Ανταρκτική
Η νοτιότερη ήπειρος της Γης From Wikipedia, the free encyclopedia
Η νοτιότερη ήπειρος της Γης From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ανταρκτική είναι η νοτιότερη ήπειρος της Γης στην οποία βρίσκεται ο γεωγραφικός Νότιος Πόλος. Βρίσκεται στην Ανταρκτική περιοχή του Νοτίου Ημισφαιρίου, σχεδόν εξ ολοκλήρου νοτίως του Ανταρκτικού Κύκλου, και περιβάλλεται από τον Νότιο ωκεανό. Με έκταση 14,0 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι η πέμπτη μεγαλύτερη ήπειρος του πλανήτη μετά την Ασία, την Αφρική, τη Βόρεια Αμερική και τη Νότια Αμερική. Για σύγκριση, η Ανταρκτική έχει το διπλάσιο μέγεθος της Αυστραλίας. Περίπου το 98% της επιφάνειας της Ανταρκτικής είναι καλυμμένη από πάγο, με μέσο πάχος τουλάχιστον 1,9 χιλιόμετρα.
Έκταση | 14.000.000km²[1] |
---|---|
Πληθυσμός | 0 (περιοδικά ως 5.000) |
Χώρες | · Αδελία Γη
· Χιλιανή Ανταρκτική Περιοχή · Ανταρκτική της Αργεντινής · Αυστραλιανή Ανταρκτική Περιοχή · Βρετανική Ανταρκτική Περιοχή · Γη της Βασίλισσας Μάουντ · Νησί του Πέτρου Α' · Εξαρτημένη γη Ρος |
Εξαρτώμενα εδάφη | |
Internet TLD | .aq |
Η Ανταρκτική είναι, κατά μέσο όρο, η πιο κρύα, η ξηρότερη, και η πιο ανεμώδης ήπειρος, ενώ έχει και το υψηλότερο μέσο υψόμετρο από όλες τις άλλες ηπείρους.[2] Η Ανταρκτική θεωρείται έρημος, με ετήσιες κατακρημνίσεις μόλις 200mm κατά μήκος των ακτών, και πολύ λιγότερο στην ενδοχώρα.[3] Η θερμοκρασία στην Ανταρκτική έχει φτάσει έως -93,2 °C. Δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, κατοικούν όμως από 1.000 έως 5.000 άνθρωποι σε όλη τη διάρκεια του χρόνου σε ερευνητικούς σταθμούς που υπάρχουν διάσπαρτοι στην ήπειρο. Μόνο προσαρμοσμένοι στο κρύο οργανισμοί μπορούν να ζήσουν στην Ανταρκτική, μεταξύ των οποίων πολλά είδη φυκών, ζώων (για παράδειγμα ακάρεα, νηματώδη, πιγκουίνοι, φώκιες και βραδύπορα), βακτήρια, μύκητες, φυτά και πρώτιστα. Η βλάστηση, όπου εμφανίζεται, είναι τύπου τούνδρας.
Η πρώτη επιβεβαιωμένη θέαση της ηπείρου είναι κοινώς αποδεκτό ότι συνέβη το 1820 από τη ρωσική αποστολή του Φάμπιαν Γκότλιμπ φον Μπέλινγκσχαουζεν και του Μιχαήλ Λαζάρεφ στο Βοστόκ και το Μίρνι, αν και υπήρχαν μύθοι και υποθέσεις για μία Terra Australis («Νότια Γη») από την αρχαιότητα. Η ήπειρος ωστόσο έμεινε εν γένει παραμελημένη για το υπόλοιπο του 19ου αιώνα, εξαιτίας του εχθρικού περιβάλλοντος, της έλλειψης πόρων και της απομόνωσης. Η Συνθήκη της Ανταρκτικής υπογράφηκε το 1959 από 12 κράτη, και μέχρι τώρα την έχουν υπογράψει 53. Η συνθήκη απαγορεύει στρατιωτικές δραστηριότητες και εξόρυξη ορυκτών, πυρηνικές εκρήξεις και διάθεση πυρηνικών αποβλήτων, ενώ υποστηρίζει την επιστημονική έρευνα και προστατεύει την οικοζώνη της ηπείρου. Συνεχιζόμενα πειράματα διεξάγονται από πάνω από 4.000 επιστήμονες από διάφορες χώρες.
Η πρώτη επίσημη χρήση του ονόματος «Ανταρκτική» ως όνομα για την ήπειρο τη δεκαετία του 1890 αποδίδεται στον Βρετανό χαρτογράφο Τζον Τζορτζ Μπαρτόλομιου.[4] Το όνομα Ανταρκτική (Antarctica, όπως χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη του εμφάνιση) προέρχεται από την ελληνική σύνθετη λέξη ανταρκτική, θηλυκό του ανταρκτικός,[5] που σημαίνει «αντίθετα από τον Αρκτικό».[6]
Η πίστη για την ύπαρξη μιας Terra Australis, μιας τεράστιας ηπείρου στον άπω νότο της υδρογείου ώστε να «εξισορροπεί» τις βόρειες ηπείρους της Ευρώπης, της Ασίας και της Βορείου Αμερικής, υπάρχει από τα χρόνια του Πτολεμαίου (1ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος πρότεινε την ιδέα προκειμένου να διατηρηθεί η συμμετρία όλων των γνωστών μαζών γης του κόσμου. Ακόμη και στα τέλη του 17ου αιώνα, και αφού είχε διαπιστωθεί ότι η Νότια Αμερική και η Αυστραλία δεν ήταν τμήματα της θρυλούμενης «Ανταρκτικής», οι γεωγράφοι πίστευαν ότι η ήπειρος ήταν πολύ μεγαλύτερη από το πραγματικό της μέγεθος.
Οι ευρωπαϊκοί χάρτες εξακολουθούσαν να δείχνουν αυτή την υποθετική γη μέχρι που τα πλοία του Τζέιμς Κουκ, HMS Resolution και Adventure διέσχισαν τον Ανταρκτικό Κύκλο στις 17 Ιανουαρίου του 1773, τον Δεκέμβριο του 1773 και ξανά τον Ιανουάριο του 1774.[7] Ο Κουκ έφτασε σε απόσταση 121 χλμ. από τις ακτές τις Ανταρκτικής, πριν οπισθοχωρήσει ενόψει του πάγου τον Ιανουάριο του 1773.[8] Η πρώτη επιβεβαιωμένη θέαση της Ανταρκτικής μπορεί να εντοπιστεί στα πληρώματα τριών διαφορετικών πλοίων. Σύμφωνα με διάφορους οργανισμούς (το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (NSF) των ΗΠΑ,[9] τη NASA,[10] το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σαν Ντιέγκο,[11] και άλλες πηγές),[12][13] πλοία τριών καπετάνιων αντίκρισαν την Ανταρκτική το 1820: του Φάμπιαν Γκότλιμπ φον Μπέλινγκσχαουζεν (εσθονικής καταγωγής πλοίαρχος του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού), του Έντουαρντ Μπράνσφιλντ (ιρλανδικής καταγωγής πλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού) και του Ναθάνιελ Πάλμερ (αμερικανός κυνηγός φώκιας από το Στόνινγκτον του Κονέκτικατ). Ο φον Μπέλινγκσχαουζεν είδε την Ανταρκτική στις 27 Ιανουαρίου 1820, τρεις μέρες πριν αντικρίσει γη ο Μπράνσφιλντ, και δέκα μήνες πριν τη δει ο Πάλμερ, τον Νοέμβριο του 1820. Εκείνη την ημέρα η αποστολή της οποίας ηγούνταν ο φον Μπέλινγκσχαουζεν και ο Μιχαήλ Λαζάρεφ στα πλοία Βοστόκ και Μίρνι έφτασε σε απόσταση 32 χλμ. από την ηπειρωτική χώρα της Ανταρκτικής και αντίκρισε πεδία πάγου. Η πρώτη καταγεγραμμένη απόβαση στην ηπειρωτική Ανταρκτική έγινε από τον Αμερικανό κυνηγό φώκιας Τζον Ντέιβις στη Δυτική Ανταρκτική στις 7 Φεβρουαρίου 1821, αν και κάποιοι ιστορικοί το αμφισβητούν.
Στις 22 Ιανουαρίου 1840, δύο μέρες μετά την ανακάλυψη της ακτής δυτικά των Νήσων Μπάλενι, κάποια μέλη του πληρώματος της αποστολής του 1837-1840 του Ζυλ Ντυμόν ντ' Ουρβίλ αποβιβάστηκαν στην υψηλότερη νησίδα[14] μιας συστάδας βραχονησίδων περίπου 4 χλμ. από το Ακρωτήριο Γκεοντεζί (Geodesie, γαιωδαισία) στην ακτή της Αδελίας Γης όπου πήραν δείγματα ορυκτών, φυκών και ζώων.[15]
Τον Δεκέμβριο του 1839, ως μέρος της Εξερευνητικής Αποστολής των Ηνωμένων Πολιτειών του 1838-1842 που διενεργήθηκε από το Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών (United States Exploring Expedition αναφέρεται κάποιες φορές και ως «Ex. Ex.» ή «the Wilkes Expedition»), μία αποστολή απέπλευσε από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας με προορισμό τον Ανταρκτικό ωκεανό, όπως ήταν τότε γνωστός, και ανέφεραν την ανακάλυψη μιας «Ανταρκτικής ηπείρου δυτικά των Νήσων Μπαλένι» στις 25 Ιανουαρίου του 1840. Το τμήμα αυτό της Ανταρκτικής ονομάστηκε αργότερα «Γη του Γουίλκες».
