παγκόσμιος πόλεμος την περίοδο 1914 έως 1918 From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επίσης γνωστός ως Α' ΠΠ, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ή ο Μεγάλος Πόλεμος (αγγλικά: the Great War, γαλλικά: Grande Guerre), όπως λεγόταν πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η πρώτη γενικευμένη παγκόσμια σύγκρουση του 20ού αιώνα, που διήρκεσε από τις 28 Ιουλίου 1914 ως τις 11 Νοεμβρίου 1918. Στην ουσία ήταν μία μεγάλη ενδοευρωπαϊκή διένεξη με τα κύρια μέτωπα στη Γηραιά Ήπειρο, η επέκτασή της ωστόσο και στην περιφέρεια, με ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων και με την εμπλοκή ακόμα και των ΗΠΑ, της προσέδωσαν τελικά την έννοια του παγκοσμίου πολέμου.[1]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος | |||
---|---|---|---|
Χρονολογία | 28 Ιουλίου 1914 – 11 Νοεμβρίου 1918 | ||
Τόπος | Ευρώπη, Αφρική, Μέση Ανατολή, Μεσόγειος Θάλασσα, Κίνα, νησιά του Ειρηνικού και παράλια της Βόρειας και Νότιας Αμερικής | ||
Έκβαση | Νίκη της Αντάντ
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Απώλειες (κατά προσέγγιση) | |||
9,7 εκατομμύρια στρατός 8,9 εκατομμύρια πολίτες 18,6 εκατομμύρια σύνολο |
Μια από τις πιο πολύνεκρες συρράξεις στην ιστορία, υπολογίζεται ότι γύρω στα 10 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις μάχες, ενώ άλλα 10 εκατομμύρια άμαχοι πολίτες πέθαναν από την κατοχή, τους βομβαρδισμούς, την πείνα, τις κακουχίες και τις ασθένειες. Οι ακρότητες και οι γενοκτονίες που τελέστηκαν από τους Οθωμανούς και η Ισπανική γρίπη του 1918 που μεταδόθηκε κατά τις μετακινήσεις των μαχόμενων, προκάλεσαν πολλά επιπλέον εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως.[2][3]
Το 1914, οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν χωρισμένες σε δύο αντιμαχόμενες συμμαχίες, τις Ενωμένες Δυνάμεις, καλούμενες και Δυνάμεις της Αντάντ που αποτελούνταν από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, και τις Κεντρικές Δυνάμεις καλούμενες και Τριπλή Συμμαχία που αποτελούνταν από τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία. Οι εντάσεις στα Βαλκάνια κορυφώθηκαν στις 28 Ιουνίου του 1914 μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου (Φραντς Φέρντιναντ), του Αυστροουγγρικού κληρονόμου, από τον Σερβοβόσνιο Γκαβρίλο Πρίντσιπ.[4] Η Αυστροουγγαρία κατηγόρησε τη Σερβία και οι αλληλένδετες συμμαχίες ενέπλεξαν τις δυνάμεις σε μια σειρά από διπλωματικές ανταλλαγές, γνωστές και ως "Κρίση του Ιουλίου".[5] Στις 28 Ιουλίου, η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία. Η Ρωσία υπερασπίστηκε τη Σερβία και στις 4 Αυγούστου, η σύγκρουση είχε επεκταθεί για να συμπεριλάβει τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, μαζί με τις αντίστοιχες αποικιακές αυτοκρατορίες τους. Τον Νοέμβριο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Γερμανία και η Αυστρία σχημάτισαν τις Κεντρικές δυνάμεις, ενώ τον Απρίλιο του 1915 η Ιταλία προσχώρησε στις Συμμαχικές Δυνάμεις της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Σερβίας.[6]
Αντιμετωπίζοντας έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα, η γερμανική στρατηγική το 1914 βασίστηκε σε ένα θεωρητικό σενάριο που είχε εκπονήσει ο κόμης Άλφρεντ φον Σλίφεν το 1905, όπου ο γερμανικός στρατός θα νικούσε αρχικά τη Γαλλία στα δυτικά και έπειτα θα μετατόπιζε τις δυνάμεις του προς την ανατολή για να χτυπήσει τη Ρωσία, ένα σχέδιο που όμως είχε ήδη ξεπεραστεί.[7] Το σχέδιο απέτυχε όταν η προέλασή τους στη Γαλλία σταμάτησε στον ποταμό Μάρνη.[8] Μέχρι το τέλος του 1914, οι δύο πλευρές αντιμετώπιζαν η μία την άλλη κατά μήκος του Δυτικού Μετώπου, μια συνεχόμενη σειρά χαρακωμάτων που εκτεινόταν από τη Μάγχη έως την Ελβετία, έχοντας αλλάξει ελάχιστα έως το 1917. Αντίθετα, το Ανατολικό Μέτωπο ήταν πολύ πιο ρευστό, με την Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία να κερδίζουν και στη συνέχεια να χάνουν μεγάλες εκτάσεις εδάφους. Άλλα σημαντικά θέατρα πολέμου περιλάμβαναν τη Μέση Ανατολή, το Μέτωπο των Άλπεων και τα Βαλκάνια, φέρνοντας τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ελλάδα στον Πόλεμο.[1]
Οι ελλείψεις που προκλήθηκαν από το ναυτικό αποκλεισμό των Συμμάχων οδήγησαν τη Γερμανία στο να ξεκινήσει έναν ανελέητο υποβρυχιακό πόλεμο στις αρχές του 1917, φέρνοντας τις προηγουμένως ουδέτερες ΗΠΑ στον πόλεμο, στις 6 Απριλίου 1917.[9] Στη Ρωσία, οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και έκαναν ειρήνη με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ στις 3 Μαρτίου του 1918, απελευθερώνοντας μεγάλο αριθμό γερμανικών στρατευμάτων και προσδίδοντας πάνω από 150.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκτασης της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας στη Γερμανική και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.[10][11] Με τη νίκη τους στο Δυτικό Μέτωπο, το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο ήλπιζε να κερδίσει μια αποφασιστική νίκη προτού οι αμερικανικές ενισχύσεις μπορούσαν να επηρεάσουν το πόλεμο και έτσι ξεκίνησε η εαρινή γερμανική επίθεση με το κωδικό όνομα "Μιχαήλ" στις 21 Μαρτίου του 1918. Παρά την αρχική τους επιτυχία, σύντομα η προέλαση σταμάτησε κοντά στο παλιό πεδίο μάχης του Σομμ, ανατολικά της Αμιένης, όπου οι Σύμμαχοι κατάφεραν να συγκρατήσουν τους Γερμανούς.[12] Στις 8 Αυγούστου, οι Σύμμαχοι ξεκίνησαν μια σειρά μαζικών επιθέσεων, γνωστή και ως Επίθεση των Εκατό Ημερών, και παρόλο που ο γερμανικός στρατός συνέχισε να πολεμά σκληρά, δεν μπορούσε πλέον να σταματήσει την προέλασή τους.
Οι Κεντρικές Δυνάμεις άρχισαν να καταρρέουν. Η Βουλγαρία υπέγραψε ανακωχή στις 29 Σεπτεμβρίου, ακολουθούμενη από τους Οθωμανούς στις 31 Οκτωβρίου και στη συνέχεια την Αυστροουγγαρία στις 3 Νοεμβρίου. Η Γερμανία βρέθηκε απομονωμένη, αντιμέτωπη με την εσωτερική επανάσταση που είχε ξεσπάσει και έναν στρατό στα πρόθυρα της ανταρσίας. Ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας παραιτήθηκε από το θρόνο στις 9 Νοεμβρίου και η νέα γερμανική κυβέρνηση υπέγραψε την ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918, φέρνοντας το τέλος των μαχών.[13] Η Σύνοδος της Ειρήνης του Παρισιού το 1919 επέβαλε διάφορες διευθετήσεις στις ηττημένες δυνάμεις, με πιο γνωστή αυτή της Συνθήκης των Βερσαλλιών που αφορούσε τη Γερμανία. Άλλες ήταν η Συνθήκη του Σεν Ζερμέν για την Αυστρία, η Συνθήκη του Νεϊγύ για τη Βουλγαρία, η Συνθήκη του Τριανόν για την Ουγγαρία και η Συνθήκη των Σεβρών για την Τουρκία και την Ελλάδα.[14] Η διάλυση της Ρωσικής, της Γερμανικής, της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας οδήγησε σε πολυάριθμες εξεγέρσεις και στη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών, συμπεριλαμβανομένων της Πολωνίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Γιουγκοσλαβίας.[15]
Για λόγους που ακόμα συζητούνται, η αποτυχία διαχείρισης της αστάθειας που προέκυψε από αυτή την αναταραχή κατά τη διάρκεια της περιόδου του Μεσοπολέμου έληξε με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1939. Σε αρχική φάση, δημιουργήθηκε η Κοινωνία των Εθνών.
