τραγωδία του Ευριπίδη From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μήδεια είναι τίτλος τραγωδίας που έγραψε ο Ευριπίδης και διδάχθηκε (παίχτηκε) το 431 π.Χ.
Μήδεια Μήδεια | |
---|---|
Συγγραφέας | Ευριπίδης |
Πρωτότυπος τίτλος | Μήδεια |
Παγκόσμια πρώτη παράσταση | 431 π.Χ. |
Τοποθεσία πρώτης παράστασης | Αθήνα |
Χορός | Κορίνθιες γυναίκες |
Ρόλοι | Μήδεια, Ιάσονας, Τροφός, Παιδαγωγός, Κρέοντας, Αιγέας, Άγγελος και χορός |
Σκηνικό | Έμπροσθεν του σπιτιού της Μήδειας στην Κόρινθο |
Γλώσσα πρωτότυπου | αρχαία ελληνικά |
Είδος | Τραγωδία |
Σχετικά πολυμέσα | |
Μαζί με την Μήδεια η τετραλογία συνοδεύονταν από τις τραγωδίες Φιλοκτήτης, Δίκτυς και το σατυρικό δράμα Θερισταί, τρία έργα που δεν έχουν διασωθεί ακέραια. Η τετραλογία αυτή τερμάτισε τρίτη, καθώς την πρώτη θέση κατέλαβε ο Ευφορίων, γιος του Αισχύλου και τη δεύτερη θέση κατέλαβε ο Σοφοκλής.
Το έργο ξεκινά με την τροφό του σπιτιού, η οποία εξομολογείται στο κοινό, πως ο Ιάσονας παράτησε την Μήδεια, αφού πήρε για γυναίκα του την κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα. Στη συνέχεια, έρχεται ο παιδαγωγός μαζί με τα παιδιά της Μήδειας και αποκαλύπτει πως άκουσε ότι ο Κρέοντας ετοιμάζονταν να εξορίσει την Μήδεια. Οι φωνές της απατημένης γυναίκας ακούγονται μέσα απ' το σπίτι. Ακολουθεί η είσοδος του χορού, ο οποίος πείθει την τροφό να φέρει έξω την Μήδεια. Ενώ η Μήδεια βγαίνει, έρχεται ο Κρέων και της ζητά να φύγει από την χώρα. Εκείνη καταφέρνει να εξασφαλίσει μια μέρα ακόμα. Έπειτα έρχεται ο Ιάσονας και κατηγορεί την Μήδεια πως η ίδια είναι υπεύθυνη για τον εξορισμό της. Εκείνη διαπληκτίζεται έντονα μαζί του, ενώ αρνείται κάθε βοήθεια που της προσφέρει. Εν συνεχεία, στην σκηνή εμφανίζεται ο Αιγέας, ο οποίος δέχεται να την φιλοξενήσει στην Αθήνα. Η Μήδεια, σχεδιάζει το σχέδιο εκδίκησης της. Αφού πείσει τον Ιάσονα πως συμφωνεί με τον νέο του γάμο, στέλνει με τα παιδιά της δηλητηριασμένα δώρα για να τα φορέσει η νύφη. Ένας αγγελιοφόρος του παλατιού έρχεται έξαλλος στην σκηνή και αναγγέλει τον θάνατο της Γλαύκης και του πατέρα της Κρέοντα. Η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της και δραπετεύει στην Αθήνα με το φτερωτό άρμα που της έδωσε ο πρόγονος της, Ήλιος, ενώ ο Ιάσονας μένει πίσω θρηνώντας για τον χαμό των παιδιών του.
Ο ποιητής απεικονίζει τον βαθμό μανίας και αγριότητας που μπορεί να φθάσει η απατημένη σύζυγος και σε πόση παραφροσύνη εκ της συζυγικής απάτης, (συμπερασματικά και τα στοιχεία από το ήθος της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής).
