From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας (π. 1180 - 1253) από τον Οίκο των Αγγέλων ήταν ηγεμόνας της Ηπείρου (1215 - 1230) και αυτοκράτορας στη Θεσσαλονίκη, τη Μακεδονία και τη Θράκη (1224 - 1230). Ήταν ο πραγματικός κυβερνήτης επί βασιλείας των γιων του Ιωάννη και Δημήτριου στη Θεσσαλονίκη (1237 - 1246). Ο Θεόδωρος ήταν γιος του Σεβαστοκράτορος Ιωάννη Αγγέλου και της Ζωής Δούκαινας. Ο ετεροθαλής αδελφός του Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας ήταν ο ιδρυτής του δεσποτάτου της Ηπείρου.[4] Οι παππούδες του ήταν ο Κωνσταντίνος Άγγελος και η Θεοδώρα Κομνηνή, κόρη του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού του πρώτου Αυτοκράτορα των Ρωμαίων από τη Δυναστεία των Κομνηνών. Οι Αυτοκράτορες Ισαάκιος Β΄ Άγγελος και Αλέξιος Γ΄ Άγγελος ήταν πρώτα του ξαδέλφια, γιοί τού θείου του Ανδρόνικου Άγγελου.[5] Η καταγωγή του Θεόδωρου προερχόταν από τρεις κορυφαίες Βυζαντινές οικογένειες: τη Δυναστεία των Κομνηνών, τη Δυναστεία των Δουκών και τη Δυναστεία των Αγγέλων. Δεν είναι γνωστά πολλά γεγονότα για τα πρώτα χρόνια της ζωής του, μέχρι την εποχή που κατακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους και δημιουργήθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία (1204). Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας στη Νίκαια Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης τον είχε μερικά χρόνια στην υπηρεσία του, μέχρι τον εποχή που ο νόθος, ετεροθαλής αδελφός του Μιχαήλ Α΄ κατέλαβε την Ήπειρο και δημιούργησε ανεξάρτητο πριγκιπάτο. Με τον θάνατο του αδελφού του (1215), στάθηκε στο πλευρό τού ανιψιού του Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα και τον βοήθησε στη διακυβέρνηση και την επέκταση του πριγκιπάτου. Συμμάχησε με τη Σερβία, επεκτάθηκε στη Μακεδονία και απείλησε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Η σύλληψη του νεοεκλεγέντα Λατίνου αυτοκράτορα Πέτρου Β΄ του Κουρτεναί άνοιξε τον δρόμο για τη σταδιακή περικύκλωση της Θεσσαλονίκης, με αποκορύφωμα την άλωση της πόλης.
Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας | |
---|---|
Τραχύ εξ ηλέκτρου με επιγρ.: ΘΕΟΔΩΡΟC ΔΕCΠΟ[ΤΗC] - O ΑΓΙΟC ΔΗΜΗΤΡΙ[ΟC]. | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1180 |
Θάνατος | 1253 ή 1230[1] Θεσσαλονίκη |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης Δεσποτάτο της Ηπείρου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Μαρία Πετραλίφαινα[2] |
Τέκνα | Ιωάννης Κομνηνός Δούκας[3] Δημήτριος Αγγελοδούκας[3] Άννα Δούκαινα Αγγελίνα[3] Ειρήνη Κομνηνή Δούκαινα[3] |
Γονείς | Ιωάννης Δούκας[3] και Ζωή Δούκαινα[3] |
Αδέλφια | Μανουήλ Κομνηνός Δούκας Κωνσταντίνος Κομνηνός Δούκας Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας |
Συγγενείς | Ισαάκιος Κομνηνός Δούκας (ετεροθαλής αδελφός από πατέρα), Αλέξιος Κομνηνός Δούκας (ετεροθαλής αδελφός από πατέρα) και Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας (ετεροθαλής αδελφός από πατέρα) |
Οικογένεια | Οίκος των Αγγέλων |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης Δεσπότης της Ηπείρου |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ως ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης, ο Θεόδωρος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας και διεκδίκησε τον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης σε αντιπαράθεση με τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη της Νίκαιας. Έφτασε έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης (1225), αλλά η επίθεσή του καθυστέρησε μέχρι το 1230· επειδή δεν πρόλαβε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, συνετρίβη στη Μάχη της Κλοκοτνίτσας και φυλακίστηκε. Τον διαδέχθηκε στην Ήπειρο ο ετεροθαλής αδελφός του Μανουήλ Κομνηνός Δούκας, που έχασε γρήγορα τη Θράκη και το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας από τον Ιβάν Ασέν Β΄. Η Θεσσαλονίκη δήλωσε την υποτέλειά της στους Βούλγαρους, ενώ τον διαδέχθηκε στην Ήπειρο ο νόθος ανιψιός του Μιχαήλ Β΄. Ο Θεόδωρος ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία, όταν η κόρη του Ειρήνη Κομνηνή Δούκαινα παντρεύτηκε τον Ιβάν Ασέν Β΄· αμέσως επιχείρησε να ανακτήσει τη Θεσσαλονίκη και να διώξει τον Μανουήλ. ΤΌμως την εποχή της αιχμαλωσίας του είχε τυφλωθεί και δεν μπορούσε να γίνει ο ίδιος βασιλιάς: τοποθέτησε τον μεγαλύτερο γιο του Ιωάννη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο ουσιαστικός κυβερνήτης. Ο Μανουήλ προσπάθησε να ανακαταλάβει τη Θεσσαλονίκη με την υποστήριξη του Αυτοκράτορα της Νίκαιας, αλλά τελικά υποχώρησε, έγινε βασιλιάς της Θεσσαλίας και εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη στον Θεόδωρο και τον γιο του. Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης προσκάλεσε τον Θεόδωρο στη Νίκαια, τον καλοδέχτηκε και έμεινε μαζί του μέχρι την άνοιξη της επόμενης χρονιάς, που βάδισαν μαζί για τη Θεσσαλονίκη. Ο Θεόδωρος έπεισε τον γιο του Ιωάννη να δεχτεί την κυριαρχία του Αυτοκράτορα της Νίκαιας και να υποβιβαστεί στη θέση του δεσπότη. Ο Ιωάννης πέθανε (1224) και τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Δημήτριος, που ήταν μισητός στον λαό της πόλης, έτσι ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης βρήκε την ευκαιρία να ανατρέψει τον Θεόδωρο (1226). Ο Θεόδωρος κατέφυγε στην Αυλή τού ανιψιού του Μιχαήλ Β΄ στην Ήπειρο και τον έπεισε να ξεκινήσει εκστρατεία εναντίον του Βατάτζη (1251), αλλά ηττήθηκαν: ο Μιχαήλ Β΄ συνελήφθη (1252), μεταφέρθηκε στη Νίκαια και έζησε αιχμάλωτος μέχρι τον θάνατό του (1253).
Ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας χρησιμοποιούσε τα επώνυμα "Δούκας" ή "Κομνηνός Δούκας", οι σύγχρονοι συγγραφείς τον αποκαλούν "Δούκα" ή "Κομνηνό" ή "Μεγάλο Κομνηνό" στα πρότυπα των Αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας.[6][7] Ο Θεόδωρος, όπως τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του, δεν ήθελε να τον συσχετίζουν με την πατρική του οικογένεια των Αγγέλων, στην οποία ανήκαν οι δυο τελευταίοι βασιλείς πριν πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Λατίνους (1204). Οι εχθρικοί συγγραφείς πριν από τη Δυναστεία των Παλαιολόγων, όπως ο Νικηφόρος Γρηγοράς και ο Θεόδωρος Σκουταριώτης τον αποκαλούν με το πραγματικό του επώνυμο "Άγγελο", ενώ ο μεγάλος διπλωμάτης Γεώργιος Ακροπολίτης τον ονομάζει "Κομνηνό" πριν την ήττα του στην Κλοκοτνίτσα (1230) και "Άγγελο" μετά.[6][8][9]
Δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες για τα πρώτα χρόνια της ζωής του· μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους ακολούθησε τον ιδρυτή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη στη Μικρά Ασία. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τις υπηρεσίες του στον Λάσκαρη, εκτός από μια επιστολή που έγραψε ο μητροπολίτης Κέρκυρας Γεώργιος Βαρδάνης, ένας από τους απολογητές του. Ο Βαρδάνης γράφει ότι ο Θεόδωρος "ρίσκαρε σε πολλούς κινδύνους, καταστράφηκαν πολλά κάστρα του και υποτάχθηκε στον Αυτοκράτορα της Νίκαιας", διακρίθηκε για την ανδρεία του και δέχτηκε πολλές τιμές από τον Λάσκαρη.[10] Μεγάλοι ιστορικοί όπως ο Καρλ Χοπφ και ο Άντονι Μπον ταυτίζουν κάποιον Θεόδωρο που εμφανίζεται σαν "Άρχοντας του Άργους και του Ναυπλίου", διάδοχο του Σγουρού, με τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα. Ο Λέων Σγουρός ήταν ο γνωστός Έλληνας άρχοντας, που αντιστάθηκε στην κάθοδο των Φράγκων στην Πελοπόννησο, αλλά τελικά απέτυχε και αυτοκτόνησε (1208). Ο Ρεϊμόν-Ζοζέφ Λενέρτζ αμφισβητεί τις υπηρεσίες αυτές, τονίζοντας ότι ο Θεόδωρος βρισκόταν τότε στην Αυλή της Νίκαιας.[11][12]
Ο Θεόδωρος κλήθηκε στην Ήπειρο από τον ετεροθαλή αδελφό του Μιχαήλ Α΄, ο οποίος ίδρυσε ένα ανεξάρτητο Ελληνικό πριγκιπάτο.[13] Ο Μιχαήλ Α΄ έδειξε ιδιαίτερη αδυναμία στον Θεόδωρο και τον προόριζε διάδοχο, επειδή ο γιος του Μιχαήλ (Β΄) ήταν νόθος, συνεπώς αθέμιτο να τον διαδεχτεί. Ο Λάσκαρης πριν φύγει τον υποχρέωσε να πάρει όρκο συμμαχίας για τον ίδιο και τους απογόνους του.[14] Ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας νυμφεύτηκε τη Μαρία Πετραλίφαινα, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.[15]
Ο Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας ξεκίνησε τη μεγάλη εδαφική επέκταση του δεσποτάτου (1210), κατέλαβε τη Θεσσαλία και απείλησε το Λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης, αλλά απέτυχε να κατακτήσει το Δυρράχιο και την Κέρκυρα από τους Λατίνους (1214).[16][17] Η παραδοσιακή άποψη των ιστορικών είναι, ότι ο Μιχαήλ Α΄ αρνήθηκε την υποτέλειά του στη Λατινική Αυτοκρατορία, αλλά ο ιστορικός Φίλιπ Βαν Τριχτ σημειώνει, ότι ήταν τυπικά υποτελής μέχρι την αιχμαλωσία του Πέτρου Β΄ ντε Κουρτεναί (1217).[18] Ο Μιχαήλ Α΄ δολοφονήθηκε στον ύπνο του από έναν υπηρέτη με το όνομα Ρωμαίος (1215).[19][20] Ο μικρός Μιχαήλ Β΄ ήταν ανήλικος και νόθος, οπότε ο Θεόδωρος τον αγνόησε με ευκολία· η Αγιογραφία της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας σημειώνει, ότι το μικρό αγόρι και η μητέρα του, την εποχή που κυβερνούσε ο Θεόδωρος, ζούσαν εξόριστοι στην Πελοπόννησο.[21]
Ο Θεόδωρος ήταν ικανός, αλλά εξαιρετικά φιλόδοξος και δεν κράτησε τον όρκο του στον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη. Προσπάθησε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη στο όνομα του για να ανασυστήσει τη Ρωμανία· για να το επιτύχει, συμμάχησε με τη Σερβία και Αλβανικές φυλές.[22] Το Άρβανον βρέθηκε στη σφαίρα επιρροής της Ηπείρου· ο ηγεμόνας του Ντιμίτρι Προγκονί πέθανε (1215) και η χήρα του Κομνηνή Νέμανιτς, κόρη του Στέφανου του Πρωτόστεπτου μεγάλου πρίγκιπα της Σερβίας, παντρεύτηκε τον Έλληνα άρχοντα Γρηγόριο Καμωνά (1216).[23] Ο Θεόδωρος διέκοψε τις προσπάθειες, που είχε ξεκινήσει ο Μιχαήλ Α΄ να επεκταθεί βόρεια μέχρι τη Ζέτα και συμμάχησε με τον Στέφανο τον Πρωτόστεπτο, που είχε στόχο να διώξει τους Βούλγαρους.[24] Οι δεσμοί ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Σερβία ισχυροποιήθηκαν με τον γάμο του αδελφού τού Θεόδωρου, τού Μανουήλ Κομνηνού Δούκα, με μία από τις αδελφές τού Στέφανου τού Πρωτόστεπτου (1216).[25] Ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος είχε στόχο να νυμφεύσει τον μεγαλύτερο γιο και διάδοχό του Στέφανο Ράντοσλαβ με τη δεύτερη κόρη του Μιχαήλ Α΄, τη Θεοδώρα. Ο Δημήτριος Χωματιανός αρχιεπίσκοπος της Οχρίδος αρνήθηκε να τελέσει την τελετή λόγω της συγγένειας, καθώς η Θεοδώρα ήταν 2η εξαδέλφη με τη μητέρα του Στέφανου Ράντοσλαβ, την Ευδοκία Αγγελίνα, τρίτη κόρη του Αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄. Ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος πρότεινε για νύφη στον γιο του την αδελφή της Θεοδώρας, τη Μαρία (1217), αλλά ο πατριάρχης την απέρριψε για τον ίδιο λόγο.[25] Ο Στέφανος Ράντοσλαβ τελικά νυμφεύτηκε τον χειμώνα του 1219 τη μεγαλύτερη κόρη του Θεόδωρου, την Άννα Αγγελίνα.[26]
Ο Θεόδωρος επεκτάθηκε μετά την ενίσχυση της θέσης του στη βόρεια Μακεδονία, αν και πολλοί πιστεύουν, ότι ολόκληρη την περιοχή την είχε καταλάβει ο Μιχαήλ Α΄ μετά τον θάνατο του τοπικού Βούλγαρου ηγεμόνα Στρεζ (1214). Δεν είναι σαφές αν επεκτάθηκε ο Θεόδωρος χάρη στις συγκρούσεις του με τον τσάρο της Βουλγαρίας Μπόριλ, αλλά είχε στην κατοχή του από το 1217 την Οχρίδα, το Πρίλεπ, το μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας στην Πελαγονία και την παλαιά πρωτεύουσα του Στρεζ στο Πρόζεκ μέχρι τον ποταμό Στρυμόνα.[27] Ο Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Βάρζος σημειώνει, ότι η κατάληψη της Οχρίδος, έδρα της γνωστής αρχιεπισκοπής, είχε μεγάλη σημασία για το δεσποτάτο της Ηπείρου και τις φιλοδοξίες τού Θεόδωρου. Ο Θεόδωρος υποστήριξε την επιλογή του Χωματιανού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο (1217), και ο Χωματιανός σε αντάλλαγμα υποστήριξε τα δικαιώματα του δεσπότη της Ηπείρου στον αυτοκρατορικό θρόνο σε σχέση με αυτά του Αυτοκράτορα της Νίκαιας.[28]
