικά πρόσημα, δυσχεραίνουν ως σήμερα την επιστημονική ιστορική μελέτη του και τη νηφάλια αποτίμηση του ρόλου των πρωταγωνιστών του.
Το 1570 οι οθωμανοί κατέκτησαν την Κύπρο παρά τη σημαντική αντίσταση στη Λευκωσία και Αμμόχωστο. Μετά την κατάληψη του νησιού ακολούθησαν σφαγές χριστιανών, Ελλήνων και Αρμενίων.[4] Η πρώτη σημαντική δημογραφική αλλαγή παρουσιάστηκε καθώς οι στρατιώτες των Οθωμανών που πολέμησαν για κατάκτηση της Κύπρου (περίπου 60 χιλιάδες) εγκαταστάθηκαν στο νησί, μαζί με Τούρκους τεχνίτες και άλλους που ήρθαν από την Ανατολία.[5] Οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν το φεουδαρχικό σύστημα και εφάρμοσαν το σύστημα των μιλλιέτ, σύμφωνα με το οποίο τη διακυβέρνηση των κατακτημένων μη μουσουλμάνων ασκούσαν οι δικές τους θρησκευτικές αρχές. Αυτό αναβάθμισε την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και οδήγησε στη σμίκρυνση της σημαντικής (επί Φραγκοκρατίας και Ενοτοκρατίας) Ρωμαιοκαθολικής ή Λατινικής Εκκλησίας.[6] Η δημογραφική αναλογία δεν ήταν σταθερή. Το 1777–78 υπήρχαν 47,000 μουσουλμάνοι, οι οποίοι ήταν πλειοψηφια σε σχέση με τους 37,000 χριστιανούς.[7] Το 1872,στο νησι υπήρχαν 44,000 μουσουλμάνοι και 100,000 χριστιανοί.[8]
Με το τέλος του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου 1877-1878 και την ήττα της Τουρκίας, πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου εως 13 Ιουλίου 1878). Αγγλία και Τουρκία προχώρησαν σε συμμαχία κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου, η οποία, μεταξύ άλλων, προνοούσε την παραχώρηση της Κύπρου στους Άγγλους. Η συμφωνία αυτή επισημοποιήθηκε με την Συνθηκη της Κωνσταντινούπολης το 1878. Η κυριαρχία, πάντως,παρέμενε de jure οθωμανική, μέχρι τις 5 Νοεμβριου 1914, όταν η απόφαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων οδήγησε την Αγγλία να ανακηρύξει την Κύπρο ως προτεκτοράτο[9]
Στις 16 Οκτωβρίου 1915 η Μεγάλη Βρετανία προσφέρει την Κύπρο στην Ελλάδα με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον των Γερμανών, των Τούρκων και των Βουλγάρων. Τότε η Ελλάδα βρισκόταν στην καρδιά του εθνικού διχασμού και η κυβέρνηση Ζαῒμη, μαζί με τον φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο Α', απέρριψε την προσφορά στις 17 Οκτωβρίου 1915. Το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάνης η νεαρή Τουρκική Δημοκρατία παραιτήθηκε από κάθε διεκδίκηση πρώην οθωμανικών περιοχών.[10] Επίσημα, η Κύπρος ανακηρύχθηκε αποκία της Βρετανίας το 1925.
Οι Ελληνοκύπριοι αντιμετώπισαν θετικά τη μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Αγγλοκρατία. Πίστευαν πως θα οδηγούσε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η "Ένωσις" ήταν ενταγμένη στη Μεγάλη Ιδέα, μια ευρύτερη φιλοδοξία ώστε το Ελληνικό κράτος να προσαρτήσει περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου κατοικούσαν Έλληνες, όπως την Κύπρο, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Κωνσταντινούπολη. Την ιδέα αυτή προωθούσε η Κυπριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είχε πολλά μέλη της εκπαιδευμένα στην Ελλάδα.[11][12] Οι Ελληνοκύπριοι, εξάλλου, θεωρούσαν πως το νησί ήταν ιστορικά ελληνικό και πίστευαν πως η ένωση με την Ελλάδα ήταν φυσικό δικαίωμα.[13]
Αρχικά, οι Τουρκοκύπριοι αντιμετώπισαν και οι ίδιοι θετικά τη μετάβαση στην Αγγλοκρατία.[14] Αργότερα, όμως, βλέποντας την επιδίωξη της πολιτικής της Ένωσης και υπο τον φόβο να επαναληφθεί η ίδια ιστορία όπως με την Ένωση Κρήτης-Ελλάδας, που οδήγησε στη φυγή των Τουρκο-Κρητικών, υπηρξαν αρκετά ανήσυχοι.[15][16] και υποστήριζαν μια πολιτική διαίρεσης του νησιού.[2] Έβλεπαν, άλλωστε, πως είναι ξεχωριστή εθνοτική ομάδα και είχαν ως εκ τούτου δικαίωμα στην αυτονομία τους από τους Ελληνοκύπριους.[13]
Εν τω μεταξύ, στην Τουρκία ο Μεντερές θεωρούσε την Κύπρο ως "επέκταση της Ανατολίας" και αρνούνταν τη διαίρεση και τον διαμοιρασμό του νησιού. Αντιθέτως, υποστήριζε την προσάρτηση όλης της Κύπρου στην Τουρκία, με το κυβερνών κόμμα να διακηρύττει πως η Κύπρος είναι τουρκική και αναπόσπαστο κομμάτι της μητέρας πατρίδας. Με τη συνειδητοποίηση, όμως, πως μόνο το 20% του πληθυσμού του νησιού είναι Τουρκοκύπριοι, η επίσημη πολιτική άλλαξε υπέρ του διαχωρισμού των κοινοτήτων. Έτσι, το σύνθημα "η Κύπρος είναι Τουρκική" μετατράπηκε σε "Διαίρεση ή Θάνατος".[17][18]
Η Αποικιακή κυβέρνηση νοιώθοντας την πίεση για Ένωση, με δήλωση του Βρετανού υπουργού Αποικιών Κριτζ Τζόουνς στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 23 Οκτωβρίου 1946, αποφάσισε να αναθέσει την εκπόνηση του Συντάγματος στην Διασκεπτική Συνέλευση, στην οποία θα συμμετείχαν εκπρόσωποι του πληθυσμού του νησιού. [19] Η πρόταση δίχασε τους Ελληνες της Κύπρου, αφού από τη μια η Δεξιά παράταξη, με σύνθημα «Ενωσις και μόνον Ενωσις», προσέγγισε αρνητικά τις προθέσεις του Λονδίνου με τους εκπροσώπους της να αρνούνται να συμμετάσχουν στις εργασίες της Συνέλευσης, ενώ από την άλλη, η Αριστερά, με σύνθημα «Αυτοκυβέρνηση - Ενωση» αποδέχθηκε την πρόταση των Βρετανών με τους εκπροσώπους της να συμμετέχουν στη Διασκεπτική Συνέλευση. Στην Συνέλευση συμμετείχαν τελικά 18 από τα 32 άτομα που προσκλήθηκαν: δέκα Ελληνοκύπριοι, επτά Τουρκοκύπριοι (όλοι όσοι προσκλήθηκαν) και ένας Μαρωνίτης, ωστόσο εξ αιτίας της απροθυμίας των βρεττανών για παραχώρηση αυτοδιάθεσης, η Διασκεπτική Συνέλευση ναυάγησε το 1948.[20]
Ωστόσο, η Διασκεπτική, αποσαφήνισε τους διαφορετικούς πολιτικούς στόχους των ομάδων: Από τη μια πλευρά, ήταν οι αριστεροί Ελληνες της Κύπρου που οι επιδιώξεις τους επικεντρώνονταν στην εφαρμογή πλήρους Συντάγματος αυτοκυβέρνησης που, όπως υποστήριζαν, θα έθετε τις βάσεις για διεκδίκηση στο μέλλον του αιτήματος της αυτοδιάθεσης. Από την άλλη πλευρά οι Τούρκοκύπριοι, επιθυμούσαν τη μη ουσιώδη τροποποίηση της συνταγματικής κατάστασης στο νησί. Επιπλέον, η Ελληνική Δεξιά της Κύπρου που είχε απορρίψει την αυτοκυβέρνηση, εμμένοντας στην καταβολή κάθε προσπάθειας για εκπλήρωση του στόχου της Ένωσης.[20]
Τον Ιανουάριο του 1950 η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου οργάνωσε το Ενωτικό Δημοψήφισμα, όπου δικαίωμα ψήφου είχαν οι Ελληνοκύπριοι μόνο. Παρόλο που υπήρχαν κατά τόπους οργανωτικά προβλήματα, το αποτέλεσμα έδειξε την ισχυρή θέληση των Ελληνοκυπρίων για Ένωση[21][22][23][24] Οι τουρκοκύπριοι προβαλανε έντονη αντίδραση στο δημοψηφισμα και το ενδεχόμενο της Ένωσις με ογκώδεις διαδηλώσεις.[25]
Πριν από την έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1950, από τα 619 χωριά της Κύπρου, 393 ήταν αποκλειστικά ή κυρίως ελληνοκυπριακά, 120 τουρκοκυπριακά και 106 μικτά. Οι μεγάλες πόλεις ήταν μικτές, με τις δύο κοινότητες να κατοικούν σε χωριστές συνοικίες. Η κάθε κοινότητα είχε τη γλώσσα και τη θρησκεία της, δικό της σύστημα εκπαίδευσης καθώς και δικό της Οικογενειακό και Κληρονομικό Δίκαιο[26].
Η νέα βρετανική διοίκηση βελτίωσε σημαντικά τομείς κρατικής ευθύνης όπως η δικαιοσύνη, η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και οι υποδομές. Ωστόσο η συνεχιζόμενη φορολογική αφαίμαξη του πληθυσμο δημιουργούσε εντάσεις στην Αγγλική Διοίκηση, ενώ και η αντίθεση της βρετανίας στη διατήρηση των αρμοδιοτήτων και προνομίων που είχε αποκτήσει η Εκκλησία κατά την Οθωμανική κυριαρχία συνέβαλλαν στην επιδίωξη του αιτήματος για Ένωση από την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα[27].
Ως το 1914, η πάγια βρετανική απάντηση ήταν ότι η Κύπρος ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι η συνθήκη του 1878 δεν επέτρεπε ενέργειες προς την κατεύθυνση της ένωσης. Όταν η Τουρκία βγήκε στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις, η Αγγλία προσάρτησε την Κύπρο στη βρετανική επικράτεια το 1914 και την προσέφερε ως αντάλλαγμα στην Ελλάδα στην περίπτωση που λάμβανε μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ[28]. Η Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη υπό την επιρροή του φιλογερμανού Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ όμως προτίμησε να κρατήσει ουδέτερη στάση και να μην απαντήσει[29].
Με την άφιξή τους, οι Άγγλοι σύστησαν στην Κύπρο το Νομοθετικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν 9 εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων, 3 εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων και 6 διορισμένα μέλη. Η αναλογία ήταν τέτοια, ώστε οι ψήφοι των Τουρκοκυπρίων και των Άγγλων να ισούνται με αυτές των Ελληνοκυπρίων. Σε περίπτωση ισοψηφίας ο προεδρεύων Βρετανός Αρμοστής της Κύπρου είχε τη βαρύνουσα ψήφο, ενώ είχε και τη δυνατότητα με βασιλικά διατάγματα να παρακάμπτει εντελώς τις αποφάσεις του σώματος[30]. Αυτό ακριβώς έγινε τον Οκτώβριο του 1931, όταν ο Βρετανός Κυβερνήτης επεχείρησε να θέσει σε εφαρμογή νέο φορολογικό νομοσχέδιο που είχαν καταψηφίσει οι Ελληνοκύπριοι βουλευτές και ένας Τουρκοκύπριος βουλευτής. Τότε ξέσπασαν εκτεταμένες ταραχές, κατά τις οποίες οι Ελληνοκύπριοι ζητούσαν την ενσωμάτωση της Κύπρου στην Ελλάδα. Ο Ε. Βενιζέλος δήλωσε ότι το Κυπριακό ήταν εσωτερική υπόθεση της Βρετανικής Κυβέρνησης και αρνήθηκε να αναμειχθεί[31]. Οι Τουρκοκύπριοι από την άλλη, ενώ με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε αξίωση επί της Κύπρου[32], δεν ήθελαν να δουν το νησί να ενσωματώνεται στην Ελλάδα, όπως συνέβη με την Κρήτη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν η ελληνική πλειοψηφία κατάφερε πρώτα να αυτονομηθεί το 1898 και στη συνέχεια να ενσωματωθεί στην Ελλάδα το 1913.
Το 1947 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο γηραιός Μακάριος Β΄, ο οποίος στην ενθρόνισή του εκφώνησε ένθερμο λόγο υπέρ της ένωσης και τον επόμενο χρόνο ίδρυσε το «Εθναρχικόν Συμβούλιον προς προώθησιν του Εθνικού Ενωτικού Αγώνος»[33]. Το 1948 επίσης εκλέχτηκε Μητροπολίτης Κιτίου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ (κατά κόσμον Μιχαήλ Μούσκος) και πρώτος Πρόεδρος Δημοκρατίας μετά την ανεξαρτησία. Τον Ιανουάριο του 1950, ως προϊστάμενος του Γραφείου Εθναρχίας της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, οργάνωσε δημοψήφισμα στις εκκλησίες υπό την επίβλεψη των ιερέων. Το δημοψήφισμα είχε τη μορφή δημόσιας (φανερής) συλλογής υπογραφών[34][35]. Το 95,7% αυτών που είχαν δικαίωμα συμμετοχής υπόγραψαν υπέρ της ένωσης. Το ίδιο έτος εξελέγη ο ίδιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου.
Το 1949 τάχθηκε και το Α.Κ.Ε.Λ. ανοιχτά υπέρ της ένωσης. Μέσω οργανώσεων και Δημοτικών Συμβουλίων που έλεγχε, κατάγγειλε με υπόμνημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. την καταπίεση των Ελλήνων της Κύπρου από τους Βρετανούς προβάλλοντας ταυτόχρονα και το αίτημα για ένωση. Παράλληλα, κάλεσε την Ελληνική Κυβέρνηση «να υποστηρίξει τον πανελλήνιο πόθο για την ένωση της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα»[36]. Ωστόσο οι ιδεολογικές διαφορές με την Εκκλησία απέτρεψαν τη συνεργασία μεταξύ των δύο ισχυρότερων οργανώσεων του κυπριακού Ελληνισμού. «Οπαδοί δογμάτων αντίθετων προς τον Χριστιανισμό» διαγράφηκαν από τους ενοριακούς καταλόγους τις παραμονές των αρχιεπισκοπικών εκλογών και επίσης αποκλείστηκαν από το Εθναρχικό Συμβούλιο[37]. Το Α.Κ.Ε.Λ. απήχε καταγγέλοντας τις εκλογές ως «εκλογικό πραξικόπημα» και «μαύρη σελίδα της ιστορίας της Εκκλησίας»[38].
Ως τα 1950, η μαχητικότερη εκδήλωση ενδιαφέροντος των Τούρκων για την Κύπρο ήταν ένα ψήφισμα των φοιτητών της Κωνσταντινούπολης που εξέφραζε την αντίθεσή τους στην προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και την απειλή έκρηξης ταραχών[39]. Toν Αύγουστο του 1954 ο ηγέτης της τουρκοκυπριακής μειονότητας, Δρ. Φαζίλ Κιουτσούκ, (αργότερα ο πρώτος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας) δήλωνε ότι η Κύπρος έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία και να αφήσουν οι Άγγλοι στους Τούρκους τη διαχείριση του αιτήματος των Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση[40]. Δήλωνε ότι η Κύπρος είναι ιδιοκτησία της Τουρκίας, αγνοώντας πλήρως την πολιτική θέληση των κατοίκων του νησιού ωσάν να πρόκειται για αγοραπωλησία ακινήτων[40].
Το 1955 ξεκίνησε ένοπλος αγώνας κατά της Βρετανικής Κατοχής του νησιού από τους Ελληνοκύπριους κατοίκους υπό την ηγεσία της οργάνωσης ΕΟΚΑ με εντεταλμένο αρχηγό τον Κύπριο απόστρατο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Γεώργιο Γρίβα ή «Διγενή», η οποία έθετε ως στόχο την ενσωμάτωση της Κύπρου στο ελληνικό κράτος («Ένωσις»). Οι Τουρκοκύπριοι, μην επιθυμώντας την Ένωση του νησιού με την Ελλάδα, τάχθηκαν κατά της αυτοδιάθεσης (που θα οδηγούσε στην προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα) και συντάχθηκαν με τους Άγγλους. Η βρετανική πολιτική εκμεταλλεύτηκε το γεγονός και ο πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν παρότρυνε τον τουρκικό παράγοντα να εμπλακεί στο ζήτημα του μέλλοντος της Κύπρου[41]. Έτσι η Τουρκία, επικαλούμενη την προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, πέτυχε να καταστεί ισότιμος συνομιλητής για τη διευθέτηση του προβλήματος επιδιώκοντας να αποτρέψει την ένωση και τη συνακόλουθη επέκταση της ελληνικής επικράτειας στα νότια θαλάσσια σύνορά της[42]. Ήδη από το 1956, η Βρετανική Κυβέρνηση άρχισε να συζητά για χωριστή αυτοδιάθεση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ελπίζοντας να αποτρέψει την ένωση με την Ελλάδα[43]. Όταν άρχισε να διαγράφεται η πιθανότητα ανεξαρτητοποίησης, οι Τουρκοκύπριοι προέβαλαν το αίτημα για διαίρεση του νησιού σε δύο κράτη («taksim», διχοτόμηση) και η νέα Βρετανική Κυβέρνηση του Χάρολντ Μακμίλαν από τον Ιανουάριο του 1957 άρχισε να προετοιμάζει τη διχοτόμηση επιδιώκοντας ουσιαστικά να αναγκάσει τους Ελληνοκυπρίους να εγκαταλείψουν το αίτημα για αυτοδιάθεση[44]. Το 1955 ο Φαζίλ Κιουτσούκ είχε ιδρύσει το κόμμα «Η Κύπρος είναι Τουρκική» στην Κύπρο.
Οι Βρετανοί ενοχλημένοι από τη δράση της εκκλησίας εξόρισαν στις 9 Μαρτίου 1956 τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό στις Σεϋχέλλες για έναν χρόνο. Κατόπιν τους επετράπη να φύγουν από τις Σεϋχέλλες, όχι όμως και να γυρίσουν στην Κύπρο. Παράλληλα, οι ελληνικές κυβερνήσεις δίσταζαν να αντιπαρατεθούν με την Αγγλία λόγω της βοήθειας που αυτή είχε προσφέρει στα κυβερνητικά στρατεύματα εναντίον των κομμουνιστών από την απελευθέρωση και μετά. Χαρακτηριστική είναι η φράση, την οποία φέρεται να είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1950 (πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών) ως Υπουργός Εσωτερικών στον τότε δήμαρχο Λευκωσίας: «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού»[45]. Η κοινή γνώμη όμως και η Εκκλησία ήταν στο πλευρό των Ελληνοκυπρίων, γεγονός που δημιουργούσε πίεση στους πολιτικούς.
Η αντιπαλότητα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εξελίχθηκε το 1958 σε ανοικτή ένοπλη σύγκρουση με νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Επεισόδια είχαν σημειωθεί και παλιότερα, το 1912 και το 1956-1957, το καλοκαίρι του 1958 όμως η κλίμακα της εθνοτικής βίας ήταν πρωτοφανής, και επέδρασε καταλυτικά στην περαιτέρω εξέλιξη του Κυπριακού λόγω του ψυχολογικού κλίματος που δημιούργησε[46]. Η κλιμάκωση των διακοινοτικών συγκρούσεων δημιουργούσε επίσης την εντύπωση στο εξωτερικό ότι η συμβίωση των δύο κοινοτήτων ήταν αδύνατη[47].
Οι Τουρκοκύπριοι είχαν ήδη δημιουργήσει τις δικές τους μυστικές ένοπλες οργανώσεις, όπως τη Volkan ("Ηφαίστειο"). Αυτές το 1958 αντικαταστάθηκαν από την οργάνωση Τ.Μ.Τ. (Türk Mükavemet Teşkilatι, "Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση"), η οποία ιδρύθηκε από το Γενικό Επιτελείο του Τουρκικού Στρατού με αξιωματικούς και όπλα του τουρκικού στρατού και Τουρκοκύπριους εθελοντές[48]. Συνθήματα της ΤΜΤ ήταν "Η Κύπρος είναι τουρκική" και " Διχοτόμηση ή θάνατος"[47].
