From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Γαλλική λογοτεχνία του 17ου αιώνα είναι συνδεδεμένη με τις πολιτικές, πνευματικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα από το 1598 - δημοσίευση του Διατάγματος της Νάντης του Ερρίκου Δ’ με το οποίο έληξαν οι θρησκευτικοί πόλεμοι του 16ου αιώνα - έως το 1715, με τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ’, του βασιλιά-Ήλιου, που επέβαλε την απόλυτη μοναρχία στο βασίλειο της Γαλλίας. Η περίοδος μετά το 1685 - χρονολογία της ανάκλησης του Διατάγματος της Νάντης - μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως χρονικό ορόσημο της μετάβασης από τον 17ο στον 18ο αιώνα.[1]
Ένα από τα κυρίαρχα γεγονότα στον πολιτιστικό χώρο είναι η ισχυρή εδραίωση της βασιλικής εξουσίας η οποία, στα τέλη του 17ου αιώνα, έκανε τον βασιλιά και τη βασιλική Αυλή στις Βερσαλλίες καθοριστικούς παράγοντες της διαμόρφωσης του καλού γούστου. Συγχρόνως, η πόλη και η ανερχόμενη αστική τάξη αρχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στον χώρο των τεχνών και της λογοτεχνίας με την ευρύτερη διάδοση των έργων και την ανάπτυξη της ανάγνωσης.
Δύο σημαντικά λογοτεχνικά ρεύματα κυριαρχούν σ'αυτόν τον αιώνα: Το μπαρόκ που χαρακτηρίζεται από την υπερβολή και τον εντυπωσιασμό και ο κλασικισμός, που προβάλει τα κλασικά ιδεώδη της τάξης, της σαφήνειας, της αναλογίας και του καλού γούστου. Είναι μια σημαντική περίοδος για τη γαλλική γλώσσα και τη γαλλική λογοτεχνία, κυρίως για τα έργα του κλασικού θεάτρου με τις τραγωδίες των μεγάλων δραματουργών Κορνέιγ και Ρακίνα και τις κωμωδίες του Μολιέρου. Συγχρόνως δημιουργήθηκαν αριστουργήματα και αναπτύχθηκαν και άλλα λογοτεχνικά είδη, όπως η ποίηση, οι μύθοι (Ζαν ντε λα Φονταίν, Σαρλ Περώ), το μυθιστόρημα, τα κωμικά διηγήματα και η επιστολογραφία.
Για τη Γαλλία, ο 17ος αιώνας σε ιστορική βάση ορίζεται από δύο ημερομηνίες: το 1598 με το Διάταγμα της Νάντης του Ερίκου Δ’ με το οποίο έληξε η περίοδος των θρησκευτικών πολέμων του 16ου αιώνα και το 1715, ημερομηνία θανάτου του Λουδοβίκου ΙΔ’ που επέβαλε κατά τη διάρκεια της πολύ μακράς βασιλείας του την απόλυτη μοναρχία στη Γαλλία και διεύρυνε το βασίλειο με πολλές κατακτήσεις. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ημερομηνίες η βασιλική εξουσία ενισχύθηκε από τον πρωθυπουργό του Λουδοβίκου ΙΓ΄ τον Ρισελιέ, κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας της Άννας της Αυστρίας από τον πρωθυπουργό Μαζαρέν και από το έργο του Λουδοβίκου ΙΔ’. Η βασιλική εξουσία ασχολήθηκε με τις τέχνες και υποστήριξε τους καλλιτέχνες, δημιουργώντας έτσι αυτό που ονομάστηκε «γαλλικός κλασικισμός». Ασχολήθηκε επίσης με την κωδικοποίηση της γλώσσας. Το 1635 ο Ρισελιέ δημιούργησε τη Γαλλική Ακαδημία, που καθόρισε τα πρότυπα της γαλλικής γλώσσας. Η λογοτεχνία του 16ου αιώνα είχε συμβάλει στο να εμπλουτισθεί η γαλλική γλώσσα ώστε να φθάσει στο ύψος των αρχαίων γλωσσών και οι συγγραφείς καλωσόρισαν με χαρά κάθε είδους νεωτερισμό. Ο 17ος αιώνας ανέλαβε να τη βελτιώσει και να θεσπίσει κανόνες. Αυτή η φροντίδα για την κωδικοποίηση της γλώσσας κυριαρχούσε επίσης στα σαλόνια και στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Παράλληλα, το κοινωνικό ιδεώδες εξελίχθηκε με τον τύπο του έντιμου ανθρώπουκαλλιεργημένου, κοινωνικού και ανοιχτού στις νέες ιδέες[2]. Ο κόσμος των ιδεών συνέχισε την εξέλιξή του με τον καρτεσιανισμό που τροποποίησε τις πνευματικές προσεγγίσεις δίνοντας μια πρωταρχική θέση στον λόγο (Cogito ergo sum[3]) και που επηρέασε το κλασικό ιδεώδες μέσω της φροντίδας του για την τάξη και την πειθαρχία. Η φιλοσοφία του Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650), θέτοντας την αμφισβήτηση ως αρχή του μεταφυσικού του συστήματος, οδήγησε στα τέλη του αιώνα στις αρχές του Διαφωτισμού, με την αμφισβήτηση να προέρχεται από καινοτόμα πνεύματα όπως ο Πιέρ Μπαιλ ή ο Φοντενέλ, τη στιγμή που ταυτόχρονα στην Ευρώπη οι επιστημονικές προσεγγίσεις επιβεβαιώνονταν με τους Κέπλερ, Χάρβει, Μπλεζ Πασκάλ, Νεύτωνα. Ο πνευματικός ελευθεριασμός, αν και καταπολεμήθηκε συστηματικά από την Εκκλησία, ωρίμαζε σιγά-σιγά στα πνεύματα με τον απόηχο του Πιέρ Γκασσεντί (1592-1655), φιλόσοφου, αστρονόμου και μαθηματικού, ηγέτη μιας ομάδας ελεύθερα σκεπτόμενων διανοούμενων.
Οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις σηματοδοτούν επίσης τον αιώνα με την ανάκληση του διατάγματος της Νάντης από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ το 1685, το οποίο έθεσε τέλος στην ανεκτικότητα έναντι των Προτεσταντών προς όφελος των Ιησουιτών και των Γιανσενιστών. Οι Ιησουίτες, εκτός από την πολιτική επιρροή τους, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της σκέψης του αιώνα και στην ανάπτυξη του κλασσικού ύφους. Τα σχολεία των Ιησουιτών έφεραν δύο βασικά στοιχεία στον σχηματισμό του κλασικισμού: την ανθρωπιστική προτίμηση των Αρχαίων ως πρότυπο ομορφιάς και σοφίας, και την ψυχολογία, που στοχεύει να γνωρίσει τον άνθρωπο, να συζητήσει γι'αυτόν, να μετρήσει τη δύναμη των παθών και τη θέλησή του. Ο Γιανσενισμός, από την πλευρά του, έχει μια μάλλον έμμεση και ηθική επιρροή με το αυστηρό ιδεώδες που συνδέεται με τη θεολογία του Απόλυτου προορισμού.
Όλα αυτά τα στοιχεία παίζουν τον ρόλο τους στο αισθητικό πεδίο και στη σχετική σημασία των δύο ρευμάτων που κυριαρχούν στον αιώνα: πρώτον, το κίνημα μπαρόκ, μακροβιότερο και πανευρωπαϊκό, έπειτα ο κλασικισμός, και συγκεκριμένα ο γαλλικός κλασικισμός, μικρότερης διάρκειας και συνδεδεμένος με τον «αιώνα του Λουδοβίκου ΙΔ΄». Το μπαρόκ είναι μια αισθητική του αβέβαιου, του ευμετάβλητου και της υπεραφθονίας, ενώ αντίθετα, ο κλασικισμός χαρακτηρίζεται από τη συντήρηση, την τάξη και την ηθική φιλοδοξία: είναι αυτό το ρεύμα που θα κυριαρχήσει στη Γαλλία κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, με την παρέμβαση του απόλυτου μονάρχη με τις συγκεντρωτικές τάσεις, που θα ενθαρρύνει την ίδρυση πολλών Ακαδημιών για να επιβλέπει τις αποδεκτές αρχές και πρακτικές στη σκέψη και την τέχνη: η Γαλλική Ακαδημία το 1635, η Βασιλική Ακαδημία ζωγραφικής και γλυπτικής το 1648, η Ακαδημία Επιστημών το 1666.
Ο 16ος αιώνας είχε συμβάλει στο να εμπλουτισθεί η γαλλική γλώσσα και στόχος των λογίων και συγγραφέων ήταν να την εμπλουτίσουν ώστε να την καταστήσουν ανταγωνιστική, ισάξια άλλων αρχαίων γλωσσών. Οι συγγραφείς καλωσόρισαν με χαρά κάθε είδους νεοτερικότητα. Ο 17ος αιώνας ανέλαβε να την καταστήσει πιο πολύτιμη, να την εξαγνίσει, να τη βελτιώσει και να θεσπίσει κανόνες.
Αυτή η κίνηση κωδικοποίησης της γλώσσας άρχισε πολύ νωρίς στα σαλόνια και τους λογοτεχνικούς κύκλους. Η νεοϊδρυθείσα Γαλλική Ακαδημία ανέλαβε να καθορίσει τα πρότυπα και πρότεινε την κωδικοποίηση του λεξιλογίου, της σύνταξης, της ποιητικής.
Αυτή την εποχή συντάχθηκε Γαλλική Γραμματική από τους μοναχούς του Πορ Ρουαγιάλ, η οποία θέσπιζε για πρώτη φορά τους γραμματικούς κανόνες και χρησιμεύει σαν βάση μέχρι σήμερα στη γαλλική γραμματική. Προς το τέλος του αιώνα εμφανίστηκαν τα πρώτα λεξικά της γαλλικής γλώσσας: το λεξικό του Ρισελέ (César-Pierre Richelet, 1680)[4], το λεξικό του Αντουάν Φυρετιέρ (το 1690) και αργότερα το λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας (το 1698).[5]
Από τις αρχές του αιώνα μικρές ομάδες, που αναφέρονταν σαν ακαδημίες, καλλιέργησαν μια τάση για φιλολογικές συζητήσεις. Αυτές είτε ήταν κέντρα συζητήσεων μεταξύ λογίων ανδρών είτε επιστημονικές εταιρείες που ενδιαφέρονταν για τις καινούργιες γνώσεις. Σε μια προσπάθεια να περιορίσει τον αριθμό αυτών των ιδιωτικών χώρων πνευματικής και λογοτεχνικής ζωής και να επιβάλει τη βασιλική Αυλή ως καλλιτεχνικό κέντρο της Γαλλίας, ο Ρισελιέ μετέτρεψε μια από αυτές τις ακαδημίες σε εθνικό ίδρυμα και έτσι δημιουργήθηκε η Γαλλική Ακαδημία το 1635.
