From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Όττο Άντολφ Άιχμαν (γερμανικά: Otto Adolf Eichmann, 19 Μαρτίου 1906, Ζόλινγκεν, Γερμανία - 1 Ιουνίου 1962 Ράμλα, Ισραήλ) ήταν Αυστριακός πολιτικός και στρατιωτικός γερμανικής καταγωγής. Υπηρέτησε ως συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο. Θεωρείται αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος.
Τον Μάιο του 1960, απήχθη από ισραηλινούς πράκτορες από την Αργεντινή και μεταφέρθηκε στο Ισραήλ, όπου δικάστηκε δημόσια. Καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε τη νύχτα της 31ης Μαΐου προς 1η Ιουνίου 1962.
Ο Άιχμαν γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν (Solingen), κοντά στην Κολωνία της Γερμανίας στις 19 Μαρτίου 1906. Πατέρας του ήταν ο επιχειρηματίας Άντολφ Καρλ Άιχμαν και μητέρα του η Μαρία Σέφερλινγκ (Schefferling). Η οικογένειά του ήταν μια τυπική οικογένεια της προτεσταντικής μεσοαστικής γερμανικής τάξης. Η μητέρα του πέθανε όταν ο Άντολφ ήταν σε μικρή ηλικία και η οικογένεια μετακόμισε στο Λιντς της Αυστρίας, όπου ο Άιχμαν πέρασε τα νεανικά του χρόνια. Ο πατέρας του κλήθηκε να υπηρετήσει στον Στρατό της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και όταν επέστρεψε συνέχισε τη λειτουργία της επιχείρησής του. Ο γιος του, όμως, απέτυχε να συνεχίσει τις σπουδές του (ήθελε να γίνει μηχανικός) και, το 1927, άρχισε να εργάζεται ως τοπικός περιοδεύων αντιπρόσωπος μιας θυγατρικής εταιρείας της αμερικανικής Στάνταρντ Όιλ, της Vacuum Oil Company. Για την πρόσληψή του στην εν λόγω εταιρεία μεσολάβησε ο οικογενειακός του φίλος Ερνστ Καλτενμπρούννερ. Στην εργασία αυτή παρέμεινε μέχρι το 1933, οπότε και απολύθηκε, σύμφωνα με την εταιρεία, λόγω περικοπών προσωπικού, ο ίδιος, όμως, ισχυρίστηκε στον Καλτενμπρούννερ ότι απολύθηκε λόγω της ανάμιξής του στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, μετά από εισήγηση κάποιου εβραϊκής καταγωγής στελέχους της εταιρείας.
Το 1932, σε ηλικία 26 ετών, πάλι με υπόδειξη του φίλου του Ερνστ Καλτενμπρούννερ, έγινε μέλος του Αυστριακού τμήματος του Εθνικοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP) με αριθμό μέλους 889895. Στη συνέχεια έγινε μέλος της SS (αριθ. μέλους 45326) και το 1934 υπηρέτησε με το βαθμό του ομαδάρχη (Scharführer) στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου. Έβρισκε την απασχόληση αυτή βαρετή και μονότονη και τον Σεπτέμβριο του 1934 ζήτησε μετάθεση. Μετατέθηκε, πράγματι, τον Νοέμβριο του 1934 στην Ασφάλεια (Sicherheitspolizei) και τοποθετήθηκε στην υπηρεσία της SD (Sicherheitsdienst). Η αρμοδιότητα που αρχικά του δόθηκε εκεί ήταν η αρχειοθέτηση εγγράφων με πληροφορίες για τους Ελευθεροτέκτονες. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο τμήμα που ασχολείτο με τους Εβραίους, το οποίο ήταν διαρκώς απασχολημένο με τη συλλογή πληροφοριών για τους διακεκριμένους Εβραϊκής καταγωγής πολίτες. Η τοποθέτηση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του.
Στις 21 Μαρτίου 1935 νυμφεύεται τη Βερόνικα (Βέρα) Λιμπλ (Veronica Catalina Liebl), με την οποία απέκτησε τέσσερις γιους: Τον Κλάους (1936, Βερολίνο) τον Χορστ (1940, Βιέννη), τον Ντίτερ Χέλμουτ (1942, Πράγα) και τον Ρικάρντο Φρανθίθκο (1955, Μπουένος Άιρες, Αργεντινή). Τον ίδιο χρόνο ονομάζεται επισήμως υπεύθυνος των "Εβραϊκών ζητημάτων" της SD και ειδικεύεται στην κουλτούρα των Εβραίων: Επισκέπτεται πολλές εβραϊκές συνοικίες σε γερμανικές πόλεις, από τις οποίες αποκομίζει ογκώδεις τόμους σημειώσεων. Μαθαίνει ένα συνονθύλευμα εβραϊκών διαλέκτων και το 1937 πραγματοποιεί, ύστερα από εισήγηση του προϊσταμένου του Χέρμπερτ Χάγκεν, ένα σύντομο ταξίδι στην Παλαιστίνη για να εξετάσει τις δυνατότητες μετανάστευσης των Εβραίων της Γερμανίας εκεί. Οι Βρετανικές αρχές τού αρνούνται τη χορήγηση βίζας και από τη Χάιφα μεταβαίνει στο Κάιρο, όπου συναντάται, σύμφωνα με την κατάθεσή του στη δίκη του, με ένα πράκτορα της Χαγκάνα (Haganah), μιας Ισραηλινής παραστρατιωτικής οργάνωσης, για να συζητήσουν το θέμα της μετανάστευσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, σκόπευε να συναντηθεί και με Άραβες ηγέτες της Παλαιστίνης, πράγμα που δεν κατάφερε λόγω της άρνησης εισόδου του σε αυτήν από τις Βρετανικές αρχές.