Ένα από τα πολλά συμβάντα σημειώθηκε στις 12 Ιουνίου 1958, όταν ένοπλοι Τουρκοκύπριοι σκότωσαν οκτώ Ελληνοκύπριους χωρικούς στο Κιόνελι.
Στις 18 Οκτωβρίου 1959, ακταιωρός του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού συνέλαβε ανοικτά της Καρπασίας το τουρκικό πλοιάριο «Ντενίζ», που μετέφερε μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών από την Τουρκία[49]. Αποκαλύπτοντας με δραματικό τρόπο τα τουρκοκυπριακά σχέδια διχοτόμησης και την ενεργή ανάμειξη της Τουρκίας σε αυτά, το επεισόδιο του «Ντενίζ» ενέτεινε τους φόβους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας. Από τον Ιανουάριο του 1959, παράλληλα με τα άλλα τουρκικά πλοιάρια που ήδη διεκπεραίωναν επί έξι μήνες οπλισμό, ξεκίνησε τις μυστικές μεταφορές οπλισμού και ένα 25 τόνων αλιευτικό τουρκικό πλοίο, που έμεινε γνωστό στην ιστορία με το όνομα «ΝΤΕΝΙΖ» και που, στα επιχειρησιακά σχέδια της ΤΜΤ, έφερε το κωδικό όνομα «Ελμάς». Το «ΝΤΕΝΙΖ», με καπετάνιο τον Ρεσάτ Γιαβούζ, μηχανικό τον Ογούζ Κόντογλου και ασυρματιστή τον μόνιμο αρχιλοχία διαβιβάσεων του τουρκικού στρατού Αλί Λεβέντ, ανακόπηκε από βρετανική ακταιωρό, φορτωμένο 6.000 βόμβες, 500 τυφέκια και ένα εκατομμύριο φυσίγγια, στις 18 Οκτωβρίου 1959, δηλαδή οκτώ μήνες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου κι ενώ η Κύπρος τελούσε ακόμα υπό αγγλική διοίκηση[50].
Με διαταγή του «εγκέφαλου» της ΤΜΤ ταγματάρχη Ισμαήλ Τάνσου (μέσω ασυρμάτου από την Άγκυρα) το πλήρωμα του «ΝΤΕΝΙΖ» προκάλεσε την αυτοβύθιση του σκάφους, ώστε «να μην ξεσπάσει διεθνές σκάνδαλο που θα έφερνε σε δύσκολη κατάσταση την τουρκική κυβέρνηση», όπως είπε ο ταγματάρχης Τάνσου. Όμως, η αγγλική ακταιωρός (mine-sweeper HMS Burmaston) πρόλαβε να περιμαζέψει από το αμπάρι του βυθιζόμενου «ΝΤΕΝΙΖ» δύο κιβώτια πυρομαχικών και να συλλάβει το τριμελές πλήρωμα του «αλιευτικού». Με παρέμβαση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού προς τον Άγγλο ομόλογό του, διευθετήθηκε ώστε οι τρεις συλληφθέντες, αφού παραδεχτούν τις κατηγορίες που διαμόρφωσε ο Άγγλος εισαγγελέας και καταδικαστούν από το αγγλικό δικαστήριο της Κύπρου σε 9 μηνών φυλάκιση, να αποσταλούν αυθημερόν στην Τουρκία προς «έκτιση της ποινής τους». Καθησυχάζοντας τον ταγματάρχη Τάνσου για την «σύλληψη» του «ΝΤΕΝΙΖ», ο υπουργός Ζορλού τον βεβαίωσε ότι «η αποκάλυψη της μεταφοράς οπλισμού ίσως συνετίσει τους Άγγλους να είναι πιο συγκαταβατικοί απέναντι στους Τούρκους»[50].
Οι εκκλήσεις του Μακαρίου και του Κιουτσούκ στις κοινότητές τους να παραδώσουν τα όπλα τους, δεν βρήκαν ανταπόκριση στους Τουρκοκύπριους. Αντίθετα έδωσαν την ευκαιρία στον Ραούφ Ντενκτάς να εναντιωθεί στον Κιουτσούκ και να αυξήσει την επιρροή της συγκρουσιακής μερίδας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.[46].
Φαινόμενα ενδοκοινοτικής βίας επίσης δεν έλειψαν. Με αφορμή δυο σοβαρά επεισόδια μεταξύ αριστερών και ανταρτών της ΕΟΚΑ που άφησαν δυο οπαδούς της Αριστεράς νεκρούς, το ΑΚΕΛ πραγματοποίησε τον Ιανουάριο του 1958 μαζικές συγκεντρώσεις, στις οποίες κατήγγειλε την ΕΟΚΑ για οργανωμένες επιθέσεις με στόχο το ίδιο το αριστερό κίνημα, και ζήτησε την παρέμβαση του Μακαρίου αλλά επανέλαβε παράλληλα την προσήλωσή του στον στόχο της Αυτοδιάθεσης-Ένωσης. Η ίδια η ΕΟΚΑ με ανακοινώσεις της απορρίπτει τις κατηγορίες, δικαιολογεί τη στάση των ανταρτών λέγοντας ότι ενήργησαν ενώ βρίσκονταν σε αυτοάμυνα και αναφέρει ότι στόχοι της ΕΟΚΑ είναι μόνο πρόσωπα που υποσκάπτουν τον Αγώνα ανεξαρτήτως ιδεολογίας.[51]. Το ζήτημα αυτό εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να διχάζει έντονα την κυπριακή κοινωνία.
Τελικά οι Βρετανοί ενέδωσαν στον ελληνοκυπριακό αγώνα και συναίνεσαν στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Τον Φεβρουάριο 1959 υπεγράφησαν μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες ιδρυόταν ανεξάρτητο κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία. Οι Συνθήκες τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960 μετά από μια δεκαοκτάμηνη μεταβατική περίοδο, ενδεικτική των δυσκολιών στην εφαρμογή τους, κατά την οποία συντάχθηκε το Σύνταγμα, συγκροτήθηκε ο διοικητικός μηχανισμός του νέου κράτους και ρυθμίστηκε το θέμα των κυρίαρχων Βρετανικών βάσεων στην Κύπρο[52].Η μεγάλη μερίδα της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας θεώρησε αυτή την εξέλιξη ως ένα οδυνηρό συμβιβασμό, που δεν ικανοποιούσε τους εθνικούς της πόθους και το αίτημα για αυτοδιάθεση και ένωση.[εκκρεμεί παραπομπή]
Αν και η ευφορία για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού ήταν μεγάλη, καμία από τις δύο κοινότητες δεν θεώρησε ότι οι συνθήκες ικανοποίησαν τους εθνικούς στόχους της ή ότι το καθεστώς που εγκαθίδρυαν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από ένα μεταβατικό στάδιο προς την ένωση (για τους Ελληνοκύπριους) ή τη διχοτόμηση (για τους Τουρκοκύπριους). Για την επίτευξη των τελικών στόχων τους συνέχισαν να εργάζονται και οι δύο κοινότητες, η μεν Ελληνοκυπριακή εκμεταλλευόμενη την πλειοψηφία της για να επιβάλει αποφάσεις που υπερέβαιναν τις συνθήκες, η δε Τουρκοκυπριακή εκμεταλλευόμενη τα προνόμια που της έδιναν οι συνθήκες για να παρεμποδίζει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων ώστε να φανεί ότι το ενιαίο κράτος των δύο εθνικών κοινοτήτων δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ανταποκρινόταν στα αιτήματα καμιάς από τις δύο εθνικές κοινότητες και υποσκαπτόταν και από τις δύο.
Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της, θέλοντας να δείξει πως μόνο με την κυριαρχία της στο νησί μπορούσαν να ζήσουν οι δύο κοινότητες ειρηνικά, δεν έβλεπε θετικά ούτε το ενιαίο ανεξάρτητο κράτος ούτε τη διχοτόμηση σε δύο ανεξάρτητα κράτη (ή κράτη που θα ενώνονταν με τις μητροπολιτικές χώρες των κοινοτήτων τους). Οι ΗΠΑ τέλος έβλεπαν με καχυποψία ένα νέο ανεξάρτητο κράτος στην Ανατολική Μεσόγειο, που έφευγε από την κυριαρχία μιας χώρας του ΝΑΤΟ και μπορούσε να προσχωρήσει στο Κίνημα των Αδεσμεύτων ή ακόμα και στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.
Παρά την ανεξαρτησία δεν διαλύθηκαν οι ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες, οι οποίες συνέχισαν τη δράση τους, και οι προσπάθειες των αρχών να εντοπίσουν παράνομα όπλα και πυρομαχικά δεν είχαν επιτυχία. Η Τ.Μ.Τ. πραγματοποίησε δολοφονίες Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν στη Βρετανική αποικιακή Αστυνομία και εργάζονταν για τον εντοπισμό παράνομου οπλισμού στην κοινότητά τους[53]. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, ο Μακάριος με πρωην αγωνιστές της ΕΟΚΑ και τότε μέλη του υπουργικού συμβουλίου, ίδρυσε την ένοπλη μυστική οργάνωση Ακρίτας.[54]
Ο πρωταρχικός στόχος που επιτεύχθηκε από τους Τούρκους από το 1958 μέχρι και το 1959 ήταν ο εξοπλισμός, η εκπαίδευση και η οργάνωση, δύναμης 5.000 μαχητών της ΤΜΤ στην Κύπρο. Το 1960 ο οπλισμός που μεταφέρθηκε λαθραία από την Τουρκία στην Κύπρο, εξόπλιζε δύναμη 10.000. Σ’ αυτό το σημείο, είναι σημαντικά τα στοιχεία που αποκαλύφθηκαν 47 χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Μάνου Ηλιάδη «Το Απόρρητο Ημερολόγιο της ΚΥΠ για την Κύπρο» - 2007. (ΚΥΠ: Η ελλαδική «Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών»). Το βιβλίο περιέχει αντίγραφα γραπτών υπηρεσιακών εκθέσεων, που έστελνε το κλιμάκιο της ελλαδικής ΚΥΠ από την Κύπρο στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ στην Αθήνα και που επιβεβαιώνουν με πλήθος λεπτομερειών πολλά στοιχεία για την ΤΜΤ, όπως τα αφηγούνται οι Τούρκοι πρωταγωνιστές και τουρκικές πηγές. Επί του θέματος των μυστικών τουρκικών εξοπλισμών, περιέχει και τα εξής στοιχεία: «Εκ των μέχρι τούδε υφισταμένων στοιχείων προκύπτει ότι, εκτός των εις χείρας των Τουρκοκυπρίων αστυνομικών και επικουρικών αστυνομικών περιστρόφων της βρετανικής διοικήσεως, η τουρκοκυπριακή μαχητική οργάνωσις ΤΜΤ διέθετε την εποχή της συνάψεως των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου μόνον 950 πιστόλια και περίστροφα. Ταύτα η ΤΜΤ. επρομηθεύθη, αρχομένου του 1957, και κατά τη διάρκειαν του 1958 εκ Τουρκίας, μέρος δε τούτων επωλήθησαν επιτοπίως υπό των Βρεττανών εις τας τουρκικάς οργανώσεις ΒΟΛΚΑΝ και ΤΜΤ. Εν συμπεράσματι, την εποχήν της συνάψεως των περί Κύπρου Συμφωνιών, η ΤΜΤ δεν διέθετε άνω των 1.000 πιστολίων και περιστρόφων. Κατά το εξάμηνον διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 1959 – Ιουλίου 1959 λαθραίως εισήχθησαν υπό των Τουρκοκυπρίων 6.000 όπλα, ήτοι βαρέα πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, τυφέκια, πιστόλια και περίστροφα, ως και όλμοι των 2 και τριών ιντσών, ανελθόντος, ούτω, κατά Ιούνιον 1959 του αριθμού των υπό της τουρκικής κοινότητος κατεχομένων όπλων εις 7.000, μετά μεγάλου αριθμού σφαιρών. Μετά τον Ιούλιον 1959 μέχρι 2 Σεπτεμβρίου 1960 εσυνεχίσθη εις μεγάλην κλίμακα η λαθραία εισαγωγή όπλων και πυρομαχικών υπό Τουρκοκυπρίων, ώστε σήμερον να πιστεύεται ότι οι Τουρκοκύπριοι διαθέτουν όπλα ανερχόμενα εις 10.000 τεμάχια…». Οι Τούρκοι εξοπλίζονταν μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας 16 Αυγούστου 1960[55].
Το πολίτευμα που προέβλεπαν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου ήταν ιδιαίτερα δύσκαμπτο και στηριζόταν όχι στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπως όλα τα σύγχρονα πολιτεύματα, αλλά στη δυαδική αρχή[56], δηλαδή στη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τις οποίες διαχώριζε το Σύνταγμα με βάση την καταγωγή, τη γλώσσα, την πολιτιστική ταυτότητα ή τη θρησκεία. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος, ενώ ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, με καθέναν από τους δύο να έχει δικαιώματα αναπομπής ή ακόμα και αρνησικυρίας (βέτο) στις αποφάσεις οποιουδήποτε πολιτειακού οργάνου. Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο και η Βουλή των Αντιπροσώπων επίσης απαρτίζονταν από μέλη και των δύο κοινοτήτων με αναλογία 7 προς 3. Αντίστοιχη αναλογία έπρεπε να εφαρμοστεί και στη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης. Εκείνο που δεν προέβλεπε ουσιαστικά το Σύνταγμα ήταν η επίλυση διαφωνιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η δυνατότητα αναθεώρησής του[57]. Συνολικά, το Σύνταγμα λειτούργησε διχαστικά καθώς εμφάνιζε σε όλες τις περιπτώσεις δύο χωριστούς φορείς κρατικής εξουσίας που αισθάνονταν υπόλογοι στις οικείες εθνικές κοινότητές τους και ποτέ ένα ενιαίο κράτος υπόλογο στο σύνολο του κυπριακού λαού[58]. Έτσι, δεν άργησαν να έρθουν τα πρώτα αδιέξοδα στην εξωτερική πολιτική, τη στελέχωση δημοσίων υπηρεσιών, την οργάνωση κυπριακού στρατού, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα οικονομικά και άλλα ζητήματα.
Αποτέλεσμα όλων των προαναφερθέντων διαφωνιών ήταν τελικά να μην λειτουργούν κρίσιμοι τομείς κρατικής ευθύνης και κατ' επέκταση το κράτος και το πολίτευμα. Στο μεταξύ ο Μακάριος, με δημόσιες δηλώσεις του δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του για το καθεστώς της Ζυρίχης αλλά και για την αποτυχία του ενωτικού αγώνα. Οι δηλώσεις αυτές μπορεί να είχαν ως στόχο την ικανοποίηση του αισθήματος των οπαδών του, ενέτειναν όμως την καχυποψία των Τουρκοκυπρίων ως προς τις πραγματικές προθέσεις της Ελληνοκυπριακής πλευράς. Η Τουρκική προπαγάνδα[66][67][68][69] παρουσιάζει τον Μακάριο να έχει διακηρύξει σε ομιλία που δήθεν έδωσε στη γενέτειρα του Παναγιά στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 την εθνοκάθαρση της Τουρκοκυπριακής μειονότητας. Η αναφορά αυτή όμως είναι ανυπόστατη αφού δεν επιβεβαιώνεται από οποιαδήποτε πρωτογενή πηγή ενώ από τον ελληνοκυπριακό τύπο της εποχής[70] ο οποίος παρακολουθούσε στενά τις δραστηριότητες και κινήσεις του Μακαρίου προκύπτει ότι ο Μακάριος δεν είχε επισκεφθεί την Παναγιά στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 ούτε και είχε εκφώνηση οποιαδήποτε ομιλία τη μέρα εκείνη. Την ίδια περίοδο ο Ντεκτάς διακήρυττε προκλητικά σε ομιλία του στο χωριό Μορά στις 3 Νοεμβρίου 1962: «Αυτοί που λεν ότι η Κύπρος είναι Ελληνική ξέρουν καλά ότι είναι Τουρκική και βαμμένη με Τουρκικό αίμα»[71] ενώ σε άλλη ομιλία του στην τελετή αποκατάστασης του τεμένους του Μπαϊρακατάρη στη Λευκωσία στις 28 Δεκεμβρίου 1962 δήλωνε: «Καταστήσατε αυτά τα χώματα μέρος της μητέρας πατρίδας και μας διδάξατε πως να πεθαίνουμε για αυτή. Η Τουρκική νεολαία έχει ορκιστεί στους τάφους σας να μην επιτρέψει ποτέ να κυματίσει άλλη σημαία από την Τουρκική»[71].
Στις 21 Απριλίου 1966 η εφημερίδα "Πατρίς", φιλικά προσκείμενη στο Γεώργιο Γρίβα, δημοσίευσε το απόρρητο "Σχέδιο Ακρίτας"[72], το οποίο φέρεται να είχε εκπονηθεί τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου από τον Υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Κυβέρνησης Πολύκαρπο Γεωρκάτζη εν γνώσει του Μακάριου. Ο Γεωρκάτζης φέρεται να είχε συστήσει μυστική οργάνωση, της οποίας ηγείτο με το ψευδώνυμο «Ακρίτας» [73]. Το σχέδιο απευθυνόταν στα μέλη της οργάνωσης και η δημοσίευσή του πρέπει να οφείλεται στη διαμάχη Γρίβα-Μακάριου. Η ύπαρξη του σχεδίου αυτού δε διαψεύστηκε (ούτε επιβεβαιώθηκε) από την Κυπριακή Κυβέρνηση[74]. Στην οργάνωση του Γεωρκάτζη φέρεται να ήταν μέλος και ο μέχρι πρότινος Πρόεδρος της Κύπρου Τάσος Παπαδόπουλος.
Το κείμενο ήταν ανάλυση των στόχων της ελληνοκυπριακής πολιτικής και των μεθόδων που έπρεπε να ακολουθηθούν, για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Τελικός στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μετά την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, θα έπρεπε πρώτα να αποδεσμευθεί η Κύπρος από αυτές τις Συνθήκες. Για να μπορέσει να αποδεσμευθεί η Κύπρος από τις συνθήκες θα έπρεπε να καταδειχθεί ότι η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό με τις συνθήκες αυτές δεν ήταν δίκαιη και δεν έλυσε το πρόβλημα. Έπρεπε δηλαδή να προβληθούν και να τονιστούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος και των Συνθηκών. Πολιτειακές δυσλειτουργίες θα εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να περάσει προς τη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι, ενώ η συμβίωση των δύο κοινοτήτων είναι εφικτή, επικρατούσα είναι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία θα όφειλε να είναι και ο βασικός συνομιλητής. Δεύτερος άμεσος στόχος ήταν, αφού καταδειχθούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος, να καταστεί δυνατή η τροποποίησή του χωρίς τη συναίνεση ξένων κρατών. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να παρουσιαστεί η τροποποίηση του Συντάγματος ως απόρροια του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και να μη συνδεθεί με την Ένωση, για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Σε πρώτη φάση θα τροποποιούνταν οι διατάξεις που έδιναν δικαίωμα βέτο στους Τουρκοκυπρίους και θα αντικαθίσταντο από εγγυήσεις για τη μειονότητα. Η τελική φάση του σχεδίου προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την Ένωση με την Ελλάδα. Το σχέδιο αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας μόνο ως άμυνα στις αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων.
Οι Τουρκοκύπριοι εξέλαβαν το κείμενο αυτό ως κατευθυντήριες γραμμές για την γενοκτονία των Τ/κ, με κυβερνητική μάλιστα πρωτοβουλία.
Όταν ξέσπασαν οι ταραχές του Δεκεμβρίου 1963, στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του αντιπροέδρου Κιουτσούκ βρέθηκαν μυστικά έγγραφα που περιέγραφαν τα σχέδια των Τουρκοκυπρίων[75]. Το πρώτο από αυτά είχε υποβληθεί στον αντιπρόεδρο και περιέγραφε ένα «εθνικό πλάνο» «για να αποκτήσουν» οι Τουρκοκύπριοι «την πλήρη ελευθερία τους». Μεταξύ άλλων, το έγγραφο χαρακτήριζε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου «προσωρινό ενδιάμεσο σταθμό» που έγινε αποδεκτός επειδή «αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της Τουρκίας στην Κύπρο» και επέτρεπαν στους Τουρκοκυπρίους να ετοιμαστούν ώστε «να εκμεταλλευθούν τις γκάφες και τα λάθη των Ελλήνων» περιμένοντας «τη μέρα που θα αποφασίσουν να καταγγείλουν τις συμφωνίες, οπότε θα αποκτήσουμε την πλήρη ελευθερία μας». Για μια σειρά επώνυμους Τουρκοκυπρίους που αντιδρούσαν στη διχαστική πολιτική, το έγγραφο ανέφερε ότι «αν δεν πιστεύουν στον εθνικό αγώνα μας, πρέπει να τους αναγκάσουμε να σιωπήσουν».
