στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Αηδόνι είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Luscinia megarhynchos και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[2][3] Στην Ελλάδα απαντά τo υποείδος Luscinia megarhynchos megarhynchos, C. L. Brehm, 1831.[4]
Αηδόνι | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικο αηδόνι (υποείδος L. m. megarhynchos) | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Luscinia megarhynchos (Αηδών η μεγάρυγχος) C. L. Brehm, 1831 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Luscinia megarhynchos africana | ||||||||||||||||
Το αηδόνι, παρά την «ταπεινή του ενδυμασία», θεωρείται από το ευρύ κοινό το πτηνό με το ομορφότερο κελάηδημα στην υφήλιο. Ακόμη και αν αυτό είναι υποκειμενικό βέβαια, επιστημονικές αναλύσεις με τη χρήση ψηφιακών συνθετητών (παλμογράφων), έχουν αναδείξει τη μεγάλη ποικιλία των φασματικών κυματομορφών της φωνής του πτηνού. Η περιπλοκότητά του αποτελεί γρίφο για τους ερευνητές και αναλύεται ως ιδιόμορφο στοιχείο της ηθολογίας του ζωικού βασιλείου ως προς τη δυνατότητα καταχώρησης τόσο πολλών μουσικών «μοτίβων» στον εγκέφαλο ενός πτηνού (βλ. Φωνή).
Η επιστημονική ονομασία του γένους Luscinia είναι η ακριβής απόδοση της ελληνικής αηδών (κοινώς το «αηδόνι»).[6]
Ο όρος megarhynchos στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής μεγάρυγχος δηλ. «μεγάλο ρύγχος/ράμφος» χωρίς, ωστόσο, να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι όμως πιθανόν, ο ονοματοδοτήσας το είδος να χρησιμοποίησε μεταφορικά τον όρο αυτό, όχι για να τονίσει το μέγεθος του ράμφους του πτηνού, αλλά την εξαιρετική του ικανότητα στο τραγούδι. [εκκρεμεί παραπομπή]
Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό πάστορα και ορνιθολόγο Κρ. Μπρεμ (Christian Ludwig Brehm, 1787 – 1864), υπό τη σημερινή του ονομασία (Γερμανία, 1831).[8]
Η γεωγραφική διαφοροποίηση των υποειδών είναι μερικώς σταδιακή, από πληθυσμούς με σκούρο πτέρωμα, κοντύτερες πτέρυγες και ουρά στα δυτικά, σε πληθυσμούς με ανοικτόχρωμο πτέρωμα, μεγαλύτερες πτέρυγες και ουρά στα ανατολικά.[8]
Το αηδόνι είναι, πλήρως μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Αφροτροπική) που σημαίνει ότι, δεν υπάρχει περιοχή μόνιμης ετήσιας παρουσίας σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής του.
Στην Ευρώπη, το αηδόνι έρχεται το καλοκαίρι για να φωλιάσει, από τις ακτές του Ατλαντικού και το Ηνωμένο Βασίλειο στα δυτικά και, δια μέσου συμπαγούς ζώνης που περνάει από τα κεντρικά της ηπείρου, μέχρι τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο Πόντο στα ανατολικά. Ωστόσο, απουσιάζει στα βόρεια, από το ύψος της Δανίας και των Βαλτικών χωρών και βορειότερα, όπως και από όλη σχεδόν τη Ρωσία.
Στην Ασία, η ζώνη καλοκαιρινής αναπαραγωγής συνεχίζεται μετά τον Εύξεινο Πόντο, ανατολικά προς Κασπία, Μέση Ανατολή, Καζακστάν και Αφγανιστάν, με τα ανατολικά όρια στη Μογγολία και τη βορειοδυτική Κίνα.