Ο εξερευνητής Τζέιμς Κλαρκ Ρος διέσχισε τη Θάλασσα Ρος και ανακάλυψε τη Νήσο Ρος (αμφότερα ονομάστηκαν προς τιμήν του) το 1841. Έπλευσε κατά μήκος ενός τεράστιου τείχους πάγου που αργότερα ονομάστηκε Παγοκρηπίδα Ρος. Τα όρη Έρεβος και Τρόμος ονομάστηκαν από τα δύο πλοία της αποστολής του: HMS Erebus και Terror.[16] Ο Μερκάτορ Κούπερ αποβιβάστηκε στην Ανατολική Ανταρκτική στις 26 Ιανουαρίου 1853.[17]
Κατά την Αποστολή Νιμρόντ, της οποίας ηγούνταν ο Έρνεστ Σάκλετον, το 1907, ομάδες υπό την καθοδήγηση του Έντζουορθ Ντέιβιντ έγιναν οι πρώτοι που ανέβηκαν στο όρος Έρεβος και έφτασαν στον Νότιο Μαγνητικό Πόλο. Ο Ντάγκλας Μόσον, ο οποίος ανέλαβε την ηγεσία της ομάδας του Μαγνητικού Πόλου στην επικίνδυνη επιστροφή της, ηγήθηκε και σε διάφορες άλλες αποστολές μέχρι να αποσυρθεί το 1931.[18]
Ο Σάκλετον και τρία ακόμη μέλη της αποστολής του, στο διάστημα Δεκεμβρίου 1908 – Φεβρουαρίου 1909, έγιναν οι πρώτοι που διέσχισαν την Παγοκρηπίδα Ρος, οι πρώτοι που διέσχισαν την Υπερανταρκτική Οροσειρά (μέσω του Παγετώνα Μπίαρντμορ, και οι πρώτοι που πάτησαν στο Υψίπεδο του Νοτίου Πόλου. Μία αποστολή υπό την ηγεσία του Νορβηγού πολικού εξερευνητή Ρόαλντ Αμούνδσεν από το πλοίο Φραμ έγινε η πρώτη που προσέγγισε τον γεωγραφικό Νότιο Πόλο στις 14 Δεκεμβρίου 1911, χρησιμοποιώντας μία διαδρομή από τον Κόλπο των Φαλαινών και διασχίζοντας τον Παγετώνα Άξελ Χάιμπεργκ.[19] Ένα μήνα αργότερα, η καταδικασμένη αποστολή του Σκοτ έφτασε στον πόλο.
Ο Ρίτσαρντ Ε. Μπερντ ηγήθηκε διαφόρων αποστολών στην Ανταρκτική με αεροπλάνο, τις δεκαετίας του 1930 και του 1940. Έγινε πρωτοπόρος στις μηχανοκίνητες μεταφορές στην ήπειρο, ενώ έκανε και εκτεταμένες βιολογικές και γεωλογικές έρευνες.[20] Ωστόσο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1956 δεν ξαναπάτησε κανείς στον Νότιο Πόλο, οπότε μία ομάδα του Αμερικανικού Ναυτικού υπό την ηγεσία του υποναύαρχου Τζορτζ Τζ. Ντούφεκ προσγειώθηκε εκεί επιτυχώς με αεροσκάφος.[21]
Ο πρώτος άνθρωπος που έπλευσε μόνος του μέχρι την Ανταρκτική ήταν ο Νεοζηλανδός Ντέιβιντ Χένρι Λιούις, με το δεκάμετρο ατσαλένιο ιστιοφόρο του Ice Bird.
Ευρισκόμενη ασύμμετρα γύρω από τον Νότιο Πόλο και κατά κύριο λόγο νοτίως του Ανταρκτικού κύκλου, η Ανταρκτική είναι η νοτιότερη ήπειρος του πλανήτη και περιβρέχεται από τον Νότιο Ωκεανό. Εναλλακτικά μπορεί να θεωρηθεί ότι περιβρέχεται από τον νότιο Ειρηνικό, νότιο Ατλαντικό και νότιο Ινδικό ωκεανό, ή από το νότιο τμήμα του Παγκόσμιου Ωκεανού. Έχει έκταση πάνω από 14.000.000 τ. χλμ.,[1] ούσα έτσι η πέμπτη μεγαλύτερη ήπειρος, περίπου 1,3 φορές μεγαλύτερη από την Ευρώπη. Η ακτογραμμή της έχει μήκος 17.968 χλμ.[1] και χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από σχηματισμούς πάγου, όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα:
Τύπος | Συχνότητα |
---|---|
Παγοκρηπίδα (επιπλέον μέτωπο πάγου) | 44% |
Τείχη πάγου (εδράζονται στο έδαφος) | 38% |
Ροή πάγου/παγετώνας (μέτωπο πάγου ή τείχος πάγου) | 13% |
Βράχος | 5% |
Σύνολο | 100% |
Η Ανταρκτική χωρίζεται στα δύο από τα Υπερανταρκτικά Όρη κοντά στο λαιμό μεταξύ της Θάλασσας Ρος και και της Θάλασσας Ουέντελ. Το τμήμα δυτικά της θάλασσας Ουέντελ και ανατολικά της Θάλασσας Ρος ονομάζεται Δυτική Ανταρκτική και το υπόλοιπο Ανατολική Ανταρκτική, επειδή χοντρικά αντιστοιχούν στο δυτικό και το ανατολικό ημισφαίριο σε σχέση με τον μεσημβρινό του Γκρήνουιτς.
Περίπου 98% της Ανταρκτικής καλύπτεται από το Ανταρκτικό παγοκάλυμμα, ένα παγοκάλυμμα με μέσο πάχος τουλάχιστον 1,9 χλμ. Η ήπειρος έχει περίπου το 90% του πάγου του πλανήτη (και συνεπώς το 70% του πόσιμου νερού του κόσμου). Αν όλος αυτός ο πάγος έλιωνε, η στάθμη της θάλασσας θα ανέβαινε περίπου 60 μέτρα.[23] Στο μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού της ηπείρου, η βροχόπτωση είναι πολύ χαμηλή, σχεδόν 20 χιλιοστά ανά έτος. Σε λίγες περιοχές μπλε πάγου η βροχόπτωση είναι μικρότερη από την απώλεια μάζας λόγω εξάχνωσης και έτσι η τοπική ισορροπία μάζας είναι αρνητική. Στις ξηρές κοιλάδες παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο πάνω από βραχώδη βάση, με αποτέλεσμα ένα ξηρό τοπίο.
Η Δυτική Ανταρκτική καλύπτεται από το Παγοκάλυμμα της Δυτικής Ανταρκτικής. Το παγοκάλυμμα έχει προκαλέσει πρόσφατα το ενδιαφέρον λόγω της ρεαλιστικής, αν και μικρής, πιθανότητας κατάρρευσής του. Αν καταρρεύσει, η στάθμη των ωκεανών θα ανέβαινε κατά μερικά μέτρα σε σχετικά γεωλογικώς μικρή περίοδο χρόνου, πιθανώς σε μερικούς αιώνες. Αρκετές ροές πάγου, που αποτελούν το 10% του στρώματος πάγου, ρέουν προς μία από τις πολλές παγοκρηπίδες.
Η Ανατολική Ανταρκτική βρίσκεται από τη μεριά του Ινδικού ωκεανού και αποτελείται από τη Γη Κόουτς, τη Γη της Βασίλισσας Μάουντ, τη Γη Έντερμπι, τη Γη ΜακΡόμπερτσον, τη Γη Γουίλκες και τη Γη Βικτώρια. Όλη η περιοχή εκτός από ένα μικρό τμήμα βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο. Η Ανατολική Ανταρκτική καλύπτεται κατά κύριο λόγο από το Ανατολικό Ανταρκτικό Παγοκάλυμμα.
Το Βίνσον Μασίφ, η υψηλότερη κορυφή της Ανταρκτικής με υψόμετρο 4.892 μέτρα, βρίσκεται στα Όρη Έλσγουορθ. Η Ανταρκτική έχει πολλά άλλα βουνά, και στην ήπειρο και στα γύρω νησιά. Στη Θάλασσα Ρος, το Όρος Έρεβος είναι το νοτιότερο ενεργό ηφαίστειο του πλανήτη. Ένα άλλο πολύ γνωστό ηφαίστειο βρίσκεται στο Νησί Ντεσέπσιον, το οποίο είναι γνωστό για τη γιγάντια έκρηξή του το 1970. Τα τελευταία χρόνια έχουν παρατηρηθεί ελάσσονες εκρήξεις και συχνή ροή λάβας. Υπάρχουν και άλλα εν δυνάμει ενεργά ηφαίστεια.[24] Το 2004 βρέθηκε από Αμερικανούς και Καναδούς ερευνητές ένα υποθαλάσσιο ηφαίστειο στην Ανταρκτική Χερσόνησο. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι αυτό το ηφαίστειο ενδέχεται να είναι ακόμη ενεργό.[25]
Στην Ανταρκτική βρίσκονται πάνω από 70 λίμνες στη βάση του ηπειρωτικού παγοκαλύμματος. Η Λίμνη Βοστόκ, η οποία ανακαλύφθηκε κάτω από τον ρωσικό Σταθμό Βοστόκ το 1996, είναι η μεγαλύτερη από τις υποπαγετώνιες λίμνες. Παλαιότερα πιστεύονταν ότι η λίμνη ήταν στεγανή για 500.000 έως ένα εκατομμύριο χρόνια, όμως πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι αρκετά συχνά υπάρχουν μεγάλες ροές νερού από τη μία λίμνη στην άλλη.[26]
Υπάρχουν κάποια στοιχεία, με τη μορφή πυρήνων πάγου που εξορύχτηκαν από 400 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού, για το ότι η Λίμνη Βοστόκ ενδεχομένως περιέχει μικροβιακή ζωή. Η παγωμένη επιφάνεια της λίμνης έχει ομοιότητες με τον δορυφόρο του Δία, Ευρώπη. Αν ανακαλυφθεί ζωή στη Λίμνη Βοστόκ, θα ενισχύσει θέση για την πιθανότητα ζωής στην Ευρώπη.[27] Το 2008, η ΝΑΣΑ ξεκίνησε αποστολή στη Λίμνη Ούντερζέε, ψάχνοντας για εξτρεμόφιλα στα υψηλής αλκαλικότητας νερά της. Αν βρεθούν τέτοιοι οργανισμοί, θα ενισχύσουν περαιτέρω τη θέση για πιθανότητα εξωγήινης ζωής σε εξαιρετικά ψυχρά, πλούσια σε μεθάνιο περιβάλλοντα.[28] Στην Ανταρκτική έχει σημειωθεί η χαμηλότερη θερμοκρασία στον πλανήτη με -93,2 °C, πολύ χαμηλότερα και από αυτή που καταγράφηκε στο Οϊμιάκον της Σιβηρίας με -67,7 °C (το ρεκόρ στο βόρειο ημισφαίριο).
