Remove ads
ομοσπονδιακό υποκείμενο της Ρωσίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Τσετσενία, επίσημα Δημοκρατία της Τσετσενίας (ρωσικά: Чече́нская Респу́блика) είναι ομοσπονδιακό υποκείμενο της Ρωσίας, υπαγόμενο στο Νότιο Διαμέρισμα. Βρίσκεται στο Βόρειο Καύκασο και συνορεύει, στα νότια με τη Γεωργία, στα δυτικά με τις Δημοκρατίες της Βόρειας Οσετίας - Αλανίας και Ινγκουσετίας, στα βόρεια με το Κράι Σταυρούπολης και το Νταγκεστάν, καθώς και στα ανατολικά επίσης με το Νταγκεστάν.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Δημοκρατία της Τσετσενίας | |||
---|---|---|---|
| |||
Χώρα | Ρωσία | ||
Διοικητική υπαγωγή | Ρωσία[1] | ||
Πρωτεύουσα | Γκρόζνυ | ||
Ίδρυση | 9 Ιανουαρίου 1993 | ||
Γλώσσες | Ρωσικά και τσετσενικά | ||
Διοίκηση | |||
• Επικεφαλής της Δημοκρατίας της Τσετσενίας | Ραμζάν Καντίροφ (από 2007) | ||
Έκταση | 16.165 km²[2] | ||
Πληθυσμός | 1.492.992 (2021)[3] | ||
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
δεδομένα ( ) |
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η Τσετσενο-ϊνγκουσετική Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία με πρωτεύουσα το Γκρόζνι, χωρίστηκε σε δύο μέρη: τη Δημοκρατία της Ινγκουσετίας και τη Δημοκρατία της Τσετσενίας. Η τελευταία ανακήρυξε την Τσετσενική Δημοκρατία της Ιτσκερίας, η οποία επεδίωκε την ανεξαρτησία της. Μετά τον Πρώτο Πόλεμο της Τσετσενίας του 1994–1996 με τη Ρωσία, η Τσετσενία απέκτησε ντε φάκτο ανεξαρτησία ως Τσετσενική Δημοκρατία της Ιτσκερίας, αν και ντε γιούρε παρέμεινε ρωσικό μέρος. Ο ρωσικός έλεγχος αποκαταστάθηκε στον Δεύτερο Πόλεμο της Τσετσενίας του 1999–2009 και μια συστηματική διαδικασία ανοικοδόμησης σε ολόκληρη τη δημοκρατία έλαβε χώρα υπό τον Αχμάντ Καντίροφ και αργότερα τον γιο του Ραμζάν Καντίροφ.[4]
Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Τσετσενίας, είναι το Γκρόζνυ (271.573 κάτοικοι το 2010). Κυρίαρχη εθνότητα της Δημοκρατίας είναι οι ομώνυμοι Τσετσένοι, ένα καυκάσιο φύλο, οι οποίοι εκπροσωπούν το 93,5% του πληθυσμού της ομώνυμης Δημοκρατίας. Οι Τσετσένοι, είναι στο θρήσκευμα Σουνίτες Μουσουλμάνοι και έχουν διατηρήσει τις ιδιαιτερότητές τους και όσο το δυνατόν τις παραδόσεις τους, λόγω του ορεινού αναγλύφου της περιοχής και της χαμηλής αστικοποίησης (η πλειοψηφία ζει σε χωριά).
Οι σχέσεις των Τσετσένων με την ρωσική κυβέρνηση της Μόσχας δεν υπήρξαν ποτέ αρμονικές, όμως η κατάσταση έγινε ανεξέλεγκτη μετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Τότε η τοπική κυβέρνηση επιδίωξε την πλήρη απόσχιση της Τσετσενίας από τη Ρωσία, πράγμα που η κεντρική κυβέρνηση απέρριψε για τρεις λόγους:
Μετά την άρνηση της ρωσικής κυβέρνησης, ο επικεφαλής του αποσχιστικού κινήματος Τζοχάρ Ντουντάγιεβ, έπαυσε να αναγνωρίζει τις ρωσικές αρχές και αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ιτσκερίας, έχοντας μεγάλη λαϊκή υποστήριξη. Το νέο κράτος δεν αναγνώρισε ποτέ κανείς (όλοι το αναγνώρισαν ως περιοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας), παρά μόνο το Αφγανιστάν (όσο ελεγχόταν από τους τρομοκράτες Ταλιμπάν) και προσωρινά η τότε νεοσύστατη ανεξάρτητη Γεωργία, η οποία επίσης είχε προβλήματα με την επίσης νεοσύστατη ανεξάρτητη Ρωσική Ομοσπονδία εκείνη την περίοδο, ενώ και οι δύο χώρες ανεξαρτητοποιήθηκαν από την πρώην ΕΣΣΔ.