Στο χρηματοκιβώτιο του Κιουτσούκ βρέθηκε και άλλο έγγραφο με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 και τις υπογραφές των Κιουτσούκ και Ντενκτάς. Το έγγραφο προέβαινε σε απολογισμό των τριών χρόνων ανεξαρτησίας και προέβλεπε ότι «Οι Έλληνες ίσως καταγγείλουν ή προσπαθήσουν να καταργήσουν τις συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης και το σύνταγμα». Το ενδεχόμενο αυτό θα έπρεπε να απαντηθεί από την τουρκοκυπριακή κοινότητα με την «εγκαθίδρυση μιας Τουρκικής Δημοκρατίας». Μεταξύ άλλων βημάτων προβλεπόταν επίσης ότι «όταν αρχίσει η σύγκρουση, η διασκορπισμένη σ' όλο το νησί τουρκική κοινότητα πρέπει να συγκεντρωθεί διά της βίας σε μια περιοχή και να υποχρεωθεί να την υπερασπίσει». Η εγκαθίδρυση χωριστού κράτους συστήνεται όμως και για την περίπτωση που «οι Έλληνες συνεχίσουν την ... de facto κατάργηση του συντάγματος». Στη συνέχεια εξετάζονται τρόποι ώστε «να κάνουμε ακόμα πιο δύσκολη στους Έλληνες την εφαρμογή του συντάγματος σε κάθε τομέα» και προτείνεται επίσης «ν' αυξηθεί όσο γίνεται ο πληθυσμός των Τούρκων του νησιού με την είσοδο δήθεν τουριστών από την Τουρκία». Το έγγραφο κλείνει με τη βεβαιότητα πως θα εκδηλωθεί αργά ή γρήγορα συνταγματική κρίση και πως «μέχρι τότε, οι Έλληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες σ' συτό το θέμα κι είναι φανερό από τώρα ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους».
Η κρίση πράγματι ξέσπασε στα τέλη του 1963. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα (τα λεγόμενα «Δεκατρία Σημεία»), που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό. Οι τροποποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας[76]. Οι τουρκοκύπριοι το εξέλαβαν ως απόπειρα για μείωση της δικοινοτικότητας του κράτους.
Η Τουρκική Κυβέρνηση στις 17 Δεκεμβρίου επέδωσε υπόμνημα στον Μακάριο, με το οποίο απέρριπτε τα «Δεκατρία Σημεία»[77]. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της.
Λόγω των βίαιων γεγονότων που ακολούθησαν, με καταλυτικές συνέπειες στην πορεία του Κυπριακού, η πρόταση των Δεκατριών Σημείων του Μακαρίου έχει γίνει επανειλημμένα αντικείμενο αναλύσεων και κριτικής αποτίμησης. Οι περισσότεροι αναλυτές τείνουν να τη θεωρούν λανθασμένη κίνηση, τόσο στον χρόνο που εκδηλώθηκε όσο και στην ουσία της[78]. Η χρονική συγκυρία που επέλεξε ο Μακάριος για την πρωτοβουλία του ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Στις 17 Ιουνίου 1963, μετά από διαφωνία με τα ανάκτορα, είχε πέσει στην Ελλάδα η Κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία είχε εκφράσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την αντίθεσή της σε αλλαγή των Διεθνών Συμφωνιών για την Κύπρο ήδη από τον Απρίλιο του 1963[79]. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 ανέδειξαν νικητή τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά χωρίς κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Έτσι παρατάθηκε η κυβερνητική αστάθεια στην Ελλάδα. Όταν έληξε, τον Φεβρουάριο του 1964, η Κύπρος βρισκόταν στη δίνη των διακοινοτικών ταραχών και των συνεπειών τους. Σε όσες διεθνείς διασκέψεις είχαν γίνει ως τότε για την αντιμετώπιση της κρίσης, η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Από την βρετανική πλευρά, ο Μακάριος έλαβε όχι μόνο την ενθάρρυνση του Ύπατου Αρμοστή (Πρέσβη της Μ. Βρετανίας στην Κύπρο) Άρθουρ Κλαρκ, ο οποίος ενέκρινε τις προτάσεις του Μακαρίου, αλλά και ενδείξεις ότι η Βρετανική Κυβέρνηση θα βοηθούσε να γίνουν δεκτές για συζήτηση στην Άγκυρα[80]. Ωστόσο, η βρετανική θέση για το θέμα δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο απλή όσο πίστεψε ή ήθελε να πιστέψει ο Μακάριος[81].
Το ψυχολογικό κλίμα μέσα στο οποίο λήφθηκε η απόφαση για την πρόταση συνταγματικών μεταρρυθμίσεων διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό και η λαϊκιστική καταδίκη των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου τόσο από το Κέντρο και την Αριστερά στην Ελλάδα όσο και από τον Γρίβα και τους οπαδούς του στην Κύπρο[82]
Τη συνταγματική κρίση διαδέχονται αιματηρές διακοινοτικές ταραχές με αφορμή αστυνομικό έλεγχο Τουρκοκυπρίων από Ελληνοκύπριους αστυνομικούς. Στις αρχές Δεκεμβρίου 1963, έφθασαν στον υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γιωρκάτζη βάσιμες πληροφορίες ότι επίκειται η διανομή 300 αυτόματων όπλων από τον τουρκοκυπριακό τομέα Λευκωσίας σε Τουρκοκύπριους εκτός της πόλης. Ο πληροφοριοδότης έδωσε και τους αριθμούς κυκλοφορίας των αυτοκινήτων[83]. Οι υποψίες ενισχύθηκαν όταν οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί πρότειναν ως μέτρο βελτίωσης των διακοινοτικών σχέσεων τη διενέργεια αστυνομικών ελέγχων σε αυτοκίνητα μόνο από αστυνομικούς της ίδιας κοινότητας με τους επιβάτες. Το Υπουργικό Συμβούλιο επέμεινε, ωστόσο, να διατηρηθούν οι μικτές περίπολοι και οι μικτοί έλεγχοι, ενώ ο διοικητής της Τ.Μ.Τ. Bozkurt έδωσε εντολή να μην σταματούν τα τουρκοκυπριακά αυτοκίνητα ή να αρνούνται την έρευνα της αστυνομίας[84].
Στις 21 Δεκεμβρίου, αστυνομική περίπολος επιχείρησε να ερευνήσει αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν Τουρκοκύπριοι στα όρια της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής συνοικίας της παλιάς πόλης. Οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να υποβληθούν σε έρευνα, ακολουθώντας τις οδηγίες της Τ.Μ.Τ. και το επεισόδιο εξελίχθηκε σε συμπλοκή μεταξύ του υουρκυπριακού πλήθους που άρχισε να συγκεντρώνεται στο σημείο του συμβάντος και των Ελληνοκύπριων αστυνομικών με αποτέλεσμα τον θάνατο δύο Τουρκοκυπρίων[85]. Αυτή ήταν η σπίθα για την αναμενόμενη έκρηξη[86]. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα καθώς πλήθος Τουρκοκυπρίων, πολλοί από τους οποίους ένοπλοι, άρχισε να περιφέρεται ανεξέλεγκτα στους δρόμους της παλιάς πόλης. Οι αρχικές εκκλήσεις του Προέδρου Μακαρίου και του Αντιπρόεδρου Κιουτσούκ αγνοήθηκαν και μέχρι το απόγευμα οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και σε άλλες συνοικίες της πρωτεύουσας. Μέχρι το επόμενο πρωί τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν στη Λάρνακα. Παρά την αρχική αισιοδοξία για εκτόνωση της κρίσης, οι συγκρούσεις αναζωπυρώνονται στη Λευκωσία το επόμενο πρωί, όταν Ελληνοκυπριακές οικογένειες που κατοικούσαν στο στρατηγικής σημασίας προάστιο της Ομορφίτας, που κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους, δέχεται σφοδρή επίθεση από Τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες. Λίγο μετά, οι συγκρούσεις επεκτείνονται και στην Αμμόχωστο όταν Τουρκοκύπριοι χωροφύλακες επιχειρούν να καταλάβουν το αρχηγείο της χωροφυλακής. Συγκρούσεις αναφέρονται επίσης στην Κερύνεια[87].
Η κατάσταση πλέον οδηγείται σε επικίνδυνη κλιμάκωση με την ΤΟΥΡΔΥΚ (το Τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο με βάση τη Συνθήκη Συμμαχίας) να βγαίνει, την ημέρα των Χριστουγέννων, από το στρατόπεδο της και να συμμετέχει στις συγκρούσεις υποστηρίζοντας την προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων ενόπλων να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους γύρω από το Τουρκοκυπριακό χωριό Ορτάκιοϊ. Η ΕΛΔΥΚ εγκαταλείπει και αυτή το στρατόπεδο της προς υποστήριξη των Ελληνοκυπρίων αλλά επιστρέφει σε αυτό όταν ο Πρόεδρος Μακάριος αποδέχεται την κοινή παρέμβαση των Εγγυητριών Δυνάμεων για εκτόνωση της κρίσης.[88] Στις 26 Δεκεμβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή πλευρά παραδίδει στον Ερυθρό Σταυρό 800 γυναικόπαιδα Τουρκοκύπριους, που είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή των μαχών, κυρίως στην περιοχή Ομορφίτας.[89] Παράλληλα η Τουρκοκυπριακή πλευρά παραδίδει 26 Ελληνοκύπριους[90].
Στις 30 Δεκεμβρίου 1963 υπογράφηκε η πρώτη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός. Με την ίδια συμφωνία χαράχθηκε και η Πράσινη Γραμμή κατά μήκος του κέντρου της Λευκωσίας για να χωρίσει τις βόρειες τουρκοκυπριακές από τις νότιες ελληνοκυπριακές συνοικίες της[91]. Ως ειρηνευτική δύναμη παρεμβλήθηκαν ανάμεσα στους αντιμαχόμενους Βρετανοί στρατιώτες των βάσεων αναλαμβάνοντας το ρόλο του μεσολαβητή που επεδίωκαν εξαρχής. Ωστόσο, την 1 Ιανουαρίου 1964, ομάδα περίπου 12 Τούρκων επιτέθηκε στη Μονή Παναγίας Γαλακτοτροφούσας κοντά στο χωριό Κόρνο και δολοφόνησε 3 μοναχούς (εκ των οποίων ο ένας 12χρονος δόκιμος) και τραυμάτισε άλλα 6 άτομα.[92][93]
Στις 15 Ιανουαρίου 1964 συνήλθε στο Λονδίνο, κάτω από την πίεση της αμερικανικής και της βρετανικής κυβέρνησης, η αποκαλούμενη Πενταμερής Διάσκεψη, με τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας, της Τουρκίας, της Ελλάδας και ανά ενός εκπροσώπου των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Η μη πρόσκληση της κυπριακής κυβέρνησης υποδήλωνε και τους στόχους των διοργανωτών της, που ήταν η κατάλυση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην Πενταμερή Διάσκεψη, οι Τουρκοκύπριοι δεν ζητούσαν πια απλές ενισχύσεις των εγγυήσεων για την τήρηση του Συντάγματος αλλά τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων με μετακίνηση πληθυσμών και την ομοσπονδοποίηση του κράτους. Αντίστοιχα, ούτε και οι Ελληνοκύπριοι ζήτησαν απλές τροποποιήσεις του Συντάγματος αλλά επεδίωξαν την ενοποίηση του κράτους και την κατάργηση των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου[94]. Η υπέρβαση, και από τις δύο πλευρές, των αιτημάτων που είχαν προκαλέσει αρχικά την κρίση καθώς και η σπουδή τους, στο τραπέζι των συνομιλιών, να προτείνουν πολύ ευρύτερα μέτρα που ουσιαστικά καταργούσαν τις συνθήκες και το Σύνταγμα, δείχνει με τον πιο σαφή τρόπο πόσο λίγο ενδιέφερε και τις δύο πλευρές η τήρηση των Συμφωνιών. Το αποτέλεσμα ήταν η συνδιάσκεψη να οδηγηθεί ουσιαστικά σε αδιέξοδο και αποτυχία[95]. Από τις 30 Δεκεμβρίου 1963 ο δρ Κιουτσούκ είχε ήδη διακηρύξει ότι "το Σύνταγμα είναι νεκρό" και ότι δεν υπήρχε πλέον προοπτική συνύπαρξης των δυο κοινοτήτων στην Κύπρο [96]. Σε συνέντευξη του στη Le Monde στις 10 Ιανουαρίου 1964 προχώρησε ακόμα ένα βήμα. "Θέλουμε" ανέφερε "χωριστό κράτος. Ήδη προχωρούμε προς την κατεύθυνση της δημιουργίας χωριστής διοίκησης, έχουμε δική μας αστυνομία και τηλεπικοινωνίες. Μετά τη Συνδιασκεψη του Λονδίνου, θα επεκτείνουμε την αυτονομία μας. Σε ότι αφορά εμάς, η Κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου δεν υφίσταται πλέον"[97].
Ο Βρετανός υπουργός των Κοινοπολιτειακών Σχέσεων Ντάνκαν Σαντς πρότεινε ευθέως την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, πράγμα που απέρριψε η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση, αφού ο Μακάριος αποτελούσε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των Αδεσμεύτων. Στις 21 Ιανουαρίου υποβλήθηκε το πλήρες σχέδιό του, στο οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ αλλά είχε έντονα διχοτομικά στοιχεία, καθώς αφαιρούσε ουσιώδεις τομείς της δημόσιας ζωής από τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης του νησιού. Οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν, προκαλώντας την οργή του βρετανικού Τύπου, ο οποίος πρότεινε πλέον τη διανομή της Κύπρου μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας.
Οι Αμερικανοί, ανήσυχοι από το διαφαινόμενο αδιέξοδο, παρενέβησαν. Ο υφυπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Τζορτζ Μπολ, σε συνεργασία με τον Ντάνκαν Σαντς, συνέβαλε καθοριστικά στην εκπόνηση ενός νέου σχεδίου, το οποίο έμεινε στην ιστορία ως Αγγλοαμερικανικό και κατατέθηκε στη διάσκεψη στις 31 Ιανουαρίου. "Θα εγκατασταθεί εν Κύπρω ειρηνευτική δύναμις, ήτις θα αποτελήται από στρατεύματα των χωρών του ΝΑΤΟ" ανέφερε το πρώτο από τα 13 συνολικά σημεία του σχεδίου. Οι Τούρκοι και οι Τουρκοκύπριοι το αποδέχτηκαν, ζητώντας ο αριθμός των τουρκικών στρατευμάτων που θα μετείχαν στην ειρηνευτική δύναμη να είναι "ιδιαίτερα αυξημένος". "Η Βασιλική Κυβέρνησις της Ελλάδος επιθυμεί να εκφράση την κατ' αρχήν αποδοχήν της προτάσεως" ανέφερε επίσης το απαντητικό έγγραφο του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Ιωάννη Παρασκευόπουλου, το οποίο καταρτίστηκε έπειτα από σύσκεψη υπό την προεδρία του διαδόχου Κωνσταντίνου, με συμμετοχή μελών της κυβέρνησης και των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων. Στη συνέχεια η ελληνική απάντηση εισηγήθηκε ορισμένες τροποποιήσεις.
Αντίθετα, η απάντηση του Μακαρίου στις 4 Φεβρουαρίου ήταν αναλυτική αλλά κατηγορηματική: "Οι προτάσεις αυτές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές".
Μετά την απορριπτική στάση της ελληνοτουρκικής πλευράς έληξαν άκαρπες οι εργασίες της Πενταμερούς στις 10 Φεβρουαρίου.
Στο μεταξύ το αγγλοαμερικανικό σχέδιο νατοποίησης της Κύπρου προκάλεσε σφοδρή αντίδραση της Ε.Σ.Σ.Δ. Ο Νικίτα Χρουστσόφ, με επιστολές του προς τις κυβερνήσεις των Η.Π.Α., της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας, κατήγγειλλε την "ιμπεριαλιστική πολιτική του ΝΑΤΟ" και προειδοποίησε ότι η Μόσχα δεν θα έμενε αδιάφορη αν επιχειρηθεί οποιαδήποτε επέμβαση στην Κύπρο.
Οι Αμερικανοί ανησυχούσαν από το αυξανόμενο σοβιετικό ενδιαφέρον και προσπάθησαν να εκβιάσουν την επιβολή λύσης σύμφωνης με τα συμφέροντα της Δύσης. Έτσι, ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ, με επιστολή του Λίντον Τζόνσον προς τον Μακάριο ανά χείρας, έσπευσε στη Λευκωσία. Ελάχιστα 24ωρα πριν από τις ελληνικές εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου, ο Τζορτζ Μπολ παρουσίασε διαδοχικά δύο εκδοχές ενός αμερικανικού σχεδίου για το Κυπριακό, στις 12 και 13 Φεβρουαρίου. Ακολούθησαν εξαιρετικά φορτικές πιέσεις και θυελλώδεις συζητήσεις, αλλά ο Μακάριος ήταν άκαμπτος, καθώς η ουσία των προτάσεων Μπολ παρέμενε η ουσιαστική υπαγωγή της Κύπρου στον έλεγχο του ΝΑΤΟ, με παράλληλο παραμερισμό της κυπριακής κυβέρνησης.
Δεν πέρασαν ούτε δέκα μέρες από τη θριαμβευτική νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου και σημειώθηκαν οι πρώτες τριβές στις σχέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Μακάριο. "Κινδυνεύομεν να πληροφορούμεθα τας Υμετέρας πρωτοβουλίας ως αναγνώσται του διεθνούς τύπου" ανέφερε μεταξύ άλλων σε επιστολή του στις 25 Φεβρουαρίου προς τον Μακάριο ο Γεώργιος Παπανδρέου, όπου διετύπωσε για πρώτη φορά σε ήπια μορφή και τη θεωρία του "εθνικού κέντρου" και του "προβαδίσματος" της Αθήνας απέναντι στη Λευκωσία.
Ο Μακάριος απάντησε με μακροσκελέστατη επιστολή την 1η Μαρτίου και αποκάλυψε ότι οι Βρετανοί όχι μόνο ήταν εκ των προτέρων εν γνώσει των "13 σημείων" της μοιραίας κίνησης μονομερούς αναθεώρησης του κυπριακού Συντάγματος εκ μέρους του αρχιεπισκόπου, αλλά και τον ενθάρρυναν προς την κατεύθυνση αυτή.
"Κατά τον παρελθόντα Νοέμβριον έλαβον διά του Βρετανού υπάτου αρμοστού μήνυμα του υπουργού Κοινοπολιτειακών Σχέσεων κ. Ντάνκαν Σαντς ότι συνεφώνει προς την επιδιωκομένων τροποποίησιν ορισμένων συνταγματικών διατάξεων... Συνεβούλευε δε να ετοιμάσω άνευ καθυστερήσεων έγγραφον περιλαμβάνον τας κατά την γνώμην μου καταργητέας ή τροποποιητέας διατάξεις... Με την συμβουλήν αυτήν και παρότρυνσιν του κ. Σαντς ητοίμασα το γνωστόν έγγραφον με τα 13 σημεία των προτάσεών μου. Έθεσα τούτο υπ' όψιν του Βρετανού υπάτου αρμοστού, όστις, αφού συνεννοήθη, ως αντιλαμβάνομαι, μετά της κυβερνήσεώς του, έκαμεν ορισμένες εισηγήσεις επί τινων σημείων. Απεδέχθην τας εισηγήσεις του και εν συνεργασία μετ' αυτού εγένετο η τελική διατύπωσις του εγγράφου... Τα επακολουθήσαντα διέψευσαν, δυστυχώς, τας επί της βρετανικής κυβερνήσεως ελπίδας μου, της οποίας εν προκειμένω η στάσις ουδόλως υπήρξεν ειλικρινής", ανέφερε ο Μακάριος μεταξύ άλλων στην αποκαλυπτική επιστολή του.