Πριν από πάνω από 170 εκατομμύρια χρόνια, η Ανταρκτική ήταν τμήμα της υπερηπείρου Γκοντβάνα. Η Γκοντβάνα σταδιακά διασπάστηκε και η Ανταρκτική, με τη σημερινή της μορφή, σχηματίστηκε πριν περίπου 25 εκατομμύρια χρόνια. Η Ανταρκτική δεν ήταν πάντα ψυχρή, ξηρή και καλυμμένη με πάγο. Σε αρκετά σημεία της ιστορίας της βρίσκονταν βορειότερα, και είχε τροπικό ή εύκρατο κλίμα, ήταν καλυμμένη με δάση και κατοικούνταν από διάφορες αρχαίες μορφές ζωής.
Κατά την Κάμβρια περίοδο, η Γκοντβάνα είχε εύκρατο κλίμα. Η Δυτική Ανταρκτική βρίσκονταν εν μέρη στο Βόρειο Ημισφαίριο, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εναποτέθηκαν μεγάλες ποσότητες ασβεστόλιθων, ψαμμιτών, και σχιστόλιθων. Η Ανατολική Ανταρκτική βρίσκονταν στον ισημερινό, όπου στον θαλάσσιο πυθμένα των τροπικών θαλασσών ανθούσαν τα ασπόνδυλα και οι τριλοβίτες. Στην αρχή της Δεβόνιας περιόδου (416 Ma), η Γκοντβάνα βρίσκονταν σε νοτιότερο γεωγραφικό πλάτος και το κλίμα ήταν ψυχρότερο, ωστόσο είναι γνωστά απολιθώματα φυτών από αυτή την περίοδο. Σε αυτό που είναι σήμερα τα όρη Έλσγουορθ, Χόρλικ και Πενασκόλα εναποτέθηκε άμμος και λάσπη. Η δημιουργία παγετώνων ξεκίνησε στο τέλος της Δεβόνιας περιόδου (360Ma), καθώς το κέντρο της Γκοντβάνα πλησίασε περισσότερο τον Νότιο Πόλο και το κλίμα ψύχρανε, αν και παρέμεινε κάποια χλωρίδα. Κατά την Πέρμια περίοδο, στη χλωρίδα κυριαρχούσαν φυτά σαν φτέρες όπως το Glossopteris, το οποίο αναπτύσσονταν σε βάλτους. Με τον καιρό τέτοιοι βάλτοι μετασχηματίστηκαν σε αποθέματα γαιάνθρακα στα Υπερανταρκτικά Όρη. Προς το τέλος της Πέρμιας περιόδου, η συνεχιζόμενη θέρμανση έκανε το κλίμα ξηρό και θερμό στο μεγαλύτερο μέρος της Γκοντβάνα.[29]
Ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης θέρμανσης του κλίματος οι πολικοί πάγοι έλιωσαν και το μεγαλύτερο μέρος της Γκοντβάνα μετατράπηκε σε έρημο. Στην Ανατολική Ανταρκτική, εγκαθιδύθηκαν τα πτεριδοσπερματόφυτα, ενώ την ίδια περίοδο εναποτέθηκαν μεγάλες ποσότητες ψαμμίτη και σχιστόλιθου. Τα συναψιδωτά, κοινώς γνωστά ως θηλαστικόμορφα ερπετά, ήταν κοινά στην Ανταρκτική κατά την ύστερη Πέρμια και πρώιμη Τριαδική, όπως το Lystrosaurus. Η Ανταρκτική Χερσόνησος άρχισε να σχηματίζεται κατά τη διάρκεια της Ιουράσιας περιόδου (206–146Ma), και τα νησιά αναδύθηκαν σταδιακά από τον ωκεανό. Τα δέντρα του γένους Ginko και αυτά της τάξης Cycadales αυθονούσαν αυτή την περίοδο. Στη Δυτική Ανταρκτική, κυριαρχούσαν τα δάση κωνοφόρων σε όλη τη διάρκεια της Κρητιδικής περιόδου (146–65Ma), αν και οι νότιες οξιές (Nothofagus) άρχισαν να καταλαμβάνουν την περιοχή προς το τέλος της περιόδου. Οι αμμωνίτες ήταν κοινοί στις θάλασσες γύρω από την Ανταρκτική, ενώ υπήρχαν και δεινόσαυροι, αν και μόνο τρία γένη δεινοσαύρων έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα (Cryolophosaurus και Glacialisaurus από τον Σχηματισμό Χάνσον,[30] και Antarctopelta).[31] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε η Γκοντβάνα να διασπάται.
Η ψύξη της Ανταρκτικής έγινε σταδιακά, καθώς η μετακίνηση των ηπείρων άλλαξε τα ωκεάνια ρεύματα από τα κατά μήκος (ισημερινός προς πόλους) τα οποία εξίσωσαν τη θερμοκρασία σε κατά πλάτος ρεύματα που διατηρούσαν, και όξυναν τις θερμοκρασιακές διαφορές.
Η Αφρική χωρίστηκε από την Ανταρκτική περίπου 160 Ma, ακολουθούμενη από την Ινδική υποήπειρο, στην πρώιμη Κρητιδική (περίπου 125Ma). Γύρω στα 65Ma, η Ανταρκτική (ακόμη συνδεδεμένη με την Αυστραλία) είχε ακόμη τροπικό έως υποτροπικό κλίμα, καθώς και μαρσιποφόρα πανίδα. Περί τα 40 Ma, η Αυστραλία και η Νέα Γουινέα αποχωρίστηκαν από την Ανταρκτική, και έτσι τα κατά πλάτος ρεύματα απομόνωσαν την Ανταρκτική από την Αυστραλία, και άρχισε να εμφανίζεται ο πρώτος πάγος. Κατά το γεγονός μαζικής εξαφάνισης Ηώκαινου-Ολιγόκαινου 34Ma πριν, τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα έχει βρεθεί ότι ήταν στα 760 ppm[32] και με πτωτική πορεία από το επίπεδο των χιλιάδων ppm που ήταν πριν. Γύρω στα 23 Ma, άνοιξε το Πέρασμα Ντρέικ μεταξύ Ανταρκτικής και Νοτίου Αμερικής, που είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση του Ανταρκτικού Περιπολικού Ρεύματος, το οποίο απομόνωσε εντελώς την ήπειρο. Μοντέλα των αλλαγών που έγιναν υποδεικνύουν ότι τα μειούμενα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα έγιναν πιο ραγδαία.[33] Ο πάγος άρχισε να απλώνεται, αντικαθιστώντας τα δάση που μέχρι τότε κάλυπταν την ήπειρο. Από τα 15 Ma πριν, η ήπειρος είναι κατά κύριο λόγο καλυμμένη με πάγο,[34] ενώ το Ανταρκτικό παγοκάλυμμα έφτασε τη σημερινή του έκταση γύρω στα 6 Ma πριν.
Το 1986, ο Πίτερ Γουέμπ και ομάδα παλαιοντολόγων του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο ανακάλυψαν τα κατάλοιπα ενός εκτεταμένου εύκρατου δάσους το οποίο άνθισε 640 χιλιόμετρα από τον Νότιο Πόλο 3 εκατομμύρια χρόνια πριν.[35][36][37]
Η γεωλογική μελέτη της Ανταρκτικής παρακωλύθηκε πολύ από το γεγονός ότι σχεδόν όλη η ήπειρος είναι μόνιμα καλυμμένη από παχύ στρώμα πάγου. Ωστόσο με νέες τεχνικές όπως η τηλεπισκόπηση, τα γεωραντάρ και οι δορυφορικές εικόνες, έχουν αρχίσει να αποκαλύπτουν τις δομές κάτω από τον πάγο.
Γεωλογικά, η Δυτική Ανταρκτική μοιάζει αρκετά με την οροσειρά των Άνδεων.[29] Η Ανταρκτική Χερσόνησος σχηματίστηκε από την ανύψωση και τον μεταμορφισμό των ιζημάτων του θαλάσσιου πυθμένα κατά την ύστερη Παλαιοζωική και την πρώιμη Μεσοζωική περίοδο. Η ανύψωση των ιζημάτων συνοδεύτηκε από εκρηξιγενείς παρεισδύσεις και ηφαιστειότητα. Τα πιο κοινά πετρώματα της Δυτικής Ανταρκτικής είναι οι ηφαιστειογενείς ανδεσίτης και ρυολίτης που σχηματίστηκαν κατά την Ιουράσια περίοδο. Υπάρχουν επίσης στοιχεία ηφαιστειακής δραστηριότητας, ακόμη και μετά τον σχηματισμό του παγοκαλύμματος, στη Γη Μαρί Μπέρντ και στη Νήσο Αλεξάντερ. Η μόνη ανώμαλη περιοχή στη Δυτική Ανταρκτική είναι τα Όρη Έλσγουορθ, όπου η στρωματογραφία μοιάζει περισσότερο με την ανατολική πλευρά της ηπείρου.
Η Ανατολική Ανταρκτική ποικίλλει γεωλογικώς, χρονολογούμενη από το Προκάμβριο, ενώ κάποια πετρώματα σχηματίστηκαν πάνω από 3 δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Αποτελείται από μεταμορφωσιγενές και εκρηξιγενές υπόβαθρο το οποίο είναι η βάση της ηπειρωτικής ασπίδας. Στην κορυφή αυτής της βάσης βρίσκονται διάφορα σύγχρονα πετρώματα όπως ψαμμίτες, ασβεστόλιθοι, γαιάνθρακες και σχιστόλιθοι οι οποίοι αποτέθηκαν κατά τη Δεβόνια και Ιουράσια περίοδο και σχημάτισαν τα Υπερανταρκτικά Όρη. Στις παράκτιες περιοχές όπως η Οροσειρά Σάκλετον και η Γη Βικτώριας εμφανίστηκαν κάποια ρήγματα.
