Ένοπλη σύγκρουση Ρωσίας και Τσετσένων αυτονομιστών (1999) From Wikipedia, the free encyclopedia
O Δεύτερος Πόλεμος της Τσετσενίας (ρωσικά: Втора́я чече́нская война́ , ή πόλεμος στο Βόρειο Καύκασο,[1]) ονομάστηκε η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των Τσετσένων αυτονομιστών. Ξεκίνησε με την επίθεση των ρωσικών δυνάμεων στο έδαφος της Τσετσενίας την 26η Αυγούστου 1999, σε απάντηση για την εισβολή στη ρωσική Δημοκρατία του Νταγκεστάν της Ισλαμικής Ταξιαρχίας Προστασίας της Διεθνούς Ειρήνης (ονομασία πολυεθνικής οργάνωσης μουτζαχεντίν ανταρτών).
Δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας | |
---|---|
Μέρος της σύγκρουσης Τσετσενίας-Ρωσίας και των μετασοβιετικών συγκρούσεων | |
Ένα τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού BTR-80 που χτυπήθηκε από μαχητές κατά τη διάρκεια της ενέδρας το 2000 | |
Τόπος | Βόρειος Καύκασος, κυρίως Τσετσενία και Νταγκεστάν |
Μέθοδοι | Επιθέσεις αυτοκτονίας σε ολόκληρη τη Ρωσία |
Έκβαση | Ρωσική νίκη |
Την 1η Οκτωβρίου 1999, ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην πρωτεύουσα Γκρόζνι. Η εκστρατεία τερμάτισε τη ντε φάκτο διακηρυχθείσα ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Τσετσενίας (που είχε προκύψει μετά τον ατυχή για τους Ρώσους Πρώτο Πόλεμο της Τσετσενίας) και αποκατέστησε τον ομοσπονδιακό έλεγχο της περιοχής. Παρόλο που θεωρείται από πολλούς ως μια εσωτερική σύγκρουση εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο πόλεμος αυτός προσέλκυσε μεγάλο αριθμό ξένων μαχητών, εθελοντών και μισθοφόρων.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου της εκστρατείας, οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις και οι τσετσενικές παραστρατιωτικές δυνάμεις στο πλευρό των Ρώσων, αντιμετώπισαν τους Τσετσένους αυτονομιστές σε ανοιχτή μάχη και πολιόρκησαν από τα τέλη του 1999 την πρωτεύουσα της Τσετσενίας Γκρόζνυ την οποία και κατέλαβαν το Φεβρουάριο του 2000. Το Μάιο του 2000 η Ρωσία ανέλαβε τον άμεσο έλεγχο της Τσετσενίας, παρότι οι αντάρτες εξακολούθησαν να προξενούν στους Ρώσους μεγάλες απώλειες σε ολόκληρη την περιοχή του Βόρειου Καυκάσου και να προκαλούν το ρωσικό πολιτικό πρόταγμα στην Τσετσενία για αρκετά χρόνια ακόμα. Ομάδες Τσετσένων αυτονομιστών εξαπέλυσαν στα χρόνια που ακολούθησαν τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον πολιτών στην κυρίως Ρωσία. Οι επιθέσεις αυτές όπως και οι καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ρωσικό στρατό και τους Τσετσένους αυτονομιστές προκάλεσαν πολλάκις την καταδίκη τους από τη διεθνή κοινότητα.
Στα μέσα του 2000, η ρωσική κυβέρνηση μεταβίβασε ορισμένες στρατιωτικές αρμοδιότητες σε φιλορωσικές τσετσενικές δυνάμεις. Η στρατιωτική φάση των επιχειρήσεων τερματίστηκε τον Απρίλιο του 2002 και ο συντονισμός των επιτόπιων επιχειρήσεων δόθηκε αρχικά στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας και στη συνέχεια στο Υπουργείο Εσωτερικών το καλοκαίρι του 2003.
Μέχρι το 2009, η Ρωσία είχε πλήξει σοβαρά το τσετσενικό αυτονομιστικό κίνημα και οι μάχες μεγάλης κλίμακας σταμάτησαν. Το Γκρόζνι υποβλήθηκε σε προσπάθειες ανοικοδόμησης και μεγάλο μέρος της πόλης και των γύρω περιοχών ανοικοδομήθηκαν γρήγορα. Η σποραδική βία συνεχίστηκε σε όλο τον Βόρειο Καύκασο με περιστασιακούς βομβαρδισμούς και ενέδρες που είχαν στόχο τα ομοσπονδιακά στρατεύματα και δυνάμεις των περιφερειακών κυβερνήσεων στην περιοχή.[2][3] Τον Απρίλιο του 2009, η Ρωσική επιχείρηση στην Τσετσενία έληξε επίσημα.[4] Καθώς το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αποσύρθηκε, την ευθύνη για την αντιμετώπιση της εξέγερσης απλών κατοίκων ανέλαβε η τοπική αστυνομική δύναμη. Τρεις μήνες αργότερα, ο εξόριστος ηγέτης της αυτονομιστικής κυβέρνησης, Αχμέντ Ζακάγιεφ, ζήτησε να σταματήσει η ένοπλη αντίσταση κατά της αστυνομίας της Τσετσενίας από τον Αύγουστο και είπε ότι ελπίζει ότι "από σήμερα οι Τσετσένοι δεν θα πυροβολούν ποτέ ο ένας τον άλλον".[5] Αυτό σήμανε το πλήρες τέλος της σύγκρουσης της Τσετσενίας.
Ο ακριβής αριθμός των νεκρών της σύγκρουσης είναι άγνωστος. Οι ρωσικές απώλειες είναι περίπου 7.500 (επίσημοι ρωσικοί αριθμοί απωλειών) [6] ή περίπου 14.000 σύμφωνα με την Επιτροπή Μητέρων Στρατιωτών.[7] Ανεπίσημες πηγές υπολογίζουν από 25.000 έως 50.000 νεκρούς ή αγνοούμενους, κυρίως Τσετσένους πολίτες.[8]
Η Τσετσενία είναι μια περιοχή στον Βόρειο Καύκασο που μάχεται συνεχώς ενάντια στην ξένη κυριαρχία, συμπεριλαμβανομένων των Οθωμανών Τούρκων τον 15ο αιώνα. Η πρώτη πόλη Τέρεκ ιδρύθηκε στην πεδινή Τσετσενία το 1577 από ελεύθερους Κοζάκους που επανεγκαταστάθηκαν από τον Βόλγα στον ποταμό Τέρεκ. Το 1783, η Ρωσική Αυτοκρατορία και το Γεωργιανό Βασίλειο υπέγραψαν τη Συνθήκη του Γκεοργκίεβσκ, βάσει της οποίας το Κάρτλι-Καχέτι έγινε ρωσικό προτεκτοράτο.[9] Για την εξασφάλιση των επικοινωνιών με τη Γεωργία και σε άλλες περιοχές της Υπερκαυκασίας, η Ρωσική Αυτοκρατορία άρχισε να εξαπλώνει την επιρροή της στην περιοχή του Καυκάσου, ξεκινώντας τον πόλεμο του Καυκάσου το 1817. Οι ρωσικές δυνάμεις κινήθηκαν για πρώτη φορά στην ορεινή Τσετσενία το 1830 και η σύγκρουση στην περιοχή διήρκεσε μέχρι το 1859, όταν 250.000 άντρες υπό τον στρατηγό Αλεξαντερ Μπαρυατίνσκι κατέρριψε την αντίσταση των ορεινών Τσετσένων. Συχνές εξεγέρσεις στον Καύκασο σημειώθηκαν επίσης κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.