Η προσεκτική ανάγνωση της Μήδειας ως σύνθετου δείγματος τραγικής ποίησης αποκαλύπτει πως πρόκειται για ένα έργο στο οποίο αναδεικνύονται έντονα στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, σε μια εποχή που ο κλασικός ελληνικός κόσμος είναι έτοιμος να περάσει στον εμφύλιο σπαραγμό και στη φάση της παρακμής του. Σε μια εποχή που η κριτική των παραδοσιακών αξιών είναι παρούσα σε κάθε θεσμό, πολιτικό και κοινωνικό, ο Ευριπίδης αμφισβητεί παραδοσιακές πολιτισμικές αξίες που σχετίζονται με το βιολογικό γένος, την ελληνικότητα και τους κοινωνικούς θεσμούς του παρελθόντος.
Τμήμα μιας τετραλογίας η Μήδεια είναι ουσιαστικά ένα έργο σύνθετο και γεμάτο νεωτερισμούς, παρά την καθαρή παρατακτική αφήγηση και τη φαινομενικά λιτή πλοκή της παράθεσης των συμβάντων, τη σκηνογραφική του απλότητα -εκτός από την πιθανή χρήση του γερανού στο κλείσιμο της τραγωδίας. Η σαφήνεια πιθανώς και η καθαρότητα του λόγου οδηγεί ενίοτε στο βιαστικό πιθανώς συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια τραγωδία που προκαλεί μεν έντονα συναισθήματα, αλλά είναι απλή ως προς τη δομή της.
Αρχικά, ο ποιητής ως άλλος σοφιστής φαίνεται να είναι άνθρωπος δίχως πατρίδα, όπως το διατυπώνει ο A. Lesky[1], γιατί δικαιώνει μέσω του χορού στον αγώνα λόγων την οργή της βάρβαρης φαρμακίδας, αντιβαίνοντας ουσιαστικά τις ηροδότειες επιταγές για το ομόαιμον[2]. Επίσης, καταγράφει επί σκηνής τις αντιμαχόμενες δυνάμεις και τις εσωτερικές συγκρούσεις της ψυχής σε βαθμό πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της ελληνικής τραγωδίας.[3] Τρίτον -και εδώ κρύβεται πιθανώς η σημαντικότερη έκπληξη- επεξεργάζεται έναν από τους μαγικότερους ως προς τη φύση του μύθους, ακολουθώντας ουσιαστικά την πλοκή του μύθου όπως διασώθηκε για εμάς αργότερα στα Αργοναυτικά, παρόλο που πριν από αυτόν ο Πίνδαρος αναφέρεται στο ίδιο θέμα στις Πύθιες Ωδές του[4]. Τέταρτον, απομυθοποιεί μια κεντρική μορφή του ηρωικού πάνθεου, τον Ιάσονα, υποδεικνύοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες και την τυραννική φύση του -μια λογική κατάληξη του ήρωα που συμβιβάζεται με τα θέσμια μιας οργανωμένης κοινωνίας και εγκαταλείπει τη λυτρωτική του εξέγερση[5].
Ο Π. Ξιφαράς διατυπώνει την άποψη ότι στον αγώνα λόγων η σύγκρουση Μήδειας και Ιάσονα εκφράζει ουσιαστικά την αρχετυπική αντίθεση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού[6]. Ίσως, όμως, η αντίθεση να πηγαίνει βαθύτερα, στη σύγκρουση ανάμεσα στην πανάρχαια μαγεία της δέσμευσης μέσω του όρκου, που αντιπροσωπεύει η Μήδεια[7] και τον στεγνό ορθολογισμό του Ιάσονα, ενδεικτικό μιας κοινωνίας με συγκεκριμένο υλιστικό προσανατολισμό. Κάτι τέτοιο φαίνεται πολύ πιθανό, αν σκεφθεί κανείς τη σημαντική σχέση της μαγείας και των δικαιϊκών πρακτικών, που προστάτευαν την ευημερία του ατόμου και της αρχαϊκής κοινότητας[8].