Ο όρος παγκόσμιος πόλεμος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1914 από τον Γερμανό βιολόγο και φιλόσοφο Έρνστ Χέκελ. Υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πορεία και ο χαρακτήρας του επίφοβου «Ευρωπαϊκού Πολέμου» [...] θα γίνει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με την πλήρη έννοια της λέξης», επικαλούμενος μια αναφορά του ραδιοτηλεοπτικού δικτύου στο The Indianapolis Star στις 20 Σεπτεμβρίου 1914.[16]
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τα γεγονότα του 1914-1918 ήταν γενικά γνωστά ως ο Μεγάλος Πόλεμος ή απλά ο Παγκόσμιος Πόλεμος. Τον Οκτώβριο του 1914, το καναδικό περιοδικό Maclean's έγραψε, "Μερικοί πόλεμοι ονομάζονται. Αυτός είναι ο Μεγάλος Πόλεμος." Οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι τον αναφέρουν επίσης ως "ο πόλεμος για το τέλος του πολέμου" ή "ο πόλεμος για το τέλος όλων των πολέμων" λόγω της αντίληψής τους για την απαράμιλλη κλίμακα και την καταστροφή του τότε. Μετά την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, οι όροι έγιναν πιο τυπικοί, με τους ιστορικούς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των Καναδών, να ευνοούν τον όρο "Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος" και τους Αμερικανούς τον όρο "Παγκόσμιο Πόλεμο Ι".
Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ τους, με τη ραγδαία εξέλιξη της βιομηχανίας να οδηγεί στην όξυνση του ανταγωνισμού σχετικά με την εξασφάλιση του μονοπωλίου των διεθνών αγορών. Για μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις διατήρησαν μια εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τους, γνωστή ως «Συναυλία της Ευρώπης».[17] Μετά το 1848, αυτό αμφισβητήθηκε από διάφορους παράγοντες, όπως η αποχώρηση της Βρετανίας στη λεγόμενη "υπέροχη απομόνωση" και η άνοδος της Πρωσίας υπό τον Ότο φον Μπίσμαρκ.[18] Ο Αυστρο-Πρωσικός Πόλεμος του 1866 καθιέρωσε την Πρωσική ηγεμονία στη Γερμανία, ενώ η νίκη στον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870-1871 επέτρεψε στον Μπίσμαρκ να εδραιώσει τα γερμανικά κράτη σε μια Γερμανική Αυτοκρατορία υπό την Πρωσική ηγεσία.[εκκρεμεί παραπομπή] Η εκδίκηση για την ήττα του 1871, ή αλλιώς "ρεβανσισμός", και η ανάκτηση των επαρχιών της Αλσατίας και της Λωρραίνης έγιναν οι κύριες επιδιώξεις της γαλλικής πολιτικής για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Ταυτόχρονα, η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε στον ανταγωνισμό της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια, καθώς τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη που είχαν δημιουργηθεί, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστροουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, πράγματα που έβρισκαν αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.[19]
Προκειμένου να απομονώσει τη Γαλλία και να αποφύγει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα, ο Μπίσμαρκ διαπραγματεύτηκε την Συμμαχία των Τριών Αυτοκρατόρων (γερμανικά: Dreikaiserbund) μεταξύ Αυστροουγγαρίας, Ρωσίας και Γερμανίας.[20] Μετά τη νίκη της Ρωσίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, η Συμμαχία διαλύθηκε λόγω των αυστριακών ανησυχιών για τη ρωσική επιρροή στα Βαλκάνια, μια περιοχή που θεωρούσαν ζωτικής σημασίας στρατηγικό ενδιαφέρον. Η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία σχημάτισαν στη συνέχεια τη Διπλή Συμμαχία του 1879, η οποία έγινε η Τριπλή Συμμαχία όταν η Ιταλία προσχώρησε το 1882.[21] Για τον Μπίσμαρκ, ο σκοπός αυτών των συμφωνιών ήταν να απομονώσουν τη Γαλλία, διασφαλίζοντας ότι οι τρεις αυτοκρατορίες θα επέλυαν τυχόν διαφορές μεταξύ τους. Όταν όμως αυτό απειλήθηκε το 1880 από τις βρετανικές και γαλλικές απόπειρες να διαπραγματευτούν απευθείας με τη Ρωσία, μετασχημάτισε τη συμμαχία το 1881, την οποία ανανέωσαν το 1883 και το 1885. Μετά τη λήξη (πρακτικά μη-ανανέωση) της συμφωνίας το 1887, ο Μπίσμαρκ την αντικατέστησε με τη Συνθήκη Αντασφάλισης, μια μυστική συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας που έθετε ως βασικό όρο την τήρηση ουδετερότητας στην περίπτωση που μια εκ των δύο χωρών δέχονταν επίθεση από κάποια άλλη Μεγάλη Δύναμη.[22]
Ο Μπίσμαρκ θεώρησε την ειρήνη με τη Ρωσία ως το θεμέλιο της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά αφού έγινε Κάιζερ το 1890, ο Γουλιέλμος Β' τον ανάγκασε να αποσυρθεί και πείστηκε να μην ανανεώσει τη Συνθήκη Αντασφάλισης από τον Λέο φον Καπρίβι, τον νέο του Καγκελάριο. Αυτό έδωσε στη Γαλλία την ευκαιρία να αντιμετωπίσει την Τριπλή Συμμαχία, υπογράφοντας τη Γαλλο-Ρωσική Συμμαχία το 1894, ακολουθούμενη από την Εγκάρδια Συνεννόηση (Entente Cordiale) στις 8 Απριλίου 1904 με τη Βρετανία και η Τριπλή Αντάντ ολοκληρώθηκε από την Αγγλο-Ρωσική Σύμβαση του 1907.[22] Αν και αυτές δεν ήταν επίσημες συμμαχίες, με τη διευθέτηση μακροχρόνιων αποικιακών διαφορών στην Αφρική και την Ασία, η βρετανική είσοδος σε οποιαδήποτε μελλοντική σύγκρουση με τη Γαλλία ή τη Ρωσία έγινε μια πιθανότητα. Η βρετανική και η ρωσική υποστήριξη για τη Γαλλία εναντίον της Γερμανίας κατά τη διάρκεια της κρίσης του Αγκαντίρ το 1911 ενίσχυσε τη σχέση τους και αύξησε την αγγλο-γερμανική αποξένωση, βαθύνοντας τις διαιρέσεις που θα ξεσπούσαν το 1914.[23]
Ένας ολόκληρος αιώνας είχε περάσει από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, το 1815, στην Ευρώπη. Μετά τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 καμιά από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχε στείλει τους στρατιώτες της σε κάποια επιχείρηση ενάντια σε μια άλλη.
Πόλεμοι φυσικά συνέχιζαν να υπάρχουν αλλά, όπως γράφει ο Έρικ Χόμπσμπομ, «οι Μεγάλες Δυνάμεις διάλεγαν τα θύματα ανάμεσα στους αδύναμους και έξω από τον ευρωπαϊκό κόσμο». Και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα στρατεύματά τους είχαν βρεθεί αντιμέτωπα σε κάποια μακρινή αποικία. Η προοπτική, όμως, ενός μεγάλου ευρωπαϊκού πολέμου έμοιαζε πολύ απίθανη μέχρι τον Αύγουστο του 1914.
Για την άρχουσα τάξη οι τελευταίες δεκαετίες ήταν δεκαετίες θριάμβου: η οικονομία είχε βγει δυναμωμένη από τη Μεγάλη Ύφεση του 1870-1880, η επιστήμη και η τεχνολογία έκαναν άλματα και η κυριαρχία τους απλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η εμπιστοσύνη τους στο μέλλον ήταν απεριόριστη: η Μπελ Επόκ (Belle Epoque), η Ωραία Εποχή, σίγουρα θα συνεχιζόταν για πάντα.