Ο Άιχμαν επιστρέφει στη Γερμανία και το 1938 μετατίθεται στη Βιέννη, όπου τοποθετείται επικεφαλής του "Γραφείου Μετανάστευσης Εβραίων". Είναι το μόνο άτομο που μπορεί να υπογράφει άδειες εξόδου Εβραίων από τη χώρα. Αρχικά, η δικαιοδοσία αυτή αφορούσε στην Αυστρία, αργότερα όμως επεκτάθηκε στην Τσεχοσλοβακία και λίγο αργότερα σε ολόκληρη την επικράτεια του Γερμανικού Ράιχ πριν τον Πόλεμο. Ο Άιχμαν έγινε ο ειδικός της "εξαναγκασμένης μετανάστευσης": Μέσα σε διάστημα 18 μηνών, 150.000 Εβραίοι είχαν εγκαταλείψει την Αυστρία. Η εκβιαστική αυτή μετανάστευση αποτέλεσε θαυμάσια μέθοδο "εκπαίδευσης" για τον Άιχμαν, ο οποίος άρχισε πλέον να χειρίζεται υποθέσεις εξαναγκαστικών εκτοπίσεων Εβραίων στην Πολωνία. Το 1939 κερδίζει επάξια τη θέση του ειδικού συμβούλου επί των "εκκενώσεων" Εβραίων και Πολωνών από εδάφη του Ράιχ. Το Γραφείο του έγινε ο προθάλαμος των αναγκαστικών εκτοπίσεων Εβραίων προς τα Ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης που δημιουργήθηκαν στην κατεχόμενη Πολωνία.
Ο Άιχμαν μετατίθεται για μια ακόμη φορά, τον Δεκέμβριο του 1939, στο Γραφείο 4 (Amt IV), όπως λεγόταν το γραφείο της Γκεστάπο στο Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ (RSHA), και τοποθετείται επικεφαλής της Υποδιεύθυνσης Β4, η οποία είχε ως αντικείμενο τις εβραϊκές υποθέσεις και "εθελοντικές μεταναστεύσεις" (Zentralstelle für jüdische Auswanderung). Για τα επόμενα έξι χρόνια το γραφείο του Άιχμαν ήταν το επιτελείο εκπλήρωσης της Τελικής Λύσης (Endlösung). Το 1940 ο Άιχμαν προτείνει τη μεταφορά των Εβραίων στη Μαδαγασκάρη, την οποία η Γερμανία θα αποσπούσε από τη Γαλλία. Το σχέδιο του Άιχμαν δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αν και οι ανώτεροί του το είδαν με ενδιαφέρον, επειδή η κυριαρχία της θάλασσας εκείνη την εποχή ανήκε στη Μεγάλη Βρετανία και τον πολεμικό της στόλο, απέναντι στον οποίο δεν μπορούσε να αντιπαραταχθεί η "Kriegsmarine" (Πολεμικό Ναυτικό της Γερμανίας).
Η πρακτική εφαρμογή της Τελικής Λύσης άρχισε με τη δημιουργία, από άνδρες της Υποδιεύθυνσής του, αρχικά γκέτο στις μεγάλες κατεχόμενες πόλεις. πρώτα στη Βαρσοβία και ύστερα στο Λοτζ. Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε και σε πόλεις της κατεχόμενης ζώνης στη Σοβιετική Ένωση. Η δημιουργία γκέτο λαμβανόταν μέριμνα να γίνεται πάντα κοντά σε σημεία διέλευσης σιδηροδρόμων, ώστε να είναι δυνατή η εύκολη μεταφορά των κατοίκων των γκέτο σε στρατόπεδα θανάτου.