Το σύνολο των ευρασιατικών αναπαραγωγικών πληθυσμών μεταναστεύει στην Αφρική, η οποία αποτελεί αποκλειστική επικράτεια διαχείμασης. Οι περιοχές που ξεχειμωνιάζουν τα πτηνά βρίσκεται στο γεωγραφικό πλάτος του ισημερινού περίπου, σε μια ευρεία ζώνη που αρχίζει από τις ακτές του Ατλαντικού και τον Κόλπο της Γουινέας και καταλήγει στις ακτές του Ινδικού, στην Τανζανία, την Κένυα και τη Σομαλία.[9]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Luscinia megarhynchos africana | Καύκασος και Α Τουρκία, ανατολικά προς Β και ΝΔ Ιράν | ΒΑ και Α Αφρική | Πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια από το 3, με πιο έντονα χαρακτηριστικά προσώπου και «αχνό» υπερόφρυο τόξο |
2 | Luscinia megarhynchos hafizi | Α Ιράν, ανατολικά προς Καζακστάν, ΝΔ Μογγολία, ΒΔ Κίνα (Δ Σιντζιάνγκ) και Αφγανιστάν | Α Αφρική | Πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια από το 3, με πιο έντονα χαρακτηριστικά προσώπου και «αχνό» υπερόφρυο τόξο |
3 | Luscinia megarhynchos megarhynchos | ΒΔ Αφρική και Ευρώπη, ανατολικά προς Κ Τουρκία και Εγγύς Ανατολή | Αφρική (sensu lato) |
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Το αηδόνι είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, με τον συνολικό όγκο του παγκόσμιου πληθυσμού να εκτελεί μεγάλες αποδημίες -ιδιαίτερα τα ασιατικά πτηνά-, όλες προς την Αφρική, η οποία αποτελεί την αποκλειστική επικράτεια διαχείμασης.
Φαίνεται ότι ακολουθούνται 2 μεταναστευτικές οδοί: στην κυριότερη από αυτές, οι δυτικοί πληθυσμοί του υποείδους megarhynchos ταξιδεύουν για να διαχειμάσουν στις επικράτειες μεταξύ της Σαχάρας και του τροπικού δάσους που ακολουθεί τη ζώνη από τη Δ. Αφρική ανατολικά προς την Ουγκάντα. Αυτοί οι πληθυσμοί αναχωρούν από τα εδάφη αναπαραγωγής μεταξύ του τέλους Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου. Η αποδημία πραγματοποιείται σε ευρύ μέτωπο, σε γενικές γραμμές με νοτιοδυτική κατεύθυνση, οπότε τα πουλιά απαντούν σε όλη την περιοχή της Μεσογείου -περισσότερο στη δυτική πλευρά. Η -σχετική- σπανιότητα σε μεγάλο τμήμα της Β. Αφρικής και της Μέσης Ανατολής το φθινόπωρο δείχνει ότι, πιθανόν, το πέρασμα άνω από τη Μεσόγειο και τη Σαχάρα πραγματοποιείται σε μία (1), χωρίς ανάπαυλα πτήση. Η άφιξη στα αφρικανικά εδάφη διαχείμασης πραγματοποιείται από τις αρχές Νοεμβρίου έως τις αρχές Απριλίου.[10]
Η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής πραγματοποιείται κυρίως στα τέλη Μαρτίου και τις αρχές Απριλίου, όπως δείχνουν τα εαρινά περάσματα από τη Νιγηρία, αν και κάποιοι πληθυσμοί παραμένουν στην Αφρική μέχρι τις αρχές Μαΐου. Σε αντίθεση με τη φθινοπωρινή αποδημία, πολλά από τα πουλιά που επιστρέφουν την άνοιξη, καταγράφονται κατά μήκος των ακτών της Β. Αφρικής και στα νησιά της Μεσογείου, ακόμα και στο εσωτερικό της Αλγερίας και της Λιβύης, που σημαίνει ότι χρησιμοποιούνται σταθμοί ανάπαυλας.[10]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Σκανδιναβία, την Ισλανδία και τη Λιθουανία, τον Νίγηρα και το Τζιμπουτί.[9]
Στην Ελλάδα, το αηδόνι απαντά σε όλη την επικράτεια ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης [11]. Φωλιάζει τα καλοκαίρια, τόσο στην Κρήτη [12] όσο και στην Κύπρο.[13]
Στη δυτική Παλαιαρκτική, το αηδόνι αναπαράγεται σε μεσαία και υπο-μεσαία γεωγραφικά πλάτη, σε ήπια και θερμά εύκρατα οικοσυστήματα, στις μεσογειακές και στεπώδεις κλιματικές ζώνες. Απαντά σε περιοχές με δάση και συστάδες με δένδρα, θαμνότοπους με πλούσιο υπόστρωμα, πιο σπάνια σε κήπους και οπωρώνες.[14] Διαφέρει από το συγγενικό τσιχλαηδόνι, στο ότι προτιμάει πιο νότιες, δυτικές, και γενικά κάπως θερμότερες επικράτειες αναπαραγωγής, ενώ είναι πιο συνηθισμένο στα ξηρά, αμμώδη εδάφη και τις ηλιόλουστες πλαγιές.