Μετά τη δημιουργία της Λατινικής Αυτοκρατορίας, ο Ορθόδοξος κλήρος χωρίστηκε ανάμεσα στα κράτη της Ηπείρου και της Νίκαιας. Στη Σύνοδο που συνεκλήθη στη Νίκαια, εξελέγη στην κενή θέση τού Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης ο Μιχαήλ Δ΄ Αυτωρειανός. Η εκλογή ήταν αντικανονική και η νομιμότητα αμφισβητήθηκε, το ίδιο και ο Θεόδωρος Α΄ σαν Αυτοκράτορας, αφού η στέψη του θα γινόταν από τον Μιχαήλ Αυτωρειανό.[29] Ο Μιχαήλ Α΄ συγκάλεσε δυο τοπικές Συνόδους στην Ήπειρο ανεξάρτητα από το Πατριαρχείο: την πρώτη στη Ναύπακτο διηύθυνε ο Ιωάννης Απόκαυκος και τη δεύτερη στην Οχρίδα ο Δημήτριος Χωματιανός. Ο περισσότερο φιλόδοξος Χωματιανός έβαλε στόχο να ολοκληρώσει την αυτονομία της Ηπειρωτικής Εκκλησίας και να διορίζει επισκόπους χωρίς την άδεια του Πατριαρχείου. Η πολιτική αυτή διευκόλυνε τις φιλοδοξίες του Θεόδωρου για αυτονομία από τη Νίκαια και έφερε τους δυο κλάδους της Ελληνικής Εκκλησίας σε ανοιχτή σύγκρουση. Ο Πατριάρχης της Νίκαιας Μανουήλ Α΄ Σαραντηνός διόριζε επισκόπους, αλλά οι Ηπειρώτες αρνήθηκαν να τους δεχτούν.[30]
Ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος εκμεταλλεύτηκε τις εμφύλιες συγκρούσεις στην Ελληνική Εκκλησία, για να κηρύξει το αυτοκέφαλο της Σερβικής Εκκλησίας, που ανήκε παραδοσιακά στην αρχιεπισκοπή της Οχρίδας. Ο Στέφανος, παρά τις αντιρρήσεις του Χωματιανού, ανακήρυξε τον αδελφό του Ράστκο Νεμάνιτς, που μετονομάστηκε σε Σάββα, 1ο Αρχιεπίσκοπο της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας (1219). Η στέψη του έγινε από τον Μανουήλ Σαραντηνό.[31][32] Ο Θεόδωρος φρόντισε να μην επηρεάσουν οι συγκρούσεις των κληρικών τις καλές σχέσεις, που είχε με τον Σέρβο ηγεμόνα.[33][34] Ο Θεόδωρος μετέβη στη Μακεδονία και επιτέθηκε σε έναν ισχυρό ηγεμόνα, τον Αλέξιο Σλαβ κυβερνήτη του Μελένικο. Ο Αλέξιος Σλαβ ήταν ορκισμένος εχθρός του Μπορίλ, αλλά ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος της Φλάνδρας, που ήταν ο μεγαλύτερος σύμμαχός του, τον εγκατέλειψε, όταν ο Αλέξιος Σλαβ συμμάχησε με τη Βουλγαρία. Ο Αλέξιος Σλαβ μπροστά στη διπλή απειλή συμμάχησε με τον Θεόδωρο και νυμφεύτηκε μία ανιψιά της συζύγου του.[35][36]
Η διαδοχή της Μακεδονίας από τους Ηπειρώτες ανησύχησε έντονα τους Λατίνους, που αποφάσισαν να οργανώσουν ανοιχτή επίθεση στη Θεσσαλονίκη. Το βασίλειο της Θεσσαλονίκης είχε εξασθενήσει σημαντικά με τον θάνατο του Βονιφάτιου του Μομφερρατικού (1207) και την τοποθέτηση κατόπιν μίας ανίκανης αντιβασιλείας, στην οποία πρόεδρος ήταν ο ανήλικος γιος του Δημήτριος του Μομφερράτου. Ο Ερρίκος της Φλάνδρας διέκοψε μία εκστρατεία στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας και αποφάσισε πρώτα να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, αφού συμμάχησε με τον Μπορίλ, αλλά πέθανε αιφνίδια από επιδημία ελονοσίας· σύμφωνα με μερικές πηγές δηλητηριάστηκε από τη 2η σύζυγό του Μαρία της Βουλγαρίας, κόρη του πασίγνωστου Καλογιάν της Βουλγαρίας. Ο θάνατος τού πολεμοχαρούς Ερρίκου και στη συνέχεια τού πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ που ήταν η ψυχή της Δ΄ Σταυροφορίας, ήταν δυο σημαντικά πλεονεκτήματα για τον Θεόδωρο, αφού χάθηκαν οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοί του.[37]
Ο Ερρίκος της Φλάνδρας ήταν άτεκνος και οι βαρόνοι της Λατινικής αυτοκρατορίας εξέλεξαν νέον αυτοκράτορα τον Πέτρο Β΄ ντε Κουρτεναί, ο οποίος ήταν ξάδελφος τού κορυφαίου βασιλιά Φιλίππου Β΄ της Γαλλίας. Ο Πέτρος, όταν έμαθε την εκλογή του, συγκέντρωσε στρατό με 160 ιππότες και 5.000 πεζούς και ιππείς και αναχώρησε από τη Γαλλία, στέφτηκε επίσημα αυτοκράτορας από τον πάπα Ονώριο Γ΄ στη Ρώμη και απέπλευσε από το Μπρίντιζι τον Απρίλιο του 1217.[24][38] Ο Πέτρος έφτασε στο Δυρράχιο΄, που υποσχέθηκε να το κατακτήσει και να το παραδώσει στη Δημοκρατία της Βενετίας· η σύζυγός του Γιολάντα της Φλάνδρας πήγε κατ'ευθείαν στην Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει την αυτοκρατορία στο όνομά του. Ο Πέτρος ακολούθησε την Εγνατία Οδό όπως και ο Γουλιέλμος Β΄ της Σικελίας (1185), αλλά αυτή έκρυβε πολλές παγίδες και βρισκόταν στον έλεγχο των Ηπειρωτών.[39][40]
Η πιο διαδεδομένη θέση που υπάρχει στους ιστορικούς είναι, ότι το Δυρράχιο αντιστάθηκε σθεναρά, έτσι ο Πέτρος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να κατευθυνθεί προς τον βασικό του στόχο, τη Θεσσαλονίκη. Ο δρόμος ήταν πολύ δύσκολος, περνούσε από απότομα βουνά και ο τοπικός Αλβανικός πληθυσμός, πιστός στον Θεόδωρο, τον αντιμετώπισε με μεγάλη εχθρότητα.[41] Ο Θεόδωρος προχώρησε σε συνομιλίες με τον παπικό απεσταλμένο Τζοβάννι Κολόννα, δήλωσε (τάχα) υποταγή και υποστήριξη στον πάπα, αναγνώρισε την κυριαρχία της Καθολικής εκκλησίας, την επικυριαρχία του Πέτρου και υποσχέθηκε να τον βοηθήσει στην Ε΄ Σταυροφορία.[42] Ο Θεόδωρος πρόσφερε στον στρατό των Λατίνων τροφές και οδηγούς για να περάσουν τα βουνά. Όταν όμως οι Λατίνοι άφησαν τα όπλα τους, ο Θεόδωρος τους αιφνιδίασε και επέπεσε σε αυτούς: ο Πέτρος του Κουρτεναί, ο Γουλιέλμος Α΄ του Σανσέρ και πολλοί επιφανείς Λατίνοι ευγενείς αιχμαλωτίστηκαν, ο στρατός του Πέτρου διασκορπίστηκε και οι Λατίνοι πανικόβλητοι προσπαθούσαν να σωθούν.[43] Η όλη ιστορία σχετικά με την υποταγή του Θεοδώρου στη Λατινική εκκλησία ήταν τελικά παγίδα, που εφευρέθηκε από τον ίδιο, με στόχο να συλλάβει χωρίς δυσκολίες τον νέο Λατίνο αυτοκράτορα. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ο χρονικογράφος Εφραίμ και πολλές άλλες δυτικές πηγές τονίζουν, ότι ο Πέτρος είχε καταλάβει το Δυρράχιο, την ίδια άποψη έχουν και σύγχρονοι συγγραφείς, όπως ο Έλληνας Ρωμανός και ο Γάλλος Αλαίν Ντουσελιέ. Ο ιστορικός Τζον Φάιν συνοψίζει, ότι τελικά δεν έχει σημασία ποια εκδοχή είναι η αληθινή, καθώς το τελικό αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: ακόμα και αν το Δυρράχιο είχε πέσει, μετά την αιχμαλωσία του Πέτρου, ο Θεόδωρος το ανέκτησε.[27][44]