Η κατάσταση συνέχισε να οξύνεται όλο και περισσότερο, μέχρι που σύντομα στα τσετσενικά εδάφη ξεκίνησε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Αυτονομιστές και τους Ομοσπονδιακούς. Η σύνθεση των δύο αυτών στρατοπέδων δεν ήταν σαφής, με τους ντόπιους πολέμαρχους να αλλάζουν πλευρά ανάλογα με τα συμφέροντα και τις διαθέσεις της στιγμής. Ο εμφύλιος έδωσε στη Ρωσία το πρόσχημα να επέμβει στρατιωτικά το 1994 και έκτοτε η Τσετσενία βρισκόταν (επίσημα ή ανεπίσημα) σε εμπόλεμη κατάσταση έως το 2017, όταν και κηρύχθηκε το τέλος της σύγκρουσης, με εξαίρεση την τριετία 1996-1999.
Σήμερα η Ρωσία φαίνεται να έχει σταθεροποιήσει την κατάσταση, έχοντας εξοντώσει τα βασικά στελέχη των αυτονομιστών και εγκαθιστώντας φιλική κυβέρνηση στο Γκρόζνυ, έστω και με μεγάλες απώλειες. Αδυνατεί όμως ακόμα να ελέγξει τις ομάδες των αυτονομιστών που δρουν έξω από τις μεγάλες πόλεις και παράλληλα επιχειρούν να εξάγουν τον πόλεμο στις γειτονικές Δημοκρατίες του Νταγκεστάν και της Ινγκουσετίας, όπου ζουν πληθυσμιακά συμπαγείς τσετσενικές μειονότητες.
Από το 1990, η Δημοκρατία της Τσετσενίας αντιμετώπισε στρατιωτικές και εμφύλιες συγκρούσεις που αφορούσαν αυτονομιστικά κινήματα . Η Τσετσενία είναι μια σχετικά σταθερή ομοσπονδιακή δημοκρατία, αν και υπάρχει ακόμη κάποια δράση του αυτονομιστικού κινήματος. Το περιφερειακό της σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 2003, μετά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για όλη την Τσετσενία στις 23 Μαρτίου 2003. Μερικοί Τσετσένοι ελέγχονταν από φυλές παρά την ύπαρξη φιλορωσικών και αντιρωσικών πολιτικών δομών.
Ο πρώην αυτονομιστής θρησκευτικός ηγέτης (μουφτής) Αχμάντ Καντίροφ, τον οποίο πολλοί αυτονομιστές θεωρούσαν προδότη, εξελέγη πρόεδρος με 83% των ψήφων σε διεθνώς επιτηρούμενες εκλογές στις 5 Οκτωβρίου 2003. Περιπτώσεις Εκλογικής απάτης και εκφοβισμού ψηφοφόρων από Ρώσους στρατιώτες και αποκλεισμός αυτονομιστικών κομμάτων από τις κάλπες αναφέρθηκαν στη συνέχεια από παρατηρητές του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Στις 9 Μαΐου 2004, ο Καντίροφ δολοφονήθηκε στο γήπεδο ποδοσφαίρου του Γκρόζνι, από έκρηξη νάρκης που τοποθετήθηκε κάτω από μια σκηνή όπου κάθονταν επίσημοι και πυροδοτήθηκε κατά τη διάρκεια μιας παρέλασης. Ο Σεργκέι Αμπράμοφ διορίστηκε προσωρινός πρωθυπουργός μετά το περιστατικό. Ωστόσο, το 2005 ο Ραμζάν Καντίροφ (γιος του Αχμάντ Καντίροφ), έγινε υπηρεσιακός πρωθυπουργός και το 2007 διορίστηκε νέος πρόεδρος. Πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι ο πλουσιότερος και ισχυρότερος άνθρωπος στη δημοκρατία, ενώ έχει υπό τον έλεγχο του μια μεγάλη ιδιωτική πολιτοφυλακή (τους Καντιροβίτες). Η πολιτοφυλακή, η οποία ξεκίνησε ως δύναμη ασφαλείας του πατέρα του, έχει κατηγορηθεί για δολοφονίες και απαγωγές από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το 2009, η αμερικανική κυβέρνηση χρηματοδότησε την αμερικανική οργάνωση Φρίντομ Χάουζ και συμπεριέλαβε την Τσετσενία στη λίστα των πιο καταπιεστικών κοινωνιών στον κόσμο, με τίτλο «χειρότερες από τις χειρότερες», μαζί με τη Βιρμανία, τη Βόρεια Κορέα, το Θιβέτ (περιοχή της Κίνας) και άλλες χώρες.[5] Πιο πρόσφατα, έχουν ξεκινήσει μετά το 2017 και διωγμοί κατά των ομοφυλοφίλων.
Εκτός από τη ρωσική τοπική κυβέρνηση, υπήρχε μια αυτονομιστική κυβέρνηση της Ιτσκερίας, που δεν αναγνωρίστηκε από κανένα κράτος (αν και τα μέλη της έχουν λάβει πολιτικό άσυλο σε ευρωπαϊκές και αραβικές χώρες, καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες).
