Remove ads
πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσετσενίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αχμάτ-Χαντζί Αμπντουλχαμίντοβιτς Καντίροφ (ρωσικά: Ахмат-Хаджи Абдулхамидович Кадыров , τσετσενικά: Къадири Ӏабдулхьамидан кӀант Ахьмад-Хьажи, Καντίρι Τζαμπντουλχαμιντάν χαντ Αχμάντ-Χαζί, 23 Αυγούστου 1951, Καραγκαντά, Καζακική ΣΣΔ, ΕΣΣΔ - 9 Μαΐου 2004, Γκρόζνι, Τσετσενία) ήταν ο πρώτος Πρόεδρος της Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, παρασημοφορημένος μετά θάνατον με το παράσημο του «Ήρωα της Ρωσικής Ομοσπονδίας» (2004).
Αχμάτ Καντίροφ | |
---|---|
2002 | |
Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσετσενίας | |
Περίοδος 5 Οκτωβρίου 2003 – 9 Μαΐου 2004 | |
Διάδοχος | Σεργκέι Αμπράμοφ (υπηρεσιακός Πρόεδρος) Αλού Αλχάνοφ |
Επικεφαλής της διοίκησης της Τσετσενίας κατά τη μεταβατική περίοδο | |
Περίοδος 12 Ιουνίου 2000 – 4 Οκτωβρίου 2003 | |
Ανώτατος Μουφτής της Τσετσενίας | |
Περίοδος 1995 – 1999 | |
Αναπληρωτής Ανώτατος Μουφτής της Τσετσενίας | |
Περίοδος 1993 – 1996 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 23 Αυγούστου 1951, Καραγκάντα, ΚΣΣΔ |
Θάνατος | 9 Μαΐου 2004 Γκρόζνι, Τσετσενία |
Εθνότητα | Τσετσένος |
Υπηκοότητα | Ρωσική |
Σύζυγος | Αϊμάνι Νεσίεβνα Καντίροβα |
Παιδιά | Ραμζάν Καντίροφ (και άλλα τρία) |
Επάγγελμα | μουσουλμάνος κληρικός |
Θρήσκευμα | σουφισμός |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αχμάτ Καντίροφ είχε χρηματίσει Ανώτατος Μουφτής [1] στην Τσετσενική Δημοκρατία της Ιτσκερίας τη δεκαετία του 1990 και μέχρι το τέλος του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας. Από τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας και μετά, άλλαξε στρατόπεδο και από αντίπαλος έγινε σύμμαχος της Ρωσίας, επικεφαλής της κυβέρνησης από το 2000 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τις 5 Οκτωβρίου του 2003 και ως το θάνατό του.
Δολοφονήθηκε από τρομοκρατική επίθεση σαλαφιτών αντιπάλων του,[2] στο στάδιο του Γκρόζνι στη Τσετσενία κατά τη διάρκεια των εορτασμών της Ημέρας της Νίκης εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων.
Γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1951 στην οικογένεια των Αμπντούλ Χαμίτ Καντίροφ και της Ντίκα Καντίροβα στην Καραγκάντα του σημερινού Καζακστάν, πρώην Καζακική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία.[3] Η οικογένειά του ήταν μία από τις χιλιάδες οικογένειες Τσετσένων που απελάθηκαν μαζικά στις αρχές του 1944 από την Τσετσενο-Ινγκουσετική Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, και μετεγκαταστάθηκαν στις σοβιετικές δημοκρατίες του Καζακστάν και της Κιργιζίας.[4]
Το 1957 με την ανασύσταση της Τσετσενο-Ινγκουσετικής Σοβιετικής Δημοκρατίας επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Τσενταρόι (σημερινό Αχμάτ-Γιουρτ). Εργάστηκε από το 1969 ως το 1971 σε παρακείμενη κρατική αγροτική επιχείρηση ρυζιού, ενώ από το 1971 ως το 1980 ασχολήθηκε με τον οικοδομικό-κατασκευαστικό τομέα.
