Ρώσος πολιτικός, Προέδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν (ρωσικά: Владимир Владимирович Путин [16], 7 Οκτωβρίου 1952, Λένινγκραντ, Σοβιετική Ρωσία, ΕΣΣΔ) είναι Ρώσος πολιτικός, ο οποίος διατελεί προέδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας από το 2012. Στην θέση αυτή υπηρέτησε ξανά από το 2000 μέχρι το 2008. Επίσης διατέλεσε πρωθυπουργός της χώρας από το 2008 έως το 2012.
Πρώην στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών της ΕΣΣΔ παραιτήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης για να ενταχθεί στο δυναμικό του προσωπικού γραφείου του Δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης. Μετά την ήττα του δημάρχου Σομπτσάκ, στις δημαρχιακές εκλογές, εγκατέλειψε την Αγία Πετρούπολη για τη Μόσχα, όπου μέσω γνωριμιών, βρήκε θέση στο προσωπικό γραφείο του τότε Ρώσου Προέδρου, Μπόρις Γιέλτσιν. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, προβιβάστηκε σε αρχηγό της νέας μυστικής υπηρεσίας της Ρωσίας, της FSB, και συνακόλουθα σε μέλος του πανίσχυρου Συμβουλίου Ασφαλείας της χώρας, πριν ορκιστεί υπηρεσιακός Πρωθυπουργός τον Αύγουστο του 1999 και υπηρεσιακός Πρόεδρος τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.
Πρόσωπο άγνωστο στους Ρώσους, επιλέχθηκε από τον Μπορίς Γιέλτσιν για διάδοχός του, διαδοχή που επικύρωσε και ο ρωσικός λαός δίνοντας του τη νίκη, στις προεδρικές εκλογές του 2000, από τον πρώτο γύρο, με ποσοστό 53,4%. Ο Πούτιν τέθηκε επικεφαλής του κράτους της Ρωσίας σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα, αφού το φάσμα της χρεοκοπίας του Αυγούστου του 1998, ήταν ακόμα ένας κίνδυνος για τη χώρα. Ωστόσο κατάφερε κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, να ανατάξει τη ρωσική οικονομία και να τη θέσει σε τροχιά ανάπτυξης.
Μετά το τέλος του πολύχρονου πολέμου εναντίον των Τσετσένων αυτονομιστών, επενέβη στρατιωτικά στη Γεωργία το 2008 (πόλεμος της Νότιας Οσσετίας). Επίσης, έχει εμπλακεί σε μακροχρόνια σύγκρουση με την Ουκρανία από το 2014, με αρχικά αποτελέσματα την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, και την de facto ανεξαρτησία των περιοχών του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ. Παράλληλα, ο Ρωσικός στρατός συνέβαλε στη διάλυση του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου[17]. Τέλος, από το 2022 η προαναφερθείσα σύγκρουση με την Ουκρανία έχει μετατραπεί σε γενικευμένο πόλεμο. Σκοπός αυτής της επέμβασης, σύμφωνα με τον ίδιον, είναι η προστασία των Ρωσικών και ρωσόφωνων μειονοτήτων, καθώς και η αποστρατιωτικοποίηση και «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας. Ωστόσο, πολλοί αναλυτές, δημοσιογράφοι και ερευνητές ισχυρίζονται ότι αιτία των πολέμων ήταν και είναι, η αντίληψη της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, όσον αφορά τη σφαίρα επιρροής της χώρας, καθώς και η επέκταση του ΝΑΤΟ μέσα σε αυτή τη σφαίρα. Η εισβολή στην Ουκρανία αντιμετωπίστηκε με δυναμικό τρόπο τόσο από τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από μεμονωμένες χώρες, που επέβαλλαν μια σειρά κυρώσεων στη Ρωσία, αλλά και παρείχαν στρατιωτικό εξοπλισμό στην Ουκρανία.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, ο Πούτιν έχει επικριθεί για το επίπεδο της δημοκρατίας στη χώρα του, καθώς καταγράφονται διώξεις πολιτικών αντιφρονούντων, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έλεγχος των Μ.Μ.Ε., νοθεία στις εκλογές, και υψηλά επίπεδα διαφθοράς.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ένας από τους πιο εμβληματικούς αλλά και από τους πιο αμφιλεγόμενους ηγέτες του καιρού μας. Το 2007 ανακηρύχθηκε «Πρόσωπο της Χρονιάς» από το περιοδικό Time, ενώ από το 2013 ως το 2016 βρισκόταν στο Νο.1 της λίστας του περιοδικού Forbes με τα «ισχυρότερα πρόσωπα του κόσμου». Αν συνυπολογίσουμε τόσο την προεδρία του όσο και την πρωθυπουργία του, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ο δεύτερος μακροβιότερος ηγέτης στην Ευρώπη, μετά τον πρόεδρο της Λευκορωσίας, Αλεξάντερ Λουκασένκο.[18]
Τον Μάρτιο του 2023 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τον Πούτιν από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τις κατηγορίες της διάπραξης παράνομων απαγωγών παιδιών στη διάρκεια του πολέμου με την Ουκρανία.
Ο Πούτιν γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1952 στο Λένινγκραντ της Σοβιετικής Ένωσης[19][20]. Είναι το τρίτο και νεότερο παιδί του Βλαντίμιρ Σπιριντόνοβιτς Πούτιν (1911–1999) και της Μαρίας Ιβάνοβνα Πούτινα (το γένος Σελόμοβα, 1911– 1998). Ο πατέρας του ήταν κληρωτός στο Σοβιετικό Ναυτικό, όπου υπηρέτησε στον στόλο υποβρυχίων στις αρχές της δεκαετίας του 1930.[21] Στις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στο τάγμα καταστροφών της Εν Κα Βε Ντε.[22][23][24] Κατά τη διάρκεια του πολέμου τραυματίστηκε σοβαρά το 1942, από χειροβομβίδα.[23] Ο παππούς του, Σπιριντόν Ιβάνοβιτς Πούτιν, εργάστηκε σαν μάγειρας για τους Βλαντίμιρ Λένιν και Ιωσήφ Στάλιν.[22][25][26] Ο Πούτιν είχε δύο αδερφούς, τους Αλμπέρτ και Βίκτορ. Ο Αλμπέρτ γεννήθηκε στη δεκαετία του 1930 αλλά πέθανε σε βρεφική ηλικία. Ο Βίκτορ γεννήθηκε το 1940 και πέθανε το 1942 από διφθερίτιδα και ασιτία κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Λένινγκραντ από τις δυνάμεις της Ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[27][28]
Την 1η Σεπτεμβρίου 1960, ο Πούτιν άρχισε να φοιτά στο 193ο δημοτικό σχολείο. Στην τάξη του υπήρχαν περίπου 45 ακόμη παιδιά, και ήταν ένας από τους λίγους που δεν ήταν ακόμη μέλη της οργάνωσης των Νέων Πρωτοπόρων. Σε ηλικία 12 ετών, άρχισε να ασκεί το σάμπο και το τζούντο.[21] Στον ελεύθερο χρόνο του, του άρεσε να διαβάζει τα έργα του Καρλ Μαρξ, του Φρίντριχ Ένγκελς και του Λένιν.[29] Ο Πούτιν σπούδασε γερμανικά στο 281ο λύκειο της Αγίας Πετρούπολης και μιλά γερμανικά ως δεύτερη γλώσσα.[30]
Η απώτερη καταγωγή του Βλαντίμιρ Πούτιν έχει περιγραφεί ως μυστήριο καθώς δεν υπάρχουν αναφορές για τους προγόνους του. Με βάση συνήθειες ονοματοδοσίας στη Ρωσία τα μεσαιωνικά χρόνια, εικάζεται ότι το επώνυμο Πούτιν προέρχεται από τη φατρία Πουτιάνιν, παλαιά αριστοκρατική φατρία της Ρωσίας. Η ανάμειξη αριστοκρατικού και κοινού αίματος, συνήθως παραμόρφωνε ελαφρά το επώνυμο των νόθων τέκνων.[31]
Ο Πούτιν ξεκίνησε να σπουδάζει Νομική στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Αντρέι Ζντάνοφ του Λένινγκραντ (το σημερινό Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης) το 1970 και αποφοίτησε το 1975.[32] Η διατριβή του είχε τίτλο «Η αρχή του πιο ευνοημένου έθνους στο εμπόριο στο διεθνές δίκαιο».[33] Ενώ σπούδαζε εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και παρέμεινε μέλος του έως ότου έπαψε να υπάρχει, το 1991.[34]
Λίγο καιρό αφού τελείωσε τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ το 1975, απέκτησε διδακτορικό στα Οικονομικά.[εκκρεμεί παραπομπή] Το 1990 έγινε βοηθός Κοσμήτορα,[εκκρεμεί παραπομπή] ενώ το διάστημα 1985-1990 εργάστηκε στην Ανατολική Γερμανία ως μυστικός πράκτορας της Επιτροπής της Κρατικής Ασφάλειας (Κα Γκε Μπε).[35]
Ο Πούτιν γνώρισε στο Λένινγκραντ τον Ανατόλι Σομπτσάκ, έναν επίκουρο καθηγητή που δίδασκε δίκαιο των επιχειρήσεων. Ο Σομπτσάκ αργότερα έγινε ένας από τους συγγραφείς του ρωσικού συντάγματος. Ο Πούτιν βοήθησε σημαντικά στην πολιτική σταδιοδρομία του Σομπτσάκ στην Αγία Πετρούπολη και αργότερα ο Σομπτσάκ βοήθησε στην πολιτική σταδιοδρομία του Πούτιν στη Μόσχα.[36][37]