Η επιθετική δράση του Θεοδώρου είχε σαν αιτία, σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλιπ φαν Τριχτ, το ότι θεωρούσε τον Πέτρο σαν απειλή για τον εαυτό του και το δεσποτάτο του. Οι προσπάθειες για επιστροφή του Δυρραχίου στη Βενετία, αν και είχαν αποτύχει προσωρινά, θα επαναληφθούν στο μέλλον. Ο Πέτρος είχε αναγνωρίσει τον Γουλιέλμο ΣΤ΄ του Μομφερράτου, μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό του Δημητρίου του Μομφερράτου, ως βασιλιά της Θεσσαλονίκης και ο Θεόδωρος αντιλήφθηκε ότι η κυριαρχία των Λατίνων στη Θεσσαλονίκη ήταν μεγάλη απειλή για τον ίδιο. Ο νόθος ανιψιός του Μιχαήλ Β΄, διεκδικητής του δεσποτάτου της Ηπείρου, βρισκόταν την ίδια εποχή στην εχθρική Αυλή του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο Θεόδωρος και η Αυλή του είδαν επιπλέον την αποστολή του παπικού απεσταλμένου Πελάγιου σαν μία μεγάλη απειλή για την αυτονομία του δεσποτάτου του, αφού ο στόχος τού πάπα ήταν να περάσει στον έλεγχό του· οι ενέργειες τού πάπα έφεραν ακόμη μεγαλύτερες συγκρούσεις ανάμεσα στους Έλληνες και τους Λατίνους.[45]
Η απροσδόκητη κίνηση του Θεόδωρου ανέβασε σε μεγάλο βαθμό το ηθικό του Ελληνισμού, ακόμη και ο εχθρικός Ακροπολίτης αναγκάστηκε να αναγνωρίσει, ότι η κίνηση του Θεόδωρου ήταν "μεγάλη ελπίδα για τους Ρωμαίους [Ρωμιούς]". Ο πάπας Ονώριος έστειλε επιστολές σε όλους τους Λατίνους ηγεμόνες στην Ελλάδα, στον δόγη Πιέτρο Τζιάνι και στον γαμπρό του Πέτρου ντε Κουρτεναί να πιέσουν με όλους τους τρόπους για την απελευθέρωση του Πέτρου και του καρδινάλιου Πελάγιου· τους κάλεσε σε Σταυροφορία εναντίον του Θεόδωρου και απείλησε και τον ίδιο με επιστολή. Οι δυνάμεις για τη Σταυροφορία συγκεντρώθηκαν στα τέλη του 1217 στην Ανκόνα· μαζί τους βρέθηκαν και οι Βενετοί που είχαν πολλές ελπίδες να αποκτήσουν το Δυρράχιο. Ο Θεόδωρος αποφάσισε από φόβο να ελευθερώσει τον καρδινάλιο Κολόννα και να δώσει όρκους πίστης και υποταγής στον πάπα. Ο πάπας στη συνέχεια απαγόρευσε στον δόγη να αναλάβει οποιαδήποτε δράση εναντίον της Ηπείρου, με ελπίδες ότι σταδιακά θα ελευθερωθούν και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι. Ο Θεόδωρος, παρά το γεγονός ότι απελευθέρωσε τους κατώτερους βαρόνους, τον Πέτρο τον κράτησε φυλακισμένο μέχρι το θάνατο εκείνου, πιθανότατα πριν από τον Σεπτέμβριο του 1219.[46][47]
Η σύλληψη του Πέτρου Κουρτεναί άφησε όλα τα Λατινοκρατούμενα κράτη στη βόρεια Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη σε χέρια γυναικών αντιβασιλέων: η Γιολάντα, πριν φτάσει στην Κωνσταντινούπολη όπου γέννησε τον μικρότερο, οψιγενή γιο της Βαλδουίνο Β΄, πέρασε από την Πελοπόννησο. Η Γιολάντα προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη τού πριγκιπάτου της Αχαΐας, που ήταν το ισχυρότερο Λατινικό κράτος, με τον γάμο της κόρης της Άννας με τον Γοδεφρείδο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Στις προσπάθειες της να εξασφαλίσει και τα ανατολικά σύνορα της Λατινικής αυτοκρατορίας, συμμάχησε και με τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, που είχε μείνει χήρος για δεύτερη φορά και του έδωσε ως τρίτη σύζυγο την κόρη της Μαρία του Κουρτεναί.[48]
Ο Θεόδωρος αποφάσισε να προχωρήσει στην τελική του επίθεση στη Θεσσαλονίκη: ο αδελφός του Κωνσταντίνος Κομνηνός Δούκας διορίστηκε διοικητής στην Αιτωλία και Ακαρνανία, για να εξασφαλίσει τα νότια σύνορα του δεσποτάτου. Ο Κωνσταντίνος αποδείχτηκε εξαιρετικός κυβερνήτης, απομακρύνοντας οριστικά την απειλή από το Δουκάτο των Αθηνών και κατέλαβε την Υπάτη (Νέαι Πάτραι) και τη Λαμία.[49] Ο Θεόδωρος έστρεψε την προσοχή του στη Λαμία με στόχο να διώξει τις τελευταίες Λατινικές φρουρές, και κατέλαβε το Κάστρο του Πλαταμώνα (1218), μία σημαντική στρατιωτική θέση από την οποία μπορούσε να ελέγξει ολόκληρο τον Θερμαϊκό κόλπο. Τα επόμενα χρόνια κυρίευσε σταδιακά όλα τα κάστρα γύρω από τη Θεσσαλονίκη, και όταν κατέλαβε τις Σέρρες (1221), έκοψε κάθε επαφή ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Η Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τον ιστορικό Τζον Φάιν, παρέμεινε "λίγο-πολύ ένα νησί καταμεσίς στη θάλασσα των κατακτήσεων του Θεόδωρου".[34][50]
Η πτώση της Θεσσαλονίκης φαινόταν βέβαιη· ο πάπας Ονώριος αφόρισε τον Θεόδωρο, διέταξε εμπάργκο σε όλα τα λιμάνια της Αδριατικής και έστειλε πολλές επιστολές στην Κωνσταντινούπολη, που ζητούσε να υποστηρίξουν τον Δημήτριο του Μομφερράτου. Ο Δημήτριος του Μομφερράτου μετέβη στην Ιταλία τον Μάρτιο του 1222 για να ζητήσει βοήθεια, όπου τον υποδέχτηκαν ο πάπας και ο Φρειδερίκος Β΄ της Γερμανίας, που κήρυξαν Σταυροφορία εναντίον του Θεόδωρου.[51] Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ροβέρτος του Κουρτεναί βρέθηκε άλλη μία φορά σε πόλεμο με τη Νίκαια και υποστήριξε τους αδελφούς τού Θεοδώρου Α΄, στη σύγκρουση που είχαν με τον νέον Αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη.[33] Τα πρώτα Σταυροφορικά στρατεύματα έφτασαν το καλοκαίρι του 1222 στη Θεσσαλονίκη και ενώθηκαν με τον Λατίνο αντιβασιλιά Γκουίντο Παλαβιτσίνι. Ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας βιάστηκε στα τέλη του 1222 να καταλάβει την Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε την πολιορκία στις αρχές του 1223.[52] Ο πάπας αφόρισε για άλλη μία φορά τον Θεόδωρο και ενίσχυσε τις προσπάθειες για Σταυροφορία· η Δημοκρατία της Βενετίας και ο βασιλιάς της Γερμανίας τού υποσχέθηκαν βοήθεια. Ο Ροβέρτος του Κουρτεναί ζήτησε βοήθεια από όλους τους Λατίνους κυβερνήτες στη νότια Ελλάδα. Οι Σταυροφόροι συγκεντρώθηκαν τον Μάρτιο του 1224 στο Μπρίντιζι και ο Ονώριος τους έδωσε την άδεια να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις με τον Θεόδωρο, αν το ζητήσει ο ίδιος.[53]
