Κύρια Υπηρεσία Πληροφοριών της Ρωσικής Ομοσπονδίας (FSB) From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ρωσικά Федеральная служба безопасности Российской Федерации, ФСБ προφέρεται: [ɛfɛsˈbɛ], λατινικά: FSB), είναι η κύρια υπηρεσία ασφάλειας της Ρωσικής Ομοσπονδίας και το κεντρικό γραφείο-διάδοχος της πρώην Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας (KGB). Οι κύριες αρμοδιότητές της FSB είναι στο εσωτερικό της χώρας, οι οποίες περιλαμβάνουν την αντικατασκοπεία (εσωτερική και εξωτερική), την ασφάλεια των συνόρων, την επιτήρηση και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, καθώς και τη διερεύνηση ορισμένων άλλων ειδών σοβαρών εγκλημάτων. Η έδρα της βρίσκεται στην πλατεία Λουμπιάνκα της Μόσχας, στο κεντρικό κτίριο της πρώην KGB. Ο διευθυντής της FSB διορίζεται από τον Προέδρο της Ρωσίας και από το 2008 είναι ο στρατηγός Αλεξάντρ B. Μπορτνίκωφ.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας Федеральная служба безопасности Российской Федерации | |
---|---|
Έμβλημα της ФСБ | |
Η σημαία της ФСБ | |
Πληροφορίες | |
Σύσταση | 12 Απριλίου 1995 |
Συντομογραφία | ФСБ |
Αντικατέστησε | Επιτροπή για την Κρατική Ασφάλεια |
Υπάλληλοι | Απόρρητο |
Δικαιοδοσία | |
Χώρα | Ρωσία |
Υπαγωγή | Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας |
Καθήκοντα |
|
Επιχειρησιακή διάρθρωση | |
Εποπτική αρχή | Βλαντίμιρ Πούτιν |
Αρχηγείο | Πλατεία Λουμπιάνκα, Μόσχα, Ρωσία |
Διευθυντής | Αλεξάντρ Μπορτνίκωφ |
Υποδιευθυντής | Σεργκέι Κορόλεφ |
Ιστοσελίδα | |
fsb |
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (FSB), σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο, είναι μία στρατιωτική υπηρεσία όπως αυτές των Ενόπλων Δυνάμεων, MVD, FSO, SVR, FSKN και της πολιτικής άμυνας EMERCOM, αλλά οι αξιωματικοί της δε φορούν στρατιωτική στολή.
Η FSB είναι κυρίως υπεύθυνη για την εσωτερική ασφάλεια του ρωσικού κράτους, την αντικατασκοπεία, καθώς και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και του λαθρεμπορίου. Από το 2003, όταν η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συνοριακών Ελέγχων ενσωματώθηκε στην FSB, ανέλαβε επίσης και την ευθύνη για την εποπτεία της ασφάλειας των συνόρων. Ασχολείται κατά κύριο λόγο με εσωτερικές υποθέσεις, ενώ τα καθήκοντα κατασκοπείας είναι ευθύνη της Ρωσικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Εξωτερικού. Ωστόσο, περιλαμβάνει τον οργανισμό τηλεπικοινωνιών, ο οποίος διεξάγει την ηλεκτρονική επιτήρηση και την ηλεκτρονική κατασκοπεία στο εξωτερικό. Όλες οι υπηρεσίες πληροφοριών και επιβολής του νόμου στη Ρωσία εργάζονται υπό την καθοδήγηση της FSB, αν χρειαστεί.
Η FSB συνδυάζει λειτουργίες και αρμοδιότητες παρόμοιες με εκείνες που ασκούνται από τις υπηρεσίες ασφάλειας και πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η CIA, το FBI, η NSA κλπ. Απασχολεί περίπου 66.200 ένστολου προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 4.000 στρατιωτικούς των ειδικών δυνάμεων. Απασχολεί, επίσης, περίπου 200.000 συνοριοφύλακες.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Νόμου της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο επικεφαλής της FSB απαντά απευθείας στον Πρόεδρο της Ρωσίας, αν και ο ίδιος είναι μέλος της ρωσικής κυβέρνησης. Ο ίδιος επίσης, αυτεπαγγέλτως, είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας.