Από το 1980 το επίκεντρο της ζωής του γίνεται η ισλαμική θρησκεία. Πιστός σουνίτης μουσουλμάνος από την παιδική του ηλικία ανήκε στο τάγμα των Σούφι, το πιο διαδεδομένο παρακλάδι του Ισλάμ στη Τσετσενία. Το 1980 εισήλθε στο ιεροσπουδαστήριο «Mir-i Arab» της Μπουχάρα στο Ουζμπεκιστάν⇒, ενώ από το 1982 ως το 1986 φοίτησε στο Ισλαμικό Πανεπιστήμιο της Τασκένδης.[5] Με το πέρας των σπουδών τοποθετήθηκε αναπληρωτής ιμάμης στο Γκουντέρμες της Τσετσενίας όπου και συνετέλεσε στη δημιουργία ισλαμικής θεολογικής σχολής, στο Κουρτσαλόι (Kurchaloy). Το ίδρυμα του οποίου ο Καντίροφ διετέλεσε Πρόεδρος (1989 - 1994) ήταν το πρώτο του είδους του στο βόρειο Καύκασο που παρείχε σπουδές ανωτάτου επιπέδου, ειδικά από το 1991 και μετά, όταν αναβαθμίστηκε σε Ισλαμικό Ινστιτούτο.[6]
Το 1990 ξεκίνησε τη φοίτηση στο Πανεπιστήμιο του Αμμάν στην Ιορδανία, την οποία όμως διέκοψε το 1991, για να γυρίσει πίσω στη πατρίδα του, και να βοηθήσει στην ανεξαρτητοποίησή της
[7]
Την 1η Νοεμβρίου του 1991, και ενώ η Σοβιετική Ένωση διαλυόταν, ο Τσετσένος στρατηγός Τζοχάρ Ντουντάγιεφ, ανακήρυξε την δημιουργία της Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ιτσκερίας, ως ανεξάρτητου κράτους. Με την ιδιότητα του μουφτή, ο Καντίροφ, όπως και όλοι οι Ισλαμιστές θεολόγοι συμμετείχε στον αγώνα για την εδραίωση του νέου κράτους αλλά και την κυριαρχία του παραδοσιακού τσετσενικού μουσουλμανισμού (tasawwuf).[8] [σημ. 1]
Το 1994 στις αρχές του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας, ο αρχιμουφτής της Τσετσενικής Δημοκρατίας της Ιτσκερίας, Μουχάμεντ Χουσείν Αλσαμπέκοφ, αρνήθηκε να ευθυγραμμιστεί με την απόφαση του Ντουντάγιεφ, και να κηρύξει γκαζαβάτ (gazavat)[σημ. 2] εναντίον των Ρώσων,[9] με αποτέλεσμα να αποπεμφθεί. Τον Μάρτιο του 1995, ο αναπληρωτής μουφτής, Αχμάτ Καντίροφ, ανακηρύσσεται από την ηγεσία της χώρας, ως αρχιμουφτής και τον επόμενο μήνα, τον Απρίλιο κηρύσσει gavazat [10] Η πράξη αυτή ήταν γενικευμένης αποδοχής αφού γύρω από τον αγώνα που ξεκινούσε συντάχτηκαν και οι «συντηρητικοί σαλαφίτες» και οι «προοδευτικοί σουφιστές».[11]
Την περίοδο που ακολούθησε τις συμφωνίες του Χασαβιούρτ (Khasavyurt) της 22ας Αυγούστου του 1996 με τις οποίες τερματίστηκε ο πρώτος πόλεμος της Τσετσενίας, οι σκληροπυρηνικοί ισλαμιστές (ουαχαμπίτες) που είχαν συρρεύσει από την Μέση Ανατολή και τη Σαουδική Αραβία για να βοηθήσουν στον πόλεμο της ανεξαρτησίας εδραιώθηκαν τόσο ώστε έγιναν μια υπολογίσιμη δύναμη. Με αρχηγό τους τον Σαμίλ Μπασάγιεφ κατάφεραν να αποκτήσουν τόση εξουσία, ώστε να επηρεάζουν τον Πρόεδρο της χώρας, διάδοχο του δολοφονημένου Ντουντάγιεφ, Ασλάν Μασκάντοφ. Τον Νοέμβριο του 1997, ο Μασκάντοφ διακήρυξε τη μετατροπή του κράτους σε Ισλαμική δημοκρατία.