Μεταφορές Εβραίων στα ειδικά δημιουργημένα στρατόπεδα θανάτου άρχισαν το καλοκαίρι του 1941. Ο ίδιος ο Άιχμαν ήταν υπεύθυνος για να οργανώνει το σύστημα μεταφορών των Εβραίων από όλα τα μέρη της κατεχόμενης Ευρώπης προς τα στρατόπεδα αυτά. Για να διαπιστώσει την πρόοδο των "εργασιών" της Τελικής Λύσης, ο Άιχμαν επισκέπτεται το στρατόπεδο του Άουσβιτς το 1941. Τον Νοέμβριο του 1941 προάγεται σε Αντισυνταγματάρχη (Sturmbannfuhrer) των SS και έχει ήδη οργανώσει τις μαζικές εκτοπίσεις Εβραίων από τη Γερμανία και τη Βοημία, σύμφωνα με τις εντολές του Χίτλερ "να εκκαθαρίσει το Ράιχ από τους Εβραίους το ταχύτερο δυνατό". Στις 20 Ιανουαρίου του 1942 πραγματοποιείται η Διάσκεψη της Βάνζεε, στην οποία είναι από τους κυριότερους συμμετέχοντες. Η διάσκεψη τον καθιερώνει ως "ειδικό επί των Εβραίων και των εβραϊκών ζητημάτων". Ο Άιχμαν αποδείχθηκε ο τέλειος γραφειοκράτης και εκτελεστής εντολών, αν και ποτέ δεν εκδήλωσε ανοιχτά τα αντισημιτικά του αισθήματα και ο ίδιος συχνά διακήρυσσε "ότι δεν έχει τίποτα εναντίον των Εβραίων". Λάμβανε, όμως, τις αποφάσεις για την εξόντωσή τους με απόλυτα γραφειοκρατική ψυχρότητα.
Ο Άιχμαν μετέβη σε πολλά γκέτο και στρατόπεδα θανάτου στα πλαίσια των καθηκόντων του. Στο γκέτο του Λβοφ είχε προσκαλέσει και τον αρχηγό του, Χάινριχ Χίμλερ, για να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τις εφαρμογές των μεθόδων του και την πρόοδο εκτέλεσης της διαταγής του Φύρερ. Ο Χίμλερ δεν άντεξε στο θέαμα: Σχεδόν ημιλιπόθυμος εγκατέλειψε τον χώρο για να επιστρέψει στη Γερμανία, από όπου εξέδωσε διαταγή να "ακολουθούνται περισσότερο ανθρωπιστικές μέθοδοι" για την εξόντωση των Εβραίων, και συγκεκριμένα με δηλητηρίαση από αέρια. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου είχε ήδη αρχίσει στο "Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4". Επισκέπτεται ξανά το Άουσβιτς και εκεί, σε συνεργασία με τον Διοικητή του Ρούντολφ Ες (Rudolf Höss), επιλέγει προσεκτικά τους χώρους εγκατάστασης των θαλάμων αερίων. Εγκρίνει τη χρήση του Κυκλώνα-Β (Zyklon-B) ως αερίου θανάτου και παρακολουθεί προσωπικά τις πρώτες εφαρμογές του, για να βεβαιωθεί για την επιτυχία της μεθόδου. Ο ενθουσιασμός του δεν ανακόπτεται ύστερα από αυτό: Περιοδεύει ευσυνείδητα σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές και οργανώνει τη μεταφορά Εβραίων από όλες τις κατεχόμενες χώρες προς τα στρατόπεδα θανάτου. Έχει, επίσης, δοθεί εντολή να αφαιρούνται από τους νεκρούς Εβραίους όλα τα πολύτιμα αντικείμενα (ακόμη και τα χρυσά δόντια!), τα γυαλιά όρασης, τα υποδήματα, οι βέρες, ακόμη και τα μαλλιά από τις γυναίκες κρατούμενες. Όλα αυτά πλουτίζουν τα ταμεία των SS. Στη δίκη του κατέθεσε, ωστόσο, ότι εκείνη την εποχή είχε άγνοια των οικονομικών ζητημάτων. Συνέχισε, επίσης, να εκφράζει παράπονα για την απροθυμία που επεδείκνυαν ορισμένες "σύμμαχες δυνάμεις", όπως η Γαλλία του Βισύ και η Ιταλία να παραδίδουν στην SS τον Εβραϊκό τους πληθυσμό.
Καθώς το τέλος του πολέμου άρχισε να διαγράφεται, ο Χίμλερ έγινε περισσότερο διαλλακτικός και "ήπιος", εκδίδοντας διαταγή για την αναστολή της χρήσης των θαλάμων αερίων. Ο Άιχμαν, καλυπτόμενος τόσο από τον Καλτενμπρούννερ, αντικαταστάτη του Ράινχαρντ Χάιντριχ στην ηγεσία της RSHA, όσο και τον άμεσο προϊστάμενό του Χάινριχ Μύλλερ (Heinrich Muller), αγνοεί τη διαταγή και οι εκτελέσεις στους θαλάμους αερίων των στρατοπέδων θανάτου συνεχίζονται. Τον Μάρτιο του 1944 πρωτοστατεί - "εργαζόμενος" για πρώτη φορά εκτός γραφείου - στη σφαγή των Εβραίων που είχαν απομείνει στην Ουγγαρία. Τον Αύγουστο του 1944 ο Άιχμαν αναφέρει στον αρχηγό του, Χίμλερ, ότι σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια Εβραίων είχαν εξολοθρευθεί στα στρατόπεδα θανάτου, ενώ δύο περίπου εκατομμύρια ακόμη είχαν θανατωθεί από τις "κινητές μονάδες", τα Einsatzgruppen.
