From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο γατόπαρδος (γνωστό και ως τσίτα ή, λανθασμένα, τσιτάχ) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουρίδων. Με επιστημονική ονομασία Acinonyx jubatus, το συγκεκριμένο είδος εντοπίζεται αποκλειστικά στην Αφρική και στο Ιράν και περιλαμβάνει 5 πέντε υποείδη.[2] Ο γατόπαρδος είναι διάσημος για την ταχύτητά του και αποτελεί το γρηγορότερο χερσαίο ζώο στον πλανήτη, αναπτύσσοντας ταχύτητες από 80 έως 128 χλμ/ώρα, με μέση ταχύτητα τα 98 χλμ/ώρα.
Γατόπαρδος | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος γατόπαρδος | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Acinonyx jubatus (Ακινόνυξ ο χαιτήεις) Schreber, 1775 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Acinonyx jubatus hecki | ||||||||||||||||
Ο γατόπαρδος, ένα από τα λιγοστά ζώα της επονομαζομένης Χαρισματικής Μεγαπανίδας (Charismatic Megafauna), αποτελεί άμεσα αναγνωρίσιμο είδος, με το χαρακτηριστικό μοτίβο από μαύρες κηλίδες στο ξανθό-μπεζ υπόστρωμα του τριχώματος και τις λεπτές, μαύρες γραμμώσεις (δακρυικές λωρίδες) στις πλευρές του προσώπου του. Πολλές φορές, ιδιαίτερα από κάποια απόσταση συγχέεται με τη λεοπάρδαλη λόγω παρόμοιου χρωματισμού στο τρίχωμα, η οποία όμως έχει εντελώς διαφορετικό σωματότυπο και οι κηλίδες που διαθέτει είναι ροζέτες και όχι απλές στίξεις.
Πέρα από την αναμφισβήτητη οικολογική σπουδαιότητά του, ο γατόπαρδος είναι από εκείνα τα ζώα πάνω στα οποία στηρίζεται η τουριστική «βιομηχανία» πολλών αφρικανικών χωρών. Τα περισσότερα σαφάρι που οργανώνονται περιλαμβάνουν στο «μενού» τους, μία από τις σπουδαιότερες εμπειρίες που μπορεί να βιώσει κάποιος, την παρακολούθηση αυτού του εκπληκτικού ζώου να κυνηγάει, κάτι που έχει αποτυπωθεί αμέτρητες φορές στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η επιστημονική ονομασία του γένους Acinonyx είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης Ακινόνυξ, η οποία παράγεται από τα επί μέρους συνθετικά α (στερητ.) + κινώ + όνυξ, «ο έχων ακίνητους όνυχες».
Η λατινική λέξη jubatus προέρχεται από το juba «χαίτη, λοφίο» [4] και, εκ πρώτης όψεως, δεν δικαιολογείται. Ωστόσο, τα κουτάβια του γατόπαρδου φέρουν χαρακτηριστική σειρά από τρίχες στην περιοχή του τραχήλου (dorsal crest/ mantle), η οποία εκτείνεται μέχρι την αρχή της ράχης και μοιάζει με επίμηκες λοφίο, τύπου Μοχώκ (sic), εξ ου και η προέλευση του όρου.[5]
Η λόγια λέξη Γατόπαρδος με την οποία αποδίδεται ευρέως στα ελληνικά το θηλαστικό, προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά γάτα/-ος + πάρδος. Η λέξη πάρδος, με τη σειρά της, είναι το αρσενικό της λέξης πάρδαλις (βλ. παρακάτω) η οποία έχει πρωτογενή σημασία και σημαίνει «λεοπάρδαλη», ζώο που ήταν ευρύτατα διαδεδομένο και αγαπητό στην αρχαιότητα. Επομένως, οποιαδήποτε επιστημονική ονομασία περιλαμβάνει αυτούσια τη λέξη ή κάποια επί μέρους συνθετικά της, έχει τη σημασία της λεοπάρδαλης. Ακόμη και η λέξη «παρδαλός» είναι μεταγενέστερη και σημαίνει «αυτός που έχει στίξεις ή κηλίδες σαν της λεοπάρδαλης».[6]
Η λέξη pardus «πάρδος» είναι το αρσενικό της λέξης «πάρδαλις», και είναι μεταγενέστερη. Ο όρος πάρδαλις είναι παλαιά λόγια ονομασία που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη λεοπάρδαλη και προέρχεται από την αρχαία λέξη πόρδαλις. Το Λεξικό Απολλωνίου του Σοφιστού, αναφέρεται με σαφήνεια: πόρδαλις: ο άρσην, η δε θήλεια πάρδαλις. Πρόκειται για δάνεια λέξη που, πιθανόν, έχει ανατολική προέλευση και συνδέεται με την ιρανική Pwrδηκ, την περσική palang και την αρχ. ινδική prdãku-. Ωστόσο το επίθημα -αλις δεν εξηγείται ετυμολογικά.[6]
Ο όρος γατόπαρδος «πέρασε» σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και αποτελεί, όπως και στην ελληνική, την κύρια λαϊκή ονομασία του ζώου. Ενδεικτικά αναφέρονται: Gepard (γερμ.), ghepardo (ιταλ.), guepardo (ισπαν.), gepárd (ουγγρ.), guépard (γαλλ.), gepardi (φινλανδ.), κ.ο.κ. Στα ολλανδικά, το ζώο αποκαλείται jachtluipaard «κυνηγετική λεοπάρδαλη».
Τέλος, μεγάλη απήχηση στην ελληνική γλώσσα είχε η ονομασία κυναίλουρος, ιδιαίτερα στα παλαιότερα συγγράματα. Ο όρος προέρχεται από τα επί μέρους συνθετικά κύων + αίλουρος και ονομαζόταν έτσι, επειδή θεωρείτο ότι το θηλαστικό αποτελούσε μεταβατική μορφή «μεταξύ κυνός και γαλής».[7]
Η επίσημη λόγια αγγλική ονομασία του γατόπαρδου είναι cheetah «τσίτα» [i] και ο όρος φαίνεται να έχει ρίζα από την ινδική γλώσσα χίντι, όπου αναφέρεται ως cītā. Αυτή η λέξη, με τη σειρά της, προέρχεται από τη σανσκριτική citrakāyah «ποικίλος, πολύμορφος, κηλιδωτός» και, μάλλον, πρωταρχικά αναφερόταν στην τίγρη.[8]
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γιόχαν Σρέμπερ (Johann Christian Daniel von Schreber, 1739-1810), το 1775, ως Felis jubata. Μεταφέρθηκε στο μονοτυπικό γένος Acinonyx από τον Άγγλο ανατομικό και φυσιοδίφη Τζόσουα Μπρουκς (Joshua Brookes, 1761-1833), το 1775.[5]
Ο γατόπαρδος πιθανώς εξελίχθηκε στην Αφρική κατά τη Μειόκαινο Εποχή (2,6 έως 7,5 εκατ. χρόνια πριν), προτού περάσει στην Ασία. Παλαιότερα, οι γατόπαρδοι θεωρούνταν ιδιαίτερα αρχέγονα αιλουροειδή και ότι είχαν εξελιχθεί, περίπου 18 εκατομμύρια χρόνια πριν. Πρόσφατη έρευνα έχει τοποθετήσει τον τελευταίο κοινό πρόγονο όλων των υφιστάμενων πληθυσμών, να έχει ζήσει στην Ασία, 11 εκατ. χρόνια πριν, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση και βελτίωση των υφιστάμενων θεωριών σχετικά με τη φυλογένεση του θηλαστικού.[9] Από τους πλησιέστερους αρτίγονους «συγγενείς» του, το πούμα (Puma concolor) και το γιαγουαρούντι (Puma yaguaroundi), διαχωρίστηκε περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια πριν.[10] Τα συγκεκριμένα αιλουροειδή δεν έχουν μεταβληθεί αισθητά, όπως φαίνεται από τα καταγεγραμμένα απολιθώματα.
Το -εξαφανισμένο σήμερα- είδος Acinonyx pardinensis, που έζησε κατά την Πλειόκαινο Εποχή, ήταν πολύ μεγαλύτερο από ό, τι το σύγχρονο είδος και εξαπλωνόταν στη Ευρώπη, την Ινδία και την Κίνα. Το είδος Acinonyx intermedius έζησε κατά τη Μέση Πλειστόκαινο και υπήρχε στις ίδιες περιοχές. Το εξαφανισμένο γένος Miracinonyx ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοιο με το σημερινό, αν και πρόσφατη ανάλυση DNA έδειξε ότι τα είδη Miracinonyx inexpectatus, M. studeri και M. trumani (αρχές έως τέλη της Πλειστόκαινου Εποχής), από τη Βόρεια Αμερική, δεν ήταν «πραγματικοί» γατόπαρδοι και, μάλλον, συνδέονται φυλογενετικά με το σημερινό πούμα (Puma concolor).[10]
Σήμερα αναγνωρίζονται 5 υποείδη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συστηματική του γατόπαρδου έχει επιλυθεί. Μέχρι πρόσφατα, οι εξαφανισμένοι σήμερα πληθυσμοί ενός taxon που εμφάνιζαν διαφορετικές κηλίδες στο σώμα (ροζέτες σαν της λεοπάρδαλης), θεωρείτο ως υποείδος υπό την ονομασία Acinonyx rex «βασιλικός γατόπαρδος». Αργότερα αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη «ανωμαλία» ήταν απλώς μια παραλλαγή (variation) που οφειλόταν σε ενιαίο υπολειπόμενο γονίδιο (βλ. Μορφές και ποικιλίες).