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας είναι ένας από τους οργανισμούς διάδοχος της Σοβιετικής Επιτροπής της Κρατικής Ασφάλειας (KGB). Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 1991 - κατά την οποία ορισμένες μονάδες της KGB, καθώς και ο επικεφαλής της KGB Βλαντίμιρ Κρουίτσκωφ έπαιξαν σημαντικό ρόλο - η KGB διαλύθηκε και έπαψε να υπάρχει από τον Νοέμβριο του 1991. Τον Δεκέμβριο του 1991, δύο κυβερνητικές υπηρεσίες υπαγόμενες στον Ρώσο πρόεδρο δημιουργήθηκαν με διατάγματα του Μπορίς Γιέλτσιν, με βάση τις σχετικές κύριες διευθύνσεις της KGB: της Υπηρεσίας Πληροφοριών Εξωτερικού (SVR, η πρώην Πρώτη κύρια Διεύθυνση) και της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Κρατικών Επικοινωνιών και Πληροφοριών, οι οποίες συγχώνευσαν τις λειτουργίες των πρώην 8ης και 16ης Κύριας Διεύθυνσης της KGB. Τον Ιανουάριο του 1992, ένα άλλο νέο όργανο, το Υπουργείο Ασφάλειας ανέλαβε την ευθύνη της εγχώριας και συνοριακής ασφάλειας. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 1993, εναντίον του Προέδρου Μπορίς Γιέλτσιν, στις 21 Δεκεμβρίου 1993 το Υπουργείο Ασφάλειας αναδιοργανώθηκε σε Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αντικατασκοπίας (FSK) με επικεφαλής τον Σεργκέι Στεπάσιν. Πριν από την έναρξη των βασικών στρατιωτικών δραστηριοτήτων του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας, η FSK ήταν υπεύθυνη για τις μυστικές επιχειρήσεις εναντίον των αυτονομιστών με επικεφαλής τον Ντζαχάρ Ντουντάεφ.
Το 1995 η FSK αναδιοργανώθηκε και μετονομάστηκε σε Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας (FSB) βάσει του ομοσπονδιακού νόμου της 3ης Απριλίου 1995, «Περί των οργάνων της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας». Οι μεταρρυθμίσεις στην FSB εγκρίθηκαν με το διάταγμα 633, που υπογράφτηκε από τον Μπόρις Γιέλτσιν στις 23 Ιουνίου 1995. Το διάταγμα αυτό έκανε τα καθήκοντα της FSB πιο συγκεκριμένα, δίνοντας στην FSB σημαντικά δικαιώματα για τη διεξαγωγή κρυπτογραφικής εργασίας, ενώ περιγράφει τις αρμοδιότητες του διευθυντή της FSB. Ο αριθμός των αναπληρωτών διευθυντών αυξήθηκε στους 8: Οι 2 πρώτοι αναπληρωτές, 5 αναπληρωτές υπεύθυνοι για τα τμήματα και διευθύνσεις και 1 αναπληρωτής διευθυντής επικεφαλής της περιφερειακής διεύθυνσης της πόλης της Μόσχας και την περιφέρεια γύρω από τη Μόσχα. Ο Γιέλτσιν διόρισε τον στρατηγό Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Μπαρσούκωφ νέο διευθυντή της FSB ενώ το 1998, ο Γιέλτσιν τον αντικατέστησε και όρισε ως διευθυντή της FSB τον Βλαντίμιρ Πούτιν, έναν βετεράνο της KGB, ο οποίος αργότερα θα διαδεχθεί τον Γέλτσιν ως ομοσπονδιακός πρόεδρος. Ο Πούτιν ήταν απρόθυμος να αναλάβει τη διεύθυνση, αλλά από τη στιγμή που διορίστηκε διεξήγαγε μια εις βάθος αναδιοργάνωση, η οποία περιελάμβανε την απόλυση των περισσότερων από τους κορυφαίους του προσωπικού της FSB του. Ο Πούτιν όρισε τον Νικολάϊ Πατρούτσεφ ως επικεφαλής της FSB, το 1999.