Στο μεταξύ, έπειτα από αίτηση της κυπριακής κυβέρνησης, είχε αρχίσει από τις 18 Φεβρουαρίου η συζήτηση του Κυπριακού στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Στις 4 Μαρτίου εκδίδει ομόφωνα το υπ' αριθμ. 186 ψήφισμα, με το οποίο καλούσε όλα τα κράτη-μέλη "να απόσχουν από κάθε ενέργεια ή απειλή ενέργειας που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση στην κυρίαρχη Δημοκρατία της Κύπρου ή να θέσει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη", υπενθυμίζοντας ότι "όλα τα μέλη πρέπει να απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από απειλή ή χρήση βίας εναντίον της ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους". Ταυτόχρονα αποφάσισε τη συγκρότηση ειρηνευτικής δύναμης του Ο.Η.Ε. και όχι του ΝΑΤΟ, εγκαθιστώντας για πρώτη φορά στην Κύπρο ειρηνευτική δύναμη 7.000 ανδρών, την ΟΥΝΦΙΚΥΠ[98].
Επρόκειτο για σοβαρή νίκη της Κύπρου, στην οποία αντέδρασαν με ένοπλες προκλήσεις οι Τουρκοκύπριοι, την επόμενη κιόλας ημέρα. Στις 5 Μαρτίου κινήθηκαν προς το χωριό Τέμπλος, που βρίσκεται 3 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, με στόχο να επεκτείνουν τον θύλακο Λευκωσίας και να εξασφαλίσουν διέξοδο προς τη θάλασσα. Ταυτόχρονα προβοκάτορες τοποθέτησαν βόμβα στην τουρκική κοινοτική Βουλή, ενώ στις 7 Μαρτίου Τουρκοκύπριοι επιτέθηκαν στον ελληνικό τομέα της Πάφου, σκοτώνοντας επτά Ελληνοκύπριους, τραυματίζοντας περισσότερους και παίρνοντας ομήρους. Ακολούθησε μετά διήμερο αντεπίθεση της κυπριακής αστυνομίας, αιματοχυσία, ανακατάληψη περιοχών, απελευθέρωση ομήρων, αλλά και σύλληψη, στις 9 Μαρτίου, Τουρκοκυπρίων ομήρων: τεσσάρων ανδρών, πέντε γυναικών και δεκαπέντε παιδιών, που κρατήθηκαν στον ελληνοκυπριακό τομέα ως τις 12 Μαρτίου, οπότε και απελευρώθηκαν μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
Στις 13 Μαρτίου η Άγκυρα επέδωσε ανακοίνωση στην κυπριακή κυβέρνηση και αντίγραφά της στην Αθήνα και το Λονδίνο, απειλώντας με εισβολή στην Κύπρο.
Ο Μακάριος στο μεταξύ βρισκόταν στην Αθήνα για την κηδεία του βασιλιά Παύλου, η οποία έγινε στις 12 Μαρτίου. Αμέσως μετά την επίδοση της τουρκικής ανακοίνωσης συμμετείχε σε έκτακτη σύσκεψη στην πρωθυπουργική κατοικία στο Καστρί, όπου έγινε εισήγηση να επικοινωνήσει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τηλεφωνικώς με τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον και να ζητήσει την παρέμβασή του για να αποτραπεί ελληνοτουρκικός πόλεμος.
Η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε νέα έκτακτη σύγκλιση του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο πράγματι συνήλθε τις πρωινές ώρες της 14ης Μαρτίου και κάλεσε πάλι τα ενδιαφερόμενα μέλη να απόσχουν από οποιαδήποτε ενέργεια μπορεί να απειλήσει τη διεθνή ειρήνη. Έτσι αποφεύχθηκε και πάλι την ύστατη ώρα η τουρκική εισβολή.
Η κρίση όμως δεν εκτονώθηκε. Η τουρκική Βουλή σε μυστική συνεδρίασή της, στις 16 Μαρτίου, εξουσιοδότησε την κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού να προχωρήσει σε απόβαση στην Κύπρο, αν το έκρινε αναγκαίο, χωρίς περαιτέρω κοινοβουλευτική έγκριση.
Εν τω μεταξύ ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες, η Τ.Μ.Τ. αλλά και ο τακτικός κυπριακός στρατός με μόνους τους Ελληνοκυπρίους συνέχισαν να συγκρούονται για πάνω από έξι μήνες στη Λευκωσία, την Πάφο, τον Άγιο Σωζόμενο, τα Καζιβερά, τη Λουρουτζίνα και αλλού[99] και η επέμβαση των κυανοκράνων απέτρεψε πολλές φορές κλιμάκωση της έντασης[100].
Μέσα στο κλίμα αυτό, στις 11 Απριλίου ο Μακάριος επισκέφτηκε την Αθήνα και συμμετείχε σε σύσκεψη στο Καστρί υπό τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, όπου αποφασίστηκε να αρχίσει μυστική αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στην Κύπρο. "Αι συνθήκαι της Ζυρίχης και του Λονδίνου απεδείχθησαν εκ των πραγμάτων ανεφάρμοστοι. Ωδήγησαν εις αδιέξοδον... Η καταγγελία της Συνθήκης εκ μέρους του αρχιεπισκόπου Μακαρίου απετέλεσε απλώς τυπικήν επιβεβαίωσιν της υφισταμένης ήδη και διεθνώς αναγνωρισθείσης πραγματικής καταστάσεως", αναφέρεται σε ανακοίνωση που έδωσε ο πρωθυπουργός προς τον Τύπο μετά τη σύσκεψη.
Καθώς η ταχύτατη και αθρόα αποστολή ελληνικών στρατευμάτων ενίσχυσε αποφασιστικά τη στρατιωτική υπεροχή των Ελληνοκυπρίων πάνω στο νησί, η κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε να προχωρήσει σε μεγάλης έκτασης εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των Τουρκοκυπρίων στην οροσειρά Πενταδάκτυλος. Στις 25 Απριλίου μονάδες της κυπριακής Εθνικής Φρουράς και ένοπλες ομάδες του Βάσου Λυσσαρίδη άρχισαν επίθεση εναντίον τού στρατηγικής σημασίας φρουρίου του Αγίου Ιλαρίωνα. Η επιχείρηση απέτυχε παταγωδώς και ο Γεώργιος Παπανδρέου κατηγόρησε τον Μακάριο ότι προχώρησε στην επικίνδυνη επιχείρηση χωρίς να συνεννοηθεί προηγουμένως με την ελληνική κυβέρνηση, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και έτσι το Γενικό Επιτελείο διέταξε αναστολή των εχθροπραξιών.
Στις 6 Μαΐου του 1964, έφτασε στην Αθήνα ως απεσταλμένος του προέδρου Τζόνσον, ο γερουσιαστής Ουίλιαμ Φουλμπράιτ, πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας. Το βράδυ της ίδιας μέρας έγινε δεκτός στο Πολιτικό Γραφείο από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Παρών ο υπουργός των Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος. Στις συνομιλίες, στις οποίες συμμετείχε και ο πρεσβευτής των Η.Π.Α. Χ. Λαμπουίς, ο πρωθυπουργός εξέθεσε τις ελληνικές απόψεις και ο Αμερικανός απεσταλμένος εξέφρασε την ανησυχία του για επιδείνωση των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας, δύο χωρών του ΝΑΤΟ, με αφορμή την ένταση στην Κύπρο. Την επομένη ο Φουλμπράιτ αναχώρησε για την Άγκυρα.
Δεύτερο κρίσιμο επεισόδιο θεωρείται αυτό που έγινε στην Αμμόχωστο στις 11 Μαΐου 1964, όταν τρεις Έλληνες αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ και ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός εισήλθαν με ένα τζιπ υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στον τουρκοκυπριακό τομέα της πόλης και επακολούθησε συμπλοκή με Τουρκοκυπρίους, κατά την οποία σκοτώθηκαν ένας αξιωματικός της ΕΛΔΥΚ και ο Ελληνοκύπριος αστυνομικός[101]. Το περιστατικό αυτό έγινε αφορμή να αναζωπυρωθεί η βία και να ενταθούν οι ένοπλες συγκρούσεις και οι απαγωγές. Στο διάστημα αυτό πολλοί Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τα μεικτά χωριά στα οποία ζούσαν και κατέφυγαν σε θύλακες, οι περισσότεροι κοντά ή μέσα στις πόλεις. Στον φόβο που τους προξενούσαν οι ελληνοκυπριακές ένοπλες επιθέσεις προστέθηκε το οργανωμένο σχέδιο εξαναγκασμού τους από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Τ.Μ.Τ. που προσπαθούσαν να επιτύχουν τη δημιουργία αμιγών θυλάκων και την de facto διχοτόμηση του νησιού. Οι ένοπλες αυτές ταραχές ενισχύονταν και από τις «ανεύθυνες, ανακριβείς και ιδιαίτερα συναισθηματικές περιγραφές του τοπικού τύπου»[102].
Η κατάσταση στο νησί παρέμεινε έκρυθμη, καθώς οι αιματηρές συγκρούσεις συνεχίζονταν. Η Άγκυρα είχε πληροφορίες για την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων. Φοβήθηκε ότι θα έχανε τη συνολική αναμφισβήτηση περιοχή, οπότε, για να αντιδράσει, ετοίμασε εκ νέου σχέδια άμεσης εισβολής στην Κύπρο. Πληροφορίες τοποθετούσαν την ημερομηνία έναρξης της τουρκικής εισβολής στις 5 Ιουνίου.
Την ημέρα εκείνη ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον απηύθυνε επιστολή-καταπέλτη προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, ο οποίος είχε ήδη ειδοποιήσει την Ουάσινγκτον για την επικείμενη εισβολή. "Πολύ με ανησύχησε η πληροφορία που είχα από σας και τον υπουργό σας επί των Εξωτερικών, μέσω του πρεσβευτή Χαίαρ, ότι η τουρκική κυβέρνηση σκέπτεται να παρέμβει στρατιωτικά και να καταλάβει τμήμα της Κύπρου", έγραψε στην επιστολή του ο Λίντον Τζόνσον και στη συνέχεια, για να συγκρατήσει τους Τούρκους, απείλησε ωμά τον Ινονού ότι δεν θα κάνει τίποτα να τον βοηθήσει, αν η Σοβιετική Ένωση επιτίθετο εναντίον της Τουρκίας, λόγω εισβολής της τελευταίας στην Κύπρο:
"Ελπίζω να αντιληφθείτε ότι οι Ατλαντικοί Σύμμαχοί σας δεν είχαν ακόμη την ευκαιρία να εξετάσουν κατά πόσο έχουν την υποχρέωση να προστατεύσουν την Τουρκία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, εάν η Τουρκία προβεί σε ενέργειες που θα την ενέπλεκαν σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, χωρίς να έχει για τις ενέργειές της αυτές την πλήρη συγκατάθεση και κατανόηση των συμμάχων της του ΝΑΤΟ" τόνισε χωρίς περιστροφές ο Τζόνσον. Απείλησε έμμεσα μάλιστα επιπροσθέτως τον Ινονού ότι δεν θα κάνει τίποτα για να εμποδίσει τη σφαγή των Τουρκοκυπρίων σε περίπτωση εισβολής: "Τουρκική εισβολή στην Κύπρο θα μπορούσε να οδηγήσει στο σφαγιασμό δεκάδων χιλιάδων Τουρκοκυπρίων στο νησί. Θα εξαπέλυε κύμα οργής εναντίον σας και δεν θα ήταν επαρκής και αποτελεσματική καμία ενέργεια εκ μέρους σας να παρεμποδίσει την ομαδική καταστροφή πολλών από εκείνους που προσπαθείτε να προστατεύσετε".
Καταλήγοντας ο Τζόνσον κάλεσε τον Ινονού να μεταβεί σύντομα στην Ουάσινγκτον για συνομιλίες μαζί του και να μην προχωρήσει σε καμιά ενέργεια μέχρι τότε εναντίον της Κύπρου. Στις 10 Ιουνίου έφτασε στην Αθήνα ο υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ, ο οποίος προσκάλεσε τον Γεώργιο Παπανδρέου, εκ μέρους του προέδρου Τζόνσον, να μεταβεί στην Ουάσινγκτον για συνομιλίες.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έφτασε στις 23 Ιουνίου στην Ουάσινγκτον συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών και τον αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού Ανδρέα Παπανδρέου. Την επομένη συναντήθηκε με τον πρόεδρο Τζόνσον στον Λευκό Οίκο. Παρόντες από αμερικανικής πλευράς, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εξωτερικών Ντιν Ρασκ και ο υφυπουργός Τζορτζ Μπολ. Η συνάντηση διήρκησε μία ώρα και 15 λεπτά. Ο Τζόνσον πρότεινε στον Παπανδρέου και τον πίεσε να συναντηθεί με τον Τούρκο ομόλογό του Ινονού -ο οποίος βρισκόταν ακόμη στις Η.Π.Α.- προκειμένου να συζητήσουν απευθείας λύση της κυπριακής κρίσης. Ο Παπανδρέου αρνήθηκε. Αυτό επιβεβαιώθηκε εμμέσως την ίδια ημέρα και από τουρκικής πλευράς, καθώς στη Νέα Υόρκη ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Φεριντούν Ερκίν απέκλεισε το ενδεχόμενο συνάντησης των πρωθυπουργών Ελλάδας και Τουρκίας, αν και ο ίδιος ο Ινονού είχε αποδεχθεί -κατ' αρχήν- πρόταση συναντήσεως. Ακολούθησε, την ίδια ημέρα, δεύτερη συνάντηση επί της προεδρικής θαλαμηγού Σεκόγια στον ποταμό Ποτόμακ.
Παρόντες από αμερικανικής πλευράς ο υπουργός Άμυνας Ρόμπερτ Μακναμάρα, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και πατέρας του ομώνυμου σχεδίου για το Κυπριακό Ντιν Άτσεσον καθώς και ο αρχηγός του κοινού επιτελείου στρατηγός Μάξγουελ Τέιλορ. Ο Μπολ τόνισε τον κίνδυνο τουρκικής απόβασης στην Κύπρο και επισήμανε στους Έλληνες συνομιλητές του ότι μία σύρραξη με την Τουρκία θα ήταν καταστροφική. Ο Μανκναμάρα επανέλαβε όσα στην προηγούμενη συνάντηση ο πρόεδρος Τζόνσον είχε αναφέρει περί του ότι σε περίπτωση τουρκικής απόπειρας απόβασης στην Κύπρο οι Η.Π.Α. δεν θα παρεμβάλουν τον 6ο Στόλο για να την αποτρέψουν.
Την επομένη, 25 Ιουνίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου δέχτηκε τον Ρασκ, ο οποίος πίεσε εκ νέου για ελληνοτουρκική συνάνηση κορυφής. Ο Παπανδρέου απέρριψε την πρόταση. Δέχθηκε όμως μεσολάβηση του Άτσεσον υπό την εποπτεία του Ο.Η.Ε., ο γενικός γραμματέας του οποίου -ο Ου Θαντ- συμφώνησε αργότερα την ίδια ημέρα. Το απόγευμα διεξήχθη δεύτερη συνομιλία Τζόνσον-Παπανδρέου, χωρίς ο Αμερικανός πρόεδρος να κατορθώσει να αποσπάσει συγκατάθεση του Έλληνα πρωθυπουργού για απευθείας συνομιλίες με τον Τούρκο ομόλογό του.
Ο Ντιν Άτσεσον μετέβη στις 5 Ιουλίου στη Γενεύη, την οποία χρησιμοποίησε ως βάση των δραστηριοτήτων του και κατάρτισε δύο σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου[103]. Τα σχέδια όμως τελικά απορρίφθηκαν από τα εμπλεκόμενα μέρη. Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε εκχώρηση της χερσονήσου της Καρπασίας στους Τούρκους για να γίνει μία αχανής τουρκική στρατιωτική βάση με δυνάμεις στρατού, ναυτικού και αεροπορίας, ενώ επιπροσθέτως εκχωρούσε και αυτόνομα τουρκοκυπριακά καντόνια στον ελληνικό τομέα του νησιού. Ο ελληνοκυπριακός τομέας σε αντάλλαγμα θα ενώνονταν με την Ελλάδα[104][105].
Η Τουρκία απέρριψε το δεύτερο σχέδιο Άτσεσον και αποδέχθηκε το πρώτο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε το πρώτο και αντιμετώπιζε πολύ ευνοϊκά την αποδοχή του δεύτερου. "Μας προσφέρουν μια πολυκατοικία έναντι αντιπαροχής ενός διαμερίσματος" συνήθιζε να λέει για το σχέδιο αυτό ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Στο Κυπριακό περιστράφηκε και η σύντομη συνομιλία που είχαν ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. Ου Θαντ και ο υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος, κατά τη διέλευση του πρώτου από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 19 Ιουλίου.
Ο Μακάριος, ανήσυχος για τα τεκταινόμενα στη Γενεύη χωρίς την παρουσία εκπροσώπου της κυπριακής κυβέρνησης, μετέβη στις 27 Ιουλίου στην Αθήνα. Απέρριψε κατηγορηματικά και τις δύο εκδοχές του σχεδίου Άτσεσον και έπειτα από αλλεπάλληλες συσκέψεις υπό τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ο Κύπριος ηγέτης ανακοίνωσε προς τους δημοσιογράφους στις 30 Ιουλίου:
"Αυτόκλητοι μεσολαβηταί ανέπτυξαν προσφάτως εις τα παρασκήνια της Γενεύης έντονον δραστηριότητα προς εκτροχιασμόν του Κυπριακού εκ της ακολουθητέας γραμμής... Οι αυτόκλητοι αυτοί μεσολαβηταί, ως καλώς γνωρίζω, επεξεργάσθησαν απαράδεκτα σχέδια λύσεως του Κυπριακού... Αισθάνομαι βαθυτάτην ικανοποίησιν, διότι τα σχέδια ταύτα προσέκρουσαν επί της σταθεράς αντιστάσεως της ελληνικής κυβερνήσεως".
Το Σχέδιο Άτσεσον έμεινε έτσι στην ιστορία για άλλους ως μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το Κυπριακό, ενώ για άλλους ως πρώτη αποτυχημένη απόπειρα διχοτόμησης της Κύπρου.
Στις 5 Αυγούστου του 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου κάλεσε στην Αθήνα τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, ο οποίος χρησιμοποιείτο πλέον ως αντίβαρο, αν όχι ως υπονομευτής του Μακαρίου. Κάτω από ασφυκτικές κυβερνητικές πιέσεις ο Γρίβας αποδέχθηκε κάποια νέα παραλλαγή των ιδεών του Άτσεσον και επέστρεψε στην Κύπρο την επομένη, 6 Αυγούστου. Την ίδια μέρα κλιμακώθηκαν υπό την ηγεσία του οι στρατιωτικές συγκρούσεις στη Μανσούρα, οι οποίες είχαν αρχίσει το βράδυ της 5ης Αυγούστου. Στις 7 Αυγούστου οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις κατέλαβαν το ύψωμα Λωρόβουνου και ο Γρίβας ετοιμαζόταν να επιτεθεί για να καταλάβει τα Κόκκινα, στις βόρειες ακτές του νησιού. Αιτία της επίθεσης ήταν ότι ο παράκτιος θύλακας χρησιμοποιούνταν ως βάση για την εισαγωγή όπλων και μαχητών από την Τουρκία. Όμως η Τουρκία αντέδρασε άμεσα και δυναμικά. Το πρωί της 8ης Αυγούστου τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη άρχισαν σφοδρό βομβαρδισμό της περιοχής της Πάφου. 55 Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν, εκ των οποίων οι 28 πολίτες[106]. Τη νύχτα της 8 προς 9 Αυγούστου έξι τουρκικά πολεμικά πλοία πλησίασαν προς τις τουρκικές ακτές, παραβιάζοντας τα κυπριακά χωρικά ύδατα.
Ανάστατος από τις εξελίξεις ο Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε στις 8 Αυγούστου εμπιστευτικό μήνυμα προς τον Μακάριο, στο οποίο τον κατηγορεί ότι "άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε", ενώ κάλεσε τον Κύπριο πρεσβευτή στην Αθήνα Ν. Κρανιδιώτη και του δήλωσε: "Ηπατήθην... Η επίθεσις ανελήφθη εν πλήρει αγνοία της ελληνικής κυβερνήσεως και του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Είμαι βαθύτατα αγανακτισμένος".