Τα σαλόνια[6] ήταν κοσμικές και φιλολογικές συγκεντρώσεις, μια επινόηση της Αναγέννησης, που επηρέασαν, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, τη γαλλική ζωή ως τον 19ο αιώνα. Αρχικά εντευκτήρια για άτομα της ανώτερης τάξης, αυτά τα σαλόνια άνοιξαν σταδιακά στους αστούς συγγραφείς, κυρίως το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, από τα πιο δημοφιλή ήταν τα λογοτεχνικά σαλόνια της μαρκησίας Κατρίν ντε Ραμπουγιέ, της Μαντλέν ντε Σκυντερύ, της Μαντλέν ντε Σουβρέ, της Νινόν ντε λ'Ανκλό κ.ά. Το δεύτερο μισό του αιώνα και κυρίως μετά τη δεκαετία του '60 οι καθοδηγητές του καλού γούστου και το καλλιτεχνικό και πολιτιστικό κέντρο της Γαλλίας ήταν η βασιλική Αυλή και ο βασιλιάς στις Βερσαλλίες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αξίες της αριστοκρατίας του 17ου αιώνα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη λογοτεχνία της εποχής. Οι πιο αξιοσημείωτες είναι η αριστοκρατική εμμονή με τη δόξα (la gloire) και το μεγαλείο (la grandeur). Το θέαμα της εξουσίας, του γοήτρου και της πολυτέλειας που εμφανίζεται στη λογοτεχνία του 17ου αιώνα μερικές φορές φθάνει να είναι δυσάρεστο ή ακόμη και προσβλητικό. Οι ήρωες του Κορνέιγ, για παράδειγμα, έχουν χαρακτηρισθεί από συγχρόνους μας κριτικούς ματαιόδοξοι, εξωφρενικοί και υπερόπτες. Ωστόσο, οι σύγχρονοι αριστοκράτες αναγνώστες αναγνώριζαν αυτούς τους χαρακτήρες και τις ενέργειές τους ως εκπρόσωπους της ευγένειας.
Το ανάκτορο των Βερσαλλιών, τα μπαλέτα της βασιλικής αυλής, τα πορτρέτα των ευγενών, τα μνημεία - όλα αυτά ήταν επιδείξεις, παραστάσεις δόξας και κύρους. Για την αριστοκρατία η έννοια της δόξας (είτε καλλιτεχνική είτε στρατιωτική) δεν ήταν ματαιοδοξία, υπερηφάνεια ή υπεροψία αλλά μάλλον ηθική επιταγή. Οι ευγενείς έπρεπε να είναι γενναιόδωροι, μεγαλοπρεπείς και να διεκπεραιώνουν τα μεγάλα έργα ανιδιοτελώς, χωρίς προσδοκίες οικονομικού ή πολιτικού κέρδους και να ελέγχουν τα συναισθήματά τους, ειδικά τον φόβο, τη ζήλια και την επιθυμία για εκδίκηση.
Τον 17ο αιώνα αναπτύχθηκε το κοινωνικό ιδεώδες του Έντιμου ανθρώπου. Ο όρος αυτός δεν έχει μεταφραστεί επίσημα στα ελληνικά, ούτε όμως και σε άλλες γλώσσες. Μεταφράζοντας κατά λέξη θα τον αποδίδαμε ως έντιμο άνδρα[2], ή καλό καγαθό, κατά το αρχαίο πρότυπο. Η έννοια, ωστόσο, δεν εξαντλείται σ’ αυτήν τη σημασία, αλλά υποστηρίζεται και από άλλες έννοιες, οι οποίες τη συνοδεύουν ως ένα αόρατο συγκείμενο. Τα κύρια χαρακτηριστικά του έντιμου ανθρώπου είναι η τέχνη της συζήτησης, η προσαρμοστικότητα, η αυτοσυγκράτηση, η πνευματική ευρύτητα και οξύνοια, η επιδεξιότητα στον χειρισμό καταστάσεων, η ευπρέπεια στις κοινωνικές συναναστροφές, η ευγένεια, η γενναιοδωρία, η ηθική ακεραιότητα. Είναι το πρότυπο του άνδρα που ακολούθησε χρονικά τον ευγενή και τον αυλικό και λειτουργεί ως προάγγελος του αστού, ενός ανθρώπου που δεν μετράει πια η καταγωγή του για να είναι σεβαστός αλλά κατακτά την κοινωνική αποδοχή με την αξία, την αρετή, την ευγένεια και την καλλιέργειά του.[7]
Η κοινωνική επιφάνεια απαιτούσε την κατάλληλη επίδειξη, «εμφανή κατανάλωση». Οι ευγενείς χρεώθηκαν για να χτίσουν αξιόλογα αστικά αρχοντικά μέγαρα και να αγοράσουν πολυτελή ρούχα, πίνακες ζωγραφικής, ασημικά, πιάτα και άλλα έπιπλα ανάλογα με το επίπεδό τους. Έπρεπε επίσης να δείξουν γενναιοδωρία χρηματοδοτώντας τις τέχνες. Αντίθετα, οι αστοί οι οποίοι υιοθετούσαν τα εξωτερικά σύμβολα των ευγενών (όπως το να έχουν σπαθί) επικρίθηκαν έντονα, μερικές φορές και με νομικές ενέργειες (νόμοι σχετικοί με τα πολυτελή ρούχα που φορούσαν οι αστοί υπήρχαν από τον Μεσαίωνα).
Πολλές από αυτές τις αριστοκρατικές αξίες άρχισαν να επικρίνονται στα μέσα του 17ου αιώνα. Ο Μπλαιζ Πασκάλ ήταν απόλυτα επικριτικός στο θέαμα της εξουσίας όπως επίσης και ο Φρανσουά ντε Λα Ροσφουκώ.
Τα δύο μεγάλα ρεύματα που κυριαρχούν στον αιώνα είναι το μπαρόκ και ο κλασικισμός, αλλά αυτές οι έννοιες συστηματοποιήθηκαν πολύ αργότερα και, αν και υπάρχουν αισθητικές αντιθέσεις και συζητήσεις, υπάρχει επίσης συχνά συνύπαρξη των δύο προσεγγίσεων σε ένα έργο ή σε έναν συγγραφέα. Μια υπερβολικά απλοποιημένη χρονολογική προσέγγιση στη λογοτεχνική δημιουργία είναι: το πρώτο μισό του αιώνα μπαρόκ, το δεύτερο μισό κλασικό. Δεν είναι όμως απόλυτα ακριβής λόγω της συνύπαρξης μπαρόκ στοιχείων στα κλασικά έργα.
Αυτή η καλλιτεχνική μορφή κυριάρχησε στην Ευρώπη τον 17ο αιώνα. Όχι πολύ επιθετική στη Γαλλία, αναπτύχθηκε υπό την επίδραση κυρίως της Ιταλίας και αντιπροσωπεύει την κύρια τάση των ετών 1598 - 1630. Το μπαρόκ γεννήθηκε σαν αντίδραση στην προτεσταντική λιτότητα. Επικεντρώνεται σε μια αντίληψη ενός ασταθούς κόσμου, ενός κόσμου σε αέναη μεταμόρφωση. Αυτό το ρεύμα είναι πρόθυμο για ελευθερία και ανοιχτό στην πολυπλοκότητα της ζωής. Επιδιώκει να εντυπωσιάσει, να προκαλέσει τις αισθήσεις και όχι απλώς να συγκινήσει. Στόχος του είναι το να καταπλήξει, να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις. Το θρησκευτικό μεταφυσικό στοιχείο, η ρευστότητα της ανθρώπινης κατάστασης, το ευμετάβλητο της ευτυχίας, το μάταιο της ανθρώπινης ύπαρξης και η βεβαιότητα του θανάτου ακυρώνουν την πιο αισιόδοξη ματιά για τη ζωή του αναγεννησιακού ανθρώπου. Η έννοια της τύχης και του τυχαίου κυριαρχεί, ο κόσμος μοιάζει ή είναι ένα θέατρο (theatrum mundi) και ο άνθρωπος μετεωρίζεται μεταξύ πραγματικού και ψεύτικου, αλήθειας και ψεύδους.[8]
Στη λογοτεχνία το μπαρόκ περιέχει πολλές αντιφατικές τάσεις, αλλά μπορεί να συνοψισθεί σε μερικές κοινές αρχές: Ορμή, αγάπη για τον αισθησιασμό, τα άκρα, τη διακόσμηση και τη γλωσσολογία.
Κατά τη μεταβατική περίοδο από το 1630 έως το 1660, το μπαρόκ, αν και σταδιακά αντικαταστάθηκε από τον κλασικισμό, εξακολουθεί να διαδραματίζει τον ρόλο του. Είναι παρόν στο ρεύμα των Περισπούδαστων, στο μπουρλέσκ (κωμικό) και στο ελευθεριάζον ρεύμα. Ωστόσο, αυτά τα τρία ρεύματα δεν συγχέονται με το μπαρόκ αλλά το καθένα αναπτύσσει, με προνομιακό τρόπο, μία από τις πτυχές του.
Οι Περισπούδαστες ή Πολύτιμες ήταν ένα ευρωπαϊκό φιλολογικό κίνημα που έφτασε στην ακμή του στη Γαλλία κατά τα έτη 1650-1660, ένα αισθητικό ρεύμα αριστοκρατικής προέλευσης που κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η προσπάθεια διάκρισης από το κοινό. Αυτή η επιθυμία για κομψότητα και τελειοποίηση εκδηλώνονταν στον πεδίο των ηθών, της συμπεριφοράς, των τρόπων, των προτιμήσεων καθώς και της γλώσσας και της λογοτεχνίας. Αυτό το ρεύμα συνδέθηκε επίσης με μια φεμινιστική διεκδίκηση που επιδίωκε την αναγνώριση των γυναικών στον κόσμο των διανοουμένων και καλλιτεχνών. Ο Αντουάν Μπωντώ ντε Σομαίζ παρουσίασε το Μεγάλο λεξικό των Περισπούδαστων το 1660.
Αυτή η εξεζητημένη κοινωνία σύχναζε στα σαλόνια, τα πιο γνωστά από τα οποία ήταν αυτά της μαρκησίας ντε Ραμπουιγιέ και της Μαντλέν ντε Σκυντερύ. Αρχικά αριστοκρατικά, αυτά τα σαλόνια άνοιξαν σταδιακά στους αστούς συγγραφείς μετά την αποτυχία των εξεγέρσεων της Σφενδόνης (1648-1653). Η λογοτεχνική μυθιστοριογραφία και η ποίηση είναι τα αγαπημένα θέματα αυτών των σαλονιών και οι συγγραφείς μετέφεραν στα μυθιστορήματα και στα ποιήματά τους αυτόν τον εκλεπτυσμένο κόσμο που διεκδικούσε μια κεντρική θέση για τον εξιδανικευμένο έρωτα.