Η Μήδεια είναι απειλή για την ασφάλεια και την ευημερία της κορινθιακής κοινωνίας, αλλά όχι μόνον για τους λόγους που φανερά διατυπώνει ο ποιητής. Είναι ο ίδιος ο μύθος και η γενεαλογία των προσώπων του, που μπορεί να δώσει απαντήσεις, ένας μύθος γνωστός μεν στο κοινό της κλασικής εποχής, παραγνωρισμένος, όμως, ως προς τα συστατικά του στοιχεία από τη σύγχρονη φιλολογική ερμηνεία και κριτική.
Ενίοτε στην τραγωδία και συχνότερα στην αρχαία κωμωδία ο πρωταγωνιστής και ο δευτεραγωνιστής αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον σε μια επίσημη, ρητορική συζήτηση ή αγώνα, στον οποίο εκφέρουν το λόγο τους, με τον χορό ή κάποιον τρίτο στο ρόλο του κριτή ή μεσολαβητή[9]. Στους διαλόγους του Ευριπίδη παρατηρούμε τη ρητορική τεχνοτροπία που θυμίζει ιδιαίτερα τη δικανική και πολιτική ρητορική, κυρίαρχη στην κλασική Αθήνα και πιθανώς τις επιδράσεις της σοφιστικής[10].
Οι αγώνες λόγου, όμως, φαίνεται πως διαμορφώθηκαν ήδη από την πρώιμη εποχή της επικής ποίησης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Όμηρο, στον οποίο μπορούμε να διακρίνουμε αρκετά ίχνη της ρητορικής τέχνης[11]. Στην προκειμένη περίπτωση μια τέτοια αναζήτηση θα μπορούσε να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη σε μια πλήρη ανάπτυξη του παρόντος θέματος, εξαιτίας της διαφωνίας των φιλολόγων για το σκοπό παράθεσης τέτοιων αγώνων, καθώς στο απλούστερο επίπεδο ανάλυσης της ομηρικής παραγωγής ρητορικής είναι δυνατόν να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκαν αυτοί οι λόγοι[12]. Μπορεί επίσης να καταδειχθεί ότι υπάρχει μια συνοχή μεταξύ Ομήρου και της ύστερης ρητορικής πρακτικής και της τραγικής ποίησης[13]. Το σημαντικότερο, ωστόσο, παραμένει ότι τέτοια ανάλυση επιδεικνύει πόσο ζωτικής σημασίας είναι η παραδειγματική φύση των ομηρικών αγώνων λόγων[14]. Αυτοί οι αγώνες λόγων στην «προφορική», παραδειγματική, παρατακτική φύση τους, προδίδουν ένα εννοιολογικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο οι «προφορικοί» πολιτισμοί τους χρησιμοποιούσαν για την έκφραση έντονων αρνητικών συναισθημάτων και παθών, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ή προσφέρουν την εικόνα μιας εμφανούς εσωτερίκευσης και απόκρυψης των ενδόμυχων σκέψεων, σύμφωνα με κάποιους άλλους[15].
Ο συγκεκριμένος αγών λόγων, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση που προτείνει ο M. Dubishar -κρίσις, συμβουλή και ικεσία[16]- ανήκει προφανώς στην κατηγορία της κρίσης. Στον αγώνα κρίσης δύο μορφές, τις οποίες ο συγγραφέας αποκαλεί αδικούμενος και αδικήσας, διαφωνούν για κάποια κατηγορία του ενός ενάντια στον άλλο. Αυτός ο τύπος αγώνος με τη σειρά του υποδιαιρείται κατόπιν σε τρεις υποομάδες: Στον απλό αγώνα κρίσεως, (π.χ. Μήδεια κατά Ιάσονα), στον αγώνα κρίσεως ενώπιον κριτού, (π.χ. Εκάβη κατά Πολυμήστορα, ενώπιον του Αγαμέμνονα) και στον προσδοκητικό αγώνα, (π.χ. Μενέλαος και Αγαμέμνων, περί της τήρησης της υπόσχεσης θυσίας της Ιφιγένειας).