Ο κύριος ορυκτός πόρος που είναι γνωστός στην ήπειρο είναι ο γαιάνθρακας.[34] Καταγράφηκε πρώτη φορά κοντά στον Παγετώνα Μπίαρντμορ από τον Φρανκ Γουάιλντ στα πλαίσια της αποστολής Νίμροντ, και πλέον, χαμηλής ποιότητας γαιάνθρακας βρίσκεται κατά μήκος τμημάτων των Υπαρανταρκτικών Όρεων. Τα Όρη του Πρίγκηπα Κάρολου περιέχουν σημαντικά αποθέματα σιδηρομεταλλεύματος. Οι πολυτιμότεροι πόροι της Ανταρκτικής βρίσκονται στις γύρω θαλάσσια περιοχή, καθώς το 1973 βρέθηκαν στη Θάλασσα Ρος πετρελαϊκά πεδία και πεδία φυσικού αερίου. Η εκμετάλλευση όλων των ορυκτών πόρων απαγορεύεται μέχρι το 2048 από το Πρωτόκολλο Περιβαλλοντικής Προστασίας στην Ανταρκτική Συνθήκη.
Η Ανταρκτική είναι η ψυχρότερη ήπειρος της Γης. Η χαμηλότερη φυσική θερμοκρασία που έχει καταγραφεί ήταν –93,2 °C σε μια ράχη ανάμεσα στα όρη Φούτζι και Άργος στο Ανατολικό Οροπέδιο της Ανταρκτικής στις 10 Αυγούστου 2010, όπως βρέθηκε με ανάλυση δορυφορικών δεδομένων.[38] Η προηγούμενη χαμηλότερο φυσική καταγεγραμμένη θερμοκρασία ήταν −89,2 °C στον ρωσικό Σταθμό Βοστόκ στην Ανταρκτική στις 21 Ιουλίου 1983.[39] Για σύγκριση, αυτή η θερμοκρασία είναι κατά 11°C ψυχρότερη από τη θερμοκρασία εξάχνωσης του ξηρού πάγου. Η Ανταρκτική είναι παγωμένη έρημος με λίγες βροχοπτώσεις, στον δε Νότιο Πόλο το ύψος βροχοπτώσεων είναι χαμηλότερο από 10 cm τον χρόνο, κατά μέσο όρο. Οι θερμοκρασίες φτάνουν ένα ελάχιστο μεταξύ -80 °C και -90 °C στο εσωτερικό τον χειμώνα και μέγιστο μεταξύ 5 °C και 15 °C κοντά στις ακτές το καλοκαίρι. Ο κίνδυνος ηλιακών εγκαυμάτων είναι σημαντικός κίνδυνος, καθώς η επιφάνεια του χιονιού αντανακλά σχεδόν όλη την υπεριώδη ακτινοβολία που πέφτει πάνω της.[40]
Η Ανατολική Ανταρκτική είναι ψυχρότερη από τη Δυτική, εξαιτίας του μεγαλύτερου υψομέτρου της. Τα καιρικά μέτωπα σπανίως διεισδύουν βαθιά μέσα στην ήπειρο, αφήνοντας το κέντρο ψυχρό και ξηρό. Παρά την έλλειψη βροχοπτώσεων πάνω από το κεντρικό τμήμα της ηπείρου, ο πάγος εκεί διατηρείται για εκτεταμένες χρονικές περιόδους. Στο παράκτιο τμήμα, οι έντονες χιονοπτώσεις δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, όπου έχουν καταγραφεί χιονοπτώσεις έως και 1,22 μέτρα σε 48 ώρες.
Στις άκρες της ηπείρου, ισχυροί καταβατικοί άνεμοι κοντά στο πολικό υψίπεδο πνέουν συχνά με θυελλώδη ένταση. Στο εσωτερικό, ωστόσο, οι ταχύτητες του ανέμου είναι συνήθως μέτριες. Κατά το καλοκαίρι, κατά τις καθαρές ημέρες στον Νότιο Πόλο, φτάνει στην επιφάνεια περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία από ότι στον ισημερινό εξαιτίας της εικοσιτετράωρης ηλιοφάνειας κάθε μέρα στον Πόλο.[1]
Η Ανταρκτική είναι ψυχρότερη από την Αρκτική για δύο λόγους. Πρώτον, το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 3 χλμ. από τη στάθμη της θάλασσας, και η θερμοκρασία μειώνεται με το υψόμετρο. Δεύτερον, ο Αρκτικός ωκεανός καλύπτει τη ζώνη του Βορείου Πόλου, και η σχετική θερμότητα του ωκεανού μεταφέρεται μέσω του επιπλέοντος πάγου και δεν επιτρέπει στη θερμοκρασία των αρκτικών περιοχών να φτάσει στις ακραίες τιμές που είναι τυπικές για τη χερσαία επιφάνεια της Ανταρκτικής. Δεδομένου του γεωγραφικού πλάτους, μεγάλες περίοδοι συνεχούς νύχτας ή συνεχούς ημέρας δημιουργούν κλίμα πολύ διαφορετικό από αυτό του υπόλοιπου πλανήτη, καθόλου οικείο για το ανθρώπινο είδος.[40]
Το νότιο σέλας, το οποίο δημιουργείται από ηλιακούς ανέμους γεμάτους πλάσμα, οι οποίοι περνάν από τη Γη, παρατηρείται στον νυχτερινό ουρανό κοντά στον Νότιο Πόλο. Άλλο ένα μοναδικό θέαμα είναι η διαμαντόσκονη, ένα νέφος στο επίπεδο του εδάφους που αποτελείται από μικροσκοπικούς παγοκρυστάλλους. Εν γένει σχηματίζεται σε κατά τα άλλα αίθριο ή σχεδόν αίθριο ουρανό, έτσι κάποιες φορές αποκαλείται κατακρήμνιση καθαρού ουρανού. Το παρήλιο, ένα συχνό ατμοσφαιρικό οπτικό φαινόμενο, είναι μία λαμπρή κηλίδα που εμφανίζεται παραπλεύρως του αληθινού ήλιου.[40]
Ιανουάριος | Φεβρουάριος | Μάρτιος | Απρίλιος | Μάιος | Ιούνιος | Ιούλιος | Αύγουστος | Σεπτέμβριος | Οκτώβριος | Νοέμβριος | Δεκέμβριος | |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Υψηλότερη θερμοκρασία | 18,9°C | |||||||||||
Χαμηλότερη θερμοκρασία | -89,5°C | |||||||||||
Υψηλότερη μέση θερμ. | ||||||||||||
Χαμηλότερη μέση θερμ. | -80°C έως -90°C | 5°C έως -15°C | ||||||||||
Μέση θερμ. | ||||||||||||
Υψηλότερη χιονόπτωση
(mm) |
||||||||||||
Χαμηλότερη χιονόπτωση (mm) | ||||||||||||
Μέση μηνιαία χιονόπτωση (mm) | ||||||||||||
Υψηλότερο UV | ||||||||||||
Χαμηλότερο UV |
Μερικές κυβερνήσεις διατηρούν μόνιμους επανδρωμένους ερευνητικούς σταθμούς σε όλη την ήπειρο. Ο αριθμός των ανθρώπων που διεξάγουν και υποστηρίζουν την επιστημονική έρευνα και άλλες εργασίες στην ήπειρο και τα κοντινά νησιά ποικίλλει από 1.000 τον χειμώνα έως περίπου 5.000 το καλοκαίρι. Πολλοί από τους σταθμούς μένουν επανδρωμένοι όλο τον χρόνο, με το προσωπικό που ξεχειμωνιάζει τυπικά να έρχεται για μονοετείς αποστολές. Ένας ορθόδοξος ναός, η Αγία Τριάδα, κατασκευάστηκε το 2004 στο ρωσικό Σταθμό Μπέλινγκσχαουζεν, μένει επίσης επανδρωμένος όλο τον χρόνο από έναν ή δύο ιερείς.[41][42]
Οι πρώτοι ημιμόνιμοι κάτοικοι των περιοχών γύρω από την Ανταρκτική (περιοχές νοτίως της Ανταρκτικής Σύγκλισης) ήταν Βρετανοί και Αμερικανοί κυνηγοί φώκιας οι οποίοι περνούσαν ένα ή και παραπάνω χρόνια στη Νήσο Νότια Γεωργία, από το 1786 και μετά. Κατά την εποχή της φαλαινοθηρίας, η οποία διήρκεσε έως το 1966, ο πληθυσμός αυτών των νησιών ποίκιλε από πάνω από 1.000 κατοίκους το καλοκαίρι (πάνω από 2.000 κάποια χρόνια) και περίπου 200 τον χειμώνα. Οι περισσότεροι φαλαινοθήρες ήταν Νορβηγοί, με αυξανόμενη αναλογία Βρετανών. Μερικοί από τους οικισμούς ήταν το Γκρυτβίκεν, το Λέιθ Χάρμπορ, το Κινγκ Έντουαρντ Πόιντ, το Στρόμνες, το Χούσβικ, το Πρινς Όλαφ Χάρμπορ, το Όσεαν Χάρμπορ και το Γκόντθουλ. Οι διαχειριστές και άλλοι υψηλοί αξιωματούχοι των φαλαινοθηρικών σταθμών συχνά ζούσαν εκεί με τις οικογένειές τους. Ανάμεσά τους ήταν και ο ιδρυτής του Γκρίτβικεν, Πλοίαρχος Καρλ Άντον Λάρσεν, εξέχων Νορβηγός φαλαινοθήρας και εξερευνητής, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του, πολιτογραφήθηκαν Βρετανοί το 1910.