Ο πόλεμος δεν είχε καμιά θέση μέσα σε αυτόν τον ονειρικό παράδεισο. Το 1910 ο Νόρμαν Έιντζελ, ένας φιλελεύθερος δημοσιογράφος, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Μεγάλη Χίμαιρα» όπου προανήγγειλε το οριστικό τέλος των πολέμων. Οι ενδοευρωπαϊκές διεθνείς συναλλαγές, υποστήριζε, έχουν κάνει πλέον καθαρή παραφροσύνη για τις άρχουσες τάξεις τον πόλεμο. Οι Άγγλοι βιομήχανοι δεν είχαν κανένα συμφέρον να βομβαρδίσουν τις θυγατρικές τους στη Γαλλία. Οι Γάλλοι τραπεζίτες δεν είχαν κανένα λόγο να ανατινάξουν τα μεγάλα έργα που χρηματοδότησαν στη Γερμανία -και να χάσουν έτσι τους τόκους και τα κεφάλαιά τους.
Αλλά δεν ήταν μόνο οι φιλελεύθεροι που αντιμετώπιζαν με τόση αισιοδοξία και τόση βεβαιότητα το μέλλον. Το πνεύμα της Μπελ Επόκ είχε επηρεάσει ακόμα και την ίδια την αριστερά. Η αίσθηση ότι ο κόσμος «πήγαινε μπροστά» - και θα συνέχιζε να πηγαίνει μπροστά για πάντα - είχε τρυπώσει βαθιά στα μυαλά ακόμα και των ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, των κομμάτων που είχαν σαν στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μια σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Καρλ Κάουτσκι, ο «Πάπας του Μαρξισμού» είχε αναπτύξει μια θεωρία που θύμιζε πολύ τις απόψεις του Νόρμαν Έιντζελ. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, έλεγε, οδηγείται σιγά-σιγά σε ένα στάδιο «υπεριμπεριαλισμού»: τα συμφέροντα των καπιταλιστών εξυπηρετούνται πλέον σήμερα πολύ καλύτερα από τη συνένωση και τη διεθνή συνεργασία παρά από τον ανταγωνισμό και τον πόλεμο.
Ακόμα και την τελευταία στιγμή, τον Ιούλιο του 1914, όταν η Αυστρία είχε πλέον κηρύξει τον πόλεμο στη Σερβία, γράφει ο Χόμπσμπάουμ, οι ηγέτες των σοσιαλιστικών κομμάτων «ήταν πεισμένοι ότι ένας γενικευμένος πόλεμος ήταν αδύνατος και ότι σίγουρα θα βρισκόταν κάποια ειρηνική λύση στην κρίση». «Εγώ προσωπικά», δήλωνε στις 29 Ιουλίου ο Bίκτορ Άντλερ, ο σημαντικότερος αυστριακός μαρξιστής, «δεν πιστεύω ότι θα γίνει ένας γενικευμένος πόλεμος». Λίγες μέρες αργότερα οι Μεγάλες Δυνάμεις θα έριχναν 19 εκατομμύρια στρατιώτες στη μάχη.
Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Ειδικότερα η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εξέλιξη της βιομηχανίας της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία σχετικά με την εξασφάλιση του μονοπωλίου των διεθνών αγορών.
Ταυτόχρονα, η γαλλική πολιτική της «ρεβάνς», δηλαδή η επιθυμία της Γαλλίας να αποκαταστήσει το γόητρό της και να ανακτήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη, (που είχε χάσει στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 - 1871) είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις της με τη Γερμανία. Χαρακτηριστική επ´ αυτού ήταν και η υπόθεση Ντρέιφους.
Την ίδια εποχή, η Αυστροουγγαρία βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη, που είχαν δημιουργηθεί μετά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστροουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Έτσι, εκείνη επιθυμούσε να διατηρηθεί το στάτους κβο των Βαλκανίων.
Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, πράγματα που έβρισκαν αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
Από τις αρχές του αιώνα όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις ρίχτηκαν σε έναν ξέφρενο αγώνα δρόμου ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού των ενόπλων τους δυνάμεων. Στη Βρετανία οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 30% μέσα στη δεκαετία 1890-1900. Το 1913 ήταν 140% υψηλότερες από ότι το 1887. Η Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1890, δαπανούσε 90 περίπου εκατομμύρια μάρκα κάθε χρόνο για το πολεμικό της ναυτικό. Το 1913 είχε ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια μάρκα. Και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις δεν πήγαιναν πίσω. Πίσω από τις καθησυχαστικές θεωρίες για τις «Μεγάλες Χίμαιρες», οι άρχουσες τάξεις προετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον Μεγάλο Πόλεμο.
Οι προετοιμασίες δεν ήταν μόνο στρατιωτικές. Από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεχύθηκαν σε έναν διπλωματικό αγώνα δρόμου για να εξασφαλίσουν φίλους και συμμάχους, δημιουργώντας έτσι δύο μεγάλους συνασπισμούς.
Το 1882 η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία υπέγραψαν ένα σύμφωνο «αμοιβαίας συνεργασίας», τη λεγόμενη «Τριπλή Συμμαχία».
Το 1907 η Γαλλία, η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία συνέστησαν την «Τριπλή Συνεννόηση», τη λεγόμενη Αντάντ. Οι συμμαχίες και τα στρατόπεδα που αιματοκύλησαν την Ευρώπη, το 1914-1918, είχαν διαμορφωθεί χρόνια πριν.
Στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μόσχα και το Βερολίνο οι άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο απλά στην άλλη πλευρά. Και οι ηγέτες της αριστεράς, που τα προηγούμενα χρόνια υιοθετούσαν τις αναλύσεις των φιλελεύθερων αστών για την «παγκοσμιοποίηση» και τις «μεγάλες χίμαιρες» (= όχι μελλοντικοί πόλεμοι) έτρεξαν, για μια ακόμα φορά, να συμφωνήσουν μαζί τους: στη Γερμανία οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος - με μοναδική εξαίρεση τον Καρλ Λίμπκνεχτ - υπερψήφισαν τον προϋπολογισμό για τον πόλεμο. Στη Ρωσία ο μαρξιστής Πλεχάνοφ και ο αναρχικός Κροπότκιν τάχθηκαν ανεπιφύλακτα στην πλευρά του Τσάρου. Στη Βρετανία το Εργατικό Κόμμα στήριξε ανεπιφύλακτα την «εθνική υπόθεση».
Μόνο μια μειοψηφία επαναστατών τάχθηκε ανοιχτά και δυναμικά ενάντια στον πόλεμο: Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ο Τρότσκι, ο Λένιν και οι σύντροφοί τους. Παρά τις μικρές διαφορές στις απόψεις τους όλοι τους συμφωνούσαν ότι ο πόλεμος δεν οφειλόταν σε κάποια «εξωτερικά» ή «τυχαία» γεγονότα: ο πόλεμος ήταν παιδί του καπιταλισμού. Το σύστημα δεν πήγαινε συνεχώς «μπροστά», όπως έλεγαν οι ηγέτες της επίσημης αριστεράς: αντίθετα πήγαινε ολοταχώς προς τα πίσω. Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν μόνο η αρχή. Όσο περισσότερο σάπιζε το σύστημα τόσο μεγαλύτερες θα ήταν οι καταστροφές που θα επιφύλασσε για την ανθρωπότητα.
Οι άρχουσες τάξεις προσπαθούσαν να ρίξουν τις ευθύνες στους «εχθρούς». Οι δικές τους ευθύνες, όμως, δεν ήταν ούτε ένα χιλιοστό μικρότερες. Στις 22 Απριλίου του 1915, στο Λάνγκεμαρκ, οι στρατηγοί του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ χρησιμοποίησαν δοκιμαστικά ασφυξιογόνα αέρια. Προκάλεσαν σάλο από σχόλια για την «καταπάτηση των νόμων του πολέμου» από τους Βρετανούς και τους Γάλλους αξιωματούχους. Αυτό δεν τους εμπόδισε να χρησιμοποιήσουν και αυτοί δηλητηριώδη αέρια στο Λάος το Σεπτέμβριο του 1915 και να συνεχίσουν να τα χρησιμοποιούν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Τις προηγούμενες δεκαετίες η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Γερμανία είχαν χωρίσει τον πλανήτη σε αποικίες και σφαίρες επιρροής. 'Ομως, η προσπάθειά τους να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους, τις έφερνε αναπόφευκτα σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Σ' αυτήν την τόσο τεταμένη διεθνή κατάσταση αρκούσε μια αφορμή για να προκαλέσει τον πόλεμο. Στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφονήθηκε στο Σαράγεβο της Βοσνίας (τότε επαρχία της Αυστροουγγαρίας) ο αρχιδούκας, διάδοχος της Αυστρίας, Φερδινάνδος και η σύζυγός του, Σοφία φον Τσότεκ, από το νεαρό σπουδαστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ. Αυτός ήταν οπαδός της πανσλαβικής κίνησης, η οποία διευθυνόταν από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της Σερβίας. Το γεγονός αυτό έδωσε την αφορμή στην Αυστροουγγαρία να επιχειρήσει να ταπεινώσει τη Σερβία και να αυξήσει τη δική της επιρροή στα Βαλκάνια. Έστειλε λοιπόν στη Σερβία τελεσίγραφο, με το οποίο την καθιστούσε υπεύθυνη για τη δολοφονία και της έθετε όρους απαράδεκτους. Στις 25 Ιουλίου η Σερβία απάντησε ότι αποδεχόταν όλους σχεδόν τους όρους, αλλά η απάντησή της αγνοήθηκε.