Ο γατόπαρδος απαντά αποκλειστικά στην αφρικανική ήπειρο, σε διάσπαρτους πληθυσμούς που, ανάλογα με το υποείδος κυμαίνονται από ικανοποιητικοί έως χαμηλοί. Επίσης, απαντά και σε κάποιες περιοχές του Β., ΒΚ. Ιράν, αλλά σε πολύ χαμηλούς αριθμούς.[13]
Οι εναπομείναντες πληθυσμοί της Β. Αφρικής επιβιώνουν κυρίως στη Ν. Αλγερία και στον Β. Νίγηρα, ενώ η υποσαχάρια κατανομή είναι πλέον σοβαρά κατακερματισμένη, ιδίως στη Δυτική Αφρική, όπου η συνολική πυκνότητα είναι πολύ χαμηλή. Τα δύο κύρια τμήματα του ολικού πληθυσμού βρίσκονται στην Α. και Ν. Αφρική. Ενδιαφέρον είναι ότι, οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί βρίσκονται έξω από τις μεγάλες περιοχές διατήρησης (Εθνικά Πάρκα, Καταφύγια κ.λ.π.). Αυτό, πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι επειδή άλλα μεγάλα αρπακτικά ζώα, ιδιαίτερα τα λιοντάρια, φθάνουν σε σχετικά υψηλές πυκνότητες μέσα σε πάρκα και καταφύγια, οι γατόπαρδοι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν αυτά τα ισχυρά ζώα. Αν και σώζονται σε σχετικά μεγάλο μέρος της πρώην ζώνης εξάπλωσής τους, οι αριθμοί τους είναι πολύ μειωμένοι και συνεχίζουν να μειώνονται. Οι πιο σημαντικοί πληθυσμοί επιβιώνουν σήμερα στην Κένυα και την Τανζανία στην Α. Αφρική και, στη Ναμίμπια και την Μποτσουάνα στη Ν. Αφρική.
Παλαιότερα, το θηλαστικό εξαπλωνόταν σε ολόκληρη σχεδόν την Αφρική με εξαίρεση τα κεντρικά τροπικά δάση βροχής, καθώς και σε ευρεία ζώνη της Ασίας, που ξεκινούσε από την Α. Τουρκία στα δυτικά και, διά μέσου της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και της Αραβικής χερσονήσου, έφθανε ανατολικά μέχρι τα σύνορα της Ινδίας με το Μιανμάρ και βόρεια μέχρι το Ν. Καζακστάν και το Τατζικιστάν. Παρά το γεγονός ότι ήταν πολυάριθμος κατά τον 18ο αιώνα στην Ινδία, ο γατόπαρδος άρχισε να σπανίζει όλο και περισσότερο κατά τον 19ο αιώνα, με τις τελευταίες αξιόπιστες καταγραφές στην Ινδία να είναι στη δεκαετία του 1960.[14] Στη δεκαετία του 1970, εξακολουθούσε να υπάρχει σε άνυδρες περιοχές του Τουρκμενιστάν, στα βορειοδυτικά σύνορα του Αφγανιστάν, και το ανατολικό μισό του Ιράν (IUCN 1976).
Σήμερα, εκτιμάται ότι ότι η απώλεια του ιστορικού εύρους κατανομής του γατόπαρδου στην Αφρική ξεπερνάει το 76%,[15] ενώ σε όλο το εύρος στην Ασία έχει εξολοθρευτεί ή είναι στα πρόθυρα της εξαφάνισης.[16]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχή εξάπλωσης | Σημειώσεις | Κατάσταση πληθυσμού |
---|---|---|---|---|
1 | Acinonyx jubatus hecki | ΝΔ Αλγερία, Β. Νίγηρας, Μάλι (;), Τόγκο (;), Μπενίν (;) και Μπουρκίνα Φάσο | Πιθανότατα εξαφανισμένο από Μαρόκο, Τυνησία, Αίγυπτο, Σενεγάλη, Μαυριτανία και Καμερούν | Κρισίμως Κινδυνεύον (CR) |
2 | Acinonyx jubatus jubatus | Ανγκόλα, Μποτσουάνα, Κονγκό, Μοζαμβίκη, Μαλάουι (;), Νότια Αφρική, Τανζανία, Ζάμπια, Ζιμπάμπουε και Ναμίμπια | Είναι το πιο κοινό υποείδος στην Αφρική με σχετικά σταθερούς, υγιείς πληθυσμούς | Ευάλωτο (VU) |
3 | Acinonyx jubatus raineyi | Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία και Ουγκάντα | Ευάλωτο (VU) | |
4 | Acinonyx jubatus soemmeringii | Νίγηρας, Νιγηρία (;), Καμερούν (;), Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Τσαντ, Σουδάν, Αιθιοπία | Ευάλωτο (VU) | |
5 | Acinonyx jubatus venaticus | Β και ΒΚ Ιράν και [Ν. Ρωσία, περιοχή Αστραχάν ] [Νταστ-ε Καβίρ (Dasht-e Kavir)] | Είναι το ασιατικό υποείδος, με τα λιγότερα άτομα από όλα τα υποείδη | Κρισίμως Κινδυνεύον (CR) |
Στις ερημικές περιοχές Τέρμιτ (Termit) του Νίγηρα, ζουν όχι περισσότερα από 10 άτομα. Στην Αλγερία υπολογίζεται ότι ζουν άλλα 50 άτομα, ενώ ο συνολικός αριθμός του υποείδους δε φαίνεται να ξεπερνά τα 250 άτομα. Το 2010 κυκλοφόρησαν σπάνιες φωτογραφίες του στο διαδίκτυο, τραβηγμένες από κάμερες παγίδευσης (σημ. φωτογραφικές μηχανές προτοποθετημένες σε στρατηγικά σημεία και ενεργοποιούμενες από την κίνηση μπροστά στον φακό). Οι περιοχές στις οποίες περιπλανάται είναι τόσο μεγάλες και αφιλόξενες που, οι επιστήμονες θεωρούν πρακτικά αδύνατο να το δουν και εναποθέτουν τις ελπίδες τους στις κάμερες παγίδευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει το παρατσούκλι «το φάντασμα της Σαχάρας».[20]
Οι γατόπαρδοι απαντούν κυρίως σε όλες τις ξηρές περιοχές της υποσαχάριας Αφρικής, με πολύ μεγάλα ανοικτά πλατώματα, όπου τα θηράματα είναι άφθονα. Κάθε μεγάλος πληθυσμός από μικρά ή μέσου μεγέθους οπληφόρα θηλαστικά μπορεί να υποστηρίξει τους γατόπαρδους, με την προϋπόθεση η βλάστηση να μην είναι πολύ πυκνή ή το έδαφος πολύ «σπασμένο» (πέτρες, ογκόλιθοι, κ.ο.κ). Τα οικοσυστήματα αυτά χαρακτηρίζονται ως ημι-ερημικά, με μικρό ύψος βροχής, και υπεροχή στη χαμηλή βλάστηση τύπου σαβάνας, πόες, θάμνους και όχι πολλά δένδρα. Ωστόσο, έχουν ευελιξία ενδιαιτημάτων όπως στη Ναμίμπια, όπου απαντούν σε λιβάδια, σαβάνες, πυκνότερη βλάστηση καθώς και σε ορεινό ανάγλυφο του εδάφους. Στα οροπέδια της Αιθιοπίας φθάνουν μέχρι τα 1500 μ.,[23] ενώ υπάρχουν αναφορές για περιοχές του όρους Κένυα, στα 4.000 μ.[24]
Ιδανικός βιότοπος είναι ένα μωσαϊκό αραιών δασικών εκτάσεων και βοσκοτόπων. Δεν συνδέονται, γενικά, με πυκνές δασικές περιοχές, γι’ αυτό απουσιάζουν από τη ζώνη των πυκνών δασών της Δ. Αφρικής ( Sudano-Guinean Forest Zone). Ωστόσο, αν και παρατηρούνται συχνότερα στις ανοικτές πεδιάδες με γρασίδι, μπορούν επίσης να κάνουν εκτεταμένη χρήση θάμνων και αραιών δασών, όπου, μάλιστα οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι δαπανούν λιγότερη ενέργεια στο κυνήγι. Τέτοιες περιοχές είναι τα οικοσυστήματα με την τοπική ονομασία miombo, στα οποία κυριαρχούν αραιές συστάδες δένδρων της οικογενείας (Fabaceae/Leguminosae), κυρίως των γενών Brachystegia, Julbernardia και Isoberlinia. Αυτές οι ημι-άνυδρες υποτροπικές περιοχές βρίσκονται από την Τανζανία και το Ζαΐρ στα βόρεια, μέχρι την Α. Ανγκόλα, τη Ζιμπάμπουε και τη Μοζαμβίκη στα νότια.[25]
Στο Ιράν, οι κύριοι οικότοποι είναι ερημικοί, με λιγότερα από 100 χιλιοστά κατακρημνισμάτων ετησίως. Η μορφολογία του εδάφους κυμαίνεται από πεδιάδες και αλυκές, σε διαβρωμένες πλαγιές και απόκρημνες περιοχές της ερήμου που φθάνουν τα 2.000-3.000μ. Η βλάστηση, εάν υπάρχει, αποτελείται από αραιή κάλυψη θάμνων, οι περισσότεροι λιγότερο από ένα (1) μέτρο ψηλοί, των γενών Salsola, Artemisia, Zygophyllum, Astragulus, Aphaxis, κ.α.[26]
Οι γατόπαρδοι χωρίς να έχουν ιδιαίτερα εντυπωσιακές διαστάσεις, εν τούτοις, θεωρούνται μεγάλα αιλουροειδή, με τους ερευνητές να λένε χαρακτηριστικά ότι είναι οι μεγαλύτερες αγριόγατες και οι μικρότεροι πάνθηρες, κάτι που αντικατοπτρίζει απολύτως την πραγματικότητα. Όλες, σχεδόν, οι σωματικές δομές του ζώου αντανακλούν και υπηρετούν, άμεσα ή έμμεσα, το κύριο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον γατόπαρδο: την ταχύτητα.