Μετά τέλος της κύριας στρατιωτικής επίθεσης του Δεύτερου πολέμου της Τσετσενίας, οι αυτονομιστές άλλαξαν την τακτική τους σε ανταρτοπόλεμο και συνολικά η διοίκηση των ομοσπονδιακών δυνάμεων στην Τσετσενία μεταφέρθηκε από τη στρατό στην FSB τον Ιανουάριο του 2001, ενώ ο στρατός δε διέθετε τεχνικά μέσα παρακολούθησης των αντάρτικων ομάδων και η FSB υπέφερε από ανεπαρκή στελέχωση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, λόγω της αδυναμίας της να κατασκευάσει δίκτυα των πρακτόρων και πληροφοριοδοτών. Το φθινόπωρο του 2002, οι αυτονομιστές ξεκίνησαν μια τεράστια εκστρατεία τρομοκρατίας ενάντια στους Ρώσους πολίτες, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης του θεάτρου Ντουμπρόβκα. Η αδυναμία των ομοσπονδιακών δυνάμεων να διεξάγουν αποτελεσματικές αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις οδήγησαν την κυβέρνηση να μεταφέρει την ευθύνη της «διατήρησης της τάξης» στην Τσετσενία από την FSB στο Υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων (MVD) τον Ιούλιο του 2003.
Μετά την ανάληψη της Προεδρίας, ο Βλαντίμιρ Πούτιν ξεκίνησε μια σημαντική αναδιοργάνωση της FSB. Πρώτα, η FSB είχε τεθεί υπό τον άμεσο έλεγχο του Προέδρου με διάταγμα που εκδόθηκε στις 17 Μαΐου 2000, ενώ η εσωτερική δομή του οργανισμού αναμορφώθηκε από ένα διάταγμα που υπεγράφη στις 17 Ιουνίου 2000. Στην προκύπτουσα δομή, η FSB ήταν να έχει έναν επικεφαλής, έναν πρώτο αναπληρωτή διευθυντή και άλλους εννέα αναπληρωτές διευθυντές, συμπεριλαμβανομένου ενός υφυπουργού και του αρχηγούς των έξι τμημάτων: Οικονομικό Τμήμα Ασφαλείας, Τμήμα Αντικατασκοπίας, Οργανωτική Υπηρεσία και Υπηρεσία Προσωπικού, Τμήμα παροχής δραστηριότητας, Τμήμα Ανάλυσης, πρόβλεψης και Στρατηγικού Σχεδιασμού, τμήμα προστασίας του Συνταγματικού συστήματος και καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Μέχρι το 2003, οι αρμοδιότητες του οργανισμού είχαν διευρυνθεί σημαντικά.
Η Υπηρεσία Φύλαξης Συνόρων της Ρωσίας, με το προσωπικό της τάξης των 210.000, εντάχθηκε στην FSB μέσω διατάγματος που υπεγράφη στις 11 Μαρτίου 2003, η συγχώνευση ολοκληρώθηκε την 1η Ιουλίου 2003 και επιπλέον, το Ομοσπονδιακό Γραφείο Κρατικών Επικοινωνιών και Πληροφοριών (FAPSI) καταργήθηκε και στην FSB πέρασε ένα σημαντικό μέρος των λειτουργιών του, ενώ άλλα τμήματα πήγαν στο Υπουργείο άμυνας. Μεταξύ των λόγων για αυτή την ενίσχυση της FSB ήταν η αυξημένη ανάγκη για την ασφάλεια μετά την αύξηση των τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον Ρώσων πολιτών που άρχισαν από την κρίση ομήρων στο θέατρο της Μόσχας. Η ανάγκη να τερματιστεί η διαμάχη μεταξύ της FSB και FAPSI και των συνοριοφυλάκων, λόγω των λειτουργιών και θεμάτων δικαιοδοσίας τους, ήταν επιτακτική ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της μετανάστευσης, της διακίνησης ναρκωτικών και του λαθρεμπορίου όπλων. Έχει επίσης επισημανθεί, ότι η FSB ήταν η μόνη βάση εξουσίας του νέου προέδρου, και ως εκ τούτου η αναδιάρθρωση ενίσχυσε τη θέση του Πούτιν.
Στις 28 Ιουνίου 2004, σε μια ομιλία του προς υψηλόβαθμα στελέχη της FSB, ο Πούτιν τόνισε τρία κύρια καθήκοντα του οργανισμού: Την εξουδετέρωση της κατασκοπείας ξένων, τη διασφάλιση της οικονομικής και χρηματοοικονομικής ασφάλειας της χώρας και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Τον Σεπτέμβριο του 2006, η FSB αναταράχτηκε από μια μεγάλη ανακατάταξη, η οποία, σε συνδυασμό με ορισμένες παλαιότερες των αναδιοργανώσεις (πιο εντυπωσιακές, αυτές των Αναπληρωτών Διευθυντών Γιούρι Ζαοστρόφτσεφ και Βλαντίμιρ Ανίσιμοφ το 2004 και το 2005, αντίστοιχα), πιστεύονταν ευρέως ότι συνδέονται με το σκάνδαλο διαφθοράς των Τριών Φαλαινών που αργά ξετυλίγονταν από το 2000. Μερικοί αναλυτές θεωρούν ότι είναι μια προσπάθεια υπονόμευσης της επιρροής του Διευθυντή της FSB, Νικολάι Πατρούσεβ.