Έχοντας η Αυστροουγγαρία την υποστήριξη της Γερμανίας διέταξε γενική επιστράτευση, κήρυξε τον πόλεμο (28 Ιουλίου) κατά της Σερβίας και βομβάρδισε το Βελιγράδι. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ο πόλεμος γενικεύτηκε. Στην επιστράτευση της Ρωσίας (30 Ιουλίου) απάντησε η Γερμανία με κήρυξη πολέμου εναντίον της (1 Αυγούστου) καθώς και εναντίον της Γαλλίας (3 Αυγούστου). Θέλοντας να εισβάλει στη Γαλλία, παραβίασε την ουδετερότητα του Βελγίου. Το γεγονός αυτό ενέπλεξε στον πόλεμο την Αγγλία, σύμμαχο του Βελγίου, που κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας (4 Αυγούστου). Στη συνέχεια, η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας (5 Αυγούστου), η Σερβία κατά της Γερμανίας (6 Αυγούστου), το Μαυροβούνιο κατά της Αυστροουγγαρίας (7 Αυγούστου) και κατά της Γερμανίας (12 Αυγούστου), η Γαλλία και η Αγγλία κατά της Αυστροουγγαρίας (10 Αυγούστου), η Ιαπωνία κατά της Γερμανίας (28 Αυγούστου), η Αυστροουγγαρία κατά της Ιαπωνίας (25 Αυγούστου) και κατά του Βελγίου (28 Αυγούστου).
Η σύγκρουση ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914 με την κήρυξη πολέμου από την Αυστροουγγαρία στη Σερβία. Στις 30 Ιουλίου κάλεσε η Ρωσία τις δυνάμεις της σε γενική επιστράτευση για να υποστηρίξει τη Σερβία. Σε απάντηση η Γερμανία, που ήταν σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας και είχε ανανεώσει την υποστήριξή της ακόμα και σε περίπτωση πολέμου, κάλεσε με τελεσίγραφό της τη Ρωσία να σταματήσει την επιστράτευση εντός 12 ωρών και της κήρυξε τον πόλεμο την 1 Αυγούστου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας τμήματα του ρωσικού ιππικού παραβίασαν τα σύνορα της ανατολικής Πρωσίας.
Το Δυτικό Μέτωπο αποτέλεσε το κύριο και αποφασιστικότερο μέτωπο του πολέμου. Εδώ τέθηκαν αντιμέτωπες οι δυνάμεις της Γερμανίας με αυτές της Γαλλίας, της Βρετανίας, του Βελγίου, και αργότερα των ΗΠΑ. Ενώ και οι δυο πλευρές ήλπιζαν αρχικά σε μια ταχεία και αποφασιστική προέλαση, τελικά το Δυτικό Μέτωπο χαρακτηρίστηκε από τις μακρές γραμμές χαρακωμάτων και τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών, στο μεγαλύτερο πόλεμο φθοράς στην Ιστορία.
Με την κήρυξη του πολέμου, το γερμανικό επιτελείο έθεσε σε εφαρμογή το Σχέδιο Σλίφφεν, που προέβλεπε τη ραγδαία προέλαση, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου, παρακάμπτοντας τις γαλλικές οχυρώσεις, προς τη Βόρεια Γαλλία, με απώτερο σκοπό την περικύκλωση του Παρισιού από τη δεξιά πτέρυγα του γερμανικού στρατού. Το γαλλικό σχέδιο («Plan XVII») προέβλεπε προώθηση στην Αλσατία-Λωρραίνη, αλλά λόγω της ταχείας γερμανικής προέλασης, δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί πλήρως. Ως αποτέλεσμα της επίθεσης στο Βέλγιο, και της πιθανότητας της γερμανικής εγκατάστασης στις ακτές της Μάγχης, η Μεγάλη Βρετανία βρήκε αφορμή να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία στις 4 Αυγούστου, και έστειλε το μικρό αλλά καλοεκπαιδευμένο Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (British Expeditionary Force, BEF) στη Γαλλία.
Παρά τις αρχικές επιτυχίες και τη ραγδαία προέλαση διαμέσου του Βελγίου, το γερμανικό επιτελείο αναγκάστηκε να αποσύρει αρκετές μεραρχίες και να τις στείλει στο Ανατολικό Μέτωπο, όπου οι Ρώσοι προήλαυναν. Σε συνδυασμό με προβλήματα ανεφοδιασμού, αλλά και την εντεινόμενη γαλλική αντίσταση υπό το Στρατηγό Ζοζέφ Ζοφρ, η γερμανική επίθεση ανακόπηκε, το Σεπτέμβριο, στα πρόθυρα του Παρισιού, στην Πρώτη Μάχη του Μάρνη. Ως αποτέλεσμα αυτής της ήττας, η Γερμανία έχασε την ευκαιρία να βγάλει γρήγορα εκτός μάχης τη Γαλλία και υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το διμέτωπο αγώνα, που αποτελούσε ανάθεμα για τη γερμανική ηγεσία.
Καθώς το κύριο μέτωπο είχε περιπέσει σε αδιέξοδο, οι αντίπαλες ηγεσίες προσπάθησαν να υπερφαλαγγίσουν η μία την άλλη, προωθώντας διαδοχικά τις δυνάμεις τους βορειοδυτικά, σε έναν αγώνα δρόμου προς την θάλασσα, και εγκαθιστώντας ένα συνεχές αμυντικό μέτωπο, από την ουδέτερη Ελβετία μέχρι τη Μάγχη, με τους Γερμανούς να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του Βελγίου, και ένα μεγάλο κομμάτι της βορειοδυτικής Γαλλίας. Και οι δύο αντίπαλοι άρχισαν να οχυρώνουν τις γραμμές τους με συνεχείς σειρές χαρακωμάτων, προστατευόμενα από συρματόπλεγμα και ναρκοπέδια και υποστηριζόμενα από πολυβόλα και πυροβολικό. Παρά τη σφοδρή επίθεση που εξαπέλυσε ο νέος Γερμανός αρχιστράτηγος, Έριχ φον Φάλκενχαϊν, τον Οκτώβριο, αυτή αποκρούστηκε, με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν, από το ΒΕΣ στην Πρώτη Μάχη του Υπρ. Την ίδια τύχη είχαν και οι τοπικές γαλλικές αντεπιθέσεις στα Βόσγια και την Καμπανία, αποδεικνύοντας την υπεροχή της άμυνας έναντι της επίθεσης. Ο πόλεμος κινήσεων, που είχαν σχεδιάσει οι στρατηγοί, είχε αρχίσει να μετατρέπεται στον στατικό πόλεμο των χαρακωμάτων.
Κατά το 1915, οι Γερμανοί τήρησαν κυρίως αμυντική στάση, επικεντρώνοντας τις δυνάμεις τους ενάντια στη Ρωσία. Η κύρια εξαίρεση ήταν η Δεύτερη Μάχη του Υπρ, η οποία χαρακτηρίστηκε από την πρώτη χρήση δηλητηριωδών αερίων (χλώριο) από τους Γερμανούς. Η δράση των αερίων προκάλεσε πανικό στις γαλλικές γραμμές, αλλά η γερμανική ηγεσία δεν ήταν προετοιμασμένη να το εκμεταλλευτεί, και καναδικές δυνάμεις γρήγορα έκλεισαν το κενό. Οι Σύμμαχοι επίσης περιορίστηκαν σε τοπική δράση, ως τη μεγάλη επίθεση στην Καμπανία τον Σεπτέμβριο, όπου ο Γάλλος αρχιστράτηγος Ζοφρ, ήλπιζε ότι με τη χρήση ισοπεδωτικών βομβαρδισμών (μπαράζ) θα μπορούσε να ανοίξει ένα ρήγμα στις γερμανικές γραμμές. Η επίθεση όμως γρήγορα αποτελματώθηκε όταν συνάντησε τη δεύτερη και τρίτη γερμανική γραμμή άμυνας, και τερματίστηκε τον Νοέμβριο μετά από βαριές αγγλογαλλικές απώλειες.