Τον Απρίλιο του 1224 ο Ροβέρτος του Κουρτεναί έστειλε έναν στρατό να πολιορκήσει τις Σέρρες, αλλά στη μάχη του Ποιμανηνού ακολούθησε μεγάλη συντριβή των Λατίνων από τις δυνάμεις τού Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη Ρωμαίου Αυτοκράτορα στη Νίκαιας. Ο Ροβέρτος του Κουρτεναί αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη· οι Ηπειρώτες εκμεταλλεύτηκαν το χάος και συνέτριψαν τους Λατίνους, όπου θανάτωσαν ή αιχμαλώτισαν το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού εκείνων.[54] Η συντριβή αυτή κατέστρεψε τα σχέδια του πάπα για Σταυροφορία, αφού τα στήριζε σε μεγάλο βαθμό στη συμμετοχή του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης· όταν ο νέος αρχηγός των Σταυροφόρων Γουλιέλμος ΣΤ΄ του Μομφερράτου αρρώστησε, ο πάπας την ανέβαλε για την επόμενη άνοιξη.[54] Οι πολιορκημένοι Λατίνοι στη Θεσσαλονίκη είχαν κουραστεί και όταν έμαθαν για τη συντριβή τού στρατού τους παραδόθηκαν τον Δεκέμβριο του 1224 στον Θεόδωρο.[55][56] Οι Σταυροφόροι πουήρθαν να τους υπερασπιστούν, δραπέτευσαν στον Αλμυρό Θεσσαλίας, αλλά αποδεκατίστηκαν από δυσεντερία, επειδή οι Έλληνες είχαν δηλητηριάσει την παροχή νερού· ο Γουλιέλμος του Μομφερράτου υπέκυψε και όσοι διασώθηκαν επέστρεψαν στη δυτική Ευρώπη. Ο Δημήτριος του Μομφερράτου ήταν φυλακισμένος και στήριξε όλες τις ελπίδες του στη βοήθεια από τον Φρειδερίκο Β΄ της Γερμανίας, αλλά πέθανε πρόωρα (1230).[57][58]
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης, παραδοσιακά δεύτερης πόλης της Ρωμανίας, ήταν βαρύτατο πλήγμα για τους Λατίνους και ανέβασε στα ύψη τη δημοφιλία του Θεόδωρου: οι περισσότεροι τον έβλεπαν ανώτερο του Βατάτζη και πραγματικό διεκδικητή του αυτοκρατορικού θρόνου.[59][60] Ο πιο φανατικός οπαδός του, ο Ιωάννης Απόκαυκος επίσκοπος της Ναυπάκτου, σε ένα γράμμα του στον Πατριάρχη τόνιζε, ότι οι Ηπειρώτες έβλεπαν τον Θεόδωρο ως "απεσταλμένο του Θεού, βασιλιά και αυτοκράτορα". Σε νέα του επιστολή έγραψε στη σύζυγο του Θεόδωρου τη μεγάλη του επιθυμία να γίνει η στέψη εκείνου σαν αυτοκράτορα στη Θεσσαλονίκη.[61] Το Βυζαντινό έθος ωστόσο ήταν η στέψη του νέου αυτοκράτορα να γίνεται στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν στα χέρια των Λατίνων· επίσης ο Πατριάρχης Γερμανός Β΄ διέμενε στη Νίκαια. Ο Θεόδωρος έστρεψε την προσοχή του στον νέο Ορθόδοξο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη, που αντικατέστησε τον προκάτοχό του Καθολικό μετά την έξωση των Λατίνων, και του ζήτησε να τον στέψει αυτοκράτορα. Ο Μεσοποταμίτης το αρνήθηκε και δήλωσε ότι μοναδικός που είχε τη νομιμότητα να κάνει την πράξη ήταν ο πατριάρχης της Νίκαιας· ο ίδιος προτίμησε να πάει εξορία.[60][62] Τον Μάρτιο του 1225 ο Θεόδωρος συγκάλεσε Σύνοδο των Ηπειρωτών επισκόπων στην Άρτα για τον ίδιο λόγο· η Σύνοδος εξύμνησε τα κατορθώματα του Θεόδωρου, την εκδίωξη των Λατίνων και των Βουλγάρων, την απελευθέρωση των Ελλήνων, την αντικατάσταση των Καθολικών ιερέων με Ορθόδοξους και τον ανακήρυξε αυτοκράτορα. Ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος της Οχρίδος Δημήτριος Χωματιανός δέχτηκε να προχωρήσει στη στέψη εκείνου.[60][63] Ο Θεόδωρος είναι βέβαιο, ότι στέφθηκε επίσημα αυτοκράτορας στη Θεσσαλονίκη, αλλά η ακριβής ημερομηνία είναι άγνωστη· οι γνώμες των ιστορικών διαφέρουν.[64] Ο Γάλλος ιστορικός Λουσιέν Στίρνον τοποθετεί την περίοδο στέψης ανάμεσα στον Ιούνιο του 1227 και τον Απρίλιο του 1228.[65] Ο Έλληνας ιστορικός Απόστολος Καρπόζηλος το απορρίπτει, γράφοντας ότι δεν είχε κανέναν λόγο ο Θεόδωρος να καθυστερήσει τη στέψη του, έγινε αμέσως μετά τη Σύνοδο της Άρτας (1225).[66] Η Ελένη Σεφερλή, με βάση μία επιστολή του Απόκαυκου, τοποθετεί την ημερομηνία ανάμεσα στον Απρίλιο και τον Αύγουστο του 1227.[67] Η Αλκμήνη Σταυρίδου-Ζαφράκα αντίστοιχα καταγράφει ως ημερομηνία στέψης την 29η Μαΐου 1227.[68]
Ο Θεόδωρος, μετά τη στέψη του, δημιούργησε τη δική του Αυλή σύμφωνα με τα αυτοκρατορικά πρότυπα, μοιράζοντας τίτλους και αξιώματα στους οπαδούς και τους συγγενείς του. Δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα σχετικά με τη διακυβέρνησή του· όλες οι πληροφορίες προέρχονται από τα γραπτά του Χωματιανού. Οι αδελφοί τού Θεόδωρου, οι Μανουήλ και Κωνσταντίνος, ανέβηκαν στην τάξη του δεσπότη, ο Ιωάννης Πλύτος έγινε πρωθυπουργός και πλήθος Βυζαντινών αριστοκρατικών οικογενειών που είχαν καταφύγει στην Ήπειρο, έγιναν επαρχιακοί κυβερνήτες. Ο τίτλος του "δούκα" αναφερόταν πια περισσότερο σε πολιτικές εξουσίες παρά σε στρατιωτικές, οι παλιοί μεγάλοι τίτλοι του "σεβαστού" και του "μεγαλοδοξάτου" υποτιμήθηκαν. Οι αντίπαλοι του στη Νίκαια, ιδιαίτερα ο Ακροπολίτης, είδαν με χλευασμό τις πράξεις του, ιδιαίτερα την παραμέληση των Βυζαντινών εθίμων και του έδωσαν το παρατσούκλι "ο Βούλγαρος".[69] Ο Θεόδωρος δημιούργησε μία φρουρά από Τσάκωνες για την προστασία του.[70]
Ο Ιωάννης Βατάτζης αντέδρασε στην ανακήρυξη του Θεοδώρου ως αυτοκράτορα και τού πρότεινε να γίνει αντιβασιλιάς στα εδάφη του· ο Θεόδωρος το αρνήθηκε και έδωσε στον εαυτό του τον πλήρη τίτλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα: "βασιλεύς και αυτοκράτορας των Ρωμαίων".[71] Η στέψη έφερε μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες της Νίκαιας και της Ηπείρου και επεκτάθηκε στον εκκλησιαστικό τομέα. Οι Νικαιώτες προσπάθησαν με κάθε μέσο να βλάψουν τον Χωματιανό: ο Πατριάρχης Γερμανός Β΄ αγανακτισμένος δήλωσε ότι ο Χωματιανός δεν είχε το προνόμιο να στέψει έναν νέο Αυτοκράτορα. Από την άλλη ο Χωματιανός δήλωσε διάδοχος της επισκοπής της Ιουστινιανής Πρώτης, που ήταν ανεξάρτητη και είχε δικαίωμα να το κάνει.[60][72]