Μέχρι το 2008, ο υπηρεσία είχε έναν διευθυντή, δύο Πρώτους Αναπληρωτές διευθυντές και 5 αναπληρωτές διευθυντές. Αυτή η δομή είχε τις ακόλουθες 9 διαιρέσεις:
Ξεκινώντας από την κρίση ομήρων του θεάτρου στη Μόσχα το 2002, η Ρωσία βρέθηκε αντιμέτωπη με την -αυξημένη σε επίπεδα- ισλαμική τρομοκρατία. Η FSB, που είναι ο κύριος φορέας υπεύθυνος για αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις, ήταν στην πρώτη γραμμή στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Κατά την πολιορκία του θεάτρου της Μόσχας και την πολιορκία του σχολείου στο Μπεσλάν, οι ειδικές δυνάμεις (Spetsnaz) της FSB των Alpha Group και Vympel έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις επιχειρήσεις απελευθέρωσης ομήρων. Ωστόσο, οι επιδόσεις τους επικρίθηκαν λόγω του υψηλού αριθμού των απωλειών-θυμάτων ομήρων. Το 2006, η FSB σημείωσε μια σημαντική επιτυχία στο πλαίσιο αντιτρομοκρατικών προσπαθειών της, όταν σκότωσε με επιτυχία τον Τσετσένο Σαμίλ Μπασάγιεφ (Shamil Basayev), ο οποίος ήταν ο εγκέφαλος πίσω από την τραγωδία του Μπεσλάν και πολλών άλλων υψηλού προφίλ τρομοκρατικών ενεργειών. Σύμφωνα με την FSB, η επιχείρηση είχε σχεδιαστεί πάνω από έξι μήνες και κατέστη δυνατή λόγω των αυξημένων δραστηριοτήτων της FSB σε ξένες χώρες που προμήθευαν όπλα στους τρομοκράτες. Ο Μπασέγιεφ ήταν υπό παρακολούθηση μέσω του πλαισίου της παρακολούθησης της διακίνησης όπλων. Ο Μπασέγιεφ και άλλοι «αγωνιστές» του ετοιμάζονταν να πραγματοποιήσουν τρομοκρατική επίθεση στην Ινγκουσετία όταν πράκτορες της FSB κατέστρεψαν μια φάλαγγά τους και 12 «μαχητές» σκοτώθηκαν. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της δεύτερης προεδρίας του Πούτιν (2006-2008), οι τρομοκρατικές επιθέσεις στη Ρωσία συρρικνώθηκαν, από 257 το 2005 σε 48 το 2007 και στρατιωτικός αναλυτής Βιτάλι Σλίκωφ εξήρε την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών ασφαλείας της Ρωσίας, λέγοντας ότι η πείρα που αποκτήθηκε στην Τσετσενία και το Νταγκεστάν ήταν το κλειδί για την επιτυχία. Το 2008, το αμερικάνικο περιοδικό που ασχολείται με θέματα εξωτερικής πολιτικής, το Carnegie Endowment, χαρακτήρισε τη Ρωσία ως «το χειρότερο μέρος για να είσαι τρομοκράτης» και υπογράμμισε ιδιαίτερα την προθυμία της Ρωσίας να δοθεί προτεραιότητα εθνικής ασφάλειας πάνω από τα πολιτικά δικαιώματα. Μέχρι το 2010, οι ρωσικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία της FSB, είχαν καταφέρει να εξαλείψουν την ανώτατη ηγεσία της εξέγερσης της Τσετσενίας, εκτός από τον Tσετσένο ισλαμιστή τρομοκράτη Ντόκα Ουμάρωφ.