Στις 9 Αυγούστου, ο Μακάριος αποφάσισε να στραφεί αποφασιστικά προς τη Σοβιετική Ένωση, ζητώντας της άμεση βοήθεια για να αποτραπεί η τουρκική εισβολή και η συνεπεία αυτής πλήρης νατοποίηση του νησιού, μέσω της διχοτόμησης. Ο ίδιος ο Νικίτα Χρουστσόφ έστειλε την ίδια μέρα τηλεγράφημα συμπαράστασης στον Μακάριο, ενώ παράλληλα με τηλεγράφημά του προς τον Ινονού τον κάλεσε να σταματήσει οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 15 Αυγούστου η σοβιετική κυβέρνηση εξέδωσε μακροσκελές επίσημο ανακοινωθέν, το οποίο προκάλεσε αναστάτωση στην Ουάσινγκτον και σε όλες τις δυτικές πρωτεύουσες.
"Εν όψει του κινδύνου εισβολής ξένων ενόπλων δυνάμεων στο έδαφος της Κύπρου, ο πρόεδρος Μακάριος απηύθυνε στην σοβιετική κυβέρνηση αίτημα για στρατιωτική βοήθεια... Ανταποκρινόμενη στην έκκληση της κυπριακής κυβέρνησης και προσωπικά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, η σοβιετική κυβέρνηση διακηρύσσει ότι, αν λάβει χώρα ξένη ένοπλη εισβολή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Σοβιετική Ένωση θα βοηθήσει τη Δημοκρατία της Κύπρου να υπερασπίσει την ελευθερία και την ανεξαρτησία της από μια τέτοια εισβολή και είναι έτοιμη να αρχίσει αμέσως τώρα διαπραγματεύσεις γι' αυτό το θέμα".
Οι Αμερικανοί, υπό το πρίσμα της σοβιετικής παρέμβασης, προσανατολίζονταν προς την κατεύθυνση πραξικοπηματικής εφαρμογής του σχεδίου Άτσεσον, με τη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης.
Στις 20 Αυγούστου ο υπουργός Άμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς μετέβη στην Κύπρο για να προτείνει στον Μακάριο την ταυτόχρονη πραξικοπηματική κήρυξη της Ένωσης από τα κοινοβούλια Ελλάδας και Κύπρου, υποσχόμενος παρέμβαση των Η.Π.Α. για να μην οδηγήσει η αντίδραση της Τουρκίας σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. "Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για συμπαιγνία, με αντικειμενικό σκοπό την πραξικοπηματική επιβολή του σχεδίου Άτσεσον και την ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού", δήλωσε αργότερα ο Μακάριος στον Ν. Κρανιδιώτη.
Ταυτόχρονα, αμερικανικά έγγραφα, που έγιναν αργότερα γνωστά στην κοινή γνώμη, όπως επείγον τηλεγράφημα του υφυπουργού Τζορτζ Μπολ προς τον πρεσβευτή των Η.Π.Α. στην Αθήνα Χένρι Λαμπουίς, με ημερομηνία 20 Αυγούστου, αποκαλύπτουν την έκταση του πραξικοπηματικού σχεδιασμού.
"Πρέπει να έχουμε μια άμεση απόφαση γιατί αλλιώς το σχέδιο θα καταρρεύσει", τόνιζε φορτικά ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, καθώς ο Γεώργιος Παπανδρέου ταλαντευόταν την τελευταία στιγμή, αν πρέπει να προχωρήσει σε τέτοια κίνηση, που προϋπέθετε πραξικοπηματική δράση εναντίον του Μακαρίου. Όμως ο Τζορτζ Μπολ συνέχιζε: "Το σχέδιο θα διαρρεύσει... Ο Μακάριος θα ανησυχήσει και θα φυλαχθεί. Ο Γρίβας θα εξουδετερωθεί και δεν θα μπορέσει εύκολα να υλοποιήσει το σχέδιο... Είχαμε υποθέσει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα λάμβανε μέτρα για να παρακάμψει τον Μακάριο και να επιβάλει την άμεση ένωση, χρησιμοποιώντας όποια μέσα θεωρεί αναγκαία...".
Τελικά, ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να μην προχωρήσει στη μοιραία πραξικοπηματική κίνηση. Οι σχέσεις του όμως με τον Μακάριο είχαν ήδη τραυματιστεί βαριά. Μέχρι που ο τελευταίος έφτασε στο σημείο να απελάσει από την Κύπρο τον στενότατο συνεργάτη του Γ. Παπανδρέου, τον Νίκο Δεληπέτρο, τον οποίο είχε στείλει ο Έλληνας πρωθυπουργός στη Λευκωσία ως ακόλουθο Τύπου της πρεσβείας, για να ενισχύσει χρηματικά τις αντιμακαριακές εφημερίδες και να οργανώσει την εκστρατεία του κυπριακού Τύπου εναντίον του αρχιεπισκόπου και της κυβέρνησής του[107].
Η κρίση του 1963-1964 επέδρασε καταλυτικά στην πορεία του Κυπριακού προβλήματος και είχε μακροχρόνιες συνέπειες που μπορούμε να συνοψίσουμε στα εξής σημεία:
Η αποστολή δυνάμεων του ΟΗΕ για την τήρηση της ανακωχής κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής κατέδειξε ότι το κυπριακό πρόβλημα παρέμενε ενεργό και είχε προσλάβει έναν διεθνή χαρακτήρα, τον οποίο εξακολουθεί να διατηρεί ως τις μέρες μας. Παράλληλα αποτέλεσμα των συγκρούσεων των δύο κοινοτήτων ήταν η δημιουργία δύο «πράσινων γραμμών» ανάμεσά τους, μιας γεωγραφικής και μιας ψυχολογικής [112]
Το 1965 βρήκε τη Λευκωσία σε τροχιά ρήξης με την Ουάσινγκτον και τις, ούτως ή άλλως, προβληματικές σχέσεις Μακάριου-Γεωργίου Παπανδρέου στο ναδίρ τους. Αιτία, η απόφαση προμήθειας σοβιετικού πολεμικού υλικού από την κυπριακή κυβέρνηση. Η απόφαση είχε ληφθεί στις 11 Αυγούστου του 1964 με τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης, υπό το βάρος των βομβαρδισμών της Τηλλυρίας από την τουρκική αεροπορία, που ανέδειξαν με τραγικό τρόπο την ανεπάρκεια της κυπριακής αμυντικής θωράκισης. Η αρχική συμφωνία υπογράφτηκε κατά την επίσκεψη του Κύπριου υπουργού Εξωτερικών Σπύρου Κυπριανού στη Μόσχα, στις 30 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, και δημοσιοποιήθηκε με κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε στη σοβιετική πρωτεύουσα την 1η Οκτωβρίου, παρά τις επίμονες προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και προσωπικά του υπουργού Άμυνας Πέτρου Γαρουφαλιά, να την αποτρέψουν. Από τις 11 Ιανουαρίου του 1965 το ρωσικό πολεμικό υλικό μεταφέρθηκε μυστικά στην Κύπρο μέσω Αλεξάνδρειας. Η είδηση διέρευσε, όμως, στον αθηναϊκό Τύπο, καθώς είχαν μεταφερθεί μόνο οι βάσεις των σοβιετικών αντιαεροπορικών πυραύλων και αναμένονταν οι εκρηκτικοί κώνοι τους. Πραγματικά, στις 20 Μαρτίου άρχισε η φόρτωση των κώνων στο Κωνσταντίνος Μπουσές, μέχρι τη στιγμή που διατάχθηκε ξαφνικά από την Αθήνα η διακοπή της αποστολής.
Είχε προηγηθεί όργιο διαβημάτων και πιέσεων του Αμερικανού πρεσβευτή Λαμπουίς στον Γ. Παπανδρέου και του επικεφαλής του αμερικανικού Πενταγώνου Ρόμπερτ Μακ Ναμάρα, στον Π. Γαρουφαλιά. Χαρακτηριστικό της ανησυχίας των Αμερικανών για το ενδεχόμενο να μετατραπεί η Κύπρος σε μία "Κούβα της Ν.Α. Μεσογείου" είναι το παρακάτω προσωπικό μήνυμα του Μακ Ναμάρα στον Έλληνα ομόλογό του:
"Συνεκλονίσθημεν πληροφορηθέντες ότι προσωπικόν των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων εξεπαιδεύθη εις Αίγυπτον επί σοβιετικού ηλεκτρονικού υλικού, το οποίον θα εγκατασταθή εις την Κύπρον. Το γεγονός ότι τούτο εγένετο άνευ γνωστοποιήσεως προς τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, ήγειρε σοβαρά ερωτήματα τα οποία, κατά την άποψίν μου, θα πρέπει πλήρως να διασκεδασθούν προτού δυνηθώμεν να έχωμεν χρήσιμον συνάντησιν".
Στους μοχλούς πίεσης επί του Μακαρίου ήρθε να προστεθεί και ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος αντιτίθετο στην προμήθεια του ρωσικού υλικού, επικαλούμενος τόσο τεχνικούς όσο και, κυρίως, πολιτικούς λόγους.
Ότι οι δεύτεροι ήταν οι καθοριστικοί, φαίνεται καθαρά σε απόρρητη επιστολή του προς τον Π. Γαρουφαλιά, όπου τονίζεται: "Την προσφοράν ταύτην της Σοβιετικής Ενώσεως οι εν Ελλάδι και Κύπρω οπαδοί της θα διατυμπανίσουν ως δήθεν αποφασιστικήν διά την οργάνωσιν των εν Κύπρω στρατιωτικών δυνάμεων και τούτο δύναται να έχη επιπτώσεις και επί της πολιτικής καταστάσεως εν Κύπρω και εν Ελλάδι". Οι συντονισμένες πιέσεις Ουάσινγκτον-Αθήνας-Γρίβα έκαμψαν, τελικά, τον Μακάριο, ο οποίος ματαίωσε την προμήθεια των ρωσικών πυραύλων, παραδίδοντάς τους στον πρόεδρο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ. Στο μεταξύ, σημειώθηκαν αλλαγές στη σοβιετική στάση απέναντι στην Κύπρο.
Ο Νικίτα Χρουστσόφ ακολούθησε μία συνεπή φιλοκυπριακή γραμμή, αποτρέποντας μάλιστα με την αποφασιστική του παρέμβαση-τελεσίγραφο, τον Αύγουστο του 1964, την υλοποίηση του σχεδίου για τουρκική εισβολή στη Βόρεια Κύπρο. Αλλά μετά την ανατροπή του Χρουστσόφ (15 Οκτωβρίου 1964) η υπό τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ νέα σοβιετική ηγεσία πραγματοποίησε, βαθμιαία αλλά συστηματικά, στροφή στο Κυπριακό προσεγγίζοντας περισσότερο την Άγκυρα.
Έτσι ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο τάχθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1965 ανοιχτά εναντίον της ένωσης Ελλάδας-Κύπρου και υπέρ μίας δικοινοτικής ομοσπονδίας Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων, μία θέση που απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τον Μακάριο, τον Γ. Παπανδρέου, ακόμα και το φιλοσοβιετικό κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου Α.Κ.Ε.Λ. Η στροφή των Σοβιετικών οφείλεται στο γεγονός ότι με την αποστολή ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων στο νησί, η ΝΑΤΟποίηση της Κύπρου είχε ως ένα βαθμό ήδη συντελεστεί.
Το αποτέλεσμα, πάντως, δεν έπαυσε να αποτελεί ψυχρολουσία για όσους οραματίζονταν μία ενιαία, ανεξάρτητη κυπριακή δημοκρατία, στηριγμένη κυρίως στην ΕΣΣΔ και τους Αδέσμευτους -και το έντονο φιλονασερικό ρεύμα που παρατηρήθηκε εκείνη την περίοδο σε Ελλάδα και Κύπρο δεν αρκούσε για να μεταβάλει αυτή την πραγματικότητα. Το Κυπριακό επηρεαζόταν ολοένα και περισσότερο από τις ΝΑΤΟϊκές δεσμεύσεις της Ελλάδας. Συζητήθηκε σε όλες τις συνόδους υπουργών του ΝΑΤΟ, όπως στη διυπουργική συνεδρίαση που έγινε στο Λονδίνο στις 11-13 Μαΐου. Οι μεσολαβητικές προσπάθειες του μεσολαβητή του Ο.Η.Ε. Γκάλο Πλάζα δεν ευδοκίμησαν. Το Κυπριακό εμπλεκόταν όλο και πιο άμεσα με την ελληνική πολιτική κρίση που μαινόταν σε όλη τη διάρκεια του 1965: στις 12 Μαΐου ο στρατηγός Γρίβας έστειλε, ερήμην του Γ. Παπανδρέου, μυστική επιστολή στον βασιλιά Κωνσταντίνο και στον Π. Γαρουφαλά για την πολύκροτη υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, ενοχοποιώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου και παίζοντας ρόλο καταλύτη για τα Ιουλιανά. Με την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου οι ήδη ψυχρές σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας έφτασαν στα όρια της ρήξης, καθώς ο αδέσμευτος προσανατολισμός του Μακάριου συγκρουόταν μετωπικά πλέον με τη ΝΑΤΟϊκή νομιμοφροσύνη των κυβερνώντων. Οι βαρύτατοι χαρακτηρισμοί της Ελευθερίας, η οποία θεωρείτο προσωπικό όργανο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, εναντίον του Μακαρίου, είναι ενδεικτικοί: "Δεν δαθέτει ο αρχιεπίσκοπος πλέον περιθώρια συνεχίσεως των κουτοπόνηρων ελιγμών, οι οποίοι απέληξαν εκεί όπου απέληξαν (...). Εάν, αντιθέτως, επιδοκιμάζη την επιδίωξιν να καταστή η μαρτυρική Κύπρος η πόρνη της Εγγύς Ανατολής ριπτομένη ότε μεν εις τας ρωσικάς, ότε δε εις τα βρετανικάς αγκάλας (...), τότε δεν χρειάζεται η Ελλάς ως προαγωγός εις την οδό της απωλείας. Ας προχωρήσουν μόνοι". Σε ένα τέτοιο κλίμα το τελευταίο που προκάλεσε έκπληξη ήταν οι επίμονες φήμες για επικείμενο πραξικόπημα Αθηνών-Γρίβα με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου και την επιβολή αμερικανικής λύσης στο Κυπριακό. Φήμες, που εντάθηκαν το Δεκέμβριο του 1965, με την αιφνιδιαστική επίσκεψη του στρατηγού στην Αθήνα και τις μυστικές συνομιλίες του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον πρωθυπουργό Στέφανο Στεφανόπουλο[113].
Μετά την κλιμάκωση της έντασης με την τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1964 στην Τηλλυρία, τις ταραχές διαδέχτηκε αρχικά σχετική ηρεμία. Στο διάστημα μεταξύ 1964 και 1974 οι περίοδοι των διακοινοτικών εντάσεων εναλλάσσονταν με περιόδους διακοινοτικών συνομιλιών, οι οποίες όμως δεν κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Ο Μακάριος, όταν έχασε τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς, συνέστησε παραστρατιωτικές ομάδες και τις εξόπλισε με όπλα από την Τσεχοσλοβακία, κάτι που μαθεύτηκε και προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις το 1966 και το 1972, αναγκάζοντάς τον να παραδώσει τον βαρύτερο οπλισμό στις δυνάμεις του ΟΗΕ προς φύλαξιν. Η Κυπριακή Κυβέρνηση, φοβούμενη επέμβαση της Τουρκίας σε περίπτωση περαιτέρω ενόπλων ταραχών, άλλαξε πολιτική και επέβαλε το 1964 οικονομικές κυρώσεις (εμπάργκο) στους τουρκοκυπριακούς θύλακες περιορίζοντας τη διακίνηση αγαθών οι οποίες όμως μέχρι το τέλος του χρόνου ουσιαστικά τερματίζονται.[114]. Το Νοέμβριο του 1967 ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της Λάρνακας ύστερα από εντάσεις και προκλήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκυπρίου. Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει στο νησί και η εισβολή απετράπη μόνο με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Πέρα από τις αδιέξοδες συνομιλίες, η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν έκανε καμιά προσπάθεια σε πρακτικό επίπεδο προσέγγισης του τουρκοκυπριακού στοιχείου.
Στην εξωτερική πολιτική ο Μακάριος προσέγγισε το Κίνημα των Αδεσμεύτων, την Ε.Σ.Σ.Δ. και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας υπολογίζοντας στην αντίδραση των τελευταίων σε μια τουρκική εισβολή. Πρόθεσή του ήταν να παρουσιάσει την Κύπρο ως μια ανεξάρτητη χώρα και να επισείσει το κίνδυνο γεωγραφικής επέκτασης του ΝΑΤΟ σε περίπτωση τουρκικής εισβολής. Η Ε.Σ.Σ.Δ. στην αρχή τάχθηκε με το μέρος του Μακάριου, θέλοντας να αποτρέψει την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αργότερα όμως αναγνώρισε ότι οι καλές σχέσεις με την Τουρκία λόγω των Στενών του Βοσπόρου ήταν προτιμότερες.
Στο μεταξύ οι τουρκοκυπριακοί θύλακες οργανώθηκαν με στρατό και κρατική διοίκηση, εγκαθιδρύοντας στις 24 Δεκεμβρίου 1967 ένα κράτος εν κράτει με την ονομασία "Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση" κατά παράβαση των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Συντάγματος, που απαγόρευαν ρητά την αποσχιστική ανεξαρτητοποίηση μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας[115]. Αυτό το κράτος εν κράτει διέθετε "βουλή" και "εκτελεστικό συμβούλιο"[116], αλλά και αστυνομία, ταχυδρομείο, ραδιόφωνο, ακόμη και ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων είχαν περιορισμένα δικαιώματα σε σχέση με τους Ελληνοκύπριους και ταυτίζονταν μάλλον με την Τουρκοκυπριακή Διοίκηση παρά με το επίσημο κράτος της Κύπρου, το οποίο είχε περιέλθει εξ ολοκλήρου στους Ελληνοκυπρίους. Ακόμα και οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στον τουρκοκυπριακό στρατό. Ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός φούντωνε και η απομόνωση από τους Ελληνοκυπρίους αρκετές φορές επιδιωκόταν[74]. Αρκετές φορές ένοπλες ομάδες Τουρκοκυπρίων εμπόδιζαν κατοίκους των θυλάκων να επιστρέψουν στα χωριά τους. Στο ζήτημα της τουρκοκυπριακής κοινότητας πάντως οι Ελληνοκύπριοι ακολουθούσαν μια μάλλον κοντόφθαλμη πολιτική. Ενώ διακήρυτταν ότι πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η διχοτόμηση του νησιού, δεν τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η δημιουργία των θυλάκων και η στεγανοποίηση των δύο κοινοτήτων· τούς αρκούσε που οι Τουρκοκύπριοι δεν παρενέβαιναν στη διοίκηση του επίσημου κράτους. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτού του διαχωρισμού δεν αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης[74].