Με την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Αντρέι Ζντάνοφ αποδέχτηκε την πρόσκληση από μέρους της Κα Γκε Μπε να ενταχθεί στο δυναμικό της και το 1975 ξεκίνησε το πρώτο επίπεδο σπουδών στη «Σχολή 401» στο προάστειο της Όχτα στο Λένινγκραντ.[19]
Αποφοιτώντας εργάστηκε πρώτα στη «Δεύτερη Γενική Διεύθυνση» της Κα Γκε Μπε, στην αντικατασκοπεία και μετέπειτα στην «Πρώτη Γενική Διεύθυνση», παρακολουθώντας ξένους και προξενικούς αξιωματούχους που ζούσαν στην πόλη.[19][38][39] Τον Σεπτέμβριο του 1984, στάλθηκε στη Μόσχα για περαιτέρω εκπαίδευση στο Ινστιτούτο Ερυθράς Σημαίας Γιούρι Αντρόποφ.[40][41] Από το 1985 έως το 1990, υπηρέτησε στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας,[42] ως μεταφραστής.[43] «Ο Πούτιν και οι συνάδελφοί του περιορίστηκαν κυρίως στη συλλογή αποκομμάτων του Τύπου, συμβάλλοντας έτσι στη συγκέντρωση των βουνών από αχρείαστες πληροφορίες για την Κα Γκε Μπε», έγραψε η Ρωσοαμερικανίδα Μάσα Γκέσεν στη βιογραφία της του Πούτιν το 2012.[43] Την ίδια εκτίμηση με την Γκέσεν έχουν εκφράσει και ο πρώην αρχηγός κατασκοπείας της Στάζι Μάρκους Βολφ και ο πρώην συνάδελφος του Πούτιν στην Κα Γκε Μπε, Βλαντίμιρ Ουσόλτσεφ. Η δημοσιογράφος Κάθριν Μπέλτον από την άλλη, σε βιβλίο της σχετικό με την περίοδο του Πούτιν στη Δρέσδη, υποστηρίζει ότι η πραγματική αποστολή του εκεί ήταν ο συντονισμός και η υποστήριξη της επαναστατικής οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός, μέλη της οποίας κρύβονταν συχνά στη Δρέσδη με την ανοχή της Στάζι.[44]
Ανάμεσα στα καθήκοντά του ήταν και η στρατολόγηση ανατολικογερμανών που ταξίδευαν συχνά στη Δύση, προκειμένου να συλλέγουν πληροφορίες με τη βοήθεια ασύρματων επικοινωνιών.[39]
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης να επίκειται, και τις διαδηλώσεις των ανατολικογερμανών να κορυφώνονται στις 9 Νοεμβρίου του 1989, όταν και έπεσε το τείχος του Βερολίνου, το παράρτημα της Κα Γκε Μπε στη Δρέσδη, βάλθηκε να καίει νυχθημερόν έγγραφα και στοιχεία που έπρεπε να εξαφανιστούν. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο Πούτιν ήρθε αντιμέτωπος με διαδηλωτές που ευρισκόμενοι μπροστά στα γραφεία της Στάζι, έστρεψαν την προσοχή τους και στη σοβιετική υπηρεσία πληροφοριών, απειλώντας να εισέλθουν στο χώρο και να τον βανδαλίσουν. Σύμφωνα με το μύθο που έχει δημιουργηθεί, ο κατάσκοπος της Κα Γκε Μπε, με ένα πιστόλι στο χέρι, και αποφασισμένος να πυροβολήσει αν παραβίαζαν σοβιετικό έδαφος, εμπόδισε την είσοδο των διαδηλωτών στο κτίριο. Ωστόσο, αν και η πληροφορία έχει αναπαραχθεί πολλές φορές, δεν ταιριάζει στην πραγματικότητα. Η εμφάνιση μιας μικρής ομάδας οπλισμένων σοβιετικών αλεξιπτωτιστών, ήταν η αιτία που ανάγκασε τους διαδηλωτές να απομακρυνθούν και να διαλυθούν ήσυχα.[40] Σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο Πούτιν με την οικογένειά του είχαν εγκαταλείψει την Ανατολική Γερμανία (τον Οκτώβριο του 1990 επανενώθηκε με το Δυτικό τμήμα) και είχαν γυρίσει στο Λένινγκραντ. Η Κα Γκε Μπε, μετά την οριστική επιστροφή του, του πρόσφερε μια θέση στη Υπηρεσία Πληροφοριών Εξωτερικού, στη Μόσχα, θέση που απέρριψε προτιμώντας να παραμείνει στη γενέτειρα του και στους ηλικιωμένους γονείς του. Έτσι, μεταπήδησε στο καθεστώς των «ενεργών εφέδρων», γεγονός που χειροτέρευσε την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Στις αρχές του 1990 του προσφέρθηκε μια θέση μυστικού πράκτορα στην παρακολούθηση ξένων φοιτητών που σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο Αντρέι Ζντάνοφ, το πανεπιστήμιο στο οποίο σπούδασε ο Β. Πούτιν, θέση που του επέτρεπε να ασχοληθεί παράλληλα με την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής ενώ επίσημα εργαζόταν ως βοηθός του Προέδρου του Πανεπιστημίου.[39]
Στο περιβάλλον του Πανεπιστημίου ξανασυναντήθηκε με τον παλαιό καθηγητή του, Ανατόλι Σομπτσάκ, που τώρα είχε μεταπηδήσει στην πολιτική, και είχε μάλιστα ξεχωρίσει σαν ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Ο Σομπτσάκ είχε πρόσφατα διοριστεί δήμαρχος του Λένινγκραντ και έχοντας ανάγκη από ένα έμπιστο άτομο που θα φρόντιζε την προστασία του πρότεινε στον Πούτιν να εργαστεί μαζί του. Ο Πούτιν δέχτηκε και στις 20 Αυγούστου του 1991 παραιτήθηκε από την Κα Γκε Μπε έχοντας φτάσει στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη.[45]
Τον Ιούνιο του 1991, διεξήχθησαν στη Ρωσία πλέον, οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Αγία Πετρούπολη και ο Σομπτσάκ κατέκτησε τη θέση του Δημάρχου μέσω της ψήφου των πολιτών. Από την περίοδο αυτή χρονολογείται τόσο η γνωριμία του με τον Ντμίτρι Μεντβέντεφ (ο νεαρός δικηγόρος δούλευε στη νομική υπηρεσία του δήμου) όσο και αυτή με τον μετέπειτα ολιγάρχη Ανατόλι Τσουμπάις (υπεύθυνο του Δήμου για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις).[46]
Συν τω χρόνω η θέση του δίπλα στον Σομπτσάκ αναβαθμίζεται. Το φθινόπωρο του 1991 αποκτά το δικό του γραφείο με την προσωπική του γραμματέα, και ασχολείται με το εξωτερικό εμπόριο, ως πρόεδρος της επιτροπής «Διεθνών Σχέσεων» του δήμου της Αγίας Πετρούπολης. Η επιτροπή προσπαθεί να οργανώσει το πέρασμα στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ενώ η οικονομία της χώρας έχει φτάσει σε σημείο κατάρρευσης. Τον Μάρτιο του 1994 προβιβάζεται πρώτο Αντιπρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου (αναπληρωτής Δήμαρχος) ενώ εκτός από την εμπορική πολιτική του Δήμου αναλαμβάνει την εποπτεία των ΜΜΕ και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Μετά την ήττα του Ανατόλι Σομπτσάκ στις περιφερειακές εκλογές του 1996 και τη φυγή του στο εξωτερικό, ο Πούτιν αποφάσισε να εγκαταλείψει την Αγία Πετρούπολη για τη Μόσχα, όπου ήταν πιο πιθανό να βρει μια θέση αντάξια των φιλοδοξιών του και των ικανοτήτων του.
Χάρη στην εύνοια του προσωπάρχη του Κρεμλίνου, Βαλεντίν Γιουμάσεφ, που ακολούθησε την υπόδειξη του Ανατόλι Τσουμπάις, ο Πούτιν κατέλαβε το πρώτο κρατικό του αξίωμα, τον Μάρτιο του 1997. Διορίστηκε ως ένας (έβδομος) εκ των επτά αναπληρωτών - επικεφαλής του «Εκτελεστικού Γραφείου του Πρόεδρου της Ρωσίας».[47]
Τον Μάιο του 1998 προβιβάστηκε σε πρώτο (από τους επτά) αναπληρωτή του ίδιου γραφείου, ενώ δυο μήνες αργότερα (Ιούλιος 1998) διορίστηκε από τον Πρόεδρο Μπορίς Γιέλτσιν (έπειτα από υπόδειξη του τότε πανίσχυρου ολιγάρχη Μπορίς Μπερεζόφσκι),[48] διοικητής της FSB, της διαδόχου υπηρεσίας της Κα Γκε Μπε. Τον Μάρτιο του 1999 έγινε Γραμματέας Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Στις 9 Αυγούστου του 1999 ο Ρώσος Πρόεδρος ζήτησε και έλαβε την παραίτηση της κυβέρνησης του Πρωθυπουργού Σεργκέι Στεπάσιν (που είχε διοριστεί μόλις 3 μήνες πριν), και διόρισε υπηρεσιακό Πρωθυπουργό, μέχρι να επικυρώσει την εκλογή του η Κρατική Δούμα, τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Γιέλτσιν, με τηλεοπτικό διάγγελμα, απευθύνθηκε στον ρωσικό λαό, και τον ενημέρωσε για την αλλαγή Πρωθυπουργού, καθώς και για την απόφασή του να παραιτηθεί από το Προεδρικό αξίωμα στις 31 Δεκεμβρίου 1999.[49] Η Δούμα μετά την περίοδο των θερινών διακοπών, συνήλθε στην πρώτη της συνεδρίαση, στις 16 Αυγούστου. Σε αυτή τη συνεδρίαση, αν και πολλοί φοβόντουσαν ότι ο άγνωστος Πούτιν δεν θα εξασφάλιζε την αποδοχή του νομοθετικού σώματος, ωστόσο, η Δούμα με ψήφους 233 υπέρ και 84 κατά, επικύρωσε την απόφαση του Προέδρου.[50] Ο Πούτιν δίνοντας το στίγμα του, στην ομιλία που εκφώνησε ενώπιον της ρωσικής κάτω Βουλής, δήλωσε ότι οι πρώτες προτεραιότητες θα ήταν η σταθεροποίηση και ενδυνάμωση των κρατικών θεσμών, η καταπολέμηση της εγκληματικότητας και η οριστική επίλυση της κρίσης στο Νταγκεστάν.