Από το 2009, το επίπεδο της τρομοκρατίας στη Ρωσία αυξήθηκε και πάλι. Ιδιαίτερα ανησυχητική ήταν η αύξηση των επιθέσεων αυτοκτονίας. Ενώ στο διάστημα μεταξύ του Φεβρουάριου του 2005 και του Αυγούστου του 2008 δεν σκοτώθηκαν άμαχοι σε τέτοιου είδους επιθέσεις, το 2008 τουλάχιστον 17 σκοτώθηκαν, ενώ το 2009 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στους 45. Τον Μάρτιο του 2010 ισλαμιστές μαχητές οργάνωσαν τις βομβιστικές επιθέσεις στο Μετρό της Μόσχας, από τις οποίες σκοτώθηκαν 40 άνθρωποι. Μία από τις δύο εκρήξεις σημειώθηκε στον σταθμό της Πλατείας Λουμπιάνκα, όπου η έδρα της FSB. Ο ηγέτης των τρομοκρατών Ντόκου Ουμάρωφ - που πήρε το παρατσούκλι «Οσάμα Μπιν Λάντεν της Ρωσίας» - ανέλαβε την ευθύνη για τις επιθέσεις. Τον Ιούλιο του 2010, ο Πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ επεκτείνει τις εξουσίες της FSB στον αγώνα της κατά της τρομοκρατίας. Οι αξιωματικοί της FSB έλαβαν την εξουσία να εκδίδουν προειδοποιήσεις προς τους πολίτες για τις ενέργειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διάπραξη εγκλημάτων καθώς και τη σύλληψη ατόμων για 15 ημέρες, εάν δεν συμμορφώνονταν με τις νόμιμες εντολές που δίνονταν από τους αστυνομικούς. Το νομοσχέδιο είχε επικριθεί σκληρά από οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το 2011, η FSB «ξεσκέπασε» 199 ξένους κατασκόπους, συμπεριλαμβανομένων 41 επαγγελματιών κατασκόπων και 158 υπαλλήλων που απασχολούνταν από ξένες μυστικές υπηρεσίες. Ο αριθμός έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Το 2006, η FSB φέρεται να εντόπισε περίπου 27 ξένους αξιωματικούς μυστικών υπηρεσιών και 89 ξένους πράκτορες. Συγκρίνοντας τον αριθμό των εκτιθέμενων κατασκόπων ιστορικά, ο τότε διευθυντής FSB Νικολάι Κοβάλιωφ δήλωσε το 1996: «δεν έχει υπάρξει ποτέ τέτοιος αριθμός κατασκόπων που να συνελήφθησαν ξανά από εμάς, από την εποχή που Γερμανοί πράκτορες στάλθηκαν εδώ κατά τα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου». Το ποσοστό είναι παρόμοιο με αυτό που αναφέρθηκε κατά την περίοδο 1995-1996, όταν περίπου 400 ξένοι πράκτορες αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της διετούς αυτής περιόδου. Σε μια υψηλού προφίλ περίπτωση ξένης κατασκοπείας, η FSB, δήλωσε τον Φεβρουάριο του 2012 ότι ένας μηχανικός που εργάζονταν στο Κοσμοδρόμιο Πλεσέτσκ του Μπαϊκονούρ, κύριο διαστημικό κέντρο της Ρωσίας για τις στρατιωτικές εκτοξεύσεις, είχε καταδικαστεί σε 13 χρόνια φυλάκιση με την κατηγορία της προδοσίας. Το δικαστήριο έκρινε ότι ο μηχανικός είχε πουλήσει πληροφορίες σχετικά με τις δοκιμές των νέων ρωσικών συστημάτων στρατηγικών πυραύλων προς την αμερικανική CIA. Αυξανόμενος είναι ο αριθμός των επιστημόνων που έχουν κατηγορηθεί για κατασκοπεία και παράνομες εξαγωγές τεχνολογίας από την FSB κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας: ο ερευνητής Ιγκόρ Σουτιάγκιν, ο φυσικός Βαλεντίν Ντανίλοφ, ο φυσικοχημικός Όλεγκ Καραμπέινικοφ, ο ακαδημαϊκός Όσκαρ Κουιμπίσεφ και ο φυσικός Γιούρι Ρίζχωφ. Επίσης, ο οικολόγος και δημοσιογράφος Αλεξάντερ Νικίτιν, ο οποίος συνεργάστηκε με το Ίδρυμα Bellona, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία. Είχε δημοσιεύσει υλικό εκθέτοντας τους κινδύνους που ενέχουν τα πυρηνοκίνητα πλοία του Ρωσικού στόλου. Αθωώθηκε το 1999, μετά από αρκετά χρόνια στη φυλακή (η περίπτωσή του στάλθηκε για εκ νέου έρευνα 13 φορές, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη φυλακή). Άλλες περιπτώσεις δίωξης είναι οι περίπτωση του δημοσιογράφου και οικολόγου Γκριγκόρι Πάσκο. Ο Βλαντίμιρ Πετρένκο ο οποίος περιγράφει τον κίνδυνο που προέρχεται από τα στρατιωτικά αποθέματα χημικού πολέμου, και ο Νικολάι Σουρ, πρόεδρος του Οικολογικού Ταμείου Σνεζίνσκυ. Μεταξύ άλλων συλληφθέντων περιλαμβάνονται και οι Βίκτωρ Ορέκχωφ, πρώην αξιωματικός της KGB, ο οποίος βοηθούσε σοβιετικούς αντιφρονούντες, ο Βλαντιμιρ Καζάντσεφ, που αποκάλυψε παράνομες αγορές συσκευών υποκλοπών από ξένες εταιρείες, και o Βιλ Μιρζαγιάνωφ, ο οποίος είχε γράψει ότι η Ρωσία εργάζεται πάνω σε ένα όπλο αερίου νεύρων.