Το Μάρτιο του 1964, μαζί με την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε και την ανάληψη μεσολαβητικής πρωτοβουλίας. Ανέθεσε τον ρόλο του μεσολαβητή στον Φινλανδό διπλωμάτη Σακάρι Τουομιόγια (Sakari Tuomioja), ο οποίος όμως κατά τη διάρκεια της αποστολής του πέθανε και τη θέση του πήρε ο Γκάλο Πλάζα (Galo Plaza), πρώην πρόεδρος του Εκουαδόρ. Ο Πλάζα υπέβαλε στις 26 Μαρτίου 1965 την αναφορά του στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Στην αναφορά του αυτή έκανε μια ανάλυση της κατάστασης στο νησί. Αφού κατέγραψε το ιστορικό του προβλήματος, παρουσίασε τις θέσεις των δύο κοινοτήτων. Σύμφωνα με την έκθεσή του, από την αρχή της μεσολαβητικής αποστολής καθημερινές ένοπλες συγκρούσεις παραστρατιωτικών ομάδων στο νησί εμπόδιζαν την εξεύρεση οποιασδήποτε λύσης [100] . Η ηρεμία που επικράτησε μετά τον Αύγουστο του 1964 δεν άλλαξε και πολλά, επειδή οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων συνέχισαν να έχουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις, με τους Ελληνοκυπρίους να επιδιώκουν την Ένωση (σε θεωρητικό επίπεδο) και τους Τουρκοκυπρίους να εμμένουν σε γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο λαών στο πλαίσιο ενός ομόσπονδου κράτους [117]. Ο Πλάζα στην έκθεσή του προχώρησε στην εκτίμηση των προτεινόμενων λύσεων. Την τουρκοκυπριακή λύση της γεωγραφικής διαίρεσης του νησιού και τη δημιουργία διζωνικής ομοσπονδίας την απέρριψε, διότι συνδεόταν με αθρόες μετακινήσεις πληθυσμών και θα είχε ως συνέπεια παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων πληθυσμών [118]. Επίσης θεώρησε την επιστροφή στο καθεστώς των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου ανέφικτη. Τα προβλήματα που ανέκυψαν με την εφαρμογή τους, άσχετα από το ποιος τα προκάλεσε, σε συνδυασμό με τα γεγονότα που μεσολάβησαν, απέκλειαν κατά την κρίση του την απρόσκοπτη εφαρμογή τους [119]. Τη λύση της Ένωσης επίσης δεν την προέκρινε, λόγω της έντονης αντίθεσης των Τουρκοκυπρίων [120], καταλήγοντας ότι τα μέρη θα έπρεπε να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις προς την κατεύθυνση ενός ανεξάρτητου κράτους χωρίς διαχωρισμό των κοινοτήτων αλλά με ιδιαίτερες εγγυήσεις για τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής μειονότητας [121]. Η έκθεση Πλάζα δεν ικανοποίησε την Τουρκία, η οποία την θεώρησε μεροληπτική υπέρ των Ελληνοκυπρίων και αρνήθηκε περαιτέρω μεσολάβησή του στο Κυπριακό.
Οι σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Ήδη οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν τις Συνθήκες Λονδίνου-Ζυρίχης προδοσία από τη μεριά της Αθήνας του αγώνα για Ένωση, στάση που καταλόγιζε ως το τέλος της ζωής του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Μακάριο[122][123]. Η απουσία αντίδρασης στους τουρκικούς βομβαρδισμούς του Αυγούστου του 1964 απογοήτευσε εκ νέου την Κυπριακή Κυβέρνηση. Από την άλλη η Ελληνική Κυβέρνηση είχε καταστήσει από την αρχή σαφές, ότι δεν επιθυμούσε σύρραξη με την Τουρκία και ότι στη χάραξη της πολιτικής της όφειλε να λάβει υπ’ όψιν και τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Τουρκία. Η ανησυχία αυτή εντάθηκε μετά το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (Σεπτεμβριανά) το 1955. Στη διατάραξη των σχέσεων συντελούσε και η αντίληψη της Αθήνας, η οποία ήθελε να έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, πράγμα που ο Μακάριος δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί. Η ανακοίνωση των «Δεκατριών Σημείων» από τον Μακάριο, που στάθηκαν η αιτία για τις ενδοκοινοτικές ταραχές της Ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο δε θα είχε συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο, αλλά και είχε προειδοποιήσει τον Μακάριο, ότι σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας των Συνθηκών, θα διαχώριζε δημόσια τη θέση της[124]. Το ίδιο συνέβη και με το γεγονός που οδήγησε στην κλιμάκωση της έντασης, την επίθεση στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων. Ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε εμπιστευτικό σημείωμα στον Μακάριο με την περίφημη φράση «Μακαριώτατε, άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε» [125]. Ανησυχία στην Αθήνα δημιουργούσε επίσης η προσέγγιση Μακάριου-Ε.Σ.Σ.Δ., καθώς και η απήχηση του αριστερού ΑΚΕΛ [126]. Δεν είχαν περάσει 15 χρόνια από τη νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων με τη βοήθεια Άγγλων και Αμερικανών στον ελληνικό Εμφύλιο και η Ελλάδα ήταν σφιχτά προσδεδεμένη στο άρμα της Δύσης.
Το 1966 βρήκε τις σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας σε τροχιά επιδείνωσης. Οι ελληνοκυπριακές σχέσεις επιβαρύνθηκαν από την προσωπική αντιπάθεια που έτρεφε ο πρωθυπουργός Στέφανος Χ. Στεφανόπουλος προς τον Κύπριο ηγέτη. Ήδη, από τον Ιούνιο του 1965, λίγο πριν τα Ιουλιανά, ο Στ. Στεφανόπουλος, "φωτογραφίζοντας" τον Μακάριο, είχε μιλήσει στη Βουλή για "εωσφορικές δυνάμεις που ματαίωσαν την Ένωση" της Κύπρου με την Ελλάδα. Ωστόσο, στις 31 Ιανουαρίου του 1966 η κυβέρνηση και το Παλάτι υποδέχθηκαν μετά φανών και λαμπάδων τον πάντα φιλοβασιλικό Μακάριο, επιδιώκοντας να δώσουν προς τα έξω μηνύματα ακλόνητης ομοψυχίας επί της ακολουθητέας εθνικής γραμμής. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό κυρίων: η μεν κυβέρνηση Στεφανόπουλου επιδίωκε να αποδυναμώσει τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης, ότι προετοιμάζει ΝΑΤΟϊκή λύση στο Κυπριακό προς εξόφληση των γραμματίων της "αποστασίας", ο δε Μακάριος, -ο οποίος, αν και διέθετε πάντα τη μαχητική υποστήριξη των Ελληνοκυπρίων, δεν έπαυσε να φοβάται το ενδεχόμενο πραξικοπηματικής ανατροπής του- να κερδίσει πίστωση χρόνου προσβλέποντας σε καλύτερες μέρες στο μέλλον. Πίσω όμως από τους επίσημους ασπασμούς, οι διαφορές των δύο μερών παρέμεναν. Τον Ιούνιο του 1966, η ελληνική κυβέρνηση εγκαινίασε στις Βρυξέλλες τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Στη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του Ιχσάν Τσιακλαγιαγκίλ, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Τούμπας πρότεινε ένα σχέδιο ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, με εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία και με ειδικό καθεστώς για τις περιοχές όπου πλειοψηφούσε η τουρκική μειονότητα. Από την πλευρά του, ο Τσιακλαγιαγκίλ αντιπρότεινε ανεξαρτησία μιας ομόσπονδης, ουσιαστικά διχοτομημένης, Κύπρου ή, εναλλακτικά, συγκυριαρχία Ελλάδας-Τουρκίας στο νησί. Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες σε επίπεδο πρεσβευτών και, παρότι δεν κατέληξαν σε θεαματικά αποτελέσματα, τοποθέτησαν το Κυπριακό σε ΝΑΤΟϊκή τροχιά, παρακάμπτοντας τον Μακάριο. Στα τέλη Νοεμβρίου ξέσπασε η πολύκροτη "υπόθεση των τσεχοσλοβακικών όπλων", που έφερε την Αθήνα και τη Λευκωσία στο χείλος της διακοπής των διπλωματικών τους σχέσεων. Πέτρα του σκανδάλου ήταν ένα φορτίο τσεχοσλοβακικού πολεμικού υλικού που ξεφορτώθηκε στη Λεμεσό έπειτα από μυστική παραγγελία του Μακαρίου, την οποία ανακάλυψε και κατήγγειλε στην Αθήνα ο Γεώργιος Γρίβας. Ο στρατηγός υποψιάστηκε ότι ο Μακάριος, έχοντας χάσει κάθε έλεγχο πάνω στην Εθνική Φρουρά, η οποία υπαγόταν πλέον στις διαταγές του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Άμυνας, προσπάθησε τώρα να δημιουργήσει μια ισχυρή παραστρατιωτική οργάνωση ώστε να είναι απόλυτος κύριος της κατάστασης στο εσωτερικό της νήσου. Μια κατηγορία την οποία ο Αρχιεπίσκοπος βεβαίως απέρριψε, ισχυριζόμενος ότι μοναδικός στόχος του ήταν ο εξοπλισμός της αστυνομίας. Το θέμα απέκτησε μοιραία διεθνείς διαστάσεις, καθώς η Τουρκία, που πληροφορήθηκε από "διαρροές" τα καθέκαστα, απαίτησε, με τη συμπαράσταση των Αμερικανών, να τεθούν τα τσεχοσλοβακικά όπλα υπό τον έλεγχο των "Κυανοκράνων" του ΟΗΕ. Ένα αίτημα στο οποίο προσχώρησε και η ελληνική κυβέρνηση, ανησυχώντας μήπως η υπόθεση αυτή τινάξει στον αέρα τον εν εξελίξει ελληνοτουρκικό διάλογο -κάτι που, όπως υποψιαζόταν, δεν αποκλείεται να ήταν και ο κυριότερος στόχος αυτής της κίνησης του Μακαρίου. Σ' ένα τέτοιο κλίμα έφτασε στο Παρίσι η ελληνική αντιπροσωπεία που μετείχε στη σύνοδο υπουργών του ΝΑΤΟ (14-16 Δεκεμβρίου), αποτελούμενη από τους υπουργούς Άμυνας Σταύρο Κωστόπουλο, Εξωτερικών Ιωάννη Τούμπα και Συντονισμού Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Η αλήθεια είναι ότι η μεγάλη αίθουσα των διασκέψεων της συμμαχίας ελάχιστα ασχολήθηκε με το Κυπριακό, καθώς είχε να καταπιαστεί με τα πολύ πιο επείγοντα προβλήματα που δημιουργούσε η αποχώρηση της Γαλλίας από το ΝΑΤΟ. Σε πολιτικό επίπεδο, όμως, η "ανταρσία" του Σαρλ ντε Γκωλ έκανε τους Αμερικανούς λιγότερο υπομονετικούς απέναντι σε συγκρούσεις μεταξύ συμμάχων, που απειλούσαν να αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο το δοκιμαζόμενο ΝΑΤΟ. Έτσι, με ενθάρρυνση των Αμερικανών, συναντήθηκαν εκ νέου οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας στο περιθώριο της συνόδου, δίνοντας νέα ώθηση στο "κλίμα των Βρυξελλών". Η ανατροπή της κυβέρνησης Στεφανόπουλου, μετά την άρση της υποστήριξης που της παρείχε η ΕΡΕ, διέκοψε προσωρινά τον ελληνοτουρκικό διάλογο και απέτρεψε το δραματικό ενδεχόμενο μιας μετωπικής ρήξης με τον Μακάριο. Ο τελευταίος, σε ένδειξη καλής θέλησης, υποχώρησε στις πιέσεις που του ασκήθηκαν από τη νέα, υποστηριζόμενη και από την ΕΡΕ και από την Ένωση Κέντρου, κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και παρέδωσε τα τσεχοσλοβακικά όπλα στη Διεθνή Ειρηνευτική Δύναμη[127].
Το πάγιο αίτημα των Ελληνοκυπρίων από τις αρχές του αιώνα ήταν η «Ένωσις με τη μητέρα Ελλάδα» (υπό την έννοια της ενσωμάτωσης του νησιού στην Ελλάδα, όχι της δημιουργίας κάποιου είδους Κυπρο-Ελληνικής Ένωσης). Με αυτό το σύνθημα ξεκίνησε και η ΕΟΚΑ τον αγώνα της το 1955, αυτό ήταν και το ποθούμενο του ελληνοκυπριακού λαού και πολιτικής ηγεσίας το 1959. Η ελληνοκυπριακή κοινότητα αναγκάστηκε τελικά να συμβιβαστεί με τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου, συνεταιρικού κράτους με τους Τουρκοκύπριους, στη βάση των Συνθηκών Λονδίνου-Ζυρίχης, οι οποίες απέκλειαν το ενδεχόμενο μελλοντικής προσάρτησης του νησιού σε τρίτη χώρα. Ο Γρίβας κατηγορούσε ανοιχτά το Μακάριο ότι με την υπογραφή των Συνθηκών πρόδωσε τους ελληνοκυπριακούς πόθους. Ο Ελληνοκύπριος στρατηγός δεν σταμάτησε ποτέ να προβάλλει επιτακτικά το αίτημα αυτό. Αλλά και ο Μακάριος και οι υπόλοιποι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί εξακολούθησαν να μιλούν σε κάθε ευκαιρία για Ένωση και μετά τις Συνθήκες. Αυτό ήταν και το επιχείρημα των Τουρκοκυπρίων, με το οποίο αρνούνταν την οποιαδήποτε τροποποίηση των Συνθηκών. Φοβούνταν ότι ένα άλλο μοντέλο διοίκησης θα επέτρεπε στους Ελληνοκυπρίους να επιτύχουν την ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα, με επακόλουθο, αν όχι το διωγμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας, τουλάχιστον μια τύχη παρόμοια με αυτήν της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.
Στην πορεία όμως δε γινόταν κάτι στην πράξη προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Γρίβας και οι οπαδοί του κατηγορούσαν ανοιχτά τον Μακάριο, ότι ποτέ δε στόχευε στην Ένωση, παρά μόνο στην κατάληψη της εξουσίας. Έχοντας συγκεντρώσει στα χέρια του πολιτική και θρησκευτική εξουσία, δεν είχε κανέναν λόγο να τις παραχωρήσει σε άλλον. Η κατηγορία αυτή τού προσήφθη και από άλλους, όταν απέρριψε το Σχέδιο Άτσεσον, το οποίο προέβλεπε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα το 1964[128]. Η απάντηση του Μακάριου ήταν ότι οποιαδήποτε απόπειρα ένωσης θα είχε ως συνέπεια τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας και θα κατέληγε στο αντίθετο αποτέλεσμα, στη διχοτόμηση του νησιού.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές με τον καιρό για πολλούς Ελληνοκυπρίους το κύριο ζητούμενο ήταν πλέον η κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου στο νησί και όχι τόσο η (άμεση τουλάχιστον) Ένωση με την Ελλάδα, καθώς στην πράξη αρκετοί δε θα ήταν πρόθυμοι να υπαχθούν από τη μια μέρα στην άλλη στην Αθηναϊκή διοίκηση[74]. Κατά τους ίδιους μελετητές σε αυτήν την απροθυμία συνέβαλε και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου τους χάρη στη επιτυχημένη οικονομική πολιτική του Μακάριου, η οποία έκανε λιγότερο ελκυστική την ένωση με τη μαστιζόμενη από οικονομικά προβλήματα Ελλάδα[74]. Ειδικά μετά τον εξοβελισμό του τουρκοκυπριακού στοιχείου από το κυπριακό κράτος, ένα μεγάλο μέρος των στόχων είχε (φαινομενικά) επιτευχθεί. Στην αναφορά του ο Γκάλο Πλάζα το 1965 διστάζει να δεχθεί ότι οι Ελληνοκύπριοι είναι διατεθειμένοι να «απορροφηθεί» η Κύπρος από την Ελλάδα, ενώ σε σχετική ερώτησή του η ελληνοκυπριακή ηγεσία και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν έδωσαν σαφή απάντηση ως προς το χρονοδιάγραμμα και τη μορφή της Ένωσης, αν αυτή καθίστατο κάποτε εφικτή. Μια σειρά από ρυθμίσεις, αλλαγές και παραχωρήσεις που θα έπρεπε να γίνουν δεν είχαν απασχολήσει σοβαρά την ελληνοκυπριακή ηγεσία[129]. Η επικράτηση της δικτατορίας στην Αθήνα κατέστησε την προοπτική της Ένωσης ακόμα λιγότερο ελκυστική για ορισμένους Ελληνοκυπρίους. Τον Ιανουάριο του 1968 ο Αρχιεπίσκοπος εγκατέλειψε και επίσημα την γραμμή της Ένωσης, υποστηρίζοντας ως μόνη εφικτή λύση υπό τις δεδομένες συνθήκες το υπάρχον καθεστώς ανεξαρτησίας, προτιμώντας το εφικτό από το ευκταίο[130]. Την ίδια στιγμή όμως το Ενωτικό ρεύμα παραμένει ισχυρό. Το 1967 η Κυπριακή Βουλή με ομόφωνο ψήφισμα της διατρανώνει την αποφασιστικότητα του Κυπριακού λαού να μην "αναστείλει .. τον αγώνα του, μέχρις ότου ο αγών αυτός ευοδωθεί διά της άνευ ενδιαμέσου σταθμού Ενώσεως ενιαίας και ολοκλήρου της Κύπρου μετά της Μητρός Ελλάδος" ενώ ο Βίας Μαρκίδης, εκ μέρους της Επιτροπής Αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας στην Ελλάδα απαντούσε στις κατηγορίες των χουντικών περί ανθενωτικής δραστηριότητας του αντιχουντικού κινήματος στην Κύπρο λέγοντας "Ας γίνει η Ένωσις και ας μας συλλάβουν. Και μέσα στην φυλακήν θα γιορτάζωμεν για την εθνική μας αποκατάστασιν." [131].
Με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 η κατάσταση περιπλέχτηκε ακόμη περισσότερο, καθώς οι συνταγματάρχες διεκδικούσαν και πάλι το ρόλο του "Εθνικού Κέντρου" ως του ρυθμιστή της ακολουθητέας γραμμής στο Κυπριακό.
Οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 στην Αθήνα χειροτέρευαν διαρκώς. Οι συνταγματάρχες παρενέβαιναν απροκάλυπτα στην πολιτική ζωή της Κύπρου πιέζοντας τον Μακάριο να αλλάξει τους υπουργούς του, να σχηματίσει κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ή και να παραιτηθεί[132].
Η Χούντα των Συνταγματαρχών σχεδίαζε να εξοντώσει τον Μακάριο για να υλοποιήσει τα σχέδιά της για διχοτόμηση του νησιού[133]. Υπό το κράτος απειλών, που ήταν προφανές ότι απευθύνονταν προς αυτόν, ο Μακάριος υποχρεώθηκε να δεχθεί τον Αύγουστο στη Λευκωσία τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, με τον οποίο είχε το βράδυ της 9ης Αυγούστου του 1967 πολύωρη συνομιλία κατά μόνας, μετά το επίσημο δείπνο. Αποτέλεσμα της τριήμερης επίσκεψης του Παπαδόπουλου ήταν η ευθυγράμμιση της πολιτικής του Μακαρίου με εκείνη της χούντας, τουλάχιστον επισήμως[134].
Ο ελιγμός του Μακαρίου δεν απέτρεψε τον προσωρινό παραμερισμό του από τις εξελίξεις. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1967, πραγματοποιήθηκε στη Γέφυρα των Κήπων, στα ελληνοτουρκικά σύνορα, συνάντηση κορυφής του πρωθυπουργού της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ με τον ομόλογό του Κωνσταντίνο Κόλλια, αλλά στην πραγματικότητα με τον αρχηγό της χούντας Γεώργιο Παπαδόπουλο, παρόλο που ο τελευταίος τυπικά είχε ακόμη μόνο το αξίωμα του υπουργού Προεδρίας. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν η συμφωνία για λύση του Κυπριακού. Η συνάντηση στον Έβρο καθορίστηκε εν αγνοία του Μακάριου, με απευθείας διαπραγματεύσεις Αθήνας-Άγκυρας.
"Η στάση της χούντας θα εξαρτηθεί από το ποια θα πιστεύει ότι είναι η πρόθεση των ΗΠΑ. Μπορεί για παράδειγμα να συμφωνήσει στην παροχή κυρίαρχης βάσης στην Τουρκία στο πλαίσιο της ένωσης και να επιβάλει αυτή τη λύση στον Μακάριο, έστω και με πραξικόπημα, εφόσον οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να υποστηρίξουν το στρατιωτικό καθεστώς", υπογράμμιζε έκθεση της Υπηρεσίας Πληροφοριών και Αναλύσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 6 Σεπτεμβρίου του 1967.
Η επίλυση του Κυπριακού με βάση τις αμερικανικές επιθυμίες και υποδείξεις ήταν το σημαντικότερο μέσον που είχε στη διάθεσή του το δικτατορικό καθεστώς για να εξασφαλίζει την εύνοια της Ουάσινγκτον. Πολύ περισσότερο μετά την εκρηκτική κατάσταση που δημιούργησε στη Μέση Ανατολή ο Πόλεμος των Έξι Ημερών τον Ιούνιο, με την κατοχή από το Ισραήλ πολλών αραβικών εδαφών, η Κύπρος ήταν πιο αναγκαία από ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από ελληνικής πλευράς, πλην του Παπαδόπουλου και του εικονικού πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Κόλλια, στην αντιπροσωπεία συμμετείχαν ο αντιπρόεδρος του στρατιωτικού καθεστώτος στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Παύλος Οικονόμου - Γκούρας, ενώ τον Ντεμιρέλ συνόδευσε ο υπουργός Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγλαγιαγκίλ.