Η σχεδόν αυτόματη εκτίναξη του Πούτιν, από απλό κυβερνητικό υπάλληλο σε ανώτατο πολιτειακό παράγοντα, είχε προβληματίσει εντόνως και τον ρωσικό λαό - που δεν ήταν ενήμερος των μυστικών διευθετήσεων - αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη. Σύμφωνα με τις μετέπειτα έρευνες αλλά και βιογραφίες του, που έχουν γραφεί, ο Πούτιν επιλέχθηκε από μια μικρή ομάδα επιχειρηματικών, οικονομικών και κυβερνητικών παραγόντων σαν η καλύτερη διάδοχη λύση στην Προεδρία της Ρωσίας, μετά την απομάκρυνση του Μπορίς Γιέλτσιν, που είχε προ-αποφασιστεί σχεδόν τρία χρόνια πριν. Το περιβάλλον του Προέδρου Γιέλτσιν γνωρίζοντας πως ούτε η υγεία ούτε τα εκλογικά ποσοστά επέτρεπαν στον Πρόεδρο να διεκδικήσει μια ακόμα θητεία, αποφάσισαν να βρουν τον κατάλληλο διάδοχο ώστε η εποχή Γιέλτσιν να τελειώσει όσο πιο ομαλά και ανώδυνα για τον Γιέλτσιν και όσους επωφελήθηκαν μαζί του. Αφού παρουσιάστηκαν τρεις ή τέσσερεις πιθανές υποψηφιότητες, η επιλογή Πούτιν, και κυρίως το γεγονός ότι ο Πούτιν υπήρξε πιστός και στα εύκολα και στα δύσκολα για τον Ανατόλι Σόμπτσακ, και ότι φαινόταν πειθαρχημένος και υπάκουος έγειραν τη ζυγαριά προ το μέρος του.[51]
Στο περιβάλλον του προέδρου Γιέλτσιν, ανέλαβαν να προωθήσουν την υποψηφιότητα Πούτιν, οι Ρώσοι ολιγάρχες και κυρίως ο Μπορίς Μπερεζόφσκι. Ο Τζωρτζ Σόρος, στο βιβλίο του "Οpen Society: The Crisis of Global Capitalism", (1998) αναφέρει ξεκάθαρα τον Μπορίς Μπερεζόφσκι ως τον άνθρωπο που δαπάνησε μια περιουσία για να προωθήσει τον Πούτιν στην εξουσία. Ο Μπερεζόφσκι, φοβούμενος την παλινόρθωση του κομμουνιστικού καθεστώτος, φόβος που μπορεί και να έβγαινε αληθινός αν πακτωλοί χρημάτων και αμερικανοί σύμβουλοι δεν βοηθούσαν τον Μπορίς Γιέλτσιν να κερδίσει τις εκλογές του 1996, πίεσε τον Γιέλτσιν να αποδεχτεί τη λύση Πούτιν και προσπάθησε με οποιοδήποτε μέσο είχε διαθέσιμο να ανοίξει το δρόμο του Πούτιν στην Προεδρία.[52]
Την ίδια άποψη, για τον κρίσιμο ρόλο του Μπερεζόφσκι στην επιλογή Πούτιν, υιοθετεί και η βιογράφος του Πούτιν Μάσα Γκέσεν που στο βιβλίο της, «Βλαντίμιρ Πούτιν: ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο», (2012), αναγνωρίζει στον Μπερεζόφσκι αλλά και σε αυτό που αποκαλεί «Οικογένεια» (το στενό περιβάλλον του Προέδρου Γιέλτσιν) την απόφαση για τη διαδοχή του Γιέλτσιν από τον Πούτιν. Η «Οικογένεια», δηλαδή η κόρη του Γιέλτσιν, Τατιάνα, ο προσωπάρχης του Γιέλτσιν (και μελλοντικός γαμπρός του), Βαλεντίν Γιουμάσεφ, ο Ανατόλι Τσουμπάις και ο Μπορίς Μπερεζόφσκι, θεώρησαν ότι ήταν αδύνατο να αφήσουν τη διαδοχή του Προέδρου Γιέλτσιν, να δρομολογηθεί ελεύθερα από τις εξελίξεις και την πολιτική ζωή της χώρας, καθώς ήταν πολύ πιθανόν ο Γιέλτσιν να βρεθεί κατηγορούμενος στο Δικαστήριο. Η έκθεση του Προέδρου Γιέλτσιν σε σκάνδαλα και υποθέσεις διαφθορά ήταν μεγάλη, και το να το εκμεταλλευτεί αυτό ο οποιοσδήποτε επίδοξος Πρόεδρος θα του εξασφάλιζε εξαιρετική δημοφιλία και άκοπη ανάρρηση στην Προεδρία. Γι΄αυτό, έπρεπε να επιλέξουν εκείνοι το πρόσωπο, που με μια κατάλληλη συμφωνία, θα διαδεχόταν τον Πρόεδρο.
Και πράγματι, με αντάλλαγμα την ασυλία του Προέδρου, παρέδωσαν τη σκυτάλη στον Πούτιν.[53]
Με τη διαδοχή του Γέλτσιν να έχει πλέον κανονιστεί, ο Πούτιν διορίστηκε υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, στις 9 Αυγούστου 1999.
Στις 16 Αυγούστου 1999 η Κρατική Δούμα της Ρωσίας ενέκρινε τον διορισμό του με 233 ψήφους υπέρ, 84 κατά και 7 αποχές,[54] ξεπερνώντας την πλειοψηφία των 226 ψήφων που απαιτούνταν. Η δημοφιλία του στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1999 δεν ξεπερνούσε το 5%, και οι περισσότεροι πίστευαν ότι θα ήταν ένας ακόμα διάττοντας αστέρας.
Οι τρομοκρατικές ενέργειες όμως που έλαβαν χώρα το πρώτο 15ήμερο του Σεπτεμβρίου, με τις βομβιστικές επιθέσεις σε κατοικίες σε αρκετές πόλεις της Ρωσίας, άλλαξε δραματικά την πορεία των γεγονότων. Συγκεκριμένα, ισχυρές εκρήξεις σε πολυκατοικίες στη Μόσχα, στο Μπουινάσκ, και στο Βολγκαντόνσκ [55] που σκότωσαν 300 πολίτες και τραυμάτισαν πάνω από 1000, βύθισαν τη χώρα στο τρόμο. Οι τρομοκρατικές αυτές ενέργειες, αποδόθηκαν σε Τσετσένους τρομοκράτες, με τους οποίους η Ρωσία βρισκόταν σε πόλεμο ήδη από το 1994. Η αποφασιστική αντίδραση του Πούτιν, με τον ανηλεή βομβαρδισμό του Γκρόζνι, κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου στη Τσετσενία, τον Οκτώβριο του 1999, εκτόξευσε τη δημοτικότητά του, στο 79%, και του άνοιξε το δρόμο για την Προεδρία της χώρας.[56]
Αμέσως μετά τα γεγονότα η Αντιπολίτευση, οι αντίπαλοι του προέδρου Γιέλτσιν, καταλόγισαν στη ρωσική υπηρεσία πληροφοριών FSB την ευθύνη για τα τρομοκρατικά χτυπήματα - ως μια απελπισμένη προσπάθεια να αυξήσουν τη δημοτικότητα του Πούτιν και να διασφαλίσουν την αποδοχή του από τον ρωσικό λαό. Την άποψη ότι το Κρεμλίνο οργάνωσε αυτή τη συνωμοσία, συμμερίστηκε, σύμφωνα με δημοσκόπηση, και το 40% των Ρώσων πολιτών, ωστόσο μέχρι σήμερα κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχτεί.[57]
Το όχημα του Πούτιν για την είσοδό του στο κοινοβουλευτικό σύστημα, ήταν το Ενωτικό Κόμμα της Ρωσίας.[58] Το κόμμα, που δημιουργήθηκε το Σεπτέμβριο του 1999 από φίλους και προσκείμενους στον Μπορίς Γιέλτσιν, συμμάχησε με τον Πούτιν, που δήλωσε την υποστήριξή του σε αυτό, εν όψει των Βουλευτικών εκλογών του Δεκεμβρίου του 1999, ενώ το κόμμα υποστήριξε την εκλογή Πούτιν στις Προεδρικές εκλογές του 2000.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1999, ο Μπορίς Γιέλτσιν ανακοινώνει με τηλεοπτικό διάγγελμα την παραίτησή του από την Προεδρία, ενώ ταυτόχρονα ορίζει ως υπηρεσιακό Πρόεδρο τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Από τα πρώτα προεδρικά διατάγματα που υπέγραψε ο νέος Πρόεδρος ήταν και το «Σχετικά με τις εγγυήσεις προς τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο οποίος έχει σταματήσει να ασκεί τις εξουσίες του, και τα μέλη της οικογένειάς του».[59] Το διάταγμα προικοδοτεί τον Γιέλτσιν με οικονομικά προνόμια (ισόβια σύνταξη) και ασυλία, ωστόσο η προνομιακή μεταχείριση δεν επεκτείνεται σε μέλη της οικογένειάς του ή του προσωπικού του.