Το 1916, η ολική κινητοποίηση της βιομηχανίας και του πληθυσμού στις εμπόλεμες χώρες είχε ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση αρκετών ανδρών και υλικού για τη διεξαγωγή μιας, όπως ήλπιζαν τα επιτελεία των αντιπάλων, αποφασιστικής επίθεσης. Ο φον Φάλκενχαϊν, υπολογίζοντας στην υπεροχή της Γερμανίας σε άνδρες και όπλα έναντι της Γαλλίας και επιθυμώντας να προλάβει την εμφάνιση του νέου βρετανικού στρατού, που είχε προκύψει από την γενική επιστράτευση, αποφάσισε να επιτεθεί στον οχυρωμένο τομέα-κλειδί του Βερντέν. Σκοπός του ήταν να συντρίψει τον γαλλικό στρατό σε έναν πόλεμο φθοράς, που, όπως πίστευε, η Γερμανία θα κέρδιζε. Η κολοσσιαία Μάχη του Βερντέν ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου και συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούνιο. Όμως, καμία από τις δύο πλευρές, παρά τις τρομερές τους απώλειες, δεν κατόρθωσε να επιτύχει τους σκοπούς της. Έφερε παρόλα αυτά τον γαλλικό στρατό στα πρόθυρα της κατάρρευσης και της ανταρσίας, με αποτέλεσμα η κύρια συμμαχική προσπάθεια να αναληφθεί από τον νέο βρετανικό «Στρατό του Κίτσενερ» στη Μάχη του Σομμ.
Η επίθεση, που ξεκίνησε την 1η Ιουλίου, υπό τις διαταγές του Στρατηγού Σερ Ντάγκλας Χέιγκ, στοίχισε στους Βρετανούς απώλειες 60.000 ανδρών την πρώτη ημέρα. Παρά την αυτοθυσία των Βρετανών κληρωτών, την πρωτοφανή συγκέντρωση πυροβολικού, την καινοτόμο χρήση των τανκς, και τη σχετική γερμανική αδυναμία, η επίθεση, που συνεχίστηκε μέχρι τον Νοέμβριο, απέφερε μόνο μια στενή λωρίδα εδάφους. Αντίτιμο ήταν συνολικές απώλειες πάνω από ένα εκατομμύριο. Από γερμανικής πλευράς, οι εκατόμβες του Βερντέν και του Σομμ οδήγησαν στην παραίτηση του Φάλκενχαϊν και την ανάληψη της συνολικής διεύθυνσης του πολέμου από το περίφημο δίδυμο Χίντενμπουργκ-Λούντεντορφ. Το γερμανικό επιτελείο, μετά τις απώλειες του 1916, προσανατολίστηκε σε μια αμυντική τακτική για το νέο έτος, και άρχισε την κατασκευή μιας ισχυρής οχυρωματικής γραμμής, της «Γραμμής Χίντενμπουργκ».
Από τη γαλλική πλευρά, ο Ζοφρ αντικαταστάθηκε τον Δεκέμβριο του 1916 από τον Στρατηγό Ρομπέρ Νιβέλ, ο οποίος επέμεινε και επέβαλε τη διεξαγωγή μιας ακόμα μεγάλης επίθεσης. Θα γινόταν στην περιοχή Chemin-des-Dames, τον Απρίλιο του 1917. Η επίθεση, που έμεινε στην Ιστορία ως η «Επίθεση του Νιβέλ», αποδείχθηκε καταστροφική. Οι Γερμανοί είχαν πληροφορηθεί τα γαλλικά σχέδια, και οι οχυρώσεις τους αποδείχθηκαν πολύ ισχυρές. Οι απώλειες έφτασαν τους 187.000 άνδρες και στάσεις σημειώθηκαν σε πολλές γαλλικές μονάδες. Ο Νιβέλ απολύθηκε εσπευσμένα και αντικαταστάθηκε από τον ήρωα του Βερντέν, Στρατηγό Φιλίπ Πεταίν. Αυτός κατάφερε να επαναφέρει την τάξη στο στράτευμα με την υπόσχεση ότι θα περιοριζόταν στην άμυνα («Θα περιμένουμε τα τανκς και τους Αμερικανούς»). Έτσι, η πρωτοβουλία αφέθηκε στις δυνάμεις της Βρετανίας και των αποικιών της. Οι βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν μια ακόμα κολοσσιαία επίθεση κατά την Τρίτη Μάχη του Υπρ από τον Ιούλιο ως τον Νοέμβριο. Εκεί κατάφεραν να κατακτήσουν μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους, αλλά απέτυχαν να διασπάσουν το γερμανικό μέτωπο. Περισσότερη επιτυχία σημείωσε η επίθεση στο Καμπραί, όπου η πρωτοφανής μαζική χρήση 400 τανκς επέτρεψε στους Βρετανούς να σημειώσουν γρήγορη πρόοδο. Λόγω, όμως, των απωλειών από τις τετράμηνες μάχες στο Υπρ, δεν διέθεταν εφεδρείες για να εκμεταλλευτούν την αρχική τους επιτυχία. Αποτέλεσμα ήταν οι γερμανικές δυνάμεις, ενισχυμένες με εφεδρείες, να αντεπιτεθούν και να ανακαταλάβουν το απωλεσθέν έδαφος.
Η Ρωσία έστειλε στην ανατολική Πρωσία δύο στρατιές, υπό την αρχηγία των Ρένενκαμφ και Σαμσόνοφ. Αυτές κατέλαβαν σημαντικά εδάφη και ανάγκασαν τις γερμανικές δυνάμεις του Πρίτβιτς να υποχωρήσουν. Ο Χίντεμπουργκ, όμως, (που διαδέχτηκε τον Πρίτβιτς) νίκησε το Σαμσόνοφ στο Τάννεμπεργκ (26 Αυγούστου) και στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Ρώσος στρατηγός Ρένενκαμφ νικήθηκε στη μάχη των Μαζουριανών λιμνών και εκδιώχθηκε από την ανατολική Πρωσία. Η ρωσική επίθεση, αντίθετα, πέτυχε στη Γαλικία (Αύγουστος - Σεπτέμβριος) και οι Αυστριακοί αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στα Καρπάθια. Και στο ανατολικό μέτωπο ο πόλεμος πήρε μορφή χαρακωμάτων μήκους 900 χλμ., που εκτείνονταν από τον ποταμό Νιέμεν ως τα ρουμανικά σύνορα.
Το 1915 (Φεβρουάριος), τα γερμανικά στρατεύματα του Λούντεντορφ νίκησαν τους Ρώσους στις Μαζουριανές λίμνες. Οι Ρώσοι κατέλαβαν το Πρέμισλ της Γαλικίας (22 Μαρτίου). Οι Γερμανοί, όμως, με τη βοήθεια των Αυστροούγγρων στον νότο, νίκησαν τους Ρώσους στο Γκορλίτσε, τους υποχρέωσαν να εκκενώσουν την ανατολική Πρωσία και την Πολωνία και να εγκαταστήσουν νέα αμυντική γραμμή από τη Ρίγα μέχρι το Τσέρνοβιτς στα ρουμανικά σύνορα.
Στον τρίτο χρόνο του πολέμου οι Ρώσοι, αφού ανασυγκρότησαν τις δυνάμεις τους, εξαπέλυσαν επίθεση στη Γαλικία (Ιούνιος - Σεπτέμβριος) σε συνδυασμό με την επίθεση στο Σομμ. Η μάχη αυτή της Γαλικίας είχε ως αποτέλεσμα την καθήλωση των γερμανικών δυνάμεων, τη διάσπαση των αυστριακών γραμμών και την κατάληψη της Βουκοβίνας.