Το χρώμα και το μοτίβο του τριχώματος μπορεί να ποικίλλει, ανάλογα με το υποείδος, με το A. j. hecki να διαφέρει τόσο πολύ που, η μορφολογία του δεν αντιστοιχεί σε έναν «τυπικό» γατόπαρδο (βλ. Σημειώσεις επί των υποειδών). Γενικά, το τρίχωμα ενός γατόπαρδου είναι κοντό και τραχύ/τεντωμένο στην αίσθηση, κάτι που οφείλεται στον αθλητικό του (sic) σωματότυπο, χωρίς την παρουσία περιττού λίπους. Καλύπτεται από πολλές, μαύρες κηλίδες, στρογγυλές, ημιστρογγυλές ή ελλειψοειδείς, διαστάσεων 2-3 εκατοστών, διάχυτες πάνω στο ξανθό-μπεζ υπόστρωμα της γούνας. Δεν υπάρχουν κηλίδες στη λευκή, κάτω επιφάνεια του σώματος, αλλά η ουρά διαθέτει κηλίδες, οι οποίες συνενώνονται για να σχηματίσουν 4-6 σκουρόχρωμους δακτυλίους προς το άκρο της, που συνήθως καταλήγει σε λευκή, φουντωτή δέσμη.
Το κεφάλι του γατόπαρδου είναι μικρό, από τα μικρότερα σε αιλουροειδές αυτού του μεγέθους, με τους οφθαλμούς τοποθετημένους ψηλά, ενώ τα μικρά αυτιά είναι τοποθετημένα χαμηλά και πλάγια. Διαθέτει λίγες, μικρές κηλίδες στην περιοχή του μετώπου και στις παρειές και μακριά λευκά μουστάκια στα πλαϊνά του στόματος. Το πρόσωπό του είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά στον κόσμο των αιλουροειδών, χάρη στις δύο χαρακτηριστικές, μαύρες γραμμοειδείς λωρίδες, που ξεκινούν από την εσωτερική γωνία των οφθαλμών, κυρτώνονται πάνω από τα ζυγωματικά και, «τρέχοντας» στα πλαϊνά της μύτης, καταλήγουν πιο παχιές στη στοματική ραφή (oral commisure) (γωνία του στόματος), μία (1) σε κάθε πλευρά του προσώπου. Οι λωρίδες αυτές μοιάζουν με μαύρα αυλάκια χαρακωμένα από δάκρυα, γι’ αυτό και οι ερευνητές τις έχουν ονομάσει χαϊδευτικά δακρυϊκές γραμμές/λωρίδες (tear lines/stripes), παρόλο που ουδόλως σχετίζονται με τα δάκρυα που εκκρίνονται.
Στους γατόπαρδους ο φυλετικός διμορφισμός δεν είναι έντονος. Τα αρσενικά τείνουν να είναι ελαφρώς μεγαλύτερα και βαρύτερα από τα θηλυκά και έχουν ελαφρώς μεγαλύτερο κεφάλι, αλλά δεν υπάρχει μεγάλη διακύμανση στα μεγέθη και είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος παρατηρητής τα φύλα από την εμφάνιση και μόνο.
Εκτός από τις δακρυϊκές λωρίδες, το κυριότερο ανατομικό στοιχείο του γατόπαρδου είναι οι γαμψώνυχές του. Για την ιδιότητά τους να είναι συσταλτοί ή όχι, υπάρχουν αντίστοιχες, αντικρουόμενες απόψεις που, μάλλον περιπλέκουν την κατάσταση παρά την επιλύουν.
Για να γίνει κατανοητή η δομή και λειτουργία των νυχιών του γατόπαρδου, πρέπει να γίνει αναφορά στο πώς λειτουργούν τα νύχια σε μια «απλή» γάτα. Το νύχι της γάτας αναπτύσσεται στην τελευταία φάλαγγα -ονυχοφόρο- κάθε δακτύλου, στην οποία καταφύονται δύο μικροί τένοντες.
Ωστόσο, όποια και αν είναι η αιτία, τα νύχια του γατόπαρδου έρχονται πάντοτε σε επαφή με το έδαφος, γεγονός που παρέχει στο ζώο ισχυρή πρόσφυση και μεγάλο συντελεστή τριβής όταν καταδιώκει το θήραμα (βλ. Κυνήγι).
Πρακτικά, κάθε τμήμα του σώματος του γατόπαρδου είναι κατασκευασμένο ώστε να συμμετέχει στις αθλητικές επιδόσεις του. Επί πλέον, η φυσιολογία του είναι προσαρμοσμένη στις υψηλές μεταβολικές απαιτήσεις των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων.
i) Το κεφάλι του γατόπαρδου είναι μικρό, από τα μικρότερα που διαθέτει ένα αιλουροειδές σε σχέση με το ολικό μήκος σώματος, κάτι που εύκολα φαίνεται με απλή οπτική σύγκριση με τους υπόλοιπους πάνθηρες (λιοντάρι, τίγρη, λεοπάρδαλη, ιαγουάρο). Δεδομένου και του αεροδυναμικού του σχήματος -μυτερό και με χαμηλή τοποθέτηση των αυτιών- είναι η «αιχμή» για την επίτευξη υψηλής ταχύτητας, αφού παρουσιάζει εξαιρετικά μειωμένη αντίσταση στον αέρα. Κατά το ίδιο σημαντικό ποσοστό συμβάλλουν το πεπλατυσμένο μέτωπο και οι μικρές γνάθοι.
ii) Η σπονδυλική στήλη είναι έντονα κυρτωμένη και -σε εκπληκτικό βαθμό- εύκαμπτη. Ενώ, όταν το ζώο περπατάει, παρουσιάζει έντονη και ασυνήθιστη κύρτωση, όταν αναπτύσσει ταχύτητα και τα πόδια βρίσκονται αναδιπλωμένα, εμφανίζει εξαιρετική καμπύλωση (καμπούριασμα) που διευκολύνει τον καλπασμό. Η υψηλή της ελαστικότητα επιτρέπει στο ζώο να τρέχει με μεγάλο μήκος διασκελισμού (βλ. παρακάτω), δηλαδή να κινείται με διαδοχικά άλματα εις μήκος (sic).
iii) Τα πόδια είναι πολύ μακριά (ψηλά), από τα ψηλότερα σε αιλουροειδή και μπορούν όχι μόνον να εκτελούν εξαιρετικά μεγάλα, επιμήκη άλματα, αλλά και να επιδέχονται καταπόνηση από τη βίαιη επαφή με το έδαφος. Ο τρόπος κατάφυσης των μυών επιτρέπει στο ζώο να «αλλάζει ταχύτητα» χωρίς κίνδυνο τραυματισμού. Τα μπροστινά πόδια, ειδικά, διαθέτουν μυς προσφυμένους στην ωμική ζώνη κατά τρόπον, ώστε να αυξάνουν το «μήκος διασκελισμού».
iv) Τα νύχια των ποδιών, ευρισκόμενα συνεχώς σε επαφή με το έδαφος, εξασφαλίζουν άμεση και διαρκή τριβή και το ζώο δεν «χάνει» σε ταχύτητα, λόγω ολίσθησης.
v) Η ουρά είναι πολύ μακριά και, αντίθετα με το κεφάλι, είναι ογκώδης και ισχυρή, ίσως το πλέον απαραίτητο μορφολογικό στοιχείο για την καταδίωξη του θηράματος. Όταν το θήραμα αλλάζει κατεύθυνση, ο γατόπαρδος ακολουθεί σαν «σκιά», χάρη στην ουρά που λειτουργεί ως πηδάλιο.
vi) Ολόκληρο το σώμα, σε διατομή, εμφανίζεται λεπτό και αεροδυναμικό (streamlined), με βαθύ και στενό στήθος.
vii) Μεγάλες ρινικές κοιλότητες καταλαμβάνουν σημαντικό τμήμα του κρανιακού θόλου και επιτρέπουν τη μέγιστη πρόσληψη αέρα κατά την καταδίωξη.
viii) Οι υπερμεγέθεις πνεύμονες και ο μεγάλος καρδιακός μυς, δέχονται και κατανέμουν τις τεράστιες ποσότητες Ο2 που απαιτούνται για να «τροφοδοτήσουν» τις υψηλές ταχύτητες.[30] Οι αρτηρίες είναι μεγάλες με ισχυρά τοιχώματα.