Το πρώτο παιδί που γεννήθηκε στη νότια πολική περιοχή ήταν η Νορβηγίδα Σολβέιγ Γκούνμπγιορκ Γιάκομπσεν, η οποία γεννήθηκε στο Γκρίτβιγκεν στις 8 Οκτωβρίου 1913, και η γέννησή της καταχωρήθηκε από τον Βρετανό ειρηνοδίκη της Νότιας Γεωργίας. Ήταν κόρη του Φρίντθγιοφ Γιάκομπσεν, του βοηθού διαχειριστή του φαλαινοθηρικού σταθμού, και της Κλάρα Ολέτε Γιάκομπσεν. Ο Γιάκομπσεν έφτασε στο νησί το 1904 και έγινε διαχειριστής του Γκρίτβικεν, από το 1914 έως το 1921, ενώ δύο από τα παιδιά του γεννήθηκαν στο νησί.[43]
Ο Εμίλιο Μάρκος Πάλμα ήταν το πρώτο άτομο που γεννήθηκε νοτίως του 60ού νότιου παράλληλου (το όριο της ηπείρου σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ανταρκτικής),[44] καθώς και ο πρώτος που γεννήθηκε στην ηπειρωτική χώρα της Ανταρκτικής, το 1978 στη Βάση Εσπεράνζα, στην άκρη της Ανταρκτικής Χερσονήσου.[45][46] Οι γονείς του είχαν σταλθεί μαζί με άλλες επτά οικογένειες από την κυβέρνηση της Αργεντινής ώστε να εξακριβωθεί αν η ήπειρος προσφέρονταν για οικογενειακή ζωή. Το 1984, ο Χουάν Πάμπλο Καμάτσο γεννήθηκε στο Σταθμό Φρέι Μοντάλβα, όντας έτσι ο πρώτος Χιλιανός που γεννήθηκε στην Ανταρκτική. Αρκετές βάσεις πλέον έχουν οικογένειες με παιδιά που πηγαίνουν σχολείο εκεί.[47] Το 2009, έντεκα παιδιά γεννήθηκαν στην Ανταρκτική, οκτώ από τα οποία στην αργεντίνικη βάση Εσπεράνζα[48] και τρία στον χιλιανό Σταθμό Φρέι Μοντάλβα.[49]
Στην Ανταρκτική ζουν πολύ λίγα εδαφόβια σπονδυλωτά.[50] Μεταξύ των ασπόνδυλων που ζουν στην ήπειρο περιλαμβάνονται μικροσκοπικά ακάρεα όπως το Alaskozetes antarcticus, ψείρες, νηματώδη, βραδύπορα, τροχόζωα, κριλ και Κολλέμβολα. Το ανίκανο να πετάξει νηματόκερο Belgica antarctica, με μέγεθος έως και 6mm, είναι το μεγαλύτερο καθαρά εδαφόβιο ζώο της Ανταρκτικής.[51] Το πτηνό Pagodroma nivea είναι ένα από μόνο τρία που αναπαράγονται αποκλειστικά στην Ανταρκτική.[52]
Υπάρχει ποικιλία θαλάσσιων ζώων που βασίζονται διατροφικά, άμεσα ή έμμεσα, στο φυτοπλαγκτόν. Μερικά από αυτό είναι πιγκουίνοι, γαλάζιες φάλαινες, όρκες, γιγάντια καλαμάρια και ωταρίδες. Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι ο μόνος πιγκουίνος που αναπαράγεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα στην Ανταρκτική, ενώ ο αδέλιος πιγκουίνος αναπαράγεται νοτιότερα από κάθε άλλο πιγκουίνο. Ο πιγκουίνος Eudyptes chrysocome έχει διακριτά πούπουλα γύρω από τα μάτια, δίνοντας την εντύπωση περίτεχνων βλεφαρίδων. Οι βασιλικοί πιγκουίνοι, οι πιγκουίνοι τζεντού και οι γενειοφόροι πιγκουίνοι επίσης αναπαράγονται στην Ανταρκτική.
Η ωταρίδα Arctocephalus gazella κυνηγήθηκε εκτεταμένα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα για το δέρμα της από βρετανούς και αμερικανούς. Η φώκια ουέντελ, «αληθινή φώκια», που ονομάστηκε προς τιμήν του Σερ Τζέιμς Ουέντελ, διοικητή βρετανικών αποστολών κυνηγιού φώκιας στη Θάλασσα Ουέντελ. Το ανταρκτικό κριλ, το οποίο συγκεντρώνεται σε μεγάλα κοπάδια, είναι το ακρογωνιαίο είδος του οικοσυστήματος του Νοτίου Ωκεανού και αποτελεί την τροφή για φάλαινες, φώκιες, φώκιες λεοπαρδάλεις, τριχωτές φώκες, καλαμάρια, παγόψαρα, πιγκουίνους, άλμπατρος και πολλά άλλα πτηνά.[53]
Μία απογραφή της θαλάσσιας ζωής που έγινε κατά το Διεθνές Πολικό Έτος και η οποία απασχόλησε περίπου 500 ερευνητές, εκδόθηκε το 2010. Η έρευνα ήταν μέρος της παγκόσμιας Απογραφής της Θαλάσσιας Ζωής (Census of Marine Life, CoML) και αποκάλυψε αρκετά αξιοσημείωτα ευρήματα. Πάνω από 235 θαλάσσιοι οργανισμοί ζουν και στις δύο πολικές περιοχές έχοντας γεφυρώσει απόσταση 12.000 χλμ. Κάποια μεγάλα ζώα, όπως κάποια κητώδη και πτηνά κάνουν το ταξίδι μεταξύ των δύο πολικών περιοχών κάθε χρόνο. Πιο εκπληκτικό είναι το ότι μικρά ζώα όπως σκουλήκια της λάσπης, θαλάσσια αγγούρια, και θαλάσσια σαλιγκάρια βρίσκονται και στους δύο πολικούς ωκεανούς. Διάφοροι παράγοντες μπορεί να βοηθούν την κατανομή τους: οι σχετικά ομοιόμορφες θερμοκρασίες σε μεγάλα βάθη στους ωκεανούς στους πόλους και στον ισημερινό όπου διαφέρουν κατά λιγότερο από 5°C, και τα κύρια συστήματα ρευμάτων ή θερμοαλατική κυκλοφορία, τα οποία μεταφέρουν αυγά και προνύμφες.[54]
Το κλίμα της Ανταρκτικής δεν επιτρέπει εκτεταμένη βλάστηση. Ο συνδυασμός πολύ χαμηλής θερμοκρασίας, κακής ποιότητας χώματος, έλλειψης υγρασίας και έλλειψης ηλιοφάνειας, εμποδίζει την ανάπτυξη των φυτών. Ως αποτέλεσμα, η ποικιλία της φυτικής ζωής είναι μικρή και περιορισμένη σε κατανομή. Εξαιρώντας οργανισμούς που δεν είναι φυτά (φύκη και μύκητες, συμπεριλαμβανομένων και των ειδών που σχηματίζουν λειχήνα), η χλωρίδα της ηπείρου αποτελείται κατά κύριο λόγο από βρυόφυτα (υπάρχουν περίπου 100 είδη βρύων και 25 είδη ηπατικών), με δύο μόνο είδη ανθοφόρων φυτών, αμφότερα στην Ανταρκτική Χερσόνησο: Deschampsia antarctica και Colobanthus quitensis. Η ανάπτυξη εν γένει λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι, και μόνο για λίγες εβδομάδες το μέγιστο.[55][56]
Στην Ανταρκτική έχουν καταγραφή περίπου 1.150 είδη μυκήτων, από τους οποίους 750 δεν σχηματίζουν λειχήνες και 400 σχηματίζουν.[56][57] Κάποια από αυτά τα είδη είναι κρυπτοενδολιθικά ως αποτέλεσμα εξέλιξης υπό ακραίες συνθήκες.[58] Υπάρχουν επτακόσια είδη φυκών, τα περισσότερα από τα οποία είναι φυτοπλαγκτόν. Πολύχρωμα φύκη του χιονιού και διάτομα βρίσκονται σε αφθονία στις παράκτιες περιοχές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.[55] Πρόσφατα βρέθηκαν αρχαία οικοσυστήματα αποτελούμενα από διάφορους τύπους βακτηρίων που ζουν παγιδευμένα βαθιά κάτω από παγετώνες.[59] Οι αυτοτροφική κοινότητα αποτελείται κατά κύριο λόγο από πρώτιστα.[55]
Το Πρωτόκολλο Περιβαλλοντικής Προστασίας στη Συνθήκη της Ανταρκτικής (γνωστό και ως Περιβαλλοντικό Πρωτόκολλο ή Πρωτόκολλο της Μαδρίτης) τέθηκε σε ισχύ το 1998, και είναι το κύριο όργανο που ασχολείται με τη διατήρηση και τη διαχείριση της βιοποικιλότητας της Ανταρκτικής. Η Συνδιάσκεψη της Ανταρκτικής Συνθήκης γνωμοδοτείται πάνω σε ζητήματα διατήρησης και περιβάλλοντος από την Επιτροπή Περιβαλλοντικής Προστασίας. Μείζον ζήτημα για αυτή την επιτροπή είναι το ρίσκο για την Ανταρκτική από την ακούσια εισαγωγή μη ιθαγενών ειδών στο οικοσύστημα της Ανταρκτικής.[60]
Η ψήφιση του Νόμου Προστασίας της Ανταρκτικής (Antarctic Conservation Act, 1978) στις ΗΠΑ, επέβαλε πολλούς περιορισμούς στη δράση των ΗΠΑ στην Ανταρκτική. Η εισαγωγή ξένων φυτών ή ζώων στην ήπειρο μπορεί να διωχθεί ποινικά, όπως και η εξαγωγή. Η υπεραλίευση των κριλ, το οποίο παίζει μεγάλο ρόλο στο ανταρκτικό οικοσύστημα, οδήγησε στην εφαρμογή κανονισμών για την αλιεία. Η Συνθήκη για τη Διατήρηση των Ανταρκτικών Θαλάσσιων Έμβιων Πόρων (Convention for the Conservation of Antarctic Marine Living Resources, CCAMLR) η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1980, απαιτεί όλοι οι κανονισμοί που διαχειρίζονται τα αλιεύματα του Νοτίου Ωκεανού να λαμβάνουν υπόψη πιθανά αποτελέσματα σε ολόκληρο το ανταρκτικό οικοσύστημα.[1] Ωστόσο, η μη κανονισμένη και η παράνομη αλιεία, ειδικά του οδοντόψαρου της Παταγονίας, παραμένουν σοβαρό πρόβλημα. Η παράνομη αλίευση του οδοντόψαρου αυξάνεται, με εκτιμήσεις για το 2020 να φτάνουν στους 32.000 τόνους.[61][62]
Η Ανταρκτική δεν έχει κυβέρνηση, ωστόσο διάφορες χώρες διεκδικούν κυριαρχία σε κάποιες περιοχές. Ενώ λίγες από αυτές τις χώρες έχουν αμοιβαίως αναγνωρίσει τις διεκδικήσεις τους,[63] εγκυρότητα των διεκδικήσεων δεν αναγνωρίζεται καθολικά.[1]