Το 1917, η πλάστιγγα έγειρε κατά των Ρώσων. Η άσχημη για το ρωσικό στρατό τροπή του πολέμου και η εξαθλίωση του λαού στάθηκαν αφορμές για την έκρηξη της Ρωσικής επανάστασης. Ο Τσάρος Νικόλαος Β΄ παραιτήθηκε (16 Μαρτίου) και ανέβηκε η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Κερένσκι. Αυτή ήθελε συνέχιση του πολέμου. Η ρωσική επίθεση στη Γαλικία κατέληξε σε πανωλεθρία. Οι Γερμανοί έκαναν αντεπίθεση, κατέλαβαν τη Ρίγα (Σεπτέμβριος) και απώθησαν στη συνέχεια τους Ρώσους σε όλο το μήκος του μετώπου. Στη Ρωσία ακολούθησε πλήρης αναρχία μέχρι την επανάσταση του Οκτώβρη και την επικράτηση των μπολσεβίκων. Η κυβέρνηση του Λένιν, με υπουργό Εξωτερικών τον Τρότσκι, άρχισε να διερευνά τις δυνατότητες υπογραφής ειρήνης με τη Γερμανία. Στις 15 Δεκεμβρίου υπογράφηκε ανακωχή με τη Γερμανία στο Μπρεστ-Λιτόφσκ και, μετά από λίγους μήνες, ειρήνη (3 Μαρτίου 1918). Με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ η Σοβιετική Ένωση παραιτούνταν από τον έλεγχο της Εσθονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας και τμήματος της Λευκορωσίας, αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Φινλανδίας και παραχωρούσε το Καρς, το Βατούμ και το Αρνταχάν στην Τουρκία. Εξάλλου, η Ρουμανία, από τον φόβο της απομόνωσης, αναγκάστηκε να προσχωρήσει και αυτή στη Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ. Έτσι, στο τέλος του 1917 έπαψε πλέον να υπάρχει ανατολικό μέτωπο και σχεδόν όλα τα γερμανικά στρατεύματα μεταφέρθηκαν στο δυτικό, ανακουφίζοντας έτσι το έμψυχο υλικό του δυτικού μετώπου.
Στις 28 Ιουνίου 1917 η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο επίσημα. Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου συγκέντρωσε 300.000 στρατιώτες, που θα σταλούν στη Στρατιά της Ανατολής, και Θεσσαλονίκη. Απέκτησε έτσι η χώρα σε μεγαλύτερο βαθμό κάποιον έλεγχο στο μέτωπο και παράλληλα έφραξε το δρόμο στις διεκδικήσεις του Σερβικού στρατού στη Θεσσαλονίκη (ο 2ος μεγαλύτερος, με περίπου 150.000 στρατιώτες στην πόλη).
Στις 30 Μαΐου 1918 δίνεται η αποφασιστική μάχη στο Σκρα ντι Λέγκεν, γνωστή και ως «μάχη του Σκρα», με ολοκληρωτική νίκη των ελληνικών δυνάμεων.
Μετά τη μάχη του Ντόμπρο Πόλε, στις 18 Σεπτέμβρη του 1918 η Βουλγαρία συνθηκολογεί, ενώ η Τουρκία τον Οκτώβριο του 1918. Ο αγγλογαλλικός στρατός καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη και μαζί του εγκαθίσταται σ' αυτήν ένα άγημα ελληνικού στρατού με αρχηγό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο.
Συγχρόνως, ο ελληνικός στόλος, με ναυαρχίδα το θωρηκτό Αβέρωφ, αγκυροβόλησε στον Βόσπορο.
Στις 26 Απριλίου 1915 η Ιταλία υπέγραψε συμφωνία με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία και μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Στις 23 Μαΐου κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αυστροουγγαρίας. Οι Ιταλοί, με την καθοδήγηση του στρατηγού Καντόρνα, πραγματοποίησαν τέσσερις επιθέσεις κατά μήκος της πεδιάδας του Ιζόντσο και καθήλωσαν εκεί μεγάλες δυνάμεις Αυστριακών, χωρίς να έχουν ιδιαίτερες επιτυχίες.
Το 1916 (Μάρτιος), η Ιταλία επιχείρησε την πέμπτη επίθεση στο Ιζόντσο με απαίτηση της Γαλλίας, που αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση της μεταφοράς αυστριακού στρατού στο Βερντέν. Στα μέσα Μαΐου οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν αντεπίθεση στο Τρεντίνο. Οι Ιταλοί, όμως, με την έκτη επίθεση στο Ιζόντσο (Αύγουστος) συνέτριψαν τους Αυστριακούς και κατέλαβαν την Γκορίτσια. Ενθαρρυμένη η Ιταλία κήρυξε στις 28 Αυγούστου τον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Το 1917 (Μάιος - Αύγουστος) ο Ιταλός στρατηγός Καντόρνα εξαπέλυσε στο Ιζόντσο άλλες δυο επιθέσεις χωρίς ιδιαίτερα εδαφικά κέρδη. Με τη βοήθεια των Γερμανών οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν αντεπίθεση στην πεδιάδα της Βενετίας (Οκτώβριος - Νοέμβριος), νίκησαν τους Ιταλούς στο Καπορέτο (24 Οκτωβρίου) και τους υποχρέωσαν να συμπτυχθούν στο Πιάβε. Μετά την πανωλεθρία του Καπορέτο, ο Καντόρνα αντικαταστάθηκε από το στρατηγό Ντιάζ και αποφασίστηκε από τους Συμμάχους η αποστολή ενισχύσεων στην Ιταλία. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, έγινε πια επιτακτική η ανάγκη να συντονιστούν οι συμμαχικές προσπάθειες και στη σύσκεψη του Ραπάλο (6 Νοεμβρίου) αποφασίστηκε η συγκρότηση διασυμμαχικού πολεμικού συμβουλίου στις Βερσαλίες. Αυτό αποτελούνταν από μόνιμους στρατιωτικούς αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων.
Το 1918 (Ιούνιος) τα ιταλικά στρατεύματα απέκρουσαν τις επιθέσεις των Αυστριακών στο Τρεντίνο και στο Πιάβε. Στις 24 Οκτωβρίου οι Ιταλοί εξαπέλυσαν επίθεση. Νίκησαν τους Αυστριακούς στο Βιτόριο Βένετο (29 Οκτωβρίου) και τους καταδίωξαν. Στις 3 Νοεμβρίου η Αυστρία αναγκάστηκε να υπογράψει την ανακωχή της Πάντοβα, αποδεχόμενη όλους τους όρους της Ιταλίας. Στο μεταξύ, τον Οκτώβριο, ξέσπασε επανάσταση στην Αυστροουγγαρία και στις 13 Νοεμβρίου ο αυτοκράτορας Κάρολος Α΄ παραιτήθηκε. Η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία διαλύθηκε και δημιουργήθηκαν δύο χωριστά κράτη, η Αυστρία και η Ουγγαρία. Οι διάφορες εθνικές μειονότητες διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Οι Τσέχοι ενώθηκαν με τους Σλοβάκους και ανακήρυξαν την Τσεχοσλοβακική Δημοκρατία (15 Νοεμβρίου), ενώ οι Κροάτες κι οι Σλοβένοι ενώθηκαν με τη Σερβία (που θα ονομαστεί Γιουγκοσλαβία).
Στις αρχές Νοεμβρίου 1914, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε ιδιαίτερα την θέση τους, λόγω των στρατηγικών περιοχών που κατείχε και ιδιαίτερα των Στενών. Αφαιρούσε και τη δυνατότητα για εφοδιασμό της Ρωσίας σε πολεμικό υλικό από τους Άγγλους και Γάλλους. Τον Νοέμβριο του 1914 καταλήφθηκε η νότια περιοχή του Ιράκ (Βασόρα) που ανήκε μέχρι τότε στους Οθωμανούς.