Η Σύνοδος των Ηπειρωτών επισκόπων στην Άρτα πρότεινε έναν συμβιβασμό, να αναγνωρίσει την ανωτερότητα του πατριαρχείου της Νίκαιας, αλλά να έχει ο ίδιος ο Θεόδωρος το δικαίωμα να διορίζει τους Ηπειρώτες επισκόπους. Έδωσε περιθώριο τρεις μήνες στον Πατριάρχη της Νίκαιας να απαντήσει, με την απειλή ότι αν είναι αρνητικός, ο Θεόδωρος θα δηλώσει την υποταγή του στην Αγία Έδρα. Ο Γερμανός Β΄ συγκάλεσε Σύνοδο επισκόπων, που καταδίκασε τον Θεόδωρο, δηλώνοντας ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να κρατάει τον αυτοκρατορικό τίτλο. Η σύγκρουση κλιμακώθηκε, όταν ο Γερμανός Β΄ διόρισε τον δικό του υποψήφιο στην κενή επισκοπή του Δυρραχίου: ο Θεόδωρος τον έδιωξε και τοποθέτησε στη θέση του έναν φίλο του Χωματιανού, τον Κωνσταντίνο Καβάσιλα. Ο Γερμανός Β΄ επιτέθηκε προσωπικά στον Θεόδωρο και σε απάντηση ο Γεώργιος Βαρδάνης, σε γράμμα του στον Γερμανό, ξεκαθάρισε την πλήρη αυτονομία της εκκλησίας της Ηπείρου. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένα πλήρες σχίσμα ανάμεσα στην Εκκλησία της Νίκαιας και την εκκλησία της Ηπείρου, που θα διατηρηθεί μέχρι το 1323.[73][74]
Με τη στέψη τού Θεόδωρου έγιναν τέσσερις οι μνηστήρες για τον αυτοκρατορικό τίτλο: ο Θεόδωρος, ο Ροβέρτος του Κουρτεναί, ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης της Νίκαιας και ο Ιβάν Ασέν Β΄ της Βουλγαρίας. Η Λατινική Αυτοκρατορία ήταν μόνο μία σκιά του παλαιού καλού της εαυτού, καθώς έχασε όλες τις κτήσεις της στην Ασία, ενώ στην Ευρωπαϊκή ήπειρο είχε περιοριστεί μόνο γύρω από την Κωνσταντινούπολη.[75][76] Ο Θεόδωρος στις αρχές του 1425 κυρίευσε τη Χαλκιδική με το Άγιο Όρος και την άνοιξη του 1425 προχώρησε στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, όπου κυρίευσε τη Χριστόπολη, την Ξάνθη, τη Γκρατιανόπολη, τη Μαξιμιανούπολη και το Διδυμότειχο.[77] Οι Νικαιώτες, στην προσπάθεια τους να εμποδίσουν τους Ηπειρώτες να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη, διέταξαν τους κατοίκους της Αδριανούπολης να πάρουν την πόλη από τους Λατίνους. Ο Θεόδωρος διέσχισε τον ποταμό Μαρίτσα (Έβρο) και πολιόρκησε την πόλη μέχρι την παράδοσή της. Ο στρατός της Νίκαιας, με επικεφαλής τους πρωτοστράτορες Ιωάννη Ίση και Ιωάννη Καμμύτζη, δραπέτευσε στην Ασία με πλοία, που παρείχε ο Θεόδωρος.[75][78]
Η κατάληψη της Αδριανούπολης άνοιξε τον δρόμο στον Θεόδωρο να προχωρήσει στην Κωνσταντινούπολη· για να εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορά του έκλεισε ειρήνη με τον Ιβάν Ασέν Β΄ και νύμφευσε τον αδελφό του Μανουήλ με τη νόθη κόρη του Ιβάν Ασέν Β΄, Μαρία.[79][80] Οι Λατίνοι ταυτόχρονα συμμάχησαν με τη Νίκαια, και η κόρη του Θεοδώρου Α΄, Ευδοκία Λασκαρίνα παντρεύτηκε τον Λατίνο βαρόνο Ανσώ ντε Καγιέ.[80][81] Το καλοκαίρι του 1225 ο Θεόδωρος έφτασε με τον στρατό του έξω από τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης· ο Ανσω ντε Καγιέ τραυματίστηκε βαριά. Όμως ο Θεόδωρος ήταν απροετοίμαστος και δεν μπόρεσε να καταλάβει τα Τείχη της Κωνσταντινούπολης. Τα νέα για την επίθεση τού Γουλιέλμου τού Μομφερράτου στη Θεσσαλία τον ανάγκασαν να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Ήπειρο.[82]
Ο Θεόδωρος, για άγνωστους λόγους, δεν επιτέθηκε στην Κωνσταντινούπολη την επόμενη χρονιά (1226).[81] Οργάνωσε τις κρατικές υποθέσεις του δεσποτάτου και συμμάχησε με τον Φρειδερίκο Β΄ της Γερμανίας, που έφτασε στην Κέρκυρα και την Κεφαλονιά στην πορεία του για την ΣΤ΄ Σταυροφορία (1228). Ο Θεόδωρος έστειλε Ελληνικά στρατεύματα να υπηρετήσουν τον Φρειδερίκο Β΄ στην Ιταλία (1229). Την ίδια εποχή ήλθε σε σύγκρουση με τη Βενετία, όταν ο κυβερνήτης του στην Κέρκυρα κατάσχεσε το φορτίο από το ναυάγιο ενός Βενετικού πλοίου. Ο Θεόδωρος με διάταγμα απαγόρευσε στους Βενετούς εμπόρους δραστηριότητες στο δεσποτάτο.[83] Τη ίδια χρονιά πέθανε ο Ροβέρτος του Κουρτεναί και τον διαδέχθηκε ο μικρότερος, 11χρονος αδελφός του Βαλδουίνος Β΄ της Κωνσταντινούπολης· έτσι η Λατινική Αυτοκρατορία εξασθένησε ακόμα περισσότερο. Ο Ιβάν Ασέν Β΄, με δική του πρόταση, ζήτησε να παντρέψει την κόρη του Έλενα με τον μικρό Βαλδουίνο Β΄, να γίνει ο ίδιος αντιβασιλιάς και να αναλάβει να αποκρούσει τις επιθέσεις του Θεόδωρου. Οι Λατίνοι βαρόνοι είδαν με μεγάλη καχυποψία τον Ιβάν Ασέν Β΄, που επιθυμούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη για τον εαυτό του, έτσι επέλεξαν για αντιβασιλιά τον 80χρονο, αλλά πολύ δυναμικό, Ιωάννη του Μπριέν και έδωσαν σύζυγο στον Βαλδουίνο Β΄ την κόρη εκείνου Μαρία των Μπριέν.[84][85] Η πρόταση αυτή του Βούλγαρου βασιλιά έφερε ρήγμα στις σχέσεις του Θεόδωρου με τον παραδοσιακό του σύμμαχο Ιβάν Ασέν Β΄, έτσι τον Σεπτέμβριο του 1228 ο Θεόδωρος έκλεισε ειρήνη ενός έτους με τον Ναρζό ντε Τουσί, αντιβασιλιά της Λατινικής αυτοκρατορίας· τα σύνορα ανάμεσα στις δυο αυτοκρατορίες ήταν μία γραμμή από τον Αίνο μέχρι τη Βρύση.[86][87]
Στα τέλη του 1229 ο Θεόδωρος συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη Θεσσαλονίκη, ανάμεσα στις οποίες βρισκόταν ένα σώμα στρατού που έστειλε ο Φρειδερίκος Β΄, και ετοιμάστηκε για την τελική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. Την άνοιξη του 1230, ενώ τα στρατεύματα του βάδιζαν ανατολικά, άλλαξαν ξαφνικά πορεία και πήγαν βόρεια, για να συγκρουστούν με τον Βούλγαρο βασιλιά Ιβάν Ασέν Β΄. Οι λόγοι της αιφνίδιας αλλαγής παραμένουν άγνωστοι· μία πιθανή εξήγηση είναι, ότι ήθελε να δοκιμάσει τις δυνατότητες τού στρατού του απέναντι στον Βούλγαρο βασιλιά, από τον οποίο είχε ηττηθεί στην τελευταία επίθεση που έκανε στην Κωνσταντινούπολη.[88][89] Η αντίδραση του Ιβάν Ασέν Β΄ ήταν ταχύτατη και στη Μάχη της Κλοκοτνίτσας που ακολούθησε τον Απρίλιο του 1230 ο Βούλγαρος ηγεμόνας συνέτριψε τον στρατό του Θεόδωρου, ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος.[89][90]