Με το τέλος του πολέμου, ο Άιχμαν καταφέρνει να διαφύγει από την Ουγγαρία (ρωσική ζώνη) στην Αυστρία, όπου και συλλαμβάνεται από τους Αμερικανούς. Επειδή έχει φροντίσει να πάρει το ψευδώνυμο Ότο Έκμαν (Otto Eckmann), οι Αμερικανοί δεν του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία. Εγκλείεται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, όχι όμως υψηλής ασφαλείας, και έτσι καταφέρνει να δραπετεύσει και κρύβεται επί τρία ολόκληρα χρόνια στη Γερμανία. Ο ρόλος του ως ηγετικής φυσιογνωμίας του Ολοκαυτώματος αποκαλύπτεται στη Δίκη της Νυρεμβέργης μέσω των μαρτυριών, αλλά και όσων εγγράφων διασώθηκαν. Τα ίχνη του, όμως, έχουν χαθεί. Οι Ισραηλινοί δεν είναι, παρόλ' αυτά, διατεθειμένοι να αφήσουν ατιμώρητους όσους είναι υπεύθυνοι για το θάνατο 6 εκατομμυρίων ομοφύλων τους. Δημιουργούν το ειδικό "σώμα" των Εκδικητών (εβρ. Nokmim), όπως αποκαλείται. Αυτό έχει ως στόχο τον εντοπισμό εγκληματιών πολέμου που είτε έχουν διαφύγει τη σύλληψη, από αμέλεια των δυνάμεων κατοχής της Γερμανίας ή έλλειψη τεκμηρίων, είτε έχουν αλλάξει ταυτότητα και κρύβονται, όπως ο Άιχμαν. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιζε ο μεγαλύτερος, ίσως, διώκτης των φυγάδων Ναζιστών, Σίμον Βίζενταλ (Simon Wiesenthal), Εβραίος γεννημένος στο Λιντς, ο ρόλος του, όμως, στην υπόθεση Άιχμαν αμφισβητείται.
Ο Άιχμαν καταφέρνει, το 1950, με τη βοήθεια της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, να προμηθευτεί ένα Ιταλικό διαβατήριο στο όνομα Ρικάρντο Κλέμεντ (Riccardo Clement), γεννημένου στο Μπολτσάνο (Bolzano) της Ιταλίας, στο οποίο εμφανίζεται ως άπολις (χωρίς υπηκοότητα). Το ίδιο έτος του χορηγείται βίζα, πάλι με τη μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού, για να μεταβεί στην Αργεντινή. Αρχικά εγκαταστάθηκε σε ένα προάστιο του Μπουένος Άιρες, όπου άνοιξε ένα καθαριστήριο ρούχων. Το κατάστημα χρεοκόπησε λίγο αργότερα και ο Άιχμαν μετακινήθηκε στην πόλη Τουκουμάν (Tucuman), περίπου 800 χλμ. βορειότερα, όπου εργάστηκε για ένα εργοστάσιο επεξεργασίας νερού και αρδεύσεων. Το 1952 κάλεσε τη σύζυγο και τα παιδιά τους να μεταβούν κοντά του, όπως και έγινε στις 28 Ιουλίου. Το 1953, όμως, η εταιρεία για την οποία εργαζόταν χρεοκόπησε και η οικογένεια μετακινήθηκε ξανά στο Μπουένος Άιρες. Ο Άιχμαν προσελήφθη ως υπάλληλος της τοπικής αντιπροσωπείας της Μερτσέντες - Μπεντς (Mercedes-Benz) και συνέχισε να ζει στην Αργεντινή.