Το διάταγμα όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς πολλοί το έκριναν αντι-συνταγματικό, καθώς το Σύνταγμα προστατεύει με ασυλία μόνο τον εν ενεργεία Πρόεδρο της χώρας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το πρώτο σε ψήφους κόμμα των βουλευτικών εκλογών του Δεκεμβρίου του 1999, κίνησε τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες για κατάργηση του διατάγματος,(ψήφισμα για επανεξέταση του διατάγματος από το Συνταγματικό Δικαστήριο). Η Κάτω Βουλή όμως, δεν επικρότησε την πρωτοβουλία και το ψήφισμα του Κ.Κ. απορρίφθηκε με 144 ψήφους υπέρ, 136 κατά και 27 αποχές.[60]
Στις 26 Μαρτίου του 2000 ο Πούτιν κερδίζει τις (πρώτες) Προεδρικές εκλογές με ποσοστό 53.4% των ψήφων έναντι 29.4% του δεύτερου υποψήφιου του Κομμουνιστικού κόμματος, Γκενάντι Ζιουγκάνοφ. Ήταν από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ιστορία της σύγχρονης Ρωσίας, αφού ήταν η πρώτη φορά, που η εναλλαγή στην εξουσία γινόταν με όρους φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή μέσω εκλογών. Ο πρώτος στόχος του Πούτιν ήταν να μπορέσει να σταθεροποιήσει τη χώρα ώστε να απομακρύνει την πιθανολογούμενη κατάρρευση. Ο στόχος αυτός εκπληρώθηκε μέσα στη διάρκεια της πρώτης θητείας του, μέσω της οικονομικής ανάκαμψης, της ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας, και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της διαφθοράς. Ωστόσο, ο στόχος εκπληρώθηκε εις βάρος του εκδημοκρατισμού, και των ατομικών ελευθεριών.[61] Άλλωστε ο ίδιος ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος δήλωσε κατόπιν ότι σε ένα κράτος τόσο μεγάλο και τόσο πολυεθνικό όσο η Ρωσία, η εξουσία πρέπει να βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια ενός ισχυρού ηγέτη, τουλάχιστον στο σημείο που βρίσκεται η ανάπτυξη της χώρα μας σήμερα.[62] Από τις πρώτες κινήσεις του, ήταν ο ενδελεχής φορολογικός έλεγχος των επιχειρηματιών που απέκτησαν πλούτη την περίοδο του Γιέλτσιν, η λεγόμενη νέα ολιγαρχία, και οι οποίοι χρησιμοποίησαν τα πλούτη τους για να ελέγξουν και να καθοδηγήσουν την πολιτική εξουσία, με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν και στην περίπτωση του Πούτιν. Όλοι οι ολιγάρχες πέρασαν από τα γραφεία των ανακριτικών υπαλλήλων, και τελικά σε 13 από αυτούς ασκήθηκαν διώξεις, για εγκλήματα φορολογικού χαρακτήρα. Όπως δήλωσε σε ομιλία του στη Δούμα ο Πούτιν, είχε σκοπό να περιορίσει την ξέφρενη δραστηριότητα του μεγάλου κεφαλαίου.[63] Ωστόσο από ότι φάνηκε μετέπειτα, οι δυο πλευρές τελικά ήρθαν σε μια συμφωνία: όσο οι ολιγάρχες θα απείχαν από την πολιτική, και κυρίως όσο θα απείχαν από την πολιτική εναντίον του Πούτιν εκείνος θα αδιαφορούσε για τις πηγές του πλούτου τους. Όταν κάποιοι ολιγάρχες και συγκεκριμένα ο Μπορίς Μπερεζόφσκι και ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι παρενέβησαν τον κανόνα, άρχισε η απηνής δίωξή τους.[64]
Η δεύτερη σημαντική πρωτοβουλία ήταν ο εκμηδενισμός της επιρροής των τοπικών αξιωματούχων. Με νόμους που υπερψήφισε η Κρατική Δούμα, πολλές αρμοδιότητες και εξουσίες που είχαν παραχωρηθεί εν λευκώ από τον Πρόεδρο Γιέλτσιν, ξαναγύρισαν στην κεντρική κυβέρνηση.[65] Στο ίδιο μήκος κύματος και η νέα διοικητική διαίρεση της Ομοσπονδίας με τη δημιουργία διαμερισμάτων που υπάρχουν αποκλειστικά και να διασφαλίζουν τον κυβερνητικό έλεγχο της δημόσιας διοίκησης, του δικαστικού σώματος και των ομοσπονδιακών οργανισμών που λειτουργούν στις περιφέρειες. Επίσης, αποκαταστάθηκε το σοβιετικό μοντέλο της εναλλαγής των ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων από το ένα μέρος της χώρας στο άλλο, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, για να αποτραπεί η απόκτηση τοπικής ισχύος που θα συνέβαλε στη διαφθορά.[66]
Ο Πούτιν κατάφερε στο τέλος σχεδόν της πρώτης τετραετίας του, και αφού η Ρωσία είχε ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες στους δύο πολέμους εναντίον των Τσετσένων αυτονομιστών[67] - να πάρει με το μέρος του ένα ιδιαίτερα σεβαστό αλλά και ισχυρό πρόσωπο της Τσετσενίας, τον Αχμάντ Καντίροφ, ο οποίος διαφοροποιήθηκε από τους φανατικούς ισλαμιστές, επιδιώκοντας να κάνει την Τσετσενία κοσμικό και όχι θεοκρατικό κράτος. Ο Καντίροφ τοποθετήθηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσετσενίας, το 2003, και η σύντομη θητεία του, δολοφονήθηκε από πολιτικούς του αντιπάλους, το 2004, χρησίμευσε σαν οδηγός για τη μετέπειτα διακυβέρνηση της περιοχής.[68]
Στις Προεδρικές εκλογές της 14ης Μαρτίου του 2004, οι Ρώσοι επιβράβευσαν την πρώτη προεδρική θητεία του, και με ένα εντυπωσιακό 71.9% την ανανέωσαν για δεύτερη φορά.[69] Τα προβλήματα και οι εντάσεις με τους Τσετσένους αυτονομιστές, επιδεινώθηκαν και η Ρωσία δέχτηκε τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2004 ένα μπαράζ τρομοκρατικών ενεργειών που συγκλόνισαν όχι μόνο τη χώρα αλλά και τη διεθνή κοινότητα. Οι επιθέσεις των Τσετσένων που πλέον χρηματοδοτούνται (και) από την Αλ Κάιντα κλιμακώνονται. Το Φεβρουάριο του 2004 σκοτώνονται μετά από βομβιστική επίθεση στο μετρό της Μόσχας, 41 άτομα, τον Μάιο σκοτώνεται ο επίλεκτος από τον Πρόεδρο Πούτιν, Πρόεδρος της Τσετσενίας, Αχμάντ Καντίροφ, στο στάδιο του Γκρόζνι, μαζί με άλλα 24 άτομα, τον Αύγουστο ανατινάζονται δυο αεροσκάφη Τουπόλεφ σκοτώνοντας 90 επιβάτες. Έξι μέρες αργότερα νέα βομβιστική επίθεση σε σταθμό του Μετρό σκοτώνει 11 άτομα, ενώ τον Σεπτέμβριο σημειώνεται το πρωτοφανές περιστατικό ομηρίας σε σχολείο στο Μπεσλάν στο οποίο σκοτώθηκαν 333 άτομα.[70]
Ως απάντηση στην έξαρση τρομοκρατικών ενεργειών, ο Πρόεδρος Πούτιν επέλεξε τη συγκέντρωση περισσότερων αρμοδιοτήτων στο πρόσωπό του (ο Πρόεδρος προτείνει τον επικεφαλής του ομοσπονδιακού υποκειμένου και τα νομοθετικά σώματα των ομοσπονδιακών υποκειμένου παραδέχονται ή απορρίπτουν την εκλογή [71]), άλλαξε το θεσμικό πλαίσιο εκλογής βουλευτών (κατάργηση εκλογής βουλευτών από μονοεδρικές περιφέρειες[72]), νομιμοποίησε τη χρήση στρατιωτικών μονάδων στις αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις καθώς και τη συμμετοχή του στρατού στην πρόληψη και την καταστολή τρομοκρατικών ενεργειών τόσο εντός όσο και εκτός της Ρωσίας.[73]
Παράλληλα, δόθηκε έμφαση στην κοινωνική πολιτική με την εκπόνηση και λειτουργία των λεγόμενων «Εθνικών Έργων Προτεραιότητας» σε τρεις τομείς αρχικά (Υγειονομική περίθαλψη, δημόσια εκπαίδευση, στέγαση) και σε ακόμα δύο (γεωργία, κτηνοτροφία) κατόπιν. Με τα προγράμματα αυτά, επιδιώχθηκε αύξηση του επιπέδου της γενικής και ειδικής περίθαλψης με βελτίωση της εκπαίδευσης των γιατρών και άλλων επαγγελματιών του ιατρικού κλάδου, η αναβάθμιση και αύξηση του αριθμού των τεχνικών μέσων, η δημιουργία νέων νοσοκομείων και κλινικών που μπορούν να παρέχουν υψηλής ποιότητας εξειδικευμένη περίθαλψη και η απόκτηση εξοπλισμού τελευταίας τεχνολογίας. Στην εκπαίδευση επιδιώχθηκε η διάδοση των πιο σύγχρονων εκπαιδευτικών πρακτικών, η συνεργασία πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών θ με τον επιχειρηματικό τομέα, η δημιουργία σχολών διοίκησης επιχειρήσεων, και η ενίσχυση των υφιστάμενων πανεπιστημίων και κολεγίων. Στη στέγαση επιδιώχθηκε η αύξηση της κατασκευής κατοικιών με χρήση της δυνατότητας αγοράς νεόδμητων κατοικιών μέσω στεγαστικών δανείων, επιδοτήσεων και κρατικών εγγυήσεων. Επίσης, αυξήθηκαν οι δαπάνες για τη βελτίωση των δημοτικών υποδομών, η δημιουργία κοινωνικών κατοικιών για ειδικές ομάδες του πληθυσμού, όπως το στρατιωτικό προσωπικό, εργαζόμενοι που επιστρέφουν από τις θέσεις εργασίας στις βόρειες περιοχές, νέες οικογένειες και ανάπηροι. Με το δεύτερο πρόγραμμα «Εθνικά έργα προτεραιότητας» δόθηκε έμφαση στην ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας μέσω κρατικών επιδοτήσεων σε νέους αγρότες, για αγορά ζωικού κεφαλαίου, για αγορά μηχανημάτων και εξοπλισμού, για ανάπτυξη της μικρής γεωργίας, κ.α.[74] Ως αποτέλεσμα αυτών αλλά και άλλων πολιτικών, από το 1999 ως το 2008 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε αυξηθεί κατά 94%.[75]
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης προεδρικής θητείας του, άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες αντιθέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας, και κυρίως, η αμφισβήτηση από τον Πρόεδρο Πούτιν, της παγκόσμιας ισχύος των ΗΠΑ. Η αρχή έγινε το 2002 όταν οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν μονομερώς από τη Συνθήκη για την απαγόρευση των αντιβαλλιστικών πυραύλων (ABM) προκειμένου να προχωρήσουν στην κατασκευή ενός αντιπυραυλικού συστήματος άμυνας.[76] Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, στην οποία εναντιώθηκε σθεναρά η Ρωσία, και η ενθάρρυνση από τις ΗΠΑ της κατάργησης φιλορωσικών καθεστώτων (Επανάσταση των Ρόδων της Γεωργίας το 2003, και Πορτοκαλί Επανάσταση στην Ουκρανία το 2004)[77], συμπεριλήφθηκαν στην πολεμική του Πούτιν, εναντίον των ΗΠΑ.