Το 2011, η FSB απέτρεψε 94 «εγκλήματα του τρομοκρατικού χαρακτήρα», συμπεριλαμβανομένων οκτώ τρομοκρατικών επιθέσεων. Ειδικότερα, η υπηρεσία ματαίωσε μια σχεδιασμένη επίθεση αυτοκτονίας στη Μόσχα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ωστόσο, η υπηρεσία δεν κατάφερε να εμποδίσει τους τρομοκράτες να διαπράξουν τη βομβιστική επίθεση στο Διεθνές Αεροδρόμιο Ντομοντέντοβο. Με το πέρασμα του χρόνου, η FSB και οι συνεργαζόμενες με αυτήν υπηρεσίες της κρατικής ασφάλειας, είχαν σκοτώσει όλους τους προέδρους της αυτονομιστικής Δημοκρατίας της Τσετσενίας της Ιτσκερίας, συμπεριλαμβανομένων των Ντζόκχαρ Ντουντάγιεφ, Ζελίμχαμ Γιαντάρμπιεφ, Ασλάν Μασχάντοφ, και Αμπντούλ-Καλίμ Σαϊντούλαεφ. Λίγο πριν από το θάνατό του, ο Σαϊντούλαεφ υποστήριξε ότι η ρωσική κυβέρνηση «ύπουλα» σκότωσε τον Μασχάντοφ, καλώντας τον για «συνομιλίες» υποσχόμενη την ασφάλειά του «στο υψηλότερο επίπεδο». Κατά τη διάρκεια της κρίσεως ομήρων του θεάτρου της Μόσχας στο Μπεσλάν και των ομήρων του σχολείου, όλοι οι απαγωγείς ομήρων σκοτώθηκαν επί τόπου από τις δυνάμεις Spetsnaz της FSB. Μόνο ένας από τους υπόπτους επέζησε, ο Νουρ-Πασί Κουλάγιεφ και αργότερα καταδικάστηκε από το δικαστήριο. Έχει αναφερθεί ότι πάνω από 100 ηγέτες των τρομοκρατικών ομάδων έχουν σκοτωθεί κατά τη διεξαγωγή των 119 επιχειρήσεων στο Βόρειο Καύκασο εντός του 2006. Στις 28 Ιουλίου 2006, η FSB παρουσίασε μια λίστα των 17 τρομοκρατικών οργανώσεων, που αναγνωρίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στην εφημερίδα Rossiyskaya Gazeta, η οποία δημοσίευσε τον κατάλογο εκείνη την ημέρα. Ο κατάλογος ήταν διαθέσιμος στο παρελθόν, αλλά μόνο μέσω ατομικού αιτήματος. Σχολιάζοντας τη λίστα, ο Γιούρι Σαπούνωφ, επικεφαλής της αντιτρομοκρατίας στην FSB, ανέφερε τα απαραίτητα τρία βασικά κριτήρια ώστε να μπουν σε αυτή τη λίστα οι οργανώσεις.
Σύμφωνα με ορισμένες ανεπίσημες πηγές, από το 1999, η FSB έχει επίσης επιφορτιστεί με τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την επικράτεια των χωρών της ΚΑΚ, όπου η SVR νομικά της απαγορεύεται η διεξαγωγή κατασκοπείας στο πλαίσιο της διεθνών συμφωνιών της κυβέρνησης. Η δραστηριότητα αυτή είναι σύμφωνη με το άρθρο 8 του ομοσπονδιακού νόμου για την FSB.