Ο Καντίροφ αντέδρασε σε αυτή την αλλαγή, καλώντας τον Μασκάντοφ να αποκηρύξει τον γουαχαμπισμό και να εκδιώξει από τη χώρα τους πιστούς του. Oi εχθροπραξίες μεταξύ των δυο αντίπαλων παρατάξεων έφτασαν στο αποκορυφωμά τους με τις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στη πόλη Γκουντέρμες της Τσετσενίας τον Ιούλιο του 1998 όταν φανατικοί γουαχαμπίτες προσπάθησαν να βεβηλώσουν τον τάφο ενός σουφιστή Αγίου. Το εξαήμερο των συγκρούσεων που έληξε με την νίκη της πλευράς του Καντίροφ, αλλά και με το θάνατο 150 ανθρώπων, οδήγησε στην ακόμη μεγαλύτερη πόλωση και στην ολοένα αυξανόμενη βιαιότητα των αντιπαραθέσεων.[12]
Μερικούς μήνες μετά στις 26 Οκτωβρίου 1998 πραγματοποιείται η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του. Συγκεκριμένα, έγινε έκρηξη σε κτίριο δίπλα από το κτίριο της Μουφτείας στο Γκρόζνι τη στιγμή που ο Καντίροφ πλησίαζε σε αυτό. Από την έκρηξη τραυματίστηκε ελαφρά ο οδηγός του Καντίροφ, μόνο.[13]
Τον Αύγουστο του 1999 ο Πρόεδρος Μασκάντοφ απέπεμψε τον Καντίροφ από το αξίωμα του Αρχιμουφτή.[14] Η απόφαση αυτή του Μασκάντοφ φαίνεται να ήταν η θρυαλλίδα που άλλαξε τον προσανατολισμό του Καντίροφ - πλέον δεν ήταν οι Ρώσοι ο μεγαλύτερος εχθρός της χώρας του, αλλά οι Ισλαμιστές. Καντίροφ κλιμάκωσε τον αγώνα του εναντίον των ουαχαμπιτών, ανακηρύσσοντας την περιοχή του Γκουτέρμες ως ξεχωριστή, λίγο-πολύ αυτόνομη ζώνη, ελεγχόμενη από τους Σούφι. Η ανάρρηση του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Πρωθυπουργία και μετά στην Προεδρία της Ρωσίας, και η αποφασιστικότητά του να πατάξει την ισλαμική τρομοκρατία αλλά και την ανεξαρτησία της Τσετσενίας, υποστηρίχτηκαν έκτοτε από τον Καντίροφ, ο οποίος μάλιστα παρέδωσε την Γκουντέρμες στα ρωσικά στρατεύματα. Τον Νοέμβριο του 1999 ο Μασκάντοφ κήρυξε τον Καντίροφ «εχθρό του Έθνους». Έκκληση για την προστασία της ζωής του Αρχιμουφτή, έγινε προς την κυβέρνηση της Ρωσίας, από το Πανρωσικό Συμβούλιο Μουφτήδων.:[10] Τα ρωσικά στρατεύματα ξεκίνησαν τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας τον Δεκέμβριο του 1999 και με τη βοήθεια των σουφιστών πολεμάρχων απώθησαν τους ισλαμιστές στα ορεινά της χώρας. Ο Καντίροφ, που στο μεταξύ είχε παραιτηθεί από το θρησκευτικό του αξίωμα, τοποθετήθηκε, στις 12 Ιουνίου του 2000 επικεφαλής της διοίκησης της Δημοκρατίας της Τσετσενίας.[15]
Ο δεύτερος πόλεμος της Τσετσενίας έχοντας πλέον και την υποστήριξη της πλευράς του Καντίροφ και των σουφιστών μουσουλμάνων, ήταν στην ουσία πόλεμος κατά της τρομοκρατίας με κύριο στόχο του, την εκμηδένιση των ισλαμιστών που δρώντας τόσο στο έδαφος της Τσετσενίας όσο και στο έδαφος της Ρωσίας, κατάφερναν να προκαλούν πολλαπλά και σοβαρά χτυπήματα.[16] Με τη παροχή άφθονων χρημάτων από τη Μόσχα, ο Καντίροφ επιδόθηκε σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας, κυρίως ανοικοδομώντας τις κατεστραμμένες αστικές περι0οχές. Παράλληλα φρόντισε να επαναφέρει στην ηγεσία των θεσμών τους παραδοσιακούς σουφιστές, προχωρώντας όμως στην ισλαμοποίηση του κράτους.[17] Χρηματοδότησε την ανέγερση πολλών ισλαμικών ινστιτούτων και τζαμιών συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου ρωσικού τεμένους, που ονομάστηκε «Καρδιά της Τσετσενίας» στην αρχή, «Τζαμί του Αχμάτ Καντίροφ» μετά το θάνατό του.[18]