Τον Φεβρουάριο του 2007 στη βαρυσήμαντη ομιλία του στη 43η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια ο Πούτιν επέκρινε την Αμερική για το γεγονός ότι καταφεύγει στη σχεδόν απεριόριστη προσφυγή στην πολεμική βία, σέρνοντας την ανθρωπότητα σε μία άβυσσο αέναων συγκρούσεων, αλλά και για το γεγονός ότι επιδιώκουν την ύπαρξη μονοπολικού κόσμου. Αυτή η δήλωση αποτελεί ένα πρώτο παράδειγμα της κριτικής του Πούτιν προς την Αμερική, ενώ την επέκρινε και για την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολή.[78] Στις 14 Ιουλίου 2007 η Ρωσία αποφάσισε να αναστείλει τη συμμετοχή της στη «Συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη» (CFE),[79][80] και να αναστείλει και τη διαδικασία επικύρωσης για την «Προσαρμογή της Συνθήκης για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη», κίνηση που επικρίθηκε από τις χώρες του ΝΑΤΟ. Η Ρωσία πάντως συνέχισε να συμμετέχει στη συμβουλευτική ομάδα για τη συμφωνία επειδή πίστευε ότι ο διάλογος μπορούσε να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό, νέο σύστημα ελέγχου των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη.[81]
Το σύνταγμα της Ρωσίας δεν επέτρεπε ως το 2020 στον πρόεδρο να διεκδικήσει τρίτη συναπτή θητεία. Έτσι στις 8 Μάϊου 2008 ο Πούτιν έγινε πρωθυπουργός της Ρωσίας ανταλλάζοντας τη θέση του προέδρου με τον πρώτο αναπληρωτή πρωθυπουργό του Ντμίτρι Μεντβέντεφ.[82]
Ο Πούτιν έχει δηλώσει ότι η αντιμετώπιση των συνεπειών της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 ήταν ένα από τα δύο κύρια κατορθώματα της πρωθυπουργίας του.[83] Το άλλο κατόρθωμα ήταν η σταθεροποίηση του πληθυσμού και η επιστροφή του σε ανοδικές τάσεις μετά από σχεδόν 20 χρόνια.[83]
Στο συνέδριο του κόμματος Ενωμένη Ρωσία στη Μόσχα στις 24 Σεπτεμβρίου 2011, ο Μεντβέντεφ πρότεινε επίσημα στον Πούτιν το χρίσμα του κόμματος για να συμμετάσχει στις εκλογές του 2012, μια πρόταση που έγινε αποδεκτή από τον Πούτιν. Δεδομένης της σχεδόν πλήρους κυριαρχίας του κόμματος στη ρωσική πολιτική σκηνή, πολλοί παρατηρητές πίστευαν ότι ήταν βέβαιο ότι ο Πούτιν θα εκλεγεί για τρίτη θητεία ως πρόεδρος. Κατά τη διάρκεια της πρότασης, επίσης θεωρήθηκε ότι ο Μεντβέντεφ σχεδίαζε να θέσει υποψηφιότητα για τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2011 ώστε να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας μετά το τέλος της θητείας του το 2012.[84]
Μετά τις βουλευτικές εκλογές που έλαβαν χώρα στις 4 Δεκεμβρίου 2011, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές συμμετείχαν στις διαδηλώσεις κατά της νοθείας. Αυτές είναι οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις που αντιμετώπισε ως τότε η κυβέρνηση Πούτιν. Οι διαδηλωτές ζήτησαν την ακύρωση των εκλογών και την παραίτηση της κυβέρνησης.[85] Αυτές οι διαδηλώσεις οδήγησαν σε ανησυχίες περί του ξεσπάσματος μιας έγχρωμης επανάστασης στη Ρωσία.[86] Έχει υποστηριχθεί ότι από το 2005 έως το 2012 έχουν σχηματιστεί από τον Πούτιν και την Ενωμένη Ρωσία μια σειρά από παραστρατιωτικές οργανώσεις πιστές στον ίδιο και το κόμμα.[87] Στις προεδρικές εκλογές του 2012, κέρδισε ποσοστό άνω του 60% και ορκίστηκε ξανά στο ύπατο αξίωμα της χώρας.
Στο συνέδριο του κόμματος Ενωμένη Ρωσία στη Μόσχα στις 24 Σεπτεμβρίου 2011, ο Μεντβέντεφ πρότεινε επίσημα στον Πούτιν το χρίσμα του κόμματος για να συμμετάσχει στις εκλογές του 2012, μια πρόταση που έγινε αποδεκτή από τον Πούτιν. Οι δύο άνδρες είχαν συμφωνήσει στην τρίτη υποψηφιότητα του Πούτιν στις εκλογές του 2012.[88]
Στις προεδρικές εκλογές του 2012, κέρδισε ποσοστό άνω του 60% και ορκίστηκε ξανά στο ύπατο αξίωμα της χώρας, αν και υπήρχαν αρκετές καταγγελίες για νοθεία.[89][90][91] Η αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση για νοθεία.[92][93] Ενώ η κυβέρνηση έκανε προσπάθειες να κάνει πιο διαφανή την εκλογική διαδικασία, τοποθετώντας κάμερες σε εκλογικούς σταθμούς, η ρωσική αντιπολίτευση και παρατηρητές από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη επέκριναν τη κυβέρνηση για νοθεία.[94] Το ρωσικό κομμουνιστικό κόμμα επέκρινε την αντιμετώπιση των κομμάτων από τα ΜΜΕ, κατηγορώντας τα ότι εργάστηκαν αποκλειστικά για τον Πούτιν.[95]
Στις μέρες πριν και αμέσως μετά την εκλογή του Πούτιν έλαβαν χώρα διαμαρτυρίες κατά του Πούτιν. Η πιο γνωστή διαμαρτυρία ήταν αυτή της αντιπολιτευόμενης ομάδας Pussy Riot στις 21 Φεβρουαρίου και η δίκη των μελών της.[96] Στις 6 Μαίου συμμετείχαν 8 με 20 χιλιάδες άτομα σε μια διαδήλωση στη Μόσχα,[97][98] όπου ογδόντα άτομα τραυματίστηκαν,[99] ενώ 450 συνελήφθησαν την ίδια μέρα και 120 την επομένη.[100] Την ίδια μέρα έλαβε χώρα μια αντιδιαδήλωση 130.000 συμμετεχόντων στο στάδιο Λουζνικί.[101] Μερικοί συμμετέχοντες δήλωσαν ότι υποχρεώθηκαν από τους εργοδότες τους να πάνε, άλλοι ότι πληρώθηκαν για να πάνε και ότι άλλοι παραπλανήθηκαν καθώς πίστευαν ότι θα πήγαιναν σε φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής.[102][103][104] Είναι το μεγαλύτερο συλλαλητήριο υπέρ του Πούτιν στην ιστορία.[105]
Ο Πούτιν ορκίστηκε πρόεδρος για τρίτη φορά στις 7 Μαίου 2012.[106] Στην πρώτη μέρα της προεδρίας του ο Πούτιν δημοσίευσε 14 διατάγματα. Ένα αφορούσε τους στόχους για την ρωσική οικονομία. Άλλα διατάγματα αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ των εθνών της Ρωσίας, την εκπαίδευση, τη στέγαση, την άμυνα, τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση.[107]
Το 2012 με 2013 η κυβέρνηση αυστηροποίησε τους νόμους για τους ΛΟΑΤ, ψηφίζοντας τον λεγόμενο νόμο "κατά της προπαγάνδας των ΛΟΑΤ",[108][109] τη σημαία των ΛΟΑΤ, σύμφωνα και βιβλία για τους ΛΟΑΤ με ψήφισμα στην Κρατική Δούμα το 2013.[110][111] Ο Πούτιν ισχυρίστηκε ότι ο νόμος ήταν στη πραγματικότητα μια "απαγόρευση στην προπαγάνδα υπέρ της παιδοφιλίας και της ομοφυλοφιλίας" και αρνήθηκε ότι υπήρχε κάποια μορφή διάκρισης εναντίον των ομοφυλοφίλων λόγω της ιδεολογίας τους.[112]
Τον Ιούνιο του 2013 ο Πούτιν συμμετείχε σε μια συγκέντρωση που διοργάνωσε το Παρρωσικό Λαϊκό Μέτωπο, η οποία μεταδόθηκε στην κρατική τηλεόραση,[113] και εξελέγη ηγέτης του. Το 2011 ιδρύθηκε αυτή η οργάνωση.[114] Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του BBC στη Μόσχα Στιβ Ρόζενμπεργκ, το κίνημα έχει στόχο να φέρει το Κρεμλίνο πιο κοντά στο λαό και να αντικαταστήσει αν χρειαστεί το κόμμα Ενωμένη Ρωσία, του οποίου η δημοτικότητα μειώνεται και στηρίζει τον Πούτιν.[115]
Η Ρωσία του 2012 κρίνεται πάντως διαφορετική από αυτή που υπήρχε το 2000. Ορισμένα τμήματα της κοινωνίας είχαν πλέον αποξενωθεί από τη συντηρητική στροφή που είχε λάβει χώρα τα προηγούμενα χρόνια στην κεντρική πολιτική.
Τον Νοέμβριο του 2013 η Ουκρανία απορρίπτει τη συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι υποστηρικτές της συμφωνίας αρχίζουν διαμαρτυρίες στην Πλατεία Ανεξαρτησίας. Τον Φεβρουάριο του 2014 ο Βίκτορ Γιανούκοβιτς χάνει την εξουσία και εξορίζεται στη Ρωσία, η οποία τον είχε στηρίξει διπλωματικά και πολιτικά. Μετά η Ουκρανία έκανε μια φιλοαμερικανική στροφή και οι σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας επιδεινώθηκαν πολύ. Η Ρωσία παράλληλα, με στόχο να διατηρήσει τις θέσεις της στην Ουκρανία, υποκινεί εξέγερση στο Ντονμπάς και λαμβάνει δημοψήφισμα στη Κριμαία για ένταξη στη Ρωσία, με την υποκίνηση του ρωσικού κράτους, με αποτέλεσμα η Κριμαία να γίνει στις 18 Μαρτίου 2014 έδαφος ντε φάκτο της Ρωσίας.[116] Μέχρι το 2022, υπήρχε ένα κλίμα παγωμένης σύγκρουσης στην Κριμαία[117] και συγκρούσεις στο Ντονμπάς. Η Δύση πάντως απέτρεψε να συγκρατήσει τον Πούτιν από μια εισβολή στην Ουκρανία. Βασικός λόγος που η Ουκρανία είναι τόσο σημαντική για τη Ρωσία είναι η θέση της, η οικονομική της δυναμικότητα αλλά και το γεγονός ότι ήταν περιοχή τεράστιας σημασίας για την ανάδειξη της Ρωσίας σε μεγάλη δύναμη στον 17ο και 18ο αιώνα.