Από το 1959 και μετά, δεν έχουν γίνει νέες διεκδικήσεις και η ήπειρος θεωρείται ουδέτερη. Η κατάστασή της, κανονίζεται από τη Συνθήκη της Ανταρκτικής του 1959 και άλλες σχετικές συμφωνίες, που συλλογικά αποκαλούνται Ανταρκτικό Σύστημα Συνθηκών. Η Ανταρκτική για τις ανάγκες του Συστήματος Συνθηκών, ορίζεται ως όλη η γη και οι παγοκρηπίδες νοτίως του 60ου Νότιου παράλληλου. Η συνθήκη υπογράφηκε από δώδεκα χώρες: τη Σοβιετική Ένωση (και αργότερα η Ρωσία), το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αργεντινή, τη Χιλή, την Αυστραλία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νορβηγία, τη Νότια Αφρική και τις Ηνωμένες Πολιτείες.[64] Με αυτή η Ανταρκτική διασφαλίζεται ως επιστημονικό καταφύγιο, έχει καθιερωμένη ελευθερία επιστημονικής έρευνας και περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ απαγορεύεται η στρατιωτική δραστηριότητα σε όλη την ήπειρο, όντας έτσι η πρώτη συμφωνία ελέγχου εξοπλισμών που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Το 1983 τα μέλη της Ανταρκτικής Συνθήκης άρχισαν διαπραγματεύσεις για τον κανονισμό της εξόρυξης στην Ανταρκτική.[65] Ένας συνασπισμός διεθνών οργανισμών[66] ξεκίνησε εκστρατεία ώστε να εμποδιστεί η εξόρυξη ορυκτών στην περιοχή, υπό την καθοδήγηση κυρίως της Greenpeace International[67] η οποία ίδρυσε και τον δικό της επιστημονικό σταθμό, τη βάση World Park Base, στην περιοχή της Θάλασσας Ρος[68] κάνοντας ετήσιες αποστολές για την τεκμηρίωση των επιδράσεων στο περιβάλλον της ανθρώπινης δραστηριότητας στην ήπειρο.[69] Το 1988, υιοθετήθηκε η Σύμβαση για τον Κανονισμό των Ανταρκτικών Ορυκτών Πόρων (Convention on the Regulation of Antarctic Mineral Resources, CRAMRA).[70] Τον επόμενο χρόνο ωστόσο, η Αυστραλία και η Γαλλία ανακοίνωσαν ότι δεν θα επικυρώσουν τη σύμβαση, καταστώντας την έτσι άκυρη. Αντί αυτού πρότειναν ένα ολοκληρωμένο καθεστώς για την προστασία του ανταρκτικού περιβάλλοντος στη θέση της.[71] Το Πρωτόκολλο Περιβαλλοντικής Προστασίας στην Ανταρκτική Συνθήκη (το «Πρωτόκολλο της Μαδρίτης») τέθηκε σε διαπραγμάτευση καθώς και άλλες χώρες ακολούθησαν το παράδειγμα και στις 14 Ιανουαρίου 1998 τέθηκε σε ισχύ.[71][72] Το πρωτόκολλο της Μαδρίτης απαγορεύει κάθε εξόρυξη στην Ανταρκτική, καθιστώντας την ήπειρο ως «φυσικό καταφύγιο αφιερωμένο στην ειρήνη και την επιστήμη».
Η Ανταρκτική Συνθήκη απαγορεύει οποιαδήποτε στρατιωτική δραστηριότητα στην Ανταρκτική, μεταξύ των οποίων την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων και οχυρώσεων, τις τακτικές κινήσεις στρατευμάτων και τη δοκιμή όπλων. Στρατιωτικό προσωπικό και εξοπλισμός επιτρέπονται μόνο για επιστημονική έρευνα ή άλλους ειρηνικούς σκοπούς.[73] Η μόνη καταγεγραμμένη χερσαία στρατιωτική επιχείρηση ήταν η Επιχείρηση ΕΝΕΝΗΝΤΑ του Στρατού της Αργεντινής.[74]
Ημερομηνία | Χώρα | Περιοχή | Όρια διεκδίκησης | Χάρτης |
---|---|---|---|---|
1908 | Ηνωμένο Βασίλειο | Βρετανικό Έδαφος Ανταρκτικής | 20°Δ έως 80°Δ | |
1923 | Νέα Ζηλανδία | Εξαρτημένο Έδαφος Ρος | 150°Δ έως 160°Α | |
1924 | Γαλλία | Αδελία Γη | 142°2'E έως 136°11'E | |
1929 | Νορβηγία | Νήσος Πέτρου Α' | 68°50′Ν, 90°35′Δ | |
1933 | Αυστραλία | Αυστραλιανή Ανταρκτική Περιοχή | 160°Α έως 142°2'Α και 136°11'Α έως 44°38'Α |
|
1939 | Νορβηγία | Γη της Βασίλισσας Μάουντ | 44°38'Α έως 20°Δ | |
1940 | Χιλή | Χιλιανή Ανταρκτική Περιοχή | 53°Δ έως 90°Δ | |
1943 | Αργεντινή | Ανταρκτική της Αργεντινής | 25°Δ έως 74°Δ | |
– | Καμία | Μη διεκδικούμενη περιοχή (Γη Μαρί Μπερντ) |
90°Δ έως 150°Δ (εκτός της Νήσου Πέτρου Α') |
Οι διεκδικήσεις της Αργεντινής, της Βρετανίας και της Χιλής αλληλεπικαλύπτονται, γεγονός που έχει δημιουργήσει τριβές. Οι περιοχές που φαίνονται ως διεκδικήσεις της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας ήταν βρετανικές περιοχές μέχρι που αποδόθηκαν στις αντίστοιχες χώρες μετά την ανεξαρτησία τους. Η Αυστραλία διεκδικεί τη μεγαλύτερη περιοχή. Οι διεκδικήσεις της Βρετανίας, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Γαλλίας και της Νορβηγίας είναι αμοιβαίως αναγνωρισμένες.
Άλλες χώρες που συμμετέχουν ως μέλη στην Ανταρκτική Συνθήκη έχουν εδαφικό ενδιαφέρον στην ήπειρο της Ανταρκτικής όμως οι όροι της Συνθήκης δεν επιτρέπουν να εκδηλώσουν τις διεκδικήσεις τους όσο η Συνθήκη είναι σε ισχύ.[75][76]
Έχουν βρεθεί στην Ανταρκτική γαιάνθρακας, υδρογονάνθρακες, σιδηρομετάλλευμα, λευκόχρυσος, χαλκός, χρώμιο, νικέλιο, χρυσός και άλλα ορυκτά, όχι ωστόσο σε αρκετές ποσότητες ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμα. Το Πρωτόκολλο για την Περιβαλλοντική Προστασία στην Ανταρκτική Συνθήκη του 1991 περιορίζει τον ανταγωνισμό για τους πόρους αυτούς. Το 1998, έγινε συμβιβασμός ώστε να απαγορευτεί επ' αόριστον η εξόρυξη, τουλάχιστον μέχρι το 2048 οπότε θα επανεξεταστεί η συμφωνία, περιορίζοντας έτσι περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη και εκμετάλλευση. Η κύρια οικονομική δραστηριότητα είναι η αλίευση και η υπεράκτια εμπορία ψαριών. Τα ανταρκτικά αλιεύματα για το 2000-2001 αναφέρονται να ήταν 112.934 τόνοι.
Μικρής κλίμακας "εξερευνητικός τουρισμός" υπάρχει από το 1957 και πλέον υπόκειται στους όρους της Ανταρκτικής Συνθήκης και του Περιβαλλοντικού Πρωτοκόλλου, αλλά στην πράξη αυτορρυθμίζεται από τον Διεθνή Σύνδεσμο Τουριστικών Πρακτόρων Ανταρκτικής (International Association of Antarctica Tour Operators, IAATO). Δεν είναι όλα τα σκάφη που σχετίζονται με τον τουρισμό στην Ανταρκτική μέλη του IAATO, όμως τα μέλη του IAATO έχουν να κάνουν με το 95% της τουριστικής δραστηριότητας. Τα ταξίδια γίνονται κυρίως με μικρά ή μεσαία σκάφη, εστιάζοντας σε συγκεκριμένες γραφικές τοποθεσίες με προσβάσιμες συγκεντρώσεις εμβληματικής άγριας ζωής.[79]
Έχουν εκφραστεί κάποιες ανησυχίες σχετικά με τις ενδεχόμενες επιδράσεις στο περιβάλλον και το οικοσύστημα από την εισροή επισκεπτών. Επιστήμονες και περιβαλλοντολόγοι έχουν κάνει εκκλήσεις για αυστηρότερους κανονισμούς και επιβολή ορίου στον αριθμό των τουριστών.[80] Η κύρια αντίδραση των μελών της Ανταρκτικής Συνθήκης ήταν να αναπτύξουν μέσω της Επιτροπής τους για την Περιβαλλοντική Προστασία και σε συνεργασία με την IAATO, οδηγίες, θέτοντας όρια στις αποβιβάσεις και ορίζοντας κλειστές ή περιορισμένες ζώνες στις πιο συχνά επισκεπτόμενες τοποθεσίες. Οι τουριστικές υπερπτήσεις στην Ανταρκτική (που δεν προσγειώνονταν) γίνονταν από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, μέχρι το θανατηφόρο δυστύχημα της Πτήσης 901 της Air New Zealand το 1979 στο Όρος Έρεβος, όπου σκοτώθηκαν και οι 257 επιβαίνοντες. Η Qantas άρχισε ξανά τις εμπορικές υπερπτήσεις στην Ανταρκτική από την Αυστραλία στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Κάθε χρόνο, επιστήμονες από 28 διαφορετικές χώρες διεξάγουν πειράματα που δεν είναι δυνατό να γίνουν σε άλλα μέρη του κόσμου. Το καλοκαίρι εργάζονται πάνω από 4.000 επιστήμονες στους ερευνητικούς σταθμούς, ο αριθμός αυτός μειώνεται σε λίγο πάνω από 1.000 κατά τον χειμώνα.[1] Ο Σταθμός McMurdo, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος ερευνητικός σταθμός στην Ανταρκτική, μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από 1.000 επιστήμονες, επισκέπτες και τουρίστες.