Σε μια άλλη κατηγοριοποίηση -ως προς το προοίμιό του κύρια- ο συγκεκριμένος αγών λόγου είναι εφετικός για τον S. Usher που βλέπει πως η έφεση φαίνεται ως διαδεδομένη πρακτική τόσο στις Τετραλογίες του Αντιφώντα, όσο και στη Μήδεια του Ευριπίδη[17].
Ο συγκεκριμένος αγώνας λόγων, ή άμιλλα λόγων, όπως την περιγράφει ο ίδιος ο ποιητής (στ. 546)[18], επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα κομβικά σημεία, με σημείο έναρξης την κριτική του Ιάσονα για τη Μήδεια, (στ. 446-458). Κατόπιν στρέφεται στις αποκαλύψεις του για το τι προτίθεται να κάνει για εκείνην και τα παιδιά του, (στ. 459-464). Η Μήδεια απαντά στην προσφορά του Ιάσονα, (στ. 465-472), αναφέροντάς του επιπλέον τι έχει κάνει για εκείνον, (στ. 476-487). Κατόπιν η Μήδεια κατηγορεί τον Ιάσονα (στ. 492-495 και 510-511), αναλύοντας και τη δυσάρεστη κατάσταση στην οποία βρίσκεται, (στ. 502-515). Ακολουθεί η άποψη του Ιάσονα για τη βοήθεια της Μήδειας, (στ. 527-533), και η αναφορά στα οφέλη της Μήδειας από τον ερχομό της στην Ελλάδα, (στ. 535-544). Ο Ιάσων αιτιολογεί το γάμο του με την Κορίνθια πριγκήπισσα, (στ. 548-567) και βρίσκει την ευκαιρία να ασκήσει κριτική στις γυναίκες γενικότερα (στ. 569-575). Η Μήδεια με τη σειρά της ασκεί κριτική στα επιχειρήματα του Ιάσονα (580-587). Ο Ιάσων επανέρχεται προσφέροντας βοήθεια στη Μήδεια, (στ. 610-614), για να εισπράξει την οργισμένη της αντίδραση (στ. 616-618).
Η Μήδεια είναι μια βάρβαρη μάγισσα, που έχει προδώσει την οικογένειά της για να βοηθήσει τον εραστή της Ιάσονα, παίρνοντας ταυτόχρονα έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Το όνομά της ως προς την ετυμολογία του αποδίδεται στο ρήμα μέδομαι[19]. Συχνά, λοιπόν, αποδίδεται ως «σκεπτόμενη γυναίκα». Τώρα ανακαλύπτει πως ο σύντροφος που της ορκίστηκε αιώνια πίστη[20] επιθυμεί μια άλλη γυναίκα, την κόρη του βασιλιά Κρέοντα της Κορίνθου και «πραγματική Ελληνίδα». Η Μήδεια είναι σύνθετος και συναρπαστικός χαρακτήρας, αλλά σχεδόν στο σύνολό της η φιλολογική ή θεατρική κριτική αρκείται στον ψυχοδραματικό χαρακτήρα της εσωτερικής της σύγκρουσης και στις πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις που αναμφίβολα οδηγεί η εκφορά του λόγου και τα επιχειρήματά της. Όμως, η κυρίαρχη ιδιότητά της είναι εκείνη της μάγισσας, της φαρμακίδας. Είναι η νέα που ανατράφηκε στα δώματα του Αιήτη, εκείνη που τη δίδαξε η ίδια η Εκάτη να φτιάχνει τα μαγικά βοτάνια με μεγάλη επιδεξιότητα[21].