Το 2003 διενεργείται τόσο το δημοψήφισμα για το Σύνταγμα με το οποίο η Τσετσενία υπήχθη και τυπικά στη Ρωσική ομοσπονδία ενώ υπερψηφίστηκαν και οι νόμοι για τις αρμοδιότητες του Προέδρου και του κοινοβουλίου. Στις 6 Οκτωβρίου 2003 έλαβαν χώρα οι πρώτες Προεδρικές εκλογές. Ο Αχμάτ Καντίροφ εκλέχτηκε Πρόεδρος, από 403.490 ψηφοφόρους, και ποσοστό περίπου 81%.[19]
Ο Καντίροφ δημιούργησε μια ένοπλη δύναμη ασφαλείας, αποτελούμενη από 4000 περίπου μαχητές του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας . Αυτή η δύναμη (Καντιροβίτες) συμμετείχε μαζί με τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις στο πόλεμο κατά των τρομοκρατών, ενώ παράλληλα εξασφάλιζε στον Καντίροφ τη συμμόρφωση και υπακοή του πληθυσμού στις πολιτικές του.[20]
Ο Αχμάτ Καντίροφ δολοφονήθηκε και πέθανε καθ' οδόν προς το νοσοκομείο στις 9 Μαΐου του 2004, όταν εξερράγη εκρηκτικός μηχανισμός κάτω από το κάθισμά του, στο στάδιο του Γκρόζνι στη Τσετσενία. Στο στάδιο εορταζόταν η ημέρα της Νίκης (κατά των Γερμανών)← μια παν-ρωσική εθνική εορτή και ο Καντίροφ με τη συνοδεία του παρευρισκόταν στις εκδηλώσεις. Στις 10:35 η έκρηξη από βόμβα, που κατασκευάστηκε από βλήμα πυροβολικού 152 χιλιοστών, σκότωσε εκτός από τον Καντίροφ, ακόμα 13 παρευρισκόμενους μεταξύ των οποίων τον πρόεδρο του Κρατικού Συμβουλίου της Τσετσενίας, ένα φωτογράφο του πρακτορείου Reuters, δυο σωματοφύλακες και ένα ανήλικο παιδί.
Οι αρχές ασφαλείας που μελέτησαν τα ευρήματα, ανακάλυψαν ακόμα μια βόμβα που δεν εξερράγη κι έναν εκρηκτικό μηχανισμό που το χρονόμετρο του είχε οριστεί να εκραγεί μισή ώρα μετά την πρώτη έκρηξη και που κι αυτός δεν λειτούργησε. Οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι οι βόμβες είχαν τοποθετηθεί αρκετό καιρό πριν τη συγκεκριμένη ημέρα, αφού το στάδιο ήταν κλειστό για εργασίες ανακαίνισης επί τρεις μήνες και μάλιστα είχαν ενσωματωθεί στο σκυρόδεμα που στήριζε την εξέδρα, έτσι ώστε ήταν αδύνατο να εντοπιστούν από ανιχνευτές μετάλλων ή ειδικά σκυλιά.[21]
Την ευθύνη για την τρομοκρατική επίθεση δεν ανέλαβε καμμία οργάνωση αλλά οι περισσότερες αν όχι όλες οι πηγές θεωρούν ότι προερχόταν από τους αντιπάλους του καθεστώτος Καντίροφ, και συγκεκριμένα από τον Σαμίλ Μπασάγιεφ.[22]
Η κηδεία του έγινε την επόμενη ημέρα, 10 Μαΐου 2004, στον προγονικό τόπο όλης της φατρίας των Καντίροφ, το χωριό Τσεντορόι.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Τσετσενίας, τον Καντίροφ αντικατέστησε προσωρινά, ο μέχρι τότε Πρωθυπουργός του, Σεργκέι Αμπράμοφ, μέχρι τον Αύγουστο του 2004, που ανέλαβε Πρόεδρος ο Αλού Αλχάνοφ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.