Οι δύο πρωθυπουργοί συναντήθηκαν εθιμοτυπικά στις 11.30 το πρωί της 9ης Σεπτεμβρίου και μεταφέρθηαν από τη Γέφυρα των Κήπων με το ίδιο αυτοκίνητο στην τουρκική κωμόπολη Κεσσάνη, όπου άρχισαν οι συνομιλίες της πρώτης ημέρας, οι οποίες κράτησαν συνολικά έξι ώρες, χωρίς όμως αποτέλεσμα[135].
Έτσι οι συνομιλίες, παρά τις προσδοκίες της χούντας, η οποία νόμιζε αφελώς ότι θα λύσει το Κυπριακό προσφέροντας τη βάση της Δεκέλειας και ένα μεγάλο τμήμα κυπριακής γης στους Τούρκους και παραχωρώντας ειδικά προνόμια στους Τουρκοκύπριους, κατέληξαν σε ναυάγιο.
Ουσιαστικά η πολυδιαφημισμένη συνάντηση δεν είχε πλέον οποιοδήποτε περιεχόμενο. Για να σωθούν, όμως, τα προσχήματα, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να επαναλάβουν τις συνομιλίες την επόμενη μέρα στην Αλεξανδρούπολη όπου συζήτησαν περί οικονομικής συνεργασίας, τουρισμού και άλλων ήσσονος σημασίας θεμάτων. Στο κοινό ανακοινωθέν έγινε λόγος περί "συσφίξεως των δεσμών φιλίας, καλής γειτονίας και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών (...) εν τω πνεύματι της εγκαρδιότητος το οποίον εδημιούργησαν οι δύο μεγάλοι πολιτικοί άνδρες, Ατατούρκ και Βενιζέλος, λαμβανομένου υπ' όψιν και του γεγονότος ότι ανήκουν (οι χώρες) εις την αυτήν συμμαχίαν", χωρίς όλα αυτά να αλλάζουν στο ελάχιστο την πλήρη αποτυχία των συνομιλιών. Μια αποτυχία που αναγνώρισε επίσημα και η ίδια η χούντα, κατά την επίσκεψη Σπαντιδάκη στην Κύπρο, στις 21 Οκτωβρίου.
Οι ολέθριες επιπτώσεις της εξωτερικής πολιτικής της χούντας έγιναν για πρώτη φορά αισθητές τον Νοέμβριο, με τα αιματηρά επεισόδια της Κοφίνου, που άλλαξαν δραματικά τα δεδομένα και τους συσχετισμούς δύναμης στο Κυπριακό. Τα επεισόδια άρχισαν στις 14 Νοεμβρίου, όταν αστυνομικές περίπολοι της ελληνοκυπριακής πλευράς με επικεφαλής τον ίδιο τον Γρίβα μπήκαν στο υπό τουρκοκυπριακό έλεγχο χωριό του Αγίου Θεοδώρου. Την επόμενη μέρα, σημειώθηκαν ανταλλαγές πυρών μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και σύντομα οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν, με τη συμμετοχή τεθωρακισμένων, βαρέων όπλων και πυροβολικού. Το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου, οι δυνάμεις του Γρίβα, ο οποίος κινήθηκε βάσει σχεδίου που είχε εγκριθεί προκαταβολικά από τη στρατιωτική κυβέρνηση της Αθήνας, κατέλαβε τα χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος.
Τα γεγονότα της Κοφίνου προκάλεσαν μείζονα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς η Τουρκία ζήτησε άμεση παρέμβαση του Ο.Η.Ε. και αποχώρηση των ελληνοκυπριακών στρατευμάτων υπό την απειλή στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο. Τα χαράματα της 16ης Νοεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τις καταληφθείσες περιοχές, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει. Βρίσκοντας πρόσχημα για τις επιθετικές της ενέργειες, η κυβέρνηση της Άγκυρας υποκίνησε ογκώδεις ανθελληνικές διαδηλώσεις, στις 17 Νοεμβρίου πήρε εξουσιοδότηση της Εθνοσυνέλευσης για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων και εκτός Τουρκίας όποτε το έκρινε σκόπιμο και προχώρησε σε επιδεικτικές παραβιάσεις του κυπριακού θαλάσσιου και εναέριου χώρου. Στο μεταξύ, οι τουρκικές εφημερίδες, με μεγάλους, άνωθεν διοχετευόμενους τίτλους ανήγγειλαν επικείμενη τουρκική απόβαση στη βόρεια Κύπρο. Στην Κύπρο, Αμερικανοί και Βρετανοί μετέφεραν τα γυναικόπαιδα του προσωπικού τους στη Βηρυτό. Σε ένα δραματικό διάγγελμα, ο Μακάριος κάλεσε τον κυπριακό λαό επί των επάλξεων:
"Δεν αποκρύπτω ότι διερχόμεθα δραματικάς πράγματι στιγμάς και τα νέφη του πολέμου απλούνται απειλητικώς υπεράνω της Κύπρου. Μισούμεν τον πόλεμον. Αγαπώμεν μετά πάθους και θέλομεν την ειρήνην. (...) Η αποτροπή όμως του απειλούντος την Νήσον μας πολέμου δεν εξαρτάται από ημάς. Πιθανώς ούτος να μας επιβληθή υπό της Τουρκίας, ήτις κατά τας τελευταίας ημέρας δεν έπαυσεν απειλούσα με πόλεμον την Κύπρον. Ελπίζω και εύχομαι να πρυτανεύση η λογική και εν ειρηνική ατμόσφαιρα να συζητηθή η λύσις του κυπριακού προβλήματος. Εάν όμως, παρ' ελπίδα δεν συμβή τούτο και ο πόλεμος επιβληθή, τότε θα αμυνθώμεν διά την τιμήν και την αξιοπρέπειάν μας. Θα αγωνισθώμεν με υψηλά τα μέτωπα και την ψυχήν ορθίαν. Ο αγών μας θα είναι αγών υπέρ πάντων. Ο Θεός της ειρήνης έστω μεθ' ημών!".
Η τύχη της Κύπρου όμως κρίθηκε στα παρασκήνια. Στις 19 Νοεμβρίου -και ενώ η Τουρκία είχε συγκεντρώσει ήδη στρατιωτικές δυνάμεις απέναντι από την Κύπρο και 25 τουρκικά βομβαρδιστικά είχαν μετακινηθεί στη βάση του Ινσιρλίκ- ο Αμερικανός πρέσβης στην Άγκυρα Πάρκερ Χαρτ και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγλαγιαγκίλ, στο σπίτι του τελευταίου, συνέταξαν από κοινού ένα σχέδιο ελληνοτουρκικής συμφωνίας, το οποίο είχε το ίδιο περιεχόμενο με τελεσίγραφο που είχε απευθύνει η Άγκυρα προς την Αθήνα από τις 17 Νοεμβρίου: να φύγει αμέσως από την Κύπρο η ελληνική μεραρχία που είχε στείλει εκεί ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Το πρωί της 23ης Νοεμβρίου η αμερικανική ηγεσία είχε πειστεί ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο ήταν ζήτημα ελάχιστων ημερών ή και ωρών. Μετά από εισήγηση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Ντιν Ρασκ, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον αποφάσισε να στείλει ως ειδικό απεσταλμένο στην Αθήνα και την Άγκυρα τον τέως υφυπουργό Άμυνας Σάιρους Βανς, ο οποίος όμως είχε παντελή άγνοια του Κυπριακού. Ο Λίντον Τζόνσον, κατά μαρτυρία του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Ουόλτερ Ραστόου, δήλωσε ότι ο Βανς είχε στη διάθεσή του ένα εκατομμύριο δολάρια "για να δωροδοκήσει όποιον χρειάζεται από τους Έλληνες ή τους Τούρκους προκειμένου να αποτρέψει την ελληνοτουρκική σύρραξη".
Ο Βανς συναντήθηκε στην Άγκυρα με τον Ντεμιρέλ και τον Τσαγλαγιαγκίλ, οι οποίοι απαίτησαν την αποδοχή του τελεσιγράφου τους. Το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου, ο Βανς είχε επιστρέψει από την Άγκυρα και συνάντησε για δεύτερη φορά τον Παναγιώτη Πιπινέλη, που είχε αναλάβει εν τω μεταξύ υπουργός Εξωτερικών της χούντας για να διαχειριστεί τη δύσκολη κατάσταση[136].
Στις 27 Νοεμβρίου ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, που επιστρατεύτηκε για να δοθεί ευρύτερη κάλυψη στη ΝΑΤΟϊκή λύση, ανακοίνωσε ότι οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας αποδέχθηκαν το σχέδιο Βανς, το οποίο επιβλήθηκε τελικά και στον αδύναμο να αντιδράσει Μακάριο.
Θέλοντας να δώσει γρήγορα δείγματα καλής διαγωγής, η χούντα άρχισε την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από τις πρώτες κιόλας μέρες του Δεκεμβρίου. Μόλις δύο μήνες μετά τις προσδοκίες του Παπαδόπουλου για τη συνάντηση του Έβρου, ο μόνος πρακτικός καρπός της πολιτικής του ήταν ο αφοπλισμός, ουσιαστικά, της νήσου, η οποία αφέθηκε ανυπεράσπιστη. Οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν: στις 29 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε η δημιουργία "Τουρκοκυπριακής Προσωρινής Διοίκησης" στη βόρεια Κύπρο, ένας κάπως πιο εύηχο συνώνυμο της ανοιχτής διχοτόμησης. Κι ήταν ακόμα η αρχή[137].
Στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακάριου και ως ένας από τους υποκινητές θεωρήθηκε ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης. Στο νησί επανήλθε το Φθινόπωρο του 1971 ο Γρίβας, ο οποίος συνέστησε την παραστρατιωτική οργάνωση ΕΟΚΑ Β' με στόχο την ανάληψη αγώνα για την επίτευξη της Ένωσης. Μέσω των εφημερίδων που είχε υπό τον έλεγχό του κατηγορούσε τον Μακάριο ότι πρόδιδε τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση για να μη χάσει τα αξιώματά του. Μετά τον θάνατο του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1974 τα ηνία της οργάνωσης ανέλαβε πλέον η Χούντα, παρά την (τυπική) διαδοχή που συντελέστηκε στην ηγεσία της οργάνωσης από το μετριοπαθή συνταγματάρχη Καρούσο. Έτσι είχαν δημιουργηθεί δύο στρατόπεδα στους Ελληνοκυπρίους. Η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ήταν στο πλευρό του Μακάριου, τον οποίο και εξέλεγε σε κάθε εκλογή με μεγάλα ποσοστά.
Στις 8 Μαρτίου του 1973 τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Κιτίου Άνθιμος, ο Κυρηνείας Κυπριανός και ο Πάφου Γεννάδιος καθαίρεσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, επειδή σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες δεν επιτρέπεται οι ιεράρχες να κατέχουν και πολιτειακό αξίωμα. Το Μακαριακό στρατόπεδο υποστηρίζει ότι η κίνηση αυτή είχε τη στήριξη της Αθήνας. Ο Μακάριος τότε με τη σειρά του συγκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, στην οποία πήραν μέρος 13 επίσκοποι εκπρόσωποι ορθοδόξων εκκλησιών μεταξύ άλλων από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, η οποία αποκατέστησε τον Μακάριο και καθαίρεσε τους τρεις Μητροπολίτες στις 14 Ιουλίου του 1973.
Στις 2 Ιουλίου του 1974, ο Μακάριος απεύθηνε προς τον (διορισμένο από τη χούντα) "πρόεδρο" της ελληνικής δημοκρατίας, στρατηγό Φ. Γκιζίκη μια μακροσκελέστατη επιστολή ("μη απορρήτου περιεχομένου", όπως χαρακτηριστικά του έγραφε) διά της οποίας ενώ μεν περιέγραφε την "...από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν..." , ουσιαστικά δε, κατάγγελνε την ηγεσία της δικτατορίας στην Αθήνα για ανάμειξη στις εναντίον του συνωμοσίες και αξίωνε την ανάκληση των από την Ελλάδα υπηρετούντων αξιωματικών της Κυπριακής Εθνοφρουράς. Η επιστολή, κατέληγε ως εξής: "Δεν είμαι διορισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της ελληνικής κυβερνήσεως, αλλ' εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του εθνικού κέντρου"
Στις 8:20 π.μ. της 15ης Ιουλίου του 1974 εξαπολύθηκε στην Κύπρο στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο είχε οργανωθεί από τη Χούντα του Ιωαννίδη, εγκέφαλος του οποίου ήταν (μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου στις 25 Νοεμβρίου του 1973) ο Δημήτριος Ιωαννίδης και οι συνεργάτες του στη νήσο, με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου και την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα. Το σχέδιο ήταν να ανατραπεί ο Μακάριος και την Προεδρία να αναλάβει με τη δύναμη των όπλων ο Νίκος Σαμψών, ακραιφνής εθνικιστής Κύπριος πολιτικός, παλαιός μαχητής της ΕΟΚΑ και της ΕΟΚΑ Β', ενώ στρατιωτικός επικεφαλής του κινήματος ήταν ο ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης. Την ίδια μέρα ελληνικές στρατιωτικές μονάδες με την ενίσχυση της Μοίρας Καταδρομέων και τμημάτων της Εθνοφρουράς άρχισαν να βάλλουν κατά του προεδρικού μεγάρου στη Λευκωσία, όπου βρισκόταν ο Μακάριος, με σκοπό να τον σκοτώσουν. Οι πραξικοπηματίες επικράτησαν γρήγορα και από τον κρατικό ραδιοσταθμό της Κύπρου, τον οποίο κατέλαβαν, απεύθυναν το εξής μήνυμα: "Σήμερον την πρωΐαν η Εθνική Φρουρά επενέβη διά να σταματήσει τον αδελφοκτόνον Πόλεμον - η Εθνική Φρουρά είναι αυτήν την στιγμήν κυρία της καταστάσεως- ο Μακάριος είναι νεκρός". Αυτός όμως κατάφερε και διέφυγε, στην αρχή στην Πάφο και αργότερα στη βρετανική βάση Ακρωτηρίου, απ' όπου και τον φυγάδευσαν οι Άγγλοι στο εξωτερικό. Πριν διαφύγει, από έναν πρόχειρο ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου, μεταδόθηκε το μήνυμά του, το οποίο ξεκινούσε ως εξής: "Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποιος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος... Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Εγώ ήμουν ο στόχος της και εγώ, εφ' όσον ζω, η χούντα εις την Κύπρον δεν θα περάσει..." Στις 19 Ιουλίου εξεφώνησε λόγο ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, στον οποίο, αφού ευχαριστούσε τους Άγγλους για τη σωτηρία του, χαρακτήριζε το πραξικόπημα ως εισβολή της Χούντας στην Κύπρο και κατάλυση της ανεξαρτησίας της, ενώ ταυτόχρονα κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέμβει με όλα τα πρόσφορα μέσα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ίσως για να προλάβει τον κίνδυνο εισβολής από μέρους της Τουρκίας αφού η Τουρκία δεν είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
"I appeal to the members of the Security Council to do their utmost to put an end to this anomalous situation, which was created by the coup of Athens. I call upon the Security Council to use all ways and means at its disposal so that the constitutional order in Cyprus and the democratic rights of the people of Cyprus can be reinstated without delay."
[...]
"...the events in Cyprus do not constitute an internal matter of the Greeks of Cyprus. The Turks of Cyprus are also affected. The coup of the Greek junta is an invasion, and from its consequences the whole people of Cyprus suffers, both Greeks and Turks."
Εν τω μεταξύ όμως, οι δυνάμεις των πραξικοπηματιών είχαν καταλάβει όλο το νησί, ενώ κάποιες εστίες αντίστασης και προσπάθειες εξόρμησης λίγων πιστών στο Μακάριο δυνάμεων από την Πάφο προς τη Λεμεσό αναχαιτίστηκαν εύκολα και εν συνεχεία διαλύθηκαν από την Εθνοφρουρά. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας του κινήματος, ο Νικόλαος Σαμψών ορκίστηκε ως "Πρόεδρος της Δημοκρατίας" και με δηλώσεις του υποσχέθηκε την αποκατάσταση της ομαλότητας και την προσφυγή σε ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές. Η δε "κυβέρνησή" του αποτελούνταν από τους εξής υπουργούς: Ντ. Δημητρίου (Εξωτερικών), Π. Δημητρίου (Παιδείας), Οδ. Ιωαννίδη (Υγείας), Α. Νεοκλέους (Γεωργίας και Φυσικών Πόρων), Παν. Δημητρίου (Εσωτερικών και Αμύνης), Α. Χατζηγεωργίου (Εμπορίου και Βιομηχανίας), Κ. Σαβεριάδη (Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων), Ι. Δρουσιώτη (Εργασίας) και Α. Παρισινό (Υφυπουργώ παρά τω Προέδρω)[138]
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποστήριξε με δηλώσεις της την ανεξαρτησία της Κύπρου, αλλά ο τότε αμερικανός υπουργός των εξωτερικών Χένρυ Κίσινγκερ απέρριψε πρόταση για την υποστήριξη του ανατραπέντος καθεστώτος Μακάριου. Η Μεγάλη Βρετανία τήρησε επιφυλακτική στάση, συνιστώντας "αυτοσυγκράτηση" ενώ η τουρκική κυβέρνηση έκανε λόγο για "ανατροπή της συνταγματικής τάξης" και έθεσε τις στρατιωτικές της δυνάμεις σε κατάσταση επιφυλακής.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας στη συνεδρία του δεν πήρε απόφαση, και στις 20 Ιουλίου 1974, έγινε το πρώτο μέρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο κατά παράβαση της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ο αμφιλεγόμενος αυτός λόγος του Μακάριου στο Συμβούλιο Ασφαλείας έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από την τουρκική και την ελληνική φιλοχουντική προπαγάνδα. Τόσο η πρώτη, η οποία δικαιολογεί την εισβολή ως χρέος της ως εγγυήτριας δύναμης από τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, όσο και η δεύτερη, η οποία προσπαθεί να αποσείσει τις ευθύνες για τα γεγονότα από πάνω της, «αναγιγνώσκουν» στον λόγο αυτόν μια έκκληση του Μακάριου προς την Τουρκία να επέμβει για να τον αποκαταστήσει στην εξουσία. Κάτι τέτοιο πάντως δεν περιέχει η έκκληση, η οποία απευθύνεται αποκλειστικά στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Λίγες μέρες μετά η Κυβέρνηση Σαμψών παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων. Στη Γενεύη άρχισαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης υπό την αιγίδα του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον Κάλαχαν. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον Γλαύκο Κληρίδη, αξίωσε για πρώτη φορά μετά το 1963 εφαρμογή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Κυπριακού Συντάγματος, κάτι που ως τότε η ίδια αρνούνταν κατηγορηματικά. Η Τουρκία αρνήθηκε και προέβαλε το πάγιο αίτημά της για γεωγραφικό χωρισμό του νησιού. Ενόσω διαρκούσαν οι διπλωματικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη Γενεύη δεν φαινόταν να επιτυγχάνεται αίσια έκβαση και η Τουρκία, αφού πρώτα στις 3:30 τα ξημερώματα της 14 Αυγούστου του 1974 απέσυρε την αντιπροσωπεία της, σε λιγότερο από 1 1/2 ώρα μετά (4:35 π.μ. της ίδιας ημέρας) προχώρησε και στο δεύτερο κύμα εισβολής υπό την κωδική ονομασία "Αττίλας 2", φθάνοντας ως τα σημερινά όρια των Κατεχομένων.