Το 1957 η μυστική υπηρεσία Μοσάντ του Ισραήλ πληροφορείται ότι ο Άιχμαν είναι ζωντανός και βρίσκεται στην Αργεντινή με το όνομα Κλέμεντ. Την πληροφορία φέρεται να έδωσε ο Γερμανός, εβραϊκής καταγωγής, Φριτς Μπάουερ (Fritz Bauer), Εισαγγελέας του κρατιδίου της Έσσης (Hessen). Για την ακρίβεια, ο Μπάουερ ενημέρωσε τον επικεφαλής της ισραηλινής αποστολής στην Κολωνία, και επομένως της ισραηλινής μυστικής υπηρεσίας Μοσάντ, για τον τόπο διαμονής του Άντολφ Άιχμαν στην Αργεντινή, αφού είχε μάθει γι' αυτό από τον πρώην κρατούμενο του στρατοπέδου συγκέντρωσης Λόταρ Χέρμαν (Lothar Hermann), ο οποίος ζούσε στην Αργεντινή. Ο Μπάουερ δεν εμπιστευόταν τη γερμανική δικαιοσύνη και αστυνομία, διότι φοβόταν ότι ο Άιχμαν θα προειδοποιούνταν από εκεί, και στράφηκε απευθείας στο Ισραήλ από νωρίς. Μάλιστα το 1960, ο Ισραηλινός φωτογράφος και πράκτορας της Μοσάντ Michael Maor φωτογράφισε κρυφά τα έγγραφα του Μπάουερ.[15]
Πράκτορες της Μοσάντ πηγαίνουν στην Αργεντινή και θέτουν τον Άιχμαν υπό διαρκή παρακολούθηση. Δεν έχουν, όμως, αρκετά στοιχεία για να πεισθούν για την πραγματική ταυτότητα του κ. Ρικάρντο Κλέμεντ. Την απόδειξη τους παρέχει ο ίδιος ο Άιχμαν, χωρίς να το αντιληφθεί, όταν στις 11 Μαΐου 1960 πηγαίνει να εορτάσει την αργυρή επέτειο (25 χρόνια) του γάμου του με τη σύζυγό του, την οποία υποτίθεται ότι είχε νυμφευθεί στην Αργεντινή μόλις πριν μερικά χρόνια, ενώ κανονικά είχαν παντρευτεί το 1935. Τότε οι Ισραηλινοί, έχοντας την επιβεβαίωση που ζητούσαν, δεν διστάζουν: Οργανώνουν την απαγωγή του καταζητούμενου μέσα στην Αργεντινή, σε συνεργασία με τους «Εκδικητές», και τον κρατούν αιχμάλωτο σε ασφαλές κρησφύγετο, μέχρι να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να τον φυγαδεύσουν στο Ισραήλ χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις αρχές της Αργεντινής. Η οικογένειά του τον αναζητά, τηλεφωνώντας σε νοσοκομεία και κλινικές, αποφεύγει, όμως, να ειδοποιήσει την Αστυνομία.
Στις 21 Μαΐου 1960 οι Ισραηλινοί φορτώνουν τον Άιχμαν, ναρκωμένο, σε ένα εμπορικό αεροσκάφος της Ελ Αλ και χωρίς να δηλώσουν ποιος ήταν, και τον οδηγούν στην Ιερουσαλήμ. Στις 23 Μαΐου ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακοινώνει στην Κνέσετ (Ισραηλινό Κοινοβούλιο) τη σύλληψη ενός από τους πρωτεργάτες του Ολοκαυτώματος με αυτή τη σύντομη δήλωση:
"Οφείλω να ενημερώσω την Κνέσετ ότι προ ολίγου καιρού ένας από τους μεγαλύτερους ναζί εγκληματίες πολέμου, ο Άντολφ Άιχμαν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος από κοινού με τη ναζιστική ηγεσία για την "Τελική Λύση", εντοπίσθηκε από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες και κρατείται στο Ισραήλ, όπου και θα δικαστεί".
Η Αργεντινή διαμαρτύρεται για την απαγωγή του Άιχμαν και, ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, ζητεί σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ διότι, όπως υποστηρίζει, «παραβιάσθηκαν τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους της Αργεντινής» και το Ισραήλ παραβίασε τον Χάρτη του ΟΗΕ. Στη διαμάχη που ακολουθεί, η εκπρόσωπος του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ (μετέπειτα πρωθυπουργός) υποστηρίζει ότι πράγματι έγινε παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων του Κράτους, όπως ισχυρίζεται η Αργεντινή, αυτή, όμως, δεν διαπράχθηκε από το κράτος του Ισραήλ, αλλά από Ισραηλινούς απλούς πολίτες (εννοώντας τους "Εκδικητές"), και όχι από κρατικούς υπαλλήλους. Το Συμβούλιο Ασφαλείας εκδίδει συμβιβαστικό ψήφισμα, με το οποίο ζητείται "επανόρθωση από το Ισραηλινό κράτος" και "δίκη για τον Άντολφ Άιχμαν, για να κριθούν δημόσια τα εγκλήματα που φέρεται ότι έχει διαπράξει". Ωστόσο, το δίλημμα νομιμότητας, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, που δημιούργησε η απαγωγή του Άιχμαν (απαγωγή πολίτη από επικράτεια ουδέτερης χώρας χωρίς ενημέρωση των αρχών της ή με συνεργασία των εμπλεκομένων στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου), δεν διευθετήθηκε ποτέ. Το Ισραήλ ζήτησε συγγνώμη από την Αργεντινή, αρνήθηκε, όμως, να επιστρέψει τον κρατούμενο, τον οποίο, όπως δήλωσε, θα παρέπεμπε σε δίκη, σύμφωνα με το ψήφισμα του ΟΗΕ.