Έρευνα που εκπονήθηκε στη Γερμανία έδειξε ότι, τα οικοσυστήματα του αηδονιού καθορίζονται από συγκεκριμένες γεωγραφικές και κλιματικές παραμέτρους:[15]
Στην Ελλάδα το αηδόνι απαντά σε όλα τα ενδιαιτήματα με πυκνή, θαμνώδη βλάστηση, συνήθως σε υγρές θέσεις, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 800 μ., περίπου, αν και έχουν παρατηρηθεί πουλιά μέχρι τα 1.200 μ. Ιδιαίτερα πυκνές συναθροίσεις καταγράφονται κατά μήκος ποταμών και ρεμάτων και σε βαθιές κοιλάδες με πολλή βλάστηση. Σε ορισμένες πόλεις μπορούν να βρεθούν σε κήπους και αστικά πάρκα.[16] Επίσης σε αμπελώνες, φράχτες και υγρές λόχμες,[11] ενώ αποφεύγουν τα πεύκα και τα έλατα.[17]
Το αηδόνι είναι πτηνό χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ή εντυπωσιακό χαρακτηριστικό. Είναι σχετικά απλό, μάλλον «θαμπό» σε χρωματισμούς, μεσαίου μεγέθους στρουθιόμορφο με κρυπτική συμπεριφορά που δυσκολεύει την παρατήρησή του στο πεδίο. Η άνω επιφάνεια του σώματος είναι ομοιόμορφη ελαιο-καφετί, εκτός από την πιο σκωριόχρωμη-κοκκινωπή, μακριά ουρά. Η κάτω επιφάνεια είναι λευκωπή με γκρίζα ή καφεκίτρινη απόχρωση στο στήθος και τις πλευρές, ενώ οι ταρσοί κίτρινοι-ροζ. Το πρόσωπο εμφανίζει «γλυκά» χαρακτηριστικά [14] που τονίζονται από τους μεγάλους μαύρους, λαμπερούς οφθαλμούς και τον αχνό οφθαλμικό δακτύλιο που τους περιβάλλει.
Τα φύλα είναι παρόμοια ενώ τα νεαρά άτομα έχουν καφεκίτρινα σημάδια στην άνω επιφάνεια του σώματος συμπεριλαμβανομένου του κεφαλιού, και αχνές λωρίδες στην κάτω. Η ουρά είναι ελάχιστα πιο ανοικτόχρωμη από των ενηλίκων.
Το αηδόνι τρέφεται κυρίως με χερσαία ασπόνδυλα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κυρίως μυρμήγκια, σκαθάρια και αράχνες. Αργά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο προτιμάει καρπούς (σωροκάρπια) και σπέρματα. Αναζητά την τροφή του ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα, σπανιότερα σε γυμνό έδαφος ή ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων, σε θάμνους και τους βλαστούς των φυτών.