Η επιθυμία για κομψότητα στη συνομιλία, η αναζήτηση καθαρότητας στο λεξιλόγιο με την κατάργηση των εκφράσεων από διαλέκτους, των αρχαϊσμών, της λαϊκής γλώσσας και η επινόηση νέων όρων ή περιφράσεων σε αντικατάσταση ονομάτων αντικειμένων που θεωρούνταν ταπεινά ή απλά συνηθισμένα οδήγησαν σε καταχρήσεις, που ο Μολιέρος διακωμώδησε στις Γελοίες Κομψευόμενες (1659) και σε άλλα έργα του.
Αλλά αν και αυτό το κίνημα είχε τις αδυναμίες του, ωφέλησε ωστόσο διαδίδοντας την αγάπη για το διάβασμα και ενοποιώντας τη γλώσσα. Τα σαλόνια αυτά συνετέλεσαν στην εξέλιξη της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας.[9]
Ο κλασικισμός, μια από τις πιο λαμπρές πολιτιστικές εποχές στην ιστορία της Γαλλίας, είναι μια ιδεολογική και αισθητική έκφραση της απόλυτης μοναρχίας. Αναπτύχθηκε κατά το πρώτο μέρος του αιώνα και έφτασε στην ακμή του γύρω στη δεκαετία του ‘60. Ο κλασικισμός είναι στενά συνδεδεμένος με τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, κυρίως με τον ορθολογισμό του Ντεκάρτ, από τον οποίο επηρεάστηκε.
Κλασική αισθητική
Αναπτύχθηκε κατά τα έτη 1630-1660. Η κλασική αισθητική βασίζεται σε τρεις βασικές αρχές: τον ορθολογισμό, τη μίμηση της φύσης και τη μίμηση της Αρχαιότητας. Αργότερα, το 1674, στην Ποιητική τέχνη ο Νικολά Μπουαλώ έκανε μια σύνθεση όλων των στοιχείων του κλασικού στυλ.
Ο κλασικισμός καθιέρωσε την υπεροχή της λογικής που ασκείται με κανόνες. Η αναπαράσταση του ωραίου και του πραγματικού παραμένει η μεγάλη φροντίδα των συγγραφέων. Αλλά καθώς οι δημιουργοί απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό, τη βασιλική Αυλή, το ιδανικό είναι να εμπνεύσει το σεβασμό για το βασιλικό καθεστώς, το ωραίο είναι αυτό που είναι σύμφωνο με τη χριστιανική ηθική. Για αυτούς, η αναπαράσταση του πραγματικού είναι η αναπαράσταση της ανθρώπινης φύσης, αναπαράσταση του ανθρώπου. Η απεικόνιση των ανθρώπινων παθών, η ανάλυσή τους, δίνει έναν ψυχολογικό χαρακτήρα στην κλασική λογοτεχνία. Ο κλασικισμός είναι απρόθυμος να εισαγάγει το άσχημο, το ταπεινό, το περίεργο, το φανταστικό, το μη σχετιζόμενο με το ιδανικό της αρμονικής τελειότητας και έτσι μειώνει το πεδίο παρατήρησης του. Μόνο το ωραίο ήταν άξιο μίμησης.
Την έμπνευσή τους οι κλασικοί συγγραφείς την άντλησαν από τους Αρχαίους. Και σ’αυτό όλοι οι μεγάλοι κλασικοί είναι αλληλέγγυοι, όλοι επιβεβαιώνουν την ανάγκη της έμπνευσης από τους Αρχαίους, να ακολουθούν τις οδηγίες τους και ακόμη και να αντλούν θέματα και εικόνες από τα έργα τους και από την αρχαία ιστορία. Όμως, καθώς τα πάντα στους αρχαίους δεν ήταν απομιμήσιμα, οι συγγραφείς προσάρμοσαν τα στοιχεία που δανείστηκαν στα γούστα της εποχής, στις θεωρητικές απαιτήσεις του κλασικισμού.
Οι ελευθεριακοί (ελεύθεροι στοχαστές) ήταν συγγραφείς που είχαν απομακρυνθεί από την επίσημη θρησκεία, τον Χριστιανισμό, χλεύαζαν τη θρησκευτική λατρεία, επιδείκνυαν την ανεξαρτησία της σκέψης τους και προσπάθησαν να δώσουν στην ανθρώπινη ύπαρξη την κοσμική έννοια του όρου. Πρόβαλαν την ελευθεριακή σκέψη τους και την αντισυμβατικότητά τους και υιοθέτησαν τα ελευθεριακά ήθη ακόμη και στην προσωπική τους ζωή. Τολμηροί στην αρχή του αιώνα, χτυπήθηκαν από τον Ρισελιέ. Επανήλθαν στο προσκήνιο τη δεκαετία 1643-1653, κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων της Σφενδόνης. Το ελεύθερο πνεύμα (l'esprit libertin) και η αμφισβήτηση για θρησκευτικά ή ηθικά ζητήματα επιβίωσαν για χρόνια και εμφανίστηκαν πάλι προς το τέλος του αιώνα.
Αυτό το ιδεολογικό ρεύμα βασίστηκε στην υλιστική φιλοσοφία του Πιέρ Γκασσεντί. Ο Συρανό ντε Μπερζεράκ, μαθητής του Πιέρ Γκασσεντί, είναι ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ελευθεριακής σκέψης. Άλλοι συγγραφείς οι Σαρλ ντε Σαιντ-Εβρεμόν, Γκαμπριέλ Νωντέ, Φρανσουά ντε Λα Μοτ Λε Βαιγιέ, οι ποιητές Τεοφίλ ντε Βιώ (που για τις ιδέες και τα ελευθέρια ήθη του καταδικάστηκε σε εξορία το 1619 και αργότερα σε θάνατο στην πυρά, από τον οποίο όμως διέφυγε), ο Μπουαρομπέρ, ο Σαιντ-Αμάν, ο επιστολογράφος Γκεζ ντε Μπαλζάκ, καθώς και ο στρατηγός Κοντέ.
Χαρακτηριστικός αυτής της στάσης είναι ο επώνυμος χαρακτήρας του έργου του Μολιέρου, ο Δον Ζουάν.
Έτσι ονομάστηκαν οι συγγραφείς οι οποίοι σε διάφορα είδη διερεύνησαν τη συμπεριφορά των ανθρώπων με συχνά απαισιόδοξες προσεγγίσεις. Οι κυριότεροι ήταν:
Ο Μπλαίζ Πασκάλ (1623-1662), μαθηματικός, φυσικός, θρησκευτικός φιλόσοφος, ήταν δεξιοτέχνης του γαλλικού πεζού λόγου. Παράλληλα με τις επιστημονικές του αναζητήσεις (Αρχή του Πασκάλ), ανέπτυξε μια θρησκευτική θεωρία και πίστευε ότι ο άνθρωπος αποκτά την εμπειρία του Θεού περισσότερο με την καρδιά παρά με τον νου. Από τα σημαντικότερα έργα του οι Στοχασμοί (Pensées) και η Απολογία της χριστιανικής θρησκείας (Αpologie de lα religion chrétienne). Η αρχή του ενορατισμού που δίδαξε άσκησε μεγάλη επίδραση σε μεταγενέστερους φιλοσόφους του μεγέθους του Ζαν-Ζακ Ρουσώ, του Ανρί Μπεργκσόν καθώς και σε εκπροσώπους του Υπαρξισμού.[10]
Ο Φρανσουά ντε Λα Ροσφουκώ (1613-1680) ανέπτυξε το είδος των αποφθεγμάτων με το έργο του Αποφθέγματα. Στα δηκτικά και περίτεχνα επιγράμματά του αναλύει ανελέητα και με ύφος αυστηρά κλασικό τα χαρακτηριστικά της εποχής του - την εγωιστική αντιμετώπιση της ηθικής, τον κυνικό πεσιμισμό και την ανακάλυψη αυτού που σήμερα ονομάζεται υποσυνείδητο - και στηλιτεύει με τρόπο πνευματώδη και ρωμαλέο τον ατομικισμό, τον ιδεαλισμό, τον στωικισμό και τον διανοουμενισμό.
O Ζαν ντε Λα Μπρυγιέρ (1645-1696). Το σημαντικότερο έργο του είναι οι Χαρακτήρες, το πρώτο μέρος του οποίου ήταν μετάφραση των Χαρακτήρων του Θεόφραστου από τα ελληνικά (Les caractères de Théophraste) και το δεύτερο αναφερόταν στην εποχή του Οι χαρακτήρες ή τα ήθη αυτού του αιώνα (Les caractères ou les moeurs de ce siècle). Οι Χαρακτήρες διακρίνονται για το ύφος τους, τη διαπεραστική ειρωνεία και το ψυχολογικό βάθος τους. Ο Λα Μπρυγιέρ κατακρίνει τις καταχρήσεις των υπαλλήλων, την αλαζονεία των ευγενών, την αρπακτικότητα των χρηματιστών και τη δουλικότητα των αυλικών («Στην εκκλησία των Βερσαλλιών δεν κοιτάζουν το Ιερό αλλά τον βασιλιά»). Κατέκρινε τους άδικους θεσμούς και υπερασπίστηκε το λαό και ιδιαίτερα τον αγροτικό πληθυσμό που υπέφερε τα πάνδεινα εκείνη την εποχή από τους πολέμους και την άγρια φορολογία.
Η Μαντλέν ντε Σουβρέ (1599-1678) ανήκε στο είδος των κοσμικών διανοούμενων που διοργάνωνε φιλολογικές βραδιές. Στο σαλόνι της σύχναζαν οι μεγαλύτερες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Πασκάλ. Η κύρια διασκέδαση του κύκλου της ήταν η επινόηση και ανταλλαγή γνωμικών, για παράδειγμα «Ο έρωτας έχει κάτι το τόσο χαρακτηριστικό, που δεν μπορούμε να τον κρύψουμε όταν υπάρχει ούτε να τον προσποιηθούμε όταν δεν υπάρχει». Μετά τον θάνατο της, δημοσιεύθηκε και ένα βιβλιαράκι με γνωμικά της, αλλά η μεγάλη συμβολή της είναι ότι σ’ αυτήν οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, ότι τα γνωμικά έγιναν πολύ της μόδας για τους επόμενους δύο αιώνες, ενώ η δράση του φιλολογικού της κύκλου ενέπνευσε πολυάριθμους συγγραφείς μεταξύ των οποίων και τον Λα Ροσφουκώ.[11]
Στη Γαλλία, η περίοδος που ακολούθησε τους θρησκευτικούς πολέμους είδε την εμφάνιση μιας νέας αφηγηματικής μορφής, την οποία ορισμένοι μελετητές χαρακτήρισαν «αισθηματικό μυθιστόρημα», το οποίο γρήγορα έγινε μια λογοτεχνική τάση χάρη στον ενθουσιασμό ενός αναγνωστικού κοινού που αναζητούσε ψυχαγωγία μετά από τόσα χρόνια συγκρούσεων. Αυτά τα σύντομα και ρεαλιστικά μυθιστορήματα, ή Έρωτες, περιελάμβαναν εκτενείς ευγενικές συζητήσεις, ερωτικούς διαλόγους, επιστολές, ποιήματα και άλλα ρητορικά σχήματα, όλα ενσωματωμένα στην υπόθεση. Τα κείμενα αυτά διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των νέων τρόπων ευγένειας και έκφρασης των ανώτερων τάξεων, που οδήγησαν στην έννοια του «έντιμου και ευγενούς ανθρώπου»[2]. Οι πιο γνωστοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το είδος ήταν ο Αντουάν ντε Νερβέζ, ο Νικολά ντεζ Εσκυτώ και ο Φρανσουά ντυ Σουέ. Κανένα από αυτά τα μυθιστορήματα δεν έχει αναδημοσιευτεί από τις αρχές του 17ου αιώνα και παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστα σήμερα, όμως αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό στάδιο στην ανάπτυξη του μυθιστορήματος στη Γαλλία, που οδήγησε στην Αστραία του Ονορέ ντ'Υρφέ και, αργότερα, στη Μαντλέν ντε Σκυντερί και τη Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ, στην ανάπτυξη της εθιμοτυπίας και της ευγένειας με την αντίληψη του «ευγενούς ανθρώπου» και στην εξέλιξη της γαλλικής γλώσσας.