Το Ισραήλ συγκροτεί, σύμφωνα με τον Ισραηλινό ποινικό νόμο, τριμελές Δικαστήριο, το οποίο απαρτίζεται από τους Μοσέ Λάνταου (Moshe Landau) ως προεδρεύοντα, Βενιαμίν Χαλεβί (Benjamin Halevi) και Γιτζάκ Ραβέχ (Yitzhak Raveh) ως μέλη. Ως Δημόσιος Κατήγορος ορίζεται ο Γκίντεον Χάουσνερ (Gideon Hausner), ιδρυτής του "Yad Vashem", της Αρχής "για τη διάσωση της μνήμης των ηρώων και των μαρτύρων του Ολοκαυτώματος". Την υπεράσπιση του Άιχμαν αναλαμβάνει ο Γερμανός δικηγόρος δρ. Ρόμπερτ Σερβάτιους (Robert Servatius).[16] Αρκετοί δικηγόροι είχαν προσφερθεί να τον εκπροσωπήσουν και η οικογένεια του Άιχμαν επέλεξε τον Σερβάτιους, ο οποίος είχε προσφερθεί να εκπροσωπήσει τον Άιχμαν σε τηλεφωνική κλήση του στον ετεροθαλή αδελφό του Άιχμαν.
Προηγουμένως, το 1950 είχε ψηφιστεί από την Πρώτη Κνέσετ ένας ισραηλινός νόμος κατά των συνεργατών των Ναζί, με ένα νομικό πλαίσιο για τη δίωξη εγκλημάτων κατά των Εβραίων και άλλων διωκόμενων ανθρώπων που διαπράχθηκαν στη Ναζιστική Γερμανία, την κατεχόμενη από τη Γερμανία Ευρώπη ή έδαφος υπό τον έλεγχο άλλης δύναμης του Άξονα μεταξύ του 1933 και του 1945. Ο πρωταρχικός στόχος του νόμου ήταν 30 Εβραίοι επιζώντες του Ολοκαυτώματος που φέρονται να συνεργάστηκαν με τους Ναζί, ιδίως τους κρατούμενους λειτουργούς («kapos») και την εβραϊκή αστυνομία του γκέτο. Υποκινήθηκε από την οργή των επιζώντων εναντίον των υποτιθέμενων συνεργατών και την επιθυμία να «εξαγνιστεί» η κοινότητα. Μάλιστα προέβλεπε υποχρεωτική θανατική ποινή για τα σοβαρότερα εγκλήματα που προβλέπονταν στον νόμο, κάτι που σήμαινε ότι η τύχη του Άιχμαν ήταν εξ αρχής ζοφερή, καθώς οι κατηγορίες εναντίον του, επειδή αφορούσαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ήταν τόσο σοβαρές που ο Άιχμαν δεν μπορούσε να επικαλεστεί την απαγόρευση της αναδρομικότητας των νόμων για να γλιτώσει τη θανατική καταδίκη (η απαγόρευση της αναδρομικότητας - ισχύος και εφαρμογής - των νόμων έχει τις ρίζες της στο διεθνές δίκαιο και σημαίνει ότι, ακόμα και αν μετά την τέλεση του ποινικού αδικήματος ψηφίστηκε νέος νόμος με διαφορετική ποινή, δεν μπορεί να επιβληθεί άλλη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά τον χρόνο τέλεσης του ποινικού αδικήματος).
Η δίκη, η οποία απασχόλησε ολόκληρη τη διεθνή κοινή γνώμη, άρχισε στις 11 Απριλίου 1961. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης αναφέρθηκαν εκτενώς σε αυτή τη θεαματική δίκη και ο Άντολφ Άιχμαν έγινε γρήγορα το στερεότυπο του «δράστη γραφείου» των Ναζί. Η «υπόθεση Eichmann» πυροδότησε μεγάλο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα μεταξύ του γερμανικού κοινού. Όλες οι μεγάλες γερμανικές ημερήσιες εφημερίδες και η τηλεόραση ανέφεραν εκτενώς και σχεδόν καθημερινά τη δίκη της Ιερουσαλήμ. Γενικότερα, παρακολουθήθηκε με μεγάλο ενδιαφέρον από τα μέσα ενημέρωσης παγκοσμίως, αλλά κυρίως στη Δυτική Γερμανία και στο Ισραήλ, καθώς έφερε για πρώτη φορά στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης τη σχεδιαζόμενη μαζική δολοφονία των Εβραίων της Ευρώπης. Έως και 38 χώρες και το 80% του πιθανού κοινού εκείνη την εποχή παρακολούθησαν τη δίκη, σύμφωνα με τον υπεύθυνο παραγωγό ταινιών, Milton Fruchtman. Ενδεικτικό της διεθνούς απήχησης αυτής της δίκης, ήταν ότι βιντεοταινίες με σκηνές από αυτήν, αποστέλλονταν αεροπορικώς κάθε μέρα στις ΗΠΑ για τηλεοπτική μετάδοση την επόμενη ημέρα. Σημειωτέον ότι το 1961 δεν υπήρχε ακόμα επαρκές δίκτυο τεχνητών δορυφόρων γύρω από τη Γη ώστε να είναι εφικτή η δορυφορική μετάδοση.