Το 2014 άρχισε όμως μια στασιμότητα στη ρωσική οικονομία, σαν αποτέλεσμα των κυρώσεων για την κρίση της Κριμαίας και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου. Πάντως, η Ρωσία κατάφερε να σταθεροποιήσει την οικονομία χωρίς μεγάλες οικονομικές απώλειες. Γενικότερα, βασικός λόγος που ο Πούτιν έχει μετατραπεί σε πιο εθνικιστή πολιτικό είναι ο φόβος ότι μια έγχρωμη επανάσταση μπορεί να μεταδοθεί και στη Ρωσία.[117] Το 2014 το νόμισμα έχασε σημαντικό μέρος της αξίας του, ενώ η ρωσική οικονομική κρίση επηρέασε και τις οικονομίες των γύρω σοβιετικών δημοκρατιών.[118] Πάντως, το διαθέσιμο εισόδημα έχει επηρεαστεί[119] ενώ παρόλο που η οικονομία είναι προσαρμοσμένη στις κυρώσεις, αδυνατεί πλέον να καταγράψει υψηλό ρυθμό ανάπτυξης.[120]
Ο ευρασιατισμός, μια ιδεολογία κατά την οποία η Ρωσία αποτελεί όχι μέρος της Ευρώπης αλλά της Ευρασίας και οφείλει να παίξει πρωτεύοντα ρόλο σε αυτή, αποτελεί μέρος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Σημαντικότερη προσπάθεια εφαρμογής της προσπάθειας του ευρασιατισμού είναι η Ευρασιατική Ένωση μεταξύ της Ρωσίας, της Λευκορωσίας, της Αρμενίας, του Καζακστάν και της Κιργιζίας από το 2015.[121] Είναι μια τελωνειακή και οικονομική ένωση των πέντε χωρών, ενώ έχει επίσης κυβερνητικό συμβούλιο και δικαστήριο αλλά και κοινές συνεδριάσεις των ηγετών της, σαν την Ε.Ε. Οι βάσεις τέθηκαν το 1995, μεταξύ Ρωσίας, Λευκορωσίας και Καζακστάν, αλλά λόγω των φυγόκεντρων τάσεων, δεν ευόδωσε. Η Συνθήκη Τελωνειακής Ένωσης και Ενιαίου Οικονομικού Χώρου υπεγράφη από τους προέδρους Ρωσίας, Λευκορωσίας, Κιργιζίας, Καζακστάν και Τατζικιστάν τον Φεβρουάριο του 1999, ενώ τον Μάιο του 2000 στην Αστανά του Καζακστάν υπεγράφη η συνθήκη ίδρυσης Οικονομικής Κοινότητας. Το Δεκέμβριο του 2009 ο Πούτιν, μαζί με τους προέδρους της Λευκορωσίας και του Καζακστάν υπέγραψε κοινό ανακοινωθέν ίδρυσης τελωνειακής ένωσης η οποία συστάθηκε το 2011, αποτελώντας μέρος των προσπαθειών του Πούτιν να θεσπίσει ένα γεωπολιτικό μηχανισμό αντάξιο της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, αποτελώντας ένα χρήσιμο μηχανισμό για τη Ρωσία ώστε να δει ποιες χώρες έχουν παραμείνει υπέρ της.[122]
Το 2015 η ρωσική επέμβαση στη Συρία οδήγησε στην αποκατάσταση του κυβερνητικού ελέγχου σε αρκετά τμήματα της χώρας, διατηρώντας για τη Ρωσία το ρόλο μεγάλης δύναμης.[123] Πάντως, ο ΟΗΕ έχει κατηγορήσει τη Ρωσία για εγκλήματα πολέμου στη Συρία.[124] Η Συρία επί δυναστείας Άσαντ διατηρούσε φιλικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ και ο Πούτιν έχει στηρίξει τον Άσαντ σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο. Το 2015 η Ρωσία ανακοίνωσε τη λειτουργία της επενδυτικής τράπεζας των BRICS όπου θα συνεισφέρει περίπου το 15% του κεφαλαίου της.[125]
Τον Ιανουάριο του 2017 οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ανακοίνωσαν πως ήταν σε μεγάλο βαθμό βέβαιες ότι η Ρωσία είχε παρέμβει στις εκλογές υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, με την ηλεκτρονική αλληλογραφία του Δημοκρατικού Κόμματος να διαρρέει, επηρεάζοντας την υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον. Τον Σεπτέμβριο του 2019 οι αμερικανικές αρχές ήταν πλέον σίγουρες για αυτό. Στην αποκάλυψη συνέβαλε ένας πληροφοριοδότης, ο οποίος εργαζόταν για την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών και είχε πρόσβαση στο Κρεμλίνο καθώς ήταν αξιωματούχος με σχετικά υψηλή θέση, και κοντά στον Πούτιν. Αυτό το ανέφεραν πρώτοι οι Νιου Γιορκ Τάιμς τον Ιούλιο του 2018.[126][127]
Ο Πούτιν αργότερα τον Ιούνιο του 2017 ότι κάτι τέτοιο είναι δυνητικά πιθανό με υπεύθυνους πατριώτες Ρώσους χάκερ, όπως είπε ο ίδιος,[128] ενώ σε μια άλλη περίπτωση υποστήριξε ότι όχι "Ρώσοι, αλλά Ουκρανοί, Τάταροι ή Εβραίοι" με ρωσική ιθαγένεια είναι οι υπεύθυνοι.[129] Ο Πούτιν συνέχισε τις προσπάθειες παρέμβασης το 2020 στις εκλογές του έτους.[130] Η Ρωσία έχει κατηγορήσει τις ΗΠΑ για παρέμβαση σε δικές τις εκλογές[131] και ο ίδιος ο Πούτιν έχουν αρνηθεί παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές ή γενικότερα τις εκλογές κάποιας άλλης χώρας.[132]
Το 2017 η Ρωσία επέστρεψε σε ρυθμούς ανάπτυξης, σε ποσοστό ανάπτυξης 1.5%, χαμηλότερο μεν από τους κυβερνητικούς στόχους. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει ζητήσει τη βοήθεια οικονομολόγων για να μεταρρυθμιστεί η δομή της ρωσικής οικονομίας και να επιστρέψει σε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.[133]
Έξι χρόνια μετά, ο Πούτιν κέρδισε και τις προεδρικές εκλογές του 2018 λαμβάνοντας άνω του 76% των ψήφων.[134] Στις 7 Μαΐου 2018 ορκίστηκε για 4η θητεία.[135]
Την ίδια ημέρα έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ντμίτρι Μεντβέντεφ.[136] Στις 15 Μαΐου 2018 ο Πούτιν οδήγησε ένα φορτηγό στο κομβόι που διέσχισε τη Γέφυρα της Κριμαίας για τα εγκαίνια της.[137] Στις 18 Μαΐου ο Πούτιν υπέγραψε διατάγματα.[138] Στις 25 Μαΐου δήλωσε ότι δεν θα κατέβει υποψήφιος στις εκλογές του 2024 σύμφωνα με το σύνταγμα.[139] Στις 14 Ιουνίου κήρυξε την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2018 στη Ρωσία.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 κατηγορήθηκε για το γεγονός ότι η κυβέρνηση χειραγώγησε τα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών αφαιρώντας τους υποψηφίους της αντιπολίτευσης. Η πράξη αυτή είχε στόχο να βοηθήσει στη νίκη του κυβερνώντος κόμματος στις τοπικές εκλογές, οδηγώντας σε διαδηλώσεις για τη δημοκρατία, συλλήψεις και αστυνομική βία.[140]
Στις 15 Ιανουαρίου 2020 ο Πούτιν πρότεινε τον επικεφαλή της Ομοσπονδιακής Φορολογικής Υπηρεσίας Μιχαήλ Μισούστιν για τη θέση του πρωθυπουργού της Ρωσίας. Την επομένη η Ρωσική Δούμα επιβεβαίωσε τον διορισμό του,[141][142] και διορίστηκε πρωθυπουργός την ίδια ημέρα με διάταγμα του Πούτιν.[143] Η εκλογή του Μισούστιν πέρασε χωρίς καμία ψήφο κατά. Στις 21 Ιανουαρίου 2020 ο Μισούστιν παρουσίασε στον Πούτιν την πρόταση για το υπουργικό συμβούλιό του, η οποία διορίστηκε την ίδια μέρα.[144][145][146]
Στις 15 Μαρτίου 2020 ο Πούτιν διόρισε τον δήμαρχο Σεργκέι Σομπιάνιν της Μόσχας για να διευθύνει την επιτροπή καταπολέμησης του κορονοϊού.[147] Στις 25 Μαρτίου ανακοίνωσε την αναβολή του δημοψηφίσματος της 22ης Απριλίου.[148] Ανακοίνωσε επίσης ότι η ερχόμενη εβδομάδα θα ήταν μια άδεια μετ' αποδοχών σε όλη η Ρωσία.[149][150] Ανακοινώθηκαν επίσης μέτρα στήριξης της οικονομίας, της κοινωνίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.[151] Παράλληλα για τις μικρομεσαίες και μικρές επιχειρήσεις ανακοινώθηκαν μέτρα στήριξης και πάγωμα ορισμένων υποχρεώσεων για έξι μήνες.[152][153]
Στις 19 Μαρτίου 2019 ο πρόεδρος του Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ παραιτήθηκε διατηρώντας την προεδρία του συμβουλίου ασφαλείας και μια σημαντική επιρροή στα πολιτικά πράγματα. Κάποιοι αναλυτές υπέθεσαν ότι ο Πούτιν θα μπορούσε να ακολουθήσει την ίδια πορεία.[154] Τον Ιούνιο του 2020 έλαβε χώρα το ρωσικό συνταγματικό δημοψήφισμα το οποίο εγκρίθηκε με ποσοστό άνω του 70%. Η ρωσική κυβέρνηση δεσμεύτηκε για περισσότερη ευημερία και ανάπτυξη με την έγκριση της συνταγματικής αναθεώρησης, ενώ με αυτές ο Πούτιν θα μπορεί να είναι πρόεδρος αν το επιθυμεί ως το 2036, ενώ μετά οι προεδρικές θητείες θα είναι δύο. Παράλληλα θα εξασφαλίσει θέση στην Άνω Βουλή μετά την αποχώρηση του από την προεδρία, εξασφαλίζοντας του ακαταδίωκτο. Τέλος, το δημοψήφισμα εξασφαλίζει ακόμη περισσότερες εξουσίες και ευχέρεια κινήσεων για τον Πούτιν.[155] Οι αντιπολιτευόμενοι ακτιβιστές επικρίνουν πάντως τη κυβέρνηση ότι διευκολύνει την παραποίηση της λαϊκής βούλησης[156], ότι αρκετές ψήφοι είναι προϊόν παραποίησης (22 εκατομμύρια, συγκεκριμένα, κατά τις καταγγελίες), ενώ υπάρχουν καταγγελίες ότι άτομα υποχρεώθηκαν να ψηφίσουν, ότι δόθηκαν κίνητρα για να ψηφίσουν [157][158] και ότι τα κρατικά ΜΜΕ αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό τις κριτικές κατά της μεταρρύθμισης (π.χ. δύο νέες θητείες για τον Πούτιν, και δυνατότητα του προέδρου να διορίζει ο ίδιος τους δικαστές του ανώτατου δικαστηρίου) δίνοντας έμφαση στη προστασία της ρωσικής γλώσσας, την κληρονομιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την προστασία των συντάξεων μεταξύ άλλων πατριωτικών, όπως θεωρούνται, στοιχείων του νόμου.