Μέχρι το 1610 το αισθηματικό μυθιστόρημα είχε εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς τα γούστα επέστρεφαν στα μεγαλύτερα μυθιστορήματα περιπέτειας (romans d'aventures) με χαρακτηριστικά: πειρατές, καταιγίδες, ναυάγια, απαγωγές κοριτσιών, που ήταν δημοφιλή ήδη από την αυλή των Βαλουά. Κοινό χαρακτηριστικό είναι η απεικόνιση των αριστοκρατικών τρόπων, οι πολλές περιπέτειες και η μελέτη των χαρακτήρων ιδιαίτερα στην ερωτική σχέση. Κύριος συγγραφέας είναι ο Μαρέν Λε Ρουά ντε Γκομπερβίλ (1600; -1674) με σημαντικά έργα την Καριθέα και τον Πολέξανδρο, πρόδρομο του είδους[12] (5 τόμοι). Ο Μπεροάλντ ντε Βερβίλ έγραφε ακόμη πολύτομα μυθιστορήματα περιπέτειας και ο Νικολά ντε Μοντρέ είχε πεθάνει το 1608 αλλά οι περιπέτειες και τα βουκολικά του διαβάζονταν ακόμη. Ο Νερβέζ όσο και ο Νικολά ντεζ Εσκυτώ έγραψαν επίσης μυθιστορήματα περιπέτειας και τα επόμενα είκοσι χρόνια ο ιερέας Ζαν-Πιέρ Καμύ και ο Φρανσουά ντε Ροσέ αναβίωσαν την παράδοση των Τραγικών ιστοριών, σκοτεινά διηγήματα τρόμου, που συχνά τελείωναν με αυτοκτονία ή δολοφονία.
Όλα αυτά τα έργα τα επισκίασε η εμφάνιση του μυθιστορήματος του Ονορέ ντ' Υρφέ, Η Αστραία (1607 έως 1633). Είχε θέμα βουκολικό και αισθηματικό και είναι το πρώτο μυθιστόρημα-ποταμός της γαλλικής λογοτεχνίας. Το αποκάλεσαν «μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων», εν μέρει για το τεράστιο μήκος του (6 μέρη, 40 ιστορίες, 60 βιβλία σε 5.399 σελίδες) αλλά και για την επιτυχία που είχε σε όλη την Ευρώπη. Μεταφράστηκε σε μεγάλο αριθμό γλωσσών και διαβάστηκε σε κάθε βασιλική Αυλή. Ακόμα και σήμερα, αυτό το μυθιστόρημα αναδημοσιεύεται τακτικά, τόσο σε πλήρη όσο και σε συντομευμένη έκδοση, ακόμα και σε μορφή κόμικς. Η επιρροή του ήταν τεράστια, ειδικά η διαδοχική του δομή, η οποία επέτρεψε να εισαχθεί ένας μεγάλος αριθμός ιστοριών και χαρακτήρων και το τέλος να καθυστερεί για χιλιάδες σελίδες, ένα μυθιστόρημα όπου παρεμβάλλονται διαδοχικές συναρπαστικές ιστορίες (συρταρωτό μυθιστόρημα).[13]
Τα μυθιστορήματα από το 1640 έως το 1660 ήταν πολύτομα και περίπλοκα από δομική άποψη και χρησιμοποιούσαν τις ίδιες τεχνικές παρεμβαλλόμενων ιστοριών όπως ο ντ'Υρφέ. Ονομάστηκαν ηρωικά μυθιστορήματα (romans héroiques), συχνά αποκαλούμενα και «μυθιστορήματα βαθιάς ανάσας» (romans de longue haleine), διαδραματίζονταν στην αρχαία Ρώμη, την Αίγυπτο ή την Περσία, χρησιμοποιούσαν ιστορικούς χαρακτήρες και αναφέρονταν στις περιπέτειες μιας σειράς ιδανικών εραστών που τους χώριζε η μοίρα. Σε αντίθεση με τον ιπποτικό ρομαντισμό, τα μαγικά στοιχεία και πλάσματα ήταν σχετικά σπάνια. Επιπλέον, υπήρχε ψυχολογική ανάλυση και αναλύονταν ηθικά και συναισθηματικά ζητήματα, κάτι που έλειπε από το αναγεννησιακό μυθιστόρημα. Πολλά από αυτά τα μυθιστορήματα ήταν στην πραγματικότητα μυθιστορήματα με κλειδί (romans à clé), δηλαδή περιέγραφαν πραγματικές σύγχρονες σχέσεις κάτω από συγκεκαλυμμένους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.
Οι πιο διάσημοι από αυτούς τους συγγραφείς και μυθιστορήματα είναι:
Οι υπερβολές του μπαρόκ «ηρωικού και εξεζητημένου» μυθιστορήματος δημιούργησαν πολέμιους που απέρριπταν τα «μεγάλα μυθιστορήματα γεμάτα λόγια και υπέροχες περιπέτειες, και κενά από πράγματα που θα πρέπει να μείνουν στο μυαλό του αναγνώστη και να τα σκεφθεί» (Eustache Le Noble). Από αντίδραση δημιουργήθηκε το ψυχολογικό μυθιστόρημα, που ονομάστηκε «κλασικό», όπως η Πριγκίπισσα ντε Κλεβ της μαντάμ ντε Λαφαγιέτ αλλά και παρωδίες και κωμωδίες όπως τα μυθιστορήματα του Πωλ Σκαρρόν και θεατρικά έργα, όπως του Μολιέρου.
Μέχρι το 1660 το πολύτομο μπαρόκ ιστορικό μυθιστόρημα είχε φύγει από τη μόδα. Η τάση πλέον ήταν για πολύ μικρότερα έργα χωρίς σύνθετη δομή ή περιπετειώδη στοιχεία (πειρατές, ναυάγια, απαγωγές). Αυτό το αντιδραστικό προς το μπαρόκ μυθιστόρημα κίνημα υποστηρίχθηκε από θεωρητικές συζητήσεις για τη νέα δομή, που επεδίωκαν να εφαρμόσουν τις ίδιες αριστοτελικές έννοιες των τριών ενοτήτων, της ευπρέπειας και της αληθοφάνειας, που οι συγγραφείς είχαν επιβάλει στο θέατρο.
Έντονο ενδιαφέρον για τον έρωτα, την ψυχολογική ανάλυση, τα ηθικά διλήμματα και τους κοινωνικούς περιορισμούς διαπερνά αυτά τα μυθιστορήματα. Όταν η δράση είχε ιστορικό πλαίσιο, αυτό ήταν ένα περιβάλλον από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. Παρόλο που εξακολουθούσαν να είναι γεμάτα με αναχρονισμούς, αυτά τα νέα έργα έδειξαν ενδιαφέρον για την ιστορική λεπτομέρεια. Ορισμένα από αυτά τα μικρά μυθιστορήματα κατέγραφαν ιστορίες της σύγχρονης κοινωνίας, όπως η Διάσημη Παριζιάνα (L'Illustre Parisienne) του Ζαν ντε Πρεσάκ (Jean de Préchac), ή αναφέρονταν στη «μυστική ιστορία» ενός διάσημου γεγονότος που συνέδεε τη δράση με μια ερωτική ίντριγκα, όπως τα Ευγενικά χρονικά (Annales galantes) της Μαντάμ ντε Βιλντιέ (1640-1683) και ονομάζονταν ευγενικές, αβρές ιστορίες (histoires galantes).[14]
Το πιο γνωστό από όλα είναι η Πριγκίπισσα ντε Κλεβ (1678) της μαντάμ ντε λα Φαγιέτ, ιστορία ενός μεγάλου έρωτα που διαδραματίζεται στη γαλλική Αυλή του ΙΣΤ’ αιώνα. Μειωμένο ουσιαστικά σε τρεις χαρακτήρες, το σύντομο αυτό μυθιστόρημα αναφέρει την ιστορία μιας αρχόντισσας στην αυλή του βασιλιά του Ερρίκου Δ΄ και τον παράνομο και απελπισμένο της έρωτα με ένα γοητευτικό δούκα. Η ψυχολογική δύναμη και το συγκρατημένο πάθος εντυπωσιάζουν. Το έργο αυτό -αριστούργημα ψυχολογικής ανάλυσης- ήταν το πρώτο ψυχολογικό μυθιστόρημα της γαλλικής λογοτεχνίας και ένα από τα καλύτερα του είδους μέχρι και σήμερα. Παρόλο που στο μυθιστόρημα παρεμβάλλονται αρκετές ιστορίες, γενικά η αφήγηση επικεντρώνεται στις ακλόνητες αμφιβολίες και τους φόβους των δύο εραστών που ζουν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που κυριαρχείται από την εθιμοτυπία και την ηθική ορθότητα και τελικά οδηγούνται σε άρνηση ενός συμβατικού ευτυχούς τέλους. Το έργο είχε θεαματική υστεροφημία και δεν έπαψε να τυπώνεται έως τις μέρες μας.
Το σατιρικό και οικείο ύφος που χαρακτηρίζει κάποια έργα του 17ου αιώνα, είναι παρακαταθήκη ενός συγκεκριμένου «γαλατικού» πνεύματος, παρόντος στα διηγήματα του προηγούμενου αιώνα (όπως αυτά του Επταήμερου της Μαργαρίτας της Ναβάρας) που στόχευαν τόσο στο γέλιο όσο και στην αμφισβήτηση. Επηρεασμένοι από το ισπανικό πικαρέσκο [15] και τα έργα του Θερβάντες, οι Γάλλοι μυθιστοριογράφοι του πρώτου μισού του 17ου αιώνα βάλθηκαν κι αυτοί να περιγράψουν και να σατιρίσουν τη δική τους εποχή και τις υπερβολές της. Αυτό το ρεύμα δημιουργήθηκε επίσης σαν αντίδραση ενάντια στις ιδεαλιστικές και συναισθηματικές υπερβολές των ηρωικών-εξεζητημένων μυθιστορημάτων, τα οποία βρέθηκαν στο στόχαστρο των σατιρικών συγγραφέων. Ο κύριος χαρακτήρας του κωμικού μυθιστορήματος θεωρητικά προέρχονταν από τον λαό, αλλά η πραγματική του καταγωγή ήταν αριστοκρατική ή είχε τα ηθικά αριστοκρατικά χαρακτηριστικά.