Ο γατόπαρδος ανήκει στα ζώα δρομείς (cursorial animals), τα οποία διανύουν μεγάλες αποστάσεις, ή τρέχουν γρήγορα στο έδαφος και, συνήθως, είναι και καλοί άλτες. Τα χαρακτηριστικά των δρομέων είναι η ταχύτητα, η αντοχή, η επιτάχυνση και η ικανότητα ελιγμών.[31] Απο αυτά, ο γατόπαρδος διαθέτει σε ύψιστο βαθμό όλα, εκτός από το δεύτερο που εμφανίζεται εξαιρετικά μειωμένο. Η ικανότητά του να διατηρεί υψηλές ταχύτητες εμφανίζεται μόνο για μικρές αποστάσεις, ενώ τα περισσότερα άλλα αρπακτικά τρέχουν πιο αργά αλλά για μεγαλύτερες αποστάσεις.
Σημαντική συνιστώσα είναι το μήκος των κάτω άκρων: όσο μακρύτερα είναι τα κάτω άκρα, τόσο μεγαλύτερες ταχύτητες επιτυγχάνονται. Ωστόσο, αυτό ισχύει μέχρις ενός ορίου μεγέθους σώματος, διότι για παράδειγμα, η καμηλοπάρδαλη έχει πολύ μακρύτερα άκρα από τον γατόπαρδο αλλά δεν τρέχει με τέτοιες ταχύτητες (50-60 χλμ/ώρα). Οι γατόπαρδοι εμφανίζουν ικανοποιητικό λόγο/αναλογία ολικού μήκους σώματος και ύψους κάτω άκρων. Η σύγκριση αυτών των στοιχείων σε μια λέαινα λ.χ. δείχνει ότι ο γατόπαρδος έχει μικρότερο μέγεθος και ψηλότερα κάτω άκρα.
Επίσης, η ταχύτητα εξαρτάται και από το «ενεργό» μήκος του κάτω άκρου, δηλαδή το κατά πόσο μπορεί να «αυξηθεί» το μήκος του κάτω άκρου, μέσω της δομής που εφάπτεται στο έδαφος. Εάν η δομή είναι το ίδιο το πόδι (πελματοβάμονα ζώα), η «ενεργός» αύξηση είναι μικρή, εάν η δομή είναι τα δάκτυλα (δακτυλοβάμονα) είναι μεγαλύτερη και όταν η δομή που εφάπτεται στο έδαφος είναι τα νύχια (ονυχοβάμονα), τότε η «ενεργός» αύξηση γίνεται μέγιστη. Έτσι εξηγείται, κατά μεγάλο ποσοστό, η μεγάλη ταχύτητα που μπορούν να αναπτύξουν τα οπληφόρα φυτοφάγα θηλαστικά (αντιλόπες, γαζέλες, ζέβρες, άλογα, κ.λ.π.). Οι γατόπαρδοι είναι μεν δακτυλοβάμονα ζώα, αλλά στην υψηλή τους ταχύτητα συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες.
Ο πλήρης «κύκλος» της κίνησης ενός ζώου που περπατάει ή τρέχει περιλαμβάνει τη φάση που ονομάζεται διασκελισμός ή βήμα (stride) και εξαρτάται από δύο παραμέτρους, το μήκος διασκελισμού και τη συχνότητα ή ρυθμό (αριθμός διασκελισμών/μονάδα χρόνου). Όσο μεγαλύτερες είναι αυτές οι παράμετροι, τόσο ταχύτερο είναι το ζώο. Συνήθως, διατηρούνται σε ισορροπία, όπως για παράδειγμα σε ένα καγκουρό, το οποίο κινείται με μεγάλα άλματα (μεγάλο μήκος διασκελισμού) και ικανοποιητική συχνότητα. Οι ταχύτητες που επιτυγχάνουν αυτά τα μαρσιποφόρα φθάνουν τα 71 χλμ/ώρα, αν και για μικρές αποστάσεις.[32] Σε άλλους δρομείς είναι μικρός ο διασκελισμός αλλά εξαιρετικά αυξημένος ο ρυθμός, όπως για παράδειγμα στους λαγούς, μερικοί από τους οποίους μπορούν να τρέξουν μέχρι και 64 χλμ/ώρα.[33] Στον γατόπαρδο, ωστόσο, οι δύο αυτές παράμετροι έχουν πολύ μεγάλο μέγεθος, οπότε εξηγείται η υψηλή ταχύτητα που επιτυγχάνεται.
Τέλος, σημαντικές δομικές προσαρμογές αποτελούν η μορφή της κλείδας, η θέση της ωμοπλάτης σε σχέση με το στήθος και η κατάφυση των μυών που συμμετέχουν στην κίνηση σε σχέση με με την άρθρωση. Στους δρομείς υψηλών ταχυτήτων, επομένως και στον γατόπαρδο, η κλείδα είναι υπολειμματική, η ωμοπλάτη βρίσκεται στο πλαϊνό τμήμα ενός βαθέος και στενού θώρακα και οι μύες των κάτω άκρων καταφύονται σχετικά κοντά στη σύστοιχη άρθρωση, ώστε να μπορούν να την κινήσουν σε μεγαλύτερες γωνίες.[31] Σε αυτές τις προσαρμογές, εμπλέκονται πολύπλοκα συστήματα μοχλών και υπομοχλίων τα οποία λειτουργούν υπό αυστηρούς φυσικούς νόμους και καθορίζουν τη δύναμη η οποία ασκείται κατά την κίνηση και, άρα, την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων.
Ο γατόπαρδος, όπως και όλα τα ζώα στην καθημερινότητά τους, χρειάζεται κίνητρο (motivation) για την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων και αυτό συμβαίνει μόνον σε δύο περιπτώσεις: όταν καταδιώκει το θήραμά του και όταν προσπαθεί να διαφύγει από πιθανούς θηρευτές. [εκκρεμεί παραπομπή]
Αυτό κατεδείχθη περίτρανα, στο σημαντικότερο επιστημονικό πείραμα που έγινε μέχρι σήμερα, τα αποτελέσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν το 2012. Στο πείραμα αυτό «συμμετείχαν» 9 γατόπαρδοι (6 από τον ζωολογικό κήπο του Ντάνσταμπλ στο Ηνωμένο Βασίλειο και 3 από το Κέντρο Γατόπαρδου Βαν Ντάικ της Πρετόρια στη Νότια Αφρική) και 6 λαγωνικά γκρέιχαουντς (greyhounds), δηλαδή σκύλοι που συμμετέχουν σε κυνοδρομίες, από τα ταχύτερα ζώα στον κόσμο. Σκοπός ήταν να μετρηθούν βασικά χωρο-χρονικά (spatio-temporal) και κινητικά (kinetic) χαρακτηριστικά από τα δύο είδη και να γίνει σύγκρισή τους, κυρίως το μήκος διασκελισμού/βήματος (length stride) και η δύναμη που αναπτύσσεται στα κάτω άκρα (limb force). Οι μετρήσεις έγιναν σε ζώα παρομοίου μεγέθους και βάρους και χρησιμοποιήθηκαν δύο σύνολα από κάμερες, οι οποίες είχαν συγχρονιστεί με δορυφορικούς εντοπιστές θέσης (GPS), για υψηλή ακρίβεια στις μετρήσεις. Τα ζώα έτρεξαν σε διαφορετικές κούρσες, σε διάδρομο 90 μέτρων, με «δόλωμα» που χρησιμοποιείται στις κυνοδρομίες το οποίο κυνηγούσαν, έτσι ώστε να υπάρχει «κίνητρο».