Η Ιτσκερία ήταν μέλος της Οργάνωσης Μη Αντιπροσωπευόμενων Εθνών και Λαών μεταξύ 1991 και 2010.[6] Ο πρώην πρόεδρος της Γεωργίας Ζβιάντ Γκαμσαχούρντια, ο οποίος καθαιρέθηκε σε στρατιωτικό πραξικόπημα το 1991 και συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο της Γεωργίας, αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ιτσκερίας το 1993.[7] Το μερικώς αναγνωρισμένο Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν υπό την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, αναγνώρισε την Ιτσκερία στις 16 Ιανουαρίου 2000. Αυτή η αναγνώριση έπαυσε να ισχύει με την πτώση των Ταλιμπάν το 2001. [8] Ωστόσο, παρά την αναγνώριση των Ταλιμπάν, δεν υπήρχαν φιλικές σχέσεις μεταξύ των Ταλιμπάν και της Ιτσκερία—ο Μασχάντοφ απέρριψε την αναγνώρισή τους, δηλώνοντας ότι οι Ταλιμπάν ήταν παράνομοι.[9] Η Ιτσκερία έλαβε επίσης προφορική υποστήριξη από τις χώρες της Βαλτικής, μια ομάδα Ουκρανών εθνικιστών και την Πολωνία. Η Εσθονία κάποτε ψήφισε υπέρ της αναγνώρισης, αλλά η σχετική νομοθετική πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ λόγω της πίεσης που ασκήθηκε τόσο από τη Ρωσία όσο και από την ΕΕ. [9] [10] [11]
Πρόεδρος αυτής της κυβέρνησης ήταν ο Ασλάν Μασχάντοφ, υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Ιλιάς Αχμάντοφ, ο οποίος ήταν ο εκπρόσωπος του Μασχάντοφ. Ο Μασχάντοφ είχε εκλεγεί σε διεθνώς επιτηρούμενες εκλογές το 1997 για τέσσερα χρόνια, οι οποίες έλαβαν χώρα μετά την υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας με τη Ρωσία. Το 2001 εξέδωσε διάταγμα για παράταση της θητείας του για ένα επιπλέον έτος. Δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στις προεδρικές εκλογές του 2003, καθώς τα αυτονομιστικά κόμματα αποκλείστηκαν από τη ρωσική κυβέρνηση και ο Μασχάντοφ αντιμετώπισε κατηγορίες για διάπραξη τρομοκρατικών επιθέσεων στη Ρωσία. Ο Μασχάντοφ εγκατέλειψε το Γκρόζνι και μετακόμισε στις ελεγχόμενες από τους αυτονομιστές περιοχές του νότου κατά την έναρξη του Δευτέρου Πολέμου της Τσετσενίας. Ο Μασχάντοφ δεν μπόρεσε να επηρεάσει αρκετούς πολέμαρχους που διατηρούσαν αποτελεσματικό έλεγχο στο έδαφος της Τσετσενίας, και ως αποτέλεσμα η δύναμή του μειώθηκε. Οι ρωσικές δυνάμεις δολοφόνησαν τον Μασχάντοφ στις 8 Μαρτίου 2005, και η δολοφονία του Μασχάντοφ επικρίθηκε ευρέως, καθώς δεν άφησε κανέναν νόμιμο ηγέτη των Τσετσένων αυτονομιστών με τον οποίο να διεξάγει ειρηνευτικές συνομιλίες. Ο Αχμέντ Ζακάγιεφ, αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών υπό τον Μασχάντοφ, διορίστηκε λίγο μετά τις εκλογές του 1997 και επί του παρόντος ζει υπό καθεστώς ασύλου στην Αγγλία. Αυτός και άλλοι επέλεξαν τον Αμπντούλ Χαλίμ Σαϊντουλάγιεφ, έναν σχετικά άγνωστο ισλαμιστή δικαστή που ήταν προηγουμένως παρουσιαστής ενός ισλαμικού προγράμματος στην τσετσενική τηλεόραση, για να αντικαταστήσει τον Μασχάντοφ μετά τον θάνατό του. Στις 17 Ιουνίου 2006, αναφέρθηκε ότι οι ρωσικές ειδικές δυνάμεις σκότωσαν τον Σαϊντουλάγιεφ σε μια επιδρομή στο Αργκούν της Τσετσενίας.
Ο διάδοχος του Σαϊντουλάγιεφ έγινε ο Ντόκα Ουμάροφ . Στις 31 Οκτωβρίου 2007, ο Ουμάροφ κατήργησε την Τσετσενική Δημοκρατία της Ιτσκερίας και την προεδρία της και στη θέση της ανακήρυξε το Εμιράτο του Καυκάσου με τον εαυτό στη θέση του Εμίρη.[12] Αυτή η αλλαγή του καθεστώτος έχει απορριφθεί από πολλούς Τσετσένους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, που συνεχίζουν να υποστηρίζουν την ύπαρξη της δημοκρατίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.