Οι πιο αξιοσημείωτοι συγγραφείς είναι:
Ο Ζαν ντε Λανέλ άνοιξε τον δρόμο με το Σατιρικό Μυθιστόρημα (1624), όπου περιέγραψε τις ατασθαλίες και τη διαφθορά που επικρατούσε στη Γαλλία στις αρχές της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΓ΄. Το βιβλίο είχε μεγάλη επιτυχία γιατί παρουσίαζε, με φανταστικούς χαρακτήρες, σύγχρονα πρόσωπα εύκολα αναγνωρίσιμα.
Ο Σαρλ Σορέλ (1600-1674) με το μυθιστόρημα Η κωμική ιστορία του Φρανσιόν (1623), ένα από τα σημαντικότερα της εποχής. Διηγείται τις διασκεδαστικές περιπέτειες του Φρανσιόν, ενός Γάλλου ευγενούς κυρίου που αναζητά τον μεγάλο έρωτα. Μέσα από τα ευτράπελα επεισόδια ο Σορέλ σατιρίζει την κοινωνία της εποχής του καταγγέλλοντας την ανηθικότητα, τις κοινωνικές τάξεις, τη λατρεία του χρήματος και της εξουσίας κ.α. με πικάντικη γλώσσα, γεμάτη λαϊκές αποστροφές και παροιμίες. Έγραψε επίσης μια σάτιρα της παραδοσιακής βουκολικής μυθοπλασίας Ο εξωπραγματικός βοσκός (Le berger extravagant, 1627) και μια ημιτελή σάτιρα της παρισινής κοινωνίας Πολύανδρη (Polyandre, 1648).
Ο Αγκριπά ντ'Ωμπινιέ ήταν στρατευμένος Ουγενότος και άφοβος υποστηρικτής των συμφερόντων της θρησκείας του. Στην Εξομολόγηση του κυρίου του Σανσύ[16] σατιρίζει τη ματαιοδοξία της βασιλικής Αυλής και της καθολικής θρησκείας και στις Περιπέτειες του βαρώνου Φενέστ απεικονίζει τους αδέξιους τρόπους και τις κωμικές περιπέτειες ενός Γασκώνου ευγενή στη βασιλική Αυλή.
Ο Πωλ Σκαρρόν με το Κωμικό μυθιστόρημα (1651-1657) συνέχισε στο ύφος του Σορέλ σε λίγο πιο ήπια μορφή για να κάνει τα έργα του αποδεκτά σε μια εποχή λιγότερο ελεύθερη από αυτή της εμφάνισης του Φρανσιόν. Μέσα από την ιστορία ενός θιάσου ηθοποιών την εποχή του Λουδοβίκου ΙΓ΄, ο συγγραφέας απεικόνισε τα επαρχιακά ήθη και τη ζωή των θεατρικών θιάσων με εντυπωσιακό ρεαλισμό και αστείρευτο χιούμορ.
Ο Αντουάν Φυρετιέρ στο Αστικό μυθιστόρημα (1666) απεικόνισε τα ήθη της αστικής τάξης της εποχής του. Αντιδρώντας στις «υποδειγματικές» ιστορίες ευγενών και ενάρετων ηρώων, περιγράφει το περιβάλλον των αστών και σκιαγραφεί το πορτρέτο του πονηρού Παριζιάνου αστού, όπως εμφανίζεται επίσης και στο θέατρο της εποχής (όπως στον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου).
Ο Συρανό ντε Μπερζεράκ και τα μυθιστορήματα του καταλαμβάνουν μια ξεχωριστή θέση με το μείγμα της φαντασίας, της σκέψης και της διασκέδασης. Έγραψε θεατρικά έργα (η τραγωδία του Ο θάνατος της Αγριππίνας παίχτηκε μόνο μια φορά το 1640 κι αμέσως απαγορεύτηκε λόγω των αθεϊστικών της κηρυγμάτων), επιστολές, και δύο μυθιστορήματα: την Κωμική ιστορία των Κρατών και αυτοκρατοριών της Σελήνης (Histoire comique des Estats et empires de la Lune) και την Κωμική ιστορία των Κρατών και αυτοκρατοριών του Ηλίου (Histoire comique des Estats et empires du Soleil ) όπου, 60 χρόνια πριν Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, χρησιμοποίησε ταξίδια σε μαγικά εδάφη, το φεγγάρι και τον ήλιο, ως πρότυπα για να σατιρίσει τη σύγχρονη φιλοσοφία και ηθική. Μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, τα έργα του Συρανό θα εμπνεύσουν μια σειρά από φιλοσοφικά μυθιστορήματα, στα οποία οι Γάλλοι ταξιδεύουν σε ξένα μέρη και παράξενες ουτοπίες. Ο Συρανό ντε Μπερζεράκ ενέπνευσε στον Εντμόν Ροστάν το ομώνυμο θεατρικό του έργο και καθιέρωσε την εικόνα του ρομαντικού ήρωα με την οποία είναι γνωστός ο Συρανό σήμερα.
Το πρώτο μισό του 17ου αιώνα είδε επίσης τη συνεχιζόμενη δημοτικότητα του κωμικού διηγήματος και συλλογών χιουμοριστικών συζητήσεων, όπως το παιχνιδιάρικο, χαοτικό, μερικές φορές άσεμνο και σχεδόν μη αναγνώσιμο Τρόπος προσέγγισης (Moyen de parvenir) του Μπεροάλντ ντε Βερβίλ, που είναι μια παρωδία των βιβλίων του Ραμπελαί και των Δοκιμίων του Μονταίν, το ανώνυμο Οι φλυαρίες της λεχώνας (Les Caquets de l'accouchée, 1622), όπου περιγράφονται διάφορες πτυχές της παρισινής ζωής, αναφέρονται προσωπικότητες της εποχής και θίγονται θέματα πολιτικά και θρησκευτικά, μια ζωντανή σάτιρα της παρισινής μπουρζουαζίας και μπορεί να «ταξινομηθεί πλέον μεταξύ των ιστορικών έργων, πιστή ηχώ των προκαταλήψεων και των απόψεων μιας εποχής» και η Ερωτική εβδομάδα (Semaine amoureuse,1620) μια συλλογή από διηγήματα του Φρανσουά ντε Μολιέρ ντ'Εσερτίν (1600-1624).
Μια άλλη μορφή λογοτεχνίας, εμφανώς στρατευμένη, αποτελείται από τις Μαζαρινάδες[17] (1648-1653) και άλλα δυσφημιστικά φυλλάδια και λιβελογραφήματα.
Η Μαντάμ ντε Σεβινιέ (1626-1696) άσκησε σημαντική επίδραση στην εξέλιξη της επιστολογραφίας. Τα περισσότερα από τα Γράμματα, που διακρίνονται για το πνεύμα και τη ζωντάνια τους, απευθύνονταν στην κόρη της που έμενε στην Προβηγκία. Η ιστορική αξία τους είναι τεράστια, διότι μαθαίνουμε από αυτόπτη μάρτυρα συμβάντα της Αυλής και της παρισινής κοινωνίας, καθώς και χαρακτηριστικά ανέκδοτα διάσημων ανδρών του μεγάλου αιώνα του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Η μοναδικότητά τους όμως δεν οφείλεται στα ιστορικά στοιχεία που περιέχουν αλλά στον τρόπο γραφής της Σεβινιέ, ο οποίος προσδίδει μια ιδιαίτερη ζωντάνια στα σχόλιά της πάνω στα γεγονότα.[18]
Οι επιστολές και τα επιστολικά μυθιστορήματα πολλών άλλων συγγραφέων είναι αξιοσημείωτα, συμπεριλαμβανομένων των Ζαν - Λουί Γκεζ ντε Μπαλζάκ, Νικολά-Κλωντ Φαμπρί ντε Περέσκ (Nicolas-Claude Fabri de Peiresc,1580-1637), Γκι Πατέν (Guy Patin, 1601-1672) που ήταν γιατρός, γνωστός για την εκτεταμένη αλληλογραφία του σε ύφος ελαφρύ και χαριτωμένο. Οι επιστολές του είναι σημαντική πηγή πληροφοριών για τους ιστορικούς της ιατρικής. Η εκτεταμένη αλληλογραφία της Γερμανίδας Πριγκίπισσας του Παλατινάτου (1652-1722) προσφέρει μια εντυπωσιακή συνολική εικόνα της βασιλικής αυλής στις Βερσαλλίες. Ο Τζιοβάνι Μαρανά (Giovanni Marana,1642-1692), Γενουάτης ευγενής που ζούσε στη Γαλλία, δημοσίευσε ένα επιστολικό μυθιστόρημα στα ιταλικά (1684) και στα γαλλικά (1686), ο Τούρκος κατάσκοπος, όπου περιγράφει την ιστορία και τα ήθη της Γαλλίας, όπως τα γνώρισε ένας Ανατολίτης. Ο Γκαμπριέλ ντε Γκιγιεράγκ (Gabriel de Guilleragues, 1628-1684), δημοσιογράφος, διπλωμάτης και συγγραφέας, προσφέρει το 1669 άλλο ένα καλό παράδειγμα του επιστολικού μυθιστορήματος, είδος που αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό τον επόμενο αιώνα στις Περσικές επιστολές (1721) του Μοντεσκιέ και στη Ζυλί ή η Νέα Ελοΐζ (1761) του Ζαν-Ζακ Ρουσώ.
Επιστολικά μυθιστορήματα και επιστολές έγραψε και ο δραματουργός Εντμέ Μπουρσώ (Edmé Boursault, 1638-1701): Γράμματα σεβασμού, υποχρέωσης και έρωτα (Lettres de respect, d'obligation et d'amour,1669), Δεκατρία ερωτικά γράμματα μιας κυρίας σε έναν ιππότη (Treize Lettres amoureuses d'une dame à un cavalier,1709). Το θεατρικό έργο του Το πορτρέτο του ζωγράφου ή η αντι-κριτική στο Σχολείο γυναικών (Le Portrait du peintre ou la contre-critique de l'Ecole des femmes,1663) το έγραψε σε απάντηση στο Σχολείο γυναικών του Μολιέρου, καθώς είχε αναγνωρίσει το πρόσωπό του σατιριζόμενο σε έναν χαρακτήρα του έργου.