Πτηνό με εξαιρετικά κρυπτική συμπεριφορά, το αηδόνι είναι από εκείνα τα πουλιά που είναι πολύ εύκολο να τα ακούσεις, αλλά δύσκολο να τα δεις.[17][20][27] Αναζητά την τροφή του κάτω από τις πυκνές λόχμες και ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα, με μικρά πηδήματα. Συνήθως κρατάει την ουρά του ανασηκωμένη και μισοανοιγμένη σε σχήμα βεντάλιας (cocked).[27]
Το τραγούδι του αηδονιού είναι ιδιαίτερα αισθητό τη νύχτα, κάτι που «αντικατοπτρίζεται» στη λαϊκή του ονομασία, σε πολλές γλώσσες (αγγλ. nightingale, γερμ. Nachtigall, ολλ. Nachtegaal, σουηδ. Sydnäktergal κ.ο.κ). Μόνο τα αζευγάρωτα αρσενικά τραγουδούν τακτικά το βράδυ, με σκοπό να προσελκύσουν έναν σύντροφο. Το τραγούδι είναι τόσο δυνατό που, τις νύχτες, μπορεί να ακουστεί μέχρι και 500 μ. μακριά.[31] Το ημερήσιο κελάηδημα, ιδιαίτερα τα ξημερώματα πριν από την ανατολή του ηλίου, υποτίθεται ότι είναι σημαντικό για την υπεράσπιση του ζωτικού χώρου. Τα αηδόνια τραγουδούν ακόμα πιο δυνατά σε αστικά ή ημιαστικά περιβάλλοντα, προκειμένου να ακούγονται μέσα στον θόρυβο του εκεί περιβάλλοντος.
Το κελάηδημα του αηδονιού δεν είναι κληρονομικό, καθώς τα νεαρά άτομα μετά την πτέρωση διασκορπίζονται στα πυκνά μέρη του δάσους και προσπαθούν να καλέσουν τους γονείς τους με «άτεχνο» τρόπο. Αργότερα, η οικογένεια επανενώνεται και, τότε είναι η περίοδος που οι ενήλικες διδάσκουν στα νεαρά πώς να τραγουδούν. Με την πάροδο της ηλικίας τα πουλιά κελαηδούν ακόμη καλύτερα, οπότε, τα ηλικιωμένα αηδόνια είναι και οι καλύτεροι τραγουδιστές.
Το αρσενικό τραγουδάει όλο το έτος, ιδιαίτερα όταν φθάσει στις περιοχές φωλιάσματος και, μόνον όταν έχει ήδη φωλιάσει και επωάζονται τα αβγά, μειώνει σταδιακά το κελάηδημα. Από την ημέρα που οι νεοσσοί εγκαταλείψουν τη φωλιά και μέχρι να ανεξαρτητοποιηθούν, το αρσενικό αρχίζει πάλι το τραγούδι για να σταματήσει όταν η οικογένεια «διαλυθεί» οριστικά.[31]
Σε γενικές γραμμές, τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία του κελαηδήματος του αηδονιού:
Πολλά είναι τα πουλιά που κελαηδάνε όμορφα και, μάλιστα, μπορεί κάποια συγκεκριμένα «σημεία» του τραγουδιού τους να είναι πιο όμορφα ή πιο δυνατά από εκείνα του αηδονιού (π.χ. καναρίνια, κότσυφες, καρδερίνες, κελαηδότσιχλες). Όμως, το αηδόνι θεωρείται ο μεγάλος τραγουδιστής της φύσης επειδή, πρώτον, συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά του κελαηδήματος των άλλων ωδικών πτηνών μαζί, φέρνοντάς τα σε αξιοθαύμαστη μουσική ισορροπία (balance) και, δεύτερον, το κελάηδημά του είναι εξαιρετικά απρόβλεπτο και αυτοσχεδιαστικό, κάτι που δεν έχουν τα περισσότερα ωδικά πτηνά. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπ΄όψιν ότι, πολλά ωδικά πτηνά αναπαράγονται και μαθαίνουν να τραγουδούν σε αιχμαλωσία από ειδικούς, ενώ το αηδόνι κελαηδάει μόνο στο φυσικό του περιβάλλον σε άγρια κατάσταση. Εάν κλειστεί σε κλουβί, πολύ δύσκολα ανατρέφεται, μελαγχολεί και συνήθως πεθαίνει.[32]