Η τουρκική εισβολή δημιούργησε χιλιάδες θύματα και αγνοούμενους, ενώ πάνω από 180.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες εκδιώχθηκαν ή υποχρεώθηκαν να φύγουν από τις κατεχόμενες από τον Τουρκικό στρατό περιοχές [139]. Παράλληλα υπήρξε σταδιακή μετακίνηση πάνω από 50.000 Τουρκοκυπρίων από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές ειδικά μετά την άρση της απαγόρευσης τέτοιων μετακινήσεων με τη συμφωνία της Τρίτης Βιέννης του Αυγούστου 1975. Αποτέλεσμα των μετακινήσεων αυτών ήταν η ντε φάκτο δημιουργία δύο χωριστών περιοχών με εθνικά σχεδόν αμιγή πληθυσμό. Ιδιαίτερα κατά το δεύτερο κύμα εισβολής ο τουρκικός στρατός άφησε χιλιάδες νεκρούς Έλληνες και Ελληνοκύπριους στρατιώτες και αμάχους[140], και λεηλάτησε τις περιουσίες τους[141]. Άλλοι 1.500 περίπου παρέμειναν στις λίστες των αγνοουμένων. Το μεγαλύτερο μέρος των αμάχων Ελληνοκυπρίων εγκατέλειψαν τα χωριά τους στο άκουσμα της εισβολής και πριν την εμφάνιση των Τούρκων, φοβούμενοι για τη ζωή τους. Δεν έλειψαν και μεμονωμένα επεισόδια αντιποίνων των Ελληνοκυπρίων, όπως η εκτέλεση 80 περίπου Τουρκοκυπρίων αιχμαλώτων από το χωριό Τόχνη στην επαρχία Λάρνακας. Η εισβολή αποτέλεσε την υλοποίηση του αρχικού σχεδίου της Τουρκίας για Ταξίμ (taksim) τη γεωγραφική δηλαδή διχοτόμηση της Κύπρου μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Στον κατεχόμενο Βορρά παρέμειναν αρχικά γύρω στους 20.000 Ελληνοκύπριοι αρνούμενοι να φύγουν. Η απομόνωσή τους από το τουρκοκυπριακό καθεστώς και η κακομεταχείριση οδήγησαν με τον καιρό τους περισσότερους από αυτούς στον Νότο ενώ πολλοί από αυτούς εκδιώχθηκαν στις ελεύθερες περιοχές από το κατοχικό καθεστώς.
Μετά την κατάπαυση του πυρός, τον Αύγουστο του 1974, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες όμως δεν στέφθηκαν από επιτυχία. Η διαίρεση αυτή διατηρείται μέχρι σήμερα διά της βίας καθώς περισσότεροι από 40.000 Τούρκοι στρατιώτες εξακολουθούν να παραμένουν στο νησί, ενώ η Τουρκία ενθαρρύνει την παράνομη εγκατάσταση εποίκων ώστε να αυξήσει τα πληθυσμιακά ερείσματά της. Η διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί έλεγχο μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού, παρότι από νομική άποψη εξακολουθεί να εκπροσωπεί το σύνολο. Το κατεχόμενο βόρειο τμήμα, το οποίο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο το 1983, έχει αναγνωριστεί διεθνώς μόνο από την Τουρκία με την ονομασία "Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου" (τουρκικά: Kuzey Kıbrıs Türk Cumhuriyeti [KKTC]). Το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με τα ψηφίσματα (αποφάσεις) του 541/1983 και 550/1984 καταδίκασε ευθέως την ανακήρυξη της "ΤΔΒΚ" και κάθε αποσχιστική δραστηριότητα και κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να μην την αναγνωρίσουν.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ενημέρωσε την διεθνή κοινότητα πως τα αεροδρόμια και λιμάνια του κράτους είναι κλειστά στις κατεχόμενες της από την Τουρκία περιοχές.[142][143] Έτσι, η ΙΑΤΑ δεν αναγνωρίζει πτήσεις από τα κατεχόμενα και καμιά αεροπορική εταιρεία πλην των τουρκικών δεν εκτελεί δρομολόγια προς και από τα κατεχόμενα εδάφη. Η ιθαγένεια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα της ΤΔΒΚ δεν αναγνωρίζονται από άλλα κράτη, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της που επιθυμούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό να χρειάζονται ταξιδιωτικά έγγραφα της Τουρκίας. Στις 23 Απριλίου 2003 η τουρκοκυπριακή ηγεσία επέτρεψε την είσοδο στα Κατεχόμενα από ορισμένα οδοφράγματα της Πράσινης Γραμμής. Το νότιο τμήμα, οι ελεύθερες περιοχές, έχουν οικονομικά ανακάμψει, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισαν μετά το 1974 λόγω των προσφύγων και της αποστέρηση του Βορρά, ο οποίος ήταν το ευφορότερο και πιο πλούσιο σε πλουτοπαραγωγικές πηγές τμήμα του νησιού. Αντίθετα ο Βορράς λόγω της διεθνούς απομόνωσης εξαρτάται αποκλειστικά από την οικονομική βοήθεια της Τουρκίας για να επιβιώσει.
Από το 1955 όταν εξελίχθηκαν τα Σεπτεμβριανά εναντίον του Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα, με τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ το 1956 που υποστήριξε πώς "η Ελληνική πλειοψηφία στο νησί είναι περιστασιακή" όπως και το επιτελικό σχέδιο τού Γραφείου Ειδικού Πολέμου του τουρκικού Γενικού Επιτελείου με τ’ όνομα «Kibris Istirdat Plani», «Σχέδιο Επανάκτησης Κύπρου» γραμμένο το 1957, μέχρι και το νυν υλοποιούμενο νεο-οθωμανικό «Στρατηγικό Βάθος» τού Νταβούτογλου, όλες ανεξαιρέτως και απαρεγκλίτως οι τουρκικές κυβερνήσεις, εκλελεγμένες ή πραξικοπηματικές, δεξιές ή αριστερές κεμαλικές, κεμαλο-ισλαμικές ή αμιγώς ισλαμικές, από τον Αντνάν Μεντερές και τον Φατίν Ρουστού Ζορλού (1955) μέχρι και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Αχμέτ Νταβούτογλου (2013), εφαρμόζουν επεκτατική πολιτική εναντίον της Κύπρου.[144].
Σε αντίθεση με τον Ελληνοκυπριακό λαό που όταν ρωτήθηκε, απέρριψε το τετελεσμένο γεγονός του γεωγραφικού χωρισμού, οι εκάστοτε ελληνοκυπριακές ηγεσίες από το 1977 και μετά έχουν αποδεχθεί το τετελεσμένο γεγονός του γεωγραφικού χωρισμού μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, τον οποίο οι Τουρκοκύπριοι θέλουν να διατηρήσουν. Το 1977 έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ δύο ηγετών ότι η βάση λύσης θα είναι ομοσπονδιακού χαρακτήρα, χωρίς ουσιαστικά να ρωτηθεί ο λαός. Η διατύπωση αφήνει πολλά περιθώρια για ερμηνείες. Αυτό σημαίνει ότι εάν συσταθεί ομοσπονδιακό κράτος, ίσως να είναι δικοινοτικό (όπως και με το Σύνταγμα του 1960), με την πολιτειακή εξουσία να μοιράζεται ανάμεσα στις δύο κοινότητες[144].
Μείζων παράγοντας του Κυπριακού προβλήματος είναι σήμερα οι αγνοούμενοι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Πρόκειται για στρατιώτες και πολίτες, των οποίων η τύχη αγνοείται. Οι περισσότεροι εξαφανίστηκαν μετά από εχθροπραξίες και έκτοτε δεν έδωσαν σημεία ζωής αλλά ούτε βρέθηκε και η σορός τους. Από ελληνοκυπριακής πλευράς αγνοούνται περί τους 1.500 ([145]), ενώ από τουρκοκυπριακής περίπου 500. Το πρόβλημα των αγνοουμένων ανάγεται ήδη στην περίοδο των διακοινοτικών ταραχών που ξέσπασαν το 1963-1964, αλλά μεγιστοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1974 με την τουρκική εισβολή. Για την τύχη τους έχουν γίνει πολλές εικασίες. Η ελληνοκυπριακή πλευρά για πολύ καιρό (και εν μέρει ακόμα) υποστήριζε ότι οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι ζουν και είναι αιχμάλωτοι στην Τουρκία. Πολλές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί γύρω από το ζήτημα, ενώ φέρεται να έχει οργανωθεί και αποστολή με τη συμμετοχή πρακτόρων της ελληνικής ΕΥΠ στην Ανατολία, προκειμένου να διερευνηθούν σχετικές πληροφορίες από «Κούρδους δραπέτες» που υποστήριξαν ότι ήταν συγκρατούμενοί τους. Αξιόπιστα στοιχεία που να στηρίζουν την εκδοχή ότι οι αγνοούμενοι είναι ζωντανοί δεν έχουν ως τώρα παρουσιαστεί[146][147]. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονται σίγουρα σε ομαδικούς τάφους εκατέρωθεν της Πράσινης Γραμμής, οι οποίοι δεν έχουν ανοιχθεί ακόμη από καμιά από τις δυο πλευρές. Τα τελευταία 2-3 χρόνια καταβάλλονται προσπάθειες διαλεύκανσης των περιπτώσεων αγνοουμένων μέσω της κοινής διερευνητικής επιτροπής αγνοουμένων[148], η οποία είχε συσταθεί το 1981 αλλά ως τώρα δεν είχε να επιδείξει έργο, με τη βοήθεια πλέον σύγχρονων μεθόδων ανάλυσης DNA. Το καλοκαίρι του 2009 βρέθηκε ομαδικός τάφος 5 Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων οι οποίοι εκτελέστηκαν κατά την τουρκική εισβολή. Στη δημοσιότητα δόθηκε και μία φωτογραφία τους λίγη ώρα πριν την εκτέλεσή τους.
Ένα ακόμη πρόβλημα που παραμένει άλυτο από την τουρκική εισβολή είναι οι περιουσίες των προσφύγων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στην άλλη μεριά του νησιού. Στα εγκαταλελειμμένα ακίνητα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες της άλλης κοινότητας ή και έποικοι χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση στους αρχικούς ιδιοκτήτες. Το πρόβλημα είναι εντονότερο για τους Ελληνοκύπριους, γιατί τους απαγορεύθηκε και απαγορεύεται ακόμη η εγκατάσταση στα Κατεχόμενα από τις κατοχικές αρχές. Το 1985 η ΤΔΒΚ απέκτησε Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 159 προβλέπει ότι οι εγκαταλελειμμένες περιουσίες περιέρχονται στην κυριότητα της ΤΔΒΚ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με την απόφασή του της 28ης Νοεμβρίου 1996 στην υπόθεση «Τιτίνα Λοϊζίδου κατά Τουρκίας» έκρινε ότι το Σύνταγμα αυτό δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ και ότι η Τουρκία ευθύνεται για παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας των Ελληνοκυπρίων προσφύγων και την καταδίκασε σε καταβολή αποζημίωσης[149]. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία σύστησε κατόπιν αυτών μια επιτροπή αποζημιώσεων, η οποία κρίνει αιτήματα Ελληνοκυπρίων περί προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους. Το ΕΔΑΔ έκρινε όμως πάλι ότι αυτή η επιτροπή δεν αποτελούσε επαρκές ένδικο βοήθημα για τους θιγόμενους για μια σειρά από λόγους, μεταξύ άλλων και διότι δεν προέβλεπε δυνατότητα αυτούσιας επιστροφής παρά μόνο χρηματικής αποζημίωσης[150]. Τελικά με νεώτερη απόφασή του αναγνωρίζει ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στη διαδικασία της επιτροπής ικανοποιούσαν τις αρχικές επιφυλάξεις που είχαν εκφραστεί στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου και αφέθηκε να εξεταστεί σε μεταγενέστερη απόφαση κατά πόσο οι ρυθμίσεις αυτές είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.[151]. Οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες των περιουσιών στα Κατεχόμενα στρέφονται τα τελευταία χρόνια δικαστικά με αγωγές ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων κατά αλλοδαπών αγοραστών των περιουσιών τους, τις οποίες εκποιούν οι Τουρκοκύπριοι ιδιώτες στους οποίους αυτές έχουν παραχωρηθεί από τις κατοχικές αρχές, σε τουρίστες ή αλλοδαπούς επιχειρηματίες. Τα κυπριακά δικαστήρια ως τώρα κάνουν δεκτές τις αγωγές κηρύσσοντας τις αγοραπωλησίες άκυρες και καταδικάζοντας τους αλλοδαπούς αγοραστές σε αποζημίωση. Στις 28 Απριλίου 2009, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Κοινοτήτων εξέδωσε απόφαση μετά από παραπομπή Αγγλικού Εφετείου με την οποία έκρινε ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται από τα Κυπριακά Δικαστήρια για καταπάτηση Ελληνοκυπριακών περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές μπορούν να εγγραφούν και να εκτελεστούν στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης[152].
Διαφορετικά είναι τα πράγματα στον Νότο. Αντίθετα με τον Βορρά, η εγκατάσταση Τουρκοκυπρίων στον Νότο δεν περιορίστηκε ποτέ νομικά από την Κυπριακή Κυβέρνηση μετά το 1974. Οι περιουσίες των Τουρκοκυπρίων που εγκατέλειψαν τον Νότο τέθηκαν από την Κυπριακή Κυβέρνηση υπό κηδεμονία σύμφωνα με τον νόμο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών 139/91 μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του Κυπριακού Προβλήματος. Με απόφασή του της 24ης Σεπτεμβρίου του 2004 στην υπόθεση «Arif Moustafa ν. Υπουργείου Εσωτερικών» το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έκρινε ότι από τη στιγμή που ένας Τουρκοκύπριος εγκατασταθεί οποτεδήποτε στις ελεύθερες περιοχές, έχει αξίωση επιστροφής της περιουσίας του από το κράτος[153].
Το 1992 κατατέθηκε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος - Γκάλι μια πρόταση για την επίλυση του Κυπριακού. Τα κυριότερα σημεία του σχεδίου, σύμφωνα με την Άρτεμη Κορδώνη, ήταν η διζωνική δικοινοτική Ομοσπονδία, η πολιτική ισότητα των δυο κοινοτήτων, επιστροφή εκτάσεων γης στους Ελληνοκυπρίους, μια υπηκοότητα για τον Κύπριο πολίτη και οριοθέτηση των τριών ελευθερίων (μετακίνησης, εγκατάστασης και ιδιοκτησίας). Η λεγόμενη Δέσμη ιδεών Γκάλι δεν έγινε αποδεκτή από τους Ελληνοκυπρίους (τότε υπό την προεδρία του Γλαύκου Κληρίδη) ενώ ο Ραούφ Ντενκτάς ήταν θετικά διακείμενος.
Μια νέα δυναμική για επίλυση του κυπριακού προβλήματος με ενεργό ανάμιξη του διεθνούς παράγοντα δημιουργήθηκε με την αίτηση εισδοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καταβλήθηκαν τότε προσπάθειες από πολλές πλευρές να λυθεί το Κυπριακό πριν την ένταξη στην Ε.Ε., ώστε να μπει η Κύπρος ενωμένη στην Ενωμένη Ευρώπη. Αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών υπήρξε το σχέδιο που εκπόνησε ο ΟΗΕ, γνωστό ως Σχέδιο Ανάν. Το Σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με δύο ομόσπονδα κρατίδια, τον ελληνοκυπριακό Νότο και τον τουρκοκυπριακό Βορρά. Η εξουσία στην ομοσπονδία θα μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο κοινότητες με ένα πολύπλοκο σχήμα και ο Πρόεδρος θα εναλλασσόταν ανά 20 μήνες, ενώ στο νομοθετικό σώμα οι δύο κοινότητες θα εκπροσωπούνταν ισοδύναμα. Το σχέδιο προέβλεπε αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης μελών της εκάστοτε κοινότητας στο κρατίδιο της άλλης, προκειμένου να μην αλλοιωθεί η πληθυσμιακή καθαρότητα του κάθε κρατιδίου. Το σχέδιο υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2004 σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα, εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων. Τα κοινοβουλευτικά κόμματα της περιόδου τοποθετήθηκαν ως εξής: Υπέρ του Σχεδίου Ανάν: Δημοκρατικός Συναγερμός και Ενωμένοι Δημοκράτες. Εναντίον του Σχεδίου Ανάν τάχθηκαν: ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Νέοι Ορίζοντες και Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών.[154] Εναντίον του σχεδίου τάχθηκε και ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος αναφέροντας σε δημόσια τοποθέτηση του ότι το Σχέδιο θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την υποκαθιστούσε με ένα αμφιβόλου βιωσιμότητας μόρφωμα. Η τοποθέτησή του συνοψίζεται στη φράση «Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω Κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα»[155]. Παράλληλα όμως καταγγέλθηκε εκστρατεία παραπληροφόρησης και συκοφάντησης εκ μέρους του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, άλλων κορυφαίων πολιτικών και μερίδας του τύπου κατά των υποστηρικτών του Σχεδίου Ανάν, ότι δήθεν είχαν λάβει χρήματα από τις ΗΠΑ για να στηρίξουν το σχέδιο και ότι ήταν προδότες[156].
Μετά από αυτή την εξέλιξη το διεθνές ενδιαφέρον έχει εμφανώς ατονήσει. Ωστόσο το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλέον πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ συγχρόνως η Τουρκία διεκδικεί κι αυτή τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει καταστήσει το κυπριακό πρόβλημα εσωτερικό ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απρόβλεπτες συνέπειες.
Από τη μια η θετική στάση των Τουρκοκυπρίων στο δημοψήφισμα ενίσχυσε τη διάθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να χαλαρώσει την απομόνωσή τους[157]. Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ε.Ε. ολόκληρη, ωστόσο εξαιρείται ρητά ο Βορράς από την εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου (του συνόλου δηλαδή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και νομολογίας), επειδή και για όσο διάστημα δεν τελεί υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόθεση όμως της Ε.Ε. είναι η οικονομική ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων και η έκδοση Κανονισμού, ο οποίος θα επιτρέπει και θα ρυθμίζει το απ' ευθείας εμπόριο με τον τουρκοκυπριακό Βορρά. Ιδιαίτερη βαρύτητα κατά την εφαρμογή της πολιτικής αυτής έχει η αντίληψη ότι η απομόνωσή τους οφείλεται πλέον και στο «όχι» των Ελληνοκυπρίων στο σχέδιο Ανάν[158]. Από την άλλη το Κυπριακό εξακολουθεί να παραμένει εμπόδιο στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ο λόγος είναι ότι από την εισβολή και μετά η Τουρκία αναγνωρίζει μόνο τα Κατεχόμενα («ΤΔΒΚ») ως νόμιμο διάδοχο του ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους, ενώ αρνείται την οποιαδήποτε αναγνώριση στη διεθνώς αναγνωρισμένη επίσημη Κυπριακή Δημοκρατία. Η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. χωρίς να έχει αναγνωρίσει και χωρίς να έχει καθόλου διπλωματικές σχέσεις με ένα από τα 27 κράτη-μέλη είναι ιδιαίτερα δυσχερής.
Σύμφωνα με την ελληνοκυπριακή κοινότητα, το Κυπριακό ήταν αρχικά ζήτημα αυτοδιάθεσης[159] και αποαποικισμού[160]. Οι βρετανικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών, διαβλέποντας την απειλή που εγκυμονούσαν για τα αποικιακά συμφέροντά τους η αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και οι αυξανόμενες πιέσεις για την εφαρμογή του, επεδίωξαν και πέτυχαν να μετατρέψουν το Κυπριακό σε διακοινοτική και ελληνοτουρκική διαφορά ώστε να μειωθεί η πολιτική πίεση που δέχονταν. Εάν η Τουρκία εμπλεκόταν πολιτικά διεκδικώντας την Κύπρο, η Αγγλία θα μπορούσε στο διηνεκές να παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής και κηδεμόνας της Κύπρου[161]. Όπως δήλωσε τον Ιούλιο του 1954 στη Βουλή των Κοινοτήτων ο Υπουργός Αποικιακών Υποθέσεων της Βρετανίας Χένρι Χόπκινσον, η Κύπρος ανήκε στις αποικίες "που λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεών τους δεν μπορούν να ελπίζουν ότι κάποτε θα ανεξαρτητοποιηθούν πλήρως"[162].
Με την προσφυγή της Ελλάδας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1954, με την οποία ζητούσε την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης των λαών στην περίπτωση της Κύπρου, και τις παρεμβάσεις της Τουρκίας, της Βρετανίας και άλλων χωρών επί του θέματος, το Κυπριακό πρόβλημα απέκτησε διεθνή χαρακτήρα[163].
Το Κυπριακό πρόβλημα σήμερα είναι πρόβλημα διεθνούς δικαίου που προκαλούν η παράνομη στρατιωτική κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία (καταδικάστηκε με το Ψήφισμα 1974/360 του Συμβουλίου Ασφαλείας[164] του Ο.Η.Ε.), η βίαιη αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης και της πολιτισμικής ταυτότητας της κατεχόμενης περιοχής, και οι ανεπιτυχείς, ως τώρα, προσπάθειες της κατοχικής δύναμης να προκαλέσει τη διεθνή αναγνώριση ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους.[εκκρεμεί παραπομπή]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.