Για την εξασφάλιση θαλάσσιου δρόμου επικοινωνίας με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, η Γαλλία και η Αγγλία αποφάσισαν να καταλάβουν τα στενά των Δαρδανελλίων, με αποβατική ενέργεια, αρχικά στην Καλλίπολη. Η Εκστρατεία της Καλλίπολης διήρκεσε δέκα μήνες, όμως οι Τούρκοι οργανωμένοι από Γερμανούς αξιωματικούς κατάφεραν να κάμψουν τις αλλεπάλληλες συμμαχικές επιθέσεις. Οι Αγλλογαλλικές δυνάμεις υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και αναγκάστηκαν σε υποχώρηση στο τέλος του 1915. Πριν την έναρξη των επιχειρήσεων ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Βενιζέλος, είχε προτείνει τη συμμετοχή μικρού σώματος στην εκστρατεία με ασαφές όμως αντάλλαγμα στη Β. Ήπειρο, στην Κύπρο και στη Μ. Ασία.[24][25] Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος πείστηκε από τον Μεταξά πως η επιχείρηση θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνη, και ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, διαμαρτυρόμενος για την παρέμβαση του θρόνου. Άνοιξε το κεφάλαιο του Εθνικού Διχασμού. Στις εκλογές του Μαΐου κερδίζει ξανά το κόμμα των «Φιλελευθέρων», το παλάτι όμως συνεχίζει να κρατά την πρωτοκαθεδρία στην εξωτερική πολιτική, προκρίνοντας τη, βολική για τις κεντρικές Δυνάμεις, πολιτική της ουδετερότητας.
Το 1916 (18 Απριλίου) οι Ρώσοι κατέλαβαν την περιοχή της Αρμενίας και την Τραπεζούντα. Δεν κράτησαν τις περιοχές αυτές όμως για πολύ, αφού η πτώση του τσάρου και η Οκτωβριανή Επανάσταση αποδυνάμωσε το στράτευμα. Με την εγκατάλειψη του πολέμου από τους Ρώσους, το 1917, η περιοχή υπέστη βαρύτατες εθνοκαθάρσεις με χαρακτηριστικότερες από αυτές την γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων της ευρύτερης περιοχής της Μικράς Ασίας[26]. Στο μέτωπο της Μεσοποταμίας οι Τούρκοι αρχικά κύκλωσαν Βρετανικά στρατεύματα στην θέση Κουτ-ελ-Αμάρα και τα ανάγκασαν να παραδοθούν. Από τον Ιούνιο, όμως, οι Άγγλοι, επικεφαλής των οποίων τέθηκε ο Συνταγματάρχης Λώρενς, κατόρθωσαν να εξεγείρουν τους Άραβες της περιοχής και σταδιακά να θέσουν όλη την περιοχή μέχρι και βόρεια της Δαμασκού υπό συμμαχικό έλεγχο: η Βαγδάτη καταλήφθηκε στις 11 Μαρτίου 1917 και η Ιερουσαλήμ στις 17 Νοεμβρίου 1917.
Στα 1914 (Αύγουστος) αγγλικές και γαλλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο γερμανικό Καμερούν και μέχρι το τέλος του χρόνου κατέλαβαν όλη την παράκτια περιοχή. Η Ιαπωνία επιτέθηκε (Νοέμβριος) κατά της γερμανικής αποικίας, Τσιγκ - Τάο, στις κινέζικες ακτές και την κατέλαβε. Οι σύμμαχοι της Αντάντ κατέλαβαν τη Νέα Γουινέα και τη Σαμόα. Ο στρατηγός φον Λέτοβ Βόρμπεκ απέκρουσε, τέλος, τον αγγλικό στρατό στη Γερμανική Ανατολική Αφρική.
Η πρώτη ναυμαχία δόθηκε (28 Αυγούστου) στην Ελιγολάνδη, όπου ο αγγλικός στόλος μπήκε στα γερμανικά χωρικά ύδατα και βύθισε πολλά καταδρομικά. Τους επόμενους μήνες τα γερμανικά υποβρύχια είχαν αρκετές επιτυχίες στα βρετανικά ύδατα. Ο γερμανικός στόλος, εξάλλου, σημείωσε αξιόλογη δράση στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό βυθίζοντας εμπορικά και πολεμικά πλοία των συμμάχων της Αντάντ. Οι Βρετανοί, όμως, μετά την ήττα τους στο Κορονέλ (1 Νοεμβρίου), συνέτριψαν τις δυνάμεις επιφανείας των Γερμανών, οι οποίοι στο εξής αναγκάστηκαν να δρουν μόνο με υποβρύχια. Ο ναυτικός αποκλεισμός ανάγκασε τους Γερμανούς σε αυστηρούς περιορισμούς στη διανομή τροφίμων.
Κατά το 1915, ο γερμανικός στόλος, που είχε αποκλειστεί στο λιμάνι του Κιέλου, επιχείρησε να βγει και συγκρούστηκε με τον αγγλικό στο Ντόγκερμπανκ (24 Ιανουαρίου). Η ναυμαχία έληξε με φανερή υπεροχή των Άγγλων. Στις 7 Μαΐου, γερμανικά υποβρύχια βύθισαν το αγγλικό υπερωκεάνιο «Λουζιτάνια», που μετέφερε και Αμερικανούς επιβάτες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αγανάκτηση στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ, αλλά ο πρόεδρος Ουίλσον περιορίστηκε σε μιαν αυστηρή ανακοίνωση, χωρίς να μετακινηθεί από την ουδετερότητα.
Στα 1916, στις 31 Μαΐου ο γερμανικός στόλος, κάτω από την αρχηγία του ναυάρχου Σερ, βγήκε από τις βάσεις του και έδωσε τη ναυμαχία της Γιουτλάνδης. Η ναυμαχία αυτή αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ναυτική σύγκρουση του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, μεταξύ γερμανικού και αγγλικού στόλου. Οι Γερμανοί νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να εντείνουν τον υποβρύχιο πόλεμο.
Το 1918, η Γερμανία ενέτεινε τον υποβρύχιο πόλεμο, ενώ η Αντάντ, με την ενίσχυση πλέον και των ΗΠΑ, επιδόθηκε στην οργάνωση όλων των ανθυποβρυχιακών μέσων. Ο στόλος της άρχισε να υπερέχει. Οι Άγγλοι βύθισαν τρία καταδρομικά και απέκλεισαν το Ζεεμπρούγκε (23 Απριλίου), ενώ στις 9 Μαΐου απέκλεισαν την Οστάνδη, αποκόπτοντας, έτσι, τα γερμανικά υποβρύχια από τις βάσεις τους.
Στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπογράφεται η πρώτη ανακωχή του πολέμου, η Συνθήκη ανακωχής του Μούδρου, μεταξύ του Άγγλου ναυάρχου Κάλθορπ, πληρεξούσιου των Συμμάχων της Αντάντ αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου. Αυτή η συνθήκη απετέλεσε και την απαρχή της λήξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Την 11η Νοεμβρίου 1918 υπογράφηκε και η δεύτερη και ουσιαστικότερη επί της κεντρικής Ευρώπης ανακωχή, η ανακωχή της Κομπιέν, σε σιδηροδρομικό βαγόνι, που είχε εγκαταστήσει ο Γάλλος Στρατάρχης Φερντινάν Φος (Ferdinand Foch) το στρατηγείο του, κοντά στην Κομπιέν. Η «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας πάνω στα αποκαλούμενα Δεκατέσσερα Σημεία, που ήταν αποτέλεσμα αυτής της ανακωχής, αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από τη Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson), ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζωρζ Κλεμανσώ, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Λόιντ Τζωρτζ, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ορλάντο και αντιπροσωπείες 32 συνολικά κρατών. Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν τότε κατά ημερολογιακή σειρά είναι οι παρακάτω:
1. Συνθήκη των Βερσαλλιών, την 28η Ιουνίου 1919. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Γερμανίας. Σύμφωνα με αυτή, η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 226 δισεκατομ. χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου, να μειώσει το στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000 τόνων. Υποχρεώθηκε επίσης σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις: έχασε περίπου 75.000 τ.χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 κατοίκων (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της, από τις οποίες τη μερίδα του λέοντος (73% του εδάφους και 47% του πληθυσμού) πήρε η Αγγλία. Οι υπόλοιποι όροι της συνθήκης αφορούσαν τη διεθνοποίηση των ποταμών της Γερμανίας, την αποστρατικοποίηση της περιοχής της Ρηνανίας για 15 χρόνια, τη δήμευση των κάθε είδους γερμανικών αξιών στο εξωτερικό, την παράδοση του 90% του γερμανικού εμπορικού στόλου στους Συμμάχους σε αντάλλαγμα για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα συμμαχικά εμπορικά πλοία στη διάρκεια του πολέμου, την ακύρωση της συμφωνίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ (με την ΕΣΣΔ το 1918). Επιπλέον, η Γερμανία περιορίστηκε αυστηρά τόσο σε θέματα διεθνούς εμπορίου όσο και σε στρατιωτικές δυνάμεις και οργάνωση. Η Συνθήκη αυτή θεωρήθηκε ντροπιαστική και ταπεινωτική από τους Γερμανούς και αποτέλεσε μια από τις αιτίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
2. Συνθήκη του Σεν Ζερμέν, (ή Συνθήκη Αγίου Γερμανού), στις 10 Σεπτεμβρίου 1919. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Αυστρίας. Η Αυστρία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει εδάφη με συνολική έκταση 220.000 τ.χλμ. και πληθυσμό 22.000.000 κατοίκων, από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία και στην Ιταλία.