Ο κατηγορούμενος βρισκόταν έγκλειστος σε ειδικά κατασκευασμένο γυάλινο αλεξίσφαιρο κλωβό μέσα στο δικαστήριο. Εκπληκτικά ήταν, για την εποχή εκείνη, και γενικώς όλα τα μέτρα ασφάλειας, επειδή αφενός πολλοί εξαγριωμένοι Ισραηλινοί ήθελαν να σκοτώσουν τον κατηγορούμενο, αφετέρου άλλοι πρώην Ναζί, με πρωτοστάτη τον Ότο Σκορτσένυ, ήθελαν επίσης να σκοτώσουν τον Άιχμαν, για να μην προβεί σε αποκαλύψεις.
Το κελί του Άιχμαν είχε μέγεθος τρία επί τέσσερα μέτρα. Τα μέτρα ασφαλείας ακόμα και μέσα στο κελί του ήταν τεράστια, καθώς η ισραηλινή κυβέρνηση φοβόταν ότι ο Άιχμαν θα μπορούσε να αυτοκτονήσει. Ένας φύλακας καθόταν στο κελί του όλο το εικοσιτετράωρο, ενώ πίσω από την πόρτα του κελιού ήταν και ένας δεύτερος που παρακολουθούσε τον συνάδελφό του μέσα από ένα ματάκι. Ένας άλλος φρουρός στεκόταν πίσω από την πόρτα της εξόδου. Τα φώτα ήταν αναμμένα μέρα και νύχτα στο κελί και ένας γιατρός της αστυνομίας εξέταζε τον Άιχμαν δύο φορές την ημέρα.
Η κατηγορία αφορούσε δεκαπέντε εν όλω αδικήματα, ανάμεσα στα οποία εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα κατά των Εβραίων και συμμετοχή σε εκτός νόμου οργάνωση, την SS. Η υπεράσπιση του Άιχμαν επικέντρωσε την προσοχή της στο γεγονός ότι, ως υφιστάμενος, ήταν υποχρεωμένος να εκτελεί απλώς διαταγές ανωτέρων του. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί καταρρίφθηκαν από πρώην συνεργάτες του στην SS, οι οποίοι κατέθεσαν όσα σχετικά είχαν δει. Ο Δημόσιος Κατήγορος προσκόμισε, επίσης, μεγάλο όγκο εγγράφων, με τα οποία απεδείκνυε την εμπλοκή του κατηγορουμένου στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο.
Ο ίδιος ο Άιχμαν δεν αρνήθηκε το Ολοκαύτωμα και τις προσωπικές πράξεις του, αλλά επέμεινε από την αρχή της δίκης μέχρι την τελευταία στιγμή και επίσης στη μεταγενέστερη αίτησή του για επιείκεια ότι ήταν αθώος με τη νομική έννοια, επειδή ήταν σε «εντολή έκτακτης ανάγκης», νομικός όρος που σημαίνει ότι ο αποδέκτης μιας εντολής απειλείται με άμεσο κίνδυνο για τη ζωή του ή τη σωματική του ακεραιότητα αν δεν εκτελέσει (ποινική) εντολή. Ταυτόχρονα, προσφέρθηκε να αυτοκτονήσει δημόσια, υποστηρίζοντας ότι οι τύψεις είναι μόνο κάτι για μικρά παιδιά, αλλά η προσωπική του εξιλέωση θα ήταν δυνατή με αυτό τον τρόπο.
Η διαδικασία ολοκληρώνεται στις 14 Αυγούστου 1961 - λόγω των συνεχών ενστάσεων του Σερβάτιους - και αναμένεται η έκδοση της απόφασης, η οποία ανακοινώνεται στις 11 Δεκεμβρίου 1961: Το δικαστήριο βρίσκει τον Άιχμαν ένοχο για όλες τις κατηγορίες και στις 15 Δεκεμβρίου ανακοινώνεται η ποινή. Ο Άιχμαν καταδικάζεται σε θάνατο με απαγχονισμό. Ο καταδικασμένος απευθύνει δύο αιτήσεις χάριτος, μία στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ στις 17 Δεκεμβρίου 1961 (μετά από έξι συνεδριάσεις, η πενταμελής σύνθεση δικαστών, υπό την προεδρία του τότε Προέδρου του Δικαστηρίου, Γιτζάκ Ολσάν, επιβεβαίωσε την ετυμηγορία του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 29 Μαΐου 1962[17]) και μία προσωπικά στον τότε Ισραηλινό πρόεδρο Γιτζάκ Μπεν-Ζβι στις 29 Μαΐου 1962, οι οποίες απορρίφθηκαν.[18] Στις 1 Ιουνίου 1962 και ώρα 0:02 π.μ. ο Άιχμαν εκτελείται στις φυλακές της πόλης Ράμλα με απαγχονισμό (αρχικά επρόκειτο να συμβεί στις 31 Μαΐου τα μεσάνυχτα, αλλά σημειώθηκε μια καθυστέρηση λίγων λεπτών). Λίγες ώρες μετά, η σορός του αποτεφρώνεται και οι στάχτες της διασκορπίζονται στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου «για να αποτραπεί η κατασκευή οποιουδήποτε μνημείου θα μπορούσε να θυμίζει τον αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος». Είναι το μόνο άτομο μέχρι σήμερα που έχει καταδικαστεί σε θάνατο και εκτελεστεί μετά από δίκη από το ισραηλινό δικαστικό σώμα.