Μετά τη συντριβή του Θεόδωρου στην Κλοκοτνίτσα η Βουλγαρία αναδείχτηκε η ισχυρότερη δύναμη στα Βαλκάνια· η αυτοκρατορία του της Ηπείρου-Θεσσαλονίκης χωρίς τον ηγέτη της κατέρρευσε σε λίγους μήνες, η Θράκη και το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας έγιναν Βουλγαρικά. Ο Ιβάν Ασέν Β΄ σε επιγραφή του στον Ναό Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στην πρωτεύουσα του Βελίκο Τίρνοβο γράφει "κατέλαβε όλα τα εδάφη από την Αδριανούπολη μέχρι το Δυρράχιο, Ελληνικά, Σερβικά και Αλβανικά", αλλά το ίδιο το Δυρράχιο φαίνεται ότι έμεινε σε Ελληνικά χέρια. Το Λατινικό δουκάτο της Φιλιππούπολης προσαρτήθηκε και το πριγκιπάτο του Αλέξιου Σλαβ στα όρη στη Ροδόπη διαλύθηκε, και ο Αλέξιος Σλαβ πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στην Αυλή του Ασέν.[89][91]
Ο αδελφός του Θεοδώρου, Μανουήλ, που διέφυγε από τη συντριβή στην Κλοκοτνίτσα, ανέλαβε τον θρόνο στη Θεσσαλονίκη· η κυριαρχία του περιορίστηκε στα περίχωρα της πόλης, στα οικογενειακά κτήματα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, στο Δυρράχιο και την Κέρκυρα. Ο αδελφός του Κωνσταντίνος, που ήταν διοικητής στην Αιτωλοακαρνανία αναγνώρισε την κυριαρχία του, και μπορούσε να κρατήσει μία αυτονομία σαν γαμπρός του Βούλγαρου τσάρου, αλλά ήταν υποτελής του.[92][93] Την ίδια περίοδο ο νόθος γιος τού Μιχαήλ Α΄, Μιχαήλ Β΄ επέστρεψε από την εξορία στην Πελοπόννησο και ανέλαβε το δεσποτάτο τού πατέρα του με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού. Ο Μανουήλ αναγκάστηκε να αναγνωρίσει το τετελεσμένο γεγονός, και το έκανε με την επίφαση ότι ο Μιχαήλ Β΄ αναγνώριζε την επικυριαρχία εκείνου· ο Μανουήλ τού έδωσε για πρώτη φορά τον τίτλο τού "δεσπότη". Ο Μιχαήλ Β΄ ήταν στην πραγματικότητα πλήρως ανεξάρτητος και δεν αναγνώριζε την επικυριαρχία του Μανουήλ· κυρίευσε και την Κέρκυρα (1236).[94] Ο Ιβάν Ασέν Β΄ θέλησε να υποτάξει την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης στη Βουλγαρική Εκκλησία του Τάρνοβο· αυτό ανάγκασε τον Μανουήλ να στραφεί στους αντίπαλους τού αδελφού του στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, τερμάτισε το σχίσμα και αναγνώρισε τη νομιμότητα του πατριάρχη της Νίκαιας.[95][96]
Ο Θεόδωρος παρέμεινε στο Τάρνοβο αιχμάλωτος του Ιβάν Ασέν Β΄ για επτά χρόνια.[97] Ο Βούλγαρος τσάρος του φέρθηκε στην αρχή με μεγάλες τιμές, αλλά αργότερα, όταν κατηγορήθηκε ο Θεόδωρος ότι συνωμότησε εναντίον του, τον τύφλωσε· ήταν μια συνηθισμένη Βυζαντινή ποινή για τις περιπτώσεις προδοσίας.[98][99] Μία επιστολή γραμμένη στα Εβραϊκά δείχνει, ότι ο Ιβάν Ασέν Β΄ διέταξε δυο Εβραίους να εκτελέσουν την ποινή, για να τον τιμωρήσει, επειδή έκανε κατάσχεση της περιουσίας των Εβραίων, με σκοπό να εξοικονομήσει τα χρήματα για την εκστρατεία. Ο Θεόδωρος τους παρακάλεσε να μην το κάνουν και εκείνοι αρνήθηκαν να εκτελέσουν την ποινή· ο τσάρος εξοργισμένος, τους έριξε από έναν βράχο.[100] Ο Θεόδωρος ελευθερώθηκε τελικά (1237), όταν ο Ιβάν Ασέν Β΄, που έμεινε χήρος, πήρε ως σύζυγο την κόρη του Θεόδωρου, Ειρήνη. Ο Θεόδωρος επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη.[97][101]
Χωρίς καμιά συνοδεία μεταμφιέστηκε σε ζητιάνο, για να μπορέσει να μπει στην πόλη· εκεί βρήκε πολλούς παλαιούς φίλους, που με τη βοήθειά τους ανέτρεψε τον Μανουήλ και ανέκτησε τον θρόνο. Δεν μπορούσε να στεφτεί ο ίδιος αυτοκράτορας, επειδή ήταν τυφλός, έτσι τοποθέτησε τον γιο του Ιωάννη Κομνηνό Δούκα, αλλά ο ίδιος παρέμεινε η πραγματική δύναμη πίσω από τον θρόνο.[101][102] Ο Ιωάννης δεν επιθυμούσε να κυβερνήσει σαν αυτοκράτορας: ήταν αφοσιωμένος στη θρησκεία και ήθελε να μπει σε μοναστήρι, αλλά ο πατέρας του προσπάθησε να τον πείσει, ότι η αυτοκρατορία ήταν δώρο τού Θεού και ο ίδιος ήταν ο νόμιμος αυτοκράτορας χάρη στην καταγωγή του.[103] Ο Μανουήλ, μετά την εκθρόνισή του, εξορίστηκε στην Αττάλεια, ενώ η σύζυγός του Μαρία επέστρεψε στον πατέρα της. Ο Ακροπολίτης αναφέρει, ότι ο Ιβάν Ασέν Β΄ ήταν ευνοϊκός απέναντι στον Θεόδωρο, λόγω της παθιασμένης αγάπης που είχε στη σύζυγό του Ειρήνη.[102]
Ο Μανουήλ αποφάσισε από την εξορία να εκδικηθεί την ανατροπή του: από την Αττάλεια πέρασε μέσω των Τουρκικών εδαφών στη Νίκαια, όπου με έξι πλοία απέπλευσε στις αρχές του 1239 για την Ελλάδα και έφτασε στη Δημητριάδα Μαγνησίας.[101][104] Δέχτηκε θερμή υποδοχή από τον τοπικό κυβερνήτη, τον γαμπρό τού Μιχαήλ Α΄, Κωνσταντίνο Μαλιασηνό, ο οποίος τον βοήθησε με στρατό να καταλάβει τα Φάρσαλα, τη Λάρισα και τον Πλαταμώνα. Μπροστά στον κίνδυνο για εκτεταμένο εμφύλιο πόλεμο, τα δυο αδέλφια αποφάσισαν να συμφιλιωθούν και να μοιράσουν τα εδάφη τους: ο Μανουήλ έλαβε τη Θεσσαλία, ο Θεόδωρος και οι γιοι του τη Θεσσαλονίκη και ολόκληρη τη Μακεδονία μέχρι την Έδεσσα και το Όστροβο, ο άλλος αδελφός τους Κωνσταντίνος παρέμεινε διοικητής στην Αιτωλοακαρνανία.[101][105] Ο Μιχαήλ και ο Θεόδωρος ισχυροποίησαν τη θέση τους, αφού έκλεισαν συνθήκες με τον πανίσχυρο πρίγκιπα της Αχαΐας Γοδεφρείδο Β΄ Βιλλεαρδουίνο.[105]
Ο Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου δεν συμμετείχε στις συμφωνίες ανάμεσα στους θείους του και κυβερνούσε αυτόνομα την Ήπειρο· όταν ο Μανουήλ πέθανε (1241, ο Μιχαήλ Β΄ κατέλαβε αμέσως τη Θεσσαλία.[106][107] Τον Ιούνιο του ίδιου έτους πέθανε ο Ιβάν Ασέν Β΄ και τον διαδέχθηκε ο επταετής γιος του Καλιμάν Α΄ Ασέν (1241 - 1246). Η εξέλιξη αυτή άφησε τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη της Νίκαιας αναμφισβήτητο κυβερνήτη της περιοχής και μοναδικό υποψήφιο για Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.[107][108] Ο Ιωάννης Γ΄, πριν αναλάβει οποιαδήποτε εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη, ήθελε να εξασφαλίσει τον κίνδυνο του Θεόδωρου: τον κάλεσε στη Νίκαια, τον δέχτηκε με τιμές σαν "θείο" και δείπνησε μαζί του. Η πρόσκληση ήταν κόλπο, προκειμένου να τον αιχμαλωτίσει, αφού κατόπιν δεν τον άφησε να φύγει από τη Νίκαια και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για εκστρατεία στη Θεσσαλονίκη.[103][109] Ο Βατάτζης βάδισε στη Θεσσαλονίκη μεταφέροντας μαζί τον Θεόδωρο σαν "τιμητικό αιχμάλωτο", έφτασε άνετα στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην πολιορκία συνάντησε αντίσταση από τους κατοίκους· μία Μογγολική εισβολή τον ανάγκασε να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στη Νίκαια. Ο Βατάτζης άφησε τον Θεόδωρο στη Θεσσαλονίκη, για να διαπραγματευθεί τους όρους παράδοσης της πόλης. Ο Ιωάννης Κομνηνός Δούκας ήθελε να την παραδώσει εξ΄ολοκλήρου στη Νίκαια, αλλά ο πατέρας του τον έπεισε να ζητήσει κάτι καλύτερο, ώστε να παραμείνει βασιλιάς. Έτσι ο Ιωάννης ύστερα από 40 μέρες διαπραγματεύσεων δέχθηκε να αποκηρύξει την αυτοκρατορική του διεκδίκηση, να δεχτεί την επικυριαρχία της Νίκαιας, να παραμείνει ηγεμόνας και να λάβει τον τίτλο του δεσπότη. Ο Θεόδωρος μπορούσε να παραμείνει στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον γιο του.[109][110]