Στους ερευνητές περιλαμβάνονται βιολόγοι, γεωλόγοι, ωκεανογράφοι, φυσικοί, αστρονόμοι, παγετωνολόγοι και μετεωρολόγοι. Οι γεωλόγοι εστιάζουν την έρευνά τους στις τεκτονικές πλάκες, σε μετεωρίτες από το διάστημα, και δεδομένα από τη διάσπαση της υπερηπείρου Γκοντβάνα. Οι παγετωνολόγοι στην Ανταρκτική ασχολούνται με τη μελέτη της ιστορίας και της δυναμικής του επιπλέοντος πάγου, του εποχιακού χιονιού, των παγετώνων και του παγοκαλύμματος. Οι βιολόγοι, εκτός από την παρατήρησης της άγριας ζωής, ενδιαφέρονται στο πως οι δριμύες θερμοκρασίες και η παρουσία ανθρώπων επηρεάζει τις στρατηγικές προσαρμογής και επιβίωσης μεγάλης γκάμας οργανισμών. Οι ιατρικοί ερευνητές έχουν ανακαλύψεις σχετικά με τη διάδοση των ιών και την αντίδραση του σώματος στις ακραίες εποχιακές θερμοκρασίες. Αστροφυσικοί στον Σταθμό Νοτίου Πόλου Αμούνδεν-Σκοτ μελετούν τον ουράνιο θόλο και την κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου. Πολλές αστρονομικές παρατηρήσεις γίνονται καλύτερα από το εσωτερικό της Ανταρκτικής από ότι στις περισσότερες επιφανειακές θέσεις, εξαιτίας της λεπτής ατμόσφαιρας στο μεγάλο υψόμετρο, των χαμηλών θερμοκρασιών οι οποίες ελαχιστοποιούν την ποσότητα υδρατμών στην ατμόσφαιρα και την απουσία φωτορύπανσης, επιτρέποντας έτσι την καθαρότερη παρατήρηση του διαστήματος από οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη. Ο πάγος της Ανταρκτικής λειτουργεί και ως ασπίδα αλλά και ως το μέσο ανίχνευσης για το μεγαλύτερο τηλεσκόπιο νετρίνων στον κόσμο, που βρίσκεται 2 χλμ. κάτω από τον σταθμό Αμούνδσεν-Σκοτ.[81]
Από τη δεκαετία του 1970, η έρευνα εστιάστηκε σημαντικά στο στρώμα του όζοντος της ατμόσφαιρας πάνω από την Ανταρκτική. Το 1985, τρεις βρετανοί επιστήμονες δουλεύοντας σε δεδομένα που είχαν συλλέξει στον Σταθμό Χάλει στην Παγοκρηπίδα Μπράντ ανακάλυψαν μία τρύπα στο στρώμα αυτό. Στην πορεία εξακριβώθηκε ότι η καταστροφή του όζοντος προκαλούνταν από τους χλωροφθοράνθρακες (CFC) που εκλύονταν τον ανθρώπινο παράγοντα. Με την απαγόρευση των CFC στο Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ το 1989, πιστεύεται ότι η τρύπα θα κλείσει γύρω στο 2065.[82] Τον Σεπτέμβριο του 2006, δεδομένα από δορυφόρους της NASA έδειξαν ότι η ανταρκτική τρύπα του όζοντος ήταν η μεγαλύτερη που καταγράφηκε ποτέ, καλύπτοντας 27,5 εκατομμύρια τ. χλμ.[82]
Στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, το Διεθνές Πολικό Ίδρυμα με έδρα το Βέλγιο εγκαινίασε τον Σταθμό Πριγκίπισσας Ελισάβετ, τον πρώτο σταθμό στην Ανταρκτική με μηδενικές εκπομπές, για τη μελέτη της κλιματικής αλλαγής. Με κόστος 16,3 εκατομμύρια δολάρια, ο προκατασκευασμένος σταθμός, ο οποίος έγινε στα πλαίσια του Διεθνούς Πολικού Έτους, στάλθηκε στον Νότιο Πόλο από το Βέλγιο στα τέλη του 2008 ώστε να παρακολουθήσει την υγεία των πολικών περιοχών. Ο Βέλγος πολικός εξερευνητής Αλέν Ουμπέρτ δήλωσε ότι «Αυτή η βάση θα είναι η πρώτη του είδους της που έχει μηδενικές εκπομπές, όντας έτσι μοναδικό μοντέλο του πως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται η ενέργεια στην Ανταρκτική». Ο Γιόχαν Μπέρτε είναι ο αρχηγός της ομάδας που σχεδίασε τον σταθμό και διαχειριστής του πρότζεκτ το οποίο διεξάγει έρευνα στην κλιματολογία, την παγετωνολογία και τη μικροβιολογία.[83]
Τον Ιανουάριο του 2008, επιστήμονες της British Antarctic Survey (BAS), υπό την καθοδήγηση του Χιου Κορ και του Ντέιβιντ Βον, ανέφεραν (στο περιοδικό Nature Geoscience) ότι 2.200 χρόνια πριν, ένα ηφαίστειο εξεράγη κάτω από το παγοκάλυμμα της Ανταρκτικής (με βάση από αέρος παρατηρήσεις με εικόνες από ραντάρ). Ήταν η μεγαλύτερη έκρηξη στην Ανταρκτική τα τελευταία 10.000 χρόνια και η ηφαιστειακή τέφρα της βρέθηκε αποτεθημένη κάτω από την επιφάνεια του πάγου στα Όρη Χάντσον, κοντά στον Παγετώνα Πάιν Άιλαντ.[84]
Οι μετεωρίτες από την Ανταρκτική αποτελούν σημαντικό τομέα μελέτης των υλικών που σχηματίστηκαν νωρίς στο ηλιακό σύστημα. Οι περισσότεροι πιστεύεται ότι προέρχονται από αστεροειδείς, όμως κάποιοι ενδέχεται να προέρχονται από μεγαλύτερους πλανήτες. Οι πρώτοι μετεωρίτες βρέθηκαν το 1912. Το 1969, μία ιαπωνική αποστολή ανακάλυψε εννέα μετεωρίτες. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πέσει πάνω στο παγοκάλυμμα το τελευταίο εκατομμύριο χρόνια. Η κίνηση του παγοκαλύμματος τείνει να τους συγκεντρώνει σε τοποθεσίες με εμπόδια όπως οροσειρές, ενώ η διάβρωση από τον άνεμο τους φέρνει στην επιφάνεια μετά από αιώνες κάτω από το συσσωρευμένο χιόνι. Σε σχέση με μετεωρίτες που βρέθηκαν σε πιο εύκρατες περιοχές του πλανήτη, οι ανταρκτικοί μετεωρίτες είναι πιο καλά διατηρημένοι.[85]
Αυτή η μεγάλη συλλογή μετεωριτών επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση της πληθώρας τύπων μετεωριτών στο ηλιακό σύστημα και το πως αυτοί σχετίζονται με τους αστεροειδής και τους κομήτες. Έχουν βρεθεί και νέοι τύποι μετεωριτών καθώς και σπάνιοι. Ανάμεσά σε αυτούς και κομμάτια που αποσπάστηκαν λόγω συγκρούσεων από τη Σελήνη και πιθανώς από τον Άρη. Αυτά τα δείγματα, και ιδίως το ALH84001 που ανακαλύφθηκε από το ANSMET, βρίσκονται στο επίκεντρο επιστημονικής διαμάχης σχετική με πιθανά στοιχεία μικροβιακής ζωής στον Άρη. Επειδή οι μετεωρίτες στο διάστημα απορροφούν κοσμική ακτινοβολία, το χρονικό διάστημα που πέρασε αφότου ο μετεωρίτης χτύπησε τη Γη μπορεί να καθοριστεί με εργαστηριακές μελέτες. Ο χρόνος που πέρασε μετά την πτώση ενός μετεωρίτη, ή ηλικία παραμονής του στη Γη, περιέχει πολλές πληροφορίες που μπορεί να είναι χρήσιμες για τις περιβαλλοντικές μελέτες του παγοκαλύμματος της Ανταρκτικής.[85]
Το 2006, μία ομάδα ερευνητών από το Κρατικό Πανεπιστήμιο του Οχάιο χρησιμοποίησαν μετρήσεις από τους δορυφόρους GRACE της NASA για να ανακαλύψουν τον 480 χλμ. διαμέτρου κρατήρα Γης Γουίλκες, ο οποίος σχηματίστηκε πριν περίπου 250 εκατομμύρια χρόνια.[86]
Λόγω της θέσης της στον Νότιο Πόλο, η Ανταρκτική δέχεται σχετικά λίγη ηλιακή ακτινοβολία. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ ψυχρή ήπειρος όπου το νερό βρίσκεται κατά κύριο λόγο με τη μορφή του πάγου. Η κατακρημνίσεις είναι χαμηλές (το μεγαλύτερο τμήμα της Ανταρκτικής είναι έρημος) και σχεδόν πάντα με τη μορφή του χιονιού, το οποίο συσσωρεύεται και σχηματίζει το γιγαντιαίο παγοκάλυμμα που καλύπτει τη στεριά. Τμήματα αυτού του παγοκαλύματος σχηματίζουν κινούμενους παγετώνες, οι οποίοι ρέουν προς τις άκρες της ηπείρου. Μετά την ηπειρωτική ακτή υπάρχουν πολλές παγοκρηπίδες. Αυτές είναι επιπλέουσες επεκτάσεις των παγετώνων που εκρέουν από την ηπειρωτική μάζα πάγου. Πέρα από τις ακτές η θερμοκρασία είναι επίσης αρκετά χαμηλή έτσι ώστε να σχηματίζεται πάγος από το θαλασσινό νερό κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους. Είναι σημαντική η κατανόηση των διαφόρων τύπου ανταρκτικού πάγου ώστε να γίνουν κατανοητά οι πιθανές επιπτώσεις στο επίπεδο της θάλασσας και την παγκόσμια θέρμανση.