3. Συνθήκη του Νεϊγύ, την 27η Νοεμβρίου 1919. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Βουλγαρίας. Με αυτήν αποσπάστηκαν από τη Βουλγαρία εδάφη συνολικής έκτασης 9.000 τ.χλμ. με πληθυσμό 500.000 κατ., που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα (Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη) και στη Γιουγκοσλαβία.
4. Συνθήκη του Τριανόν, την 4η Ιουνίου 1920. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Ουγγαρίας. Με αυτήν η Ουγγαρία έχασε τα 3/4 του εδάφους της και το 65% του πληθυσμού της. Το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία.
5. Συνθήκη Σεβρών, τη 10η Αυγούστου 1920. Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας. Σύμφωνα μ' αυτήν, η Τουρκία περιορίστηκε στο μικρασιατικό της τμήμα, η Συρία δινόταν στη Γαλλία, η Μεσοποταμία, η Αραβία, η Παλαιστίνη στην Αγγλία, τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο στην Ιταλία, αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία και δόθηκαν στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη (μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης) και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η δυνατότητα εξάσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή της Σμύρνης κ.λπ. Δύο χρόνια αργότερα, και ενώ είχε μεσολαβήσει η Μικρασιατική καταστροφή, η συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923) επέβαλε τελείως διαφορετικό ελληνοτουρκικό καθεστώς τόσο εδαφικά όσο και πληθυσμιακά.
Απώλειες στρατιωτών της Τριπλής Συνεννόησης: 5,17 εκατομμύρια
Απώλειες στρατιωτών της Τριπλής Συμμαχίας: 3,4 εκατομμύρια
Απώλειες αμάχων: 13,5 εκατομμύρια
Η Ευρώπη εξέρχεται κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Η καπιταλιστική Ευρώπη του 19ου αιώνα, δανειστής ολόκληρου του κόσμου, βρέθηκε ξαφνικά να είναι χρεωμένη στις ΗΠΑ και τα δημόσια οικονομικά των κρατών της είναι κλονισμένα. Οι υλικές καταστροφές επηρεάζουν ουσιαστικά την παραγωγή, η οποία μειώνεται σχεδόν στο μισό, σε σχέση με την προπολεμική περίοδο. Ευνοούνται, έτσι, οι νέες εξωευρωπαϊκές δυνάμεις, η Ιαπωνία και, κυρίως, οι ΗΠΑ.
Η φρίκη του πολέμου προκαλεί μια συγκλονιστική κρίση συνείδησης στους Ευρωπαίους. Άρνηση των παραδοσιακών αξιών, φυγή στο παράλογο, αμφισβήτηση της κατεστημένης κοινωνικής τάξης και αναζήτηση εξόδου στη γενική ανατροπή, απ' όπου θα πηγάσει το κύμα υπερρεαλισμού στην τέχνη και τη λογοτεχνία.
Με τη συμπλήρωση, το 2008, 90 χρόνων από τη λήξη του πολέμου το 1918, ηγέτες της ενωμένης σήμερα Ευρώπης, καθώς και απεσταλμένοι απ' όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων ο Νικολά Σαρκοζί, ο πρίγκιπας Κάρολος της Αγγλίας (από το 2022 Bασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου), ο Πρόεδρος του γερμανικού Κοινοβουλίου Πέτερ Μίλερ και ο γενικός Κυβερνήτης της Αυστραλίας Κουέντιν Μπράις συγκεντρώθηκαν στις 11 Νοεμβρίου στην πόλη Βερντέν της βόρειας Γαλλίας και σε ειδική τελετή απέτισαν φόρο τιμής στα εκατομμύρια θύματα του πολέμου, τηρώντας σιγή δύο λεπτών, ακριβώς στις 11:00΄ ώρα Γκρήνουϊτς, τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ η ανακωχή και έληξε επίσημα ο Μεγάλος Πόλεμος.
Στην Αγγλία, παράλληλα, διοργανώθηκε ειδική εκδήλωση για τους τρεις τελευταίους βετεράνους του πολέμου που βρίσκονται «εν ζωή» τους οποίους δέχθηκε στη συνέχεια ο πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν στη Ντάουνιγκ Στρητ.
Ο τελευταίος βετεράνος της περιόδου 1914-1918 (που ήταν γυναίκα, η Φλόρενς Γκριν), έφυγε από τη ζωή στις 4 Φεβρουαρίου 2012, σε ηλικία 111 ετών. Ο Αυστραλός Κλοντ Σουλς, γεννημένος στις 3 Μαρτίου του 1901, πέθανε στις 5 Μαΐου 2011 και ο Αμερικανός Φρανκ Μπακλς, γεννημένος την 1η Φεβρουαρίου του 1901, πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 2011.
Ο Εμιλιάνο Μερκάδο ντελ Τόρο από το Πουέρτο Ρίκο (21 Αυγούστου 1891 – 24 Ιανουαρίου 2007), είναι ο μεγαλύτερος επιβεβαιωμένα βετεράνος από οποιονδήποτε πόλεμο, που έζησε ποτέ. Ο τελευταίος βετεράνος από τις Κεντρικές Δυνάμεις, ο Φραντς Κίνστλερ από την Αυστροουγγαρία, απεβίωσε σε ηλικία 107 ετών, στις 27 Μαΐου του 2008. Ο Καναδός βετεράνος Τζον Μπάμπκοκ απεβίωσε σε ηλικία 109 ετών στις 18 Φεβρουαρίου 2010.[27]
Εθνικότητα | Όνομα | Ημερομηνία γέννησης | Ηλικία | Κατοικία | Σώμα που υπηρέτησε | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|---|---|
ΗΠΑ | Φρανκ Μπακλς | 1η Φεβρουαρίου 1901 | 110 | ΗΠΑ | Αμερικανικός Στρατός | Κατατάχθηκε το 1917. Ζούσε στο Τσαρλς Τάουν, της Δυτικής Βιρτζίνια. Απεβίωσε στις 27 Φεβρουαρίου 2011.[28] |
Ηνωμένο Βασίλειο | Φλόρενς Γκριν | 19 Φεβρουαρίου 1901 | 111 | Ηνωμένο Βασίλειο | Βασιλική Αεροπορία Γυναικών Ηνωμένου Βασιλείου | Κατατάχθηκε το Σεπτέμβριο του 1918. Ζούσε στο Δυτικό Νόρφοκ του Ηνωμένου Βασιλείου. Απεβίωσε στις 4 Φεβρουαρίου 2012.[29] |
Ηνωμένο Βασίλειο | Κλοντ Σουλς | 3 Μαρτίου 1901 | 110 | Αυστραλία | Βασιλικό Ναυτικό Ηνωμένου Βασιλείου | Κατατάχθηκε το 1916. Υπηρέτησε και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με το Ναυτικό. Ζούσε στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας. Απεβίωσε στις 5 Μαΐου 2011.[30][31] |
Οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν δημοσιευτεί στον Τύπο, αλλά δεν έχουν επιβεβαιωθεί από κυβερνητικό σώμα ή επίσημα έγγραφα.
Είναι ο Ντάγκλας Τέρεϊ από το Ηνωμένο Βασίλειο, γεννημένος στις 23 Ιουνίου του 1903. Υπηρέτησε στον Βρετανικό Στρατό και ισχυρίζεται ότι κατατάχθηκε το 1917. Ζει στο Σαουθάμπτον του Χαμσάιρ.[32][33]
Επίσης, ένας βετεράνος που είναι από τους τελευταίους της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (μετά την ανακωχή του 1918, αλλά πριν από τη συνθήκη των Βερσαλλιών) είναι ο Πολωνός Γιόζεφ Κοβάλσκι, γεννημένος στις 2 Φεβρουαρίου του 1900. Υπηρέτησε στον Πολωνικό Στρατό και είναι ο γηραιότερος άνδρας της Πολωνίας. Σήμερα ζει στο Τουρσκ, κοντά στο Σουλέτσιν.[34][35][36][37]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.