Ο Ιωάννης κυβέρνησε σαν δεσπότης της Θεσσαλονίκης για άλλα δύο χρόνια, μέχρι τον θάνατό του (1244)· ο Θεόδωρος αποσύρθηκε στην Έδεσσα, αλλά εξακολουθούσε να διατηρεί τη διακυβέρνηση του κράτους. Ο μικρότερος γιος του Θεόδωρου, Δημήτριος, διαδέχτηκε τον Ιωάννη και ο Θεόδωρος έστειλε αντιπροσωπεία στον Βατάτζη στη Νίκαια να επικυρώσει τη διαδοχή, σύμφωνα με τους όρους τού 1242.[111] Ο Δημήτριος, σε αντίθεση με τον ασκητικό και ευσεβή αδελφό του Ιωάννη, ήταν άσωτος και σπάταλος με τάση στις πολυτελείς διασκεδάσεις. Ο πατέρας του εξακολουθούσε να έχει την πραγματική εξουσία, αλλά ο Δημήτριος έγινε σύντομα μισητός στους κατοίκους, που κάλεσαν τον Αυτοκράτορα της Νίκαιας.[112][113]
Το φθινόπωρο του 1246 ο Καλιμάν Α΄ Ασέν πέθανε σε ηλικία 12 ετών και τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Μιχαήλ Β΄ Ασέν που ήταν οκτώ ετών. Ο Βατάτζης εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, επιτέθηκε στη Βουλγαρία και κατέλαβε σε τρεις μήνες τη Θράκη και ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία. Ο Μιχαήλ Β΄ της Ηπείρου κατέλαβε αντίστοιχα την Αλβανία και τη δυτική Μακεδονία. Ο Βατάτζης, μετά το πέρας της εκστρατείας του, στρατοπέδευσε στο Μελένικο και δήλωσε τις προθέσεις του να καταλάβει εξ΄ολοκλήρου τη Θεσσαλονίκη από τον ανίκανο Δημήτριο και να του δώσει σε αντάλλαγμα ένα χρυσόβουλο που θα του εξασφάλιζε τα εμπορικά προνόμια της πόλης. Ο Βατάτζης έστειλε απεσταλμένους στον Δημήτριο και τον κάλεσε να εμφανιστεί μπροστά του· ο Δημήτριος, που υποπτεύθηκε τις προθέσεις του Βατάτζη, αρνήθηκε, οπότε οι Νικαιώτες βάδισαν στη Θεσσαλονίκη και την κατέλαβαν ύστερα από λίγες ημέρες πολιορκία. Ο Δημήτριος εξορίστηκε στη Βιθυνία και σε λίγο καιρό σε ολόκληρη τη Μακεδονία τοποθετήθηκε κυβερνήτης ο μέγας Δομέστικος Ανδρόνικος Παλαιολόγος.[113] [114] Ο Θεόδωρος, τυφλός και απομονωμένος στην Έδεσσα, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.[115]
Όταν ο Βατάτζης εξασφάλισε τη Θεσσαλονίκη, επέστρεψε στην Ήπειρο και πρότεινε γαμήλια συμμαχία ανάμεσα στον μεγαλύτερο γιο τού Μιχαήλ Β΄, Νικηφόρο Α΄ Κομνηνό Δούκα με την εγγονή του Μαρία. Η σύζυγος του Μιχαήλ Β΄, Αγία Θεοδώρα της Άρτας, η οποία ήταν ανιψιά της συζύγου του Θεοδώρου, Μαρίας Πετρολίφαινας, δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση· ο γάμος έγινε στην Πρίαπο Μυσίας.[116] Ο Μιχαήλ Β΄ διατηρούσε τις φιλοδοξίες της οικογένειάς του και ο θείος του Θεόδωρος, που ήθελε να εκδικηθεί την ανατροπή τού γιου του, τον έπεισε να προχωρήσει σε εκστρατεία στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη αντιστάθηκε σκληρά και την άνοιξη της επόμενης χρονιάς ο Βατάτζης προχώρησε σε εκστρατεία εναντίον των Κομνηνών Δουκών. Ο Θεόδωρος και ο Μιχαήλ Β΄ προχώρησαν βόρεια, κατέλαβαν την Πρίλεπο και τη Βελεσά και όταν έμαθαν ότι έφτασε ο Βατάτζης, διέφυγαν στην Ήπειρο από την Καστοριά. Οι δυο Ηπειρώτες στρατηγοί Ιωάννης Γκλάβας και Θεόδωρος Πετραλείφας ηττήθηκαν και ο Μιχαήλ Β΄ αναγκάστηκε να δηλώσει υποταγή στους Νικαιώτες. Ο Βατάτζης ζήτησε σαν απαραίτητη προϋπόθεση τη παράδοση του ηλικιωμένου θείου του Θεόδωρου. Οι Ηπειρώτες απεσταλμένοι συναντήθηκαν στην Έδεσσα με τους Νικαιώτες και παρέδωσαν ομήρους τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα και τον Νικηφόρο Α΄, γιο του Μιχαήλ Β΄. Ο Νικηφόρος Α΄ πήρε τον τίτλο του δεσπότη και επέστρεψε στην Ήπειρο για να διαδεχτεί τον πατέρα του, ενώ ο Θεόδωρος αντίθετα παρέμεινε όμηρος τού Βατάτζη μέχρι τον θάνατο του λίγο αργότερα (1253).[117][118]
Ο βιογράφος των Κομνηνών Κωνσταντίνος Βάρζος περιγράφει τον Θεόδωρο σαν "ενεργητικό, φιλόδοξο, που κληρονόμησε από τον πρόγονό του Αλέξιο Α΄ Κομνηνό την αντοχή, την επιμονή, αλλά όχι τη διπλωματία και την ικανότητα προσαρμογής". Ο Βάρζος επιπλέον τονίζει, ότι οι μεγάλες φιλοδοξίες του και η συνεχής αντιπαλότητά του με τη Νίκαια καθυστέρησαν την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης για πολλές δεκαετίες.[119] Οι θρύλοι του Θεόδωρου άφησαν βαθιά τα σημάδια τους στους δυτικούς Έλληνες. Ο Βυζαντινολόγος Ντόναλντ Νίκολ τονίζει ότι "οι μνήμες του Θεόδωρου παρέμειναν πολλά χρόνια στους Μακεδόνες και οι τίτλοι του Βυζαντινού στέμματος ζούσαν στους κατοίκους της βόρειας Ελλάδας και στις καρδιές των απογόνων του".[120] Ο Μιχαήλ Β΄ συνέχισε τον πόλεμο του θείου του με τη Νίκαια, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει ακόμα περισσότερο η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.[121] Οι διεκδικήσεις των Ηπειρωτών στον αυτοκρατορικό θρόνο δεν σταμάτησαν, ακόμη και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ (1261).[122]
Με τη σύζυγό του Μαρία Πετραλίφαινα, αδελφή του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Πετραλίφα απέκτησε τέκνα:[123]
Το όνομα της οικογένειας Πετραλίφα (ή Πετραλείφα) προέρχεται κατά παραφθορά από τον Ιταλό γενάρχη Petrus de Alife (αλλού αναφέρεται σαν "de Alfia"), Σταυροφόρο από την Καμπανία, που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και οι απόγονοί του υπηρέτησαν ως αξιωματούχοι και στρατιωτικοί την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.