Οι δύο μεγάλοι συγγραφείς που έγραψαν μύθους τον 17ο αιώνα είναι:
Η συγγραφή παραμυθιών, προς το τέλος του αιώνα, έγινε μόδα. Σ' αυτό το είδος της λογοτεχνίας παρεμβαίνουν υπερφυσικά ή μαγικά στοιχεία, μαγικές λειτουργίες, θαυμαστά γεγονότα που ευχαριστούσαν τον αναγνώστη ή τον ακροατή. Ανάμεσα στους πολλούς που ασχολήθηκαν με το είδος είναι και γυναίκες συγγραφείς, όπως:
Μεγάλοι συγγραφείς ασχολήθηκαν παράπλευρα με το έργο τους και με την ιστοριογραφία, όπως ο ποιητής Νικολά Μπουαλώ, ο δραματουργός Ρακίνας αλλά και ο Βολταίρος τον επόμενο αιώνα με το έργο του Αιώνας του Λουδοβίκου ΙΔ΄, και παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την εποχή. Ιστορικά στοιχεία παρέχουν και τα απομνημονεύματα αλλά και η επιστολογραφία πολλών συγγραφέων, όπως:
Τα Απομνημονεύματα του Ζαν-Φρανσουά-Πωλ ντε Γκοντί, καρδινάλιου του Ρετς (1613-1679) είναι ένα μεγάλο έργο που διακρίνεται για το καυστικό πνεύμα του. Ο καρδινάλιος ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές στις εξεγέρσεις της Σφενδόνης[19] και το έργο δείχνει βαθιά γνώση των πραγμάτων της εποχής και μια απροκατάληπτη αντιμετώπιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Αγκριπά ντ'Ωμπινιέ στην Παγκόσμια ιστορία, 11 τόμοι (Histoire universelle,1616-1618) έγραψε την ιστορία του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα και συγκεκριμένα για τους Θρησκευτικούς Πολέμους, όπως τους είχε ζήσει, καθώς είχε πάρει μέρος σε ηγετικό ρόλο, στην πλευρά των Ουγενότων.
Ο Ροζέ ντε Ραμπυτέν, κόμης του Μπυσί (1618-1693), έγραψε την Ερωτική ιστορία της Γαλατίας (Histoire amoureuse des Gaules, 1660). Το βιβλίο αυτό, μια σειρά πορτρέτων και αποκαλύψεων για πρόσωπα της αυλής, του στοίχισε ενός έτους φυλάκιση στη Βαστίλη και έπειτα απομάκρυνση στα κτήματά του λόγω της ασέβειας που επέδειξε προς ορισμένα πρόσωπα της υψηλής αριστοκρατίας.
Ο Ζεντεόν Ταλμάν ντε Ρεώ (1619-1692) στο έργο του Ιστοριούλες (Historriettes) δημιούργησε μια συλλογή από μικρές βιογραφίες προσωπικοτήτων της εποχής του, από τον χώρο της υψηλής κοινωνίας, της διανόησης, της κοσμικής ζωής και της πολιτικής της εποχής του.
Ο Φρανσουά Εντ ντε Μεζεραί, βασιλικός ιστοριογράφος, έγραψε την Ιστορία της Γαλλίας (Histoire de France depuis Faramond jusqu' à Louis le Juste,3 τομ., 1643-1651),[20] το οποίο είναι μια αρκετά ακριβής περίληψη γαλλικών και λατινικών χρονικών. Το έργο είχε μεγάλη απήχηση στην εποχή του, είχε αμέτρητες επανεκδόσεις μέχρι το 1839, αλλά είναι γεμάτο αναχρονισμούς. Σήμερα παρουσιάζει ενδιαφέρον για τους συγκριτικούς ιστορικούς και τους εθνολόγους.
Ο Ζαν Σερμόν (Jean Sirmond, 1589-1649), ιστοριογράφος του Λουδοβίκου ΙΓ'.
Ο Πωλ Πελισόν (1624-1693) έγραψε την Ιστορία της Γαλλικής Ακαδημίας από την ίδρυση της μέχρι το 1652, τον Λόγο στον βασιλιά από έναν από τους πιστούς υπηκόους του σχετικά με τη δίκη του κ. Φουκέ, και τη Δεύτερη υπεράσπιση του κ. Φουκέ[21] και από το 1666 που έγινε επίσημος βασιλικός ιστοριογράφος, το Ιστορικό του Λουδοβίκου ΙΔ΄.
Ο Λουί ντε Ρουβρουά, δούκας του Σαιν-Σιμόν (1675-1755) έγραψε τα Απομνημονεύματα κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 18ου αιώνα. Ορισμένοι μελετητές τον κατατάσσουν σαν κλασικό συγγραφέα του 17ου αιώνα, ενώ το ύφος του, πολύ καινοτόμο, ενέπνευσε αργότερα άλλους μεγάλους συγγραφείς (Σατωμπριάν, Μαρσέλ Προυστ). Ο Σαιν Σιμόν έδωσε μια σύνθετη αφήγηση της ζωής στη βασιλική Αυλή, στηριζόμενος στις δικές του αναμνήσεις και στα δικά του έγγραφα καθώς και στις προφορικές και γραπτές μαρτυρίες άλλων αυλικών του στις Βερσαλλίες.
Σε ύφος μυθιστορηματικών απομνημονευμάτων έγραψαν επίσης μυθιστοριογράφοι, όπως ο Κουρτί ντε Σαντράς (1644-1712). Τα έργα του Απομνημονεύματα (Mémoires de M.L.C.D.R., 1687, Mémoires de M. d'Artagnan το 1700 και Mémoires de M. de Β., 1711) περιγράφουν τον κόσμο του Ρισελιέ και του Μαζαρέν με κυρίαρχα στοιχεία κατασκόπους, απαγωγές και πολιτικές μηχανορραφίες. Στο βιβλίο του ντε Σαντράς για τον Ντ'Αρτανιάν, υπολοχαγό των σωματοφυλάκων του βασιλιά,[22] βασίστηκε τον 19ο αιώνα ο Αλέξανδρος Δουμάς και έγραψε τους Τρεις σωματοφύλακες και τα άλλα του μυθιστορήματα με το σχετικό θέμα.
Ο Φρανσουά ντε Σαλ (Francοis de Sales,1567-1622), κληρικός. Προερχόμενος από ευγενή οικογένεια, παραιτήθηκε από όλους τους τίτλους ευγενείας του και επέλεξε το μονοπάτι της χριστιανικής πίστης, αφιερώνοντας τη ζωή του στον Θεό. Ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς θεολόγους της εποχής του. Με το έργο του άσκησε σημαντική επιρροή στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Από το 1923, η Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε προστάτη των δημοσιογράφων και συγγραφέων λόγω της στήριξης που προσέφερε στην τυπογραφία. Από τα πιο γνωστά έργα του η Πραγματεία για την αγάπη του Θεού, 1616 (Traité sur l'amour de Dieu) και κυρίως η Εισαγωγή στην ευσεβή ζωή,1608 (L'Introduction à la vie dévote). Αυτό το βιβλίο είχε τεράστια επιτυχία: ανατυπώθηκε περισσότερο από σαράντα φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ο ίδιος ο βασιλιάς της Γαλλίας Ερρίκος Δ΄ το διάβαζε και η βασίλισσα Μαρία των Μεδίκων προσέφερε ένα αντίγραφο "κοσμημένο με διαμάντια" στον βασιλιά της Αγγλίας.
Ο Πιέρ ντε Μπερύλ (Pierre de Bérulle,1575-1629), καρδινάλιος. Συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων που είναι συγκεντρωμένα σήμερα σε οκτώ τόμους. Αλλά αυτά τα έργα - λόγω του μπαρόκ στυλ τους, πολύ περίπλοκα, φανταχτερά, δύσκολα προσβάσιμα, δεν είχαν την ίδια επιτυχία με αυτά του σύγχρονου Φρανσουά ντε Σαλ, που ήταν πιο απλά και πιο κοντά στην κλασική γλώσσα.
Ο Ζακ Μποσυέ (1627-1704), επίσκοπος, προικισμένος με σπάνια ευγλωττία, ο μεγαλύτερος ρήτορας της εποχής, άσκησε μεγάλη επιρροή ως υπερασπιστής των δικαιωμάτων της γαλλικής Εκκλησίας απέναντι στην παπική εξουσία. Μνημονεύεται όμως κυρίως για το συγγραφικό του έργο, που συμπεριλαμβάνει επικήδειους λόγους για μεγάλες προσωπικότητες. Οι Επιτάφιοι (Oraisons funèbres), διανθισμένοι με άφθονα βιβλικά χωρία και παραφράσεις, είναι αριστουργήματα του γαλλικού πεζού λόγου. Αντιπροσωπευτικοί της ρητορικής μπαρόκ, ήταν όμως απαλλαγμένοι από υπερβολές και εντυπωσιασμούς.
Ο Φρανσουά Φενελόν ήταν αριστοκράτης, επίσκοπος, με λαμπρή κλασική παιδεία και παιδαγωγός του διαδόχου του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Ένα από τα κυριότερα έργα του είναι οι Περιπέτειες του Τηλέμαχου (Les Aventures de Télémaque,1699), όπου εξιστορούσε με γλαφυρή πρόζα την ιστορία του γιου του Οδυσσέα και τις περιπέτειές του στην αναζήτηση του πατέρα του μετά την πολιορκία της Τροίας. Όπως όλα τα έργα του Φενελόν, ο Τηλέμαχος γράφτηκε για να διαπαιδαγωγήσει. Η ειλικρίνεια όμως του βιβλίου ήταν πολύ τολμηρή και οι ιδέες του πολύ προοδευτικές για την εποχή του. Ο Φενελόν επέκρινε δριμύτατα τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ και την αυλή του, τον φιλοπόλεμο χαρακτήρα του βασιλιά, την αλαζονεία του, την αδυναμία του στις κολακείες, τη σεξουαλική του ελευθεριότητα, την απολυταρχισμό του, την πολυτέλεια και την επιτήδευση, την οικοδομική του μανία και την αδιαφορία του για την ευημερία του λαού. Έχασε έτσι την εύνοια του βασιλιά αλλά το βιβλίο του γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα και είχε αλλεπάλληλες εκδόσεις.[23]
Ο Ρανσέ (Rancé,1626-1700), μοναχός, ιδρυτής του «τάγματος των Μεταρρυθμισμένων Κιστερκιανών του Αυστηρού Κανόνα». Εισήγαγε μια αυστηρή μεταρρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η σταθερότητα, η πίστη στη μοναστική ζωή, η υπακοή και η εντολή να μιλούν μόνο όταν είναι απαραίτητο ήταν ο οδηγός για τη μοναστική ζωή των μοναχών. Κατά τη διάρκεια των γευμάτων έπρεπε να επικρατεί στοχαστική σιωπή και να ακούγεται ανάγνωσμα ιερού κειμένου. Η διατροφή τους να είναι κυρίως χορτοφαγική αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπονταν τα ψάρια. Οι μοναχοί να ζουν από την εργασία των χεριών τους και να παράγουν αγαθά της γης τα οποία να ανταλλάσσουν με προμήθειες για τα Μοναστήρια τους.