Το τραγούδι του αρσενικού είναι εξαιρετικά περίπλοκο και πλούσιο, με περισσότερα από 20, μικρής διάρκειας μουσικά «θέματα», τα οποία επαναλαμβάνονται με διαφορετική σειρά κάθε φορά. Ανάμεσα στα θέματα, υπάρχουν ισόχρονες παύσεις (2-4 δευτερόλεπτα, περίπου), ενώ μπορεί να παρεμβάλλονται και απλές μονοσύλλαβες «νότες». Αυτές οι παύσεις όχι μόνον δεν υποβαθμίζουν το κελάηδημα, αλλά τού προσδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς μετά από κάθε παύση, ο «ακροατής» αναμένει διαφορετικό μοτίβο. Η ποιότητα της «σύνθεσης» είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί, καθώς αποτελείται από εναλασσόμενα τμήματα που, στο καθένα, το αηδόνι εξαντλεί τις μουσικές του δυνατότητες, πάντοτε με σκοπό να υπερκεράσει το τραγούδι του «αντίπαλου» αρσενικού: μελίσματα, φλαουτάτα, λαρυγγισμοί, τιτιβίσματα, τερετίσματα, σφυρίγματα, ψίθυροι, κροταλίσματα ακόμη και σκληρά κακαρίσματα, ή κοάσματα [23] είναι μερικοί από τους ήχους που αρθρώνει το κάθε άτομο, μεμονωμένα. Η ταχύτητα εκτέλεσης των μοτίβων ποικίλλει, συνήθως όμως είναι μεγάλη, η δε δυναμική της εκτέλεσης, απλά δεν έχει ανταγωνιστή: τα μουσικά θέματα περνούν από διαδοχικά crescendi και diminuendi, ακριβώς όπως κάνουν τα μουσικά όργανα της ορχήστρας και οι ψιθυριστοί ήχοι μετατρέπονται μονομιάς σε εκρηκτικούς λαρυγγισμούς και λαμπρά μελίσματα.[33]
Από μουσική άποψη, ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο του τραγουδιού του αηδονιού είναι ότι, αποτελείται από καθαρές, λαμπερές και δυνατές νότες που, ένα εξασκημένο «μουσικό αυτί», μπορεί άνετα να τις περάσει στο πεντάγραμμο. Δεν είναι τυχαίο ότι, ο Μπετόβεν στην περίφημη Συμφωνία αρ 6 («Ποιμενική»), προπάθησε να αποδώσει το κελάηδημα του αηδονιού σε ένα πέρασμα 8 μέτρων.[33]
Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής, αλλά συνήθως είναι Απρίλιο-Μάιο, ενώ στις βορειότερες χώρες παρατείνεται μέχρι τον Ιούνιο. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.[35] Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), το αηδόνι κατασκευάζει τη φωλιά του, στο έδαφος, ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα ή σε ελαφρά υπερυψωμένο σημείο στα κλαδιά των θάμνων. Το ύψος από το έδαφος μπορεί να κυμαίνεται από 30 έως 75 εκατοστά, σπάνια ψηλότερα.[31] Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό και είναι μια ακαλαίσθητη δομή από νεκρά φύλλα και ξερό χορτάρι, επιστρωμένη με ξερά κλωνάρια, ριζίδια και τρίχες.[35] Το βάθος της δεν είναι μεγαλύτερο από 6 εκατοστά.[31] Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 5 (-7) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 20,8 Χ 15,6 χιλιοστών και βάρους 2,7 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[18] Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται από το θηλυκό και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 13-14 ημέρες.[24][35] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Πτερώνονται περίπου (10-) 11 έως 12 (-13) ημέρες μετά την εκκόλαψη,[24][36] αφήνοντας τη φωλιά λίγο πριν να είναι σε θέση να πετάξουν, ενώ υποβοηθούνται με τη σίτιση για μερικές εβδομάδες ακόμη.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν μειώσεις πληθυσμών στη Γαλλία και την Τουρκία στο διάστημα 1990-2000, αυτές αντισταθμίστηκαν από ανάλογες αυξήσεις σε άλλες χώρες, όπως σε Ιταλία και Κροατία. Γενικά, τo είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[37] Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Τουρκία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Πορτογαλία.[38]