Η ικανότητα του γατόπαρδου να αναπτύσσει ταχύτητες μεγαλύτερες από κάθε άλλο χερσαίο οργανισμό, προκαλούσαν ανέκαθεν τον θαυμασμό. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος «ταχύτητα» αντιμετωπίζεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων με μεγάλη ασάφεια, όχι μόνον στην περίπτωση του γατόπαρδου αλλά και σε πολλές ανάλογες. Έτσι, διάφοροι αριθμοί για την ταχύτητα του αιλουροειδούς, με τον τρόπο που παρουσιάζονται σε διάφορα συγγράμματα «ευρείας κατανάλωσης», όπως και σε αμφίβολης αξιοπιστίας ιστοτόπους, δεν μπορούν να ελεχθούν για την επιστημονική τους αξιοπιστία και είναι αναπόδεικτοι.[35]
Επίσης, ακόμη και οι πλέον αξιόπιστες πειραματικές μετρήσεις που έγιναν από επιστημονικούς φορείς, πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες «εργαστηρίου» και δεν είναι δυνατόν να καταγραφούν οι επιδόσεις του ζώου σε πραγματικές συνθήκες. [iii]. Πέραν των ανακριβειών που έχουν γραφεί ή αναφερθεί, τα τεκμηριωμένα στοιχεία είναι τα εξής:
Από τα παραπάνω καταγεγραμμένα στοιχεία γίνεται σαφές ότι, κατά την αναφορά διαφόρων πηγών στην «ταχύτητα» του γατόπαρδου πρέπει να διευκρινίζεται για το τί «είδους» ταχύτητα πρόκειται, κάτι που στην πλειονότητα των περιπτώσεων παραλείπεται. Έτσι αναφορές για ταχύτητες πάνω από τα 110 χλμ/ώρα [5][35][41] αποτελούν, πιθανότατα, υποθέσεις για τη «μέγιστη ταχύτητα» που μπορεί να πετύχει το ζώο και δεν μπορούν να αποδειχθούν.
Οι αντιλόπες και, ειδικότερα, οι γαζέλες αποτελούν την πλειονότητα των θηραμάτων του γατόπαρδου. Στην Α. Αφρική, τα προτιμώμενα είδη είναι η γαζέλα του Τόμσον (Eudorcas thomsonii) στις πεδιάδες (π.χ. στο Σερενγκέτι) και το ιμπάλα(Aepyceros melampus) στις δασώδεις περιοχές. Στις άγονες εκτάσεις σαβάνας της Β. Κένυας, το μικρό κούντου (Tragelaphus imberbis), το γκέρενουκ (Litocranius walleri) και το ντικ-ντικ (Madoqua spp.) έχουν αναγνωριστεί ως τα σημαντικότερα θηράματα. Στη νότια Αφρική, σημαντικά θηράματα αποτελούν το σπρίνγκμποκ (Antidorcas marsupialis) (BA. Μποτσουάνα, Ναμίμπια, Νότια Αφρική), τα μικρά του μεγάλου κούντου (Tragelaphus strepsiceros), ο αφρικανικός φακόχοιρος (Phacochoerus africanus) (Ναμίμπια), το ιμπάλα και το πούκου (Kobus vardonii). Οι γατόπαρδοι, είναι επίσης γνωστό ότι, συλλαμβάνουν και μικρότερα θηράματα, κυρίως λαγούς. Ωστόσο, εάν στο κυνήγι πάρουν μέρος πολλά αρσενικά, συχνά συλλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερα θηράματα, όπως γκνου (Connochaetes spp.). Στο Νίγηρα, τα θηράματα περιλαμβάνουν γαζέλες του Άριελ (Gazella dorcas), τις πολύ σπάνιες νεαρές γαζέλες ντάμα (Nanger dama), βερβερικά πρόβατα (Ammotragus lervia) και λαγούς.[42]
Στην Ινδία, οι γατόπαρδοι κυνηγούσαν κυρίως αντιλόπες μπλάκμπακ (Antilope cervicapra) και γαζέλες τσινκάρα (Gazella bennettii) αλλά ήταν επίσης γνωστό ότι επιτίθεντο σε αντιλόπες νιλγκάι (Boselaphus tragocamelus) καθώς και σε οικόσιτα αιγοπρόβατα. Στο Τουρκμενιστάν κυνηγούσαν γαζέλες με μαύρη ουρά (Gazella subgutturosa) και η εξαφάνισή τους από την περιοχή αυτή συνδέεται στενά με τη μείωση των γαζελών, στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Στο Ιράν, οι σημερινοί εναπομείναντες γατόπαρδοι -εκτός των προστατευομένων περιοχών με πληθυσμούς γαζέλας- λυμαίνονται κυρίως λαγούς, μια άφθονη πηγή τροφής, επειδή συνήθως δεν τρώγονται από τους ντόπιους μουσουλμάνους κυνηγούς.[23]
Ενώ οι άλλες μεγάλες «γάτες» συχνά κυνηγούν τη νύκτα, ο γατόπαρδος είναι κυνηγός που δραστηριοποιείται κατά τη διάρκεια της ημέρας, συνήθως νωρίς το πρωί, οπότε δεν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. Αυτή η στρατηγική θεωρείται μέρος της εξελικτικής προσαρμογής του ζώου, καθώς θα ήταν αδύνατον να επιβιώσει με την παρουσία άλλων μεγάλων αρπακτικών, στο κυνήγι μαζί τους.[28] Ωστόσο, επειδή βασίζεται αποκλειστικά στην όραση, ο γατόπαρδος κυνηγάει και κατά τις φεγγαρόλουστες νύκτες, ειδικά όταν έχει πανσέληνο.[43]
Το θήραμα «κατοπτεύεται» μέχρι την απόσταση των 10-30 μ. και στη συνέχεια εκδηλώνεται η επίθεση, που συνήθως δεν διαρκεί περισσότερο από ένα (1) λεπτό, όποια και αν είναι η κατάληξη. Το ποσοστό επιτυχίας είναι της τάξης του 50%,[43] αριθμός αρκετά υψηλός για ένα αρπακτικό που δεν διαθέτει εναλλακτικά μέσα στο «οπλοστάσιό» του. Η καταδίωξη του θηράματος σε τέτοιες ταχύτητες -τις υψηλότερες που συναντώνται σε χερσαία ζώα- ασκεί τεράστιες μεταβολικές «πιέσεις» στο σώμα του γατόπαρδου. Μία από αυτές είναι η ταχύτατη άνοδος της θερμοκρασίας του σώματος. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που, όταν η επίθεση αποτύχει, ο γατόπαρδος δεν επιμένει και εγκαταλείπει την προσπάθεια, μερικές φορές για να ξεκουραστεί για μισή ώρα ή περισσότερο. Η διαδικασία θήρευσης αναστέλλεται όταν η θερμοκρασία του σώματος τους φτάσει τους 40,5 °C.
Όταν ο γατόπαρδος πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής το θήραμα, παίρνει θέση στην οπίσθια πλευρά του ζώου και το ανατρέπει, βάζοντάς του «τρικλοποδιά» (sic) απλώνοντας το ένα από τα μπροστινά του πόδια, ανάμεσα στα πισινά πόδια του θηράματος. Η θανάτωση επέρχεται με δάγκωμα στο κάτω μέρος του λαιμού για να επέλθει ασφυξία, ή για να διατρηθεί κάποια ζωτική αρτηρία. Άλλωστε, το μυικό σύστημα του γατόπαρδου δεν είναι αρκετά ισχυρό για να σπάσει τον λαιμό του θηράματος. Στη συνέχεια, ο γατόπαρδος προχωράει στην άμεση κατανάλωση της λείας, το συντομότερο δυνατόν πριν η θανάτωση γίνει αντιληπτή από άλλα αρπακτικά, στην αντιπαράθεση με τα οποία, ο γατόπαρδος βγαίνει πάντοτε χαμένος (βλ. Ανταγωνισμός με άλλα αρπακτικά)
Αντίθετα από ότι πιστεύεται, η επιτυχία του γατόπαρδου στο κυνήγι δεν εξαρτάται τόσο από την ταχύτητά του. Πολλά ζώα, ιδιαίτερα οι γαζέλες και άλλα οπληφόρα θηλαστικά, μπορούν να αναπτύξουν πολύ μεγάλες ταχύτητες, αρκετά μάλιστα από αυτά εκτελούν πολύ μεγάλα άλματα, υπερπηδώντας εμπόδια ανυπέρβλητα για τον γατόπαρδο ή αλλάζουν πορεία ταχύτατα. Γι’ αυτό οι γατόπαρδοι προτιμούν να κυνηγάνε σε ανοικτές εκτάσεις χωρίς φυσικά εμπόδια.