Ποιητές των αρχών του αιώνα, εκπρόσωποι της μπαρόκ ποίησης είναι οι Τεοφίλ ντε Βιώ (1590-1626), Πιέρ ντε Μαρμπέφ (Pierre de Marbeuf 1596-1645), Σαιν-Αμάν (1594-1661). Η αισθητική της υφολογικής δεξιοτεχνίας εκδηλώνεται επίσης στην ποίηση των Βενσάν Βουατύρ (1597-1648), Κλωντ Μελβίλ (Claude Malleville,1597-1647), Ονορά ντε Μπέιγ ντε Ρακάν και Ισαάκ ντε Μπενσεράντ (Isaac de Benserade1613-1691), καθώς και του Φρανσουά Τριστάν Λ'Ερμίτ, ο οποίος πέραν των ποιητικών συλλογών έγραψε και θεατρικά έργα και ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.
Από τα πρώτα χρόνια του αιώνα εμφανίστηκαν ποιητικές συλλογές, όπου ο στίχος ήταν αυστηρά καθορισμένος και συγκρατημένος. Κύριος εκπρόσωπος ο Φρανσουά ντε Μαλέρμπ (1555-1628), που κωδικοποίησε στις αρχές του αιώνα τους κανόνες της ποιητικής έκφρασης. Οι συγγραφείς της εποχής του τον χαιρέτησαν ως δάσκαλο του κλασικισμού και του ορθολογισμού.[24]
Αργότερα κυριαρχεί ο Νικολά Μπουαλώ (1636-1711), ο οποίος λάμπει στην ποίηση ιδεών με την Ποιητική τέχνη, τις Επιστολές και τις Σάτιρές του. Το ύφος του είναι αριστοτεχνικό. Τα λογοπαίγνια, οι ομοιοκαταληξίες, το παράδοξο, η η επίκαιρη σάτιρα εκφράζονται στο έργο του με άνεση και ρωμαλέο ύφος. Κάθε έργο του ήταν ένας πειραματισμός και λίγοι ποιητές άσκησαν επίδραση σε τόσο διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο ποιητής και λόγιος Ζαν ντε Λα Φονταίν (1621-1695) διέθετε μεγαλύτερο σαρκασμό και πιο πλούσια φαντασία από τον Μπουαλώ. Γνώστης των αρχαίων ποιητών, άντλησε από αυτούς πολλά, προσθέτοντας στα έργα του την προσωπική του σφραγίδα και την επινοητικότητά του. Ο Λα Φονταίν σήμερα είναι γνωστός κυρίως για το έργο του Μύθοι, (1668-1696), έργο γραμμένο σε στίχους και επηρεασμένο από τον Αίσωπο αλλά και από τη γαλλική και ξένη λαϊκή παράδοση, όπου ο συγγραφέας έδωσε ποιητική πνοή στις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής.[1] Μιμείται τους δασκάλους του με μεγάλη ελευθερία. Όπως και οι χαρακτήρες του Μολιέρου οι χαρακτήρες του αντιπροσωπεύουν όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ο Λα Φονταίν απεικονίζει ολόκληρη τη γαλλική κοινωνία του δεύτερου μισού του αιώνα. Ο μύθος, που πριν τον Λα Φονταίν ήταν ένα σύντομο είδος όπου το ανέκδοτο κατέληγε στην ηθικολογία, έγινε μια ευρεία κωμωδία όπου όλα είναι στη θέση τους: το περιβάλλον, τους χαρακτήρες, ο διάλογος.
Τον 17ο αιώνα, οι μελετητές της κλασσικής εποχής, όπως ο Νικολά Μπουαλώ στην Ποιητική τέχνη του, προσπάθησαν να ενισχύσουν την επίσημη κωδικοποίηση στην τραγωδία και την κωμωδία βασιζόμενοι στον Αριστοτέλη. Ο θαυμασμός προς την Αρχαιότητα, η προσπάθεια μίμησης των αρχαίων προτύπων, η αυστηρότητα της δομής, η αποτύπωση του φυσικού και του αληθοφανούς, η λεπτομερής και οξυδερκής ηθική και ψυχολογική ανάλυση, η σαφήνεια και η καθαρότητα του ύφους γίνονται οι βασικές αρχές της τραγωδίας. Οι τραγωδίες πρέπει να πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις, ώστε να ανταποκρίνονται στο καλό γούστο (bon goût), την καλαισθησία: μια νέα έννοια, η οποία αποκτά ιδιαίτερη σημασία αυτή την εποχή.[7]
Η κλασσική αισθητική, γαλλική πρωτοτυπία που εναντιώνεται στο εκρηκτικό μπαρόκ, καθόρισε κανόνες που συζητήθηκαν πολύ, όπως αποδεικνύεται από τη «διαμάχη του Σιντ»[25] με τις αντιπαραθέσεις της Γαλλικής Ακαδημίας και τους προλόγους των θεατρικών συγγραφέων. Ο «μεγάλος κανόνας» είναι να «ευχαριστηθούν» τα φωτισμένα μυαλά, η κλασσική τέχνη θα συστήσει συμβάσεις που θα πρέπει να οδηγήσουν στην επιτυχία και το μεγαλείο του θεατρικού έργου, το οποίο θεωρείται ως σημαντική λογοτεχνική τέχνη.
Για την κλασική εποχή η τέχνη έχει μια ηθική λειτουργία: το θέατρο πρέπει να σεβαστεί τον κανόνα της ευπρέπειας, αποκλείοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να πάει ενάντια στην ηθική, η «άσεμνη» βία για παράδειγμα δεν μπορεί να εμφανίζεται στη σκηνή, και αποκλίνουσες συμπεριφορές πρέπει να τιμωρούνται, όπως ο Δον Ζουάν στο τέλος του έργου του Μολιέρου Δον Ζουάν ή Το πέτρινο συμπόσιο ή η Φαίδρα στο έργο του Ρακίνα. Η τέχνη πρέπει να «εξαγνίσει τα πάθη (η αριστοτελική κάθαρση) με την τραγωδία και να διορθώσει τα ήθη μέσω του γέλιου με την κωμωδία». Αυτή η ευπρέπεια και αυτή η ηθική βούληση συνοδεύονται από γλωσσική ευπρέπεια, αν και η κωμωδία είναι πιο ελεύθερη στον τομέα αυτό. Μεγάλη προσοχή δίνεται στο φυσικό και το αληθοφανές, μερικές φορές σε σύγκρουση με το αληθινό. Οι συγγραφείς πρέπει επίσης να υπερασπιστούν και τη συνέπεια των χαρακτήρων και να αναζητήσουν την καθολικότητα τοποθετούμενοι μέσα στη συνέχιση των Αρχαίων, των οποίων η λογοτεχνική επιβίωση δείχνει ότι γνώριζαν να μιλούν για τον άνθρωπο εύστοχα, γεγονός που παραμένει ο στόχος ενός ψυχαγωγικού και ηθικολογικού θεάτρου.
Το κλασικό πνεύμα έλκεται από την ισορροπία, το μέτρο, την τάξη, τη λογική και την έγνοια για αποτελεσματικότητα, από όπου προέρχεται η ενότητα του χρόνου που συνοψίζει ο Μπουαλώ σε δύο διάσημους στίχους της Ποιητικής τέχνης του: «Σε ένα μέρος, σε μια μέρα, ένα μόνο γεγονός να ολοκληρώνεται/ Κρατήστε το θέατρο γεμάτο μέχρι το τέλος». Έτσι, ορίστηκαν οι Ενότητες του κλασικού θεάτρου:
Συνδυασμένες με τις θεατρικές ενότητες είναι οι ακόλουθες έννοιες:
Η ευπρέπεια: Η λογοτεχνία έπρεπε να σέβεται τους ηθικούς κώδικες και το καλό γούστο. Τίποτα που αντιβαίνει αυτούς τους κώδικες δεν έπρεπε να παρουσιάζεται, ακόμα κι αν ήταν ιστορικά γεγονότα.
Η αληθοφάνεια: Οι ενέργειες έπρεπε να είναι αληθοφανείς. Όταν τα ιστορικά γεγονότα έρχονταν σε αντίθεση με την αληθοφάνεια, επέλεγαν την αληθοφάνεια. Το κριτήριο της πίστης χρησιμοποιείται μερικές φορές για να επικρίνει την αμαρτία, στην οποία αποκαλύπτουν τα συναισθήματά τους.
Αυτοί οι κανόνες σπάνια ακολουθήθηκαν απόλυτα και πολλά από τα αριστουργήματα του 17ου αιώνα τους παρέβλεψαν εκ προθέσεως για να αυξήσουν το συναισθηματικό αποτέλεσμα.
Τραγωδία | Κωμωδία | |
---|---|---|
Κίνητρο | εξαγνισμός των παθών μέσω της συγκίνησης (Αριστοτέλης : κάθαρση - τρόμος και οίκτος) |
να διορθώσουν τα ήθη με το γέλιο |
Δράση | ασυνήθιστη, εξαιρετική περιπέτεια απομακρυσμένη στον χρόνο (Θρύλοι, μύθοι, ιστορία της Αρχαιότητας) |
περιπέτεια κανονική και σύγχρονη (χρήμα, κοινωνική φιλοδοξία, γάμος, συζυγική απιστία…) |
Χαρακτήρες | ασυνήθιστοι, εξαιρετικοί (βασιλιάδες, πολεμιστές…) |
οικείοι (αστοί, λαός, χαμηλή αριστοκρατία) |
Τόνος | μοίρα και θάνατος, αμετάκλητο προσωπικό και συλλογικό πεπρωμένο, καθολικότητα της ανθρώπινης κατάστασης (δυστυχισμένο τέλος) |
ρεαλισμός (αντανάκλαση της κοινωνίας - αιώνιες ανθρώπινες συνήθειες) + γέλιο ή χαμόγελο, ποικίλες κωμικές εντυπώσεις και ευτυχισμένο τέλος (φάρσα κομψή ή χοντροκομμένη - κωμικές φράσεις, χειρονομίες, καταστάσεις, χαρακτήρες, ήθη) |
Μορφή | επίσημη γλώσσα, αλεξανδρινοί στίχοι, 5 πράξεις | γλώσσα απλή ή φιλική (σε πεζό λόγο ή σε στίχους, σε 1,3 ή 5 πράξεις) |
Κανόνες | τρεις ενότητες (χρόνου, τόπου, δράσης), αληθοφάνεια και ευπρέπεια | ευελιξία |
Τίτλος | κύριο όνομα (Ανδρομάχη, Φαίδρα...) |
κοινό όνομα ή συλλογικός χαρακτήρας (Ο Φιλάργυρος, Οι σοφολογιότατες, Ο Μισάνθρωπος…) |
Πολλοί ήταν οι συγγραφείς τραγωδιών αλλά δύο από αυτούς την οδήγησαν στην τελειότητα: ο Πιέρ Κορνέιγ (1606-1684) και ο Ζαν Ρασίν - Ρακίνας - (1639-1699).