Χαρακτήρες σαν την «ξένη» Μήδεια του Ευριπίδη διεκδικούν μια αξιοσημείωτη γυναικεία σοφία, και έναν ρόλο ηρωικό σύμφωνα με τα πρότυπα του ανδρικού ηρωισμού και της εκδίκησης[22], εντελώς αντίθετο προς τα δεδομένα της θηλυκής παρουσίας στην κλασική Ελλάδα, όπου η γυναίκα περιορίζεται στα του οίκου της, δίχως ιδιαίτερη παρουσία ή ρητορικές δυνατότητες[23]. Αυτόν τον ρόλο αναλαμβάνει η Μήδεια, προκειμένου να χειριστεί τον Κρέοντα και να κερδίσει το χρόνο που χρειάζεται. Η απώλεια του Ιάσονα είναι απλώς θέμα πάθους. Αυτό που εξοργίζει περισσότερο πιθανώς τη Μήδεια είναι η ταπείνωση και η λύση του όρκου -για την τήρηση του οποίου θα φροντίσει με τρόπο βίαιο και απεχθή για τη χριστιανική ηθική[24]. Ως ιέρεια της Εκάτης δεν ανέχεται τη λύση του όρκου, ενός σημαντικού δεσμού ανάμεσα στους ανθρώπους και τους ανθρώπους ή τους δαίμονες.[25].
Η Μήδεια φαίνεται να έχει μια ισχυρή επίδραση στον χορό, τον εκπρόσωπο του λαού ουσιαστικά, που παίρνει το μέρος της, σχεδόν ως τριταγωνιστής, παρά την κριτική του Αριστοτέλη για την απομόνωση που επέβαλε κατά την άποψή του ο Ευριπίδης στο χορό[26]. Εδώ ο Ευριπίδης εξετάζει τις θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού του, επισημαίνοντας πως ο πολιτισμός εξελίσσεται μέσα σε ένα εννοιολογικό πλαίσιο σχέσεων δύναμης. Για κάθε πολιτισμική έκφανση υπάρχει μια καθοδηγητική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία κάτι κερδίζει κανείς και κάτι χάνει. Οι αυτορρυθμιστικές δυνάμεις του πολιτισμού -η τέχνη, ο μύθος και η συλλογική πίστη- είναι εκείνες που βοηθούν στην επούλωση των πληγών, στην αποκατάσταση των κοινωνικών αδικιών και στην προκειμένη περίπτωση ο τραγικός ποιητής αναλαμβάνει έναν τέτοιο θεραπευτικό ρόλο για μια κοινωνία που συστηματικά υποβάθμισε την γυναικεία παρουσία στη διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης.
Ο Ιάσων, έτσι όπως παρουσιάζεται στο έργο του, δεν είναι παρά το άδειο κέλυφος ενός προγενέστερου ήρωα. Είναι υπολογιστής, αυτάρεσκος και ωφελιμιστής. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί για να υπερασπιστεί τις ενέργειές του, δείχνουν ότι έχει μελετήσει τη ρητορική τέχνη, αλλά αυτός ακριβώς ο επαγγελματισμός των επιχειρημάτων του είναι κενός νοήματος. Οι λόγοι του εκφέρονται με ακρίβεια και οι δικαιολογίες του, αν και καλά οργανωμένες, φαίνονται πως αποφεύγουν τα σημαντικά ζητήματα. Χρησιμοποιεί τη ρητορική για να αναδημιουργήσει την αλήθεια όπως εκείνος επιθυμεί να είναι. Όταν ο χορός λέγει πως καλά μιλά ο Ιάσων, αλλά εξακολουθεί να έχει προδώσει τη σύζυγό του, εκφράζει ταυτόχρονα την κοινή γνώμη του ακροατήριου. Η προδοσία του Ιάσονα είναι ιδιαίτερα ειδεχθής, επειδή οφείλει πολλά στη γυναίκα του. Επανειλημμένα εκείνη έσωσε τη ζωή του και ολοκλήρωσε για χάρη του τους άθλους που εκείνος δεν μπορούσε να κατορθώσει. Είναι καιροσκόπος, καθώς χρησιμοποιεί τώρα τη βασιλική οικογένεια της Κορίνθου για το κέρδος, όπως στο παρελθόν χρησιμοποίησε τη Μήδεια. Στον αγώνα λόγων ο Ιάσων και η Μήδεια παρουσιάζουν δύο διαφορετικές ιδέες για το γάμο. Ο Ιάσων θεωρεί το γάμο ως κοινωνική και οικονομική σύμβαση, θυμίζοντάς μας τον Οικονομικό του Ξενοφώντα[27], καθώς μιλά με όρους υλικής ευημερίας και ασφάλειας. Η Μήδεια, αν και περιέγραφε νωρίτερα στο έργο στις Κορίνθιες γυναίκες το γάμο ως είδος δουλείας, ακόμα μιλά με ιδεαλιστικό τρόπο, αναφέροντας όρκους και αμοιβαιότητες. Ο Ιάσων όλα αυτά τα παραμερίζει και χαρακτηρίζει τη Μήδεια παράλογη.