Τα αηδόνια αναπαράγονται σε όλα τα ηπειρωτικά και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, όπου κατά τόπους είναι κοινά πτηνά. Στην Κεντρική Ελλάδα, τα πρώτα αηδόνια ακούγονται ήδη από τα τέλη Μαρτίου, ενώ οι αφίξεις από τα αφρικανικά εδάφη συνεχίζονται μέχρι τον Μάιο. Υπάρχουν διαφορές στην άφιξη των πτηνών σε απομακρυσμένες, μεταξύ τους, περιοχές (λ.χ. στην Κρήτη σε σχέση με τη Θράκη). Η φθινοπωρινή αποδημία ξεκινάει από τα μέσα Αυγούστου και συνεχίζεται μέχρι τον Οκτώβριο, αλλά τα περισσότερα πουλιά έχουν αναχωρήσει μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Το αηδόνι απαντά στον ελλαδικό χώρο και με την ευρέως διαδεδομένη ονομασία μπιρμπίλι.[39] Επίσης, αναφέρεται ως ποταμίδα στην Κρήτη.[12]
Το αηδόνι είναι σημαντικό σύμβολο στην ποίηση. Ο Όμηρος επικαλείται το αηδόνι στην Οδύσσεια μέσω του μύθου της Φιλομήλας και της αδελφής της, Πρόκνης, μία από τις οποίες μεταμορφώθηκε σε αηδόνι.[40] Ο μύθος αυτός αναφέρεται και στην τραγωδία του Σοφοκλή Τηρεύς, από την οποία σώζονται μόνο αποσπάσματα. Μια δημοφιλής εκδοχή του ίδιου μύθου υπάρχει και στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου καθώς και σε μεταγενέστερους ποιητές, όπως τους Κρετιέν ντε Τρουά, Τζόφρι Τσόσερ και Τζον Γκάουερ. Το ποίημα του Τόμας Έλιοτ Η έρημη χώρα που μεταφράστηκε το 1936 από τον Γιώργο Σεφέρη επίσης αναφέρεται στο τραγούδι του αηδονιού αλλά και στον παραπάνω μύθο.[41]
Το αηδόνι έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο για τους ποιητές και τη ποίησή τους.[42] Τόσο στους Όρνιθες του Αριστοφάνη όσο και στον Καλλίμαχο, το τραγούδι του αηδονιού είναι μια μορφή ποίησης, ενώ ο Βιργίλιος συγκρίνει το μοιρολόγι του Ορφέα με αυτό του αηδονιού.[43]
Στο σονέτο 102, ο Ουίλιαμ Σέξπιρ συγκρίνει την ερωτική του ποίηση με το κελάηδημα του αηδονιού (Φιλομήλα):
Καινούργια ’ταν η αγάπη μας, ότι άνθιζε αυτή
σαν βάλθηκαν οι στίχοι μου γλυκά να τη δοξάσουν·
κι η Φιλομήλα τραγουδά στου θέρους την αρχή
μα παύει ο αυλός της όταν πια οι μέρες του γεράσουν.[44]
Με την έλευση του ρομαντισμού, ο συμβολισμός του πουλιού άλλαξε και πάλι. Οι ποιητές είδαν το αηδόνι όχι μόνο ως ποιητή αλλά και ως κάτοχο μιας ανώτερης τέχνης που θα μπορούσε να εμπνεύσει τον άνθρωπο-ποιητή.[43] Για ορισμένους ρομαντικούς ποιητές, το αηδόνι άρχισε να αποκτά τις ιδιότητες της μούσας. Γενικά, το πουλί έχει χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο της δημιουργικότητας, της μούσας, της αγνότητας της φύσης, της αρετής και της καλοσύνης.[45]
Το αηδόνι είναι το εθνικό πτηνό του Ιράν. Στη μεσαιωνική περσική λογοτεχνία, το απολαυστικό κελάηδημα του αηδονιού συμβολίζει τον παθιασμένο αλλά μάταιο έρωτα.[46]
Στην Πίστη Μπαχάι, το αηδόνι συμβολίζει τον Μπαχαολά, ιδρυτή της θρησκείας αυτής.[47]
i. ^ Περιλαμβάνει και το L. m. bachrmanni [4]
ii. ^ Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης γράφει χαρακτηριστικά: «Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.