Το καλοκαίρι του 2006, δόθηκε νομικά η εξουσία στην FSB να συμμετάσχει σε στοχευμένες δολοφονίες, να κυνηγήσει και να σκοτώσει υπόπτους για τρομοκρατία στο εξωτερικό, εάν λάβει εντολή να το πράξει, από τον πρόεδρο της Ρωσίας.
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Συνοριακής Φρουράς (FPS) υπήρξε μέρος της FSB από το 2003. Η Ρωσία έχει 61 χιλιάδες χιλιόμετρα (38.000 μίλια) θαλάσσιων και χερσαίων συνόρων, 7.500 χιλιόμετρα (4.700 μίλια) από τα οποία είναι με το Καζακστάν, και 4.000 χιλιόμετρα (2.500 μίλια) με την Κίνα. Ένα χιλιόμετρο (1.100 γιάρδες) προστασίας των συνόρων κοστίζει περίπου 1 εκατομμύριο ρούβλια (20.114,50 €) ετησίως.
Η FSB ασχολείται με την ανάπτυξη της στρατηγικής ελέγχου των εξαγωγών της Ρωσίας και εξετάζει σχέδια των διεθνών συμφωνιών που σχετίζονται με τη μεταβίβαση της διπλής χρήσης στρατιωτικών προϊόντων και τεχνολογιών. Ο κύριος ρόλος της στον τομέα της διάδοσης των πυρηνικών όπλων είναι η συλλογή πληροφοριών για την πρόληψη της παράνομης εξαγωγής της ελεγχόμενης πυρηνικής τεχνολογίας και υλικών.
Η FSB έχει κατηγορηθεί από την εφημερίδα The Guardian για χρήση ψυχολογικών τεχνικών ώστε να εκφοβίσει το δυτικό διπλωματικό προσωπικό και δημοσιογράφους, με την πρόθεση να περιορίσει τις εργασίες τους στη Ρωσία πρόωρα. Οι τεχνικές τους κατά τους ισχυρισμούς, συνεπάγονται την είσοδο στα σπίτια των στόχων τους, μετακινώντας τα είδη οικιακής χρήσης, αντικαθιστώντας τα είδη με παρόμοια (αλλά ελαφρώς διαφορετικά) στοιχεία, ακόμα και στέλνοντας τα «σεξουαλικά βοηθήματα» στη γυναίκα ενός άνδρα-στόχου, όλα με πρόθεση να συγχυστεί ή και τρομάξει ο «στόχος». Ο δημοσιογράφος της Guardian Λουκ Χάρντινγκ, ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα των εν λόγω τεχνικών.
Κάτω από το πανεθνικό επίπεδο, η FSB έχει περιφερειακά γραφεία και σε άλλες περιοχές που αφορούν ομοσπονδιακά θέματα της Ρωσίας. Έχει, επίσης, μερικές διοικήσεις στις ένοπλες δυνάμεις και άλλα στρατιωτικά όργανα. Υπάρχουν υποτμήματα σε τομείς όπως η αεροπορία, ειδικά κέντρα κατάρτισης, ιατροδικαστική τεχνογνωσία, στρατιωτική ιατρική, κλπ.
Εκτός από τις υπηρεσίες (τμήματα) και τις διευθύνσεις του ομοσπονδιακού γραφείου, οι τοπικές διευθύνσεις της FSB σε ομοσπονδιακά θέματα είναι επίσης εξαρτώμενες από αυτή. Από αυτές, οι διευθύνσεις της FSB της Αγίας Πετρούπολης και του Λένινγκραντ και των προκατόχων τους (ιστορικά καλύπτουν τόσο το Λένινγκραντ / Αγία Πετρούπολη αλλά και την Περιφέρεια Λένινγκραντ) διαδραμάτισαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ιστορία της οργάνωσης αυτής, καθώς πολλά από τα στελέχη της Διεύθυνσης, συμπεριλαμβανομένων των Βλαντίμιρ Πούτιν και Νικολάϊ Πετρούτσεφ, αργότερα ανέλαβαν σημαντικές θέσεις μέσα στο ομοσπονδιακό γραφείο της FSB ή άλλους κρατικούς φορείς. Μετά τον τελευταίο Αρχηγό της (επί σοβιετικής εποχής), Ανατόλι Κούρκωφ, οι διευθύνσεις της Αγίας Πετρούπολης και του Λένινγκραντ διοικήθηκαν από τον Σεργκέϊ Στεπάσιν (από 29 Νοεμβρίου 1991 έως 1992), τον Βίκτορ Τσερκέσωφ (1992 - 30 Σεπτεμβρίου 1998), τον Αλεξάντρ Γκριγκόριεφ (1 Οκτωβρίου 1998 - 4 Ιανoυαρίου 2001), τον Σεργκέϊ Σμιρνώφ (5 Ιανουαρίου 2001 - Ιούνιος 2003), τον Αλεξάντρ Μπορτνίκωφ (Ιούνιος 2003 - Μάρτιος 2004) και τον Γιούρι Ιγκναστσένκωφ (από τον Μάρτιο του 2004).