Στη διαδικασία του κυνηγιού τον μεγαλύτερο ρόλο παίζουν η ουρά και τα νύχια του γατόπαρδου. Το αιλουροειδές αναπτύσσει ταχύτητα μόνο για να προσεγγίσει το θύμα, αλλά η καταδίωξη εξαρτάται πολύ λίγο από αυτήν. Η ικανότητα ελιγμών του θηράματος αντισταθμίζεται από τη δυνατότητα αλλαγής πορείας του γατόπαρδου που πραγματοποιείται με τη χρήση της ισχυρής, μακριάς ουράς η οποία λειτουργεί ως πηδάλιο. Ωστόσο, αυτό μόνο δεν θα έφθανε εάν ο κυνηγός ολίσθαινε στο ξερό, γυμνό από βλάστηση έδαφος της σαβάνας. Τότε, τον σημαντικότερο ρόλο διαδραματίζουν τα νύχια του ζώου (βλ. Γαμψώνυχες), τα οποία βρίσκονται πάντοτε σε επαφή με το έδαφος, αυξάνοντας καθοριστικά τον συντελεστή τριβής. Σε εκπονηθείσες μελέτες, οι περισσότερες καταδιώξεις εμπλέκουν την εξαιρετική ευελιξία (αλλαγή κατεύθυνσης) παρά την ακραία ταχύτητα στην ευόδωση του κυνηγιού. Μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες μελέτες, ο γατόπαρδος δεν είναι μόνον ο ταχύτερος χερσαίος κυνηγός αλλά και ο πιο ευέλικτος.[39]
Παρά την ταχύτητά τους και την ικανότητά τους στο κυνήγι, οι γατόπαρδοι, κυρίως λόγω του ήπιου χαρακτήρα τους, υπερκεράζονται σε μεγάλο βαθμό από άλλα αρπακτικά ζώα στο μεγαλύτερο εύρος κατανομής τους. Μάλιστα, αυτά τα αρπακτικά δεν είναι απαραίτητα οι δύο μεγάλοι πάνθηρες (λιοντάρι, λεοπάρδαλη) με τους οποίους πολλές φορές συναντάται, αλλά και σαρκοφάγα μικρότερου μεγέθους (ύαινες, σκύλοι, αετοί), από τους οποίους σχεδόν πάντοτε χάνει το θήραμα. Επειδή οι γατόπαρδοι έχουν εξελιχθεί για εκρήξεις ακραίας ταχύτητας, χάνουν σε μυική ισχύ και αδυνατούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους έναντι των περισσοτέρων άλλων αρπακτικών. Συνήθως αποφεύγουν τις μάχες και, ενώ «έχουν κάνει όλη τη δουλειά», θα παραδώσουν τη λεία αμέσως, ακόμη και αν πρόκειται για μία (1) μόνον ύαινα, χάνοντας την τροφή τους, αλλά αποφεύγοντας τον κίνδυνο τραυματισμού.
Ο γατόπαρδος έχει πιθανότητα 50% να χάσει το σκοτωμένο θήραμα από άλλα αρπακτικά ζώα,[11] γι’ αυτό και προσπαθεί να το καταναλώσει αμέσως μετά τη θανάτωση. Μάλιστα, λόγω της μείωσης των διαθεσίμων οικοτόπων στην Αφρική, οι γατόπαρδοι τα τελευταία χρόνια έχουν αντιμετωπίσει μεγαλύτερη πίεση στον ανταγωνισμό τροφής από άλλα ιθαγενή αρπακτικά της Αφρικής. [εκκρεμεί παραπομπή]
Η κοινωνική ζωή των γατόπαρδων παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι είναι διαφορετική για τα αρσενικά και τα θηλυκά, με τα πρώτα να είναι πολύ δεμένα μεταξύ τους.
Οι αρσενικοί γατόπαρδοι είναι πολύ κοινωνικοί και σχηματίζουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ομάδες, που οι ερευνητές αποκαλούν χαρακτηριστικά, συνασπισμούς (coalitions) και των οποίων τα μέλη είναι συνήθως αδέλφια που μένουν στενά συνδεδεμένα, πιθανότατα, για όλη τους τη ζωή. Οι αρσενικοί ενός συνασπισμού είναι τόσο κοινωνικοί που, δέχονται στην ομάδα τους ακόμη και κάποιο «ξένο» αρσενικό που ήταν το μοναδικό -αυτού του φύλου- σε μια γέννα. Εάν συναντηθούν πολλά μοναχικά αρσενικά, από διαφορετικές γέννες, τότε σχηματίζουν τη δική τους ομάδα «εργένηδων». Ένας συνασπισμός έχει 6 φορές περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσει τον δικό του ζωτικό χώρο από ό, τι ένα (1) μοναχικό αρσενικό.
Ωστόσο, από τη στιγμή που θα συγκροτηθεί ο συνασπισμός, τα αρσενικά γίνονται έντονα εδαφικά. Καταλαμβάνουν μια περιοχή και την οριοθετούν ουρώντας πάνω σε αντικείμενα που ξεχωρίζουν, όπως δέντρα, κούτσουρα, ή αναχώματα τερμιτών. Όλα τα μέλη της ομάδας συμβάλλουν σε αυτή την οριοθέτηση και η προστασία αυτού του ζωτικού χώρου αποτελεί ύψιστο καθήκον γι’ αυτά. Τα αρσενικά θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν, πάση θυσία, τυχόν εισβολείς, με μάχες που μπορούν να οδηγήσουν στον σοβαρό τραυματισμό ή και τον θάνατο κάποιου ζώου.[44] Τα αρσενικά επιλέγουν περιοχές οι οποίες επικαλύπτουν τις -σημαντικά μικρότερες- των θηλυκών, ώστε να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα αναπαραγωγής. Το μέγεθος του ζωτικού χώρου εξαρτάται επίσης από τους διαθέσιμους πόρους και, στην Αφρική, μπορεί να ποικίλλει από 37 έως 160 χμ².
Σε αντίθεση με τους αρσενικούς, οι θηλυκοί γατόπαρδοι είναι μοναχικά ζώα και τείνουν να αποφεύγουν η μία την άλλη, αν και ορισμένα «ζεύγη» μητέρας/κόρης είναι γνωστό ότι σχηματίζονται για μικρές χρονικές περιόδους. Στους γατόπαρδους υφίσταται μια μοναδική, καλά δομημένη κοινωνική τάξη, με τα θηλυκά να ζουν μόνα τους, εκτός αν πρόκειται να μεγαλώσουν τα μικρά τους. Γενικά, δεν οριοθετούν κάποιον ιδιαίτερο ζωτικό χώρο όπως κάνουν τα αρσενικά και, αντ 'αυτού, περιπλανώνται σε κάποια ευρεία περιοχή η οποία συνήθως αλληλοεπικαλύπτεται με εκείνη των άλλων θηλυκών, συχνά, τις κόρες, τις μητέρες τους, ή τις αδελφές τους. Τα θηλυκά κυνηγούν πάντοτε μοναχικά, αν και τα κουτάβια συνοδεύουν τις μητέρες τους για να μάθουν να κυνηγούν, όταν φθάσουν στην ηλικία των 5-6 εβδομάδων.
Το μέγεθος της περιοχής των θηλυκών εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη διαθεσιμότητα τροφής. Στα δάση της νότιας Αφρικής έχουν μικρό εμβαδόν, περίπου 34 χμ², αλλά σε ορισμένες περιοχές της Ναμίμπια μπορούν να φτάσουν τα 1.500 χμ².
Το κύριο χαρακτηριστικό των γατόπαρδων είναι ότι δεν βρυχώνται, ωστόσο κατατάσσονται μεταξύ των πιο φωνητικών αιλουροειδών, αρθρώνοντας πλήθος άλλων φωνημάτων. Αρκετές πηγές αναφέρονται σε μια ευρεία ποικιλία ήχων-φωνών, αλλά οι περισσότερες από αυτές δεν περιλαμβάνουν λεπτομερή ακουστική περιγραφή, κάτι που καθιστά δύσκολο να εκτιμηθεί αξιόπιστα ποιος ακριβώς όρος αναφέρεται σε ποιο φώνημα. Μερικά από τα φωνήματα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία είναι τα εξής (σημ. οι όροι στα ελληνικά αποδίδονται κατά προσέγγισιν, εκτός από τον τελευταίο):
Οι θηλυκοί γατόπαρδοι αποκτούν σεξουαλική ωριμότητα σε ηλικία 20-24 μηνών. Τα αρσενικά μπορεί να είναι σεξουαλικά ώριμα από το 1ο έτος της ζωής τους, αλλά συνήθως δεν ζευγαρώνουν μέχρι να γίνουν τουλάχιστον τριών ετών. Το ζευγάρωμα μπορεί να συμβαίνει όλο το χρόνο, ενώ μελέτη των γατόπαρδων στο Σερενγκέτι έδειξε ότι, κάθε θηλυκό αποκτά μικρά από πολλά και διαφορετικά αρσενικά.
Τα θηλυκά γεννούν μέχρι και 9 γατάκια μετά από περίοδο κύησης 90 έως 98 ημερών, αν και το μέσο μέγεθος της γέννας είναι, συνήθως, 4 μικρά, τα οποία έχουν κλειστά τα μάτια και ζυγίζουν 150-300 γραμ. κατά τη γέννηση. Σε αντίθεση με κάποιες άλλες «γάτες», ο γατόπαρδος γεννιέται με τις χαρακτηριστικές κηλίδες του, μόνο που το τρίχωμα είναι γκριζωπό. Μέσα σε 2 εβδομάδες, τα μικρά αρχίζουν να βλέπουν και το τρίχωμα στην πλάτη τους μεγαλώνει, ενώ στις 6 εβδομάδες ήδη αποκτούν μακρύ, μαυρωπό τρίχωμα.[5]
Οι πρώτοι 18 μήνες της ζωής των κουταβιών είναι πολύ σημαντικοί, διότι πρέπει να μάθουν αφ΄ενός να κυνηγούν, αφ’ ετέρου πώς να αποφεύγουν τα άλλα αρπακτικά. Οι νεαροί γατόπαρδοι αφήνουν τη μητέρα τους, 13-20 μήνες μετά τη γέννησή τους και, συνήθως, σχηματίζουν ομάδες από αδέλφια που μένουν μαζί για ακόμη έξι μήνες. Στα 2 χρόνια, περίπου, τα θηλυκά από τα αδέλφια αφήνουν την ομάδα, η οποία απαρτίζεται πλέον από αρσενικά, τα οποία παραμένουν δεμένα για όλη τη ζωή τους.