Ο Κορνέιγ ενδιαφέρθηκε για ιστορικά θέματα: τη σωτηρία της Ρώμης (Οράτιος), τη μοίρα της Σεβίλλης που απειλούνταν από τους Μαυριτανούς κ.α. Το έργο του Ο Σιντ (1637) αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του θεάτρου, θεωρείται το πρώτο κλασικό έργο. Η δράση των έργων του Κορνέιγ, ως επί το πλείστον ιστορικά, είναι περίπλοκη και μερικές φορές παραφορτωμένη. Ο συγγραφέας παρουσιάζει ισχυρούς χαρακτήρες για τους οποίους το θέμα της τιμής είναι ακαταμάχητο. Επιλέγοντας αυτή τη θεματολογία, ο Κορνέιγ δίνει μοντέλα συμπεριφοράς τα οποία είχε ανάγκη η πολιτική της απόλυτης μοναρχίας. Μέσα από τα ποικίλα πρόσωπα που παρουσιάζει, κωμικά, στωικά, ευγενή, φιλόδοξα, αδύναμα ή μοχθηρά, πρόσωπα κατά προτίμηση του ρωμαϊκού ή του αρχαιοελληνικού πανθέου, προκύπτει το ηθικό δίλημμα, οι ήρωές του αντιμετωπίζουν καταστάσεις όπου καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στα προσωπικά τους συναισθήματα και την τιμή ή το καθήκον και επιλέγουν το δεύτερο διεκδικώντας τη νίκη ή το μεγαλείο, την ελευθερία ή την εκπλήρωση των ευγενικών πόθων τους.[26] Απόγειο του έργου του θεωρούνται οι ιστορικές του τραγωδίες Ο Σιντ, Οράτιος, Κίννας, Πολύευκτος, Ροδογύνη, Ηράκλειος, Νικομήδης.
Ο Ρακίνας ανήκει στην επόμενη γενιά, πιο αυστηρά κλασική και παρουσιάζει το πάθος σαν μια μοιραία δύναμη που καταστρέφει αυτόν που τον κατέλαβε. Οι κλασικές τραγωδίες του παρουσιάζουν απλή και ξεκάθαρη δράση, οι περιπέτειες προκύπτουν από το πάθος των χαρακτήρων. Οι ήρωες του Ρακίνα κυριαρχούνται από το πεπρωμένο. Οι ήρωες είναι ενάρετοι και λογικοί χωρίς ακρότητες αλλά δε μπορούν να ελέγξουν τα πάθη τους και η μοίρα τους τιμωρεί. Το αγαπημένο του θέμα είναι η τραγική αφροσύνη και εθελοτυφλία που προκαλεί το ερωτικό πάθος. Ο τόνος είναι αντιηρωικός και αποδίδει με ρεαλισμό την ηθική ενός κόσμου όπου η τρυφερότητα και η ηθική αρετή εκμηδενίζονται από τη βία. Στις τραγωδίες του διεγείρει στην ψυχή των θεατών το έλεος και τον φόβο.[27] Τα πιο σημαντικά έργα του: Ανδρομάχη, Φαίδρα, Θηβαΐδα, Βερενίκη, Εσθήρ, Αθαλία.
Τον 17ο αιώνα το κυρίαρχο όνομα στην κωμωδία είναι ο Μολιέρος (1622-1673). Γεννήθηκε στο Παρίσι και το πραγματικό του όνομα ήταν Ζαν Μπατίστ Ποκλέν. Έλαβε σπουδαία μόρφωση, γιατί ο πατέρας του, που ήταν πλούσιος και είχε σχέσεις με το παλάτι, τον προόριζε για θαλαμηπόλο του βασιλιά. Αντί γι' αυτό όμως ο Μολιέρος, μετά τις σπουδές του στα νομικά, έφτιαξε ένα θίασο από ηθοποιούς που τον ονόμασε Λαμπρό Θέατρο και από το 1645 έως το 1658 γύριζε στις γαλλικές επαρχίες δίνοντας παραστάσεις με έργα δικά του και άλλων συγχρόνων του. Από το 1659 και έως το θάνατο του Μολιέρου το θέατρο είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι και παρουσίασε πάνω από είκοσι έργα του.[28]
Η μεγαλοφυΐα του Μολιέρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του γαλλικού κλασσικού θεάτρου. Οι κωμωδίες ηθών και χαρακτήρων που έγραψε παρουσιάζουν μια πραγματική τοιχογραφία της κοινωνίας του 17ου αιώνα στη Γαλλία. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία. Δημιούργησε χαρακτήρες απίστευτης κωμικής δύναμης, που συγκριτικά κάνουν όλη την προγενέστερη κωμωδία να μοιάζει αδέξια. Όπως είπε ο Βολταίρος, «ο Μολιέρος δημιούργησε την κωμωδία από το χάος». Τα έργα του έχουν διαχρονική αξία: ο Γιατρός με το στανιό, ο Μισάνθρωπος, ο Αρχοντοχωριάτης, ο Φιλάργυρος, ο Ταρτούφος, έργο που απαγορεύτηκε και του στοίχισε διαρκή και επίμονο αγώνα, είναι κλασικά. Το έργο του επηρέασε βαθιά την εξέλιξη τόσο της σκηνικής πρακτικής όσο και της ίδιας της δραματουργίας, καθώς ο ανεπανάληπτος θεατράνθρωπος έγραψε κείμενα που έφεραν τη σφραγίδα του τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στην ερμηνεία. Ο Μολιέρος έγραφε για τον θίασό του με τον χρόνο να τον πιέζει πάντα και να τον αναγκάζει να ανεβάζει τρία και τέσσερα έργα τη χρονιά ώστε να επιβιώσει τόσο ο ίδιος όσο και ο θίασος του.
Ο Μολιέρος σατίριζε ανοιχτά τον φαρισαϊσμό των ευγενών και της αστικής τάξης ενσαρκώνοντας το πνεύμα των λαϊκών μαζών. Στο στόχαστρό του έβαλε την επίπλαστη θεοσέβεια που εκφράζεται μέσω της υποκριτικής φιλανθρωπίας, την πνευματική χρεοκοπία και τον ωμό κυνισμό της αριστοκρατίας, θέλοντας να ξεσηκώσει το δημοκρατικό λαϊκό κοινό των παραστάσεών του εναντίον των αυταρχικών και δεσποτικών αριστοκρατών[29], γεγονός που του στοίχισε αντιδράσεις και διώξεις.
Προς το τέλος του αιώνα, κωμωδίες στα βήματα του Μολιέρου έγραψαν με μεγάλη επιτυχία αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Ζαν-Φρανσουά Ρενιάρ.
Πρόκειται για μια φιλολογική διαμάχη που ξέσπασε στη Γαλλία από το 1659 έως το τέλος του αιώνα αναφορικά με την υπεροχή αρχαίων και νεότερων συγγραφέων. Οι Αρχαίοι, όπως οι Λα Φονταίν, Νικολά Μπουαλώ και Λα Μπρυγιέρ, ισχυρίζονταν ότι οι αρχαίοι κλασικοί ήταν τα μοναδικά πρότυπα για μια καλή λογοτεχνία και ότι τα πάντα έχουν ανακαλυφθεί, όλα έχουν επινοηθεί, οπότε δεν υπάρχει πρόοδος στην τέχνη. Οι Σύγχρονοι από την πλευρά τους και ειδικά ο Σαρλ Περώ (1628-1703), ο συγγραφέας του έργου Ιστορίες της μαμάς μου της χήνας (1697), και ο Μπερνάρ ντε Φοντενέλ αμφισβητούσαν την υπεροχή των κλασικών προτείνοντας θέματα παρμένα από τις μεσαιωνικές μυθιστορίες και την Αγία Γραφή. Τελικά οι μαχητικές συζητήσεις σταμάτησαν και η διαμάχη έληξε όταν ο Μπουαλώ ζήτησε συγγνώμη από τον Περώ και αναγνώρισε ότι ο 17ος αιώνας είχε να επιδείξει, σε ορισμένους τομείς, αρετές εφάμιλλες με αυτές της αρχαιότητας.
Προς το τέλος του αιώνα εμφανίζεται μια πρωτοποριακή λογοτεχνία ιδεών, με τους Σαρλ ντε Σαιν-Εβρεμόν (1614-1703), Γκαμπριέλ ντε Φουανύ (Gabriel de Foigny,1630-1692), Ντενί Βαιρές (Denis Vairasse,1630-1672), Φενελόν (1651-1715), Πιέρ Ζυριέ (Pierre Jurieu, 1637-1713), Ανρί Μπασνάζ ντε Μπωβάλ (Henri Basnage de Beauval, 1657-1710), Πιέρ Μπαίλ και Μπερνάρ ντε Φοντενέλ, που προαναγγέλλουν τους φιλοσόφους της εποχής του Διαφωτισμού και τις πνευματικές τους προκλήσεις.
Ο Πιέρ Μπαιλ (1647-1706) ήταν φιλόσοφος και συγγραφέας γνωστός για το βιβλίο του Ιστορικό και κριτικό λεξικό (1697) που είναι ένα εκτεταμένο θησαύρισμα γνώσεων, ίσως ο μεγαλύτερος όγκος πολυμάθειας που προσφέρθηκε ποτέ από έναν και μόνο άνθρωπο. Ο Μπαιλ εξορίστηκε ως Διαμαρτυρόμενος και έζησε για χρόνια στο Ρότερνταμ. Άλλα του έργα είναι: Διάφορες σκέψεις για τον κομήτη, 1682, όπου δίνει αγώνα κατά της δεισιδαιμονίας και το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα από τη Δημοκρατία των Επιστολών, 1684-1687. Ως πρόδρομος των Εγκυκλοπαιδιστών[30] και υποστηρικτής της αρχής της ανεκτικότητας τα έργα του επηρέασαν στη συνέχεια την ανάπτυξη του Διαφωτισμού.
Ο Μπερνάρ ντε Φοντενέλ (1657-1757) ήταν επιστήμονας και λόγιος, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, το «καθολικότερο πνεύμα της εποχής του Λουδοβίκου ΙΔ΄ » σύμφωνα με τον Βολταίρο. Στα έργα του βρίσκονται σε εμβρυΐκή μορφή πολλές από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Μακροβιότατος, ανήκει ταυτόχρονα στον 17ο και 18ο αιώνα σχηματίζοντας κατά κάποιο τρόπο τον σύνδεσμο ανάμεσα στον Μεγάλο αιώνα και τον Διαφωτισμό. Από τα περιφημότερα έργα του ήταν οι Φιλόκαλες επιστολές, 1683, κυρίως όμως οι Νέοι νεκρικοί διάλογοι, 1683-4, όπου με πρότυπο τους διαλόγους του Λουκιανού έγραψε συνομιλίες ανάμεσα στον Σωκράτη και στον Μονταίν, τον Σενέκα και τον Σκαρρόν, με σκοπό να προωθήσει τη διάδοση των νέων φιλοσοφικών ιδεών, προσπάθεια που συνέχισε με την Ιστορία των χρησμών,1686. Το πιο πρωτότυπο έργο του ήταν το Περί της απαρχής των μύθων (1684). Με τις Συνομιλίες για την πολλαπλότητα των κόσμων (1686) συνέβαλε στην αποδοχή του Κοπερνίκιου συστήματος, το οποίο το 1686 δεν διέθετε καμία υποστήριξη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.