Στις 20 Ιουνίου 1996, ο Μπορίς Γιέλτσιν απέλυσε τον τότε Διευθυντή της FSB Μικαήλ Μπαρσούκωφ και διόρισε τον Νικολάϊ Κοβάλγιωφ ως νέο διευθυντή. Ο Αλεξάντρ Μπορτίκωφ ανέλαβε στις 12 Μαΐου 2008.
Η FSB έχει επικριθεί για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ορισμένοι επικριτές του Κρεμλίνου, όπως ο Αλεξάντερ Λιτβινένκο ισχυρίστηκε ότι η FSB έχει εμπλακεί στην καταστολή εσωτερικών διαφωνιών. Μια σειρά από νομοθέτες της αντιπολίτευσης και δημοσιογράφων που διενεργούσαν έρευνες, δολοφονήθηκαν, ενώ ερευνούσαν υποθέσεις διαφθοράς και άλλων φερόμενων εγκλημάτων που διαπράττονταν από αξιωματικούς της FSB, όπως οι: Σεργκέι Γιασένκωφ, Γιούρι Στσεκοτσίκιν, Γκαλίνα Σταροβόϊτοβα, Άννα Πολιτκόφσκαγια, Αλεξάντερ Λιτβινένκο, Πωλ Κλεμπνίκωφ, Ναντέζντα Τσαϊκόβα, Νίνα Γιεφίμοβα και άλλοι.
Η FSB έχει επικριθεί περισσότερο από μερικούς για την αποτυχία να θέσει υπό έλεγχο την ισλαμική τρομοκρατία στη Ρωσία. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η προ-Κρεμλίνου Ρωσίδα κοινωνιολόγος Όλγα Κριστανόφσκαγια ισχυρίστηκε ότι η FSB διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας.
Ο πρώην πράκτορας της FSB, Αλεξάντερ Λιτβινένκο, μαζί με μια σειρά από άλλους συγγραφείς, όπως οι Γιούρι Φελστίνσκυ, Ντέϊβιντ Σάττερ, Μπορίς Καγκαρλίτσκυ και Βλαντίμιρ Πρισλόφσκι, ισχυρίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ότι οι βομβιστικές επιθέσεις του 1999 σε διαμέρισμα στη Μόσχα και σε άλλες πόλεις της Ρωσίας ήταν μια «στημένη» επίθεση συντονισμένη από την FSB, προκειμένου να κερδίσει τη δημόσια στήριξη για ένα νέο πλήρους κλίμακας πόλεμο στην Τσετσενία και να ενισχύσει τον πρώην διευθυντή της FSB, στη συνέχεια πρωθυπουργού, Βλαντίμιρ Πούτιν, που αύξησε τη δημοτικότητά του στην πορεία προς βουλευτικές και προεδρικές εκλογές και στη μεταβίβαση της εξουσίας στη Ρωσία αργότερα, την ίδια χρονιά.
Από το 2007 έως το 2011, στο βιβλίο του Κράτος Μαφίας, ο Λουκ Χάρντινγκ, ο ανταποκριτής της Μόσχας για την εφημερίδα The Guardian και δεινός επικριτής της Ρωσίας, ισχυρίζεται ότι η FSB τον υπέβαλε σε συνεχή ψυχολογική παρενόχληση, με σκοπό να τον αναγκάζει σε άσκηση λογοκρισίας στις ανταποκρίσεις του, έτσι ώστε να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα. Υποστηρίζει επίσης ότι η FSB χρησιμοποιεί τεχνικές στους αντιπάλους της, γνωστές ως «Zersetzung», που σημαίνει «διάβρωση» ή «υπονόμευση» και οι οποίες τελειοποιήθηκαν από την ανατολικογερμανική Στάζι.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.