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022 τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν το διάγγελμα του Πούτιν με το οποίο ενέκρινε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία στη Ρωσία είναι γνωστή σαν «ειδική στρατιωτική επιχείρηση».[159] Τρεις μέρες νωρίτερα ο Πούτιν είχε υπογράψει διάταγμα αναγνώρισης των λαϊκών δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ.[160] Ρώσοι αξιωματούχοι είχαν αρνηθεί την ύπαρξη σχεδίου εισβολής έως και αμέσως πριν από αυτή.[161] Η εισβολή καταδικάστηκε δριμύτατα από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας.[162] Η ύπαρξη νεοναζί στην Ουκρανία, τα εγκλήματα κατά της ρωσικής μειονότητας και η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς[163] συγκαταλέγονται στις αφορμές που προέβαλε ο Πούτιν για την έναρξη της εισβολής. Ο Πούτιν είχε αμφισβητήσει και παλαιότερα την κρατική υπόσταση της Ουκρανίας.[164] Η Δύση συμμάχησε με την Ουκρανία, παρέχοντας της οπλισμό, οικονομική και πολιτιστική υποστήριξη, και επιβάλλοντας κυρώσεις στη Ρωσία. Παράλληλα εκατοντάδες ξένες επιχειρήσεις έχουν αποχωρήσει από τη Ρωσία, αν και κάποιες έχουν συνεχίσει τις δραστηριότητες τους. Οι κυρώσεις που επιβλήθησαν στη Ρωσία ήταν μεγαλύτερες σε έκταση από αυτές που επιβλήθηκαν στη Ρωσία το 2014 για την προσάρτηση της Κριμαίας, οδηγώντας σε μια αρχική υποτίμηση για το ρούβλι που ανέκαμψε στη συνέχεια. Η ρωσική οικονομία έχει καταφέρει προς το παρόν να αντέξει.[165] Σήμερα ο πόλεμος έχει αφήσει χιλιάδες νεκρούς στρατιώτες για τις δύο πλευρές και χιλιάδες θανάτους. Η Ουκρανία έχει καταγράψει ύφεση 45%, ενώ η Ρωσία έχει αποκοπεί σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή αγορά και τις χρηματαγορές. Η εισβολή έχει επηρεάσει σημαντικά την παγκόσμια οικονομία μειώνοντας τον ρυθμό της παγκόσμιας ανάπτυξης, ενώ εκατομμύρια άτομα έχουν οδηγηθεί στην ακραία φτώχεια λόγω της εισβολής καθώς έχει επηρεάσει τις τιμές της ενέργειας και των περισσότερων προϊόντων. Ο πόλεμος έχει οδηγήσει στην απώλεια του ελέγχου τμημάτων του Ντονμπάς, αλλά και τμημάτων της περιφέρειας Χερσώνας, Ζαπορίζιας και Χαρκόβου για την Ουκρανία. Το κόστος της εισβολής για τη Ρωσία είναι ιδιαίτερα σημαντικό από πολλές πλευρές, με τη Σουηδία και τη Φινλανδία (η οποία συνορεύει με τη Ρωσία) να κινούνται για την ένταξη τους στο ΝΑΤΟ[166]. Παράλληλα, στην Ελλάδα σταμάτησε η συνεργασία με ρωσικούς πολιτιστικούς οργανισμούς και οι σχέσεις της Ρωσίας με πολλές χώρες έχουν επιδεινωθεί.[167]
Ο Πούτιν είναι υποστηρικτής της άποψης ότι η Ρωσία πρέπει να είναι μεγάλη δύναμη. Έχει χαρακτηρίσει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ως τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα,[168] και είναι υποστηρικτής του ευρασιανισμού, δηλαδή ότι η Ρωσία πρέπει να διατελέσει ηγετικό ρόλο στην Ευρασία.
Στις 28 Ιουλίου 1983, ο Πούτιν παντρεύτηκε τη Λιουντμίλα Σκρέμπνιεβα και έζησαν μαζί στην Ανατολική Γερμανία από το 1985 έως το 1990. Έχουν δύο κόρες, τη Μαρία Βοροντσόβα, η οποία γεννήθηκε στις 28 Απριλίου 1985 στο Λένινγκραντ (τώρα Αγία Πετρούπολη) και την Κατερίνα Τίχονοβα, η οποία γεννήθηκε στις 31 Αυγούστου 1986 στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας. Ο Πούτιν έχει δύο εγγόνια.[169], έναν εγγονό από την πρώτη του κόρη και σύμφωνα με κάποια ανεπιβεβαίωτα δημοσιεύματα, μια εγγονή από τη δεύτερη κόρη του[170].
Στις 6 Ιουνίου 2013, ο Πούτιν και η Λιουντμίλα ανακοίνωσαν το τέλος του γάμου τους. Την 1η Απριλίου 2014, το Κρεμλίνο επιβεβαίωσε ότι το διαζύγιο είχε οριστικοποιηθεί.[171] Μετά τον χωρισμό του, σύμφωνα με συνεχόμενες πληροφορίες των ΜΜΕ, δημιούργησε δεσμό με την Αλίνα Καμπάγιεβα. Τα δυτικά μέσα δημοσιεύουν κατά καιρούς εικασίες ως προς τη σχέση του με την Καμπάγιεβα, ενώ δεν έχει επιβεβαιωθεί από καμία επίσημη πηγή.[172]
Ανεπίσημες πηγές κάνουν λόγο κατά καιρούς για ύπαρξη εξώγαμων παιδιών. Ως μητέρες των παιδιών έχουν αναφερθεί η Σβετλάνα Κριβονόγκιχ[173][174] και η Αλίνα Καμπάγιεβα.[175] Μάλιστα, η εφημερίδα Μοσκόβσκι Κορρεσποντέντ ισχυρίστηκε ότι προετοιμαζόταν ο γάμος Πούτιν - Καμπάγιεβα.[176]
Ο ξάδερφός του, Ίγκορ Πούτιν, ήταν διευθυντής στη Master Bank με έδρα τη Μόσχα. Έχει κατηγορηθεί για διάφορα σκάνδαλα ξεπλύματος χρημάτων.[177]
Τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν κατά τις βουλευτικές εκλογές του 2007 δηλώνουν ότι ο Πούτιν έχει περίπου 280.000 δολάρια (3.7 εκατομμύρια ρούβλια με την τότε ισοτιμία) σε τραπεζικούς λογαριασμούς, διαμέρισμα 77.4 τ.μ. στην Αγία Πετρούπολη και άλλες ιδιοκτησίες.[178] Ενώ το 2006 ο Πούτιν είχε περίπου 152.000 δολάρια εισόδημα, δηλαδή περίπου 2 εκατομμύρια ρούβλια. Το 2012, ο Πούτιν ανέφερε εισόδημα 3.6 εκατομμυρίων ρουβλίων (περίπου 270.000 δολάρια).[179][180]
Σύμφωνα με Ρώσους πολιτικούς και δημοσιογράφους της αντιπολίτευσης,[181][182] ο Πούτιν έχει μια περιουσία δισεκατομμυρίων την οποία έχει αποκτήσει με συμμετοχές σε διάφορες ρωσικές εταιρείες.[183][184] Σύμφωνα με ένα άρθρο στην Washington Post, ο Πούτιν κατέχει ντε φάκτο ένα αριθμό αεροσκαφών, κάτι το οποίο δεν υποστηρίζεται από τη ρωσική κυβέρνηση.[185] Ένας δημοσιογράφος του RIA Novosti υποστήριξε ότι «οι [δυτικές] υπηρεσίες πληροφοριών... δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα» για να στηρίξουν αυτές τις εικασίες, που έχουν προωθηθεί κυρίως σε δυτικά μέσα. Αυτοί οι αντιφατικοί ισχυρισμοί αναλύθηκαν από το Polygraph.info,[186] που εξέτασε τα αντεπιχειρήματα των ρωσικών ΜΜΕ, και τις εκτιμήσεις του Άντερς Ώσλουντ (100 με 160 δισεκατομμύρια δολάρια), του Στανισλάβ Μπελκόφσκι (περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια, όπως και η εκτίμηση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών για το 2007). Η ιστοσελίδα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες του Ρώσου δημοσιογράφου είναι παραπλανητικές, σύμφωνα με τα διαθέσιμα έγγραφα.