Μετά τον απαγχονισμό του Άιχμαν, ο δικηγόρος Σερβάτιους επέστρεψε στη Γερμανία και δεν έκανε κανένα σχόλιο στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με την ορθότητα και τη νομιμότητα της δίκης, παρά τις διαρκείς ερωτήσεις που του απευθύνθηκαν, και τελικώς πέθανε στην Κολωνία το 1983 σε ηλικία 88 ετών.
Η δίκη του Άιχμαν οδήγησε σε εντατικοποίηση της δίωξης των ναζί δραστών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, για παράδειγμα κατά την προετοιμασία της δίκης του Μαϊντάνεκ στο Ντίσελντορφ (1975-1981). Το ναζιστικό παρελθόν έγινε επίσης θέμα στα γερμανικά και ισραηλινά σχολικά μαθήματα και ξεκίνησε εντατική επιστημονική έρευνα. Η δίκη του Άιχμαν και παρόμοιες διαδικασίες έχουν σκοπό να υπενθυμίζουν διαχρονικά τη συστηματική μαζική δολοφονία μέχρι σήμερα και να εξουδετερώσουν την καταστολή και την άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Στο βιβλίο της «Eichmann in Jerusalem» («Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ»), η εβραία πολιτική επιστήμονας Χάνα Άρεντ (Hannah Arendt) αναφέρει τη δίκη του Άιχμαν.
Η δημοσίευσή της το 1963 έγινε γνωστή κυρίως για τις εκτιμήσεις της για τον ίδιο τον Άιχμαν, τον οποίο περιγράφει ως «jackass», αν και ως τον «μεγαλύτερο εγκληματία της εποχής του». Επινόησε τον όρο «κοινοτοπία του κακού», τον οποίο το βιβλίο της φέρει επίσης ως υπότιτλο. Η μεγαλύτερη παρανόηση του βιβλίου είναι η ερμηνεία ότι η Άρεντ έβλεπε τον Άιχμαν απλώς ως αποδέκτη εντολών. Η Άρεντ περιγράφει τον Άιχμαν ως ενεργό άτομο, ως κάποιον που προώθησε την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης με μεγάλο ζήλο και εφευρετικότητα. Οργανώθηκε και προχώρησε μπροστά, υποστηριζόμενος από την «ιδεολογία της αντικειμενικότητας», ακολουθώντας πάντα τον υποτιθέμενο «νόμο του Φύρερ».[19] Από αυτή την άποψη, όπως και οι περισσότεροι εθνικοσοσιαλιστές, ήταν ένας εντελώς μέσος άνθρωπος, από τον οποίο πολλοί αναγνώστες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάθε άτομο ήταν έτοιμο να διαπράξει τέτοιες φρικαλεότητες σε κατάλληλες καταστάσεις, κάτι που η Άρεντ αρνήθηκε. Ο αναπληρωτής εισαγγελέας Γκάμπριελ Μπαχ κατηγορεί την Άρεντ για διαστρέβλωση γεγονότων από τη δίκη. Για παράδειγμα, αγνόησε το γεγονός ότι «ο Άιχμαν πρόδωσε τη διαταγή του Χίτλερ να δολοφονήσει ακόμη περισσότερους Εβραίους».[20]
Οι δημοσιεύσεις της απορρίφθηκαν όχι μόνο στον εβραϊκό κόσμο. Το βιβλίο και η σειρά διαλέξεων του 1965 Über das Böse / On Evil / Στο Κακό, εξακολουθούν να αποτελούν μέρος της διεθνούς συζήτησης για τη δίκη ακόμα και σήμερα.
Η Γερμανίδα φιλόσοφος Μπετίνα Στάνγκνετ στο βιβλίο της Eichmann Before Jerusalem (α΄ έκδοση στα γερμανικά: 2011) αμφισβήτησε τη συλλογιστική της Χάνα Άρεντ. Μελετώντας, μεταξύ άλλων, ανέκδοτο ηχητικό υλικό 30 ωρών από συνεντεύξεις του Άιχμαν όταν βρισκόταν στην Αργεντινή (τα λεγόμενα Sassen interviews, ή Sassen tapes),[21] συμπέρανε ότι ο πραγματικός Άιχμαν ήταν ένας "ανελέητος, ευφυής και συνειδητοποιημένος εγκληματίας". Ο ασήμαντος γραφειοκράτης, με τη φτωχή σκέψη και την αδυναμία έκφρασης, για τον οποίο μίλησε η Άρεντ, ήταν απλά ένα προσωπείο, που χρησιμοποίησε στη διάρκεια της δίκης του ένας πολύπλοκος χαρακτήρας με στόχο να αποφύγει τις συνέπειες των αποτρόπαιων πράξεών του.[22]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.