Η διάρκεια ζωής των γατόπαρδων είναι μέχρι 12 χρόνια στη φύση, αλλά μέχρι και 20 χρόνια σε αιχμαλωσία. Το ποσοστό θνησιμότητας των μικρών ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή, από 50% έως 75%,[48] αλλά σε ακραίες περιπτώσεις, όπως στο Σερενγκέτι, φθάνει το 90%. Σε σύγκριση με το Σερενγκέτι, το ποσοστό επιβίωσης των κουταβιών στην περιοχή Γκαλαγκάντι (Kgalagadi) είναι 7 φορές υψηλότερο.
Ο βασιλικός γατόπαρδος (παλαιότερα Acinonyx rex) είναι μια σπάνια μετάλλαξη που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο μοτίβο του τριχώματος. Παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στην -τότε- Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), το 1926, ενώ θεωρήθηκε ως κάποια διασταύρωση λεοπάρδαλης και γατόπαρδου. Το 1927, ο Βρετανός ζωολόγος Ρέτζιναλντ Πόκοκ (Reginald Innes Pocock, 1863-1947) τον κατέταξε ως ξεχωριστό είδος, αλλά ανακάλεσε το 1939 λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Το 1928, ένα δέρμα που αγοράστηκε βρέθηκε να είναι ενδιάμεσο στο μοτίβο μεταξύ του βασιλικού και του κοινού γατόπαρδου, και ο Ά. Τσάπμαν (Abel Chapman) θεώρησε ότι είναι κάποια χρωματική μορφή (form) του κοινού γατόπαρδου. Είκοσι-δύο τέτοια δέρματα βρέθηκαν μεταξύ 1926 και 1974. Από το 1927, ο βασιλικός γατόπαρδος καταγράφηκε μόνον πέντε φορές στην άγρια φύση. Αν και, «παράξενα» κηλιδωτά δέρματα είχαν έλθει από την Αφρική, το ζώο δεν φωτογραφήθηκε, παρά μόνον το 1974, στο Εθνικό Πάρκο Κρούγκερ της Νότιας Αφρικής. Οι κρυπτοζωολόγοι Π. και Λ. Μπότριλ κατάφεραν να φωτογραφήσουν ένα (1) άτομο κατά τη διάρκεια μιας αποστολής το 1975, και να αποκτήσουν κάποια δείγματα. Ήταν μεγαλύτερο από τον κοινό γατόπαρδο και η γούνα του είχε διαφορετική υφή. Υπήρχε μία (1) ακόμη παρατήρηση το 1986, η πρώτη σε επτά χρόνια. Μέχρι το 1987, τριάντα οκτώ δείγματα είχαν καταγραφεί, πολλά από δέρματα.
Η κατάσταση διαλευκάνθηκε το 1981, όταν δύο βασιλικοί γατόπαρδοι γεννήθηκαν στο Κέντρο Γατόπαρδου και Άγριας Ζωής Ντε Βιλτ (De Wildt) στη Νότια Αφρική. Τον Μάιο του 1981, δύο θηλυκά που ήταν αδέλφια, γέννησαν εκεί και κάθε γέννα είχε και ένα βασιλικό γατόπαρδο. Τα δύο θηλυκά είχαν ζευγαρώσει με κάποιο άγριο αρσενικό από το Τράνσβααλ (όπου είχαν καταγραφεί βασιλικοί γατόπαρδοι). Αργότερα γεννήθηκαν και άλλοι βασιλικοί γατόπαρδοι στο Κέντρο. Σήμερα, είναι γνωστό ότι υπάρχουν κάποια άτομα στη Ζιμπάμπουε, την Μποτσουάνα και στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Τράνσβααλ της Νότιας Αφρικής.
Το 2012, η αιτία αυτού του εναλλακτικού μοτίβου στο τρίχωμα, βρέθηκε να είναι μια μετάλλαξη στο γονίδιο της διαμεμβρανικής αμινοπεπτιδάσης Q (Taqpep), το ίδιο γονίδιο που ευθύνεται για τη ριγέ "σκουμπρί" εμφάνιση σε κάποιες ράτσες γάτας, σε σχέση με το "κλασικό" μοτίβο.[49] Το γονίδιο είναι υπολειπόμενο και πρέπει να κληρονομηθεί και από τους δύο γονείς για να εμφανιστεί αυτό το μοτίβο, γεγονός που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό, για ποιον λόγο είναι τόσο σπάνιος ο βασιλικός γατόπαρδος.
Εκτός από τον βασιλικό γατόπαρδο, εμφανίζονται και άλλες, σπάνιες χρωματικές ποικιλίες του είδους, που περιλαμβάνουν «φακιδωτά», μελανιστικά, γκρίζα και αλμπίνο άτομα. Τα περισσότερα είχαν αναφερθεί στην Ινδία, ιδιαίτερα από γατόπαρδους σε αιχμαλωσία που χρησιμοποιούνταν για κυνήγι. Διάσημος υπήρξε ο «λευκός» γατόπαρδος του Μογγόλου αυτοκράτορα της Ινδίας, Τζαχανγκίρ (17ος αιώνας), ο οποίος διέθετε μπλε αντί για μαύρες κηλίδες και πρέπει να ήταν εντυπωσιακός. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν και στην εποχή μας και περιλαμβάνουν όχι μόνον μελανιστικές μορφές, αλλά και διάφορες παραλλαγές της χρωματικής παλέτας. Μεταξύ άλλων, έχουν αναφερθεί από την Αφρική, «κόκκινοι» (erythristic) γατόπαρδοι με καστανόξανθες κηλίδες σε χρυσό φόντο και «κρέμ» (isabelline) με αχνές κόκκινες κηλίδες σε απαλό φόντο. Μερικοί γατόπαρδοι που ζουν κοντά σε περιοχές της ερήμου, έχουν ασυνήθιστα ανοικτόχρωμο τρίχωμα, πιθανόν για να είναι καλύτερα καμουφλαρισμένοι ως κυνηγοί. Οι «μπλε» γατόπαρδοι -όπως ο προαναφερθείς στην Ινδία- έχουν ποικιλοτρόπως περιγραφεί ως «λευκοί» με γκρι-μπλε κηλίδες (τσιντσιλά) ή ανοικτόγκριζοι με πιο σκούρες γκρι κηλίδες (μετάλλαξη της Μάλτας). Ένα (1) άτομο, σχεδόν χωρίς κηλίδες πυροβολήθηκε στην Τανζανία το 1921. Είχε μόνο λίγες κηλίδες στο λαιμό και τη ράχη, και αυτές ήταν ασυνήθιστα μικρές. Πρόσφατα, ένας γατόπαρδος αυτής της χρωματικής ποικιλίας φωτογραφήθηκε στην Κένυα, το 2012.[50]
Η CITES επιτρέπει το νόμιμο εμπόριο ζωντανών γατόπαρδων στο πλαίσιο ενός συστήματος ποσοστώσεων [Παράρτημα I (ετήσιες ποσοστώσεις: Ναμίμπια έως 150 άτομα, Ζιμπάμπουε 50, Μποτσουάνα 5)]. Αυτό έγινε αποδεκτό από τη CITES ως ένας τρόπος για να ενισχυθεί η οικονομική σημασία των γατόπαρδων σε ιδιωτικές εκτάσεις, ενώ παρέχεται οικονομικό κίνητρο για τη διατήρησή τους (Nowell 1996). Ο παγκόσμιος πληθυσμός γατόπαρδων σε αιχμαλωσία δεν είναι αυτοσυντηρούμενος. Οι γατόπαρδοι αναπαράγονται ανεπαρκώς σε αιχμαλωσία και, το 2001, το 30% του πληθυσμού σε αιχμαλωσία ήταν άγρια ζώα που δεν είχαν αναπαραχθεί σε αιχμαλωσία (Marker 2002). Ενώ η ανάλυση των δεικτών εμπορίου των ζώων στη βάση δεδομένων της CITES δείχνει ότι οι καταγεγραμμένες χώρες δεν αναφέρουν εξαγωγές ζωντανών ατόμων από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 (Purchase et al. 2007), υπάρχει υποψία για παράνομο διασυνοριακό εμπόριο ζώντων ατόμων. Υπάρχει επίσης ανησυχία σχετικά με το παράνομο εμπόριο δερμάτων, καθώς και τη σύλληψη ζωντανών κουταβιών για εμπόριο με τη Μέση Ανατολή (Anon. 2007). Υπάρχει αύξηση του εμπορίου σε κουτάβια από τη ΒΑ. Αφρική στη Μέση Ανατολή (Amir 2005), αλλά αυτή τη στιγμή υπάρχει μικρής έκτασης εμπόριο από την περιοχή του Σαχέλ, όπου προηγουμένως θεωρείτο σημαντικό πρόβλημα (K. de Smet pers. comm. 2007).