Ο θαλάσσιος πάγος επεκτείνεται ετησίως κατά τον ανταρκτικό χειμώνα και το μεγαλύτερο μέρος του λιώνει το καλοκαίρι. Αυτός ο πάγος σχηματίζεται από το νερό του ωκεανού και επιπλέει σε αυτό, έτσι δεν συμβάλει στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Η έκταση του θαλάσσιου πάγου γύρω από την Ανταρκτική έχει παραμείνει εν γένει σταθερή τις τελευταίες δεκαετίες, αν και η αλλαγές στο πάχος του δεν είναι ξεκάθαρες.[87][88]
Το λιώσιμο των επιπλέοντων παγοκρηπίδων (πάγος που προέρχεται από τη στεριά) δεν συμβάλει αφ εαυτού ιδιαίτερα στην άνοδο της θαλάσσιας στάθμης (καθώς εκτοπίζει νερό αντίστοιχο με τη μάζα του). Είναι ωστόσο αυτή η εκροή πάγου από τη στεριά που σχηματίζει την παγοκρηπίδα, αυτή που προκαλεί την άνοδο της στάθμης. Αυτό αντισταθμίζεται από τη χιονόπτωση στην ήπειρο. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν καταγραφεί πολλές καταρρεύσεις μεγάλων παγοκρηπίδων στις ακτές τις Ανταρκτικής, ιδιαίτερα κατά μήκος της Ανταρκτικής Χερσονήσου. Έχουν εκφραστεί ανησυχίες ότι η διατάραξη των παγοκρηπίδων ενδέχεται να προκαλέσει αυξημένη παγετώνια εκροή από τον ηπειρωτικό πάγο.[89]
Στην ήπειρο αυτή καθεαυτή, ο μεγάλος όγκος του σύγχρονου πάγου περιέχει περίπου το 70% του παγκόσμιου πόσιμου νερού.[23] Αυτό το παγοκάλυμμα συνεχώς κερδίζει πάγο από τις χιονοπτώσεις και χάνει από τις εκροές προς τη θάλασσα. Στη Δυτική Ανταρκτική υπάρχει πλέον πλεόνασμα εκροής πάγου από τους παγετώνες, πράγμα που θα αυξήσει μακροπρόθεσμα τη στάθμη της θάλασσας. Μία επισκόπηση των επιστημονικών μελετών που εξέταζαν δεδομένα από το 1992 έως το 2006 υποδεικνύουν ότι μία λογική εκτίμηση για τις καθαρές απώλειες πάγου ανέρχεται σε 50 γιγατόνους πάγου ανά έτος (αντιστοιχεί σε 0,14mm άνοδο της στάθμης της θάλασσας).[90] Σημαντική επιτάχυνση της εκροής παγετώνων στον Κόλπο της Θάλασσας Αμούνδσεν ενδέχεται να έχει υπερδιπλασιάσει αυτόν τον αριθμό για το 2006.[91]
Η Ανατολική Ανταρκτική είναι ψυχρή περιοχή με εδαφική βάση πάνω από τη στάθμη της θάλασσας και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου. Η περιοχή κυριαρχείται από μικρές συσσωρεύσεις χιονοπτώσεων οι οποίες γίνονται πάγος και κατά συνέπεια τελικώς παγετώσης ροές προς τη θάλασσα. Η ισορροπία μάζας στο Παγοκάλυμμα της Ανατολικής Ανταρκτικής ως σύνολο πιστεύεται ότι είναι ελαφρώς θετική (κατεβάζοντας τη στάθμη της θάλασσας) ή σχεδόν μηδενική.[90][91] Εντούτοις, σε κάποιες περιοχές έχει προταθεί ότι η εκροή έχει αυξηθεί.[91][92]
Ένα μέρος της Ανταρκτικής θερμαίνεται, ιδιαίτερα έντονη θέρμανση έχει παρατηρηθεί στην Ανταρκτική Χερσόνησο. Μία μελέτη του Έρικ Στάιγκ που δημοσιεύτηκε το 2009 σημείωσε για πρώτη φορά ότι η τάση της μέσης θερμοκρασίας στην ήπειρο τείνει να είναι ελαφρώς θετική στους >0.05°C ανά δεκαετία από το 1957 έως το 2006. Η μελέτη επίσης επισήμανε ότι η Δυτική Ανταρκτική έχει θερμανθεί κατά πάνω από 0.1°C ανά δεκαετία τα τελευταία πενήντα χρόνια, και αυτή η θέρμανση είναι εντονότερη τον χειμώνα και την άνοιξη. Αυτό εν μέρει αντισταθμίζεται από την ψύξη της Ανατολικής Ανταρκτικής κατά το φθινόπωρο.[93] Υπάρχουν στοιχεία από μία μελέτη ότι η Ανταρκτική θερμαίνεται ως αποτέλεσμα των ανθρώπινων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.[94] Ένα μικρό μέρος ωστόσο της θέρμανσης της επιφάνειας στη Δυτική Ανταρκτική πιστεύεται ότι δεν επηρεάζει άμεσα τη συμβολή του Παγοκαλύμματος της Δυτικής Ανταρκτικής στην άνοδο της θαλάσσιας στάθμης. Αντιθέτως, οι πρόσφατη αύξηση στην εκροή παγετώνων θεωρείται ότι οφείλεται στην εισροή θερμού νερού από τον βαθύ ωκεανό, αμέσως έξω από την υφαλοκρηπίδα.[95][96] Η καθαρή συμβολή στην αύξηση του θαλάσσιου επιπέδου από την Ανταρκτική Χερσόνησο είναι πιο πιθανό να είναι άμεσο αποτέλεσμα της πολύ μεγαλύτερης ατμοσφαιρικής θέρμανσης εκεί.[97]
Το 2002 η παγοκρηπίδα Λάρσεν-Β της Ανταρκτικής Χερσονήσου κατέρρευσε.[98] Μεταξύ 28 Φεβρουαρίου και 8 Μαρτίου 2008, περίπου 570 τ. χλμ. πάγου από την Παγοκρηπίδα Γουίλκινς στο νοτιοδυτικό τμήμα της χερσονήσου, κατέρρευσαν, θέτοντας σε κίνδυνο τα υπόλοιπα 15.000 τ. χλμ. παγοκρηπίδας. Ο πάγος κρατιόνταν από μία «κλωστή» πάγου πλάτους περίπου 6 χλμ.,[99][100] πριν την κατάρρευσή του στις 5 Απριλίου 2009.[101][102] Σύμφωνα με τη NASA, το πιο εκτεταμένο λιώσιμο στην επιφάνεια της Ανταρκτικής τα τελευταία 30 χρόνια συνέβη το 2005, όταν μία επιφάνεια περίπου στο μέγεθος της Καλιφόρνιας έλιωσε για λίγο και ξαναπάγωσε. Αυτό ενδέχεται να ήταν αποτέλεσμα της ανόδου της θερμοκρασίας ως και στους 5°C.[103]
Κάθε χρόνο αναπτύσσεται μία μεγάλη περιοχή χαμηλής συγκέντρωσης όζοντος ή τρύπα του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική. Η τρύπα αυτή καλύπτει σχεδόν όλη την ήπειρο και έφτασε στο μέγιστό της τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια καταγεγραμμένη τρύπα παρέμεινε μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου.[104] Η τρύπα εντοπίστηκε από επιστήμονες το 1985[105] και έχει τάσεις αύξησης. Η τρύπα του όζοντος αποδίδεται στις εκπομπές χλωροφθορανθράκων ή CFC στην ατμόσφαιρα της Γης, οι οποίοι και αποσυνθέτουν το όζον σε άλλα αέρια.[106]
Κάποιες επιστημονικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η τρύπα του όζοντος ενδέχεται να έχει κυρίαρχο ρόλο στην κλιματική αλλαγή στην Ανταρκτική (και την ευρύτερη περιοχή του Νοτίου Ημισφαιρίου).[105] Το όζον απορροφά μεγάλες ποσότητες υπεριώδους ακτινοβολίας στη στρατόσφαιρα. Η τρύπα του όζοντος μπορεί να προκαλέσει τοπική ψύχρανση περίπου 6°C στη στρατόσφαιρα. Αυτή η ψύχρανση έχει αποτέλεσμα την εντατικοποίηση των δυτικόστροφων ανέμων που πνέουν γύρω από την ήπειρο (ο πολικός στρόβιλος) και αποτρέποντας έτσι την εκροή ψυχρού αέρα κοντά στον Νότιο Πόλο. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ηπειρωτική μάζα της παγοκρηπίδας της Ανατολικής Ανταρκτικής να κρατιέται σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, ενώ οι περιφερειακές περιοχές και ειδικότερα η Ανταρκτική Χερσόνησος να υποβάλλονται σε μεγαλύτερες θερμοκρασίες, επιταχύνοντας το λιώσιμο των πάγων τους.[105] Κάποια μοντέλα υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο της τρύπας του όζοντος και του ενισχυμένου πολικού στροβίλου είναι η αιτία της πρόσφατης αύξησης των παγόβουνων στις ακτές της ηπείρου.[107]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.