Τον Απρίλιο του 2016, 11 εκατομμύρια έγγραφα που ανήκαν στη δικηγορική εταιρεία του Παναμά Mossack Fonseca διέρρευσαν στη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung και στη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων με έδρα την Ουάσινγκτον. Το όνομα του Πούτιν δεν εμφανίζεται σε κανένα από τα έγγραφα και ο Πούτιν αρνήθηκε την εμπλοκή του με την εταιρεία.[187] Ωστόσο, διάφορα μέσα ενημέρωσης αναφέρουν τρεις συνεργάτες του Πούτιν στον κατάλογο.[188] Σύμφωνα με τη διαρροή των Panama Papers, έμπιστοι συνεργάτες του Πούτιν έχουν υπεράκτιες εταιρείες οι οποίες συνολικά αξίζουν 2 δισεκατομμύρια δολάρια.[189] Η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung θεωρεί εύλογη την πιθανότητα αυτά τα χρήματα να έχουν ωφελήσει οικονομικά την οικογένεια του Πούτιν.[190][191]
Σύμφωνα με την εφημερίδα, τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια είχαν τοποθετηθεί σε τράπεζες και επιχειρήσεις-βιτρίνες, από στενούς συνεργάτες του Πούτιν όπως οι Αρκάντι και Μπορίς Ροτενμπέργκ. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «ο Πούτιν έχει δείξει ότι είναι πρόθυμος να λάβει επιθετικά μέτρα για να διατηρήσει τη μυστικότητα [αυτών των πραγμάτων] και να προστατεύσει [τέτοια] κοινά περιουσιακά στοιχεία».[192][193]
Ο Σεργκέι Ρολντούγκιν, φίλος του Πούτιν, έχει εμπλακεί σημαντικά στη μεταφορά αυτού του ποσού. Αν και ο ίδιος έχει δηλώσει ότι είναι μουσικός και όχι επιχειρηματίας, έχει συγκεντρώσει σημαντική περιουσία. Έχει προταθεί ότι ο Ρόλντουγκιν ανέλαβε να μεταφέρει τα χρήματα λόγω του χαμηλού προφίλ του.[188] Παράλληλα, αντιπολιτευόμενες και δυτικές πηγές υποστηρίζουν ότι πραγματικός ιδιοκτήτης των περιουσιακών στοιχείων είναι ο Πούτιν.[194][195] Ο Γκάρι Κασπάροφ ισχυρίζεται ότι ο Πούτιν ελέγχει περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο στην ιστορία.[196]
Λίγο μετά την επιστροφή του Πούτιν στο Λένινγκραντ από την Ανατολική Γερμανία, όπου εργαζόταν στη Δρέσδη για λογαριασμό της Κα Γκε Μπε, έχτισε μια ντάτσα στη Σολοβιόφκα στην ανατολική όχθη της λίμνης Κομσομόλσκογιε στον ισθμό της Καρελίας στην επαρχία Πριοζιόρσκι της περιφέρειας Λένινγκραντ, κοντά στην Αγία Πετρούπολη. Το 1996 η ντάτσα κάηκε και ο Πούτιν έχτισε μια πανομοιότυπη καινούρια ντάτσα. Το 1996, ο ίδιος και εφτά φίλοι του έχτισαν έναν συνεταιρισμό, τον Όζερο και τη μετέτρεψαν σε περιφραγμένη κοινότητα.[197]
Μια τεράστια έπαυλη ιταλικού τύπου έχει κοστίσει σύμφωνα με αναφορές 1 δισεκατομμύριο δολάρια[198] και ονομάστηκε Το παλάτι του Πούτιν είναι υπό κατασκευή κοντά στο χωριό Πρασκοβέγιεφκα στη Μαύρη Θάλασσα. Το 2012, ο Σεργκέι Κολέσνικοφ, πρώην επιχειρηματικός συνεργάτης του Πούτιν, είχε δηλώσει στο πρόγραμμα Newsnight του BBC ότι είχε λάβει εντολή από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ίγκορ Σέτσιν να επιβλέπει την κατασκευή του παλατιού.[199] Δήλωσε επίσης ότι η έπαυλη, χτίστηκε σε γη που ανήκει στο κράτος και διαθέτει τρία ελικοδρόμια, καθώς και έναν ιδιωτικό δρόμο του οποίου η λειτουργία χρηματοδοτήθηκε από τα κρατικά ταμεία και φυλάσσεται από αξιωματούχους που φορούν στολές σαν αυτές της επίσημης φρουράς του Κρεμλίνου. Όλα αυτά έχουν κατασκευαστεί για ιδιωτική χρήση του Πούτιν.[200] Ο εκπρόσωπος του Πούτιν Ντμίτρι Πεσκόφ απέρριψε τους ισχυρισμούς του Κολέσνικοφ για την κατασκευή του παλατιού, υποστηρίζοντας ότι «ο Πούτιν δεν είχε ποτέ καμία σχέση με αυτό το παλάτι».[201]
Στις 19 Ιανουαρίου 2021, δύο ημέρες αφότου ο Αλεξέι Ναβάλνι συνελήφθη από τις ρωσικές αρχές αμέσως μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, το Ίδρυμα Καταπολέμησης της Διαφθοράς κατηγόρησε τον Πούτιν ότι χρησιμοποίησε πόρους που συνελλέχθησαν με μη θεμιτά μέσα, ενώ το ίδρυμα αποκάλεσε την κατασκευή του παλατιού «μεγαλύτερη δωροδοκία του κόσμου». Στην έρευνα, ο Ναβάλνι είπε ότι η έπαυλη και οι συναφείς εκτάσεις είχαν έκταση 39 φορές μεγαλύτερη από το Μονακό και κόστισε πάνω από 100 δισεκατομμύρια ρούβλια (1.35 δισεκατομμύρια δολάρια) για την κατασκευή της. Το ντοκιμαντέρ δείχνει εναέριες φωτογραφίες του παλατιού και τη δομή του, που κατά τον Ναβάλνι ελήφθησαν από έναν εργολάβο. Το ντοκιμαντέρ επίσης έκανε λόγο για ένα περίπλοκο σχέδιο διαφθοράς στο οποίο συμμετείχαν διάφορα μέλη του στενού κύκλου του Πούτιν, επιτρέποντας του να αποκρύψει την ύπαρξη δισεκατομμυρίων δολαρίων.[202][203][204]
Ο Πούτιν είναι Ρώσος Ορθόδοξος.[205] Η μητέρα του ήταν Ορθόδοξη Χριστιανή και συμμετείχε σε λειτουργίες, ενώ ο πατέρας του ήταν άθεος.[206] Ο Πούτιν βαπτίστηκε κρυφά στη βρεφική ηλικία και συχνά πήγαινε σε λειτουργίες με τη μητέρα του.[38]
Ο Πούτιν ονομάζει σαν σημαντικά για το θρησκευτικό του αίσθημα την πυρκαγιά στην ντάτσα του το 1996 και το τραυματισμό της γυναίκας του σε τροχαίο το 1993.[206] Ο Πούτιν φορά τον βαπτιστικό του σταυρό από τότε που παρέστη σε μια επίσημη επίσκεψη στο Ισραήλ.[38]
Ο Πούτιν δεν έχει δηλώσει δημοσίως αν πιστεύει στην ύπαρξη Θεού.[207] Ο επίσκοπος Τίχον Σεβκουνόφ,[208] από οικογένεια Ελλήνων του Γκελέντζικ, θεωρείται πνευματικός σύμβουλος του Πούτιν, αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο. Ο Σεργκέι Πουγκατσόφ, πρώην μέλος του εσωτερικού κύκλου του Πούτιν, έχει απορρίψει την πιστότητα της πίστης του Πούτιν.[209]
Ο Πούτιν είναι οπαδός της Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης.[210] Ενδιαφέρεται για το χόκεϊ επί πάγου και το μπάντι,[211] και κατά καιρούς έχει συμμετάσχει σε αγώνες χόκεϊ, οι οποίοι έχουν καλυφθεί από τα ρωσικά ΜΜΕ. Ο Πούτιν ασκείται στο τζούντο από την ηλικία των 11 ετών,[212] και από την ηλικία των 14 ετών ασκείται και στο ρωσικής εμπνεύσεως σάμπο.[213] Ο Πούτιν έλαβε το όγδοο νταν της μαύρης ζώνης στο τζούντο το 2012, και έγινε ο πρώτος Ρώσος που πέτυχε κάτι τέτοιο[214], ενώ ασχολείται και με το καράτε.[215]
Ο ίδιος έχει συμβάλλει στη συγγραφή βιβλίου για το τζούντο.[216]
Το 2013, ο Πούτιν κατέλαβε την πρώτη θέση στην ετήσια κατάταξη των "πιο επιδραστικών ανθρώπων στον κόσμο" από το περιοδικό Forbes[217][218], αφήνοντας τον Μπαράκ Ομπάμα στη δεύτερη θέση. Σύμφωνα με τους συντάκτες της κατάταξης, ο Πούτιν άξιζε την πρώτη θέση, αφού το 2013 αναδείχθηκε ως "αυτοκράτορας που επέδειξε ενεργά δύναμη στη χώρα του και στη διεθνή σκηνή". Το αποτέλεσμα επαναλήφθηκε το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την έναρξη του πολέμου στην ανατολική Ουκρανία και στη συνέχεια, και το 2016.
Ο ίδιος ο Πούτιν τον Οκτώβριο του 2015 χαρακτήρισε τον εαυτό του ως "περιστέρι με σιδερένια φτερά"[219] και κατονόμασε το ψέμα και την ανικανότητα τις πιο δυσάρεστες ανθρώπινες ιδιότητες σύμφωνα με τη γνώμη του.[220]
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος έχει συναντηθεί επανειλημμένα με τον Πούτιν, σημείωσε στα απομνημονεύματά του που δημοσιεύθηκαν το 2020 ότι ο Πούτιν του θύμισε "άτομα αναθρεμμένα σύμφωνα με τους νόμους των δρόμων, σκληρά αφεντικά που κυβερνούσαν το Σικάγο".[221]
Στα ΜΜΕ έχει σχηματιστεί μια εικόνα του Πούτιν ως αρρενωπού ηγέτη, η οποία καλλιεργήθηκε από τον ίδιο τον Πούτιν ως τρόπο επίδειξης εξουσίας, αλλά και για λόγους δημοσίων σχέσεων[222][223][224]. Στα δυτικά ΜΜΕ, αυτή η εικόνα έλαβε την ονομασία "τοξικός ματσισμός". Πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, ο πολιτολόγος Ανατόλ Λίβεν μίλησε για τη σκόπιμη οικοδόμηση μιας δυσάρεστης εικόνας του Πούτιν, έτσι ώστε να αποσπαστεί η προσοχή από τα λάθη των δικών τους πολιτικών[225], αλλά ο ίδιος χαρακτήρισε αργότερα τις απόψεις του Ρώσου προέδρου ως "εθνικιστικές".[226]
Ο Πούτιν λαμβάνει μεγάλη υποστήριξη στη χώρα του σύμφωνα με δημοσκοπήσεις. Μελέτες, καθώς και δυτικοί και ανεξάρτητοι Ρώσοι δημοσκόποι και άλλοι αναλυτές, θεωρούν ότι η υψηλή δημοτικότητα οφείλεται τόσο στα πολιτικά του επιτεύγματα όσο και στην επιρροή που ασκεί η κυβέρνηση στην κοινή γνώμη μέσω προπαγανδιστικών τεχνικών.[227][228]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.