Η γενική κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού δεν θεωρείται καλή, γι’ αυτό και η IUCN κατατάσσει τον γατόπαρδο στα Ευάλωτα Είδη (VU),[26] με δύο υποείδη να θεωρούνται Κρισίμως Κινδυνεύοντα (CR).
Η νότια Αφρική αποτελεί το «προπύργιο» του γατόπαρδου, με εκτιμώμενο πληθυσμό τα 4.500 ενήλικα άτομα.[51] Αυτή η εκτίμηση αναλύεται ως εξής: Ανγκόλα – άγνωστος αριθμός, Μποτσουάνα - 1.800 ενήλικα άτομα, Μαλάουι - <25, πιθανώς εκριζωμένο,[52] Μοζαμβίκη: <50, Ναμίμπια - 2.000, Νότια Αφρική – 550, Ζάμπια – 100, Ζιμπάμπουε – 400. Μεγάλο ποσοστό του εκτιμώμενου πληθυσμού ζει εκτός των προστατευόμενων περιοχών, σε εδάφη προορισμένα για ζώα κτηνοτροφίας ή θηραμέτων, όπου τα λιοντάρια και οι ύαινες έχουν εκλείψει. Ο αριθμός των γατόπαρδων στην ανατολική Αφρική (Αιθιοπία, Νότιο Σουδάν, Ουγκάντα, την Κένυα και την Τανζανία) υπολογίζεται σε 2.572 ενήλικες και ανεξάρτητα νεαρά άτομα (υπο-ενήλικες). Οι περισσότερες εκτιμήσεις του πληθυσμού προήλθαν από την εφαρμογή λογισμικού πυκνότητας ενός (1) ενήλικου ατόμου ανά 100 χλμ² σε χαρτογραφημένους τομείς κατά τη διάρκεια ενός εργαστηρίου στρατηγικής διατήρησης, αν και μερικά έχουν ερευνηθεί. Μόνο σε 4 από τους 15 γνωστούς πληθυσμούς εκτιμάται ότι ο αριθμός υπερβαίνει τα 200 ζώα. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός στις περιοχές Σερενγκέτι, Μαρο και Τσάβο (Κένυα και Τανζανία), εκτιμάται σε 710 άτομα. Συνολικά, λιγότερο από το μισό του εκτιμώμενου πληθυσμού βρίσκεται σε προστατευόμενες περιοχές. Επιπλέον, περίπου το υπόλοιπο μισό ζει σε οικοτόπους κοντά στα σύνορα με αυτές, οπότε απαιτείται διεθνής συνεργασία για τη διατήρηση του πληθυσμού. Ενδεχομένως, οι γατόπαρδοι να υπάρχουν σε περιοχή η οποία είναι πολλαπλάσια σε έκταση από τη γνωστή.[53]
Δεν είναι σαφές τί θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοια ακραία μείωση των πληθυσμών του είδους σε ένα τόσο ευρύ φάσμα κατανομής και, διάφορες εναλλακτικές εξηγήσεις έχουν διερευνηθεί. Πιθανόν, τα χαμηλά επίπεδα γενετικής ποικιλότητας θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα ενός πολύ χαμηλού «ενεργού» πληθυσμικού μεγέθους (εκείνου δηλαδή του ποσοστού που «περνάει» στα γονίδια των ζώων).[54] Για παράδειγμα, υπολογισμοί αυτού του «ενεργού» ποσοστού στους πληθυσμούς του Σερενγκέτι, έδωσαν το -αρκετά χαμηλό- ποσοστό 44% ή λιγότερο του ολικού πληθυσμού.[55] Παρόλο που τα αίτια για τα χαμηλά επίπεδα του γατόπαρδου από γενετική παραλλαγή είναι ασαφή, αυτό που είναι σαφές είναι ότι οι μεγάλοι πληθυσμοί είναι αναγκαίοι για τη διατήρηση του είδους. Επειδή οι γατόπαρδοι είναι είδος χαμηλής πυκνότητας, οι προστατευόμενες περιοχές πρέπει να είναι αρκετά μεγάλες, μεγαλύτερες από ό, τι οι περισσότερες σημερινές προστατευόμενες περιοχές.
Παρά τον ευγενικό χαρακτήρα του, ο γατόπαρδος κυνηγήθηκε στο παρελθόν από τον άνθρωπο, κυρίως για τη γούνα του, που θεωρείτο σύμβολο κοινωνικής θέσης. Σήμερα, οι γατόπαρδοι έχουν αυξανόμενη οικονομική σημασία για τον επεκτεινόμενο οικοτουρισμό, αν και βρίσκονται επίσης σε ζωολογικούς κήπους. Στο Γιούλι της Φλόριντα διατηρείται σημαντικός πληθυσμός σε ειδικό προστατευόμενο έδαφος (White Oak).[56]
Επειδή δεν είναι επιθετικά ζώα, τα μικρά του μερικές φορές πωλούνται παράνομα ως κατοικίδια ζώα. Πάντως, ακόμη και σήμερα, πολλοί αγρότες πιστεύουν ότι επιτίθενται στα κατοικίδια ζώα και τους κυνηγούν. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει κυρίως με τον -απειλούμενο με εξαφάνιση- ασιατικό γατόπαρδο (Acinonyx jubatus venaticus). Μελέτη που εκπονήθηκε μεταξύ 2004-2009 στο ΒΑ. Ιράν, όπου τα θηράματα έχουν μειωθεί λόγω λαθροθηρίας και στηρίχθηκε στην ανάλυση περιττωμάτων έδειξε ότι, ότι τα ασιατικά αιλουροειδή βασίζονται κυρίως στα μεσαία οπληφόρα για τη διατροφή τους. Ωστόσο, λόγω της χαμηλής πυκνότητας σε γαζέλες, μέρος των απαιτήσεων τους καλύπτεται από οικόσιτα, γεγονός που φέρνει τους γατόπαρδους σε άμεση σύγκρουση με τους ντόπιους.[57] Επειδή το υποείδος απειλείται άμεσα, πολλές εκστρατείες ξεκίνησαν για την ενημέρωση των αγροτών και να τους ενθαρρύνουν να διατηρούν τους γατόπαρδους.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι συχνά διατηρούσαν γατόπαρδους ως κατοικίδια ζώα, καθώς επίσης, τους εκπαίδευαν για το κυνήγι. Συνήθως μεταφέρονταν μαζί με σκυλιά στις κυνηγετικές περιοχές, δεμένοι σε κάρα, με κουκούλα και δεμένα τα μάτια και παρέμεναν έτσι, μέχρις ότου τα σκυλιά ξετρύπωναν το θήραμα. Όταν πλησίαζε αρκετά κοντά, τους έλυναν και τους αφαιρούσαν την κουκούλα και οι γατόπαρδοι επιτίθενταν και συνελάμβαναν τη λεία. Η παράδοση αυτή πέρασε στους αρχαίους Πέρσες και στην Ινδία, και συνεχίστηκε από τους μαχαραγιάδες και τους πρίγκηπες, σχεδόν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι γατόπαρδοι εξακολουθούσαν να «συνδέονται» με τη βασιλική καταγωγή και την κομψότητα. Διάσημοι που τους διατηρούσαν ως κατοικίδια ζώα, ήσαν ο Τζένγκις Χαν και ο Καρλομάγνος, ενώ ο Μογγόλος ηγεμόνας της Ινδίας Άκμπαρ (Akbar 1556-1605), περηφανευόταν ότι είχε 1.000 (!) γατόπαρδους στην κατοχή του.[11] Αλλά και ο αυτοκράτορας της Αιθιοπίας Σελασιέ είχε φωτογραφηθεί, συχνά, να κρατάει έναν γατόπαρδο με λουρί.
i. ^ Η λέξη τσίτα, που αναφέρεται στον γατόπαρδο, δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο όρο που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ελληνική καθομιλουμένη και αναφέρεται στους πιθήκους, ιδιαίτερα στους θηλυκούς χιμπαντζήδες.
ii. ^ Βέβαια, εάν θεωρηθεί ότι ο μηχανισμός κίνησης των ονυχοφόρων φαλάγγων είναι ο ίδιος σε όλα τα αιλουροειδή, ορθότερη είναι η δεύτερη άποψη. [εκκρεμεί παραπομπή]
iii ^ Στην περίπτωση του γατόπαρδου, όπως και όλων των ζώων που υποβάλλονται σε πειραματικές μετρήσεις, δεν είναι δυνατός ο καθορισμός του «είδους» της ταχύτητας που αναπτύσσουν (τελική, μέση, στιγμιαία) κάτι που προσδίδει σημαντική ασάφεια στους αριθμούς. Το ορθότερο είναι ότι, οι καταγεγραμμένες ταχύτητες είναι οι μέσες ωριαίες ταχύτητες για τη συγκεκριμένη παρατήρηση και για τη συγκεκριμένη διανυθείσα απόσταση.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.