Το βάθος του πάθους της Μήδειας γίνεται απροκάλυπτη οργή. Ο σύζυγος που της χρωστά τα πάντα, την παραμερίζει. Εκείνη, μια γυναίκα που διεκδικεί στη γενεαλογία του μύθου θεϊκή καταγωγή[28] -κόρη ενός βασιλιά που πιθανώς υπήρξε στο παρελθόν βασιλιάς της Κορίνθου και συνεπώς εν δυνάμει επικίνδυνη για τη βασιλική γενιά του Κρέοντα στον αγώνα της διαδοχής[29]- βρίσκεται διαρκώς στο έλεος ανθρώπων ανόητων και αδύναμων. Αν και με πολλούς τρόπους το δίκαιο είναι με το μέρος της, τα επιχειρήματά της απορρίπτονται ως απότοκα γυναικείου παραλογισμού. Η εκδίκηση ή η ιεροδικία της -ανάλογα από ποια οπτική γωνία βλέπει κανείς το θέμα- είναι ένα σημαντικό θέμα και προκαλεί ίσως κατάπληξη το γεγονός ότι παρά τη θηριώδη φύση του εγκλήματός της, η πιθανή έλξη του θεατή προς την πλευρά της Μήδειας είναι τόσο ισχυρή όσο και η γοητεία που ασκεί στον χορό. Η υπερηφάνειά της την ωθεί να απορρίψει τις προσφορές του και προτιμά τον θάνατο από μια δεύτερη εξορία. Μια υπερηφάνεια αξιοθαύμαστη και δικαιολογημένη, η οποία όμως θα οδηγήσει τη Μήδεια σε πράξεις ανείπωτες.
Το συγκεκριμένο δράμα στην πλήρη του έκταση φαίνεται να είναι μια παρουσίαση των μυστικών πτυχών του πάθους που προκαλεί η απογοήτευση των προσδοκιών. Εδώ διαγράφεται έντονα η οδύνη και η ευαισθησία μιας πληγωμένης γυναίκας που περνά από το ένα στάδιο στο άλλο, έως ότου καταλήγει στην πράξη της εκδίκησης. Η Μήδεια εγκληματεί, αλλά όχι αναίτια, όχι δίχως δύναμη και αξιοπρέπεια. Ένας τέτοιος συγκρουόμενος εσωτερικός κόσμος είναι ξένος προς τη μεγαλοφυΐα του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Ο Ευριπίδης, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση ανοίγει ένα νέο παράθυρο στην τέχνη και αποδίδει μια καθαρότερη άποψη των συγκινήσεων που κατακλύζουν την ανθρώπινη ψυχή, τόσο στην αγνή μορφή τους όσο και στις άγριες παρεκκλίσεις τους που, όταν κυριαρχούν, οδηγούν την ανθρώπινη ύπαρξη στην καταστροφή.
Ο Μποστ (Μέντης Μποσταντζόγλου) παρωδεί την εν λόγω τραγωδία στην κωμωδία του Μήδεια.[30]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.